Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Μαριαλένα Σπυροπούλου

Η λήθη ως προστασία του τραύματος

«Πρέπει πράγματι να φύγεις;», με ρώτησε σφίγγοντας στο στήθος του τον αέρα που κρατούσε στα χέρια του. «Έχε γεια..» Τα τελευταία ίχνη της φωνής μου ήταν αδύναμα και βραχνά.  «Έχε γεια».

Έμεινε να κοιτάζει τις παλάμες του για ώρα…

Κάπως έτσι κλιμακώνει σιγά σιγά το αθόρυβο μυθιστόρημά της με τίτλο Η αστυνομία της μνήμης η Γιόκο Ογκάουα. Το μυθιστόρημα της αγαπημένης, και στην Ελλάδα πλέον, Γιαπωνέζας συγγραφέως κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μια ρυθμικά δουλεμένη και μεστή μετάφραση της συγγραφέως και μεταφράστριας Χίλντας Παπαδημητρίου.

Η ηρωίδα του μυθιστορήματος ζει σε ένα νησί χωρίς όνομα. Όλα κυλούν φυσιολογικά μέχρι που τα πράγματα αλλάζουν βαθμιαία στη ζωή τη δική της και των υπόλοιπων κατοίκων αυτού του νησιού. Εξαφανίζονται πράγματα. Ως διά μαγείας. Χάνονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Τη μια μέρα εξαφανίζονται τα τριαντάφυλλα. Οι ανθοπώλες και οι καλλιεργητές χάνουν ξαφνικά τη δουλειά τους. Δεν έχουν τριαντάφυλλα να καλλιεργήσουν, να πουλήσουν και την ίδια στιγμή συμβαίνει και το πιο παράδοξο: ξεχνούν ότι υπήρξαν ποτέ τριαντάφυλλα. Δεν χάνεται μόνον το αντικείμενο, χάνεται και η εικόνα του, η ανάμνησή του. Όλοι οι κάτοικοι τούτου του μυστήριου νησιού –που δεν επικοινωνεί με στεριά, που δεν έχει αναφορές και Ιστορία– μετά την ξαφνική απώλεια κυλάνε στη λήθη. Και ο κατάλογος έχει και συνέχεια. Χάνεται ένα μουσικό όργανο, μετά χάνεται μια τροφή, χάνονται τα περιστέρια, εξαφανίζονται τα ψάρια, τα καπέλα, τα ψαλίδια. Και μαζί με αυτά οι άνθρωποι και τα επαγγέλματα πέφτουν στην ίδια αφάνεια.

Κάθε μέρα χάνεται κι ένα αντικείμενο και μαζί με αυτό η λειτουργία του, η ανάμνησή του. Από τη στιγμή που εξαφανίζεται στον άνθρωπο η αναπαράσταση του αντικειμένου, εξαφανίζονται τα συναισθήματα που συνδέουν τη σχέση του ανθρώπου με το αντικείμενο, χάνεται η σχέση με το παρελθόν, η ιστορικότητά του. Οπότε δεν υπάρχει λύπη, αίσθημα απώλειας, δεν υπάρχει έλλειψη, ο άνθρωπος δεν «υποφέρει» από νοσταλγία. Μαζί με όλη την ανθρώπινη διαδικασία της ανάμνησης και της σύνδεσης, χάνεται η δυνατότητα της αφηγηματικότητας και κυρίως, σε ψυχικό επίπεδο, χάνεται η δυνατότητα να πενθήσει κάποιος τη μικρή ή μεγαλύτερη απώλεια. Και σιγά σιγά, κρυφά, βασανιστικά, υπόγεια, σε μια παράδοξη φυσιολογική διαδοχή, χάνονται σημαντικά πράγματα, χάνονται επαγγέλματα, σχέσεις, λέξεις, ανθρώπινα μέλη, χάνονται οι άνθρωποι.

