Η απουσία του πατέρα και η συνακόλουθη ανάδειξη της μητέρας ως κυρίαρχου γονέα, η στρέβλωση των σχέσεων ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί, που το αντιμετωπίζει ως προέκταση του εαυτού της, επιδαψιλεύοντάς του επιμέλεια άσχετη με τις ανάγκες του, το ξερίζωμα του παιγνιώδους στοιχείου από τη ζωή, ιδίως δε η έκλειψη από τη ζωή των παιδιών των ομαδικών παιχνιδιών και αθλημάτων, τα οποία ικανοποιούν την ανάγκη για ελεύθερη φαντασία και διδάσκουν την αντιμετώπιση και τον τρόπο υπέρβασης των προβλημάτων και των δυσκολιών, η εξέγερση των νέων ελίτ, των επαγγελματιών και των διευθυντικών στελεχών των επιχειρήσεων, η εξάπλωση στα Πανεπιστήμια ενός ακαδημαϊκού ριζοσπαστισμού με απομίμηση της «ανατροπής», η διολίσθηση της ανταποδοτικής δικαιοσύνης προς μία θεραπευτική-ιατρική δικαιοσύνη, η οποία διαιωνίζει την παιδικού τύπου εξάρτηση μέχρι την ενηλικιότητα και την καθιστά τρόπο ζωής, απαλλάσσοντας τον «ασθενή» από την κριτική σκέψη και την ηθική ευθύνη, η εν τέλει υποκατάσταση του πατέρα από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και η κατά συνεκδοχήν συγκρότηση πατερναλιστικού πάλι τύπου κοινωνιών, αλλά χωρίς πατέρα, υπήρξαν φαινόμενα που είχαν τύχει της προσοχής και είχαν επισημανθεί κατά τρόπο καίριο και διεισδυτικό από τον Christopher Lash, ως συμπτώματα της αμερικανικής κοινωνίας, ήδη από την δεκαετία του 1980[1]Christopher Lash, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, Νησίδες, Αθήνα 1999 και Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας, Νησίδες, Αθήνα 1995..
Γιατί σήμερα εξακολουθούν να είναι τόσο επίκαιρες οι επισημάνσεις αυτές του Christopher Lasch; Γιατί επανερχόμαστε και εγκύπτουμε σ’ αυτά που είχε γράψει τότε, αναζητώντας πολύτιμα εργαλεία σκέψης για να ερμηνεύσουμε σημερινές καταστάσεις; Αρκεί μια ματιά στο τι συμβαίνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια και στις μεγάλες σχολές για να αναγνωρίσει κανείς τη διορατικότητα του Αμερικανού φιλοσόφου και ιστορικού. Tι είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει στα αμερικανικά πανεπιστημιακά campus; Η ειδησεογραφία για τα τεκταινόμενα εκεί πληθαίνει καθημερινά. Ακούμε επί παραδείγματι να λέγεται και να υποστηρίζεται από τους φοιτητές, αλλά και από το διδακτικό προσωπικό, ότι η γλώσσα που έχουμε είναι βίαιη διότι είναι γλώσσα εξουσίας, ότι η επιστήμη μας είναι σεξιστική και φυλετική διότι είναι δημιουργία κυρίως λευκών ανδρών, ότι το βιολογικό φύλο δεν υφίσταται και ότι είναι κοινωνική κατασκευή, ότι το να είσαι παχύσαρκος είναι κάτι το υγιές, ότι ρατσιστές είναι μόνο οι λευκοί, ότι δεν επιτρέπεται να παρασκευάζεις κινέζικα φαγητά εάν δεν είσαι Κινέζος, διότι αυτό αποτελεί νόσφιση της κινέζικης κουλτούρας κ.ο.κ. Η περιπτωσιολογία είναι πλούσια, αλλά και ανεξάντλητη εφ’ όσον συνεχώς εμπλουτίζεται με τις πιο ευφάνταστες παραξενιές.
Αλλά ενδιαφέρον έχει και το ποιες μέθοδοι επινοούνται στα διάφορα campus για τη διαφύλαξη της «ορθοσκεψίας» αυτής και τη μη μόλυνση των φοιτούντων από ό,τι θα μπορούσε να την αμφισβητήσει ή απλώς και να τη σκιάσει, έστω και κατ’ ελάχιστον. Οι σχολές και τα πανεπιστημιακά campus, μας λένε, πρέπει να αποτελούν ασφαλή χώρο (safe space) για τους φοιτητές. Πρέπει να υπάρχει μία διαρκής επαγρύπνηση ώστε να μη μπορέσουν να διεισδύσουν σ’ αυτά θέσεις και απόψεις οι οποίες μπορεί να πλήξουν τη συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια των φοιτητών ή κάποιων απ’ αυτούς. Για τη διασφάλιση αυτού του safytism όλος ο γραφειοκρατικός μηχανισμός των σχολών τίθεται σε διαρκή εγρήγορση. Τα πεδία εκείνα για τα οποία επιβάλλεται η ενεργοποίηση προειδοποίησης για ενδεχόμενη παρείσφρηση προσβλητικού περιεχομένου λόγου (trigger warning) συνεχώς διευρύνονται με νέες εγκυκλίους και οδηγίες. Ο πανικός της προσβολής της συγκινησιακής και συναισθηματικής ισορροπίας των σπουδαστών φτάνει μέχρι του να δαιμονοποιεί και την παραμικρή και χωρίς πρόθεση συμπεριφορά. Έτσι, στο στόχαστρο των trigger warning δεν είναι μόνο οι οξείες αμφισβητήσεις του παραπάνω κρατούντος ιδεολογικού status, αλλά ακόμη και οι μικρές και αθέλητες «ενοχλήσεις» (microagressions). Tα υποκείμενα των ενοχλήσεων αυτών τίθενται υπό διωγμόν. Μία κουλτούρα εξοστρακισμούκαι ακύρωσης (cancel culture) πυροδοτεί ένα κυνήγι μαγισσώνκατά όσων, έστω και άθελά τους, δημιουργούν ανασφάλεια ή επιδρούν τραυματικά σε άτομα ή εθνοτικές, θρησκευτικές, φυλετικές ή σεξουαλικές μειονότητες. Οι καταγγελίες προς τις διοικήσεις των πανεπιστημίων είναι καθημερινές, τα μέτρα κατά των «δραστών» αυτών των «ανοσιουργημάτων» άμεσα, των απολύσεων συμπεριλαμβανομένων. Το Κίνημα αγρυπνεί. Είναι woke.
Το ερώτημα αναδύεται αναπόφευκτα. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς το «κίνημα» αυτό, ένα κίνημα χωρίς ηγέτη, γεννήθηκε και γνώρισε μια τέτοια πρωτόγνωρη επέκταση τα τελευταία χρόνια; Οι απόπειρες ερμηνείας πληθαίνουν. Η βιβλιογραφία επί του θέματος εμπλουτίζεται συνεχώς. Στο βραχύ μου αυτό σημείωμα επιλέγω να αναφερθώ ακροθιγώς σε δύο από τις τελευταίες συμβολές στο ζήτημα του φαινομένου αυτού που ονομάζεται πλέον σήμερα Wokeisme.
H Helen Pluckrose και ο James Lindsay εκδίδουν τον Αύγουστο του 2020 ένα δοκίμιο με τον τίτλο Cynical Theories. How Activist Scholarships Made Everything about Race, Gender and Identity, Swift Press, 25.8.2020. Στο βιβλίο τους αυτό οι Pluckrose και Lindsay εντάσσουν το κίνημα Woke στον μεταμοντερνισμό και ιδιαίτερα στον μετα-αποικιοκρατισμό ως εφαρμοσμένο σχέδιο του μεταμοντερνισμού. Αναφέρονται στις αποδομητικές θεωρίες των Foucault, Derrida και Lyotard και στο πώς αυτές προσελήφθησαν στις Η.Π.Α. ως ενιαία θεωρία, γνωστή εκεί ως French Theory.
