Ο Ιούλιος Βερν είναι η παιδική μου ηλικία στην Αμφιλοχία, η απελευθέρωση της απαγορευμένης φαντασίας μου, το ταξίδι στους υπερβατικούς κόσμους, η διαφυγή μου από τη μίζερη ζωή της επαρχίας. Είναι αυτός που θέρμαινε την ανυπακοή μου στις σκουριασμένες ιδέες του αυταρχικού σχολείου, γιατί μου αποκάλυψε πως υπάρχουν κι άλλες πραγματικότητες, εκεί όπου μπορούμε να ζήσουμε κι εμείς, τα παιδιά, χωρίς την αδιάλειπτη κατασκόπευση, την τυραννία των μεγάλων και την κατατρομοκράτηση της φτώχειας. Ο Ιούλιος Βερν υπήρξε η παρηγοριά μου στη ζοφερή πραγματικότητα της δεκαετίας του ’60.
Πότε γινόμουνα «ο δεκαπενταετής πλοίαρχος», πότε ένα από «τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραν», πότε βρισκόμουν «είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα» και εκεί κάτω μόνο ανάσαινα ελεύθερα. Άλλοτε αποτολμούσα ένα «ταξίδι ως το κέντρο της γης», πάρα πολύ συχνά δραπέτευα «από τη γη στη σελήνη» και όλη την ώρα, βέβαια, αναβίωνα τη ζωή του «Μιχαήλ Στρογκόφ», ταυτιζόμουν μαζί του, κλαίγοντας όταν μου βάζανε οι στρατιώτες το πυρωμένο σπαθί μπροστά στα μάτια, οπότε και ανέβλεπα, ξανάβρισκα το φως μου και αντίκριζα τον κόσμο πιο λαμπερό μέσα από τα δάκρυά μου.
Από την παιδική ηλικία με γέμιζαν αισιοδοξία τα βιβλία του Ιουλίου Βερν, του γενειοφόρου παππού μου, που μου μάθαινε πως υπάρχουν κι άλλες πραγματικότητες, ανώτερες, οι νοερές, οι αληθινές πραγματικότητες, αυτές που το σχολείο απεχθανόταν, γι’ αυτό και απαγόρευε τα βιβλία της λογοτεχνίας.
Στις μύτες των ποδιών μου ανέβαινα τις ξύλινες σκάλες στη βιβλιοθήκη της Βασιλικής Πρόνοιας, με χιλιάδες προφυλάξεις, με χίλιες ενοχές τις κατέβαινα. Και ωστόσο μια φορά, πάνω στο τελευταίο ακριβώς σκαλί, μ’ έπιασε ο ίδιος ο διευθυντής του Οργανισμού. Τράβηξε βίαια το βιβλίο μέσα από το μάλλινο πουλόβερ μου, Από τη γη στη σελήνη, διάβασε δυνατά, πολύ απορημένος, τον τίτλο.
«Δεν είναι κομμουνιστικό ε;» με ρώτησε.
«Όχι», ψέλλισα, «είναι του Ιουλίου Βερν. Γάλλος, Γάλλος».
«Και γιατί θες να πας εσύ στο φεγγάρι; Εσύ πάνω στο φεγγάρι είσαι όλη την ώρα σκαρφαλωμένος», είπε.
Κι εγώ τον πίστεψα.
Ο Ιούλιος Βερν μπόλιαζε με ελπίδα την παιδική ψυχή, υπέθαλπε την ανατρεπτική συνείδηση, ενθάρρυνε το ανυπότακτο πνεύμα και μας γνώριζε το ταξίδι. Σε εμάς, που δεν τολμούσαμε να ονειρευτούμε καμιά διαφυγή, καμιά δραπέτευση.
Το ίδιο, πιστεύω, προσφέρει ακόμα και σήμερα –σήμερα που η φαντασία περιφέρεται αλυσοδεμένη, όπως η αρκούδα του γύφτου στις μέρες μου– όχι μόνο στα παιδιά, αλλά σ’ όσους έχουν παιδική θέαση του κόσμου, σ’ όσους παραμένουν ονειροπόλοι και οραματιστές, σ’ εκείνους που αγαπούν την υπέρβαση, τα νοερά ταξίδια, προσδοκώντας μιαν άλλη ζωή. Τους κάνει να αναθαρρεύουν, να σχεδιάζουν όλη την ώρα τη δραπέτευση.
Γιατί στη φαντασία λουφάζει η ελπίδα της απελευθέρωσης και εκεί βυσσοδομεί, πυροδοτεί ένα μέλλον συμπονετικό.
⸙⸙⸙