Ο κόσμος μέσα σε μια υπόγεια αδιαμαρτύρητη κανονικότητα γίνεται φτωχός, εκπίπτει και αδειάζει. Ο κόσμος, που είναι οι άνθρωποι και οι συνδέσεις τους, μεταβάλλεται σε μια ακατανόητη σφαίρα, σε ένα σύμπαν χωρίς νόημα, χωρίς πανικό και άγχος, μέσα σε μια ψυχωτική σιωπή. Διότι στη μέση του κενού, της τρύπας που μένει από τις απώλειες, σαν το τρυπημένο από ψάρια δίχτυ, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν ή νομίζουν ότι συνεχίζουν σαν να μη χάθηκε τίποτα, παλεύοντας με το ίδιο μοτίβο, το ίδιο τέμπο, φροντίζοντας μόνον για όσα βλέπουν με στόχο την επιβίωσή τους.

Κεντρική ηρωίδα είναι μια νεαρή συγγραφέας. Το βιβλίο ξεκινά με τη σκηνή που η μητέρα της, γλύπτρια, έχει στα συρτάρια της αποθήκης της καταχωνιάσει σαν ειδώλια ένα ένα τα αντικείμενα που χάθηκαν. Η μνήμη της δεν έχει φθαρεί, ανήκει στις εξαιρέσεις αυτών που θυμούνται όλα όσα χάθηκαν. Η αποθήκη της υπάρχει και μέσα της. Οι άνθρωποι όμως που διατηρούν τη σύνδεση με το παρελθόν απειλούνται, κινδυνεύουν. Υπάρχει το Σώμα μιας απειλητικής, τρομακτικής, σιωπηλής και πανταχού παρούσας Αστυνομίας που μεταφέρει και εξαφανίζει τους ανθρώπους που διατηρούν τη μνήμη τους. Τα «όργανα» αυτής της Αστυνομίας, σιωπηλές ρέπλικες από το Matrix των αδερφών Γουατσόφσκι, καταλαβαίνουν από μακριά, διαισθάνονται, εντοπίζουν όσους έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Η μητέρα της πρωταγωνίστριας αφανίζεται. Όπως και όλη η οικογένειά της. Μόνοι συνοδοιπόροι στη ζωή της απομένουν ένας ηλικιωμένος οικογενειακός φίλος και ο επιμελητής των βιβλίων της. Μέχρι πρότινος διέθετε τις λέξεις της για να βρίσκει νόημα και να δημιουργεί παράλληλους κόσμους. Σταδιακά αισθάνεται ότι χάνεται και αυτή η δυνατότητα. Ότι και εκείνη έχει χάσει τη φαντασία της, την ανάσυρση εικόνων, τις λέξεις που χρειάζονται για να εκφράσει, θα λέγαμε, το ασυνείδητο και τη λειτουργία της φαντασίωσης, για να αποτυπώσει αυτό που αισθάνεται. Όταν δεν υπάρχει η λέξη, δεν υπάρχει το πράγμα, δεν υπάρχει σύνδεση ούτε το νόημα.

Αν και δεν φαίνεται καθαρά, μένει αδιευκρίνιστη η σχέση που διατηρεί με τον επιμελητή της, για εκείνην είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος. Πολύ νωρίς αποφασίζει να διατρέξει όλους τους κινδύνους για να τον σώσει. Γιατί και εκείνος, όπως η μητέρα της, είναι ένας άνθρωπος που θυμάται. Διατηρεί τη μνήμη του, την επαφή του με όσα χάθηκαν και χάνονται. Για εκείνην, που αισθάνεται να παραπαίει σε έναν κόσμο απειλητικής αμνησίας, ο επιμελητής την εμπνέει, τη συγκροτεί, τη συγκρατεί, της δίνει ένα νόημα να συνεχίζει να γράφει, την κινητοποιεί συναισθηματικά, τη στιγμή όπου όλα έχουν χάσει το νόημά τους. Επιπλέον είναι ο βασικός αναγνώστης της. Είναι εκείνος στον οποίον απευθύνονται τα γραπτά της, ο δημιουργός δεν μπορεί να διανοηθεί να ζει σε έναν κόσμο χωρίς παραλήπτες της δημιουργίας του, χωρίς «μεταφραστές» του νοήματος. Χτίζοντας έναν ενδιάμεσο σωτήριο χώρο, τον βοηθά να ζήσει για να τη βοηθήσει και εκείνος με τη σειρά του να υπάρξει. Η απειλή του αφανισμού και του μηδενισμού είναι διάχυτα υπόκωφη και παραλυτική σε όλες τις σελίδες του βιβλίου.

