Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΧΩΜΑΤΩΝ
Σκοτώθηκε μ’ ένα παπί κάποιο Σαββάτο ή Κυριακή δεκάξι χρόνων κάπου στα Λιόσια. Φταίγανε, είπαν, οι λακκούβες. Τον ήξερα από το χωριό, που πήγαινα τα καλοκαίρια. Δύο αδέρφια ήτανε πολύ αγαπημένα. Εκείνος ήταν ο μικρός.
Σε ένα φέρετρο άσπρο και μικρό σαν διαστημόπλοιο τον είχαν βάλει, και το ’χαν από πάνω γεμίσει με αυτοκόλλητα του περιπτέρου, σημειώνοντας ίσως έτσι πως ο έφηβος είναι σχεδόν άντρας, μα πιο πολύ είναι ακόμη παιδί. Πιλότος σε λευκό διαστημόπλοιο, έξω από την αυλή του μικρού σπιτιού, πιο έτοιμο να πετάξει στον ουρανό παρά να χωθεί στο χώμα, καθώς οι θείες του παιδιού μέσα στο σπίτι τραγουδούσαν «η ζωή εδώ τελειώνει», μοιρολογίστρες του άστεως με τέτοιο ρεπερτόριο. Και οι φίλοι του στην απέναντι γωνία μαζεμένοι με παπάκια, μηχανάκια, μπόμπους και άλλα οχήματα, με κουρέματα φράχτη, μοϊκάνα και κανονικά, μαρσάρανε δακρυσμένοι μέχρι να το κάψουνε το γαμημένο το μηχανάκι, και βογκούσαν και θρηνούσαν πενήντα και πλέον μοτέρ, και ανταγωνίζονταν τον θρήνο των θειάδων, η ζωή εδώ τελειώνει, μόλις έδινε το σύνθημα ο αδερφός. Είκοσι χρονών, θηριώδης, γεμάτος μυς από τη λαϊκή αγορά που δούλευε και από τα γυμναστήρια που σύχναζε, είχε αρχίσει να μεθάει από τον πόνο που έχασε το αδερφάκι του, και διεύθυνε με τις χερούκλες του και με κραυγές την ορχήστρα των μοτέρ των δυτικών προαστίων. Η πιο θυμωμένη ορχήστρα με τον πιο τρομαχτικό μαέστρο που έγινε ποτέ.
Και ήρθε η ώρα να τον παν στην εκκλησία, και όλα: διαστημόπλοιο, μοιρολογίστρες, ορχήστρα, αδερφός σχημάτισαν πομπή και αλλοίμονο σε όποιον τους έκλεινε τον δρόμο. Ένας έκανε το λάθος, όχι από έλλειψη σεβασμού αλλά γιατί δεν κατάλαβε τι ήταν όλη εκείνη η πομπή κι η φασαρία, και τον έστειλαν αυτόν στο ΚΑΤ και το αμάξι του στο συνεργείο. Και στην εκκλησία παίχτηκε το δεύτερο μέρος του έργου, μέσα οι παπάδες και έξω τα παπάκια, να επικαλούνται άλλους θεούς ή και τον ίδιο –πού να ξέρεις;– να αναπαύσει την ψυχή του, έτσι όπως αναπαυόταν πλέον μόνιμα το κορμάκι του. Κι όταν τελείωσε η λειτουργία, ο αδερφός από το κεφαλόσκαλο, κάμποσους πόντους πιο ψηλός από πριν, βγήκε και μοίρασε τον πόνο σαν ευλογία, με χειρονομίες και κραυγές καινούργιες, και ούρλιαξαν πάλι τα μοτέρ, και τραγούδησαν οι θείες, και κλάψαμε όλοι, φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, και μερικοί περαστικοί που είχαν σταθεί και παρακολουθούσαν.
Και πήραμε πάλι τον δρόμο. Για το νεκροταφείο, όπου ευτυχώς κάποιος πιο ψύχραιμος προειδοποίησε τον φύλακα μην τυχόν και τους εμποδίσεις, και έκατσε ο φύλακας και κοιτούσε, με φρίκη και δέος και φόβο Θεού, να περνούν τις πύλες και να παίρνουν τον ανήφορο, μαρσάροντας ανάμεσα στα μνήματα όλων των ειδών τα δίκυκλα, παπάκια, μπόμποι, στριτ και εντούρο, με αναβάτες με κουρέματα φράχτη, μοϊκάνα και κανονικά, με μάτια θολωμένα από το κλάμα, τον θυμό και τις εξατμίσεις, ώσπου κύκλωσαν τον λάκκο, και έφτασε και ο αδερφός, σκαρφαλώνοντας σχεδόν από μνήμα σε μνήμα, σαν γορίλας πληγωμένος από λαθροκυνηγό, και γυμνόστηθος έδωσε το σύνθημα, και παίχτηκε το τελευταίο μέρος του έργου από την ορχήστρα των χωμάτων.
