Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκος

Μαριαλένα Σπυροπούλου

Ιδιωτική ζωή… τι ιδέα και αυτή!

«Είναι απίστευτο αλλά με την προοπτική να έχει έναν βιογράφο, κανένας δεν απέρριψε την ιδέα να έχει μια ζωή». Mε τον αστεϊσμό αυτό του Εμίλ Σιοράν ξεκινά το βιβλίο που αφιερώνει στον Μίλαν Κούντερα η φίλη, συγγραφέας και όχι βιογράφος του, Φλοράνς Νουαβίλ. Το βιβλίο της με τίτλο Γράψιμο, τι ιδέα και αυτή κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις της «Εστίας», σε μετάφραση του εκλιπόντος πλέον Γιάννη Χάρη. Αυτήν τη φράση που αποτέλεσε τον τίτλο του βιβλίου εκστόμισε ο Κούντερα λίγα χρόνια πριν πεθάνει, όταν ήδη είχε αρρωστήσει και η άνοια επηρέασε και εκείνον σαν πατρική κληρονομιά. Είχε προσβάλει και τον πατέρα του. Η Νουαβίλ τον επισκεπτόταν προς το τέλος της ζωής του για να συλλέξει, παρά την ήδη υπάρχουσα φιλία τους, μερικά σημαντικά γεγονότα της ζωής του προκειμένου να αποτίσει φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο που έζησε με έναν μοναδικό τρόπο στο κέντρο της Ιστορίας και πάλεψε να κρατήσει μέχρι το τέλος του την ουσία της ύπαρξής του. Ήθελε να καταθέσει με ένα βιβλίο σαν και αυτό τη βαθιά εκτίμησή της στη σύλληψη του συγγραφέα που αφιέρωσε τη ζωή του στο μυθιστόρημα. Θεωρώντας ότι το μυθιστόρημα, ως είδος, μπορεί ίσως να σταθεί αγέρωχο στις δυσκολότερες άκρες του πολιτισμού, παρά τη σοβαρότητα των ιστορικών γεγονότων που έπληξαν την Ευρώπη ολόκληρες γενιές. Ήθελε να αναδείξει τη γειτνίαση του τραγικού με το κωμικό, τον ακέραιο ρόλο του μυθιστοριογράφου που συλλαμβάνει τον κόσμο, την εσωτερική ζωή του Κούντερα που παρέμεινε εσωτερική, και τον αγώνα του να δώσει μία ολάκερη μάχη, διόλου εύκολη, τη μάχη με τη γραφή. Του καταλόγισαν πολλά, τον αμφισβήτησαν πλειστάκις, του έκλεισαν πόρτες. Ο ίδιος παρέμεινε πιστός στη μεγάλη φόρμα. Πολλά δικά του πράγματα παρέμειναν τελικά κρυμμένα. Τα διαφύλαξε, ως έπρεπε, και η ίδια η σύζυγός του.

Το 2020, στην οδό Ρεκαμιέ, ένα μεσημέρι, φτάνει η Νουαβίλ στο σπίτι των Κούντερα. Εκείνος σαν να έχει ξαναγυρίσει ψυχικά στην Τσεχία, μιλάει κυρίως τσέχικα. Εκείνη δεν καταλαβαίνει. Η γυναίκα του αναστενάζει στενοχωρημένη, τώρα τελευταία μόνο τσέχικα μιλάει πια. Του λέει, μίλα της γαλλικά. Η Νουαβίλ από το ύφος του, τις κινήσεις του συνειδητοποιεί ότι ο Κούντερα δεν είναι πια εκεί. Η ζωή είναι αλλού. Το πνεύμα, το χιούμορ, η ζωντάνια, αλλού. Η παρουσία του Κούντερα, όπως γράφει η ίδια και μεταφράζει ο Χάρης, που επίσης δεν είναι στη ζωή, θα είναι απλώς μια μυστηριώδης και ανεξιχνίαστη απουσία. Τη ρωτάει με τι ασχολείται. Εκείνη απαντάει, με το γράψιμο. Ο συγγραφέας επιδεινωμένος από την ασθένειά του καρφώνει τα μάτια του με κάτι από περιέργεια. Η ερώτηση την ταράζει. «Με τι ασχολούμαι;» η ερώτηση είναι τόσο απλή και τόσο βαθιά, συνειδητοποιεί. Ή κυρίως επειδή την κάνει ένας άνθρωπος που έφτασε στο τέρμα της ύπαρξής του και δεν ξέρει με τι τη γέμισε. Του απαντά, γράφω. Το βλέμμα του είναι κατάπληκτο. Σαν να το διασκεδάζει. Και έπειτα από μεγάλη παύση: «Γράψιμο… τι ιδέα και αυτή!».