Όμως, για τους συγγραφείς του Cynical Theories υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον αποδομισμό της French Τheory και τους υποτιθέμενους πνευματικούς της κληρονόμους στην Αμερική. Στην μετα-αποικιοκρατική θεωρία δεν τίθεται θέμα αποδομισμού απλώς, αλλά συνυπάρχει και ένα κήρυγμα επαναδομισμού. Ο μετα-αποικιοκρατισμός, όπως και οι θεωρίες του νεοφεμινισμού και άλλων παρεμφερών κινημάτων, περιλαμβάνουν παραλλήλως και προγράμματα πολιτικής δράσης και μάλιστα ριζοσπαστικής. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο εφαρμοσμένος αυτός μεταμοντερνισμός έρχεται να αναιρέσει την έννοια του αποδομισμού της Γαλλικής Θεωρίας, εφ’ όσον ο αποδομισμός αυτός δεν μπορεί παρά να έρχεται σε αντίθεση με έναν επαναδομισμό και μάλιστα πολιτικά στρατευμένο. Τα κείμενά του εφαρμοσμένου μεταμοντερνισμού παύουν να είναι αποδομητικά, καθίστανται κανονιστικά και ο ριζικός σκεπτικισμός του μετανεωτεριστικού αποδομισμού παραχωρεί τη θέση του σε ένα σύστημα ηθικών επιταγών. Η πνευματική εμβέλεια μειώνεται και παραχωρεί τη θέση της στην πολιτική δύναμη.
Για τους Pluckrose και Lindsay η λογική των νέων αυτών κινημάτων του εφαρμοσμένου μεταμοντερνισμού φτάνει πολύ γρήγορα στη λογική της αμφισβήτησης των δυτικών κοινωνιών και του δυτικού πολιτισμού. Η ανηλεής κριτική στα δυτικά μετα-αφηγήματα γίνεται κι’ αυτή η ίδια ένα μετα-αφήγημα, εργαλείο για να χειραφετηθούν οι μειονότητες και εν γένει ο Άλλος, σε όλες του τις μορφές. Ένας Άλλος ο οποίος δεν είναι ο πολυαγαπημένος καθ’ εαυτόν, αλλά μόνο στο μέτρο που είναι χρήσιμος για τις αποδομητικές διεργασίες. Ο πολλαπλασιασμός των ανέλεγκτων αυτών αντιδιαφωτιστικών δοξασιών δεν είναι μια απειλή μόνο για τη δημοκρατία, αλλά και για την ίδια τη νεωτερικότητα. Επί πλέον, αυτή η φυγή προς τα μπρος των νέων ακτιβιστών, την αμφίβολη, ασυνεπή και ελευθεροκτόνο ηθική των οποίων οι συγγραφείς περιγράφουν με λεπτομέρειες, συχνά κάνει μεγαλύτερο κακό παρά καλό, ακόμη, αλλά και κυρίως, στις περιθωριοποιημένες κοινότητες τις οποίες ισχυρίζονται ότι θέλουν να προασπισθούν.
Στο βιβλίο τους The Coddling of the American Mind. How good intentions and bad ideas are setting up a generation for failure, Penguing Books, Σεπτέμβριος 2018, οι Greg Lukianoff και Jonathan Haidt, δύο γνωστοί λίμπεραλς που διαβάζονται πολύ στην Αμερική, εστιάζουν στην υπερευαισθησία των νέων γενιών των φοιτητών, μία υπερευαισθησία η οποία όμως είναι και η αιτία για το διαρκώς αυξανόμενο πάθος τους να απαγορεύουν και να λογοκρίνουν. Εντοπίζουν το φαινόμενο κυρίως στη γενιά Z ή αλλιώς iGen (γεννημένοι από το 1995 έως το 2010). Διερωτώμενοι και αυτοί πώς φτάσαμε ως εδώ, εντοπίζουν τα παρακάτω αλληλένδετα σημεία που επενεργούν στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης:
α) Το άγχος και την κατάθλιψη που εμφανίζονται ιδιαίτερα αυξημένα στην iGen και ιδιαίτερα στις νέες γυναίκες.
