Σαράντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του έργου του Το πολιτικό ασυνείδητο. Η αφήγηση ως μια κοινωνικά συμβολική πράξη (The Political Unconscious. Narrative as a socially symbolic act, 1981), ο Fredric Jameson επανέρχεται, στο κείμενό του «Criticism and Categories» (2022), σε αυτό, για να το τοποθετήσει, σύμφωνα με το μαρξιστικό, διαλεκτικό ερμηνευτικό σχήμα των κειμένων που πρότεινε στις σελίδες του –ένα σχήμα που πολύ σύντομα πέρασε όχι μόνο σε όμορους της λογοτεχνίας χώρους των ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά και στις κοινωνικές επιστήμες, στις τέχνες και σε κάποιες φυσικές επιστήμες ακόμη– στα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα της εποχής του αλλά και της δικής μας. Το συγκεκριμένο, κομβικό για τη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία και κριτική, έργο φέρει στον τίτλο του ήδη το αποτύπωμα του φροϋδισμού, ο οποίος εντούτοις είναι μεταγραμμένος, για να χρησιμοποιήσω έναν δικό του όρο, ώστε να ενταχθεί, ως μερική, εντοπισμένη (local) ερμηνευτική οπτική στην ολιστική και ολοποιητική (totalizing), πολιτική, πολύπλοκη δική του προσέγγιση των πολιτισμικών και λογοτεχνικών κειμένων, η οποία επιδιώκει την ανάσυρση και τον φωτισμό των κοινωνικών και πολιτικών αντιφάσεων στις οποίες απαντά συμβολικά το έργο τέχνης στην εποχή του και την αξιοποίηση αυτών των ιχνών της Ιστορίας στην ιστορία, στις συνθήκες στις οποίες λαμβάνει χώρα κάθε φορά η ανάλυση. Η προσέγγιση αυτή δεν νοείται ως άλλη μια από τις πολλές, ανταγωνιστικές και αλληλοσυγκρουόμενες κριτικές οπτικές, επειδή ακριβώς είναι μαρξιστική και ο μαρξισμός είναι ο «‘ανυπέρβλητος ορίζοντας’ που ενσωματώνει αυτά τα φαινομενικά ανταγωνιστικά και ετερόκλητα κριτικά εγχειρήματα, τους προσδίδει στο πλαίσιό του μια αδιαμφισβήτητη εγκυρότητα σε επιμέρους τομείς και με τον τρόπο αυτό τα ακυρώνει και μαζί τα διατηρεί» (1981, x).
Η διεπιστημονική, διαλεκτική, καθολική οπτική του μαρξισμού αποτελεί τον γνώμονα με τον οποίο η ερμηνευτική προσέγγισή του αφίσταται και από τα φροϋδομαρξιστικά σχήματα της εποχής. Ο δε σαρτρικών καταβολών ‘απόλυτος ορίζοντας’ επιστρέφει συχνά στην επιχειρηματολογία του Τζέιμσον: σε σχέση με την πολιτική, την οποία χαρακτηρίζει ως «τον απόλυτο ορίζοντα κάθε ανάγνωσης και κάθε ερμηνείας» (1981, 1)· ή την Ιστορία, την οποία θεωρεί ως «βάση και ανυπέρβλητο ορίζοντα» της πολιτισμικής και συνακόλουθα και της λογοτεχνικής κριτικής (1981, 87-88). Όσο για την ασυμβατότητα, σύμφωνα με ορισμένες δυτικές θεωρήσεις, της θεωρίας και της ιστορίας της λογοτεχνίας, αυτή επίσης επιλύεται διαλεκτικά στον ίδιο αυτόν ορίζοντα, αφού ο μαρξισμός, αποδεχόμενος την πρωτοκαθεδρία της θεωρίας, αναγνωρίζει την ίδια στιγμή και την πρωτοκαθεδρία της Ιστορίας καθαυτήν (1981, xiv).
Αναστοχαζόμενος πάνω στη δυνητική συνεισφορά του Πολιτικού ασυνείδητου στις σύγχρονες αναζητήσεις, ο Τζέιμσον στέκεται στην πρόσφατη επανεπίσκεψή του τού έργου στον τρόπο με τον οποίο η συλλογιστική του αναδεικνύει τη δεδομένη σχέση πολιτικής, τέχνης και συνείδησης, διευκρινίζοντας ότι (2022, 566):
η πολιτική και η αισθητική δεν είναι το ίδιο πράγμα, αλλά και οι δύο αντιμετωπίζουν, με τους διαφορετικούς τρόπους τους, τις αντιφάσεις της αναπαράστασης που είναι εγγενείς στις πιο αφηρημένες κατηγορίες που μοιράζονται, οι οποίες δημιουργούν προβλήματα στην πολιτική οργάνωση ανάλογα με αυτά που δημιουργούνται στην αφήγηση (και πιθανώς και σε ζητήματα προσωπικής ταυτότητας).
Και θέτει το ζήτημα της διερεύνησης των βαθύτερων κατηγοριών που αυτές «μοιράζονται ή στις οποίες μετέχουν» και οι οποίες σήμερα δημιουργούν ένα πραγματικό πολιτικό ασυνείδητο.
Δεν έχω την παραμικρή φιλοδοξία, αλλά ούτε και τη δυνατότητα, να συνοψίσω εδώ τη συνεισφορά του Τζέιμσον στην πολιτισμική ή στη λογοτεχνική κριτική, ούτε καν το πολυσύνθετο Πολιτικό ασυνείδητο. Θέλω μόνο να πω δυο λόγια για τον τρόπο με τον οποίο ο Τζέιμσον, ειδικά με το συγκεκριμένο έργο του αν και όχι μόνο, με ενέπνευσε και συνεχίζει να με εμπνέει στην αντίληψή μου της λογοτεχνικής κριτικής ως διαλεκτικής ερμηνείας των κειμένων. Διευκρινίζω ότι ο απεριόριστος θαυμασμός μου για το βάθος και την πολυπλοκότητα της σκέψης του, αλλά και το εξίσου πολύτροπο και μαζί εξαιρετικά δραστικό ύφος του, το οποίο τόσο εύστοχα έχει αναλύσει ο άλλος μεγάλος στιλίστας μαρξιστής θεωρητικός της λογοτεχνίας Τέρι Ήγκλετον (2009), δεν σημαίνει ότι υιοθετώ όλες τις θέσεις και τα συμπεράσματά του – αν και όσο μπορεί αυτό να ενδιαφέρει. Αλλά απαντώντας σε ένα αίτημα που οπωσδήποτε δεν μου απευθυνόταν, ότι δηλαδή, όπως λέει στο πρόσφατο κείμενό του για το Πολιτικό ασυνείδητο, το σχολιάζει μεν αλλά θα προτιμούσε να μάθει «τι είδαν οι άλλοι» σε αυτό (2021, 563), θα ήθελα να σταθώ σε κάποια ευάριθμα σημεία του, που ανοίγουν μια γόνιμη συζήτηση για τη σύγχρονη κριτική της λογοτεχνίας.
Ξεκινώ με τη μείζονος σημασίας προτροπή, με την οποία ξεκινάει το Πολιτικό ασυνείδητο, για μια μαρξιστική, διαλεκτική μελέτη του πολιτισμού και ειδικότερα της λογοτεχνίας με άξονα την Ιστορία, «Always historicize!» (2002, ix) – ο Τζέιμσον θα συμπληρώσει στη συνέχεια τον στοχασμό του για τον χρόνο, με μια συστηματική διερεύνηση του χώρου, την οποία ο μελετητής του Κλιντ Μπάρναμ [Clint Burnham] θα συνοψίσει, αναλογικά, ως «Always Geographize!» (2021). Τη θεωρούσα πάντα επίκαιρη, τη θεωρώ ακόμη πιο επίκαιρη σήμερα, όπου το τέλος της Ιστορίας επανέρχεται διαρκώς με νέες μορφές στη δημόσια συζήτηση, μαζί με το τέλος της πολιτικής και της αισθητικής. Τη θεωρούσα πάντα καίρια και σήμερα ακόμη πιο καίρια, όπως εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας –η σύνδεση με τον Benjamin ήδη από τότε δεδομένη και το έργο που του έχει αφιερώσει διαθέσιμο και στα ελληνικά (2022)– που μπορεί «να σεβαστεί την ιδιαιτερότητα και ριζική διαφορά του κοινωνικού και πολιτισμικού παρελθόντος, φανερώνοντας ταυτόχρονα τη σύμπλευση των πολεμικών και των παθών του, των μορφών, δομών, εμπειριών και αγώνων του με τα του παρόντος» (2002, 2). Να ζωντανέψει στιγμιαία το παρελθόν αυτό και να επανεγγράψει το μήνυμά του μέσα στα κάθε φορά νέα συμφραζόμενα, «μέσα στην ενότητα μιας ενικής, μεγάλης αφήγησης», μοναδικό και θεμελιακό θέμα της οποίας είναι, ασχέτως των συμβολικών μορφών που κάθε φορά λαμβάνει, η «συλλογική πάλη για την απόσπαση μιας επικράτειας Ελευθερίας από την Επικράτεια της Ανάγκης» (2002, 3). Η αναγκαιότητα και η λειτουργία του πολιτικού ασυνείδητου έγκειται στον «εντοπισμό των ιχνών αυτής της αδιάλειπτης αφήγησης, στην επαναφορά στην επιφάνεια του κειμένου της απωθημένης και θαμμένης πραγματικότητας της θεμελιακής αυτής ιστορίας» (2002, 4).
Όλα αυτά τα λέω για να φτάσω στο συμπέρασμά του, το οποίο συμμερίζομαι πλήρως, ότι δηλαδή (2002, 4):
η βολική, συνήθης διάκριση μεταξύ κειμένων που είναι κοινωνικά και πολιτικά και άλλων που δεν είναι αποτελεί κάτι χειρότερο από σφάλμα: δηλαδή, ένα σύμπτωμα και μια ενδυνάμωση της πραγμοποίησης και της ιδιωτικοποίησης της σύγχρονης ζωής. Μια τέτοια διάκριση επιβεβαιώνει εκ νέου το δομικό, εμπειρικό και εννοιακό χάσμα ανάμεσα στο δημόσιο και το ειδικό, ανάμεσα στο κοινωνικό και το ψυχολογικό, ή το πολιτικό και το ποιητικό, ανάμεσα στην ιστορία ή την κοινωνία και το ‘άτομο’, το οποίο –o κυρίαρχος νόμος της κοινωνικής ζωής στον καπιταλισμό– ακρωτηριάζει την ύπαρξή μας ως ατομικών υποκειμένων και παραλύει μετά βεβαιότητας τη σκέψη μας για τον χρόνο και την αλλαγή, όπως και μας αλλοτριώνει από τον ίδιο μας τον λόγο.
Προφανώς η θέση αυτή δεν είναι παγκοίνως αποδεκτή, το διαπίστωσα σε μια εισήγησή μου για τη λογοτεχνία της μεταπολίτευσης. Ούτε οι λοιπές θέσεις του για την ερμηνεία της λογοτεχνίας άλλωστε, παρότι κατά τη γνώμη μου δεν είναι ουσιαστικά γνωστές στον χώρο της θεωρίας και της κριτικής και οπωσδήποτε δεν έχουν συζητηθεί συστηματικά, στην κατεύθυνση της αποδοχής ή της απόρριψής τους ή, ακόμη, της μετακωδίκευσής τους σε νέα σχήματα. Σημειώνω λοιπόν, διά βραχέων, τρία ακόμη στοιχεία, κατά τη γνώμη μου σημαντικά, στο εν λόγω έργο: την κατάφαση στο ολοποιητικό σχήμα και την αποσύνδεσή του από την απλοϊκή συσχέτισή του με τον ολοκληρωτισμό, μια θέση στην οποία έχει ασκηθεί κριτική από πολλές και διαφορετικές σκοπιές, και μαρξιστικές· την κατάφασή του στην ερμηνευτική καθαυτή αλλά και στην αισθητική· και την επεξεργασία του της έννοιας της αναπαράστασης, την οποία αναμορφώνει και εμπλουτίζει στο πλαίσιο της συλλογιστικής του. Και με αυτή την αναφορά στην αναπαράσταση, περνώ στο δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ, στην έννοια της διαμεσολάβησης, την οποία ο Τζέιμσον επαναπροσδιορίζει πέρα από την κριτική προσέγγισή της από τον Αλτουσέρ και την επαναφέρει στην κλασική της μαρξιστική βάση – διευκρινίζοντας τη διαφοροποίησή της από την αναλογία και την ομολογία αλλά και από κάθε μηχανιστική αιτιότητα.
Το ζήτημα της διαμεσολάβησης έχει να κάνει, ως προς τη λογοτεχνική κριτική και τη μαρξιστική της θεώρηση, με τη σχέση του κειμενικού και του εξωκειμενικού στοιχείου, του κειμένου με τον κόσμο, «τη μορφή ανάλυσης ενός έργου τέχνης και την κοινωνική του βάση» (2002, 24). Ο Τζέιμσον προσεγγίζει εδώ την κλασική μαρξιστική έννοια της διαμεσολάβησης ως διαδικασία ‘μετακωδικοποίησης’ (transcoding), νοούμενης ως ενός μηχανισμού που επιτρέπει, με την επινόησηςμιας ορολογίας, ενός κώδικα ή μιας γλώσσας, σε μια συγκεκριμένη ανάλυση την κοινή εξέταση δύο κειμένων ή δύο επιπέδων της πραγματικότητας και την υπέρβαση, έτσι, του κατακερματισμού και της αυτονόμησης των επιπέδων αυτών, «του διαχωρισμού […] του ιδεολογικού από το πολιτικό, του θρησκευτικού από το οικονομικό, του χάσματος ανάμεσα στην καθημερινή ζωή και την πρακτική των ακαδημαϊκών κλάδων» (2002, 25). Από τη σκοπιά αυτή ιδωμένη, η διαμεσολάβηση αποσυνδέεται τόσο από την απλουστευτική θεώρηση της αντανάκλασης όσο και της αυτονόμησης των επιπέδων, επαναφέροντας στο επίκεντρο τη δυναμική, διαλεκτική σχέση και της μορφής και του περιεχομένου – μια παραδοσιακή διάκριση την οποία αποδέχεται ο Τζέιμσον και την εξετάζει συστηματικά με βάση συγκεκριμένα παραδείγματα στη συνέχεια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι απλουστεύω υπερβολικά εδώ την πολύπλοκη σκέψη του Τζέιμσον, όπως συγκροτείται με αναφορά σε πολύ διαφορετικά θεωρητικά υποδείγματα, τα οποία ενσωματώνει μεταποιημένα στο δικό του ερμηνευτικό υπόδειγμα, στο οποίο η έννοια της δομής, αλλά μιας δομής πλήρους αντιφάσεων, είναι κεντρική. Προς υπεράσπισή μου, θα επαναλάβω ότι ούτε θέλω ούτε μπορώ να συνοψίσω τη σκέψη αυτή, το έργο είναι εδώ, ο διαφορετικών κατευθύνσεων σχολιασμός του επίσης. Με αυτή την ιδιαίτερη μέθοδό του, ωστόσο, θα ήθελα να κλείσω, συνοψίζοντάς την στην παραδοχή ότι είναι πολλών ανθρώπων παιδιά τα λόγια μας, και με τον τρόπο του Σεφέρη και με τον τρόπο του Μπαχτίν και με τον τρόπο του Τζέιμσον. Τα δικά μου κριτικά λόγια διαμορφώθηκαν εξαρχής από την πολύμορφη δομιστική νέα κριτική, για την οποία η διαχρονία και η Ιστορία αποτελούσαν εν γένει κόκκινο πανί· και μαζί και την ίδια στιγμή από την κλασική μαρξιστική κριτική, που έθετε την Ιστορία στο επίκεντρό της – μια αντίφαση που τη διαχειριζόμουν ενστικτωδώς και τόσο όσο συνθετικά και εν τοις πράγμασι απορητικά, αν όχι ενοχικά. Νομίζω ότι μια από τις πιο σημαντικές οφειλές μου στον Τζέιμσον έχει να κάνει με το γεγονός ότι μου έδειξε πώς μπορεί κανείς να αξιοποιεί τις πλέον διαφορετικές μεταξύ τους προσεγγίσεις, στον βαθμό που διαθέτει ένα συνεκτικό, ολιστικό και συγκεκριμένα μαρξιστικό σχέδιο ερμηνείας. Δεν παραγνωρίζω καθόλου τους κινδύνους της παρανάγνωσης και της αυθαίρετης συναγωγής συμπερασμάτων. Αλλά θεωρώ απελευθερωτική την παραδοχή ότι μια σύγχρονη μαρξιστική προσέγγιση μπορεί να αντλεί, όπως θα έκαναν προφανώς διαλεκτικώ τω τρόπω και οι κλασικοί του μαρξισμού, από ποικίλες θεωρίες και μεθόδους, για να εμπλουτίσει το επιχείρημά της, προσαρμόζοντάς το στις σύγχρονες συνθήκες.
Θα κλείσω με δύο θέσεις του από το πρόσφατο αυτό κείμενό του, ενδεικτικές του εύρους της σκέψης και της ιδιαίτερης ματιάς του. Για την πολιτική, την οποία ορίζει, με αναφορά στη λιβιδινική της διάσταση, ως «τον ζωηρό ενθουσιασμό που γεννά η συνάντηση της ατομικής εμπειρίας με την παρουσία της συλλογικότητας» (2022, 563-564). Και για την αναπαράσταση/απεικόνιση του έργου τέχνης και της Ιστορίας: «Η ζωή και η αξία ενός κειμένου εντοπίζεται στην κρυφή ανάφλεξη μιας συλλογικής σπίθας στις αναπαραστάσεις της. Κι αυτή η αναπαράσταση ήταν κατά κάποιο τρόπο σαν το πανί που πρέπει να υψωθεί για να φουσκώσει τους ανέμους της συλλογικότητας. Αυτό το ονόμαζα τότε Ιστορία, έτσι θα το ονόμαζα και σήμερα» (2022, 564). Και θα θυμίσω ότι το Πολιτικό ασυνείδητο έχει μεταφραστεί στα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα ρωσικά, τα σερβοκροατικά, τα τουρκικά, τα κινεζικά, τα κορεάτικα, τα ιαπωνικά, τα περσικά, αν δεν ξεχνώ κάποια γλώσσα, αλλά όχι στα ελληνικά – όπως άλλωστε και άλλα πολύ σημαντικά κείμενά του για τη λογοτεχνική κριτική, όπως τα Μαρξισμός και μορφή. Διαλεκτικές θεωρίες της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα (Marxism and Form: Twentieth–Century Dialectical Theories of Literature, 1971) και Η φυλακή της γλώσσας: μια κριτική επισκόπηση του δομισμού και του Ρωσικού φορμαλισμού (The Prison–House of Language: A Critical Account of Structuralism and Russian Formalism, 1972). Ίσως έχει έρθει πλέον η ώρα να τα διαβάσουμε και στη γλώσσα μας και να τα συζητήσουμε εκτενέστερα, με αναφορά στην παρούσα συνθήκη, την οποία ο Τζέιμσον τόσο εύστοχα έχει αναλύσει, και στην επείγουσα πλέον ανάγκη να σκεφτούμε το τέλος του καπιταλισμού και όχι το τέλος του κόσμου.
Βιβλιογραφία
Burnham, C. (2021). Always Geographize!: Fredric Jameson and Political Space. In F. Landau, L. Pohl & N. Roskamm(Eds.), [Un]Grounding: Post-Foundational Geographies (pp. 175-196). , Transcript Verlag. https://doi.org/10.1515/9783839450734-009.
Eagleton T. (2009). Jameson and style. NLR, 59. https://newleftreview.org/issues/ii59/articles/terry-eagleton-jameson-and-form
Jameson, F. (2002 [1981]). The Political Unconscious. Narrative as a socially symbolic act. Routledge.
Jameson, F. (2022). Criticism and Categories. PMLA/Publications of the Modern Language Association of America, 137(3), 563-567. doi:10.1632/S003081292200044X.
Jameson, F. (2022). Τα αρχεία Μπένγιαμιν (Β. Λέκκα, μτφρ.). Πλέθρον.

