Μετάφραση: Κώστας Βραχνός
Πήγα στη Μαδρίτη, όπως σας έλεγα, για να διαβάσω κάτι ποιήματα, και ανάμεσά τους ένα ποίημα θρησκευτικό, μυστικιστικό, εμπνευσμένο από τον Ισπανό Χριστό του Βελάθκεθ –έναν Χριστό τόσο ανθρώπινο, παγκόσμιο και αιώνιο!–, και συνάμα για να δώσω μια διάλεξη γύρω απ’ τη λαϊκή (μη θρησκευτική) εκπαίδευση. Γι’ αυτήν που ήδη σας έχω μιλήσει εδώ.
Η θέση μου πάνω στο ζήτημα της ουδετερόθρησκης εκπαίδευσης θεωρώ πως είναι πολύ σαφής, καθορισμένη και κατανοητή. Αλλά οι εξτρεμιστές μας και απ’ τα δύο άκρα, τόσο τη δεξιά όσο και την αριστερά, επιμένουν να κάνουν πως δεν την καταλαβαίνουν. Συνηγορώ υπέρ τού να είναι ουδετερόθρησκη η εθνική, δημόσια εκπαίδευση, δηλαδή να διακονείται από λαϊκούς και όχι από πρόσωπα της εκκλησίας, ωστόσο, δεν μπορεί ούτε πρέπει να λείπει απ’ αυτήν η διδασκαλία των θρησκευτικών. Των θρησκευτικών και της χριστιανικής θρησκείας˙ αλλά όχι συγκεκριμένα της κατήχησης του καθολικού, αποστολικού και ρωμαϊκού δόγματος.
Ο κανόνας μου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Γλώσσα, ναι˙ γραμματική, όχι˙ θρησκεία, ναι˙ κατήχηση, όχι!» Πιστεύω, πράγματι, πως μπορεί και πρέπει να διδάσκεται η εθνική γλώσσα, η γλώσσα που ομιλείται, εκείνη με την οποία συνεννοούμαστε μεταξύ μας, χωρίς την ανάγκη να διδάσκεται αυτό που ονομάζεται «γραμματική». Για να μάθει κανείς καστιλιάνικα δεν είναι απαραίτητο να ξέρει ότι εκείνον τον τύπο τον λένε υποτακτική του υπερσυντέλικου. Και, ομοίως, πιστεύω ότι το παιδί πρέπει να μάθει στο δημόσιο σχολείο εκείνες τις θρησκευτικές αρχές που κυβερνούν τα συναισθήματα σχεδόν του συνόλου των συμπολιτών του, ακόμα κι εκείνων που θεωρούν εαυτούς αποκομμένους από τέτοιες αρχές.
Υπάρχει αυτό που ορισμένοι ονομάζουν «δόγματα πρώτου βαθμού» και που θα ήταν καλύτερα να ονόμαζαν «γενικές θρησκευτικές αρχές», κοινές σε όλες τις χριστιανικές ομολογίες –καθολική, προτεσταντική, ορθόδοξη ρωσική και ορθόδοξη ελληνική, κ.λπ. – όπως επίσης και στον ιουδαϊσμό και στον μωαμεθανισμό, και όχι ασύμβατες με τις θρησκείες της Άπω Ανατολής. Είναι αυτό που συνιστά το πιστεύω του επονομαζόμενου ουνιταριανισμού, και όχι αυτό που κάποτε ονομάστηκε φυσική θρησκεία, που δεν είναι ούτε θρησκεία ούτε φυσική, ούτε αποτελεί κάποιο είδος εσπεράντο για να μιλάει κανείς με έναν Θεό αφηρημένο, Θεό-εσπεράντο. Αυτές οι κοινές θρησκευτικές, χριστιανικές αρχές δεν είναι αυστηρώς καθολικές ούτε όμως και αντικαθολικές. Φρονώ πως το παιδί έχει ενώπιον του πατέρα του –έως και εναντίον του– το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Και είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι η θρησκευτικότητα δεν αντικαθίσταται απ’ τον φρικτό επιστημονισμό, τόσο πολύ της μόδας το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα, και που τόσο εκχυδάισε τα πνεύματά μας.