β) Την έκλειψη στις παιδικές ηλικίας της γενιάς αυτής του ελεύθερου παιχνιδιού, το οποίο έχει αντικατασταθεί από την οθόνη του υπολογιστή και το έξυπνο τηλέφωνο. Οι φοιτητές της iGen φθάνουν να στερούνται πλέον τόσο τη φυσική άσκηση, όσο και τις κοινωνικές σχέσεις και έτσι δεν βρίσκονται μπροστά στην τόσο εποικοδομητική ανάγκη να αντιμετωπίζουν και να ρυθμίζουν τις αντιθέσεις και τις μικροσυγκρούσεις με τους ομοίους τους.
γ) Την «παρανοειδή» στάση των γονέων, οι οποίοι άσκησαν τέτοια ασφυκτική επιτήρηση κατά την παιδική τους ηλικία, ώστε να τους αφήσουν ελάχιστη θέση για την ανάπτυξη της δυνατότητας να αντιμετωπίζουν καθημερινά και κανονικά προβλήματα.
δ) Τον γραφειοκρατικό μηχανισμό ασφαλείας των πανεπιστημίων, που όλο και περισσότερο δείχνουν να αρκούνται στο να είναι απλώς και μόνο κερδοσκοπικές ενώσεις, οι οποίες θέλουν να διατηρήσουν τους πελάτες τους, να διασώσουν αλώβητη τη φίρμα τους και να αποφύγουν τις δικαστικές εμπλοκές. Έτσι, δεν εκπλήσσει διόλου το γεγονός ότι οι διοικήσεις των πανεπιστημίων θεσπίζουν όλο και πιο αυστηρά κανονιστικά πλαίσια, επιπλήττουν, επιβάλλουν κυρώσεις ή και απολύουν καθηγητές, ακόμη και για δηλώσεις ανώδυνες, οι οποίες όμως δεν ήταν αρεστές σε κάποιους φοιτητές. Η πανεπιστημιακή αυτή γραφειοκρατία έχει υποκαταστήσει τον ρόλο του πατέρα προστάτη, στον οποίο κατέφευγαν τα παιδιά στην παιδική τους ηλικία. Ο πατερναλισμός συνεχίζεται πιά από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό.
ε) Μία συνεχή διεύρυνση αιτημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης, συνεπικουρούμενη και από πραγματικά γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση για τη δραστηριοποίηση ακτιβιστών: Black life matters, #Me too#, δολοφονίες στα σχολεία, γάμος ομοφυλοφίλων, εκλογή Τράμπ.
στ) Την πόλωση της αντιπαράθεσης αριστεράς-δεξιάς με αποτέλεσμα το 2016-2017 να έχουμε 20% αύξηση των περιστατικών αμοιβαίου μίσους.
Οι παρατηρήσεις αυτές των Lukianoff και Haidt και η εν γένει έρευνά τους στο πλαίσιο του φαινομένου των κινημάτων Woke, τους ωθούν να αποκρυσταλλώσουν τρεις μεγάλες αναλήθειες, όπως λένε, τρία ψευδή αξιώματα τα οποία έχουν καταλάβει κατά τα τελευταία χρόνια εξέχουσα θέση στην ανατροφή και την εκπαίδευση:
1. Το αξίωμα «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο αδύναμο», κατ’ αντιστροφήν της γνωστής φράσης του Νίτσε.