Και το χώσαν το παιδί στον λάκκο, δεν πέταξε τελικά το διαστημόπλοιο, και με σβηστές τις μηχανές γυρίσαμε ο καθένας σπίτι του.
Ακόμα κι ο αδερφός.
❧
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ένιωθε το κεφάλι του άδειο και υπερπλήρες ταυτόχρονα, με έναν τρόπο που θα μπορούσε κανείς να τον ονομάσει το αντίθετο της έμπνευσης. Σαν ένα πάρτι όπου δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως και οι ετερόκλητοι καλεσμένοι προσπαθούν να επιπλεύσουν σε μια θάλασσα αμηχανίας, με μόνο σωσίβιο το ποτό τους, κουνώντας το κεφάλι τους μπρος-πίσω σαν σκυλάκια του παρμπρίζ, στον ρυθμό της μουσικής.
Αυτό που είχε προκαλέσει αυτή τη σύγχυση στον Νίκο, παρ’ ότι θα μπορούσε στατιστικά να ήταν οτιδήποτε, μια και του συνέβαινε πολύ συχνά, ήταν αυτή τη φορά πολύ συγκεκριμένο. Είχε μόλις πληροφορηθεί τον λεπτομερή κατάλογο των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων. Και του συνέβαινε το ίδιο που είχε πάθει και όταν για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με μία περιληπτική περιγραφή των ψυχικών νόσων: ήταν βέβαιος ότι έπασχε από όλες.
Ξαφνικά τα πουλιά ξεσπούν σε τιτιβίσματα κι έπειτα πάλι σταματούν. Τα ακούει καθώς περιμένει στο φανάρι, Ασκληπιού και Ακαδημίας, Κυριακή, πρώτες μέρες του Απριλίου.
Λίγα τετράγωνα πιο κάτω, λίγα λεπτά πιο πριν, τον είχε πλησιάσει πολύ διακριτικά μία νεαρή κοπέλα, λίγο μικρότερη απ’ τα τριάντα του χρόνια, με κάτασπρο πρόσωπο, έντονα φρύδια και συντηρητικό ντύσιμο, που έκρυβε ένα μάλλον ευκίνητο σώμα. Του είχε μουρμουρίσει χαμογελώντας κάτι ακατάληπτο για τον κόσμο που χάνεται από τις αμαρτίες, και του είχε δώσει ένα ιλουστρασιόν φυλλάδιο που προειδοποιούσε ομοίως ότι αν δεν μπούμε στον ίσιο δρόμο, η αιώνια καταδίκη είναι παραπάνω από βέβαιη. Προφανώς μέλος κάποιας χριστιανικής σέχτας του εξωτερικού που προσπαθεί να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της και στην Ψωροκώσταινα, σκέφτηκε. Να σε είχα εγώ, και θα σού ʼλεγα αμαρτίες…. Κρίμα το κορίτσι… Πήρε το φυλλάδιο, συνέχισε να περπατάει, το άνοιξε μηχανικά, και ιδού:
- Οκνηρία (acedia), δαίμονας ο Βηλφεγώρ [Belphegor].
- Αλαζονεία (superbia), δαίμονας ο Aζαζέλ [Azazel].
- Λαιμαργία (gula), δαίμονας ο Βελζεβούλ [Beelzebub].
- Λαγνεία (lussuria), δαίμονας ο Ασμοδαίος [Asmodeus].
- Απληστία (avaritia), δαίμονας ο Μαμμωνάς [Mammon].
- Οργή (ira), δαίμονας ο Σατανάς [Satan/Amon].
- Ζηλοφθονία (invidia), δαίμονας ο Λεβιάθαν [Leviathan].
Και παρακάτω η επεξήγηση:
Η Αλαζονεία είναι η μητέρα όλων των αμαρτιών.
- Οκνηρία = φυγοπονία, τεμπελιά
- Αλαζονεία = υπεροψία, το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ανώτερο των άλλων
- Λαιμαργία = βουλιμία, κατάσταση στην οποία ένας άνθρωπος τρώει πολύ, ασταμάτητα και γρήγορα
- Λαγνεία = φιληδονία, κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν ελέγχει τις σεξουαλικές του επιθυμίες
- Απληστία = πλεονεξία, κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος θέλει όλο και περισσότερα.
- Οργή = θυμός, μνησικακία και εκδικητική συμπεριφορά
- Ζηλοφθονία = φθόνος, ζήλια. Όταν κάποιος ενοχλείται με την επιτυχία των άλλων.
