Ἀγαπητὸ Φρέαρ,
ἐκλεκτὸ τὸ περιοδικό, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοῦ δίνουν σχῆμα καὶ ψυχή, οἱ ἀναγνώστριες καὶ οἱ ἀναγνῶστες ποὺ τὸ κρατοῦν ζωντανό, τὸ ἐμπιστεύονται καὶ μὲ τὸ κριτικό τους βλέμμα διατηροῦν ὑψηλοὺς τοὺς στόχους του. Ἀναλόγως ὑψηλὴ εἶναι καὶ ἡ εὐθύνη μου κάθε φορὰ ποὺ συμμετέχω στὸν πλούσιο αὐτὸ ἀνοιχτὸ διάλογο.
Τὸ ζήτημα τώρα εἶναι ἡ μετάφραση. Ὁ λόγος γιὰ τὴ λογοτεχνικὴ μετάφραση καὶ τὴν προσωπική μου ἐμπειρία ἀπὸ τὴν «ἀγαπητικὴ» σχέση μαζί της. Ἐπιτρέψτε μου, μόνο, νὰ ἀπαντήσω χωρὶς τάξη, ἀνάκατα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ κεράσια ποὺ τραβᾶς ἕνα καὶ «σοῦ ἔρχονται πέντ’ ἕξι ἀντάμα».
Δὲν ξέρω ἀκριβῶς γιατί μεταφράζω ἢ πῶς ἄρχισε αὐτὴ ἡ ταξιδιωτικὴ περιπέτεια. Δὲν ἔνιωθα καμία ἀνάγκη γι’ αὐτὸ καὶ θὰ μποροῦσα νὰ ζήσω κάνοντας ἕνα σωρὸ ἄλλα πράγματα. Ἂν πιέσω λίγο τὴ μνήμη μου, θὰ θυμηθῶ ὅτι νεαρὸς διάβαζα μεταφρασμένη ξένη ποίηση καὶ δὲν αἰσθανόμουν τὴν ἀπόλαυση ποὺ προσφέρει ἡ ποίηση, ἢ δὲν καταλάβαινα τίποτε. Στὴν ἀρχὴ σκεφτόμουν: «Φταίει ὁ ποιητής». Ἀργότερα, ἀναρωτιόμουν μήπως εὐθύνεται γι’ αὐτὸ ὁ μεταφραστής. Βέβαια, ὁ φταίχτης θὰ μποροῦσε νὰ ἤμουν ἐγώ. Ὁ Σεφέρης μὲ τὴν Ἔρημη Χώρα μὲ δίδαξε πολλά. Ἔμαθα ὅτι μία μετάφραση μπορεῖ νὰ συνιστᾶ αὐθεντική, πρωτότυπη ποίηση. Τὸ ἴδιο αἰσθανόμουν μὲ τὸν Μπρὲχτ στὰ τραγούδια τοῦ Μικρούτσικου. Ἀκούγονταν ὅλα ἑλληνικά, ἐνῶ, ἀντίθετα, κάποιοι Ἕλληνες ποιητὲς (τῆς γενιᾶς τοῦ ’70) ἀκούγονταν ξένοι, καὶ σήμερα ἀκόμη πιὸ ξένοι. Αὐτὰ κάνουν οἱ μιμήσεις.
Ἡ πρώτη μου ἀπόπειρα ἦταν βουτιὰ στὰ βαθιά, τολμηρὴ ὅσο καὶ τοῦ «Βουτηχτῆ» τοῦ Σίλλερ. Ἐκεῖνος ἀναδύθηκε σῶος καὶ νικητὴς τὴν πρώτη φορά. Τὴ δεύτερη πνίγηκε. Ἔπιασα χωρὶς ἐμπειρία, χωρὶς θεωρίααἰσθητικὴ στὸ κεφάλι μου, νὰ μεταφράζω τὸν Ρίλκε σὲ ἕνα ὀρεινὸ γερμανικὸ χωριό, χωρὶς νὰ γνωρίζω ἂν εἶχε προηγηθεῖ ἄλλος. Δὲν διέθετα οὔτε ὑπολογιστή. Θὰ ἦταν τὸ πρῶτο μου βιβλίο, δῶρο στὴ μικρή μου κόρη ἀπὸ γερμανίδα μητέρα. Φαίνεται ὅτι βγῆκα σῶος ἀπ’ αὐτὸ τὸ μακροβούτι. Ἂν μπορῶ νὰ σχολιάσω τὸν τρόπο ποὺ δούλεψα, θὰ πῶ εὐθέως: Χωρὶς «σεβασμὸ» στὸν ποιητὴ καὶ τὸν σχολαστικὸ ἀναγνώστη. Μετὰ τὸ πρῶτο μεταφραστικὸ σχέδιο ἄφηνα τὸν ποιητὴ στὴν ἄκρη καὶ πάλευα μὲ τὸν ἑαυτό μου, μὲ τὴ γλώσσα μου, μὲ τὸ μετάφρασμα ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει ποίημα (κι ἂς μὴν εἶμαι ποιητής). Ἤθελα ὁ στίχος, συντακτικά, μορφολογικά, νὰ ἀκούγεται ἑλληνικός. Προπάντων, νὰ εἶναι κατανοητὸς καὶ νὰ ἔμενα ἐγὼ ἱκανοποιημένος∙ ἀκόμη καὶ ἂν ἔπρεπε νὰ παραβιάσω τὴν εἰκόνα τοῦ πρωτοτύπου. Μετὰ τὴν ἀπιστία, τὴν προδοσία, τὰ δύο κείμενα θὰ συναντηθοῦν στὸ τέλος (ἔτσι εὐχόμουν) σὲ βάση αἰσθητική, στὴ νοερὴ «αἰσθητικὴ πολιτεία» τοῦ Σίλλερ. Φυσικά, ἀπὸ σεβασμὸ στὸν ἰδεατὸ ἀναγνώστη δὲν ὑπολόγισα ποτὲ τὴν κρίση του.