Οι δύο Αμερικανοί συγγραφείς θεωρούν ότι το αξίωμα αυτό, βασιζόμενο, υποτίθεται, σε μία εγγενή ευθραυστότητα του αναπτυσσόμενου προσώπου, είναι εξ ολοκλήρου ψευδές και βρίσκεται στον αντίποδα της σύγχρονης ψυχολογίας, αλλά και της αρχαίας σοφίας πολλών πνευματικών παραδόσεων. Στην προβαλλόμενη αυτή αναλήθεια αντιτάσσουν την έννοια της αντι-ευθραυστότητας. Γι’ αυτούς, τα παιδιά, όπως και πολλά άλλα σύνθετα συστήματα προσαρμογής (το ανοσιολογικό σύστημα, οι μύες), είναι αντι-εύθραυστα. Ο εγκέφαλος έχει ανάγκη από μία ευρεία γκάμα ερεθισμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η προσαρμογή στα περιβάλλοντα και να διαμορφωθεί σωστά. Όπως συμβαίνει και με το ανοσιολογικό σύστημα, τα παιδιά πρέπει να εκτίθενται σε προκλήσεις και σε στρεσογόνους παράγοντες, ειδάλλως δεν θα καταφέρουν να γίνουν δυνατοί και ικανοί ενήλικες ώστε να εμπλακούν παραγωγικά με πρόσωπα και ιδέες που θέτουν σε διερώτηση και σε αμφισβήτηση τις ηθικές δοξασίες και πεποιθήσεις τους.
Στην ιδιόλεκτο Woke οι όροι ψυχικός «τραυματισμός» και «ασφάλεια» δεν έχουν την έννοια που αποδίδαμε σ’ αυτούς τις δεκαετίες του ʼ80 και του ʼ90. Σήμερα, στο πλαίσιο του κινήματος αυτού, οι συγκεκριμένοι όροι έχουν διολισθήσει στο να αφορούν καταστάσεις απείρως λιγότερο σημαντικές και χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν την υπερπροστασία όχι πλέον των παιδικών, αλλά όλων των ηλικιών, και εν προκειμένω των φοιτητών, οι οποίοι αξιώνουν την ύπαρξη ασφαλών χώρων (safe spaces), καθώς και την προειδοποίηση κινδύνου για λέξεις και ιδέες που θα τους έθεταν σε κίνδυνο. Όμως, το εμπεδούμενο αυτό περιβάλλον ασφαλείας (safetyism), στερεί τα παιδιά και τους νέους από εμπειρίες, τις οποίες το αντι-εύθραυστο πνεύμα τους έχει απόλυτη ανάγκη. Η στέρηση αυτή τα καθιστά εν τέλει πιο εύθραυστα, πιο αγχώδη και τα περιάγει σε μία κατάσταση του να θεωρούν τους εαυτούς τους θύματα.
2. Το κατά κόρον κυκλοφορούν συνθηματικό αξίωμα «Να εμπιστεύεστε πάντοτε τα συναισθήματά σας».
Για τους Lukianoff και Haidt, η ψυχολογία, με τη γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία (TCC), καταφέρνει να εντοπίζει τις τρέχουσες γνωσιακές στρεβλώσεις (καταστροφισμό, υπεργενίκευση ή καταχρηστική γενίκευση, μανιχαϊσμό ή διχοτομική λογική, αποκλεισμό του θετικού) και να μεταβάλλει κατόπιν τα σχήματα αυτά, ώστε να επιτυγχάνει μια καλύτερη κριτική σκέψη και να βελτιώνει τη νοητική υγεία. Για τους συγγραφείς, η συγκινησιακή λογική, η οποία συνίσταται στο να αφήνεσαι στα συναισθήματά σου, είναι μία από τις πλέον τρέχουσες γνωσιακές στρεβλώσεις. Τα περισσότερα άτομα θα ήσαν πιο ευτυχή και θα διήγαν μία ζωή πιο αποτελεσματική, εάν εμπιστεύονταν λιγότερο τις διαισθήσεις και τα συναισθήματά τους.