Ένιωθε ξαφνικά πως είχε μπροστά του όχι απλώς έναν κατάλογο των αδυναμιών του, αλλά μια συνολική και πειστική περιγραφή του εαυτού του. Ο Φηλφεγώρ, ο Αζαζέλ, ο Βελζεβούλ, ο Ασμοδαίος, ο Μαμωνάς, ο Σατανάς και ο Λεβιάθαν σε ένα. Έτσι αισθανόταν. Τεμπέλης, υπερόπτης, λαίμαργος, φιλήδονος, τσιγκούνης, τσαντίλας και ζηλιάρης.
Ο ήλιος φωτίζει μια νεραντζιά και μεταμορφώνει τα φρούτα της σε αντίγραφά του, ενώ η ευωδία από τα άνθη της τον κάνουν για λίγο να σταθεί. Ασκληπιού και Ναβαρίνου, περίπου τρεις μετά το μεσημέρι.
Είχε παραχώσει το φυλλάδιο στην τσέπη του σακακιού του και συνέχιζε να ανεβαίνει την Ασκληπιού, έχοντας ξεχάσει τον προορισμό του. Ρουφούσε μια μπύρα που είχε πάρει από ένα ψιλικατζίδικο, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Τριάντα χρονών και δεν έχω καταφέρει τίποτα, ζω ακόμα με εμβάσματα από τη σύνταξη της μάνας μου, ιδού η οκνηρία. Και όλα αυτά βεβαίως επειδή μονίμως έχω την αίσθηση ότι είμαι κάτι ανώτερο, σκεφτόταν. Ότι έχω κάποιον ειδικό προορισμό στη ζωή και δεν μπορώ να αναλώνομαι στα τετριμμένα. Αλαζονεία καραμπινάτη. Και όλο θέλω να απολαμβάνω. Φαΐ, κρασί και γαμήσι. Μόνο αυτά έχω στο μυαλό μου, κι ας το παίζω διανοούμενος. Σκάρωνε κάτι ιστοριούλες και ποιήματα, που έμεναν όμως ατελείωτα και στο συρτάρι. Και μονίμως να παραπονιέμαι για τα λεφτά και να διαμαρτύρομαι, και να θυμώνω που δεν γεννήθηκα πλούσιος, που δεν μου δόθηκαν οι ευκαιρίες, σαν κάτι άλλους. Προχθές που κάτι πήγε να μου πει ο Γιώργος, ότι μήπως να βρω καμιά δουλειά, έγινα έξαλλος, του έβαλα τις φωνές και έφυγα αφήνοντάς τον να πληρώσει κιόλας. Μιλάμε απαράδεκτος.
Η μπύρα κατεβαίνει στο λαρύγγι του παγωμένη και χρυσή. Από τον Λυκαβηττό δροσίζει ένα αεράκι ανοιξιάτικο. Ένα ντουέτο πιάνο-βιολί ξεχύνεται από κάποιο γειτονικό ωδείο.
Μήπως να πάω σε αυτή τη σέχτα; Μήπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι αυτό που λείπει από τη ζωή μου; Ίσως αυτός να είναι ο προορισμός μου και να μην το έχω καταλάβει, εξαιτίας της ανατροφής μου. Κομμουνιστές γονείς βλέπεις. Καταγόμαστε από τον πίθηκο και τελείωσε. Και ούρλιαζε η γιαγιά: «Αν κατάγεστε από τον πίθηκο, να πάτε να κάνετε παρέα με τις μαϊμούδες!» Και γελάγαμε εμείς πιτσιρικάδες, που ξέραμε περισσότερα απ’ τη γιαγιά.
Ένιωθε μία υποψία πίστης να φουντώνει μέσα του, μαζί με μία ανάγκη για μετάνοια και συγχώρεση. Συγκινήθηκε με αυτή τη νέα ψυχική δυνατότητα, και σχεδόν βούρκωσε. Η μοναξιά του, του φαινόταν τώρα απολύτως εξηγήσιμη. Προφανώς δεν άξιζε τη συντροφιά καμίας γυναίκας, αφού ήταν αυτό το σύμπλεγμα αμαρτιών που ήταν και, μάλιστα, ήταν βέβαιος τώρα, ακόμα και στο βλέμμα του μπορούσαν να διακρίνουν οι γυναίκες τους δαίμονες που τον διακατέχουν, και γι’ αυτό και τον απέφευγαν. Βρισκόταν πιθανότατα μπροστά σε μία αποκάλυψη. Τα ακυρώνω όλα για σήμερα. Είχε έναν οδοντίατρο σε μία ώρα περίπου και είχε υποσχεθεί να βοηθήσει και έναν φίλο με κάτι κουβαλήματα το βραδάκι. Πρέπει να συγκεντρωθώ σε αυτό που μου συμβαίνει, είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να ξεπλυθώ από τις αμαρτίες μου. Να ρωτήσω να μάθω πόσο κοστίζει και τι χρειάζεται για μία επίσκεψη στο Άγιον Όρος. Ίσως εκεί βρω κάποιαν άκρη. Έχω ακούσει για κάποιους γέροντες πραγματικά φωτισμένους και προοδευτικούς.