Αυτές οι ιδέες μου είναι, το ξέρω πια, πολύ αμφιλεγόμενες, όμως, είναι, πιστεύω, τελείως ξεκάθαρες. Μολαταύτα, ο σεχταρισμός μας, είτε είναι του ενός άκρου είτε του άλλου, επιμένει να μην το βλέπει έτσι. Και συνήθως διατρέχω τον κίνδυνο να φαντάζω άσπρος στους μαύρους, μαύρος στους άσπρους, γκρίζος στους ασπρόμαυρους και ασπρόμαυρος στους γκρίζους. Η διανοητική απλοϊκότητα αυτών των δόλιων φανατικών της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς είναι ασύλληπτη. Όχι μόνο δεν αντιλαμβάνονται το παιχνίδι των αντιφάσεων, για το οποίο θα έπρεπε να έχουν ένα διαλεκτικό κεφάλι –και εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα ήταν φανατικοί ούτε και σεχταριστές–, αλλά μέσα τους δεν χωράνε δύο ιδέες μαζί. Όλες όσες πιστεύουν ότι έχουν δεν είναι παρά μία και μόνο μία.
Κάποια φορά μού έλεγε ένας φανατικός ή καθολικός υπερσυντηρητικός: «Εγώ, εάν δεν ήμουν καθολικός, θα ’μουν αναρχικός!»˙ και του απάντησα: «δεν υπάρχει σ’ εσάς δίλημμα, αφού είστε και τα δύο ταυτόχρονα: καθολικός και αναρχικός. Απόδειξη είναι αυτό που μόλις μού είπατε!» Δεν μπόρεσε να με καταλάβει, προφανώς, όπως δεν θα μπορούσε να με είχε καταλάβει ένας φανατικός αναρχικός. Κακομοίρηδες! Ό,τι οι Άγγλοι θεολόγοι ονόμασαν «η μέση οδός», αυτοί το λένε βόλεμα ή ακροβασία. Για κάποιους απ’ αυτούς τους δύστυχους καθολικούς με το ατομικό -όχι μικρό αλλά αδιαίρετο– κεφάλι, όποιος απορρίπτει το να γίνεται στο δημόσιο σχολείο κατήχηση του δόγματος της Εκκλησίας της Ρώμης, οφείλει επίσης να υπερασπιστεί το να μη γίνεται καν λόγος περί Θεού, για να μην πω εναντίον Του. Με τέτοια νοοτροπία, τι θα κάνουμε; Όσο για την άλλη πλευρά, του άλλου άκρου, του αντιχριστιανού ή, αν θέλετε, του αθεολόγου –εκείνου που πιστεύει στον αντι-Θεό, είτε αυτό λέγεται Επιστήμη, Λόγος, Φύση, Ύλη ή οτιδήποτε–, δεν είναι άλλης τάξεως ούτε άλλου χαρακτήρα.
Οι ζηλωτές της ακροαριστεράς με έχουν, φυσικά, για οπισθοδρομικό. Δεν αρκεί που υποστηρίζω όπως κι οι ίδιοι όλες σχεδόν τις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες που αυτοί ζητούν, καθώς επίσης και το δικαίωμα που έχει ένα παιδί να μην του στερεί ο αιρετικός πατέρας του τη γνώση εκείνου που συνιστά την ψυχή της κοινωνίας στην οποία ζει˙ δεν αρκεί που κάνω εκστρατεία στις αγροτικές περιοχές ενάντια στους μεγαλοτσιφλικάδες και που υπερασπίζομαι σε συγκεντρώσεις εργατών τις σοσιαλιστικές αρχές˙ δεν αρκεί που υπερμάχομαι της ελευθερίας της επιστήμης έναντι των παρεμβάσεων των ορθοδόξων˙ εξακολουθώ να είμαι οπισθοδρομικός. Και ξέρετε γιατί; Γιατί λέω και επαναλαμβάνω ότι, παρόλο που δεν είμαι πεπεισμένος –κάθε άλλο– για το ότι η προσωπική και ατομική μου συνείδηση επιβιώνει του θανάτου του φυσικού μου οργανισμού, δεν συναινώ σ’ αυτό, ούτε μου φαίνεται αξιοπρεπές και ανθρώπινο να το κάνουν οι άλλοι˙ γιατί, το λέω και το ξαναλέω, είναι βαρβαρότητα και μόνο βαρβαρότητα και συνάμα απανθρωπία το να θέλεις να ξεριζώσεις απ’ την ψυχή του λαού την πίστη στην άλλη ζωή˙ γιατί, λέω και ξαναλέω και ξαναλέω πως ούτε η επιστήμη μάς παρηγορεί που γεννηθήκαμε ούτε θα μπορέσει ποτέ ν’ αντικαταστήσει τη θρησκεία.