Βίος και γραφή

Ο τίτλος που επιλέγω για αυτό το κείμενο είναι εμπνευσμένος, φυσικά, από τον τίτλο του βιβλίου της Νουαβίλ. «Γράψιμο, τι ιδέα και αυτή!». Αυτό φαίνεται να είπε πριν από το τέλος της ζωής του ο άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή αφιερωμένος σε ένα πράγμα, στο γράψιμο και κυρίως στο μυθιστόρημα. Έχοντας περάσει με επιτυχία από τη μουσική (ο πατέρας του ήταν μουσικός), την ποίηση, το θέατρο, το σκίτσο, ένας καλλιτέχνης με τη βαθύτατη και ευρύτατη έννοια, ένα πολιτικό ον που πάλεψε να μείνει έξω από τις ταμπέλες της εποχής και την αντίληψη της στρατευμένης τέχνης, σήκωσε το μυθιστόρημα στο υψηλότερο σκαλί της ουσίας της ζωής του. Ελάχιστα τον ενδιέφεραν οι λεπτομέρειες του ιδιωτικού του βίου, η αυτοβιογραφία ήταν κάτι που σιχαινόταν, όπως και δεν επιθύμησε να βιογραφηθεί από κανέναν. Όλα ας χαθούν, αρκεί να μείνουν τα βιβλία. Το αστείο, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, Η βραδύτητα, Κωμικοί έρωτες, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, Η ζωή είναι αλλού, Η άγνοια, είναι μόνον μερικά από τα βιβλία του που γράφτηκαν σε διαφορετικές στιγμές στη ζωή του. Άλλα ανήκουν στην πρώτη περίοδο της ζωής του στην Τσεχία και άλλα γράφτηκαν μετά, στη Γαλλία. Γράφοντας στα γαλλικά, ανακάλυψε από την αρχή εκεί έναν νέο τρόπο ζωής, μιαν άλλη γλώσσα σαν νέα αλλά έμπειρη ερωμένη, για να υπηρετήσει ένα πράγμα από την αρχή ως το τέλος, τη γραφή. Η ιδιωτική του ζωή ανήκε μόνον σε εκείνον. Τη μοιραζόταν με τη διά βίου σύντροφό του, διερμηνέα και στήριγμα της ζωής του και τους πολύτιμους φίλους του. Παραέξω δεν τον ενδιέφερε να διαδοθεί τίποτε άλλο, πέρα από όσα επέλεγε εκείνος να καταθέσει στο χαρτί. Στο τέλος, εν μέσω άνοιας έσκιζε ακόμα και τα βιβλία του. Ακόμα και αυτά θα μπορούσαν να χαθούν στη λήθη.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάμε αντίστοιχες τάσεις σε ανθρώπους που σφράγισαν με το έργο τους μια εποχή. Που άνοιξαν δρόμους είτε αυτό αφορά την επιστήμη είτε τη λογοτεχνία. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ που δεν ήταν ανοϊκός στο τέλος της ζωής του, εξαναγκασμένος να ταξιδέψει στο Λονδίνο λόγω της επέλασης των Ναζί, δεν ήθελε να σωθούν οι επιστολές του προς τον Fliess. Ένα σημαντικότατο έργο που αποτέλεσε μεγάλο μέρος της μελέτης της ζωής του. Υπάρχει ένα περιστατικό πολύ ενδιαφέρον για τη στάση του Φρόιντ. Η χήρα του Fliess, Ida, είχε πουλήσει αυτή την αλληλογραφία και τη βρήκε η Μαρία Βοναπάρτη σε έναν παλαιοβιβλιοπώλη και την αγόρασε. Ο Φρόιντ της πρότεινε να την αγοράσει από εκείνη για να περιέλθουν αυτά τα γράμματα στην κυριότητά του. Η Βοναπάρτη διαισθάνθηκε ότι ο Φρόιντ ήθελε να τα καταστρέψει και αρνήθηκε να του τα πουλήσει. Εκείνος της ζήτησε κατηγορηματικά να μη δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Ήταν η πρώτη φορά που του εναντιώθηκε.