Όσο τα σκεφτόταν αυτά είχε περάσει στη δεύτερη μπύρα, που είχε αγοράσει από ένα δεύτερο ψιλικατζίδικο, ο ιδιοκτήτης του οποίου, κάπου από το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές, του φάνηκε πως του χαμογελούσε με νόημα. Βέβαια και οι ανατολικές θρησκείες έχουν πολλά να διδάξουν. Η πνευματικότητα είναι παγκόσμια, αλλά η Ινδία είναι, απ’ ό,τι λένε αυτοί που ξέρουν, η πρωτεύουσά της.
Ένας τροφαντός κάτασπρος γάτος, κουρνιασμένος στο περβάζι ενός ισογείου, γουργουρίζει στα χάδια του χεριού μιας ηλικιωμένης, που του μιλάει τρυφερά. Σε ένα μπαλκόνι μία νεαρή γυναίκα απλώνει τα φρεσκοπλυμένα της ασπρόρουχα, φορώντας ένα πρόχειρο ανάλαφρο φουστάνι, που επιτρέπει, σε όποιον θέλει, και να δει και να φανταστεί. Κάτι κοριτσίστικα γέλια ανακατεμένα με μια αδέξια βρισιά και τις νότες κάποιου παλιού τραγουδιού, έρχονται από ένα γειτονικό παρκάκι.
Η δεύτερη μπύρα έφερε και μία τρίτη, και μέχρι το βραδάκι ο Νίκος είχε πια εξαντληθεί από το περπάτημα, τις ψυχικές μεταβολές και το αλκοόλ. Είχε πράγματι ακυρώσει τα πάντα, χωρίς ωστόσο να ενημερώσει κανέναν, καθ’ ότι τον είχε τελείως απορροφήσει το ενδεχόμενο της προσχώρησής του σε κάποια πίστη και το κινητό του είχε μείνει από μπαταρία. Είχε καταλήξει λίγο μετά τη δύση σε ένα άθλιο καφέ-μπαρ κοντά στην Αλεξάνδρας, να πίνει ένα πορτοκαλί πράγμα που παρίστανε το ουίσκι, συντετριμμένος από την αποκάλυψη ότι η μοναξιά του ήταν προϊόν κοσμικής δικαιοσύνης. Κατά τα μεσάνυχτα, πήρε ζαλισμένος τον δρόμο για το σπίτι του. Που έμενε; Α! ναι. Οδός Πουλχερίας, πίσω από τον λόφο του Στρέφη. Διέσχιζε τα στενά που οδηγούσαν στο σπίτι του, με μια απολαυστική αίσθηση τρόμου. Φανταζόταν ότι σε κάποιο απ’ αυτά, κάποιοι του επιτίθενται, τον ξυλοφορτώνουν και τον ληστεύουν ή ότι του ορμάει μία αγέλη από αδέσποτα σκυλιά, που τον κατακρεουργούν. Η ταπείνωση θα ήταν πλέον τελειωτική. Αλυσιδωτές αντιδράσεις από εκείνο το φυλλάδιο που του έδωσε η μυστηριώδης κοπέλα, στην αποκάλυψη του εσώτερου βούρκου που κουβαλούσε μέσα του και στη λύτρωση που ερχόταν υπό τη μορφή ληστών ή σκυλιών.
Παρ’ όλα αυτά έφτασε σώος στο σπίτι, κατάφερε μετά από αρκετές προσπάθειες να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε, μπήκε και έκλεισε πίσω του την πόρτα με θόρυβο. Τον πήρε ο ύπνος μπρούμυτα με τα ρούχα, πάνω στο πάπλωμα. Την άλλη μέρα ξύπνησε, πάλεψε με το χανγκόβερ και συνέχισε τη ζωή του ακριβώς όπως πριν, απωθώντας την αποκάλυψη της προηγούμενης, σαν ένα κακό όνειρο. Το περιβόητο φυλλάδιο πετάχτηκε στα σκουπίδια με ένα ειρωνικό χαμόγελο, χωρίς να ξαναδιαβαστεί.
Και κάπου στα Πατήσια, μία κοπέλα με κατάλευκο πρόσωπο, συντηρητικό ντύσιμο και ευκίνητο κορμί, που ουδεμία σχέση είχε με οποιαδήποτε σέχτα, αναρωτιόταν για καμιά βδομάδα μήπως ήταν πολύ τολμηρό που έδωσε το τηλέφωνό της σε έναν άγνωστο, γραμμένο πάνω σε εκείνη τη χαζοχριστιανική μπροσούρα. Αλλά τι να ʼκανε; Άλλο χαρτί δεν είχε, και η Άνοιξη, όπως πάντα, της είχε πάρει τα μυαλά.