Κυκλοφορεί εδώ στην Ισπανία ένας έξαλλος τύπος, ένας απόστολος αυτού που αποκαλούν –δεν ξέρω καλά γιατί– ελεύθερη σκέψη, ο οποίος έφτασε κάποτε να πει την εξής τρέλα: «Αν μου έδιναν να διαλέξω μεταξύ ενός λαού όπου ο πλούτος θα ήταν καλά διαμοιρασμένος, όπου καθένας θα εξασφάλιζε ολόκληρο το προϊόν της εργασίας του και η γη και τα εργαλεία θα ανήκαν σε όλους, αλλά ταυτόχρονα θα πίστευε στην άλλη ζωή˙ και, απ’ την άλλη, ενός λαού υποταγμένου στις κοινωνικές αδικίες και εκμεταλλευόμενου από μια ολιγαρχία μεγαλοεπιχειρηματιών, αλλά χωρίς πίστη στην άλλη ζωή, θα προτιμούσα το δεύτερο».
«Στοπ! –θα μου πει κάποιος φανατικός λίγο-πολύ σοσιαλιστής. Εκείνο ακριβώς που κάνει τους λαούς ν’ αφήνουν να τους εκμεταλλεύονται και να υφίστανται τις κοινωνικές αδικίες είναι η πίστη τους στην άλλη ζωή. Ελπίζουν να βρουν σ’ εκείνη την ανταμοιβή γι’ αυτή. Τους έχουν πει «μακάριοι οι πτωχοί, διότι δική τους θα είναι η βασιλεία των ουρανών», και αφήνουν τη βασιλεία αυτού του κόσμου στους πλούσιους. Τους έχουν ενσταλάξει παραίτηση, και η παραίτηση είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της προόδου και της κοινωνικής ευημερίας». Αρνούμαι ότι αυτό ισχύει˙ αρνούμαι ότι η πίστη στην άλλη ζωή μάς αφαιρεί δυνάμεις ν’ αγωνιστούμε για τη βελτίωση αυτής εδώ, και αρνούμαι, πάνω απ’ όλα, ότι το ν’ αφήνεις στους πλούσιους το βασίλειο αυτής της ζωής είναι χριστιανικό. Αυτό σημαίνει να κατανοείς το Ευαγγέλιο ανάποδα. Να θεωρείς χριστιανισμό τις κακοήθεις παραμορφώσεις που του προξένησαν αντίπαλοι σαν εκείνον τον τρελό φουκαρά, τον Νίτσε, ο οποίος, μη μπορώντας ο ίδιος να είναι ο Χριστός, βλαστήμησε τον Χριστό, συκοφαντώντας τον, κι έζησε απελπισμένος επειδή δεν μπόρεσε να πιστέψει στη δική του προσωπική αθανασία. Απελπισμένος και ψευδόμενος.
