Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Παναγής Παναγιωτόπουλος

Η τραγική ειλικρίνεια των αντιεμβολιαστών
Σχόλιο με αφορμή τον θάνατο του Γιώργου Τράγκα

Από τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση έκανε με καθυστέρηση τη βίαιη εισβολή της στην έως τότε πολλαπλώς προστατευμένη χώρα μας (ας πούμε ότι αυτή η εισαγωγή στον δύσκολο σύγχρονο κόσμο ξεκινάει από τη συλλογική ψυχική παγωμάρα μπροστά στις θανατηφόρες πυρκαγιές του 2007 και ολοκληρώνεται με την οργίλη κοινωνική αντίδραση στο Μνημόνιο του 2010), μέχρι την εγκαθίδρυση μιας «κοινωνίας υπό απειλή» (που ολοκληρώνεται με τον συλλογικό υγειονομικό κίνδυνο και την κλιματική μέγα-κρίση του 2021) μεσολάβησαν κάθε λογής εκδηλώσεις αντισυστημισμού. Αυτή η σχεδόν δεκαπενταετής πορεία εξοικείωσης με τον απειλητικό νέο κόσμο δεν υπήρξε μόνον δύσκολη. Ήταν πολύ διαφορετική και ας μην είχε αλλάξει δραστικά ο κοινωνικός και φυσικός μεσογειακός μας διάκοσμος. Ελάχιστα έμοιαζε πλέον με τις ειρηνικές και προοδευτικές μέρες της μακράς μεταπολιτευτικής περιόδου. Από τις αντιστροφές της αντλούσε τις τεχνικές της δυστυχίας μας και τη σύνοδη ρητορική του ζόφου, λίγα θύμιζαν όμως τις ευτυχισμένες μέρες της.

Στην περίοδο αυτή συσσωρεύτηκαν πολλαπλές κοινωνικές αγωνίες, επαναλαμβανόμενες κρίσεις νοηματοδότησης του μέλλοντος, υπαρξιακά χάσματα για το υποκείμενο –ατομικό και συλλογικό. Τότε ήταν που οι μέρες γέμισαν απότομα με ματαιωμένες προσδοκίες οικογενειακών σχεδίων και διαταράχθηκε η μεγάλη συναίνεση γονέων-παιδιών, συμπαρασύροντας στο σύμπαν της αβεβαιότητας όλες τις κοινωνικές ισορροπίες που είχαν υφανθεί γύρω από αυτήν. Αυτή η δεκαπενταετία της μεγάλης κρίσης είναι που θρυμμάτισε τον συναισθηματικό ορίζοντα της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την άρση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, το Κράτος και την Ευρώπη, καθιστώντας επιτρεπτές πολιτικές καταφάσεις που οδηγούσαν στην περαιτέρω διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου, των δεσμών ειρηνικής συμβίωσης των ανθρώπων και του καθεστώτος «ισοτιμίας» των ιδεολογικών ταυτοτήτων όπως είχε καθιερωθεί στη μεσοστρωματική μεταπολιτευτική δημοκρατία μας.

Όλο αυτό το διάστημα και μέσα από αυτήν τη διαρκή αποδόμηση του μεταπολιτευτικού status quo, «παρήχθη» και αυτό που θα ονομάζαμε απόθεμα του ελληνικού αντισυστημισμού. Ένα υλικό που δεν πακτωνόταν σε δάπεδα αδράνειας, δεν γινόταν αβλαβές ίζημα. Και δεν ερχόταν από ένα παρελθόν άρνησης. Ο καινοφανής αυτός ελληνικός αντισυστημισμός δεν ήταν της αδράνειας και της καθυστέρησης, δεν ήταν «συνεργαζόμενοι αρχαϊσμοί» που καθυστερούν τις εξελίξεις αλλά μια εύφλεκτη ύλη, ογκώδης και πλούσια, ριζοσπαστική, πολυτροπική και συντονισμένη με την παγκόσμια διαχείριση μιας γενικής αίσθησης βιωμένης δυστοπίας της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα. Για ένα διάστημα μάλιστα, μέσα στη διεθνή κοινότητα των δυστοπιών, του αντισυστημισμού και της εναλλακτικής πολιτικής, βοηθούντος και του αιώνιου ελληνικού εξωτισμού, ο ελληνικός αντισυστημισμός υπήρξε και παγκόσμιος πρωτοπόρος. Άλλες φορές θα οργανωνόταν πολιτικά, άλλες θα διασπειρόταν πάνω σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Σε έξαρση ή σε ύφεση, κραυγαλέος ή διακριτικός, μαζικός ή ετερομορφικός, ό,τι και να γινόταν, ο ελληνικός αντισυστημισμός θα ήταν πάντα εδώ, πιστός ακόλουθος και εχθρός των συμβατικών σχέσεων, της θεσμικής πολιτικής, της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης, της στρατηγικής ευρωπαϊκής επιλογής και της γενικής δυτικής μας ταυτότητας.

Ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις εκσυγχρονισμού της οικονομίας, εκλογίκευσης του δημοσίου τομέα, εξορθολογισμού των σχέσεων κράτους-πολίτη-κομμάτων, και πέρα από την επείγουσα συνθήκη διαχείρισης πολλαπλών χρεοκοπιών που, όλα μαζί, υποχρέωσαν στη συγκρότηση πολιτικών και κοινωνικών πλειοψηφιών για την αποφυγή της εξαθλιωτικής εξόδου από το Ευρώ και την ΕΕ, πέρα δηλαδή απ’ όσα έκαναν σε πολιτικό επίπεδο την αντιπαράθεση με τα ρεύματα του αντισυστημισμού ένα στοιχειώδες δημοκρατικό καθήκον, υπάρχει μια διάσταση που έχει πολλαπλώς αγνοηθεί. Μια αξία αλήθειας του αντισυστημικού φαινομένου που η δημοκρατική-φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή διανόηση αρνείται να αναγνωρίσει.

Στην πραγματικότητα το αντισυστημικό ρεύμα είναι βαθιά εγκατεστημένο στην ελληνική κοινωνία –δεν είναι μια επιδερμική αντίδραση σε μια στιγμιαία απορρύθμιση, δεν είναι μια πολιτισμική υστέρηση αιώνων, δεν είναι ολότελα νέες επινοήσεις. Όπως και σε κάθε δυτική κοινωνία, στην Ελλάδα πιο εμφατικά ίσως, το φαινόμενο συναρθρώνει παλιές ταυτότητες με νέες απαιτήσεις και συνθέτει ένα ανέκδοτο ψυχικό σύμπαν. Το σημαντικότερο όμως είναι πως κομίζει πληροφορίες για κοινωνικές αγωνίες, συναισθηματικές ήττες και πολιτισμικούς κινδύνους, που ο κυρίαρχος ορθολογισμός δυσκολεύεται πρώτον να αναγνωρίσει και δεύτερον να διαχειριστεί. Η κατανόηση αυτού του φαινομένου, που φαίνεται να εκπλήσσει πολλούς, απαιτεί μια γενναία αλλαγή πρίσματος, μια αποφασιστική μεταφορά της γωνίας θέασης, ενώ προϋποθέτει και μια γνωσιακή κάθαρση από τις μεγάλες μας προϊδεάσεις. Και αυτό διότι, μπορεί πράγματι ο σύγχρονος αντισυστημισμός να οξύνει την κρίση της μεσοστρωματικής δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ευημερίας, αλλά είναι σφάλμα να τον περιγράφουμε ως το αίτιό της. Δεν είναι αυτός που την γεννά. Αυτή η μορφή ανορθολογισμού μπορεί πράγματι να οδηγεί ολόκληρες κοινωνικές μερίδες στα πολιτικά άκρα και στον πολιτικό κυνισμό, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει όμως ότι η ανάλυσή μας μπορεί να αρκεστεί σε αυτές τις περιγραφικές εν τέλει διαπιστώσεις –πολλώ δε μάλλον να τις αναγορεύσει σε εξήγηση ή σε αιτιολογία. Κάτω από τις εκτυφλωτικές βεβαιότητες του αντισυστημισμού και τον πειρασμό του ολοκληρωτισμού των νέων άκρων που εκείνος γεννά, κρύβονται σημαντικές δυστυχίες, μικρές δυστοπίες του προσωπικού βίου, πολιτισμική ανασφάλεια για την Ευρώπη και μια βαθιά αδυναμία νοηματοδότησης του κοινωνικού πεδίου από τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο.