Διαβάζοντας την Αστυνομία της Μνήμης, ανακαλώ τις ψυχικές λειτουργίες που υπογείως διατρέχουν το μυθιστόρημα. Αναζητώ με τη σειρά μου ένα νόημα ύπαρξης αυτής της πλοκής. Συνήθως οι δυστοπίες τοποθετούνται εντέχνως σε μια μη πραγματική σφαίρα για να μιλήσουν για κάτι πολύ παρόν, πολύ πραγματικό, ενδεχομένως απειλητικό, που μόνον οι κεραίες ενός ευ-αίσθητου δημιουργού μπορούν να εντοπίσουν. Είναι γεγονός ότι θίγονται έμμεσα τόσα πολλά ζητήματα, που πολλοί αναγνώστες θα μείνουν σε αυτά που αφορούν το κοινωνικό σκέλος, της απειλής των Δημοκρατιών, την αστυνόμευση, τον κίνδυνο της τυποποίησης, αλλά και σε βάθος την απώλεια της μνήμης που μας συνδέει με το παρελθόν και την παράδοση, την απειλή ακόμα και του γραπτού πολιτισμού. Στην κλινική εργασία όμως υπάρχουν «τόποι» όπου ο άνθρωπος βιώνει μια τέτοια απώλεια μνήμης προς όφελος της επιβίωσης. Η σκέψη μου πηγαίνει προς την προσπάθεια διαχείρισης του ψυχικού τραύματος. Και τι συμβαίνει με αυτό, όταν υφίσταται. Γιατί το μυθιστόρημα ξεκινά με τη μητέρα και κλείνει με την εξαφάνιση του σώματος της ίδιας της ηρωίδας. Τι σχέση έχει η σωματοποίηση με το τραύμα;

Η επικαιρότητα έχει αναδείξει τον τελευταίο καιρό πολλές περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Πάρα πολλοί ήταν αυτοί που έθεσαν ένα λογικό ερώτημα, αλλά πολύ μακριά από την κατανόηση του πώς εργάζεται ο ψυχισμός: γιατί τα θύματα αποφάσισαν να μιλήσουν τώρα; Πώς ζούσαν τόσα χρόνια; Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από αυτά, στην αφήγηση των χρόνων που μεσολάβησαν από την τραυματική εμπειρία μέχρι τη δημόσια εξομολόγησή τους, παραδέχτηκαν ότι βρίσκονταν πολλά χρόνια σε κάποιας μορφής ψυχοθεραπευτική εργασία.

Όταν ένας άνθρωπος υφίσταται ένα ψυχικό τραύμα, ανάλογα σε ποια φάση της εξέλιξής του βρίσκεται βιώνει μια εισβολή. Το συνεχές του ψυχισμού, η λειτουργία του, υφίσταται επίθεση και εκείνο προσπαθεί να προστατευτεί. Ένα μέρος της αυτοπροστασίας είναι το πάγωμα των αισθήσεων και η καταφυγή στην απώλεια μνημονικών ιχνών. Μηχανισμοί άμυνας ενεργοποιούνται, όπως η διχοτόμηση, η άρνηση, ακόμα και σε βαρύτερες καταστάσεις όπως η αρνητική ψευδαίσθηση. Η μνήμη σε τέτοιες στιγμές επώδυνου τραύματος, όπως είναι η αιμομειξία, η σεξουαλική και άλλη κακοποίηση, περιπτώσεις επιζήσαντων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανιστηρίων σε φυλακές ή ακόμα και πρώιμες μητρικές αποστερήσεις, άκαμπτη και μη λειτουργική μητρική λειτουργία, κατάθλιψη κ.λπ., υφίσταται ένα μπλοκάρισμα. Αυτό δημιουργεί ένα ευάλωτο περιβάλλον ψυχικής ανάπτυξης του ανθρώπου, ενδεχομένως και σωματικής. Εκεί το ψυχικό υφάδι που μέχρι πρότινος μπορεί να είχε αποκτήσεις τις ποιότητές του και την αρραγή πλέξη του, ξηλώνεται, αφήνοντας τρύπες ή ασυνέχειες. Η ανθρώπινη ζωή χωρίζεται στο πριν του τραύματος και το μετά. Και ο τραυματισμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει υποστεί μια οδυνηρή απώλεια, εκείνη τη στιγμή δείχνει να μη θυμάται. Γιατί η μνήμη φέρει μεγάλο πόνο. Πολλές φορές οι άμυνες που επιτρέπουν την κανονικότητα δίνουν τον αγώνα τους έναντι του άγχους και των επώδυνων συναισθημάτων με οποιοδήποτε κόστος. Σαν αντανακλαστική λειτουργία, η λήθη επιτρέπει στον άνθρωπο την κίνηση προς τα εμπρός, την ενεργητική κατάφαση στη ζωή, την επιστροφή στη λειτουργία. Είναι εντυπωσιακό το πώς περιγράφεται η ζωή των κατοίκων της Ογκάουα. Σε πολλές από τις συζητήσεις και τις συναναστροφές των κατοίκων αυτού του νησιού, μου ήρθε στο μυαλό αυτό που ονομάζει η Μ. Αϊζενστάιν «κλινική του κομφορμισμού». Είναι μια αντι-τραυματική στρατηγική επιβίωσης. Εκεί η απώλεια της μνήμης έχει στραφεί ενάντια στην αντίληψη και τη γνήσια σκέψη και ενώ οι άνθρωποι δείχνουν ότι ζουν σε μια κανονικότητα, αυτή δεν παύει να είναι μια τρομακτική, παράδοξη κανονικότητα.

Σίγουρα η επιστροφή σε μια σύνδεση με όσα έχουν χαθεί απαιτεί χρόνο και τη σχέση με έναν άνθρωπο. Στην κλινική εργασία είναι ο θεραπευτής, στο μυθιστόρημα είναι ο επιμελητής. Για να μπορέσει κάποιος να επεξεργαστεί κάτι που χάθηκε, πρέπει να πάρει αποστάσεις, αλλά και να δανειστεί στοιχεία του ζωντανού κόσμου του άλλου για να ξαναδημιουργηθεί μέσα σε εκείνον μια νέα φαντασιωτική λειτουργία, μια νέα δύναμη της επαναφοράς της αναπαράστασης. Κερδίζοντας έδαφος, συνδεόμενο με άλλες πιο θετικές εμπειρίες προκειμένου να ξαναστοχαστεί το υποκείμενο. Η σχέση της ηρωίδας με τη γραφή είναι μια τέτοια αυτοερωτική ικανοποίηση, αφού απουσιάζει οποιαδήποτε άλλη ερωτική σχέση στο μυθιστόρημα. Είναι εντυπωσιακό πόσο στεγνός και στερημένος από λιβιδινικά αισθήματα είναι ο κόσμος που χτίζει η Γιαπωνέζα συγγραφέας, δείγμα του πόσο αρρωσταίνουν ψυχικά και τελικά και σωματικά οι άνθρωποι όταν χάνεται η επιθυμία, η ονειροπόληση έναντι της χρηστικής, επιβιωτικής ζωής.

Είναι πολύ συχνό μέσα στη θεραπεία να σε επισκέπτονται αναμνήσεις και συναισθήματα επεξεργασίας πένθους, πολλά χρόνια μετά το τραυματικό συμβάν. Γι’ αυτό άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να πει για τον καθένα πόσο διαρκεί ένα πένθος και σε τι χρονικό ορίζοντα θα ολοκληρωθεί ή εάν θα κατορθώσει το υποκείμενο να το βιώσει ή να το ξεπεράσει. Πολλές φορές ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτήν τη δυσκολία του ατελεύτητου πένθους, της αδυναμίας υπέρβασης και συμφιλίωσης που στέκεται στον αντίποδα της λήθης, στην άρνηση της πραγματικότητας, ή μπορεί τελικά το ένα να εξυπηρετεί το άλλο, για να μη γίνει τελικά συνειδητοποίηση και συμφιλίωση. Μετά από χρόνια, μέσα από προσωπικές διαδρομές ή σε μια ψυχαναλυτική θεραπεία, οι άνθρωποι φέρνουν ετεροχρονισμένα στην επιφάνεια τα τραύματά τους. Η λήθη πρέπει να προϋπάρξει για να υπάρξει α-λήθεια. Και εκεί, όπως και στην αγωνία της ηρωίδας, αναζητώντας λέξεις τελικά ονοματίζουν το τραύμα και έρχονται αντιμέτωποι με ό,τι είναι αυτό που χάθηκε ή τους τραυμάτισε.

Οι λέξεις, άλλωστε, δίνουν νόημα στον κόσμο. Αυτές συνέχουν το χάος της υποκειμενικής εμπειρίας. Η δυνατότητα να δίνουμε όνομα στο πράγμα. Τότε το πράγμα επιβιώνει και αναπαριστάται και ζει μέσα μας, ακόμα και όταν παύει να υφίσταται στο οπτικό μας πεδίο. Εδώ, στο μυθιστόρημα, η αμνησία είναι η καταδίνηση σε έναν κόσμο εκπτώσεων, όμως συχνά η αμνησία λειτουργεί σαν μια άμυνα απέναντι σε κάτι που ενέχει τον κίνδυνο κατάρρευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας είναι η ηρωίδα και η ηρωίδα η συγγραφέας, μέσα στο τρομακτικό όνειρο με τα πλήκτρα, με τη σκέψη που γίνεται αιμάτινη πράξη, σωματική. Φοβούμενη ότι χάνει τις λέξεις της, έχοντας ήδη χάσει τη μητέρα, το ζωντανό κύτταρο της ψυχικοποίησης στη θέση της φέρνει τον επιμελητή της να τη σώσει. Να τον διασώσει για να τη διασώσει ψυχικά. Να τον φροντίσει, για να της προσφέρει τη συνοχή της, τη σύνδεση με αυτό που ήταν και χάνει. Η δικιά του ζωή φαίνεται πιο σημαντική, η δική της όμως διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Όπως πολλές φορές συμβαίνει με ασθενείς που δεν φέρνουν την αγωνία τους, που φαίνονται ότι τα έχουν όλα τακτοποιήσει και τρέχουν να φροντίσουν άλλους. Μέχρι που νοσεί το σώμα τους. Όταν δεν ακούγεται το ψυχικό τραύμα, έρχεται το σώμα να εκφράσει μέσω της νόσου την οδύνη.

Και ερχόμαστε στη δεύτερη σκέψη. Πόσο μπορεί ο καθένας μας να αφήσει το στίγμα του; Κατά πόσο σε έναν κόσμο κανονιστικής ζωής μπορούμε να έχουμε επιλογές μιας υποκειμενικής πληρότητας, μιας εσωτερικής ικανοποίησης; Ένα επίκαιρο ερώτημα σε σχέση με την πανδημία που όλοι υφιστάμεθα.

Η ηρωίδα σε έναν κόσμο πάνω στον οποίο αποδεικνύεται ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο, που τα πράγματα λειτουργούν έξω από αυτήν και έξω από τον έλεγχο του κάθε κατοίκου, αναλαμβάνει μιαν ευθύνη. Μέσα σε έναν κόσμο φόβου, πανικού και συνεχούς έκπτωσης, μέσα σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν ελέγχουν τι τους ξημερώνει, που κινδυνεύουν από τη μια μέρα στην άλλη να χάσουν τους δικούς τους, τα αντικείμενα τους, μέχρι και την ομιλία τους, εκείνη δεν παραδίνεται αμαχητί σε μια άνιση μάχη που έχει αμφίρροπα αποτελέσματα.