Ἔτσι γνώρισε ἡ κόρη μου τὸν Ρίλκε. Τὸ βιβλίο βγῆκε καὶ ἐκτιμήθηκε. Ἦταν ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη χαρὰ ποὺ ἔχω πάρει μέχρι σήμερα. Ὁ γενναῖος ἐκδότης μου, ὁ Αἰμίλιος Καλιακάτσος, μοῦ ἄνοιξε τὸν δρόμο καὶ γιὰ ἄλλα τολμηρὰ ταξίδια, ἐξ ἴσου ἐνδιαφέροντα γιὰ κεῖνον καὶ γιὰ μένα (Νοβάλις, Χαίλντερλιν). Γιὰ τὸν ἀναγνώστη δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω. Δὲν τὸν ξέρω. Τὸν κριτικὸ ἀκόμη χειρότερα. Δὲν τὸν ἔχω δεῖ.
Δρόμος ἀμφίδρομος. Δὲν μεταφράζω ἐπαγγελματικά. Δέχομαι μιὰ πρόταση τοῦ ἐκδότη, ἂν ταιριάζει ἀπολύτως στὶς ἀνάγκες μου. Λ.χ. θὰ δούλευα μὲ λαίμαργη διάθεση ἐπάνω στὴν Ἀντιγόνη (Gutenberg), ἀκόμη καὶ ἂν δὲν μοῦ τὴν εἶχε προτείνει ὁ ἐκδότης. Παράλληλα, διαβάζω μὲ ἀπληστία, ἐπιτρέψτε μου τὸν τόνο, ξένη λογοτεχνία, γερμανικὴ καὶ ἀγγλική. Ὅ,τι μὲ κεντρίζει, πιάνω καὶ τὸ μεταφέρω στὴ γλώσσα μου, νὰ χαρῶ αὐτὸ καὶ τὴ γλώσσα μου μαζί. Ὕστερα, τὸ ἀφήνω, νὰ δῶ μὲ τὸν καιρὸ τί ἀξίζει. Τὸ καθυστερῶ καὶ ἐπειδὴ ἡ προοπτικὴ τῆς δημοσίευσης μοῦ δημιουργεῖ μεγάλο ἄγχος. Τὸ συζητῶ μὲ τὸν ἐκδότη, ἀφοῦ μεσολαβήσουν χρόνια καὶ τὸ ἔχω ψιλολογήσει πολλὲς φορές. Πρῶτα νὰ περνάω ἐγὼ καλά. Πολλὰ δὲν προχωροῦν καὶ μένουν στὰ χαρτιά, ρομαντικὰ ἀποσπάσματα. Καμώνομαι κι ἐγὼ ὅτι ζῶ τὴν ἀγωνία τοῦ Σολωμοῦ.
Φυσικά, δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλλω στὸν ἐκδότη ὅλες τὶς προτιμήσεις μου. Θὰ ἤθελα νὰ δῶ μεταφρασμένα στὴ γλώσσα μας πολλὰ σπουδαῖα ὀνόματα, ἄγνωστα σχεδὸν σὲ μᾶς. Τὸν πρωτοπόρο «μικρομηκὰ» τῆς λογοτεχνίας Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (ἕναν αἰώνα πεθαμένος)∙ τὸν πολυγραφότατο (ξεπερνᾶ μᾶλλον καὶ τὸν Ρίτσο) Γκύντερ Κοῦνερτ∙ τὴ νομπελίστα Νέλλυ Ζάκς (μισὸν αἰώνα πεθαμένη κι αὐτή)∙ τὸν Τσέχο Γιὰν Σκάτσελ (ἴσως ὁ σημαντικότερος, μὲ τὸν Τσέλαν, μεταπολεμικὸς ποιητής)∙ τὸν Γκέρχαρντ Φάλκνερ, τὴν πιὸ τολμηρὴ φωνὴ στὸν γερμανόφωνο χῶρο. Ὁ κατάλογος εἶναι μακρὺς καὶ δείχνει τὴν ἀκαταστασία μας στὴν πρόσληψη τῆς ξένης λογοτεχνίας.
Ἡ πολὺ καλή, καὶ δύσκολη, ποίηση μεταφράζεται πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὴ μέτρια. Ἡ κακὴ ποίηση δὲν μεταφράζεται. Μικρότερης ἔκτασης ἔργα τὰ ἀπευθύνω σὲ ἐκδότες περιοδικῶν, μὲ μεγάλη φειδώ, δύο-τρία τὸν χρόνο. Μὲ τιμᾶ καὶ μὲ συγκινεῖ ἡ πρόθυμη φιλοξενία ποὺ μοῦ προσφέρουν. Φθίνουν, δυστυχῶς, κι αὐτὰ ὁλοένα. Ἐννοῶ, σχεδὸν ἀποκλειστικά, τὰ ἔντυπα περιοδικά. Ἀκολουθῶ τοὺς κλασικοὺς δρόμους. Ὑπάρχουν, βέβαια, λίγα, ἐλάχιστα, σοβαρὰ ἠλεκτρονικὰ ἔντυπα. Ὡστόσο, τὰ ἀποφεύγω ἢ δημοσιεύω σπάνια, μὲ μισὴ καρδιά. Νομίζω ὅτι κάποια στιγμὴ ἕνα ἀόρατο χέρι θὰ διακόψει τὴ δέσμη τῶν φωτονίων καὶ θὰ χαθοῦν ὅλα στὰ ἄραχλα σκοτάδια.
Ὡς μεταφραστὴς ἔχω γευθεῖ μεγάλες χαρές. Τὶς μεγαλύτερες. Αἰσθάνομαι ποιητής, δηλαδὴ δημιουργός, κι ἂς μὴν ὑπάρχει Μούσα γιὰ τοὺς μεταφραστές, ἐκτὸς κι ἂν μᾶς καταδεχτεῖ ἡ Καλλιόπη, ἢ ἡ Τερψιχόρη. Ἔχω, ὅμως, ἐξ ἴσου λυπηθεῖ «ἄχρι θανάτου». Ἕνα βιβλίο μου, ἴσως τὸ πιὸ πικρὸ καὶ συγκινητικό, ἀνακλήθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο: δύο ποιητικοὶ κύκλοι τοῦ Πάουλ Τσέλαν. Ὁ υἱὸς Τσέλαν μὲ κατήγγειλε στὸν οἶκο Suhrkamp ὡς λογοκλόπο (!) καὶ κακὸ μεταφραστή. Σκεφτεῖτε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ πρῶτο μου βιβλίο λογοτεχνικῆς μετάφρασης, κι ὅτι ἐκεῖνος δὲν νοιώθει γρῦ ἑλληνικά. Ὑπάρχει βέβαια πλούσιο παρασκήνιο πίσω ἀπὸ τὴν ὑπόθεση. Ἕλληνές ἐσμεν… Ἴσως γράψω κάποτε.
Τέλος, νὰ τὸ πῶ κι αὐτό. Στὶς νέες τεχνολογικὲς συνθῆκες αἰσθάνομαι ὀλίγον «ντεμοντέ». Φοβᾶμαι ὅτι τὸ διαδίκτυο, ἡ εὐκολία καὶ ἡ ἄνεση ἀναρίθμητων φερέλπιδων γραφιάδων νὰ δημοσιεύουν ἀκόπως καὶ μὲ ταχύτητα φωτὸς τὰ ἀριστουργήματά τους, πάει νὰ γίνει ἡ Κερκόπορτα τῆς γραφῆς, τῆς ποίησης καί, φυσικά, τῆς μετάφρασης. Ἀκαλαίσθητες συνταγὲς καὶ φληναφήματα, πιθηκισμοὶ καὶ ἀναμασήματα ὑπογράφονται ἀπὸ αὐτόκλητους ποιητὲς καὶ μεταφραστές, ἀρσενικοὺς καὶ θηλυκοὺς Ρεμπώ. Συνεπίκουροι οἱ ἠλεκτρονικοὶ ἐκδοτίσκοι καὶ οἱ ἀθεόφοβοι –παρὰ τὸ λιβάνι ποὺ καταναλώνουν– κριτικοί. Κάποτε, ὅταν κυκλοφοροῦσε ἡ συλλογὴ ἑνὸς νέου ποιητῆ ἢ μεταφραστῆ, τὴν ὑποδέχονταν μὲ γόνιμο, κριτικὸ λόγο ὁ Βρεττάκος, ὁ Σινόπουλος, ὁ Καραντώνης, ὁ Γιαλουράκης… Σήμερα, «ἀντ’ αὐτῶν… Γουλιμῆς». Ἕνας κατήφορος χωρὶς φρένο.
Βέβαια, τὸ τίποτε γεννᾶ τὸ τίποτε. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλάπτει αἰώνια τὸ οὐσιῶδες. Συσκοτίζει, ὅμως, καὶ κάνει δυσδιάκριτη τὴν καλὴ ποίηση, τὰ καλὰ ἔργα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας, τὰ σημαντικὰ πονήματα πολλῶν ὡραίων μεταφραστῶν.
Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴ φιλοξενία. Ἀρτεσιανὸ πάντοτε τὸ Φρέαρ.
Ἐρεσός, 8 Ἀπριλίου 2021