«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον».
(Ιω. 16, 33)
*
«Το Σάββατο βράδυ στις εφτά και τέταρτο είπε ότι θα πήγαινε να την ανταμώσει. Το απόγεμα νωρίς πήγε στο ανθοπωλείο. Εκεί διαμορφώθηκε οριστικά το σχέδιό του. Δεν βρέθηκε τρόπος να μεταμορφωθεί σε δέντρο. Θα κρυβόταν μέσα σ’ ένα μεγάλο κάνιστρο που θα επενδύονταν απ’ έξω με πρασινάδες και πολλά λουλούδια».
(Αντρέας Δημακούδης, 143)
Το 2023 επανεκδόθηκαν από τις Εκδόσεις Δόμος / Εν Πλω δύο έργα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, μείζονος σημασίας, όχι μόνο για την κατανόηση του έργου του, αλλά για τη συνέχεια του αρχείου του. Mal d’ archive. Αντρέας Δημακούδης & Μαρτυρίες Χαμού και Δεύτερης Πανοπλίας. Θα μπορούσα να επικαλεστώ πολλούς ερευνητές του corpus του, αλλά το θεωρώ μάταιο. Γιατί ο Πεντζίκης έψαχνε αρχειοθέτες. Όχι ερευνητές ή μελετητές. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 1952 ζωγραφίζει το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη σε Καζάνι. Είναι τέμπερα σε χαρτόνι. Ωστόσο δεν το είπε κάνιστρο. Ο Αντρέας Δημακούδης εκδίδεται το 1934 με το ψευδώνυμο Σταυράκιος Κοσμάς. Το 2023 επανεκδίδεται ο Αντρέας Δημακούδης με εξώφυλλο έναν άνδρα σε ένα κάνιστρο, το σώμα του διαφανές στην απεικόνιση και άρα δηλωτικό, και άρα ad mortem σώμα που μας προκαλεί να σταθούμε. Mάλλον. Όμως αναρωτιέμαι. Πριν πάμε παρακάτω. Ξαναδιαβάστε τις δύο αρχικές παραπομπές. Κατά Ιωάννη και κατά Πεντζίκη. Υπάρχει άραγε δίδυμη ανάσταση; Κι αν υπάρχει, θα υπάρχει και διπλή κύηση, γιατί, πώς θα πεθάνεις, αν μία, τουλάχιστον φορά, δεν έχεις γεννηθεί; Πώς θα αναστηθείς; Μπροστά σας έχετε, λοιπόν, δύο επανεκδόσεις έργων του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: Αντρέας Δημακούδης – Ένας νέος μονάχος / Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας. Ο Πεντζίκης γνώριζε πως ο χρόνος είναι το πονηρόν. Αλλά τι σημαίνει χρόνος για τον Πεντζίκη;
Παραθέτω από το λεξικό του Τριανταφυλλίδη: κάνιστρο το [kánistro]: 1. πλατύ και άβαθο καλάθι· πανέρι: Kοπέλες κρατούσαν κάνιστρα με λουλούδια. 2. εξάρτημα ανυψωτικού μηχανήματος, όπου τοποθετούνται τα υλικά που μεταφέρονται.
Ο Αντρέας Δημακούδης, λίγο πριν πνιγεί γεμάτος χαρά στο ρεύμα του μεγάλου ποταμού, επέλεξε να τοποθετήσει εαυτόν σε ένα μεγάλο κάνιστρο και να εμφανιστεί στη Δδα Ρενέ Σαίγκερ.
Δεν μιλάω εξ ονόματός του, αλλά σίγουρα ο χρόνος είναι κάτι άβαθο, ίσως γι’ αυτό πονηρόν. Και ζούμε μ’ αυτόν. Εξαιτίας αυτού του «μετρητή» που αδιαλείπτως μετράει. Ζούμε ακόμα, γιατί ακόμα ο χρόνος συνεχίζει να μετράει για εμάς. Πολλές φορές δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τι έχουμε μπροστά μας. Αφού, ο χρόνος είναι το πονηρόν. Ωστόσο, έχουμε ένα κάνιστρο σε ένα εξώφυλλο, ένα λογοτεχνικό κι ένα ζωγραφικό έργο και το 1977 εκδίδεται κάτι που μιλάει για μία δεύτερη πανοπλία. Παραθέτω ξανά το δεύτερο απόσπασμα:
«Το Σάββατο βράδυ στις εφτά και τέταρτο είπε ότι θα πήγαινε να την ανταμώσει. Το απόγεμα νωρίς πήγε στο ανθοπωλείο. Εκεί διαμορφώθηκε οριστικά το σχέδιό του. Δεν βρέθηκε τρόπος να μεταμορφωθεί σε δέντρο. Θα κρυβόταν μέσα σ’ ένα μεγάλο κάνιστρο που θα επενδύονταν απ’ έξω με πρασινάδες και πολλά λουλούδια»[1].
Την ημέρα που πρωτοπαρουσιάστηκε η επανέκδοση των δύο έργων ήταν στις 4 του Μάη, ημέρα μνήμης του Οσίου Ιλαρίωνος του Θαυματουργού, και υπενθυμίζω πως η λέξη ιλαρός, πέρα από το ότι παραπέμπει σε κάτι το ευφρόσυνο, ετυμολογείται από το ρήμα ιλάσκομαι, ήτοι μεθερμηνευόμενον: εξιλεώνω, καταπραΰνω. Να κρατήσετε την ετυμολογία και να μου επιτρέψει η υπομονή των αναγνωστών να συνεχίσω. 1935. 1977. 2023. Και 1952. Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης επισκέφτηκε το Άγιο Όρος γύρω στις 100 φορές σύμφωνα με μαρτυρίες και καταγραφές. Τι σχέση έχουν οι χρονολογίες μπροστά σε έναν άνθρωπο που κατάφερε και άρθρωσε τη φράση: «H αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν’ αγαπάμε του άλλου» (από την ποιητική συλλογή Εικόνες) αξιοποιώντας προς αυτήν την κατεύθυνση ερμάρια, μηνολόγια, αγιολόγια, καταγράφοντας με λεπτομέρεια μαρτυρίες χαμού και αλλαγές φορεσιών. Πολλές φορές οι φορεσιές προσομοιάζουν με πανοπλίες ή εμείς νομίζουμε πως αυτό που ενδυόμαστε μπορεί να γίνει και η πανοπλία μας. Ή ευκαιρία ανάστασης. Το 1944 εκδίδεται ο Πεθαμένος και η Ανάσταση. Γράφει εκεί: «Ένα είναι το πάθος που με κινεί να πω όσο μπορώ περισσότερα, απ’ ό,τι είδα και έμαθα ζώντας σ’ αυτόν τον τόπο. Αγωνίζουμαι να συμπεριλάβω ασήμαντες λεπτομέρειες που σημείωσα, γιατί μόνο έτσι καταλαβαίνω ότι μπορεί να λάβει κάποια ενότητα η κομματιασμένη από τις καθημερινές αντιφάσεις ύπαρξη»[2].
Στον Πεθαμένο και την Ανάσταση μιλάει για αντιφάσεις. Και αυτό, ίσως να βγάζει νόημα. Αφού στον Αντρέα Δημακούδη είχε ήδη μιλήσει για αντιφάσεις. Εξηγούμαι:
«Χάρηκε όταν έχασε τον δρόμο και έφτασε τσαλακωμένος σ’ έναν βράχο να κινδυνέψει. Εκεί σε μια σχισματιά βρήκε δυο λουλούδια.. Ήταν μονοκοτυλήδονα της οικογενείας των κρινοειδών. Τον ακριβή προσδιορισμό τους θα επιτύγχανε αργότερα…».
Τα λουλούδια ήταν διαφορετικά, αλλά της ίδια οικογένειας. Οι αναστάσεις των νεκρών γίνονται με τον ίδιο τρόπο ή χρειάζεται να γράψουμε ένα ακόμα βιβλίο για την ανάσταση; Αργότερα αυτά. Έχουμε έναν ήρωα που κάποια στιγμή πεθαίνει και σε ένα επόμενο βιβλίο, μάλλον, ανασταίνεται. Και η αντίφαση είναι πως έχουμε μπροστά μας μία υπόσχεση που πρέπει να εκπληρωθεί. Το κάνει. Μπερδεύοντάς μας με ημερομηνίες και έργα. Σαν να εκπληρώνει χρέος στον εαυτό του.
Αλλά εκπληρώνεται.
«Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα». Η παύλεια ρήση προς Θεσσαλονικείς (Α΄, 4,13) απαντάται συνεχώς στο έργο του. Αντρέας Δημακούδης αλλά και Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας. Στις Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας η παραπάνω ρήση αποτελεί κάτι σαν σταυρεπίστεγο και απόλογο στη Μαρτυρία με την κωδική ονομασία «Ο κόσμος των Βυζαντινών». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Την παραπάνω παύλεια προτροπή ο Ν. Γ. Π. την επαναφέρει με συχνότητα επωδού, όπως λέει και ο Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, στο έργο του. Μόνο στο βιβλίο του Προς Εκκλησιασμόν απαντάται τέσσερις φορές. Αναφέρεται επίσης στην Πραγματογνωσία (1950/1977, σ. 131), στη Μητέρα Θεσσαλονίκη (63-64). Και τι άραγε κομίζει στο πεντζικικό corpus αυτό που προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει στο πλήρωμα της Νεοφώτιστης Εκκλησίας ο Παύλος, πέρα από την ελπίδα και την πίστη, πέρα από την προσπάθεια να καταστείλει τον φόβο της φθοράς ή την απόγνωση που φέρει ο θάνατος χωρίς την ελπίδα της Ανάστασης; Να σημειώσουμε δε, ότι η συγκεκριμένη ρήση είναι ρήση απεύθυνσης, είναι λόγος επιστολικός∙ παραίνεση και παραμυθία και πως ο Ν. Γ. Π. ιδιαίτερη βαρύτητα έδιδε στην απεύθυνση, εξ ου και μας φύλαξε έργο αχαρτογράφητο ακόμα για τα ελληνικά δεδομένα, που δεν είναι άλλο από τα Ομιλήματα (Πλησίασμα πέντε πεζών κειμένων παρεμφερών). Πλησίασμα.
Ο Καμύ στον Μύθο του Σίσυφου προσπαθεί να αποδώσει στην αυτοχειρία μέγιστο φιλοσοφικό έρεισμα, λέγοντας πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο φιλοσοφικό και σοβαρότερο πρόβλημα από το πρόβλημα της αυτοκτονίας. Ο Πεντζίκης που πολύ τον απασχόλησε το μηδέν και το τίποτα και διόλου δεν φοβήθηκε να αντιμετωπίσει ψευτοδιλήμματα, αυτοκτονεί τον Αντρέα Δημακούδη. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται στον Πεθαμένο και την Ανάσταση που κυκλοφορεί εννέα χρόνια μετά (1935/1944). Με απλά λόγια ο Δημακούδης πνίγεται στα νερά του Ρήνου έως ότου αναστηθεί. Παραθέτω: «Απ’ εκεί πάνω αντίκρισε ολόκληρη την πολιτεία. Καταλάβαινε τη σειρά και την τάξη από τα αισθήματα των ανθρώπων. Αυτό που είχε ζητήσει ο ίδιος το ʼνιωθε μέσα του, πυρήνα των κυττάρων της ίδιας του δομής. Είχε τη συναίσθηση του εξευτελισμού και της απώλειας της ατομικότητάς του. Ολόκληρος δεν ανάπνεε παρά μόνον αγάπη. Ο Θάνατος μπορούσε να ʼρθει να τον βρει. Τον αποζήταγε. Καταλάβαινε το νόημά του. Τη γενικότερη αρμονία, όπου γύρευε να ενταχθεί. Γεμάτος από χαρά ο Αντρέας Δημακούδης, πρώτη φορά χωρίς κανένα φόβο πνίγηκε στο ρεύμα του μεγάλου ποταμού»[3]. Ο Αντρέας Δημακούδης, απελπισμένος από τη μη ερωτική ανταπόκριση της Δδας Ρενέ Σαίγκερ, αποφασίζει να πνιγεί χωρίς κανέναν φόβο. Όμως, ποιος είναι μόνος του στην Ανάσταση; Η αναγωγική ανατολική εικονογραφία έχει φροντίσει να μας το δείξει. Εξηγούμαι: ο Χριστός με ορμή, πατάει πάνω στις πύλες του Άδη, «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾷ, κατελύθη μου ἡ ἐξουσία», πατά και τραγουδάει, την ίδια ώρα που ο Θάνατος με αλυσίδες σε σπήλαιο βαθύ καταποντίζεται. Ο Αδάμ πιάνεται από το δεξί χέρι του Χριστού, η Εύα από το αριστερό. Οι από αιώνος νεκροί, προφήτες, δίκαιοι, όλο το ανθρώπινο γένος υψώνεται. Επαναλαμβάνω: κανείς δεν είναι μόνος του στην Ανάσταση. Η Ανάσταση δεν είναι Ανάληψη. Στην εικονογραφία της Αναλήψεως ο Χριστός εικονογραφείται μόνος του παρουσία μόνο αγγέλων-μεταφορέων, με τους μαθητές και τη Μαρία να αποτυπώνονται ως θεατές.