Ο Φρόιντ ήταν σε επίπεδο αρχών ένας άνδρας του 19ου αιώνα, και σίγουρα ο Κούντερα ανήκει στη μεγάλη γενιά των ανθρώπων που διαπνέονται από την πίστη στη διαφύλαξη της προσωπικής ζωής, γιατί κάτι άλλο είναι πιο σημαντικό. «Γράψιμο… τι ιδέα και αυτή», με βάζει ξανά και ξανά σε σκέψεις η φράση του Κούντερα. Τόσο γοητευτική, γκροτέσκα, χιουμοριστική, τραγική, ειρωνική και παιγνιώδης φράση, που θα ταίριαζε στον υγιή και με σώας τας φρένας Κούντερα. Πολλές φορές αποδίδεται στους Γάλλους η ανάγκη να βρουν πολλά επίπεδα ανάγνωσης στη γραφή του Κούντερα. Ενδεχομένως, όσο και να θέλουμε να μείνουμε μακριά από ερμηνείες, η ανθρώπινη ανάγκη κατανόησης παραμένει. Το έργο έχει φύγει άλλωστε από τον δημιουργό και βρίσκεται εγκαθιδρυμένο στην κοιλιά του αναγνώστη που το οικειοποιείται, ζει μαζί του και μέσα από αυτό ζει και ο ίδιος τη ζωή του. Η ερμηνεία είναι απαραίτητη για το χώνεμα των εμπειριών και τη σύμπλευση. Δεν αφορά τον Κούντερα εν προκειμένω, αλλά εμάς τους ίδιους και το από εδώ και κάτω της ζωής της γραφής.

