Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Αγγελική Πεχλιβάνη

 Η κουλτούρα της βίας στον χώρο του σχολείου

Η αλήθεια είναι ότι δέχθηκα την πρόσκληση του Δημήτρη Αγγελή να ασχοληθώ με την κουλτούρα της βίας στο σχολείο (κακοποιητικές συμπεριφορές, παραβατικότητα, απαξίωση, εκφοβισμός κ.ά.) με σκεπτικισμό. Τι θα μπορούσε να προστεθεί σε ένα θέμα που εδώ και χρόνια απασχολεί την επιστημονική κοινότητα, την αρθρογραφία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα, το υπουργείο Παιδείας (μέσω προγραμμάτων, ημερίδων, δράσεων, σεμιναρίων…), τους συλλόγους καθηγητών και γονέων και φυσικά την κοινή γνώμη; Ειδικά σήμερα, που η βία στην ευρωπαϊκή γειτονιά μας εφορμά εναντίον δικαίων και αδίκων και αποκαλύπτει το πιο αποτροπιαστικό της πρόσωπο, αυτό της αυταρχικής εξουσίας; Μέσα σε πόλεμο –φαντάσου, άρθρο για τη σχολική βία. Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής. Ύστερα, όμως, από μια αναζήτηση στη βιβλιογραφία και, κυρίως, κατόπιν κατάδυσης στην εικοσιπενταετή θητεία μου στο δημόσιο Λύκειο, αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέμα διότι η Βία έχει τη λογική της ματριόσκας (μπαμπούσκα)· ο σπόρος (το μικρότερο συμπαγές κουκλάκι) βρίσκεται στην οικογένεια και δευτερευόντως στο σχολείο. Επομένως, η σχολική βία σχετίζεται με όλες τις άλλες βίες, εγκιβωτίζεται σε αυτές και τις εγκιβωτίζει.

Το κείμενό μου, το οποίο δεν διεκδικεί την επιστημονική εγκυρότητα ενός ειδικού μελετητή (αν και κατά τη συγγραφή του χρησιμοποιήθηκαν πηγές των αρμοδίων επιστημόνων), θα χωριστεί σε δώδεκα (12) άξονες ενδιαφέροντος για την ευκολότερη προσέγγισή του, επικεντρωνόμενο σε κάποιες συνιστώσες του θέματος θέλω να πιστεύω, τις λιγότερο «κοινόχρηστες».

1. Η βία είναι «εγκλωβισμένες σκιές που πλανώνται μέσα μας ζητώντας απεγνωσμένα μυστικές διόδους διαφυγής», όπως πολύ ποιητικά αναφέρει η Φωτεινή Τσαλίκογλου. Η ίδια συγγραφέας μάς θυμίζει πως, ιστορικά, η βία και ρομαντικοποιήθηκε και ερωτικοποιήθηκε, εξιδανικεύτηκε. Αρκεί να σκεφτούμε τις πολύ δημοφιλείς τον 18ο αιώνα γοτθικές ιστορίες τρόμου (αιμομιξίες, φόνοι, βιασμοί, νεκροταφεία, μοναστήρια, ερειπωμένα κάστρα, περιγράφονταν άκρως ηδονοβλεπτικά), τον Πόε, τον ντε Σαντ, τον Ζενέ. Και ερμηνεύει αυτή την εξιδανίκευση ως σαφή ένδειξη μιας ενδόμυχης «νοσταλγίας της βίας» που κατακλύζει τον ανθρώπινο ψυχισμό. Μια νοσταλγία της βίας, όμως, που δεν απειλεί να κλονίσει το κυρίαρχο μοντέλο φυσιολογικότητας, του κοινωνικά συγκρατημένου ατόμου που είναι σε θέση να ελέγχει ορθολογικά τις παρορμήσεις του.