Αδυνατώ να το αντιπαρέλθω˙ και ας το πάρουν ορισμένοι αναγνώστες όπως θέλουν, αλλά όταν ακούω κάποιον να λέει πως δεν τον ανησυχεί τι πρόκειται να συμβεί μ’ αυτόν μετά τον θάνατό του, και πως τον ικανοποιεί αυτή η ζωή, απ’ την οποία προσπαθεί να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, και μου ’ρχεται μ’ όλες εκείνες τις χαζομάρες της προόδου, ότι τάχα τίποτα δεν χάνεται κι ότι όλα μετουσιώνονται, υποψιάζομαι πάντοτε ότι έχουμε να κάνουμε με υποκριτή, με κάποιον που θέλει να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και κρύβει, προκειμένου να φανεί δυνατό πνεύμα, τις πιο ενδόμυχες ανησυχίες του. Κι αν δεν είναι έτσι, αν στ’ αλήθεια δεν τον ανησυχεί αυτό το πρόβλημα, το πρόβλημα, το μόνο αληθινό πρόβλημα, και παραμένει τόσο ήρεμος παρότι έχει πεισθεί πως η ατομική του συνείδηση θα επιστρέψει στην απόλυτη ασυνειδησία απ’ όπου προήλθε, ε τότε, τόσο το χειρότερο. Αν παρουσιαζόταν κάποιος μπροστά μου κι έβαζε ένα σπαθί στη φωτιά και πυρωμένο το διαπερνούσε από μέσα του, κι ενώ εγώ μύριζα την κνίσα, μου έλεγε χαμογελαστός και ατάραχος: «Το βλέπετε; Βλέπετε ότι δεν με πονάει;», θα έφευγα τρέχοντας από κοντά του. Δεν θα ένιωθα ασφαλής πλάι σ’ ένα τέτοιο τέρας αναισθησίας, και όσο καλή και έντιμη και ειλικρινής κι αν ήταν μέχρι τότε η συμπεριφορά του, θα φοβόμουν εκ μέρους του οτιδήποτε απρόβλεπτο, όπως φοβόμαστε έναν τρελό. Διότι αυτό δεν θα ήταν παρά ένα είδος συναισθηματικής τρέλας. Κι αν υπάρχουν τρελοί της νόησης, υπάρχουν επίσης της βούλησης και του συναισθήματος. Κι ένας άνθρωπος που αποδέχεται ήσυχα και δίχως καμία εσωτερική διαμαρτυρία να αφανιστεί εξ ολοκλήρου, πιστέψτε με, είναι ένας ανώμαλος όσον αφορά το συναίσθημα. Κι είναι πολύ δύσκολο αυτή την ανωμαλία να μην τη συνοδεύουν οι αντίστοιχες της βούλησης και της νόησης.
Επίσης, βάζουν αυτοί οι καημένοι τόση δριμύτητα στις αρνήσεις τους, τόση βία στο δόγμα τους ότι τάχα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτή τη ζωή, που εγείρεται αμφιβολία για το πόσο σίγουροι είναι ως προς τη θέση τους. Κανείς δεν εκνευρίζεται έτσι όταν υποστηρίζει την αλήθεια του πυθαγόρειου θεωρήματος. Κι έπειτα είναι σαν να έλεγαν: «Όχι μόνο αρνούμαστε πως υπάρχει άλλη ζωή, αλλά δεν θέλουμε και να υπάρχει!» Κι εδώ μάλλον είναι προτιμότερο κανείς να σιωπήσει.
Σας λέω πως η πείρα μού διδάσκει ότι σε επίπεδο πεποιθήσεων οι άνθρωποι –οι άνθρωποι, λέω– χωριζόμαστε σε δύο ομάδες: από τη μια μεριά, είμαστε όσοι δεν θέλουμε ν’ αποδεχτούμε να επιστρέψουμε στην ασυνειδησία με τον θάνατο, κάποιοι πιστεύοντας, με μεγαλύτερη ή μικρότερη αποφασιστικότητα, σε άλλη ζωή –όπως κι αν είναι αυτή–, και άλλοι χωρίς να καταφέρνουν να πιστέψουν˙ από την άλλη μεριά, είναι όσοι ενοχλούνται να μιλάμε γι’ αυτό και θα επιθυμούσαν να σβήσουν μια τέτοια ανησυχία. Αφήνω απέξω όσους πραγματικά δεν προβληματίζονται γι’ αυτό, κάτι τέτοιους, αν υπάρχουν, δεν τους υπολογίζω ανάμεσα στους ανθρώπους, και είναι σαφές ότι δεν αναφέρομαι συγκεκριμένα σε κάποιον Παράδεισο ή κάποια Κόλαση, ούτε σε βραβεία ή τιμωρίες που οφείλονται σε τούτη ή σ’ εκείνη τη συμπεριφορά. Αυτό είναι μάλλον αστυνομία παρά θρησκεία. Όχι, δεν πρόκειται για εκφοβισμό του κόσμου, όπως στα παιδιά με τον μπαμπούλα, που επικαλούμαστε το φάντασμα κάποιων αιωνίων βασανιστηρίων εάν δεν κάνουν το ένα ή το άλλο. Αυτό ποτέ δεν ήταν θρησκεία.
