…κι όμως, Πηνελόπη, θα μπορούσες να ζεις και σήμερα –ασίγαστα και άγρια. Σε έναν κόσμο που εξακολουθεί να πληγώνει.
Κι εσύ μόνη. Να μη μπορείς να το δεχτείς. Ευάλωτη. Ήρεμη.
Κι εσύ μαζί με όλους. Να σφίγγεις τις γροθιές σου. Δυνατή. Έντονη. Όχι σκληρή.
Ανάμεσα σ’ ανθρώπους συνηθισμένους. Ανάμεσα σ’ ανθρώπους ξεχωριστούς.
Με μια μεταξωτή κλωστή να σε χωρίζει στα δυο: απ’ τη μια η αγάπη, απ’ την άλλη το πάθος. Κάνοντας ό,τι έπρεπε κι ό,τι δεν έπρεπε. Ήσυχα. Με κρότο.
Στις δεξιώσεις με τον πολύ τον κόσμο και τους σημαντικούς ανθρώπους. Στη σκοτεινή γωνιά του κήπου μόνο με εκείνον.
Σαν γυναίκα. Γράφοντας γράμματα. Κυνηγώντας μια χίμαιρα.
Σαν μητέρα. Κρατώντας τρία μικρά χέρια με την τρυφερότητα που εσένα δε σε κράτησαν ποτέ τα χέρια καμιάς.
Εσύ πάντοτε πρόσεχες τα χέρια σου. Τα παρατηρούσες. Τα έπλεκες μεταξύ τους. Έφερνες τον δείκτη σου μπροστά στα χείλη σου. Κρατούσες σφιχτά. Άφηνες να φύγει.
Αν ζούσες σήμερα, Πηνελόπη –ασίγαστα και άγρια– μαύρο μελάνι θα λέκιαζε ακόμη τα δάχτυλά σου. Τις μέρες θα έγραφες βιβλία και τα βράδια θα ξήλωνες κρυφά το υφαντό σου.
Κάθε πρωί θα έβγαινες στο μπαλκόνι, ο αέρας θα ανέμιζε το μαύρο σου φουστάνι, ο αρχαίος βράχος θα σου χαμογελούσε κι εσύ ίσως συλλογιόσουν λιγάκι την Αλεξάνδρεια.
Μα εκείνο το πρωινό μπροστά σου ανέμισε ένα ματωμένο πανί, σημαία ψηλά στο κοντάρι και από τότε έβλεπες, άκουγες, μα δεν κινήθηκες ποτέ ξανά.
Έμεινες εκεί, σε κείνο το ίδιο σπίτι. Μένεις εδώ, στο δικό μου σπίτι. Βρίσκεσαι παντού, σε κάθε σπίτι. Μπορεί τούτη εδώ η πατρίδα σου σήμερα να είναι πια πολύ χλωμή –σχεδόν ξεθωριασμένη– όμως ακόμη γελάνε τα παιδιά, ο σκύλος συνεχίζει να κάνει σκανταλιές, οι μεγάλοι εξακολουθούν να είναι το ίδιο αυστηροί όσα χρόνια κι αν περάσουν κι εσύ είσαι εκεί, εδώ, παντού, βλέπεις, ακούς, παρατηρείς και –τέλος– φέρνεις τον δείκτη σου μπροστά στα χείλη σου: σιωπή.