2. Στην ψυχολογία, οι έννοιες «επιθετικότητα», «επίθεση», «βία», δεν έχουν αξιολογικό περιεχόμενο, απλώς χρησιμοποιούνται για να γίνουν κατανοητές και να ερμηνευτούν ορισμένες ανθρώπινες εκδηλώσεις. Σκεφτείτε, για παράδειγμα: μια βίαιη ερωτική επιθυμία είναι απαραίτητα κακή, εχθρική, κάτι αρνητικό; Μια δημόσια ή ιδιωτική αρνητική κριτική (που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιθετική πράξη), είναι βίαιη; Πώς θα διεκδικούσαν την αυτονομία τους οι έφηβοι, αν δεν έκαναν επιθέσεις για να διαπραγματεύονται τα όρια; Μπορεί να υπάρξει κοινωνικοποιητική διαδικασία χωρίς άσκηση βίας αφού και το να σου επιβάλλονται κανόνες που αν τους παραβείς θα υποστείς κυρώσεις, ως άσκηση βίας μπορεί να θεωρηθεί; Το ενδογενές χαρακτηριστικό στον άνθρωπο δεν είναι η βία, αλλά η καταστροφικότητα, που παίρνει τις μορφές είτε της επιθετικότητας εναντίον του άλλου, είτε της επιθετικότητας εναντίον του εαυτού. Η επιθετικότητα μπορεί να είναι και καλοήθης, εκτός από καταστροφική, αν διοχετευθεί στις κατάλληλες οδούς, αν γίνει υλικό διαπαιδαγώγησης: είναι η πρώτη ύλη, η δύναμη διαμόρφωσης, και θετικών χαρακτηριστικών, όπως η δημιουργικότητα, η πρωτοβουλία, η διεκδικητικότητα. Η βία, η επιθετικότητα, η εγκληματικότητα, τέλος, σε καμία περίπτωση δεν είναι γνωρίσματα μιας παθολογικής μειονότητας, αλλά δυνάμει συστατικά στοιχεία του καθενός. Δύο πασίγνωστα πειράματα στις Η.Π.Α., το πείραμα του Philip Zimbardo το 1971 κι εκείνο του Stanley Milgram το 1965, έδειξαν για τα καλά το πόσο βίαιοι μπορούν να γίνουν ακόμη και «συνηθισμένοι» άνθρωποι. Τόσο μάλιστα, που ο Milgram σχολίασε, το 1979, πως «Εάν ένα σύστημα στρατοπέδων θανάτου στηνόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν και αυτά που υπήρχαν στη Ναζιστική Γερμανία, κάποιος θα μπορούσε να βρει επαρκές προσωπικό γι’ αυτά τα στρατόπεδα σε μία μεσαίου μεγέθους Αμερικανική πόλη.»

3. Η στάση του ανθρώπου απέναντι στη βία χαρακτηρίζεται από ισχυρή αμφιθυμία. Ναι, την καταδικάζουμε και την αποστρεφόμαστε. Όμως η βία γοητεύει κιόλας. Η άσκηση βίας με στόχο την κυριαρχία προκαλεί και θαυμασμό. Ο Ken Rigby, αυθεντία στο θέμα του σχολικού εκφοβισμού, διαπιστώνει ότι, στην ανθρώπινη ιστορία, πράξεις εξαιρετικής βιαιότητας διαπράχθηκαν από ηγέτες που τους ονομάζουμε «μεγάλους»: Μέγας Αλέξανδρος, Φρειδερίκος ο Μέγας, Μεγάλος Πέτρος. Η ίδια αμφιθυμία παρατηρείται και αναφορικά με το πρόσωπο του νταή/ψευτοπαλικαρά/εκφοβιστή. Την αμφιθυμία αυτή αντανακλά και η ίδια η εξέλιξη της σημασίας της λέξης «νταής» («bully»). Αρχικά, τον 16ο αιώνα, οπότε και εμφανίστηκε η λέξη, σήμαινε τον «ωραίο τύπο», το είδος που οι άνθρωποι της Ελισαβετιανής εποχής θαύμαζαν πολύ. Από τον επόμενο αιώνα η σημασία της λέξης αλλάζει, ο «νταής» γίνεται ο τύπος του «ψευτο-νταή», του καυχησιάρη τύπου που κάποτε θεωρείται ακόμη και δειλός. Στον Όλιβερ Τουίστ, τον 19ο αιώνα πια, ο Ντίκενς έγραφε: «Ο κ. Μπαμπλ ανενδοίαστα έρεπε προς τον εκφοβισμό… και κατά συνέπεια ήταν (περιττό να λεχθεί) ένας δειλός». Εντούτοις, το αρχικό συναίσθημα του θαυμασμού, ίσως ακόμη να συνοδεύει τους διάφορους «εκφοβιστές», εν μέρει επειδή οι ανδρικές ταυτότητες φύλου που κατασκευάζει η κοινωνία και αναπαράγει το σχολείο συγχέουν το νταηλίκι με την αρρενωπότητα.

