Μνήμη Στέφανου Κ. Μπεκατώρου
Ας πάω πενήντα χρόνια πίσω…
Ήταν Δεκέμβρης του 1971, όταν ο Στέφανος Μπεκατώρος κι εγώ πήραμε στα χέρια μας τυπωμένη την ποιητική ανθολογία μας Η Νέα Γενιά ’65-’70. Ήταν μέσα στα χρόνια της δικτατορίας, χρόνια δύσκολα για τη χώρα και την ποίηση, αλλά στα δύσκολα είναι που ο λόγος ανθίζει. Παίρνει αποκοτιά και δεν λογαριάζει τ’ αγκάθια που πάνε να τον πνίξουν, τα μάχεται. Άλλωστε, τι αγκάθια να λογαριάσεις όταν είσαι κάτω από τα τριάντα και όλοι οι ποιητές που συγκρότησαν την ανθολογία εκείνη δεν ήταν ‒δεν έπρεπε να ήταν‒ μεγαλύτεροι. Όσο για τους ανθολόγους, ο Στέφανος ήταν είκοσι πέντε, εγώ είκοσι τριών…
Ήταν μια γενιά ποιητών που ξεπήδησε με πολλή ορμή. Όχι ακόμη πλήρως διαμορφωμένη αλλά γεμάτη ζωντάνια και ποιότητα. Την είπαν τότε «Γενιά της αμφισβήτησης». Ο Βάσος Βαρίκας, σε άρθρο του στο Βήμα[1]«Ποιητικός αντικομφορμισμός», 16 Μαΐου 1971· ο ίδιος, «Η νέα γενιά μπροστά στο σήμερα», εφ. Το Βήμα, 29 Νοεμβρίου 1970., προσδιόριζε ως κύρια γνωρίσματά της την «εριστικότητα του ύφους, την οργή, την ειρωνεία, τον σαρκασμό, τον ρεαλισμό της γλώσσας». Ποια ήταν τα αφετηριακά στοιχεία που μας ενέπνεαν; Ήταν η στέρηση της ελευθερίας από το δικτατορικό καθεστώς, η ψευδεπίγραφη ευδαιμονία του καταναλωτισμού, η ραγδαία εισβολή των αμερικανικών προτύπων, ο φόβος ενός ενδεχόμενου πυρηνικού ολέθρου, αλλά και τα εκτός Ελλάδος συμβαίνοντα, ο γαλλικός Μάης του ’68, ο πόλεμος του Βιετνάμ, οι μπητ ποιητές, το Γούντστοκ. Ήταν όμως και η ποιητική αύρα της γενιάς του ’30, οι μνήμες που έρχονταν από την πρώτη και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, οι ‒αν και φθίνουσες‒ παραδοσιακές αξίες, η αντίσταση στην κατεδάφιση του προσώπου και βέβαια, αυτονόητο, ο έρωτας.
Δεν ήταν όλοι οι ποιητές της γενιάς μας ομόδοξοι και ομότροποι· κάθε άλλο. Ήδη από τον πρόλογο της ανθολογίας μας σπεύσαμε να διαφοροποιηθούμε από τον Βαρίκα, που όρισε γενικευμένα την ποίηση της γενιάς μας ως «αμφισβήτηση απέναντι στο υπάρχον». Γράψαμε τότε ότι αυτός ο χαρακτηρισμός προσδιορίζει όχι το σύνολο αλλά μία κατηγορία των συνομηλίκων μας ποιητών. Ασφαλώς και η αμφισβήτηση όλων μας απέναντι στην έκπτωση και την ευτέλεια των καιρών ήταν έντονη, μέσα όμως στο «υπάρχον» (και την ποιητική του μεταγραφή) γεννιόταν και η κατάφαση στη ζωή, η αναζήτηση της ομορφιάς και της αλήθειας· γεννιόταν η φλόγα για έναν κόσμο δικαιοσύνης και ελευθερίας. Σε άλλους από τους νέους ποιητές υπερίσχυε μία τάση, σε άλλους διαφορετική. Όλοι όμως ζητούσαμε «να ξαναβρούμε τη ζωή μας μέσ’ από τη στάχτη», όπως οι στίχοι του Σεφέρη, που προτάξαμε ως μότο στην ανθολογία μας.