Γιατί; –συνήθως αναρωτιέμαι– όλοι μας οι φανατικοί επιτίθενται, όπως ο ταύρος στο κόκκινο πανί, μόλις ακούνε να μιλάνε για πόθο, για πείνα αθανασίας, για άρνηση παραίτησης στον επίγειο βίο ως μοναδικό; Γιατί επιμένουν να θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι αυτός ο πόθος μάς αφαιρεί δυνάμεις απ’ το ν’ αγωνιστούμε για τη βελτίωση αυτής της ζωής, καθώς και για την αλήθεια και την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, όταν συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο; Θα μπορούσα να σας πω, αποκρούοντας το επιχείρημα, ότι το να μην προσδοκούμε άλλη ζωή, το να είμαστε πεπεισμένοι ότι πεθαίνοντας επιστρέφουμε στην ασυνειδησία απ’ όπου προήλθαμε όταν γεννηθήκαμε, αυτό συνιστά έναν λόγο για να μη νοιαζόμαστε για το τι θα γίνει αφού πεθάνουμε. Ας φάμε κι ας πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε, όπως είπαν.
Ξέρω καλά πως οι τύραννοι και οι εκμεταλλευτές του φτωχού και του αδύναμου έχουν χρησιμοποιήσει την πίστη στην άλλη ζωή για να την εκμεταλλευτούν καλύτερα, όμως επίσης ξέρω ότι σήμερα πολλοί εκμεταλλεύονται τον φτωχό και δικαιολογούν την αδικία με την αντίθετη αρχή. Ποιος αγνοεί πως τα εξελικτικά δόγματα, βιωμένα με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι τα βίωσε το βαθύτατα θρησκευτικό πνεύμα του Δαρβίνου –ο οποίος ήταν, εν τέλει, ένας αληθινός άνθρωπος της επιστήμης και όχι κανένας επιστημονιστής ούτε κανένας αιρετικός–, χρησίμευσαν για να νομιμοποιήσουν τις μεγαλύτερες αγριότητες; Ποιος αγνοεί πως οι παλαβομάρες, ενίοτε εξαίσιες, του απελπισμένου Νίτσε, έχουν χρησιμεύσει σε αναρίθμητους βλάκες –των οποίων ο αριθμός είναι, κατά τον Σολομώντα, άπειρος– για να δηλώσουν υπεράνθρωποι, άριστοι και εξαιρετικά όντα, και που έχουν τοποθετήσει εαυτούς με αλαζονεία πέρα απ’ το καλό και το κακό, όταν στην πραγματικότητα βρίσκονται πολύ πιο εντεύθεν αυτής της διάκρισης, στο στάδιο ενός γαϊδάρου ή ενός προβάτου;
Κι ύστερα, αναγκάζεται ν’ ακούει κανείς να μιλούν για παγανισμό και για Διόνυσο και Απόλλωνα εκείνοι που είναι ανίκανοι να γνωρίσουν έναν αόριστο ή να κατανοήσουν το πιο απλό ελληνικό κείμενο, και να εκφέρουν ετυμηγορίες για τον χριστιανισμό εκείνοι που ποτέ δεν διάβασαν το Ευαγγέλιο ούτε διαθέτουν τα φόντα να το καταλάβουν. Άγνοια, άγνοια, άγνοια και πάλι άγνοια.
Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει ανάμεσά μας με τον αντιθρησκευτικό εξτρεμισμό, ο οποίος στρέφεται ενάντια στον σοσιαλισμό όταν αυτός, πιστός στις καταβολές του, διατηρείται στο οικονομικό πεδίο. Συμβιβάζεται περισσότερο με την άθεη πλουτοκρατία παρά με τον χριστιανικό σοσιαλισμό. Αυτούς τους φανατικούς δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει το να ζει ο άνθρωπος καλύτερα˙ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βουλώσουν το στόμα στους πεινασμένους για αθανασία, ώστε να μην τους λένε ό,τι τους λέει η καρδιά τους στη μοναξιά της σιωπής.
Δείτε πόσο θεωρούμαι οπισθοδρομικός ή άλλα πράγματα. Υπάρχουν ορισμένοι που με λεν μισάνθρωπο. Πού είναι το μίσος; Άλλοι που ισχυρίζονται πως αυτό κάνει τη ζωή θλιμμένη και ζοφερή. Άραγε την κάνει χαρούμενη και λαμπερή το να πασχίζει κανείς να βάλει φίμωτρο στην καρδιά;
Και σε ό,τι αφορά στον ισχυρισμό πως η ανησυχία αυτή καθιστά ανίκανους για δράση όσους την έχουν, ας μας πουν αν υπάρχουν εδώ γύρω πολλοί άνθρωποι πιο δραστήριοι από μένα, που ταράζουν και ταρακουνούν περισσότερο, που αναμοχλεύουν περισσότερα λογικά, αισθητικά, ηθικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Κι εγώ τους απαντώ ότι, αν ασχολούμαι με το ν’ αναστατώνω τους πλησίον μου, είναι επειδή ωθούμαι από τη μύχια και θεμελιώδη ανησυχία τού πνεύματός μου.
Όμως πολλά απ’ αυτά κι ακόμα περισσότερα απ’ όσα τους πουν είναι άχρηστα. Έχουν αναισθητοποιηθεί σ’ έναν προοδευτισμό άνευ ουσίας. Έχουν μάτια μα δεν βλέπουν, έχουν αυτιά μα δεν ακούν. Και δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουν, είναι ότι δεν θέλουν να καταλάβουν, δεν θέλουν να μάθουν. Μια θέση σαν τη δική μου είναι ξεκάθαρη, κρυστάλλινη. Τα πάντα, ακόμα και το παιχνίδι των ενδόμυχων αντιφάσεων ανάμεσα στον λόγο και την πίστη, την επιστήμη και τη θρησκεία, τη λογική αλήθεια και την παρηγόρια της καρδιάς, είναι ξεκάθαρα. Εντούτοις… Εντούτοις, δεν θέλουν να καταλάβουν. Ή, που είναι χειρότερο, θέλουν βεβαιότητα, τη βεβαιότητα του ναι ή τη βεβαιότητα του όχι. Καημενούληδες! Καημενούληδες!
Διότι, ακόμα και έχοντας διαβάσει όλο αυτό, και παρότι έχω αναπτύξει εκτενώς τις ίδιες ιδέες –όπως π.χ. στο βιβλίο μου Το τραγικό αίσθημα της ζωής, το οποίο μόλις μεταφράστηκε στα ιταλικά και μεταφράζεται στα γαλλικά και τα γερμανικά– ακόμα και έχοντας διαβάσει όλο αυτό, που είναι όσο σαφές και συγκεκριμένο γίνεται, θα μείνει κάποιος που θα με ρωτήσει: «Καλά, δον Μιγέλ, εσείς σε ποια μπάντα ανήκετε; Τι είστε στην πολιτική και τι στη θρησκεία;» Τι θέλετε να κάνω σ’ εκείνον που θα μου το πει αυτό; Μου είναι δυσκολότερο να συνεννοηθώ μαζί του παρά με έναν βάτραχο ή με μια χελώνα.
[La Nación, Buenos Aires, 2.3.1914]

