Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Δημήτρης Μανιάτης

Κάνε κάτι να μη χάσω το τρένο του Τύπου

Οι εφημερίδες είναι τα πανεπιστήμια των λαϊκών ανθρώπων. Για δεκαετίες είχαν την αθόρυβη χρέωση όχι απλώς της ενημέρωσής τους, μα και της καλλιέργειάς τους. Πόλοι πληροφορίας και παιδείας, γλώσσας και συνάντησης με τις εντόπιες και διεθνείς τάσεις, δεν οριοθετούσαν τον ρόλο τους στις ειδήσεις. Πήγαιναν πιο μακριά. Και παρά τις προφανώς επικίνδυνες επιδόσεις κιτρινισμού ή και εδραίωσης μιας γλώσσας ηθικού πανικού στη χώρα μας. Π.χ. μεταπολεμικά ή και μεταπολιτευτικά με πριονισμένες γυναίκες στις πρώτες σελίδες τους, γεγονός που εν μέρει αντανακλούσε και μια ανοδική τάση των μεσοαστικών στρωμάτων που ήθελαν να τις χαϊδέψουν ή έναν τρόμο που ήθελαν να θεμελιώσουν. Η μορφωτική τους πάντως συμβολή είναι αξιοσημείωτη.

Ξεκινώ το κείμενό μου από το πώς επέδρασαν στα λαϊκά στρώματα. Προφανώς οι εφημερίδες συνέβαλαν και στη συνείδηση του αστισμού μέχρι και όλο τον 20ό αιώνα. Και υπήρξαν συνήθεια διαταξική. Να η επιτυχία τους! Σήμερα που οι χάρτινες εφημερίδες συνυπάρχουν με τις ιστοσελίδες, την καθημερινότητα της οθόνης του κινητού, τα τάμπλετ, τα κοινωνικά δίκτυα, τα σκιρτήματα της Τεχνητής Νοημοσύνης, το ερώτημα που τίθεται για αυτές δεν είναι αν και πώς θα είναι βιώσιμες. Το ερώτημα είναι πιο ταυτοτικό και πιο βαθύ. Διαπερνά τις μεταβολές της ίδιας της ζωής του ανθρώπου. Αν υποθέσουμε βέβαια πως για χρόνια η εφημερίδα ήταν –όπως το τραγούδι– αδιαίρετη με την καθημερινότητα και ανάγκη. Το ερώτημα δηλαδή του όποιου μέλλοντός τους, δεν περνά από μια αντιπαράθεση πάνω στα νέα τεχνικά μέσα. Αλλά πάνω στο ίδιο το φιλοσοφικό ερώτημα: Γιατί να διαβάζει κανείς ή να μαθαίνει για την επικαιρότητα; Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει η συζήτηση εκδοτών και κοινού, δημοσιογράφων και των εν συνόλω εργαζομένων. Μετά όλα τα άλλα.

Ρωτά ας πούμε καταστατικά ο οξύς και καλλιεργημένος ποιητής Αγγελής: Προς τα πού θα πρέπει να κινηθούν έτσι ώστε να εξασφαλίσουν αναγνωσιμότητα και επιβίωση; Προς τον εαυτό τους. Ιδανικά τα νέα newsroom για να μην γίνουν σπηλιές παλαιοχριστιανών ή για να μην χάσουν την όποια τους υπόσταση θα πρέπει να στραφούν στοχαστικά προς τον εαυτό τους και να πουν: γιατί υπάρχω και γιατί αξίζω να υπάρχω. Οι ειδήσεις, οι τάσεις, η νέα κινητικότητα, η νέα παγκοσμιότητα, η βιοπολιτική, το νέο κλίμα, οι εσχατολογίες, η Τέχνη και η ελαφρότητα είναι εκεί έξω. Το χαρτί θα παραμείνει βαρύ –και άρα πολύτιμο– αν πείσει πως όλες τις νέες μεταβολές, τις διαβάζει και τις καταγράφει με σοβαρότητα, εγκυρότητα, πλουραλισμό, λοξή ματιά αλλά και ευθεία. Αν πείσει πως εν μέσω του νέου «κατιμά» των ιδρωμένων οθονών κρατά τις παλιές αρχές του Τύπου, την εξονυχιστική έρευνα, την εμμονή στον πλούτο και την εγκυρότητα της γλώσσας, τη συνομιλία με το Τοπικό και το Παγκόσμιο, την ενθάρρυνση των Ιδεών και των διαλόγων. Ο Τύπος, χάρτινος και μη, πρέπει να παραμείνει Τόπος και Τρόπος. Τα newsroom να ενωθούν με το Έξω για να καταγράψουν το Μέσα. Να μη λαχανιάζουν πίσω από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και να μην επιχειρούν να διαγκωνιστούν τα σάιτ. Δεν θα ʼναι η Ταχύτητα το θέμα, εξάλλου θα ʼναι χαμένο στοίχημα για τις εφημερίδες. Θα πρέπει να αναγκάσουν τα σάιτ να εφημεριδο-ποιηθούν. Όχι να σάιτ-οποιηθούν οι εφημερίδες (συγγνώμη για τους λίγο αυθαίρετους νεολογισμούς). Οι νέες δυνατότητες της Τεχνολογίας θα πρέπει να ενταχθούν στην κοινή συλλογική υπόθεση μιας ανάλυσης του σήμερα. Δεν θα πρέπει στον βωμό ενός τεχνοφοβισμού να χαθεί το τρένο ή στον βωμό μιας τεχνοφιλίας να χαθούν οι δεξιότητες του ανθρώπου. Ο 21ος αιώνας, αν ολοκληρωθεί, θα έχει και εκείνος τις δικές του ελίτ, τον δικό του αστισμό και τη νέα μεγάλη συμφωνία πάνω στην Εργασία και το κλίμα (δηλαδή τη ζωή). Οι εφημερίδες, αν αντέξουν, θα αντέξουν επειδή θα συμβάλλουν σε μια νέα συνείδηση. Ανεξάρτητα αν βγαίνουν από επιχειρηματίες ή από κοινότητες, όλα τα παραπάνω θα τα αντιμετωπίσουν. Τα βρίσκουν ήδη μπροστά τους. Θα συμβάλλουν σε μια νέα πνευματική αναγέννηση ή θα πεθάνουν ως οπισθοφύλακες παλιών ιδεών; Θα πείσουν για την ύπαρξη τους; Εκεί θα κριθεί η βιωσιμότητά τους και δεν θα θανατωθούν όπως έπαθε το ραδιόφωνο απ’ τα podcast. Oι εφημερίδες όμως, για να συνεννοηθούμε, δεν μπορεί να είναι μπουμεράδικες απεικονίσεις. Θα πρέπει μαζί με την έντυπη έκφρασή τους να αναπτυχθούν ως συνολικοί τόποι μουλτιμίντια, ως μικροί κόσμοι, ως σύμπαντα ιδεών και προτάσεων, ως τόποι όπου τα ερωτήματα θα συνυπάρχουν με τις απαντήσεις. Όπου η Δημοκρατία θα νοείται ως ανοιχτό πεδίο μαχητικής συμπερίληψης και οι τόποι αυτοί δεν θα πιαστούν στην μέγκενη είτε της Πολιτικής Ορθότητας είτε του Λαϊκισμού που πάντα κάνει τα σωστά ερωτήματα και δίνει τις λανθασμένες απαντήσεις. Θα είναι τόποι ευθυμίας και καυστικής κριτικής (πόσους μεγάλους επιθεωρησιογράφους δεν χρωστάμε στη Δημοσιογραφία στον 20ό αιώνα!). Θα είναι όμως και τόποι ελέγχου των θεσμών, θερμομέτρησης των θεσμικών αντιβάρων απέναντι σε νεο-αλαζόνες μικροηγέτες που συχνά, με τη λεοντή της μαζικής επικύρωσης απ’ τον λαό, εκτρέπονται. Οι εφημερίδες ιστορούν, προλογίζουν, προθερμαίνουν, καυτηριάζουν, ισορροπούν. Το ερώτημα δεν είναι αν το χαρτί είναι ντεμοντέ στην εποχή της οθόνης, αλλά αν ο άνθρωπος θα πάψει να ενδιαφέρεται για όσα τον περιβάλλουν. Όταν η συζήτηση γίνει σοβαρά, θα βρεθεί και το ελιξήριο της νιότης του Τύπου και ίσως τότε θα πάψουν οι δημοσιογράφοι να κλαίγονται πως τους ξεπέρασαν τα σάιτ, τα σάιτ πως τα ξεπέρασαν τα κοινωνικά δίκτυα και τα κοινωνικά δίκτυα πως ξεπεράστηκαν από τα καινούργια κοινωνικά δίκτυα. 

⸙⸙⸙

Ο Δημήτρης Μανιάτης είναι δημοσιογράφος-συγγραφέας.

Κύλιση στην κορυφή