Τον Στέφανο Μπεκατώρο τον γνώρισα τον Μάιο του 1969. Μου άρεσε πάντα η περιπέτεια και η έρευνα, κι ανάμεσα στις άλλες ασχολίες μου ήταν και η σπηλαιολογία. Υπήρχε τότε μία ομάδα φοιτητών που είχαν συγκροτήσει έναν σύλλογο με επιστημονικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, την «Εταιρεία Πνευματικής και Επιστημονικής Αναπτύξεως» (ΕΠΕΑΝ). Ένα από τα ενδιαφέροντα αυτά ήταν και η εξερεύνηση των σπηλαίων, καθώς ο ιδρυτής της, φοιτητής τότε της ιατρικής, ήταν ταυτόχρονα και σπηλαιολόγος, ο Κώστας Μερδενισιάνος. Ο Στέφανος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας, την πρώτη μάλιστα ποιητική συλλογή του την είχε εμπνευστεί από τον γοητευτικό εκείνο υπόγειο κόσμο· Terra Rossa ο τίτλος της, ο κόκκινος πηλός των σπηλαίων. Μου χάρισε την Terra Rossa, του χάρισα την πρώτη μου συλλογή Φεγγάρια και προσωπίδες. Είχαμε και οι δύο αναμιχθεί ενεργά στη λογοτεχνική κίνηση των νέων ποιητών που ήδη είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα: συντροφιές, ανάγνωση ποιημάτων στις μπουάτ, περιοδικά, εκδηλώσεις. Αποφασίσαμε λοιπόν να δημιουργήσουμε και τη δική μας συντροφιά, όχι βέβαια αποκομμένη από τις αντίστοιχες συντροφιές των συνομηλίκων μας, στις οποίες άλλωστε συμμετείχαμε.
Έτσι γεννήθηκε το «Λογοτεχνικό τμήμα της ΕΠΕΑΝ», που διέθετε γραφείο και μικρή αίθουσα εκδηλώσεων, στην οδό Ηπείρου 65. Εκεί συγκεντρωνόμασταν πολλοί φίλοι, διαβάζαμε ποιήματά μας, παίζαμε κιθάρα και τραγουδούσαμε, παρουσιάζαμε βιβλία, οργανώναμε εκδηλώσεις. Πέρασαν πολλοί. Πρόχειρα φέρνω στη μνήμη μου τους Θανάση Νιάρχο, Πάνο Καπώνη, Γιώργο Μαρκόπουλο, Γιώργο Θεοχάρη, Διονύση Καλλίνικο, Έλενα Στριγγάρη, Τάκη Σπηλιάκο, Δημήτρη Ιατρόπουλο, Δημήτρη Ποταμίτη, Γιάννη Κακουλίδη. Όταν, το 1969, εκδόθηκε από την ΕΠΕΑΝ το συνθετικό ποίημά μου «Προφητικός», ο Στέφανος έγραψε τον πρόλογο. Ήταν ένα βιβλιαράκι με αναφορές στην τότε πολιτική και κοινωνική κατάσταση, που κυκλοφορούσε χέρι με χέρι. Στον πρόλογό του, ο Στέφανος σημείωνε με νόημα: «Είναι και μέρες πού η ποίηση δεν αρκεί μονάχα να συγκινεί… πρέπει πάνω απ’ όλα να μιλά. Το φως τούτη την ώρα δεν έχει μεγάλη υπομονή».