4. Λέγοντας ότι η βία δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει θέση στη συναισθηματική μας φύση, αποφεύγουμε να αναζητήσουμε τα εκπαιδευτικά μέσα που θα μας επέτρεπαν να ελέγξουμε τις βίαιες συμπεριφορές. Με τον τρόπο αυτόν προσπαθούμε να υποχρεώσουμε κάθε μαθητή να απωθήσει τις βίαιες ενορμήσεις του, αφού δεν του έχουμε μάθει να τις ελέγχει και να τις διανοητικοποιεί, και δεν του έχουμε δώσει τρόπους έκφρασης και αναπλήρωσης μέσα στο πλαίσιο της σχολικής κοινότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να το έχουμε κατά νου, όταν προσπαθούμε να προλάβουμε και να αντιμετωπίσουμε την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό. Οι μαθητές και εν γένει οι άνθρωποι που δεν έχουν μάθει να διανοητικοποιούν να κοινωνικοποιούν, δηλαδή την επιθετικότητά τους, είναι άτομα που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα επίδειξης δύναμης, βίας, ή, αντίθετα, χαλαρότητας και αδιαφορίας. Ο Jacques Selosse στο άρθρο του «Βία (προέλευση, σενάρια, πρότυπα) και μη προσαρμογή» επισημαίνει πως η βία καλεί τη βία.

5. Ο εκφοβισμός δεν θα πρέπει να συγχέεται με την παραβατικότητα και την αποκλίνουσα συμπεριφορά η πρώτη αφορά σε παραβίαση θεσμικά κατοχυρωμένων κανόνων, γεγονός που επισύρει θεσμοθετημένες κυρώσεις, η δεύτερη ορίζεται (στην ψυχολογία) ως συμπεριφορά με ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές από μια αναμενόμενη, «κανονική» συμπεριφορά, που πιθανόν να αποτελούν ενδείξεις ψυχικής διαταραχής. Σε κάθε περίπτωση ο εκφοβισμός σχετίζεται με τη συστηματική κατάχρηση εξουσίας και παρατηρείται σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους (στο σπίτι, στον χώρο εργασίας, στις φυλακές, στον στρατό, στην πολιτική και φυσικά στο σχολείο).

6. Έχει παρατηρηθεί ότι ο εκφοβισμός φτάνει στην κορύφωσή του κατά τα δύο πρώτα χρόνια της β/θμιας εκπαίδευσης (Α΄ και Β ΄ Γυμνασίου), όταν, με την έναρξη της εφηβείας και την πορεία προς τη διαμόρφωση ταυτότητας, οι μαθητές επιδιώκουν να γίνονται αποδεκτοί και να ανήκουν σε ομάδες συνομηλίκων, στο δίχτυ των οποίων πλέκεται η αντικοινωνική συμπεριφορά. Στο πλαίσιο αυτό, οι «ηγετικές» φυσιογνωμίες των δραστών/θυτών μπορούν να αποκτήσουν υποστηρικτές.
Στη συνέχεια, όμως, καθώς αυξάνεται η ανάγκη για ανεξαρτησία (μειώνοντας, έτσι, την ανάγκη ένταξης σε «κλίκες»), η δημοτικότητα των θυτών φθίνει, πράγμα που αποδυναμώνει και την επιθετική τους συμπεριφορά. Επιπλέον, οι ίδιοι οι δράστες εγκαταλείπουν, μεγαλώνοντας, τις «παιδιάστικες» τακτικές του εκφοβισμού και προσπαθούν να αποκτήσουν την κυριαρχία στην ομάδα με πιο κοινωνικούς, μη-επιθετικούς τρόπους. Από την άλλη πλευρά, τα «θύματα» αναπτύσσονται σωματικά και συναισθηματικά και εντάσσονται καλύτερα στις ομάδες των συνομηλίκων τους, οπότε ξεφεύγουν από το πλέγμα του εκφοβισμού. Τέλος, οι θεατές ωριμάζουν αξιακά και γνωστικά και αντιδρούν. Όλα τα παραπάνω συντελούν στο να μειώνεται σταδιακά ο εκφοβισμός μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Όμως, ενώ το ποσοστό του εκφοβισμού μικραίνει, η έντασή του αυξάνεται. Έχουμε, ως εκ τούτου, λιγότερα περιστατικά, αλλά πιο βίαια και επικίνδυνα.


7. Ένα βασικό αίτιο της βίας που εκδηλώνεται από μαθητές στο σχολείο, πέραν των χιλιοειπωμένων (ανοχή της βίας, εκφοβισμός και κατάχρηση εξουσίας στην κοινωνία, απουσία θετικών προτύπων, ρατσιστικά στερεότυπα, απεικονίσεις της βίας στα ΜΜΕ, συνθήκες διαβίωσης, παθογένεια οικογένειας, καταπίεση που απορρέει από διάφορους θεσμούς, ποιότητα φιλικών σχέσεων, ιδιοσυγκρασία) είναι η ανία, η πλήξη. Η ανία συμβάλλει στην πρόκληση περιστατικών εκφοβισμού, με τον εξής τρόπο: η απουσία δομής και ενδιαφερόντων κατά τη διάρκεια του ωρολόγιου προγράμματος αλλά και του διαλείμματος προκαλεί στα παιδιά συναισθήματα αδιεξόδου και μειώνει την ανεκτικότητά τους. Έρευνες και εμπειρία έχουν δείξει, άλλωστε, πως η επιθετική συμπεριφορά των μαθητών μειώνεται, όταν οι καθηγητές τούς προσφέρουν ένα οργανωμένο πλαίσιο δραστηριοτήτων και παιχνιδιού.

8. Τα γνωρίσματα του «θύτη» και του «θύματος» μαθητή είναι γνωστά. Αυτό που πρέπει, όμως, να επισημανθεί με έμφαση είναι ότι ο θύτης έχει την τάση να είναι πιο καταθλιπτικός από τον μέσο όρο και έχει σχετικά υψηλή κοινωνική νοημοσύνη και δεξιότητες, που τις χρησιμοποιεί για αντικοινωνικούς σκοπούς (κάποιοι δράστες, δηλαδή, εμφανίζονται επιδέξιοι στη χειραγώγηση). Σε σχέση με το φύλο, τα αγόρια φαίνεται να προτιμούν τις σωματικές μορφές του εκφοβισμού, τα δε κορίτσια επιδίδονται περισσότερο σε έμμεσες, σχεσιακές μορφές εκφοβισμού και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Τα κορίτσια εκφοβίζουν με τα λόγια, τα αγόρια με τις πράξεις.

9. Αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου, πέραν των γνωστών (πληροφόρηση, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, δυνατότητα πρόσβασης σε ειδικούς επιστήμονες, κοινοποίηση εσωτερικού κανονισμού στον οποίο θα λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη των μαθητών κ.ά.), ο σημαντικότερος αφορά στην ανάπτυξη μιας συνολικής πολιτικής αντιμετώπισης του φαινομένου, η οποία θα εμπλέκει τόσο το σχολικό προσωπικό όσο και τις οικογένειες των μαθητών και τους ίδιους τους μαθητές. Εδώ το μεγάλο πρόβλημα αποτελούν οι γονείς, με τους οποίους, ειδικά οι εκπαιδευτικοί του Λυκείου δεν έχουν ικανοποιητική συνεργασία. Δεδομένης μάλιστα της ολοένα και μεγαλύτερης απαξίωσης που υφίσταται το δημόσιο σχολείο (τα αίτια δεν είναι του παρόντος) και της πεποίθησης πολλών γονέων ότι τα παιδιά τους είναι «μικροί θεοί», δεν είναι καθόλου σπάνιο να διαμορφώνεται μια κατάσταση ανταγωνιστική ή ακόμη και εκφοβιστική ανάμεσά τους, στο πλαίσιο της οποίας αποδίδονται κατηγορίες εκατέρωθεν, αντί να εστιάζουν και οι δύο πλευρές στο συμφέρον του μαθητή που έχει κάποιο πρόβλημα. Εδώ χρήσιμη θα ήταν η εξαιρετική προτροπή του Robert Fulghum προς τους γονείς: «Μην ανησυχείτε που τα παιδιά σας φαίνεται να μη σας ακούν ποτέ. Να ανησυχείτε που πάντα σας βλέπουν». Πέραν όλων αυτών, όμως, η εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι μόνον ο χρόνος, ο πολύς και ποιοτικός χρόνος που αφιερώνει ο εκπαιδευτικός στους μαθητές που παρουσιάζουν βίαιη και παραβατική συμπεριφορά, έχει αποτέλεσμα· χρόνος, που υπό τις παρούσες συνθήκες λειτουργίας του Λυκείου, δύσκολα βρίσκεται. Τέλος, κι αυτό αποτελεί απολύτως προσωπική άποψη, προκειμένου το «θύμα» να μην αισθανθεί αδικαίωτο και «τραυματιστεί» εκ νέου (δεδομένου ότι τα λόγια παρηγοριάς είναι αναποτελεσματικά), θα ήταν καλύτερη η επιλογή της τιμωρίας του «δράστη», ακόμα κι αν αυτό θεωρηθεί από την ψυχολογική πλευρά άδικο και αντιπαιδαγωγικό. Σίγουρα η λύση τής, έστω εν μέρει, εξίσωσης θύτη και θύματος, αντενδείκνυται.

10. Φυσικά, υπάρχει και η άλλη άποψη. Πολλοί θεωρούν ότι η σχολική βία δεν είναι ένα φαινόμενο άξιο προσοχής, αλλά μάλλον αποτελεί υπερβολική αντίδραση σε γνωστές και «φυσιολογικές» συμπεριφορές παιδιών και εφήβων· την εκλαμβάνουν ως ένα συνηθισμένο κι αναπόσπαστο φαινόμενο της καθημερινότητας των παιδιών όχι ως κάτι επιβλαβές, αλλά πιθανώς ευεργετικό (από την άποψη ότι «σκληραγωγεί» τα παιδιά, τα μαθαίνει να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής). Στο ντοκιμαντέρ Ημερολόγια εκφοβισμού του «Χαμόγελου του Παιδιού», ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης αναφέρει: «Ακούω πράγματα τα οποία κάνανε όλες οι γενιές. Όλα αυτά δεν έμπαιναν σε μια έννοια “σχολικού εκφοβισμού”. Ήτανε η ενηλικίωση, η εφηβεία, οι αντιδράσεις, οι αντιρρήσεις … η αμφισβήτηση, όλα αυτά παίρνανε κάποιες μορφές. (…) Προφανώς και θα πειραχτούνε και θα μαλώσουνε, και σας είπα, αθλητικά, ερωτικά, παρεξηγήσεις, όλα αυτά είναι μέσα στη ζωή, αλίμονο –έτσι είναι τα παιδιά.»