Οι μεγάλες γεωστρατηγικές τάσεις που οδηγούν τη νεότερη ελληνική ιστορία, ορθά ερμηνεύονται από το δημοκρατικό υποκείμενο ως μοναδικά κριτήρια πολιτικής συμμετοχής ήτοι, «ανήκομεν εις της Δύσιν» –ό,τι και αν σημαίνει αυτό σήμερα. Και μεταξύ άλλων αυτό σήμερα σημαίνει πως ανήκουμε εις την Δύσιν που υποχωρεί λόγω της μεταφοράς της παραγωγής εκτός Ευρώπης και που καταθλίβεται από την πολιτισμική αυτοενοχοποίηση της τελευταίας (ένα ζεύγος που ίσως αξίζει να αναρωτηθούμε κάποια στιγμή εάν και κατά πόσο συνέχεται από σχέσεις εσωτερικής αιτιότητας). Έτσι λοιπόν, η ορθολογιστική πλευρά των εγχώριων αναλύσεων του αντισυστημισμού (ή του αντιλαϊκισμού όπως μετωνομάζεται συχνά), πολιτικά δικαιωμένη μα κάθιδρη και εξαντλημένη ιδεολογικά, ανέμπνευστη συνήθως και κουρασμένη από τον αγώνα της να υπερασπίζεται τα εθνικά κεκτημένα in extremis, στέκεται αδύναμη να περιγράψει την ύφανση του αντισυστημισμού. Δείχνει ανήμπορη, καιρό τώρα, να κατανοήσει τις διαδρομές των αντιστάσεων στην παγκοσμιοποίηση, των αρνήσεων της δημοκρατίας, των υπονομεύσεων της ίδιας της έννοιας της μεσολάβησης όπως την προσφέρει ο δυτικός κοινοβουλευτισμός, της ψυχικής χάωσης του ατόμου και της εχθροπαθούς συλλογικής κινητοποίησης, της αγωνιώδους παλινόρθωσης κάποιας μορφής που να διαθέτει «κάτι το ιερό» στην πολιτική μας ζωή. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αυτή η σχολή ίσως καταφέρει να απορήσει με τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένος αυτός ο αντισυστημισμός –ίσως επειδή τελικά να μην της είναι και τόσο ξένα, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση… Μα τίποτα παραπάνω. Η αμηχανία μπροστά στη σφοδρότητα της απόρριψης των κοινών τόπων του συνανήκεν, η αναλυτική παγωμάρα για το φαινόμενο μιας πραγματικά εναλλακτικής και απολύτως έτερης «αλήθειας» που κανοναρχεί τις πράξεις, παραμένουν ατόφιες.

Οι προσεγγίσεις αυτές δείχνουν να κινητοποιούνται περισσότερο από ένα κίνητρο ψυχικής ανακούφισης και νοητικής παρηγοριάς παρά από μιαν αγωνία αλήθειας. Και πράγματι, οι περισσότερες αναλύσεις που κάνει το «σύστημα», οι μάλλον οι σχολιαστές εκείνοι που αποστρέφονται τον εθνικό αντισυστημισμό στις ποικίλες του εκφάνσεις την τελευταία δεκαπενταετία (μιλάω αποκλειστικά τώρα για την Ελλάδα), αποφαίνονται συνήθως ότι αυτός ο αντισυστημισμός (ιδιαίτερα όταν εκφράζεται από επιφανείς εκπροσώπους διαφόρων κοινωνικών, καλλιτεχνικών, οικονομικών και άλλων ελίτ), δεν είναι τίποτε μεγαλύτερο και τίποτε βαθύτερο από ευκαιριακές επιτελέσεις με συγκεκριμένες στοχεύσεις, πάντοτε διαφορετικές από τις δηλωθείσες. Διαχωρίζουν τον λόγο του αντισυστήματος από την πραξεολογία του, την οποία αντιλαμβάνονται ως ευκαιριακό εργαλείο προσπορισμού προσωπικού οφέλους. Η αντιδημοκρατική εναντίωση γίνεται έτσι συγκεκαλυμένη λαμογιά, μασκαρεμένη ιδιοτέλεια, εργαλειοποίηση των συγκυριών, μεταμόρφωση του πελατειασμού και του πολιτικού μας αρχαϊσμού, άγριος εγωϊσμός και στενό οικονομικό όφελος. Τέτοια «πράγματα» κρύβονται πίσω από την κραυγή κάθε ισχυρής περσόνας που καλεί σε ανυπακοή στο όνομα μιας ανώτερης δημοκρατίας, που διεκδικεί την «αυθεντικά» συνταγματική δράση ενάντια στα αντιδημοκρατικά εγκλήματα του συστήματος κ.λπ.