Αν μείνουμε στο ότι εκστόμισε αυτήν τη φράση καθαρά επειδή νοσούσε από την άνοια, θα αποδώσουμε εκεί την αδυναμία του Κούντερα να συνδεθεί με αυτό που έκανε σε όλη του τη ζωή, να γράφει. Η μία πλευρά αποτυπώνει λοιπόν το δράμα του ανοϊκού ανθρώπου που εκπίπτει και απομακρύνεται από τις λειτουργίες που τον συγκροτούσαν ως υποκείμενο μέχρι και πριν από τη νόσο. Ένας άνδρας που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο γράψιμο, έγραψε σε δύο γλώσσες, και αναγνωρίσθηκε πανηγυρικά, παρά τις τεράστιες δυσκολίες των συγκαιρινών του, στο σύμπαν της γραφής, φτάνει στο σημείο να αναρωτιέται, τι σόι ιδέα είναι το γράψιμο. Ίσως να μας προκαλεί θλίψη ή και θυμηδία το ακραίο της αναφώνησης, θα έπρεπε ίσως εκείνος να γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα την περιπέτεια της γραφής. Καημένε Κούντερα, έφτασες στο σημείο που φοβόσουν μη φτάσεις, στο πεπρωμένο που δεν απέφυγε ούτε ο πατέρας σου, θα σκεφτόταν κάποιος για τον κύκλο της επανάληψης από όπου κανείς μας δεν ξεφεύγει. Όμως ίσως υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση, αν συμπεριλάβουμε στη σκέψη μας ότι αυτός ο συγγραφέας συνέλαβε το Αστείο. Γνωρίζει κανείς άραγε σε ποιο ποσοστό επηρεάζει η άνοια τον νου ενός συγγραφέα, ποια κέντρα του πλήττει, ενός συγγραφέα που πάντα σε όλη του τη ζωή αναζητούσε την πλευρά του παράλογου ως στοιχείο ζωής, επιβίωσης, ίσως και τον μόνο τρόπο να αξιώνει την ύπαρξη του κάποιος απέναντι στο μέγα Παράλογο που ανακύπτει κάθε στιγμή, σε κάθε γωνιά της Γης και σε κάθε πλευρά της Ιστορίας; Πόση άγνοια εν ανοία κρύβει αυτή του η φράση, ή πόση τελικά συνείδηση, βαθύτατη επίγνωση, ότι κάθε άνθρωπος που ζει, νομίζοντας ότι έχει σώας τας φρένας, είναι την ίδια στιγμή ανοϊκός, αφού η ζωή πάντα διατηρεί τόσες εκπλήξεις που κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει εάν δεν αγαπήσει τη σφαίρα του παράδοξου και του γελοίου. Πόση δύναμη έχει η φράση που θέτει εαυτόν απέναντι στα τόσα χιλιόμετρα γραφής του, παραμένοντας έκπληκτος απέναντι στη διάθεση ενός άλλου, που επιθυμεί να γράψει.

Γιατί γράφουμε; Γιατί έγραψε ο Κούντερα; Φαίνεται σαν να μην υπάρχει κανένα νόημα, κανένας στόχος, καμία απόλαυση ή, ακόμα περισσότερο, να μην αποφέρει κανένα υλικό, ορατό, πραγματικό αποτέλεσμα για τις κοινωνίες. Ο συγγραφέας δεν είναι μάστορας με την έννοια που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε τον υδραυλικό, τον χτίστη, τον γεωργό, τον μαραγκό. Δεν καλλιεργεί φρούτα και λαχανικά. Δεν είναι επιστήμονας, δεν γιατρεύει πληγές, δεν χειρουργεί, δεν ανακαλύπτει εμβόλια για τον πλανήτη. Ευτυχώς, δεν είναι πολιτικός, δεν παίρνει αποφάσεις κοινοβουλευτικές, δεν ρίχνει κυβερνήσεις, δεν αλλάζει τα καθεστώτα, δεν είναι άνθρωπος του χρήματος, δεν ανταλλάζει νομίσματα, δεν αγοράζει φτηνά για να πουλήσει ακριβά και δεν είναι σελέμπριτι, προϊόν του εαυτού του, μάρκετινγκ των τραυμάτων του και σταρ της επικοινωνίας. Τι ισχύει άραγε σήμερα;

Γράψιμο, τι ιδέα και αυτή. Και την ίδια στιγμή ο καλός συγγραφέας, ο μεγάλος συγγραφέας, ο διαχρονικός γραφιάς είναι το μεγαλύτερο αποκούμπι της ανθρωπότητας. Το μυθιστόρημα, σαν να λέει ο Κούντερα, είναι η ελπίδα της ανθρωπότητας. Και θα έπρεπε ακόμα και σήμερα αυτό να είναι το μόνο αποκούμπι. Κάτι ξέχωρο από την υπόλοιπη μοίρα του κόσμου, ένα όνειρο. Μια σύλληψη ενός ολάκερου πρωτότυπου κόσμου. Με πόδια και καρφιά. Οι λέξεις να καρφώνονται στο χαρτί σαν του μαραγκού, η γη να είναι υπό σκάψιμο κάθε μέρα, το οικοδόμημα να στήνεται ολημερίς και ολονυχτίς ακόμα και εάν γκρεμίζεται, αυτός ο επίμονος κηπουρός να προστατεύει τον κήπο του. Να συστήνει έναν εαυτό όχι προς πώληση, αλλά ως το μόνο μέσο για να ισορροπήσει μέσα στο παράδοξο. Είμαστε εκεί που σε λίγο δεν θα είμαστε. Να δημιουργεί κάτι αγνοώντας παντελώς εάν ενδιαφέρει κάποιον, με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να βρίσκεται σε αυτό το κενό ανάμεσα στον δικό του κόσμο και τον κόσμο των υπολοίπων. Να μη βιώνεται αυτό το ρήγμα ως δείγμα αντικοινωνικότητας, αντιθέτως, ίσως να είναι ο μόνος τρόπος να ανήκει ο μυθιστοριογράφος στον πυρήνα της κοινωνίας, με ένα βλέμμα όμως που δεν διαθέτουν ούτε οι κοινωνιολόγοι ούτε οι ψυχολόγοι ούτε οι πολιτικοί. Το βλέμμα του να βρίσκεται την ίδια στιγμή και πάνω και κάτω, σε όλα τα κινούμενα και μεταλλασσόμενα οριακά σημεία της ανθρωπότητας. Βαθιά μέσα αλλά και απέξω την ίδια στιγμή από τα συστήματα. Έτσι να αναδεικνύεται η αξία του περιττού και του ελάχιστου. Μέσα στη βαθύτερη ανοϊκή σοφία του συμπληρώνει ο Κούντερα στη Νουαβίλ, γράψιμο… τι ιδέα και αυτή, σαν να θέλει να της πει, με τι κάθεσαι και ασχολείσαι, το μοναδικό αποτέλεσμα αυτής της περιπέτειας είναι το μάταιο. Όχι όμως ένα μάταιο που σε βυθίζει στην απελπισία. Αντιθέτως, ένα συντροφικό μάταιο ως το μόνο στήριγμα να συνεχίσει κάποιος να δημιουργεί αγνοώντας τα υπόλοιπα, τα γύρω γύρω, τα μετά, τα πριν, τα από κάτω και τα από πάνω. Απλώς γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Το γράψιμο είναι η ζωή του. Και η ιδιωτική ζωή;

Η ζωή είναι αλλού;

Ο Κούντερα έζησε όλη του τη ζωή γράφοντας. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου να αυτοβιογραφηθεί ούτε να γράψουν για τη ζωή του. Αντιθέτως, το θεωρούσε αδιανόητο να ενδιαφέρει ή να πρέπει να ενδιαφέρει κάποιον η προσωπική του ζωή. Η ζωή του όλη ήταν μέσα στα βιβλία του, γιατί ο μόνος τρόπος να πει ό,τι τον απασχολούσε ήταν ένας. Το γράψιμο. Οτιδήποτε άλλο έβγαινε εκτός περιθωρίου και θα κοβόταν στο πιεστήριο. Η αδηφάγα περιέργεια όμως των περισσότερων είναι να γυρίσουμε τη μαγική εικόνα, να δούμε πίσω από αυτή. Όλοι μας, παιδιά της πρωταρχικής σκηνής, θέλουμε να δούμε πίσω από την κλειδαρότρυπα. Μιαν ανάγκη που θα ζει πάντα στο ανθρώπινο υποκείμενο ως στοιχείο ανάπτυξης και καλλιέργειας. Το περιττό πάντα θα αγκαλιάζει το ουσιώδες μέσα από αυτή την περιέργεια. Πώς είναι ο δημιουργός όταν δεν τον βλέπει κανείς. Τι κάνει τον Κούντερα, Κούντερα. Πώς ήταν ο Μίλαν παιδί; Γιατί έγραψε όσα έγραψε; Γιατί έμεινε πιστός σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα; Γιατί το κωμικό, το παράδοξο, το αστείο, κυριαρχούν στα γραπτά του; Τι σχέση είχε με το κομμουνιστικό κόμμα, τις γυναίκες, τους φίλους; Πόσο μισογύνης ήταν, πόσο άνδρας, πόσο κομμουνιστής, πόσο δυτικός, πόσο προοδευτικός, πόσο οπισθοδρομικός, πόσο μονήρης, πόσο κοινωνικός; Ερωτήσεις ποσοτικές, χαρακτηρολογικές, που επιθυμούν να επιβάλουν μια ακίνητη ταυτότητα σε κάτι που συνεχώς μας διαφεύγει. Ο ίδιος θα έλεγε, διαβάστε όσοι θέλετε τα βιβλία μου. Σταματήστε να ασχολείστε με οτιδήποτε άλλο. Ο κάθε συγγραφέας έχει το δικό του σύμπαν, αλλά τι συμβαίνει μετά την επέλαση των κοινωνικών δικτύων πλέον στη ζωή των συγγραφέων; Πόσο επηρέασε τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους; Υπάρχει σήμερα ανάγκη αυτοβιογράφησης και γιατί; Ή και επίταση της προβολής του εαυτού ως απαραίτητου στοιχείου, συνοδευτικού της πώλησης;

Αυτοβιογραφικά στοιχεία απαραίτητα για την επιτυχία;

Δεν είναι μόνον ελληνικό φαινόμενο, αλλά διάγουμε τα τελευταία χρόνια μια εποχή αυτοβιογράφησης. Ο εαυτός και τα ψυχικά του τραύματα είναι σε μεγάλο βαθμό και το θέμα του μυθιστορήματος. Κακοποίηση μέσα στην οικογένεια, ρευστότητα φύλου, παιδιά που δέχονταν bullying σε όλη τους τη ζωή, περιθωριακές ομάδες, αυστηρότητα, αυταρχισμός στην εκπαίδευση, στην οικογένεια, διαλυμένες οικογενειακές ομάδες, μητρικά φονικά ένστικτα, η καταστροφικότητα μέσα στον πυρήνα της γραφής. Αληθινή ζωή ή μυθοπλασία; Φαίνεται ότι κάτι έχει αντιστραφεί στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε πλέον τις ειδήσεις και τα μυθιστορήματα. Διαβάζοντας τα νέα από τον κόσμο, πολλές φορές έχει την αίσθηση ο αναγνώστης ότι διαβάζει αρχαία τραγωδία ή μυθιστόρημα βγαλμένο από την κοιλιά του Ντοστογιέφσκι ή του Κάφκα. Η πραγματικότητα με τον τρόπο που προβάλλεται ξεπερνά πολλές φορές τη φαντασία. Από την άλλη, τα μυθιστορήματα σαν να έχουν χάσει την πυξίδα τους. Η μυθοπλασία σαν να μην είναι επαρκώς ικανή να τα εξακοντίσει στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, σαν να υπάρχει ανάγκη να δεχτεί υποβοήθηση. Δεν είναι λίγες οι φορές που στο εξώφυλλο ενός μυθιστορήματος διαβάζουμε τη φράση «αληθινή ιστορία, μαρτυρία, αυτοβιογραφία». Όπως και δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας φροντίζει μέσα από τα προσωπικά του social media ή τις συνεντεύξεις που δίνει για την προώθηση του μυθιστορήματός του να τονίσει ότι η ιστορία αφορά τη μητέρα του, τον πατέρα του, συνέβη ακριβώς στη ζωή του. Να επηρεάσει εν πολλοίς το τι θα διαβάσουμε.

Και η τέχνη; Η μαστορική; Το σύμπαν του συγγραφέα; Η προσωπική ζωή και οι ιδιωτικές ιστορίες δεν είναι και δεν ήταν πάντα το υλικό ενός συγγραφέα; Το μυθιστόρημα όμως τότε θα πάψει να στέκεται ως ξεχωριστό είδος, αν δεν παραμείνει μια γραμμή απόστασης ανάμεσα στη στενά προσωπική ζωή και στο έργο της μυθοπλασίας. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα. Γιατί πλέον πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς και στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς έχουν την ανάγκη να πουν για τον εαυτό τους περισσότερα από το να αφήσουν τη γραφή τους να μιλήσει από μόνη της; Το βιβλίο να σταθεί άξιο της λογοτεχνικής του αξίας και ας αναζητήσουν οι αναγνώστες, όπως η Νουαβίλ το νήμα για τον συγγραφέα. Είναι μια καίρια διαφορά. Το ότι το υποκείμενο συγγραφέας είναι έτοιμο από μόνο του να βγει, να προδώσει τη σκιά που προϋποτίθεται ότι έχει ανάγκη, για να δημιουργήσει. Κινείται σε ένα μεταίχμιο που ελέγχει με κάποιον τρόπο τη συνείδηση του αναγνώστη. Δεν μένει μόνον στη θέση του δημιουργού, επηρεάζει σε έναν βαθμό και την κρίση του αναγνώστη, με τις πληροφορίες που προσφέρει. Αναρωτιέμαι εάν τελικά επηρεάζεται –και προς ποια κατεύθυνση– και η λογοτεχνική αξία. Όχι τόσο στη διαχρονία, γιατί εκεί ο χρόνος είναι αμείλικτος, αλλά σίγουρα στο συγχρονικό σύμπαν, όσο είναι εν ζωή ο συγγραφέας.

Είναι μια δική τους επιθυμία; Ή αποτελεί μιαν ανασφάλεια στον κόσμο της ταχύτητας και της υπερπληθώρας πληροφοριών και βιβλίων; Μια πίεση των εκδοτών; Μήπως είναι πλέον ο μόνος τρόπος να πουληθούν βιβλία; Έτσι δεν μειώνεται η αξία του κειμένου όταν αναγορεύεται πιο αξιόλογο το πρόσωπο; Διαβάζουμε ή κοιτάζουμε από την κλειδαρότρυπα;

Γνωρίζουμε, θέλουμε δεν θέλουμε, κάποια περισσότερα πράγματα για τον Εντουάρ Λουί, για τον τρόπο που μεγάλωσε και τις πληγές της ζωής του, για τον Όσεαν Βουόνγκ και τη ζωή του στο Βιετνάμ, αλλά και για τον δικό μας και εξαιρετικά συμπαθή Αύγουστο Κορτώ. Τα λένε μόνοι τους, δεν χρειάζεται κάποιος να τα ψάξει. Η λίστα είναι μεγάλη και εδώ ενδεικτικά αναφέρονται μερικά ονόματα που έχουν κάνει αξιόλογη πορεία συγγραφικά. Αυτό πλέον δεν αφορά μόνον στις νεότερες φωνές, αλλά πολύ συχνά έχει επηρεάσει και μεγαλύτερους συγγραφείς που περισσότερα γνωρίζουμε για τη ζωή τους, παρά για την αξία των βιβλίων τους από ένα σημείο και έπειτα. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά: Χρήστος Χωμενίδης, Νίκος Δαββέτας, Αλέξης Σταμάτης, Πέτρος Τατσόπουλος, Ηλίας Μαγκλίνης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Νίκος Παναγιωτόπουλος κ.ά. είναι συγγραφείς για τους οποίους οι αναγνώστες γνωρίζουν πολλά πράγματα για τη ζωή τους και πολλές φορές γνωρίζουν από τους ίδιους σε τι αναφέρεται και το εκάστοτε βιβλίο τους. Πρόσφατο παράδειγμα, ο καλός συγγραφέας Νίκος Δαββέτας με το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο Η δεσμοφύλακας φροντίζει σε όλες τις συνεντεύξεις του να μιλήσει για την αληθινή ιστορία της μητέρας του και την πάλη της με τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Τι θα συνέβαινε στην πορεία του βιβλίου αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μας προσκόμιζε αυτή την πληροφορία; Δεν θα μας επέτρεπε έναν μεγαλύτερο ορίζοντα φαντασίας; Δεν θα αξιολογούνταν πιο βαθιά η τέχνη της γραφής του;

Ο συγγραφέας φυσικά και γράφει μέσα από τα βιώματά του. Το συγγραφικό σύμπαν είναι αυτό που μεταφέρεται στις σελίδες του, όμως όταν μιλάμε για δικό του σύμπαν ίσως να έχει νόημα να το ορίσουμε ως εξής: ως ένα εγώ που απαρτίζεται από πολλές φωνές μέσα στον συγγραφέα. Μια υπερευαίσθητη δηλαδή πολυπλοκότητα, συγκεντρωμένη όλη στο χέρι που κρατά το στυλό, που χτυπά το πληκτρολόγιο.