11. Στην μετα-covid εποχή τα πράγματα είναι δύσκολα στα σχολεία. Με την επανέναρξη της λειτουργίας των σχολείων έχει καταγραφεί θεαματική αύξηση περιστατικών βίας. Το γεγονός ήταν αναμενόμενο μια και οι τελευταίοι 18 μήνες υπήρξαν τραυματικοί για πολλά παιδιά σχολικής ηλικίας. Η αδυναμία να συναντηθούν ή να δουν φίλους, η απουσία κανόνων και κοινωνικοποιητικής λειτουργίας (18 μήνες στο σπίτι μόνο με πιτζάμες και φόρμες), αλλά και οι οικονομικές συνέπειες στις οικογένειες επαύξησαν τα ψυχολογικά προβλήματα. Η εκπαίδευση χιλιάδων μαθητών διαταράχθηκε και υποβαθμίστηκε. Ολοένα και περισσότεροι μαθητές ένιωσαν κατάθλιψη και δυστυχία. Η προϋπάρχουσα παραβατικότητα στα σχολεία αυξήθηκε τραγικά, γεγονός που έχει διαπιστωθεί και καταγραφεί από τους αρμόδιους φορείς. Περιστατικά ακραία μεταξύ μαθητών/τριών (στο ΕΠΑΛ Δραπετσώνας, μια 16χρονη έσβησε το τσιγάρο που κάπνιζε στο αριστερό μάτι μιας άλλης μαθήτριας) αλλά και μεταξύ μαθητών/καθηγητών καθώς και γονέων /καθηγητών, καταγράφονται καθημερινά.

12. Ολοκληρώνοντας, ας μου επιτραπεί μια προσωπική και άρα υποκειμενική κατάθεση. Μολονότι το παρόν κείμενο εστιάζει στη σχολική βία και παραβατικότητα μεταξύ μαθητών, ωστόσο είναι ευνόητο πως η βία στο σχολικό πλαίσιο μπορεί να παρατηρηθεί και μεταξύ εκπαιδευτικών, μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών, μεταξύ εκπαιδευτικών και διεύθυνσης, μεταξύ εκπαιδευτικών και προϊσταμένων εκπαίδευσης ή μεταξύ, εν γένει, της σχολικής κοινότητας και του Υπουργείου Παιδείας. Ειδικά την τρέχουσα σχολική χρονιά, τουλάχιστον στα Λύκεια, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας κάνει επίδειξη πολιτικού αμοραλισμού και εξουσίας πάνω στην εκπαιδευτική κοινότητα. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. Απλώς, μετά από εικοσιπέντε χρόνια δουλειάς στο ελληνικό δημόσιο Λύκειο (χωρίς αποσπάσεις σε γραφεία υπουργών και άλλες προνομιακές τοποθετήσεις), για πρώτη φορά φέτος ένιωσα τι σημαίνει κακοποιητική σχέση εργαζόμενου και εργοδότη. Μετά από τρία σχολικά έτη με απίστευτα προβλήματα λόγω εγκλεισμού, covid, τηλεκπαίδευσης, απίστευτης γραφειοκρατίας, υποστελέχωσης των σχολικών μονάδων, απουσιών, φόβου, απουσίας «μαθητικού ρυθμού», γνωστικών κενών, προβληματικών συμπεριφορών και βίας, το υπουργείο μας «διεκπεραιώνει» τα προβλήματα μετακυλίοντάς τα στους προϊσταμένους, στους διευθυντές, τους εκπαιδευτικούς και φυσικά στους μαθητές. Και ο φαύλος κύκλος της δυσθυμίας, επιθετικότητας και βίας συνεχίζεται.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Scroll to Top