Μάγκυ Κοέν

Η Κομπάρσα ή η διεκδίκηση της κανονικότητας

«Δεν έγραψα ποτέ αυτοβιογραφία, και το αυτοβιογραφικό στοιχείο, με την στενή έννοια του όρου, απουσιάζει από τα μυθιστορήματα μου, παρότι έζησα σε εποχές ταραγμένες και πλούσιες σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Είχα τη φαντασία μου», θα πει ο Αβραάμ Β. Γεοσούα σε μια συνέντευξη του.

Πράγματι, εάν κάτι τον χαρακτηρίζει απόλυτα ως συγγραφέα είναι η πληθωρική, η δημιουργική φαντασία του, που μας παρασύρει με την ορμή της κάθε φορά σ’ ένα καινούργιο, ολότελα διαφορετικό σύμπαν και μας αιχμαλωτίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Ο Γεοσούα είναι βιρτουόζος στην τέχνη της αφήγησης. Κι όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλο συγγραφέα, υπάρχει στα έργα του απόλυτη συνάρτηση, αν όχι ταύτιση, μεταξύ φαντασίας και γλώσσας. «Η φαντασία [του] συνιστά τον γενετικό όρο της γλώσσας. Είναι μια μορφοποιητική αρχή που μεσολαβεί ανάμεσα στις αισθήσεις και τις έννοιες και παράγει γλωσσικά φαντασιακά είδωλα, διαφορετικά τόσο από τις επί μέρους εικόνες της πραγματικότητας, όσο και από τις αφηρημένες έννοιες της ψηφιακής γλώσσας»*.

Το κείμενο που ακολουθεί για τον Α. Β. Γεοσούα –σήμερα, που έχουν περάσει δυο μήνες από τον θάνατο του– μου προσφέρει μια ακόμα ευκαιρία να μιλήσω για τον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα και διανοούμενο, και να καταγράψω κάποιες σκέψεις που μου γεννήθηκαν μεταφράζοντας το μυθιστόρημα του Η Κομπάρσα.

 Ας κάνουμε όμως πρώτα μια σύντομη αναφορά σε τρία από τα δώδεκα συνολικά μυθιστορήματα που έγραψε και τον κατατάσσουν, χάρη στο εύρος και τον πλούτο της θεματικής τους, στη χωρία των μεγάλων και διαχρονικών συγγραφέων.

Το αριστουργηματικό του ο Κύριος Μάνι είναι μια τοιχογραφία της Εβραϊκής ιστορίας από τον 19ο αιώνα ως τον 20ό, μέσα από την ιστορία έξι γενεών της ίδιας οικογένειας, όπου κάθε μέλος αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική αντίληψη της ταυτότητας του Εβραίου.

Στο Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας, θέτοντας ως κεντρικό άξονα του μυθιστορήματος την αντιπαράθεση ανάμεσα στις εβραϊκές κοινότητες του Βορρά με αυτές του Νότου (πάνω σε ζητήματα ηθικής και στο ζήτημα της πολυγαμίας), ο ισραηλινός συγγραφέας παρουσιάζει ανάγλυφα τις δυο συνιστώσες της εβραϊκής ταυτότητας, (αυτές των Ασκεναζίμ και των Σεφαραντίμ) και ερευνά τα όρια της ανοχής και της ανεκτικότητας. Τέλος, στη Ρετροσπεκτίβα υπογράφει ένα μυθιστόρημα για την Εξιλέωση και τη Λύτρωση που μπορεί να έρθει μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία και, ταυτόχρονα, χαρτογραφεί την περίπλοκη και εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα της πατρίδας του.

Για να έρθουμε στην Κομπάρσα, (κυκλοφόρησε στα εβραϊκά το 2014), όπου, ο Γεοσούα, προς στο τέλος της συγγραφικής του καριέρας, αποφασίζει να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια γυναίκα και να θέσει στο επίκεντρο του μυθιστορήματός του το θέμα της μητρότητας ή, για την ακρίβεια, της άρνησης μιας γυναίκας να τεκνοποιήσει.

Η υπόθεση της Κομπάρσας είναι με δυο λέξεις η εξής: Μια σαραντάχρονη Ισραηλινή αρπίστρια, η Νόγκα, που ζει και εργάζεται στην Ολλανδία, επιστρέφει για τρεις μήνες στη πατρίδα της για να βοηθήσει την ηλικιωμένη μητέρα της να μετακομίσει από την Ιερουσαλήμ στο Τελ Αβίβ, και να εγκλιματιστεί σε έναν οίκο ευγηρίας. Προκειμένου να «μη μένει άπραγη», ο υπέρ-προστατευτικός αδελφός της της βρίσκει μια θέση κομπάρσας (μια λέξη με πολλές συνδηλώσεις) στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και την όπερα.

Ο Γεοσούα, σκιαγραφεί εδώ με λεπτότητα και ακρίβεια το πορτραίτο μιας ανεξάρτητης και αποφασιστικής γυναίκα, που αρνείται πεισματικά, όπως είπαμε, να κάνει παιδί, χωρίς να αποσαφηνίζει τους λόγους της άρνησής της. Και το παράδοξο είναι ότι, ενώ το οικογενειακό και το κοινωνικό της περιβάλλον έχουν αποδεχθεί απολύτως την απόφαση της και δεν ασκούν καμία πίεση πάνω της, η ίδια νιώθει κάποια δυσφορία, ένα ανεξήγητο malaise.

Ο συγγραφέας δεν καταφεύγει στους εύκολους, προφανείς λόγους που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη στάση της ηρωίδας του: η σαραντάχρονη αρπίστρια δεν φοβάται μήπως η ύπαρξη ενός παιδιού βλάψει την καριέρα της, ούτε συνιστά εμπόδιο γι’ αυτήν η ηλικία της. Γνώστης του πολυσύνθετου της ανθρώπινης ψυχολογίας, ο Γεοσούα κατευθύνει τον αναγνώστη να αναζητήσει άλλα αίτια, πολύ πιο σύνθετα και βαθιά. Αποφεύγοντας τις απολύτως απλουστευτικές γενικεύσεις, περί «γυναικείας ψυχοσύνθεσης», πλάθει μια ηρωίδα με την μοναδικότητά της, προικισμένη με πολύπλοκο ψυχισμό.

Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα μυθιστόρημα που αφήνει απ’ έξω, ή έστω περιορίζει στο φόντο, τα μείζονα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, τις συγκρούσεις και τα θέματα ταυτότητας, που αποτελούσαν πάντα τους θεματικούς άξονες του έργου του Γεοσούα.

Η Κομπάρσα, και αυτό είναι το ενδιαφέρον, μαρτυράει, θα λέγαμε, μια ανάγκη του συγγραφέα να παραμερίσει, να ξεχάσει για λίγο, τα φλέγοντα ζητήματα της πατρίδας του. Να εντρυφήσει σε θέματα «απλά», κι όμως σημαντικά που συγκροτούν τη ζωή μας, να ασχοληθεί, κοντολογίς, με όλα αυτά που θα απασχολούσαν οποιαδήποτε κοινωνία δεν την ταλανίζει μια συνεχής διένεξη ή δεν τελεί σε μια κατάσταση διαρκούς (πραγματικής ή υποθετικής ) απειλής, διεκδικώντας έτσι το δικαίωμα στην «κανονικότητα».

*Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Αλχημεία και Άλγεβρα», Το Βήμα, 1.6.2003.

⸙⸙⸙

[Η Μάγκυ Κοέν είναι μεταφράστρια ισραηλινής λογοτεχνίας και καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας.]

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή