Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Έφη Γιαννοπούλου

Η μετάφραση ως διαρκές εργαστήριο

Ξεκίνησα να μεταφράζω επαγγελματικά το 1993, την ίδια εποχή που άρχισα να φοιτώ και στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου. Τα δύο χρόνια του CTL ήταν πολύτιμα για μένα, τόσο για την προσέγγιση της εκπαίδευσης με όρους métier, δηλαδή πρακτικής απόκτησης της γνώσης από μεγαλύτερους και πιο έμπειρους τεχνίτες, όσο και για τη συνθήκη «σχόλης», την ελευθερία να καταπιαστείς με κείμενα δύσκολα και απαιτητικά, που φυσιολογικά δεν θα έπεφταν στα χέρια σου στην αρχή μιας μεταφραστικής καριέρας. Κράτησα κάτι από αυτή την εμπειρία στον τρόπο που δουλεύω κατά μόνας και εξέλιξα, νομίζω, όσα έμαθα τόσο μεταφράζοντας όσο και διδάσκοντας αργότερα μετάφραση.

Επέλεξα τη μετάφραση ως επάγγελμα γιατί μου φάνηκε τότε ο πιο εύκολος τρόπος να ζει κανείς μέσα στη λογοτεχνία, αλλά και γιατί, ως νέα, αρνιόμουν πεισματικά να προσαρμοστώ σε ωράρια, προγράμματα και σε αυτό που ονομάζουμε «κανονική δουλειά». Έζησα για πολλά χρόνια (δύσκολα) βιοποριζόμενη από τη μετάφραση αλλά και από άλλες συναφείς εργασίες, επιμέλειες ή διορθώσεις κατά κύριο λόγο. Μετά από ένα διάλειμμα αρκετών ετών, που η μετάφραση δεν ήταν η αποκλειστική ούτε η κύρια δραστηριότητά μου, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχω επανέλθει και προσπαθώ να επανασυνδεθώ με τους ρυθμούς και τις συνθήκες της δουλειάς –όχι εύκολα, είναι αλήθεια.

Αντιμετωπίζω τη μετάφραση ως ένα διαρκές εργαστήριο, έναν εσωτερικό τόπο που χτίζεται σιγά σιγά, μέσα στον χρόνο. Ο μεταφραστής ξεκινά με βασικά εργαλεία και εξοπλισμό και μέρα με τη μέρα τα εξελίσσει και τα τελειοποιεί, τα ακονίζει και αυξάνει την ακρίβειά τους. Στην καρδιά αυτής της δουλειάς βρίσκεται μια επιθυμία, η επιθυμία τού μεταφράζειν, στην οποία εντοπίζω δύο ηθικά χαρακτηριστικά: αφενός είναι μια επιθυμία γενναιόδωρη, μια επιθυμία προσφοράς· από την άλλη, είναι μια συνειδητή απόφαση να κατανοήσεις και να σεβαστείς το διαφορετικό, να δεξιωθείς την ετερότητα και να αφήσεις να μιλήσει με τη δική του φωνή ο Άλλος. Ταυτοχρόνως, το εργαστήριο της μετάφρασης είναι ένας τόπος αναστοχασμού, μετά η πρακτική συγκροτεί σιγά σιγά τη θεωρία της και γίνεται όλο και πιο συνειδητή, αν και όχι πάντα ευκολότερη.

Ξεκινώ να μεταφράζω μάλλον διαισθητικά, προσεγγίζοντας το κείμενο ως σύνολο, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στους ρυθμούς και τις ατμόσφαιρές του. Εκεί στοχεύει το πρώτο χέρι της μετάφρασής μου. Το δεύτερο χέρι είναι πιο σχολαστικό, φτάνει στη λέξη, ξεκαθαρίζει τα γλωσσικά, πραγματολογικά, ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία του κειμένου, ξεχωρίζει τα πολλαπλά επίπεδα του λόγου. Στο τέλος, επανέρχομαι στη μουσική, στο «χτένισμα» ενός κειμένου που έχει γίνει πλέον σε σημαντικό βαθμό «δικό μου». Μου αρέσει να δουλεύω με τις σιωπές, τις αποσιωπήσεις των κειμένων, να αποκαλύπτω όσα δεν λέγονται αλλά υπονοούνται, και μετά να τα ξανακρύβω στο μετάφρασμα.

Καλές και κακές στιγμές μιας μεταφράστριας; Μια από τις καλύτερες στιγμές, όταν πίστεψα πως επιτέλους θα μετέφραζα ένα βιβλίο που αγαπούσα πολύ (Το μουσείο του μυθιστορήματος της Αιωνίας του Μασεδόνιο Φερνάντες), και μία από τις χειρότερες η ματαίωση αυτής της δουλειάς όταν το βιβλίο βγήκε από άλλον εκδότη στα ελληνικά, και σε κακή μετάφραση. Φρικτός είναι ο εγκλωβισμός στη μετάφραση βιβλίων που δεν κατάφερα να αγαπήσω, και θαύμα όταν νιώσεις πλήρη ικανοποίηση από την απόδοση μιας δύσκολης σελίδας του Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο. Ή όταν φτάνει τελικά στην έκδοση η μεγαλύτερη μεταφραστική σου αποκοτιά, να μεταφράσεις από άλλες μεταφράσεις την Επιστολή του Λόρδου Τσάντος του Ούγκο φον Χόφμανσταλ.

Δεν θα έλεγα πως παρακολουθώ συστηματικά την ξένη λογοτεχνία, ψάχνω όμως σε φυσικά και διαδικτυακά βιβλιοπωλεία, σε ένθετα βιβλίου ξένων εφημερίδων και περιοδικών, στο διαδίκτυο, και ενίοτε ανακαλύπτω διαμαντάκια και τα προτείνω σε εκδότες. Δεν είναι ωστόσο εύκολη η αποδοχή αυτών των προτάσεων, ακόμη περισσότερο σ’ αυτήν τη φάση που οι εκδοτικές επιχειρήσεις προκρίνουν κατά κύριο λόγο ασφαλείς επιλογές. Αποδέχομαι συχνά προτάσεις και κάποιες από αυτές έχουν καταλήξει σε ευτυχείς συναντήσεις· έχω αγαπήσει πολλά βιβλία που δεν γνώριζα πριν μου τα προτείνουν. Συνειδητά δεν έχω αποδεχτεί βιβλία που δεν με ενδιέφεραν, αλλά την έχω «πατήσει» κάμποσες φορές. Η σε βάθος ανάγνωση ενός βιβλίου που συνιστά η μετάφραση μπορεί ενίοτε να φέρει και δυσάρεστες εκπλήξεις.

Κατά καιρούς έχω επιθυμήσει να μεταφράσω συγγραφείς άγνωστους και αμετάφραστους στα ελληνικά. Κάποιοι από αυτούς τελικά βρέθηκαν στα ελληνικά βιβλιοπωλεία, όχι όμως μεταφρασμένοι από μένα. Ενδεικτικά αναφέρω τους Ρομπέρτο Αρλτ, Αντόνιο ντι Μπενεντέτο, Μασεδόνιο Φερνάντες. Η τελευταία μου εμμονή λέγεται Σέρχιο Τσέιφεκ, ένας συγγραφέας που γνώρισα πριν από χρόνια στην Αργεντινή και που η εξαιρετικά δύσκολη γραφή του μου φαίνεται συναρπαστική. Ωστόσο νιώθω τυχερή, έχω μεταφράσει πολύ σημαντικά και αγαπημένα μου βιβλία κι έχω δώσει τις λέξεις μου σε συγγραφείς όπως οι Χαβιέρ Μαρίας, Κάρλος Φουέντες, Πιερ Μπουρντιέ, Ρικάρντο Πίλια, Ρομπέρτο Μπολάνιο, Σάμιουελ Μπέκετ, Χουάν Ρούλφο, Αλαν Πάουλς, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Μαρτίν Κόαν κ.ά. Έπονται κι άλλοι.

Σε ένα μοναχικό επάγγελμα όπως αυτό του μεταφραστή, οι σχέσεις στην αλυσίδα της παραγωγής ενός βιβλίου μπορεί να αποβούν σωτήριες ή καταστροφικές. Στη δική μου διαδρομή, με λίγες εξαιρέσεις, κυρίως στον άξονα μεταφράστριας-επιμελήτριας, έχω υπάρξει τυχερή. Ωστόσο προτιμώ τις σχέσεις που προσφέρει μια άλλη εκδοχή μετάφρασης, η θεατρική, και τη χαρά του να βλέπεις και κυρίως να ακούς τη δουλειά σου επί σκηνής.

Το επάγγελμα του μεταφραστή στη χώρα μας είναι κακοπληρωμένο και γενικά δεν χαίρει της εκτίμησης που του αξίζει. Δεν είναι παράξενο σε μια χώρα που δεν έχει καταφέρει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια ολοκληρωμένη πολιτική βιβλίου, βιβλιοθηκών και φιλαναγνωσίας, και πλέον πάει προς τα πίσω και όχι προς τα εμπρός. Κι έτσι, ενώ υπάρχει βελτίωση της ποιότητας των μεταφράσεων και του περί μετάφρασης λόγου, οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις και η απουσία πολιτικής δεν επιτρέπουν πραγματική βελτίωση των συνθηκών της εργασίας μας. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που σε αυτή τη φάση θα προτιμούσα να μην είναι η μετάφραση ο αποκλειστικός μου βιοπορισμός.

Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ξαναμετέφραζα χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, στον πλούτο της πληροφορίας που μπορεί να σου προσφέρει, υπερβαίνοντας κατά πολύ τη βοήθεια που παραδοσιακά έβρισκες στα λεξικά ή στα βιβλία στα οποία είχες πρόσβαση στο παρελθόν. Έχω λύσει αδιανόητα και κρίσιμα προβλήματα έτσι. Τρομάζω όμως ταυτοχρόνως από τον τρόπο που αλλάζει τις αναγνωστικές μας πρακτικές αυτό το νέο εργαλείο, επηρεάζοντας ενίοτε και τη συγκέντρωση στην ίδια τη μεταφραστική εργασία.   

Κύλιση στην κορυφή