Σώζει κάτι σημαντικό για εκείνη, σώζει κάτι έξω από εκείνη, δεν σώζει ένα πράγμα, σώζει έναν άνθρωπο που έχει αισθήματα γι’ αυτόν, σώζει έναν άνθρωπο, τον τελευταίο άνθρωπο που διατηρεί τη μνήμη του. Μέσα από αυτόν τον άνθρωπο σώζει ό,τι έχει σημασία για εκείνη στη ζωή, διασώζει την επιθυμία της με κίνδυνο τη δική της ζωή. Είναι πολύ σημαντικό να σκεφτόμαστε ότι ακόμα και στα ακραία απολυταρχικά καθεστώτα, ακόμα και μέσα σε επώδυνους ψυχικούς τραυματισμούς, ακόμα και σε αδιέξοδα, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να αναζητήσει τη δική του εσωτερική βούληση και να πάει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αφήνοντας το δικό του αποτύπωμα. Αυτή η διαδρομή αναδεικνύει την υποκειμενικότητα και τη διατήρηση της επαφής με το ψυχικά ουσιώδες, προς την κατεύθυνση της σύνδεσης, ενάντια σε ό,τι καταστρέφει τη σκέψη, και αποσυνδέει τον άνθρωπο από την ψυχική του ζωή.

Ζώντας έναν χρόνο μέσα στο κλίμα της παγκόσμιας πανδημίας, μπορεί ο άνθρωπος να σκεφτεί πλέον ότι δεν ελέγχει τόσα όσα νόμιζε. Ότι η ζωή έχει μια δική της εξίσωση και, ανά πάσα στιγμή, εμείς μπορεί να είμαστε το περιττό βάρος στην καμπούρα της Γης. Να μας τινάξει ως μια τρίχα από το πέτο του σακακιού. Την ίδια όμως στιγμή, η καταβύθιση στην υποκειμενικότητα, η αναζήτηση του προσωπικού στίγματος, της βαθύτερης επιθυμίας και τελικά της εσωτερικής ψυχικής φωνής, μπορεί να δώσει το αίσθημα της πληρότητας για όσα περνάνε από το χέρι μας. Δημιουργικά, θα έλεγα ότι είναι και το ζητούμενο στη γραφή. Θα μπορούσε η Γιόκο Ογκάουα να θέτει και το ζήτημα της συγγραφής, σε έναν κόσμο όπου αφθονεί η παραγωγή των βιβλίων. Διότι παρ’ ότι στην εποχή μας οι λέξεις αφθονούν και η αυτοαναφορικότητα περισσεύει, αυτό που λείπει, ίσως αυτό που χάνεται τελικά χωρίς να το καταλαβαίνουμε, χωρίς να το αναζητάμε, είναι η δυνατότητα κάποιος να χτίσει κάτι μεγαλύτερο, που να μην εμπεριέχει ναρκισσιστικά την αναπαραγωγή της θλίψης του εαυτού, αλλά να δίνει τη δυνατότητα της γόνιμης σύνδεσης με την ευρύτερη ανθρώπινη εμπειρία. Αποκτούμε καθημερινά πληροφορίες για τα πάντα, κατακερματισμένες αφηγήσεις-πινέζες σε κόσμους που δεν συναντιούνται, μας λείπει όμως η βαθύτερη κατανόηση, το βλέμμα σ’ έναν κόσμο που ενώνεται.

Και αν πρέπει να διασώσουμε τον τελευταίο άνθρωπο που σκέφτεται και ξέρει να «διαβάζει» σε βάθος την ύπαρξη, τότε ίσως αξίζει να δώσουμε την ίδια μας τη ζωή για τη διαιώνισή του.

⸙⸙⸙

Βιβλιογραφία

  • Γιόκο Ογκάουα, Η Αστυνομία της Μνήμης, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Πατάκη, 2020.
  • Μαρίλια Αϊζενστάιν-Αβέρωφ, Επιθυμία, Πόνος, Σκέψη, μτφρ. Σοφία Λεωνίδη, εκδ. Άγρα, 2019.
Κύλιση στην κορυφή