Πράγματι, το σύμπαν των ορθολογιστών και προοδευτικών σχολιαστών σπανιότατα αντιλαμβάνεται ότι πίσω από τις ποικιλώνυμες μορφές εξτρεμισμού, αρνητικών συναισθημάτων και αντιδημοκρατίας, κρύβονται ισχυρές πεποιθήσεις, καθαρές ιδέες, αληθινές ταυτίσεις και πυκνά συναισθήματα που κινητοποιούν τη δράση και οργανώνουν με ολικό τρόπο την ύπαρξη. Από τη 17Ν που περιγράφεται από πολλούς ως μια ιστορία ιδιοτελών που σφετερίζονται την έννοια της επανάστασης και καταλήγουν να ληστεύουν τράπεζες «για την καλοπέρασή τους», μέχρι τον εντιεμβολιασμό που αναγιγνώσκεται ως μπίζνα δικηγόρων και ψευτογιατρών, ο αντισυστημισμός και η αντιδημοκρατία παρουσιάζονται ως παρωδικός κυνισμός, ως απλή διαδικασία εξαπάτησης και πλουτισμού. Πόσο παρήγορο! Ουδείς πιστεύουν πως πιστεύει αυτά που λέει, πως υπακούει και ο ίδιος σε όσα προπαγανδίζει. Κανείς δεν θα άφηνε τον εαυτό του εκτεθειμένο στις συνέπειες της ίδιας του της δράσης, μα ούτε θα προχωρούσε το ιδεολογικό του εμπόριο πέραν ενός ορίου ασφαλείας. Και όμως, το προσωπικό συμφέρον και η ιδιοτέλεια συμπλέκονται με την πεποίθηση και ουδείς μπορεί να μας βεβαιώσει ότι το συμφέρον κινητοποιεί και ελέγχει την πεποίθηση. Είναι εξίσου πιθανό να συμβαίνει το αντίστροφο. Η τραγική μοίρα του ακροδεξιού και χαρακτηρισμένου ως ιδιοτελούς και αγοραίου Γιώργου Τράγκα, μας το υπογραμμίζει εμφατικά. Ο αντισυστημισμός του αποδείχθηκε βιωμένος –και θανατηφόρος. Ο ίδιος πίστευε, όπως τραγικά αποδείχθηκε, απολύτως όσα διατύπωνε γύρω από το πανδημικό φαινόμενο και τον εμβολιασμό.

Και για τα παραπάνω, που μπορεί να διαβαστούν ως μια παράδοξη –και ρηματική μόνον–  αντιστροφή των δικών τους βεβαιοτήτων, εύκολα μπορούμε να παραπέμψουμε στην κλασική κοινωνιολογία και σε μια από τις κορυφαίες ιδρυτικές της στιγμές. Αναφέρομαι στη μελέτη περί αυτοκτονίας του Εμίλ Ντιρκέμ (1897) και πιο συγκεκριμένα σε εκείνες τις μορφές της που ομαδοποίησε υπό τον χαρακτηρισμό: αλτρουιστική αυτοκτονία. Είναι εκείνες που προκαλούνται από την υπέρμετρη ταύτιση του υποκειμένου με την κοινότητά του, μια αδύναμη εξατομίκευση, τη βαθιά προσκόλληση σε ένα συλλογικό ιδεώδες. Στην ψυχοπαθολογική της εκδοχή, μιας τέτοιας αυτοχειρίας προηγούνται ένας ή πολλοί φόνοι αγαπημένων ή μισητών ανθρώπων. Σε αυτήν τη ζώνη της εμπειρίας εντοπίζεται και το αντιεμβολιαστικό κίνημα και η θλιβερή του ειλικρίνεια. Μια ζώνη που θα παραμείνει απροσπέλαστη στην έρευνα και τη νόηση, ανεξερεύνητη και αδιανόητη με άλλα λόγια, όσο αναπαυόμαστε σε ορθολογιστικές βεβαιότητες για τα κίνητρα της δράσης των ανθρώπων και θα επιμένουμε σε κανονιστικές περιγραφές των βαθιών και ρηχών τους αναγκών.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή