Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Ο Γιατρός είχε πει στη μητέρα του Τζούλιαν ότι έπρεπε, λόγω της υπέρτασής της, να χάσει είκοσι λίβρες τουλάχιστον. Έτσι, κάθε Τετάρτη βράδυ, ο Τζούλιαν είχε την υποχρέωση να τη συνοδεύει στο κέντρο της πόλης, με το λεωφορείο, μέχρι το Εργαστήρι μείωσης βάρους, στις «Νεαρές», όπως συνήθιζαν να ονομάζουν, χάριν συντομίας, τον Χριστιανικό Σύνδεσμο Νεαρών Γυναικών. Το τμήμα της ήταν σχεδιασμένο για εργαζόμενα «κορίτσια» πάνω από πενήντα χρονών, που ζύγιζαν από 165 έως 200 λίβρες. Η μητέρα του ήταν απ’ τις πιο αδύνατες, αλλά επέμενε ότι οι κυρίες δεν λένε την ηλικία και το βάρος τους. Δεν ανέβαινε στο λεωφορείο μόνη της τη νύχτα, αφότου είχε καταργηθεί ο φυλετικός διαχωρισμός. Επειδή όμως η εβδομαδιαία συμμετοχή της στην ομάδα του Εργαστηρίου αποτελούσε μια από τις λιγοστές χαρές της, η οποία ήταν μάλιστα απαραίτητη για την υγεία της και δωρεάν, πίστευε πως ο Τζούλιαν θα μπορούσε να μπει στον κόπο να τη συνοδεύει, αν θυμόταν τουλάχιστον όλα όσα είχε κάνει γι’ αυτόν. Στον Τζούλιαν δεν άρεσε να θυμάται όλα όσα εκείνη «είχε κάνει γι’ αυτόν», όμως κάθε Τετάρτη βράδυ έβρισκε το κουράγιο και τη συνόδευε.
Ήταν σχεδόν έτοιμη. Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του χολ, έβαζε το καπέλο της, ενώ αυτός, με τα χέρια του πίσω, έμοιαζε καρφωμένος στην κάσα της πόρτας, περιμένοντας σαν τον Άγιο Στέφανο τα βέλη που θα άρχιζαν να τον τρυπούν. Το καπέλο της ήταν καινούργιο και της είχε κοστίσει επτάμισι δολάρια. Είχε φθάσει αναπόφευκτα η στιγμή να σχολιάσει και πάλι: «Μάλλον δεν θα έπρεπε να είχα πληρώσει τόσα για δαύτο. Όχι, δεν θα έπρεπε. Θα το βγάλω και θα το επιστρέψω αύριο. Δεν θα έπρεπε να το είχα αγοράσει».
Ο Τζούλιαν ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό. «Ναι, θα έπρεπε» είπε. «Φόρεσέ το και έλα, πάμε». Ήταν ένα απαίσιο καπέλο. Ένα πορφυρό βελούδινο πτερύγιο έγερνε προς τη μια πλευρά και στεκόταν στην κορυφή της άλλης. Το υπόλοιπο ήταν πράσινο κι έμοιαζε με μαξιλάρι άδειο από το γέμισμά του. Έκρινε πως δεν ήταν τόσο κωμικό όσο αξιοθρήνητα στιλιζαρισμένο. Οτιδήποτε της έδινε χαρά ήταν τιποτένιο, ανόητο και τον κατέθλιβε.
Ανασήκωσε το καπέλο μια φορά ακόμα και το ακούμπησε πάλι αργά στην κορυφή του κεφαλιού. Δύο τούφες μαλλιών, σαν γκρι φτερούγες, εξείχαν από τη μια και την άλλη πλευρά του φλογισμένου της προσώπου, αλλά τα μάτια της, γαλάζιος ουρανός, ήταν τόσο αθώα κι ανέγγιχτα από την εμπειρία, όπως ενός κοριτσιού 10 χρονών. Αν δεν ήταν η χήρα που είχε αγωνιστεί σκληρά να τον θρέψει, να τον ντύσει και να τον σπουδάσει, και που τον συντηρούσε ακόμα «μέχρι να σταθεί στα πόδια του», θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα μικρό κορίτσι που αναλάμβανε αυτός να το πηγαίνει στην πόλη.
«Μια χαρά είσαι, μια χαρά» της φώναξε. «Άντε, πάμε!». Άνοιξε βιαστικός την πόρτα του ισόγειου διαμερίσματος και πήρε τον κατηφορικό δρόμο, με βηματισμό χελώνας, για να την αναγκάσει να ξεκινήσει. Ο ουρανός είχε το χρώμα βιολέτας που πεθαίνει και τα σπίτια στέκονταν απέναντι σκοτεινά, σχήματα βολβών σκούρα καφέ, τερατουργήματα με μιαν ομοιόμορφη ασχήμια, μολονότι ούτε δύο δεν ήταν ίδια μεταξύ τους. Από τότε που η γειτονιά αυτή ήταν μοντέρνα, σαράντα χρόνια πριν, η μητέρα του είχε την ίδια άποψη, ότι δηλαδή έκαναν πολύ καλά που είχαν ένα διαμέρισμα εκεί. Κάθε σπίτι περιβαλλόταν απ’ έναν ασφυκτικό κλοιό σκουπιδιών όπου έστεκε συνήθως κάποιο παιδί λερό. Ο Τζούλιαν βάδιζε αργά, πολύ αργά, μ’ έναν ρυθμό κίνησης που θα ήταν δύσκολο να τον ξεχωρίσεις απ’ την ακινησία, με τα χέρια στις τσέπες, το κεφάλι του χαμηλωμένο να γέρνει μπροστά και τα μάτια του ανέκφραστα, αποφασισμένος να παραμείνει –ει δυνατόν– αναίσθητος, όσο χρόνο θα θυσιαζόταν για να ικανοποιήσει την επιθυμία της.
Η πόρτα, επιτέλους, έκλεισε κι ο Τζούλιαν στράφηκε πίσω για να εντοπίσει την κοντόχοντρη φιγούρα, με το φριχτό καπέλο της να προπορεύεται, καθώς θα τον πλησίαζε. «Ωραία», του είπε, «μια φορά ζει κανείς, ας πληρώσω και κάτι παραπάνω για ένα καπέλο, τουλάχιστον είναι κάτι ασυνήθιστο».
«Κάποια μέρα θ’ αρχίσω να βγάζω δικά μου χρήματα», της απάντησε μελαγχολικά –χωρίς να το πιστεύει– «και θα μπορείς να έχεις τέτοια αστεία πράγματα, όποτε σου καπνίσει». Το πρώτο που θα έκαναν τότε, σκεφτόταν, θα ήταν να μετακομίσουν. Ονειρευόταν έναν τόπο, όπου οι πιο κοντινοί γείτονες θα βρίσκονταν σε ακτίνα απόστασης τουλάχιστον τριών μιλίων…
«Νομίζω ότι θα τα πας καλά», πρόσθεσε εκείνη, φορώντας τα γάντια της. «Μόνο ένας χρόνος πέρασε από τότε που τελείωσες το κολέγιο. Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα».
Ήταν ένα από τα λίγα μέλη των «Νεαρών» στο Εργαστήρι μείωσης βάρους, που εμφανίζονταν με καπέλο και γάντια και που είχαν γιο απόφοιτο κολεγίου. «Χρειάζεται χρόνος», συνέχισε, «κι ο κόσμος βρίσκεται σε τέτοιο χάλι… αυτό το καπέλο πάντως μου πήγαινε καλύτερα απ’ ό,τι στις άλλες… αν και …όταν η πωλήτρια μου πρότεινε να το φορέσω, την απέτρεψα: “Πάρ’ το πίσω αυτό το πράγμα, δεν θα το βάλω στο κεφάλι μου” κι εκείνη μου απάντησε: “Περιμένετε … μέχρι να το δείτε πρώτα πάνω σας” και όταν μου το φόρεσε, φώναξα: “Πω-Πω!” κι εκείνη είπε: “Αν με ρωτήσετε… αυτό το καπέλο είναι γι’ εσάς και εσείς είστε γι’ αυτό… και… δεν θα το δείτε να φοριέται απ’ άλλον”».
Ο Τζούλιαν σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να είχε δεχθεί τη μοίρα του ευκολότερα, αν η μητέρα του ήταν εγωίστρια, αν ήταν μια γριά στρίγγλα που μεθούσε και του έμπηγε τις φωνές. Βάδιζε γεμάτος θλίψη, σαν να είχε χάσει, κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου, την πίστη του. Δεν διέφυγε όμως της προσοχής της το μακρουλό, απελπισμένο και οργισμένο του πρόσωπο∙ σταμάτησε απότομα με όψη συντετριμμένη και τον τράβηξε από το μπράτσο. «Περίμενε», του είπε, «να γυρίσω στο σπίτι και να βγάλω αυτό το πράγμα από πάνω μου… Αύριο θα το επιστρέψω. Δεν είχα μυαλό όταν τ’ αγόραζα. Θα μπορούσα μ’ εκείνα τα επτάμισι δολάρια να πληρώσω τον λογαριασμό του αερίου».
Την άρπαξε νευρικά απ’ το μπράτσο. «Δεν θα το δώσεις πίσω», τη διέταξε σχεδόν, «μου αρέσει!».
«Εντάξει», είπε εκείνη, αλλά δεν πιστεύω ότι έπρεπε να …».
«Πάψε πια… απόλαψέ το…» μουρμούρισε, περισσότερο πιεσμένος απ’ άλλες φορές.
«Με το χάλι που έχει ο κόσμος σήμερα… είναι θαύμα εάν μπορούμε να απολαμβάνουμε τ’ οτιδήποτε. Σου λέω… οι παρακατιανοί, βρεθήκανε στην κορυφή».
Ο Τζούλιαν αναστέναξε.
«Έτσι είναι», συνέχισε εκείνη, «αν γνωρίζεις ποιος είσαι, μπορείς να πηγαίνεις παντού». Το έλεγε αυτό κάθε φορά που την πήγαινε στην ομάδα των «Νεαρών», στο Εργαστήρι μείωσης βάρους. «Οι περισσότερες εκεί δεν είναι της σειράς μας», εξακολούθησε, «αλλά μπορώ να είμαι καταδεχτική με όλες. Ξέρω ποια είμαι».
«Δεν δίνουν δεκάρα για την καταδεχτικότητά σου», είπε ο Τζούλιαν αγριεμένος. «Η γενιά σου γνώριζε ποια είναι. Τώρα δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πού βρίσκεσαι και ποια είσαι».
Σταμάτησε κι επέτρεψε στον εαυτό της να τον κοιτάξει θυμωμένα. «Το δίχως άλλο, γνωρίζω ποια είμαι», αναφώνησε, «κι αν εσύ δεν γνωρίζεις ποιος είσαι, ντρέπομαι για λογαριασμό σου».
«Ω, διάβολε…», μουρμούρισε ο Τζούλιαν.
«Ο προπάππος σου υπήρξε κυβερνήτης αυτής της Πολιτείας», πήρε φόρα εκείνη. «Ο παππούς σου ήταν ένας ευκατάστατος γαιοκτήμονας. Η γιαγιά σου ήταν μία Γκόντχαϊ».
«Μπορείς να κοιτάξεις γύρω σου», είπε τεντωμένος, «και να καταλάβεις πού βρίσκεσαι;» και τράβηξε το χέρι του απότομα έξω από την τσέπη για να της δείξει τη γειτονιά, που η αυξανόμενη σκοτεινιά την έκανε να φαίνεται λιγότερο άθλια.
«Παραμένεις αυτός που είσαι», επέμεινε εκείνη. «Ο προπάππος σου είχε μια φυτεία και διακόσιους δούλους».
«Δεν υπάρχουν πια δούλοι», αντέτεινε με οργή.
«Ζούσαν καλύτερα όταν ήταν δούλοι», συνέχισε εκείνη. Βαρυγκώμησε καταλαβαίνοντας ότι επανερχόταν στο ίδιο θέμα. Κυλούσε σ’ αυτό, κάθε λίγες μέρες, όπως το τραίνο στις ράγες του. Αυτός γνώριζε κάθε στάση, κάθε κόμβο, κάθε σκαμπανέβασμα της συγκεκριμένης διαδρομής, και γνώριζε επίσης το ακριβές σημείο της άφιξης στον τελικό σταθμό, όπου το συμπέρασμά της θα στροβιλιζόταν καθώς θα αφικνούνταν εκεί μεγαλοπρεπώς και θορυβωδώς: «Είναι γελοίο. Απλά δεν είναι ρεαλιστικό. Θα έπρεπε να επαναστατήσουν, δεν λέω όχι, αλλά από τη δική τους πλευρά του φράχτη».
«Ας το αφήσουμε…», είπε ο Τζούλιαν.
«Εκείνοι που λυπάμαι», εξακολούθησε η μητέρα του, «είναι οι μιγάδες. Είναι τραγικοί…».
«Δεν αφήνεις τούτο το θέμα;»
«Φαντάσου να ήμασταν κατά το ήμισυ λευκοί. Θα είχαμε οπωσδήποτε ανάμικτα αισθήματα».
«Εγώ έχω ανάμικτα αισθήματα τώρα», αναστέναξε ο Τζούλιαν.
«Ας μιλήσουμε λοιπόν για κάτι ευχάριστο» – έδειχνε απτόητη εκείνη. «Θυμάμαι που πηγαίναμε στο σπίτι του παππού. Τότε το σπίτι είχε δύο σκάλες που ανέβαιναν στο δεύτερο πάτωμα, το οποίο ήταν ένα άλλο σπίτι μέσα στο σπίτι μας: το φαγητό ετοιμαζόταν στο ισόγειο. Μου άρεσε να μένω κάτω, στην κουζίνα. Με έλκυε ο τρόπος που μύριζαν οι τοίχοι. Ακουμπούσα το κεφάλι, πατίκωνα τη μύτη μου στο σοβά κι έπαιρνα βαθιές αναπνοές. Ο τόπος εκείνος ανήκε στους Γκόντχαϊ και ο παππούς σου, ο Τσέτσνι, πλήρωσε την υποθήκη και το έσωσε γι’ αυτούς. Γιατί είχαν στενέψει πολύ τα οικονομικά τους, αλλά είτε δυσκολεμένοι είτε όχι, δεν ξέχασαν ποτέ ποιοι ήταν».
«Αναμφίβολα εκείνη η ετοιμόρροπη κατοικία τούς θύμιζε…» μουρμούρισε ο Τζούλιαν. Ποτέ δεν μίλησε ο ίδιος για τη συγκεκριμένη κατοικία χωρίς να εκφράσει περιφρόνηση, όμως την σκεφτόταν με καημό, με μια παράξενη νοσταλγική διάθεση. Την είχε δει μια φορά, όταν ήταν παιδί, πριν πουληθεί. Οι διπλές σκάλες είχαν σαπίσει και καταρρεύσει. Νέγροι ζούσαν εκεί. Αλλά παρέμενε στο μυαλό του, όπως η μητέρα του την είχε γνωρίσει. Εμφανιζόταν τακτικά στα όνειρά του. Αυτός στεκόταν στη μεγάλη βεράντα, ακούγοντας το θρόισμα των φύλλων της βελανιδιάς, ύστερα περιφερόταν, περνώντας από το ψηλοτάβανο χολ στο ανοικτό σαλόνι και παρατηρούσε τα φθαρμένα χαλιά και τις ξεθωριασμένες κουρτίνες. Του φαινόταν πως ήταν ο ίδιος και όχι η μητέρα του, που το είχε εκτιμήσει τόσο πολύ. Προτιμούσε εκείνη τη «φθαρμένη» καλαισθησία της οικογενειακής κατοικίας από κάθε τι άλλο και εξαιτίας αυτού υπέφερε σ’ όλες τις γειτονιές που έζησαν, καθώς τον συνόδευε παντού η ίδια βασανιστική και νοσταλγική αίσθηση – ενώ η μητέρα του μετά δυσκολίας αναγνώριζε τη διαφορά και ονόμαζε την αναισθησία της «προσαρμοστικότητα».
«Και θυμάμαι την ηλικιωμένη μαύρη γυναίκα που ήταν η νταντά μου, την Καρολίνα. Δεν υπήρχε καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο. Είχα πάντοτε μεγάλο σεβασμό για τους έγχρωμους φίλους μου», είπε, «έκανα τα πάντα γι’ αυτούς κι αυτοί…».
«Μπορείς, για τ’ όνομα του Θεού, ν’ αλλάξεις θέμα;» παρακάλεσε με τόνο προσταχτικό ο Τζούλιαν. Όταν θα επιβιβαζόταν στο λεωφορείο, είχε ήδη αποφασίσει να καθίσει, με την πρώτη ευκαιρία, δίπλα σ’ έναν νέγρο ώστε να επανορθώσει για τις αμαρτίες της μητέρας του.
«Είσαι πολύ εύθικτος απόψε. Είσαι καλά;»
«Ναι, είμαι μια χαρά. Παράτα με τώρα».
Σούφρωσε τα χείλη της. «Εντάξει, είναι φανερό ότι η διάθεσή σου δεν είναι καθόλου καλή», παρατήρησε, «δεν θα σου ξαναπώ τίποτα». Είχαν ήδη φθάσει στη στάση του λεωφορείου. Δεν φαινόταν ακόμα κανένα λεωφορείο κι ο Τζούλιαν, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες και το κεφάλι γερμένο μπροστά, κοίταξε βλοσυρά τον άδειο δρόμο. Η απογοητευτική σκέψη ότι θα έπρεπε να περιμένουν το λεωφορείο και στη συνέχεια να επιβιβαστούν σ’ αυτό, άρχισε να απλώνεται στον σβέρκο του και να τον σφίγγει σαν καυτό χέρι. Ένιωσε πάλι έντονα την παρουσία της μητέρας του, όταν εκείνη έβγαλε έναν πονεμένο αναστεναγμό. Την κοίταξε παγερά. Κρατιόταν ευθυτενής κάτω από το εξωφρενικό της καπέλο, που το φορούσε σαν να ήταν παντιέρα της φανταστικής της αξιοπρέπειας. Υπήρχε μέσα του μια δαιμονική παρόρμηση να της σπάσει το ηθικό. Έλυσε βιαστικά τη γραβάτα του και την έβαλε στην τσέπη του.
Η μητέρα του σφίχτηκε. «Γιατί πρέπει να είσαι έτσι κάθε φορά που με πας στο κέντρο;» του παραπονέθηκε. «Γιατί πρέπει να μου προκαλείς σκοπίμως αμηχανία;».
«Αν εσύ δεν μάθεις ποτέ πού βρίσκεσαι», είπε ο Τζούλιαν, «μπορείς τουλάχιστον να μάθεις πού βρίσκομαι εγώ». «Μοιάζεις με … κακοποιό», τον επέπληξε η μητέρα του. «Τότε, πρέπει να γίνω ένας απ’ αυτούς», ψιθύρισε. «Απλά θα επιστρέψω στο σπίτι», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Δεν θα σε ενοχλήσω άλλο. Αν δεν μπορείς να κάνεις ούτε ένα τόσο δα μικρό πράγμα για μένα…».
Σήκωσε ενοχλημένος τα μάτια του προς τα πάνω και ξαναφόρεσε τη γραβάτα. «Αποκαταστάθηκα στην τάξη μου», μουρμούρισε. Έστρεψε το πρόσωπό του προς την πλευρά της και ξεφύσηξε ηχηρά: «Ο αληθινός πολιτισμός βρίσκεται στο μυαλό… στο μυαλό», άρθρωσε τις λέξεις αργά και κτύπησε, ρυθμικά και ελαφρά, με το χέρι το κεφάλι του.
«Βρίσκεται στην καρδιά», αντέτεινε η μητέρα του, «και στο πώς ενεργείς και το πώς ενεργείς έχει να κάνει με το ποιος είσαι».
«Κανένας στο διαολεμένο λεωφορείο δεν ενδιαφέρεται για το ποιος είσαι».
«Εγώ πάντως ενδιαφέρομαι για το ποια είμαι», αποκρίθηκε παγερά η κυρία Τσέτσνι.
Τα φώτα του λεωφορείου φάνηκαν στην κορυφή του διπλανού λόφου και καθώς πλησίαζε, βγήκαν στον δρόμο και το περίμεναν. Της στήριξε με το χέρι τον αγκώνα, τη βοήθησε ν’ ανεβεί στο σκαλί που έτριζε κάτω από τα πόδια της κι εκείνη επιβιβάστηκε μ’ ένα μικρό χαμόγελο, σαν να έμπαινε σ’ ένα σαλόνι όπου όλοι την περίμεναν απ’ ώρα. Ενώ ο Τζούλιαν έβαζε στην τσέπη τα εισιτήρια, εκείνη κάθισε σ’ ένα απ’ τα μπροστινά φαρδιά τριθέσια καθίσματα που ήταν αντικριστά στον διάδρομο. Μια λεπτή γυναίκα, με προτεταμένα δόντια και μακριά ξανθά μαλλιά καθόταν στην άκρη του μεγάλου καθίσματος. Η μητέρα του κόλλησε δίπλα στη γυναίκα και άφησε χώρο στο πλάι της για τον Τζούλιαν. Αυτός κάθισε και κοίταξε το πάτωμα κατά μήκος του διαδρόμου, όπου ένα ζευγάρι λεπτών ποδιών, με κοκκινόασπρα σανδάλια από καμβά, ήταν… φυτεμένα.
Η μητέρα του έπιασε αμέσως ένα γενικόλογο θέμα, σκοπεύοντας να ελκύσει οποιονδήποτε επιθυμούσε να μιλήσει. «Μεγαλύτερη ζέστη απ’ αυτή μπορεί να υπάρξει;» είπε κι έβγαλε απ’ την τσάντα της μια βεντάλια μαύρη, με μια γιαπωνέζικη σκηνή ζωγραφισμένη πάνω της, κι άρχισε να κάνει αέρα μπροστά στο πρόσωπό της.
«Υποθέτω πως ναι…», αποκρίθηκε η γυναίκα που τα δόντια της προεξείχαν, «ασφυκτικότερη ζέστη υπάρχει στο διαμέρισμά μου».
«Μάλλον το χτυπάει ο απογευματινός ήλιος», είπε η μητέρα του. Καθισμένη στη συγκεκριμένη θέση είχε τη δυνατότητα να επιθεωρεί, μπροστά και πίσω, όλο το λεωφορείο. Ήταν μισογεμάτο. Όλοι ήταν λευκοί. «Βλέπω ότι έχουμε το λεωφορείο δικό μας», συνέχισε. Ο Τζούλιαν ζάρωσε από ντροπή.
«Για αλλαγή…», αναφώνησε η γυναίκα κατά μήκος του διαδρόμου, η κάτοχος των κοκκινόασπρων σανδαλιών από καμβά. «Μια άλλη μέρα ήταν σαν τις μύγες – γεμάτο όλο το λεωφορείο… από μπροστά μέχρι πίσω».
«Η κατάσταση είναι χάλια παντού», πρόσθεσε η μητέρα του. «Δεν ξέρω πώς αφήσαμε να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα».
«Πολύ με εξοργίζουν όλα εκείνα τα αγόρια από τις καλές οικογένειες που κλέβουν λάστιχα αυτοκινήτων», συμπλήρωσε η διπλανή της γυναίκα, με τα προτεταμένα δόντια. «Εξηγήθηκα στον γιο μου και του είπα: Μπορεί να μην είσαι πλούσιος, αλλά έχεις ανατραφεί σωστά κι αν ποτέ σε πιάσω να κάνεις τέτοια πράγματα, ας σε στείλουν στο αναμορφωτήριο. Μην ξεχνάς πού ανήκεις και ποιος είσαι».
«Η εκπαίδευση είναι κάτι πολύ σημαντικό. Ο γιος σου είναι μαθητής στο Γυμνάσιο;» ρώτησε η μητέρα του.
«Στην τελευταία τάξη», απάντησε η γυναίκα.
«Ο δικός μου μόλις τελείωσε το κολέγιο – τον περασμένο χρόνο. Θέλει να γράψει… αλλά πουλάει γραφομηχανές προς το παρόν», είπε η μητέρα του.
Η γυναίκα έσκυψε λίγο μπροστά και κοίταξε τον Τζούλιαν διαπεραστικά. Αυτός της έριξε ένα βλέμμα τόσο πολύ βλοσυρό που υποχρεώθηκε να υποχωρήσει και να επανέλθει αμέσως στη θέση της. Στο πάτωμα του διαδρόμου υπήρχε μια εγκαταλελειμμένη εφημερίδα. Σηκώθηκε, την πήρε και την άνοιξε μπροστά του. Η μητέρα του συνέχισε διακριτικά τη συζήτηση σε χαμηλότερο τόνο, όμως η γυναίκα είπε με δυνατή φωνή: «Ωραίο αυτό! Οι γραφομηχανές ταιριάζουν με το γράψιμο. Μπορεί να περάσει απ’ το ένα στο άλλο».
«Του λέω», η μητέρα του απάντησε, «πως η Ρώμη δεν κτίσθηκε σε μια μέρα».
Πίσω από την εφημερίδα, ο Τζούλιαν, αποσυρόταν στο εσωτερικό «διαμέρισμα» του νου του – εκεί περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Αυτό ήταν ένα είδος πνευματικής «φούσκας», όπου εγκαθίστατο όταν δεν άντεχε να συμμετέχει άλλο σ’ όσα συνέβαιναν γύρω του. Από ʼκει μπορούσε να κοιτάζει έξω και να κρίνει, θαρρώντας πως είναι ασφαλής από κάθε είδους εξωτερική παρείσφρηση. Βρισκόταν στο μόνο μέρος όπου ένιωθε ανέγγιχτος από τη γενική ηλιθιότητα και όπου ακόμα και η ίδια του η μητέρα δεν είχε εισχωρήσει ποτέ, όμως από ʼκει μπορούσε να την παρατηρεί με απόλυτη διαύγεια.
Η ηλικιωμένη αυτή κυρία, η μητέρα του, ήταν αρκετά έξυπνη κι ο Τζούλιαν σκεφτόταν πως αν είχε ξεκινήσει με τις σωστές προϋποθέσεις, θα μπορούσε να περιμένει κανείς πολύ περισσότερα από εκείνη. Ζούσε σύμφωνα με τους νόμους του φανταστικού της κόσμου, έξω από τον οποίο δεν την είδε ποτέ ούτε –έστω– ν’ ακροπατάει. Ο κύριος νόμος της ήταν ωστόσο να θυσιάζεται γι’ αυτόν, αφού πρώτα δημιουργούσε την αναγκαιότητα να το κάνει, θαλασσώνοντάς τα όλα. Αν δεχόταν τις θυσίες της, το έκανε γιατί η από μέρους της έλλειψη διάκρισης, τις καθιστούσε αναγκαίες. Ολόκληρη η ζωή της ήταν ένας αγώνας να συμπεριφέρεται ως μία «Τσέτσνι» και να μεριμνά για να του δώσει όλα όσα πίστευε πως ένας «Τσέτσνι» όφειλε να έχει, χωρίς να καταφέρει ωστόσο να εξασφαλίσει γι’ αυτόν όλα εκείνα τα υλικά αγαθά που ένας «Τσέτσνι» όφειλε να έχει. Αλλά αφού, έλεγε η μητέρα του, αυτός ο αγώνας είναι ευχάριστος, για ποιον λόγο να παραπονιέται; Και όταν θα είχε κερδίσει, όπως είχε ήδη, καθώς πίστευε, κερδίσει, τι όμορφο πράγμα να κοιτάζει πίσω στους δύσκολους καιρούς! Ο Τζούλιαν δεν μπορούσε να της συγχωρέσει το γεγονός ότι απολάμβανε αυτόν τον αγώνα και ότι σκεφτόταν μάλιστα πως είχε κερδίσει.
Αυτό που εννοούσε εκείνη, πάντως, λέγοντας ότι κέρδισε, ήταν πως του είχε δώσει καλή ανατροφή και τον είχε στείλει στο κολέγιο κι έγινε τελικά τόσο καλός κι ευγενικός, τόσο ευπαρουσίαστος –τα δόντια της έμεναν ακόμα ασφράγιστα προκειμένου τα δικά του να είναι περιποιημένα–, τόσο έξυπνος –αυτός συνειδητοποιούσε πως η εξυπνάδα του δεν θα τον βοηθούσε να πετύχει– και μ’ ένα τόσο λαμπρό μέλλον μπροστά του –ο ίδιος, ασφαλώς, δεν πίστευε ότι υπήρχε κανένα μέλλον μπροστά του.
Για την απαισιοδοξία του γιου της, κάθε φορά που αναφέρονταν στο μέλλον του, οι δικαιολογίες που έβρισκε εδράζονταν στο γεγονός ότι δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμα και, λόγω της έλλειψης πρακτικής εμπειρίας, διακατεχόταν από ριζοσπαστικές ιδέες. Έλεγε πως δεν γνώριζε ακόμα τίποτα από «ζωή», ότι δεν είχε ακόμα πατήσει το πόδι του στον πραγματικό κόσμο –αν και ήταν ήδη απογοητευμένος απ’ αυτόν σαν ένας άνδρας πενήντα χρονών.
Εντούτοις, η μεγαλύτερη ειρωνεία απ’ όλα ήταν πως ανεξάρτητα απ’ τη θέληση της μητέρας του και παρά το γεγονός ότι είχε τελειώσει ένα υποβαθμισμένο κολέγιο, είχε με δική του πρωτοβουλία, αποκτήσει αυτή την εξαιρετική –για την ηλικία του– μόρφωση∙ αντί να μεγαλώνει κυριαρχούμενος από τη μικρόνοια, διεύρυνε το πνεύμα του∙ αντί να διακατέχεται απ’ όλες τις ανόητες αντιλήψεις της κυρίας Τσέτσνι, ήταν ελεύθερος από προκαταλήψεις κι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τα πράγματα χωρίς φόβο. Και το πιο θαυμαστό… αντί να ʼναι τυφλωμένος απ’ την αγάπη προς τη μητέρα του, όπως δηλαδή η ίδια ήταν τυφλωμένη απ’ την αγάπη της προς αυτόν, είχε αποκοπεί συναισθηματικά από ’κείνη και μπορούσε να την κοιτάζει με πλήρη αντικειμενικότητα –χωρίς να της επιτρέπει να έχει την παραμικρή κυριαρχία πάνω του.
Το λεωφορείο σταμάτησε μ’ ένα αιφνιδιαστικό τράνταγμα που τον απέσπασε βίαια από τις σκέψεις του. Μια γυναίκα, που στεκόταν λίγο πιο πίσω, παρασύρθηκε και τρεκλίζοντας, με μικρά βήματα μπροστά, θα έπεφτε στην εφημερίδα του, αν δεν ισορροπούσε την τελευταία στιγμή. Κατέβηκε, κι ένας εύσωμος νέγρος ανέβηκε. Ο Τζούλιαν κράτησε την εφημερίδα του χαμηλωμένη για να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα. Του έδινε μια κάποια ευχαρίστηση να παρατηρεί την αδικία στην καθημερινή της λειτουργία. Επιβεβαιωνόταν η άποψή του ότι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν υπήρχε κανένας αξιόλογος άνθρωπος, σε ακτίνα τουλάχιστον τριακοσίων μιλίων… Ο νέγρος ήταν καλοντυμένος και κρατούσε έναν χαρτοφύλακα. Κοίταξε ερευνητικά γύρω του και κάθισε στην άλλη άκρη του καθίσματος, όπου είχε ήδη καθίσει η γυναίκα με τα κοκκινόασπρα σανδάλια από καμβά· ξεδίπλωσε αμέσως μια εφημερίδα και κρύφτηκε πίσω της. Ο Τζούλιαν αισθάνθηκε τον αγκώνα της μητέρας του να τον σκουντάει επίμονα στο πλευρό. «Τώρα βλέπεις γιατί δεν ανεβαίνω μόνη μου σ’ αυτά τα λεωφορεία», του ψιθύρισε.
Η γυναίκα με τα κοκκινόασπρα σανδάλια από καμβά είχε σηκωθεί την ίδια ακριβώς στιγμή που ο νέγρος κάθισε και είχε προχωρήσει στο πίσω μέρος του λεωφορείου για να πάρει τη θέση της γυναίκας, που είχε κατέβει όταν ο νέγρος ανέβηκε. Η μητέρα του Τζούλιαν έγειρε μπροστά και της έριξε ένα βλέμμα επιδοκιμασίας.
Ο Τζούλιαν σηκώθηκε, πέρασε στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου και κάθισε πλάι στον νέγρο, στο κάθισμα που είχε ελευθερώσει η γυναίκα με τα κοκκινόασπρα σανδάλια από καμβά. Απ’ αυτή τη θέση, τώρα, κοιτούσε γαλήνια τη μητέρα του. Το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο απ’ τον θυμό. Την κοίταζε επίμονα, κάνοντας ωστόσο τα μάτια του να φαίνονται σαν ξένου. Ένιωσε την έντασή του ν’ αυξάνεται κατακόρυφα, αφού της είχε πλέον κηρύξει ανοιχτό πόλεμο.
Θα ήθελε να είχε πιάσει συζήτηση με τον νέγρο και να μιλήσει μαζί του για την τέχνη ή την πολιτική ή για οποιοδήποτε θέμα ξεπερνούσε τα όρια της κατανόησης όλων εκείνων γύρω τους, αλλά ο άντρας παρέμενε οχυρωμένος πίσω απ’ την εφημερίδα του και είτε αγνοούσε την αλλαγή στη διπλανή του θέση είτε είχε αδιαφορήσει γι’ αυτήν. Ο Τζούλιαν δεν έβρισκε τρόπο να μεταδώσει τη συμπάθειά του…
Η μητέρα του κρατούσε τα γεμάτα επιτίμηση μάτια της καρφωμένα στο πρόσωπό του. Η γυναίκα, με τα προτεταμένα δόντια, τον κοιτούσε αχόρταγα σαν να ήταν ένα νέο, άγνωστο σ’ αυτήν, είδος τέρατος.
«Μήπως έχετε φωτιά;» ρώτησε ο Τζούλιαν τον νέγρο.
Εκείνος, χωρίς να πάρει τα μάτια του από την εφημερίδα, ψαχούλεψε την τσέπη του και του πρόσφερε μία δεσμίδα σπίρτων.
«Ευχαριστώ» είπε ο Τζούλιαν. Για μια στιγμή κράτησε τα σπίρτα με αμηχανία. Μία πινακίδα «ΜΗΝ ΚΑΠΝΙΖΕΤΕ», τοποθετημένη πάνω από την πόρτα του λεωφορείου, τον κοίταζε από ψηλά. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν θα τον απέτρεπε· απλώς δεν είχε τσιγάρα. Είχε κόψει το κάπνισμα πριν λίγους μήνες, γιατί δεν επαρκούσαν τα χρήματά του. «Συγγνώμη», ψέλλισε κι επέστρεψε τα σπίρτα. Ο νέγρος χαμήλωσε την εφημερίδα του και του ʼριξε μια ενοχλημένη ματιά. Πήρε τα σπίρτα και σήκωσε πάλι την εφημερίδα.
Η μητέρα του εξακολουθούσε να τον κοιτά, αλλά δεν παρηγορήθηκε από τη στιγμιαία του δυσκολία… Τα μάτια της διατηρούσαν ακόμα εκείνο το βλέμμα της συντριβής. Το πρόσωπό της έμοιαζε αφύσικα κόκκινο, σαν να είχε ανέβει κατακόρυφα η πίεσή της. Ο Τζούλιαν δεν επέτρεψε ούτε την πιο αμυδρή λάμψη συμπόνιας να φανεί στα μάτια του. Μια και είχε τώρα το πλεονέκτημα, ήθελε απελπισμένα να το διατηρήσει και να επιτύχει τον σκοπό του. Θα ήθελε να της δώσει ένα μάθημα που να το θυμάται, έστω για λίγο, αλλά δυστυχώς φαινόταν ότι δεν υπήρχε πλέον τρόπος να ολοκληρώσει την προσπάθειά του. Ο νέγρος αρνιόταν να ξεμυτίσει λίγο παραέξω από την εφημερίδα του.
Ο Τζούλιαν δίπλωσε τα χέρια στο στήθος και κοίταξε κλεφτά μπροστά του, στρεφόμενος σ’ εκείνη, αλλά σαν να μην την έβλεπε καθόλου, σαν να είχε πάψει ν’ αναγνωρίζει την ύπαρξή της. Φανταζόταν τη σκηνή όπου το λεωφορείο θα είχε πια φθάσει στον προορισμό τους και ο ίδιος θα έμενε ακόμα στη θέση του κι όταν εκείνη θα τον ρωτούσε «Δεν θα κατεβείς;», θα την κοιτούσε σαν μία ξένη που του είχε απευθύνει άξεστα τον λόγο. Η στάση, όπου θα κατέβαιναν, ήταν μια απόμερη γωνιά, συνήθως έρημη αλλά καλά φωτισμένη, και δεν θα πάθαινε τίποτα η μητέρα του αν διέσχιζε μόνη της την απόσταση τεσσάρων μόλις τετραγώνων μέχρι τις «Νεαρές». Αποφάσισε να περιμένει μέχρι να έλθει η ώρα που θα έπρεπε να επιλέξει αν θα την άφηνε να κατεβεί μόνη της ή όχι. Όφειλε πάντως να βρίσκεται στις «Νεαρές» στις 10μ.μ., προκειμένου να τη φέρει πίσω, ωστόσο μπορούσε να την αφήσει ν’ αναρωτιέται αν ο γιος της θα εμφανιζόταν πράγματι. Δεν υπήρχε λόγος να νομίζει εκείνη ότι θα έπρεπε να εξαρτιέται πάντοτε απ’ αυτόν. Αλίμονο!
Αποσύρθηκε πάλι στο ψηλοτάβανο δωμάτιο των Γκόντχαϊ, με τ’ αραιά, μεγάλα και παλαιά έπιπλα. Η ψυχή του ανέπνευσε στιγμιαία, αλλά τότε αντιλήφθηκε τη μητέρα του, στην άλλη πλευρά του διαδρόμου, απέναντί του σχεδόν, και το όραμά του θρυμματίστηκε. Την παρατήρησε ψυχρά. Τα πόδια της, σαν μικρές τρόμπες, αιωρούνταν, όπως ενός παιδιού και σχεδόν δεν άγγιζαν το έδαφος. Τα μάτια της εξασκούνταν ακόμα πάνω του, προβάροντας ένα υπερβολικό βλέμμα επίπληξης. Ένιωθε εντελώς αποκομμένος από ʼκείνη. Τη συγκεκριμένη στιγμή θα μπορούσε να τη χαστουκίσει με ευχαρίστηση, όπως θα χαστούκιζε ένα πολύ κακομαθημένο παιδί αν είχε αναλάβει την κηδεμονία του.
Άρχισε να φαντάζεται διάφορους απίθανους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να της δώσει ένα καλό μάθημα. Ίσως να γινόταν κάποτε φίλος με κάποιον διακεκριμένο νέγρο καθηγητή ή δικηγόρο και να τον έφερνε στο σπίτι του για να περάσουν μαζί το βράδυ. Ο ίδιος θα ήταν τότε απόλυτα δικαιολογημένος, αλλά η πίεσή της θα έφτανε το 300. Δεν έπρεπε να την εξωθήσει σε τέτοιο σημείο αντίδρασης, ώστε να της προκληθεί εγκεφαλικό. Πάντως δεν είχε ποτέ του καταφέρει να συνάψει φιλία με κανέναν νέγρο. Είχε προσπαθήσει να κάνει γνωριμία στο λεωφορείο με ορισμένους από τους πιο ευπαρουσίαστους, που έμοιαζαν με καθηγητές ή υπουργούς ή δικηγόρους. Ένα πρωί είχε καθίσει δίπλα σε κάποιον άνδρα με σκούρο καφέ χρώμα, που από την εμφάνισή του και μόνο έμοιαζε επιφανής προσωπικότητα, ο οποίος απάντησε στις ερωτήσεις του με στομφώδη μεγαλοπρέπεια, αλλ’ αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν εργολάβος κηδειών. Μια άλλη μέρα είχε κάτσει δίπλα σε κάποιον νέγρο που κάπνιζε και φορούσε ένα δαχτυλίδι με διαμάντι στο δάχτυλό του, αλλά μετά από λίγες προσποιητές ευχάριστες κουβέντες, ο νέγρος χτύπησε το κουδούνι για τη στάση και σηκώθηκε, αφήνοντας να γλιστρήσουν στο χέρι του Τζούλιαν δύο λαχνοί λαχείου, καθώς πάσχιζε να πηδήξει κυριολεκτικά από πάνω του για να κατορθώσει ιδρωμένος να φύγει.
Φαντάστηκε τη μητέρα του να κείτεται στο κρεβάτι απελπιστικά άρρωστη κι αυτός να μη μπορεί να της βρει παρά μόνο έναν νέγρο γιατρό. Διασκέδασε με αυτή την ιδέα για λίγα λεπτά και ύστερα την εγκατέλειψε για να οραματιστεί στιγμιαία τον εαυτό του να μετέχει ως ένας απ’ τους «συμπαθούντες» σε μια καθιστική διαμαρτυρία. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν απίθανο να το πράξει, αλλά δεν στάθηκε καθόλου σ’ αυτό. Αντίθετα, προσέγγισε την απόλυτη φρίκη. Θα έφερνε στο σπίτι μια πανέμορφη, με έντονα νέγρικα χαρακτηριστικά γυναίκα. «Προσπάθησε να το δεχτείς», θα της έλεγε. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να με εμποδίσεις. Αυτή είναι η γυναίκα που διάλεξα. Είναι έξυπνη, αξιοπρεπής, δεν της λείπει η καλοσύνη κι έχει μάλιστα υποφέρει πολύ και τούτο το τελευταίο δεν είναι γι’ αυτήν αστείο. Τώρα διώξε μας, άντε λοιπόν… διώξε μας! Πέταξέ την έξω από ’δω, αλλά να ξέρεις, μαζί μ’ εκείνην πετάς κι εμένα έξω». Οι κόρες των ματιών του είχαν μικρύνει και μέσα από την αγανάκτηση που ο ίδιος είχε γεννήσει, είδε τη μητέρα του αντικριστά, στην άλλη πλευρά του διαδρόμου, με τα μάγουλα φλογισμένα, συρρικνωμένη στις μικροσκοπικές διαστάσεις της ηθικής φύσης της, να κάθεται σαν μούμια κάτω από τη γελοία παντιέρα του καπέλου της.
Αποτραβήχτηκε απότομα και πάλι από τον φανταστικό του κόσμο, όταν το λεωφορείο σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε μ’ ένα ρουφηχτό βαθύ συριγμό και μέσα από το σκοτάδι επιβιβάστηκε μια μεγαλόσωμη έγχρωμη γυναίκα μαζί μ’ ένα μικρό αγόρι. Η γυναίκα ήταν εύθυμα ντυμένη, αλλά σκυθρωπή στην όψη. Το παιδί, που έμοιαζε τεσσάρων περίπου χρονών, φορούσε ένα κοντό καρό κουστούμι κι ένα τυρολέζικο καπέλο με μπλε φτερό πάνω του. Ο Τζούλιαν έλπισε ότι το αγόρι θα καθόταν δίπλα του και η γυναίκα θα στριμωχνόταν κοντά στη μητέρα του. Δεν θα μπορούσε να σκεφθεί καλύτερη διευθέτηση.
Περιμένοντας για τα εισιτήριά της, η γυναίκα εξέταζε διερευνητικά τις διαθέσιμες κενές θέσεις. Ο Τζούλιαν ευχόταν να καθίσει εκεί όπου ήταν λιγότερο επιθυμητή. Αντιλαμβανόταν ότι υπήρχε κάτι το οικείο στη συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά αδυνατούσε προς το παρόν να κατανοήσει τι ήταν αυτό. Ωστόσο τα χαρακτηριστικά της τον ξένιζαν. Ήταν τεράστια. Το πρόσωπό της φανέρωνε προθυμία όχι μόνο να αντισταθεί στους εχθρούς, αλλά και να τους αναζητήσει. Το μεγάλο και σαρκώδες κάτω χείλος της, που γύριζε σαν πρησμένο προς τα έξω και κρέμονταν, έμοιαζε με επιγραφή σε προειδοποιητική ταμπέλα: ΜΗΝ ΤΑ ΒΑΖΕΤΕ ΜΑΖΙ ΜΟΥ. Το ογκώδες σώμα της το περιέβαλλε ένα πράσινο κρεπ φόρεμα και τα πελώρια πόδια της ξεχείλιζαν μέσα σε κόκκινα παπούτσια. Φορούσε ένα απαίσιο καπέλο. Ένα πορφυρό βελούδινο πτερύγιο έγερνε προς τη μια πλευρά και στεκόταν στην κορυφή της άλλης. Το υπόλοιπο ήταν πράσινο κι έμοιαζε με μαξιλάρι άδειο από το γέμισμά του. Κρατούσε μια κόκκινη τσάντα-μαμούθ, υπερβολικά φουσκωμένη, σαν να ήταν γεμάτη με πέτρες.
Προς απογοήτευση του Τζούλιαν, το μικρό αγόρι αναρριχήθηκε στην άδεια θέση δίπλα στη μητέρα του. Για εκείνην πάντως όλα τα παιδιά, λευκά και μαύρα, ανήκαν στην κοινή κατηγορία που δήλωνε ο χαρακτηρισμός «χαριτωμένο» και μάλιστα είχε την αίσθηση ότι τα μικρά νεγράκια ήταν όλα –ανεξαιρέτως όλα– πιο χαριτωμένα από τα λευκά… Έτσι λοιπόν χαμογέλασε –μάλλον παραχαμογέλασε!– στο μικρό αγόρι, όταν σκαρφάλωσε πλάι της.
Παράλληλα η γυναίκα έσπευσε να καταλάβει τον ελεύθερο χώρο στο κάθισμα του Τζούλιαν, που ενοχλημένος την ένιωσε να στριμώχνεται πλάι του. Πρόσεξε την αλλαγή στο πρόσωπο της μητέρας του, καθώς έβλεπε πως η γυναίκα βολευόταν για τα καλά –με όλο της το εκτόπισμα– δίπλα στον γιο της, και συνειδητοποίησε μ’ ένα αίσθημα ικανοποίησης ότι αυτό ήταν περισσότερο ανεπιθύμητο στη μητέρα του παρά στον ίδιο. Το πρόσωπό της φαινόταν σχεδόν γκρίζο και στα μάτια της υπήρχε μια ένδειξη απρόθυμης αποδοχής της πραγματικότητας, σαν να την είχαν εγκαταλείψει απροσδόκητα οι δυνάμεις της κατά τη διάρκεια μιας αγωνιώδους πάλης. Ο Τζούλιαν σκέφθηκε πως η θλίψη της οφειλόταν στο γεγονός ότι εκείνη και η γυναίκα είχαν, κατά κάποιον τρόπο, ανταλλάξει γιους. Αν και η μητέρα του δεν αντιλαμβανόταν τη συμβολική σημασία του συγκεκριμένου συμβάντος, την ένιωθε. Ο ίδιος άρχισε να διασκεδάζει και τούτο έγινε εμφανές στο πρόσωπό του.
Η γυναίκα στο πλάι του ψέλλισε κάτι ακατανόητο.
Αφουγκράστηκε ένα είδος εκρηκτικού θυμού που είχε αρχίσει ν’ αφηνιάζει στο πλευρό του υπόκωφα, ένα βουβό μούγκρισμα σαν άγριας γάτας. Αυτός ωστόσο δεν στράφηκε να κοιτάξει τίποτε άλλο πέρα από την κόκκινη τσάντα της, την οποία εκείνη κρατούσε στημένη όρθια στους μηρούς, που διαγράφονταν διογκωμένοι κάτω από το πράσινο κρουστό ύφασμα. Έφερε στον νου του την εικόνα της γυναίκας, καθώς στεκόταν περιμένοντας για τα εισιτήριά της –τη βαριά κι άγαρμπη φιγούρα της, που από τα κόκκινα παπούτσια υψωνόταν μέχρι τα δυνατά ισχία, τον ασυνήθιστα πλατύ και βαθύ κόρφο, το υπεροπτικό πρόσωπο, το δίχρωμο, πρασινοκόκκινο καπέλο.
Γούρλωσε τα μάτια του.
Η εικόνα των δύο καπέλων, ολόιδια, έπεσε πάνω του όπως οι λαμπερές αχτίνες της ανατολής. Το πρόσωπό του φωτίστηκε ξαφνικά με χαρά. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η Μοίρα θα έδινε στη μητέρα του ένα τέτοιο μάθημα! Ξέσπασε, τότε, σ’ ένα ηχηρό χαχανητό ώστε η μητέρα του να τον κοιτάξει και να καταλάβει ότι το είχε προσέξει… Εκείνη έστρεψε τα μάτια της πάνω του αργά. Το μπλε χρώμα τους φαινόταν πως είχε γίνει σκοτεινό και πορφυρό όπως της ταραγμένης θάλασσας. Για μια στιγμή, ο Τζούλιαν ένιωσε αμήχανος, τον είχε κατακλύσει μία ανεπιθύμητη αίσθηση, η αίσθηση της αθωότητάς της, αλλά ευτυχώς διήρκεσε μόνο ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο, οπότε ανέλαβαν οι «αρχές» να τον… διασώσουν. Η Δικαιοσύνη, ναι, η Δικαιοσύνη τού έδινε το δικαίωμα να γελά. Το πλατύ χαμόγελό του παρέμεινε άκαμπτο και σκληρό, μέχρι να της πει καθαρά και ξάστερα, σαν να φώναζε δυνατά: «Η τιμωρία σου είναι ακριβώς αυτή που ταιριάζει στη στενοκεφαλιά και τη μικροψυχία σου. Αυτό το μάθημα θα πρέπει να σου μείνει αξέχαστο»».
Τα μάτια της μητέρας του στράφηκαν στη γυναίκα. Φαινόταν ότι δεν άντεχε να τον κοιτάζει και να διαπιστώνει ότι για κάποιον λόγο ο γιος της προτιμά την ξένη γυναίκα. Αυτός αφουγκράστηκε πάλι τη θηριώδη παρουσία δίπλα του. Η γυναίκα έβραζε σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Κοίταξε πάλι τη μητέρα του και είδε πως το στόμα της είχε αρχίσει να στραβώνει ελαφρά στη μια του άκρη. Αποκαρδιωμένος αντίκρισε τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της διάθεσής της και συνειδητοποίησε πως όλα σύντομα θα της φαίνονταν πολύ αστεία και, δυστυχώς, η μητέρα του δεν επρόκειτο να πάρει κανένα, μα κανένα, μάθημα. Εκείνη κράτησε τα μάτια της καρφωμένα πάνω στη γυναίκα κι ένα χαμόγελο ευθυμίας απλώθηκε στο πρόσωπό της, σαν να είχε μπροστά της μια μαϊμού που της είχε κλέψει το καπέλο. Από την άλλη, το μικρό νεγράκι την κοιτούσε ατενώς με μεγάλα γοητευτικά μάτια – προσπαθούσε από αρκετή ώρα να τραβήξει την προσοχή της.
«Κάρβερ!» φώναξε ξαφνικά η γυναίκα. «Έλα δωω! Κάρβερ!».
Όταν κατάλαβε πως είχε γίνει επιτέλους το επίκεντρο της προσοχής τους, ο Κάρβερ τράβηξε τα πόδια του πάνω στο κάθισμα κι άρχισε να χαζογελά.
«Κάρβερ!» φώναξε πάλι η γυναίκα. «Μ’ ακούς;; Έλα δωω!»
Ο Κάρβερ κατέβηκε γλιστρώντας από τη θέση του, αλλά παρέμεινε κουλουριασμένος στο δάπεδο, με την πλάτη ακουμπισμένη στη βάση του καθίσματος, και γυρνούσε το κεφάλι του πονηρά προς την πλευρά της μητέρας του Τζούλιαν, που του χαμογελούσε απέραντα. Η γυναίκα, χωρίς να σηκωθεί καν, άπλωσε το χέρι της, τον άρπαξε και τον έσυρε απ’ τον διάδρομο, που τους χώριζε, προς το μέρος της. Αυτός στάθηκε στα πόδια του και, στηρίζοντας την πλάτη στα γόνατά της, χαμογελούσε πλατιά στη μητέρα του Τζούλιαν. «Δεν είναι χαριτωμένος;» αναφώνησε η κυρία Τσέτσνι απευθυνόμενη στη γυναίκα με τα προτεταμένα δόντια.
«Νομίζω πως… ναι», αποκρίθηκε η γυναίκα δισταχτικά.
Η νέγρα τραβούσε το παιδί προς τα πάνω και το έστηνε όρθιο, ώσπου εκείνο απρόσμενα ξέφυγε απ’ τα χέρια της, πετάχτηκε σαν βολίδα στον διάδρομο και σκαρφάλωσε γελώντας ζωηρά στο κάθισμα δίπλα στην αγαπημένη του.
«Νομίζω ότι του αρέσω», είπε η μητέρα του Τζούλιαν και χαμογέλασε στη γυναίκα. Ήταν το χαμόγελο που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της αβίαστα κάθε φορά που γινόταν ιδιαίτερα καταδεχτική σ’ έναν κατώτερο. Το φιάσκο ήταν πλέον δεδομένο για τον Τζούλιαν. Τ’ αναμενόμενο μάθημα είχε απομακρυνθεί απ’ τη μητέρα του, όπως η βροχή απ’ τη στέγη ενός σπιτιού.
Η γυναίκα σηκώθηκε κι έσυρε το μικρό αγόρι πίσω στο δικό της κάθισμα, σαν να το τραβούσε μακριά απ’ τον φορέα κάποιας μολυσματικής ασθένειας. O Τζούλιαν μπορούσε να δικαιολογήσει την ωμότητα της οργής της, γιατί η γυναίκα εκείνη δεν διέθετε κανένα άλλο όπλο απέναντι στο χαμόγελο της μητέρας του. Την είδε να ρίχνει μια δυνατή ξυλιά στα πόδια του παιδιού. Εκείνο ούρλιαξε μια φορά μόνο κι ύστερα έχωσε το κεφάλι του στην κοιλιά της και ταραγμένο την κλωτσούσε σιωπηλά στα καλάμια. «Κάτσε φρόνιμα» του φώναξε εκείνη άγρια.
Το λεωφορείο έκανε στάση κι ο νέγρος που διάβαζε την εφημερίδα του κατέβηκε. Η γυναίκα έκανε χώρο και, μ’ έναν βρόντο, απόθεσε το μικρό αγόρι ανάμεσα στην ίδια και τον Τζούλιαν. Κρατούσε σταθερά τα γόνατα του παιδιού, αλλ’ εκείνο σε μια στιγμή έβαλε τις παλάμες του μπροστά απ’ το πρόσωπό του και κρυφοκοίταζε τη μητέρα του Τζούλιαν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του.
«Σε βλέπωωω!» είπε κι έβαλε το χέρι της μπροστά απ’ το πρόσωπό της κι άρχισε να τον κρυφοκοιτάζει.
Η γυναίκα έπιασε τ’ αριστερό του χέρι και το κατέβασε βίαια κάτω. «Σταμάτα βλάκα», φώναξε, «πριν σε σκοτώσω στο ξύλο!».
Ο Τζούλιαν ένιωθε ευγνωμοσύνη που η επόμενη στάση ήταν «η δική τους». Σήκωσε το χέρι του και τράβηξε το σχοινί του κουδουνιού. Το ίδιο έκανε και η γυναίκα, σχεδόν ταυτόχρονα. Ω, Θεέ μου, σκέφθηκε. Είχε τη φρικτή, την εφιαλτική διαίσθηση ότι μόλις θα κατέβαιναν μαζί απ’ το λεωφορείο, η μητέρα του θ’ άνοιγε το πορτοφόλι της για να δώσει ένα νίκελ* στο μικρό αγόρι. Η χειρονομία της θα ήταν τόσο φυσική κι αναπότρεπτη όσο και η αναπνοή της. Το λεωφορείο σταμάτησε και η γυναίκα σηκώθηκε και χίμηξε μπροστά, σέρνοντας το παιδί, που είχε πίσω της στυλώσει τα πόδια. Ο Τζούλιαν και η μητέρα του σηκώθηκαν αμέσως μετά κι ακολούθησαν. Καθώς πλησίαζαν την πόρτα, ο Τζούλιαν προσπάθησε να την ξαλαφρώσει από την τσάντα της.
«Όχι», είπε χαμηλόφωνα, «θέλω να δώσω στο μικρό αγόρι ένα νίκελ».
«Όχι!» ο Τζούλιαν ψιθύρισε νευρικά. «Όχι!».
Εκείνη χαμογέλασε στ’ αγόρι κι άνοιξε την τσάντα της. Αμέσως μετά όμως άνοιξε και η πόρτα του λεωφορείου και η γυναίκα σήκωσε το παιδί, το κράτησε σφιχτά στο πλευρό της, κρεμασμένο απ’ το μπράτσο της και κατέβηκε μαζί του. Αφού πάτησε στον δρόμο, το άφησε κάτω, το πήρε βιαστικά απ’ το χέρι και προχώρησαν.
Η μητέρα του Τζούλιαν, πριν βάλει το πόδι της στο σκαλί του λεωφορείου, είχε αναγκαστεί να κλείσει το πορτοφόλι, αλλά όταν πάτησε το έδαφος, τ’ άνοιξε κι άρχισε να το σκαλίζει. «Δεν μπορώ να βρω τίποτα περισσότερο από ένα σεντ», ψιθύρισε, «αλλά τούτο φαίνεται ολοκαίνουργιο».
«Μην το κάνεις!» ακούστηκε λυσσασμένη η ψιθυριστή φωνή του Τζούλιαν, μέσα απ’ τα δόντια του. Υπήρχε ένας φανοστάτης στη γωνία του δρόμου και η μητέρα του έσπευσε να σταθεί από κάτω, μήπως κοιτάξει καλύτερα μέσα στην τσάντα της. Η γυναίκα, εντωμεταξύ, κατευθυνόταν προς τον κάθετο δρόμο, σέρνοντας ξωπίσω το παιδί, που κρέμονταν απ’ το χέρι της.
«Εεεε, αγοράκι!» φώναξε η μητέρα του Τζούλιαν και με γρήγορα βήματα μόλις που πρόκαμε να τους φθάσει, δίπλα ακριβώς στο φανάρι. «Κοίτα, ένα λαμπερό ολοκαίνουργιο σεντ για σένα», είπε τραγουδιστά και του πρόσφερε το νόμισμα, που ο μπρούντζος του γυάλιζε στο θαμπό φως.
Η θεόρατη γυναίκα γύρισε, στάθηκε προς στιγμήν με ανασηκωμένους τους ώμους και το πρόσωπο παγωμένο απ’ τον ματαιωμένο θυμό, και κάρφωσε το βλέμμα της στη μητέρα του Τζούλιαν. Τότε, εντελώς απρόβλεπτα, εξερράγη σαν εξάρτημα ενός μηχανήματος που λίγο πριν λειτουργούσε σε συνθήκες υπερβολικής πίεσης. Ο Τζούλιαν είδε τη μαύρη γροθιά να στριφογυρίζει μαζί με τη μεγάλη κόκκινη τσάντα της. Έκλεισε τα μάτια κι ανατρίχιασε ακούγοντας τη γυναίκα να κραυγάζει «Δεν θα πάρει τα σεντς κανενός!». Όταν άνοιξε τα μάτια του, η γυναίκα χανόταν μακριά στον δρόμο, με το μικρό αγόρι να κοιτάζει επίμονα, με ορθάνοιχτα μάτια, πάνω απ’ τον ώμο της. Η μητέρα του Τζούλιαν ήταν καθισμένη στο πεζοδρόμιο.
«Σου είπα να μην το κάνεις αυτό!» είπε ο Τζούλιαν εκνευρισμένος. «Σου είπα να μην το κάνεις αυτό!» επανέλαβε.
Στάθηκε από πάνω της για λίγο, σφίγγοντας τα δόντια του. Τα πόδια της ήταν απλωμένα και το καπέλο της αναπαυόταν σ’ αυτά. Κάθισε στις φτέρνες του και την κοίταξε. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς ανέκφραστο. «Πήρες ακριβώς αυτό που σου χρειαζόταν», της είπε. «Τώρα σήκω πάνω!».
Ανέσυρε την τσάντα, που κείτονταν πλάι της, κι έβαλε ξανά μέσα ό,τι είχε πέσει έξω απ’ αυτήν. Πήρε το καπέλο απ’ την αγκαλιά της φούστας της και της το φόρεσε. Το μπρούντζινο σεντ… το πρόδωσε η θαμπή του γυαλάδα. Το μάζεψε απ’ το πεζοδρόμιο και τ’ άφησε να πέσει, μπροστά στα μάτια της, στο πορτοφόλι. Ύστερα ανασηκώθηκε και, σκύβοντας, της έτεινε τα χέρια. Αυτή παρέμενε ακίνητη. Ο Τζούλιαν αναστέναξε. Σκοτεινά κτήρια πολυκατοικιών ορθώνονταν γύρω τους και γίνονταν αντιληπτά από διάσπαρτα ακανόνιστα φώτα παραθύρων. Στο τέλος του τετραγώνου, κάποιος άνδρας βγήκε από μία είσοδο και προχώρησε στην αντίθετη κατεύθυνση. «Εντάξει», είπε, «αν κάποιος περάσει από ʼδω και ρωτήσει γιατί κάθεσαι στο πεζοδρόμιο;».
Εκείνη γραπώθηκε απ’ το χέρι του κι αναπνέοντας βαριά, κατάφερε, βάζοντας όλη της τη δύναμη, να σηκωθεί και να σταθεί επιτέλους όρθια, παραπαίοντας όμως ελαφρά, σαν να την κύκλωναν και να τη ζάλιζαν όλα εκείνα τ’ ακαθόριστα φώτα που λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της, σκοτεινό και συγχυσμένο, επιτέλους εστιάστηκε στο πρόσωπό του. Αυτός δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει την οργή του. «Ελπίζω ότι αυτό σου έδωσε ένα καλό μάθημα», είπε. Εκείνη έγειρε λίγο προς το μέρος του. Τα μάτια της σάρωναν ερευνητικά το πρόσωπό του. Φαινόταν ότι προσπαθούσε να προσδιορίσει την ταυτότητά του. Τότε, σαν να μην είχε βρει τίποτα οικείο σ’ αυτόν, άρχισε να βαδίζει βιαστικά, με το κεφάλι μπροστά, στη λάθος κατεύθυνση.
«Δεν θα πας στις “Νεαρές”;» τη ρώτησε.
«Σπίτι», ψέλλισε.
«Μάλιστα… με τα πόδια;».
Αντί γι’ απάντηση, συνέχισε να βαδίζει. Ο Τζούλιαν ακολουθούσε, με τα χέρια πίσω. Δεν έβλεπε τον λόγο ν’ αφήσει το μάθημα που πήρε η μητέρα του, να ξεχαστεί. Όφειλε να το υποστηρίξει και να διασαφηνίσει το μήνυμά του. Γιατί ίσως να μπορούσε πλέον εκείνη να καταλάβει τι ακριβώς της συνέβη. «Μη νομίζεις ότι η νέγρα γυναίκα ήταν μια καβαλημένη» είπε. «Στο πρόσωπό της συνάντησες όλους τους έγχρωμους ανθρώπους που δεν θα παίρνουν πια τα υπεροπτικά σου σεντς. Η γυναίκα εκείνη ήταν ο δεύτερος, ο μαύρος εαυτός σου. Μπορεί να φορά το ίδιο ακριβώς καπέλο μ’ εσένα, όμως να ʼσαι βέβαιη», πρόσθεσε τυχαία, χωρίς λόγο (γιατί νόμιζε πως έλεγε κάτι αστείο), «φαινόταν πιο ταιριαστό σ’ εκείνην παρά σ’ εσένα. Εκείνο που σημαίνουν όλα αυτά», είπε, «είναι ότι ο παλιός κόσμος δεν υπάρχει πλέον. Οι παλιοί τρόποι συμπεριφοράς είναι παρωχημένοι και η “καταδεχτικότητά” σου δεν πιάνει μία». Σκέφθηκε τότε με πίκρα το σπίτι που είχε οριστικά χαθεί γι’ αυτόν. «Δεν είσαι εκείνη που νομίζεις ότι είσαι», πρόσθεσε.
Εκείνη προχωρούσε ακάθεκτη μπροστά, χωρίς να του δίνει την παραμικρή σημασία. Τα μαλλιά της είχαν ξετυλιχθεί από τη μια πλευρά. Της έπεσε η τσάντα και δεν το πρόσεξε. Έσκυψε, τη σήκωσε, άπλωσε το χέρι του να της τη δώσει, αλλά εκείνη δεν την πήρε.
«Μην κάνεις σαν να ʼχει έρθει το τέλος του κόσμου», προσπάθησε να την ενθαρρύνει, «γιατί δεν έχει έρθει. Από τώρα και στο εξής πρέπει να ζήσεις σ’ έναν νέο κόσμο, ν’ αλλάξεις λίγο και ν’ αντιμετωπίσεις ορισμένες τουλάχιστον απ’ τις νέες πραγματικότητες… Θάρρος! Δεν είναι για στενοχώρια το πράγμα… κάθε άλλο».
Εκείνη ανέπνεε γρήγορα, λαχανιασμένα.
«Ας περιμένουμε το λεωφορείο», της φώναξε.
«Σπίτι», είπε εκείνη βραχνά.
«Απεχθάνομαι να σε βλέπω να συμπεριφέρεσαι έτσι», την επέπληξε. «Σαν παιδί! Περιμένω περισσότερα από σένα». Αποφάσισε να σταματήσει εκεί ακριβώς που βρισκόταν και να σταματήσει και τη μητέρα του εκεί και να περιμένουν επιτέλους ένα λεωφορείο. «Δεν το κουνάω ρούπι από ʼδω», είπε και στάθηκε. «Θα περιμένουμε εδώ το λεωφορείο».
Εκείνη συνέχισε να βαδίζει σαν να μην τον είχε ακούσει καθόλου. Ο Τζούλιαν έκανε μερικά βήματα, την έπιασε απ’ το μπράτσο και τη σταμάτησε. Όταν την κοίταξε στο πρόσωπο, του κόπηκε η αναπνοή. Έβλεπε ένα πρόσωπο, που δεν είχε δει ποτέ πριν. «Πες στον παππού να ʼρθει να με πάρει», του είπε.
Την κοιτούσε κατάπληκτος.
«Πες στην Καρολίνα να ʼρθει να με πάρει», είπε πάλι.
Μουδιασμένος ολότελα, την άφησε να του ξεφύγει απ’ τα χέρια κι εκείνη προχώρησε μπροστά ξανά, τρεκλίζοντας σαν να ήταν το ένα της πόδι κοντύτερο απ’ το άλλο. Μια σκοτεινή παλίρροια την απομάκρυνε απ’ αυτόν.
«Μητέρα!», κραύγασε. «Αγάπη μου, καρδιά μου, περίμενε!». Εκείνη καταρρέοντας έπεσε στο πεζοδρόμιο. Έτρεξε κοντά της κι έπεσε στο πλευρό της, κλαίγοντας: «Μαμά, μαμά!». Τη γύρισε ανάσκελα. Το πρόσωπό της ήταν πολύ παραμορφωμένο. Το ένα μάτι, κοιτάζοντας ορθάνοιχτο, έφευγε προς τα αριστερά, σαν να είχε χάσει την άγκυρά του. Το άλλο είχε μείνει προσηλωμένο σ’ αυτόν, σάρωσε πάλι το πρόσωπό του, δεν βρήκε τίποτα κι έκλεισε.
«Περίμενε εδώ, περίμενε εδώ!» κραύγασε ο Τζούλιαν, πήδηξε πάνω κι άρχισε να τρέχει, ζητώντας βοήθεια, προς το πιο κοντινό σύμπλεγμα φώτων. «Βοήθεια, βοήθεια!» κραύγαζε, αλλά η φωνή του ήταν ασθενική, ίσως μόνο μια λεπτή κλωστή ήχου. Τα φώτα μπροστά του μάκραιναν όσο πιο γρήγορα έτρεχε και τα πόδια του κινούνταν μουδιασμένα σαν να τον μετέφεραν στο πουθενά. Η σκοτεινή παλίρροια τον γύριζε μάλλον πίσω σ’ εκείνην, αναβάλλοντας, από στιγμή σε στιγμή, την είσοδό του στον κόσμο της ενοχής και της οδύνης.
[*νίκελ (nickel): νόμισμα των πέντε σεντς]