Η φιλία μας με τον Στέφανο εκείνα τα χρόνια υπήρξε δυνατή. Μία εκδήλωση που διοργανώσαμε μέσω του λογοτεχνικού τμήματος της ΕΠΕΑΝ, με μεγάλη απήχηση, ήταν η εβδομάδα «Ποιητές της Λευτεριάς» (Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Σικελιανός, Εγγονόπουλος, Ελύτης, Σεφέρης), τον Μάιο του 1971 στην αίθουσα «Κωστής Παλαμάς» του Κέντρου Σπουδών Δολιανίτη. Συναναστρεφόμασταν ήδη πολλούς από τους πρωτεργάτες, της μετέπειτα ονομασθείσας «Γενιάς του ’70». Γενιάς που, όπως έχω γράψει αλλού, τα χρονολογικά της όρια μάλλον ταιριάζουν στη δεκαετία 1965-1975, συναρτημένα με τα χρόνια της δικτατορίας και την αντίθεσή μας σ’ αυτήν. Σκεφτήκαμε λοιπόν πως μία ανθολογία με επιλεγμένα ποιήματα αλλά και συγκεκριμένες προδιαγραφές, θα έδινε το στίγμα των ποιητών της, με κριτήρια ανεπηρέαστα από οικονομικές δεσμεύσεις. Αυτό, διότι κάποιες ανθολογίες νέων που είχαν τότε δει το φως προϋπέθεταν χρηματική συμμετοχή των ανθολογουμένων και μάλιστα από αυτήν τη συμμετοχή εξαρτούσαν και τον αριθμό των σελίδων εκάστου.
Αποφασίσαμε να συντάξουμε την ανθολογία μας με «μοναδικό κριτήριο», όπως γράψαμε στον πρόλογο, «την αξία του κάθε ποιήματος, προσπαθώντας να συγκεντρώσουμε τις πιο αξιόλογες ποιητικές παρουσίες, που παρέχουν σοβαρές ενδείξεις για μιαν αισθητή μελλοντική πορεία». Κριτήρια βέβαια υποκειμενικά αλλά ειλικρινή. Για λόγους τόσο πρακτικούς όσο και ουσιαστικούς, η επιλογή περιορίστηκε μόνο σε δημοσιευμένα ποιήματα και σε ποιητές που, το 1970, δεν ξεπερνούσαν την ηλικία των τριάντα ετών και είχαν δημοσιεύσει ποιήματα μέσα στην πενταετία 1965-1970. Η συμβατική αυτή αλλά αναγκαία προϋπόθεση είχε ως αποτέλεσμα να εξαιρεθούν ορισμένοι αξιόλογοι νέοι ποιητές, οι οποίοι είτε είχαν ξεπεράσει το όριο των τριάντα ετών είτε έκαναν την πρώτη τους δημοσίευση μέσα στο 1971. Οι είκοσι ένας ποιητές που τελικά ανθολογήθηκαν είναι (με αλφαβητική σειρά) οι Χρήστος Ν. Βαλαβανίδης, Δημήτρης Ιατρόπουλος, Γιάννης Κακουλίδης, Γιάννης Κοντός, Μαρία Λαϊνά, Θανάσης Θ. Νιάρχος, Θ. Ντάκου, Γιώργος Α. Παναγιώτου, Μιράντα Δ. Παξιμαδοπούλου, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, Γιάννης Πατίλης, Δημήτρης Ποταμίτης, Λεφτέρης Πούλιος, Ντίνος Σιώτης, Κωνσταντίνος Σοφιανός, Βασίλης Στεριάδης, Έλενα Στριγγάρη, Λούλη Τσαμαντάνη, Καίτη Τσιαμπούση. Φυσικά, στην ίδια γενιά ανήκαμε κι εμείς, δεν συμπεριλάβαμε όμως δικά μας ποιήματα, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί αυτοπροβολή και δεν συνάδει με την αντικειμενικότητα που θέλαμε να προσδώσουμε στην ανθολογία μας.