Ο νεαρός, λοιπόν, Αντρέας Δημακούδης, πνίγεται στα νερά του Ρήνου. Όμως, ίσως είναι και ο νέος για τον οποίο χρόνια αργότερα στον Πεθαμένο και την Ανάσταση ο Πεντζίκης θα γράψει: «Ο νέος που ταξιδεύει για την ανάσταση, γνωρίζει το χάσμα που χωρίζει την εδώθε ζωή από την αιωνιότητα. Μέγα κοσμογονικό χάσμα από τους μητρικούς σπασμούς που έπλασαν το χοϊκό σχήμα. Βάθος όσο οι αιώνες απ’ αρχής μέχρι της συντελείας που κάθε ορατό μεταφέρνεται σε θεωρία»[4]. Ο Δημακούδης πνίγεται μέχρι να αναστηθεί. Ακόμα ορθότερα: για να αναστηθεί. Κι αν ο Σεφέρης έγραφε το 1943 για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με τελείως διαφορετική αφορμή το εξής: «Στα νερά του Τάμεση / στα νερά του Νείλου / ένιβε τα χέρια του / κι έλεγε: δεν είμ’ εγώ / κι έλεγε: δεν είμ’ εγώ»[5], ο Αντρέας Δημακούδης γεμάτος χαρά, γνωρίζοντας πια ποιος είναι, έπεφτε στα νερά του Ρήνου, σαν να ήταν έμπλεος βεβαιότητας πως η Ανάσταση συντελείται. Θα συντελεστεί. Και: συντελέστηκε. Ο Αντρέας Δημακούδης δεν μπορεί να αποκοπεί από το πεντζικικό corpus, γιατί μάς βάζει στα αίματα για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Πάει να πει: αφού ο χρόνος είναι το πονηρόν, «πώς θα νικήσουμε ένα πράγμα που παρέρχεται; Το νερό πώς θα το σταματήσουμε αν δε γίνουμε εμείς, όχι το χαρτάκι που παρασύρεται, αλλά φράγμα, φράγμα ανίκητο;»[6] Ας επιτρέψουμε, λοιπόν, στον Αντρέα Δημακούδη να γίνει –αν και πνιγμένος– φράγμα. Ας γίνουμε ο Αδάμ ή η Εύα, κάποιος από τους δίκαιους ή ο ληστής στον σταυρό και σήμερα, που ο κόσμος νικιέται, ας παραδεχθούμεπως η απόγνωση μπορεί τελικά να οδηγήσει στη χαρά και πως οι κεκοιμημένοι μας πρέπει να πληροφορηθούν πως η οδύνη του Άδη νικήθηκε.
Κάποιος θα πεθάνει και κάποιος θα αναστηθεί. Έτσι πάνε αυτά τα πράγματα.
Και το κάνιστρο είναι απλώς ένα εφεύρημα που μας χωράει όλους μέσα. Μαζί με τα λουλούδια. Και το υγρό στοιχείο ένα ρεύμα, ή ένας ποταμός, ή το τίποτα.
⸙⸙⸙
[Ομιλία που εκφωνήθηκε στη 19η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (4 Μαΐου 2023), σε εκδήλωση για την επανέκδοση από τον Δόμο των έργων του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Αντρέας Δημακούδης και Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας]
[1] Ν. Γ. Πεντζίκης, Αντρέας Δημακούδης, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα: 2023, σελ. 143.
[2] Ν. Γ. Πεντζίκης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, Εκδόσεις Άγρα, σελ. 53-54, Αθήνα, 1982.
[3] Ν. Γ. Πεντζίκης, Αντρέας Δημακούδης, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα: 2023, σελ. 146.
[4] Ν. Γ. Πεντζίκης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, Άγρα, Αθήνα: 1982, σελ. 146.
[5] Γ. Σεφέρης, «Το άλλοθι ή Ελεύθεροι Έλληνες, ‘43» στο Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄, Ίκαρος, Αθήνα: 2004, σελ. 78.
[6] Ν. Γ. Πεντζίκης, «Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης…», Υδάτων υπερεκχείλιση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη: 1990, σελ. 205-206.

