Μετάφραση: Κώστας Δούσης
Πρόσφατα, έκανα στον πατέρα μου μια απλή ερώτηση: «Υπάρχει ελπίδα;»
Στεκόμουν στην κουζίνα μου στο Ντίαρμπορν του Μίσιγκαν κι έκοβα μάνγκο. Κοιτάζοντας από την πόρτα, τον είδα όπως τον έβλεπα πάντα: να ρίχνει πλάγιες ματιές στο τηλέφωνό του, το σώμα του να έχει καταρρεύσει σ’ έναν καναπέ, με μια κουρασμένη έκφραση στο πρόσωπό του.
Είχε ήδη ανοίξει τις ειδήσεις.
Δεν έχω πάει ποτέ στην Παλαιστίνη. Αλλά το χάος των τίτλων για την πατρίδα μας είναι κάτι με το οποίο είμαι πολύ εξοικειωμένη. Το ίδιο και με την ιστορία που μας στοιχειώνει.
Σαν παιδί με νανούριζε ο ήχος του Al Jazeera καθώς ήμουν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του πατέρα μου. Στις οικογενειακές συγκεντρώσεις άκουγα τις ιστορίες μας: για τη γιαγιά μου που επέζησε από τη Νάκμπα σε ηλικία 5 ετών· για τον τρόπο που μεγάλωσε ο πατέρας μου στο στρατόπεδο προσφύγων Qalandia· για τα δέντρα που φύτεψε ο προπάππους μου γύρω απ’ το σπίτι του στο Al-Qubab (τώρα Ramleh), ένα από τα 418 παλαιστινιακά χωριά που καταστράφηκαν μεταξύ 1948 και 1949.
Ένα βράδυ πέρσι ονειρεύτηκα την Παλαιστίνη. Στο όνειρο, ήμουν γονατισμένη δίπλα στον πατέρα μου, με μια χούφτα παλαιστινιακό χώμα στο στόμα μου. Ξύπνησα με κομμένη την ανάσα γυρεύοντας νερό, με κάτι άδειο στον λαιμό μου, μ’ ένα κενό στο σώμα μου.
Είμαι εξοικειωμένη με το κενό, με τις κουφάλες της θλίψης του, με τα χέρια του γύρω απ’ τον λαιμό μου. Τηλεφώνησα στον μπαμπά μου αργότερα την ίδια μέρα.
«Πάμε στην Παλαιστίνη», είπα. «Τον Οκτώβριο του 2024».
Έθεσε ένα απλό αίτημα: προτιμούσε να πάει τον Αύγουστο. «Για την εποχή των σύκων», είπε, και μπορούσα ν’ ακούσω το χαμόγελό του μέσα απ’ το τηλέφωνο.
Θέλω να γευτώ την πικρή γη της Παλαιστίνης. Για χρόνια θρηνώ το έδαφός της χωρίς ποτέ να το έχω αγγίξει. Θέλω να βρω την ακριβή τοποθεσία του πόνου μου, τις συντεταγμένες του κενού μου. Θέλω και θέλω. Τον τελευταίο καιρό, το απαιτώ.
Σε μια πρόσφατη διαμαρτυρία στο Ντίαρμπορν, αποσπάστηκα απ’ το πλήθος και στάθηκα κάτω από ένα δέντρο. Προσπαθούσα να πάρω μια ανάσα. Έπαιξα κρυφτό με το σώμα μου, παρακαλώντας τα πόδια μου να βρουν το έδαφος στο οποίο στέκονταν, να βρουν παρηγοριά σε μια χώρα για την οποία δεν είμαι φτιαγμένη.
Παρακολούθησα έναν πατέρα να κυνηγάει τον γιο του. Το αγόρι ήταν ξυπόλυτο. Υστερικό από γέλια. Σήκωσε ένα μόνο κόκκινο φύλλο. Το πέταξε στον αέρα. Ήταν μια ανακατωσούρα χαράς, ζωής.
Δεν ξέρω τι μέλλον του αφήνουμε.
Για μήνες οι κάτοικοι της Γάζας έχουν καταστήσει αδιαμφισβήτητη τη βία που αντιμετωπίζουν στα χέρια του Ισραήλ. Πριν θρηνήσουν, πριν αναλογιστούν όλα όσα έχουν χάσει, πριν καν επιτρέψουν στον ίδιο τον Αλλάχ να γίνει μάρτυρας μιας τέτοιας τραγωδίας, δείχνουν τις κάμερές τους.
Αρνούμαι να ανασυστήσω εδώ τις περισσότερες από αυτές τις εικόνες. Να περιγράψω ό,τι είναι απερίγραπτο. Αλλά να τι μπορώ να πω.
Τον Οκτώβριο, γιατροί στη Γάζα έδωσαν συνέντευξη Τύπου στο Νοσοκομείο Βαπτιστών Αλ-Αχλί. Μια θάλασσα από νεκρά παιδιά της Γάζας, με τα μικροσκοπικά τους σώματα τυλιγμένα σε λευκό ύφασμα, τους κύκλωνε. Κι όμως, το Ισραήλ συνεχίζει να σκοτώνει χιλιάδες ακόμη. Ο κόσμος παρακολουθεί.
Τον Νοέμβριο, τα παιδιά της Γάζας έδωσαν τη δική τους συνέντευξη Τύπου μπροστά στο Νοσοκομείο Αλ-Σίφα. Μίλησαν στα αγγλικά. Μας παρακάλεσαν να τα προστατεύσουμε. Κι όμως, το Ισραήλ συνεχίζει να σκοτώνει χιλιάδες ακόμη. Ο κόσμος παρακολουθεί.
Στο Ίνσταγκραμ, κάτοικοι της Γάζας, όπως ο Μοτάζ Αζάιζα και ο Μπισάν Οούντα, οπλισμένοι μόνο με τα τηλέφωνά τους και τις φωνές τους, μεταδίδουν τη δική τους γενοκτονία –τον συνεχή βομβαρδισμό, τον μαζικό εκτοπισμό, τη δηλητηρίαση του νερού, την πείνα του λαού, την ατελείωτη θλίψη. Κι όμως, το Ισραήλ συνεχίζει να σκοτώνει χιλιάδες ακόμη. Ο κόσμος παρακολουθεί.
Τι άλλο χρειάζεται να δούμε;
Οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν το δικαίωμα να θρηνούν τους νεκρούς μας. Πρέπει να επιχειρηματολογούμε για την ανθρώπινη φύση μας, πρέπει να κάνουμε το τραύμα μας αδιάσειστο, πρέπει να αποδεικνύουμε ξανά και ξανά ότι δεν αξίζουμε τη μοίρα μας. Έχουν περάσει 75 χρόνια και συνεχίζουμε.
Αυτή είναι η αιτία της απογοήτευσής μου, η προσωπική αγωνία που κρύβεται στο παρασκήνιο των καθημερινών μου κινήσεων: Δεν έχουμε τίποτε άλλο παρά τις ιστορίες που χρησιμοποιούμε ως ασπίδες. Κι αυτό δεν είναι αρκετό.
Λίγα πράγματα είναι πιο αποπροσανατολιστικά απ’ το να βλέπεις τη γενοκτονία του ίδιου σου του λαού: στο Twitter, στο Instagram, σε αίθουσες αναμονής σε ιατρεία, στο ραδιόφωνο και κατά τη διάρκεια όλων των καθημερινών καθηκόντων επιβίωσης. Λίγα πράγματα είναι πιο αποθαρρυντικά απ’ το να βλέπεις τον κόσμο να αρνείται μια βία που τόσο απλά φαίνεται, ακούγεται και μεταδίδεται απ’ τους ανθρώπους που τη βιώνουν οι ίδιοι.
Έχω γίνει ανυπόμονη με τους τίτλους. Με τις «λύσεις». Με την απαίτηση της αυτοκρατορίας να αντιμετωπίσουμε αυτήν την κρίση ως «σύνθετη» –μια απαίτηση που φαίνεται να προκύπτει μόνο όταν οι άνθρωποι που πεθαίνουν είναι Παλαιστίνιοι. Με την επιμονή ότι κάθε συζήτηση πρέπει να ξεκινά με την 7η Οκτωβρίου, όταν γνωρίζουμε ότι η αρχή της κρίσης απέχει πολύ από αυτήν.
Αρνούμαι. Θέλω πίσω τη χώρα μου. Αυτό δεν είναι περίπλοκο.
Γράφω για ένα μέλλον που δεν ξέρω πλέον αν είναι εφικτό. Δημιουργώ τέχνη για ένα μέλλον που δεν ξέρω πλέον αν είναι εφικτό. Ονειρεύομαι μια Παλαιστίνη που μπορεί να μην την ανακαλύψω ποτέ.
Κι όμως, ακόμα ονειρεύομαι.
Όταν ρωτάω τον πατέρα μου, «Υπάρχει ελπίδα;», η απάντησή του είναι άμεση.
«Φυσικά και υπάρχει ελπίδα».
«Από πού;» ρωτάω.
«Δεν έχω εγκαταλείψει την ελπίδα μου».
Να η αλήθεια για το πώς είναι να είσαι Παλαιστίνιος: Σε αυτή τη ζωή, και σε αυτήν που ακολουθεί, και σε αυτήν που έρχεται μετά, θα επιλέγουμε πάντα την Παλαιστίνη. Λίγα είναι αυτά που αντέχουν περισσότερο από την ελπίδα μας.
Απέναντι στο αδιανόητο, από αυτό κρατιέμαι.
⸙⸙⸙
[Πηγή: The Nation, 25.1.2024.]