Ποιο είναι το εγώ που γράφει, τελικά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Αυτό το εγώ κατέχει την τέχνη όμως.

Το θέμα μετά είναι ποιο είναι το εγώ που μιλάει για αυτά; Ποιο μέρος του ανθρώπου-συγγραφέα επιβάλλεται στην αυτοπροώθησή του; Αυτή η υπερευαίσθητη πολυπλοκότητα πώς προστατεύεται όταν προλαβαίνει να μας πει ο ίδιος ο συγγραφέας ότι το βιβλίο του αποτελεί προσωπική μαρτυρία. Ότι το βιβλίο του, αν και διεκδικεί να θεωρείται μυθοπλαστικό, καταλήγει μόνον αυτοβιογραφικό. Ως τι θα κριθεί; Ποιος γράφει; Ποιος μιλάει για αυτό; Και γιατί δεν είναι αρκετό το συγγραφικό εγώ μόνο να γράφει; Χωρίς να έλθει μετά το καπέλωμα που «θέλει;» να κατευθύνει την κατανόηση του αναγνώστη. Τα πιο επιτυχημένο αποτέλεσμα στη γραφή δεν θα έπρεπε να έρχεται εκεί που χαλαρώνουν οι νοήσεις και αρχίζουν οι α-νοησίες; Πώς να εκτιμήσει ο αναγνώστης την αξία του έργου, χωρίς να επηρεάζεται από τη λύπη ή τη συμπάθεια που νιώθει για το πρόσωπο του συγγραφέα;

Διατηρώ ως προσωπική μου θέση την πεποίθηση ότι, όπως και οι ψυχαναλυτές, έτσι και οι συγγραφείς είναι διάμεσα. Με την παλαιά έννοια, medium. Μεσολαβούν ανάμεσα στη σύλληψη του κόσμου που έχουν μέσα τους και στην προβολή αυτού στην καρδιά του αναγνώστη. Ως πρόσωπα θα έπρεπε να ενδιαφέρουν ελάχιστα, τουλάχιστον το όποιο ενδιαφέρον ας μην εκκινείται από τους ίδιους προς τους εαυτούς τους. Διότι ποιο το όφελος της πίστης μας στη γραφή και στην τέχνη της, αν φροντίζουμε να την καπελώνουμε με την υπογραφή μας; Μήπως αυτός ο αυτοεγκλωβισμός επηρεάζει και το αποτέλεσμα;

Σκέφτομαι συχνά την αναλογία. Στις Πανελλήνιες εξετάσεις κρύβουν στο γραπτό το ονοματεπώνυμο του υποψηφίου. Το τι έχει γράψει έχει σημασία. Το ποιος είναι δεν πρέπει να αφορά καμία αξιολογική ή κριτική επιτροπή. Αν μεταφέρουμε αυτό το παράδειγμα στους συγγραφείς, και δεν ξέραμε τίποτα ως αναγνώστες για αυτούς, θα μας προσέφερε το κείμενό τους την ίδια τέρψη; Θα είχε το γραπτό τους πραγματική λογοτεχνική αξία αντίστοιχη αυτής που έχει τώρα που όλα είναι εκεί έξω, ανοιχτά, αυτοβιογραφικά, πονεμένα αλλά και συμπαθητικά; Θα συνεχίζαμε να αναφωνούμε για τη γραφή, «γράψιμο… τι ιδέα και αυτή;!»

Κύλιση στην κορυφή