Διαλέξαμε τον απλό τίτλο Η Νέα Γενιά, ποιητική ανθολογία ʼ65-70, χωρίς άλλους προσδιορισμούς, ποιοτικούς, ύφους ή στόχων. Οι στόχοι διατυπώθηκαν άλλωστε στον πρόλογο, με αρκετή τόλμη για την εποχή. Παραθέτω από αυτόν ένα ενδεικτικό απόσπασμα: «Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πενταετία αυτή (1965-1970) υπήρξε για τον παγκόσμιο χώρο ένα χρονικό διάστημα σημαντικών εξελίξεων και ανακατατάξεων. Μια πενταετία κρίσιμη, στη μέση ενός αιώνα μεταβατικού, με άγνωστες μέχρι στιγμής συνέπειες για την ανθρωπότητα. Ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, η πενταετία αυτή τείνει να λάβει ένα εξαιρετικό βάρος και ίσως κάποτε περάσει στην ιστορία σα μια κρίσιμη στιγμή του ελληνισμού, από εκείνες που κρίνουν τη μοίρα ενός έθνους. Ένα τέτοιο διάστημα, τόσο πυκνό σε γεγονότα, αποκτά κάποιο ειδικό βάρος στους ώμους του συνειδητού ατόμου. Επειδή η ελληνική ποίηση στάθηκε πάντα συνειδητή φωνή ελεύθερων πνευμάτων, είναι επόμενο να ενδιαφέρει το ειδικό χρώμα της σ’ αυτή την περίοδο. Δοσμένο μάλιστα από τους νέους που είναι ο πιο ευαίσθητος και αυθόρμητος δέκτης κάθε κοινωνικής ροής».
Όταν η ανθολογία ετοιμάστηκε, πήγαμε στις εκδόσεις «Κέδρος» για να συζητήσουμε την πιθανή έκδοσή της. Η Νανά Καλλιανέση, τολμηρή και ρηξικέλευθη όπως ήταν, διείδε τη μελλοντική σημασία μιας τέτοιας κατάθεσης και υιοθέτησε αμέσως την πρόταση. Έτσι η Νέα Γενιά πήρε σάρκα και οστά. Έγινε ένα βιβλιαράκι σε σχήμα τσέπης, με 125 σελίδες και με κόσμημα της Σοφίας-Ρόζας Βεργή στο εξώφυλλο. Τιμολογήθηκε δραχμές 40, κυκλοφορώντας και στα περίπτερα. Η παρουσίασή του έγινε στο βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος» (Σόλωνος 43), πού μόλις είχαμε ανοίξει ο Γιάννης Κοντός, ο Θανάσης Νιάρχος κι εγώ.
Τι ακολούθησε; Λίγο αργότερα, εγώ αποσύρθηκα από το λογοτεχνικό προσκήνιο για κάμποσα χρόνια, διατηρώντας επιλεγμένες μόνο συναναστροφές, χωρίς βέβαια να πάψω να δημιουργώ. Το ίδιο και ο Στέφανος, που στέγαζε την απογοήτευσή του στο «Σπίτι της Χατζημιχάλη» στην Πλάκα, όπου εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος, γράφοντας και μεταφράζοντας. Περνούσα συχνά από κει και τα λέγαμε. Ύστερα εκείνος έφυγε νωρίς για τον ουρανό, αναζητώντας ίσως έναν φωτεινότερο κόσμο. Η ανθολογία μας πήρε κι αυτή τον δρόμο της, όπως κάθε βιβλίο που, από τη στιγμή της κυκλοφορίας του και μετά, αποκτά αυτονομία και διαγράφει τη δική του διαδρομή, ερήμην των δημιουργών του. Ποιος να μας τό ’λεγε τότε, ότι θα χαρακτηριζόταν από έγκριτους μελετητές «η πρώτη ανθολογία που αποτύπωσε την παρουσία μιας νέας ποιητικής γενιάς, αυτής που αργότερα ονομάστηκε Γενιά του ’70». Πολλοί από τους ανθολογημένους εκεί ποιητές κατέλαβαν στα επόμενα χρόνια σημαντική θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα της πατρίδας μας. Κάποιοι άλλοι σιώπησαν εντελώς ή εν μέρει. Όλοι όμως άφησαν στις σελίδες της ταπεινής εκείνης ανθολογίας τον σπόρο ενός λειμώνα που καρποφόρησε, τη λάμψη μιας φωτιάς που ακόμα καίει. Η Νέα Γενιά πενηντάρισε, αλλά συνεχίζει να είναι νέα.