Για τους σημερινούς φοιτητές των αμερικανικών πανεπιστημιακών campus ο όρος «επιθέσεις», που υποτίθεται ότι απειλεί την ευθραυστότητά τους, είναι απατηλός. Προσδιορίζει συνήθως «μικρο-επιθέσεις» συμπτωματικές και χωρίς πρόθεση και είναι αδιανόητο, για την αποτροπή τους, να εμποδίζονται ομιλητές να απευθυνθούν στους φοιτητές με τη δικαιολογία ότι μερικοί από το ακροατήριό τους δεν θα νιώσουν άνετα και έτσι θα προκληθεί ψυχολογικό τραύμα ή θα επιταθεί ένα ήδη υπάρχον. Οι φοιτητές και οι καθηγητές πρέπει να κατανοήσουν την αρχή της αντι-ευθραυστότητας και να έχουν πάντοτε κατά νουν ότι ο στόχος της εκπαίδευσης δεν είναι να δημιουργήσει άνεση στα άτομα. Ο προορισμός της είναι να τα κάνει να στοχαστούν.
3. Η παραδοχή και υιοθέτηση του ότι «η ζωή είναι μια μάχη ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς».
To τρίτο αυτό ψευδές αξίωμα συνίσταται σε ένα μανιχαϊστικού τύπου διαχωρισμό σε «εμείς» και «αυτοί», γεγονός που συνεπάγεται έναν αγώνα μεταξύ «καλών» και «κακών». Πρόκειται για μια στάση απολύτως σύστοιχη με την άνοδο ενός φυλετισμού (tribalism) και την καθιέρωση μιας αντίληψης για τον άλλον ως εχθρό. Και εδώ βρίσκει γόνιμο έδαφος η δημοφιλέστατη σήμερα στους πανεπιστημιακούς χώρους διατομεακότητα (intersectionality), μία θεωρία η οποία έχει μία οπτική του κόσμου διά μέσου του πρίσματος πολλαπλών αξόνων προνομίων και καταπιέσεων που διασταυρώνονται. Έτσι, η διατομεακή-διασταυρωτική αυτή οπτική θα κατατάξει στους προνομιούχους, δηλαδή στους «κακούς», τους αρτιμελείς, εκείνους στους οποίους ταυτίζεται το γένος με το βιολογικό τους φύλο (cis-gender), τους ετεροφυλόφιλους, τους λευκούς, τους άρρενες, τους εύπορους, τους γόνιμους, ενώ στους καταπιεζόμενους (τους «καλούς») θα συναριθμήσει τους ανάπηρους, τους διεμφυλικούς, τους ομοφυλόφιλους, τους μη λευκούς, τις γυναίκες, τους φτωχούς και τους στείρους (οι απαριθμήσεις ενδεικτικές καθ’ όσον ο κατάλογος είναι διαρκώς μεταβαλλόμενος).
Η διαμορφούμενη αυτή ταυτοτικού τύπου πολιτική της υπόδειξης του κοινού εχθρού, συνδυαζόμενη με τη θεωρία των μικρο-επιθέσεων, παράγει μία κουλτούρα συνεχών καταγγελιών, εφ’ όσον ό,τι κι αν πούμε ή κάνουμε μπορεί να οδηγήσει σε δημόσια προσβολή και ταπείνωση. Αποτέλεσμα, μία διαρκής και αέναη αυτολογοκρισία, πράγμα ασυμβίβαστο με τη φύση της εκπαίδευσης και τη νοητική υγεία.
Στα συμπεράσματά τους οι Lukianoff και Haidt ευελπιστούν ότι στο εγγύς μέλλον θα υπάρξει μετατροπή της κατάστασης. Ήδη, αναφέρουν, πανεπιστημιακές μονάδες αρχίζουν να αναπτύσσουν έναν διαφορετικό τύπο ακαδημαϊκής κουλτούρας. Δέχονται όλες τις εθνοτικές και σεξουαλικές μειονότητες χωρίς να χρησιμοποιούν τις διαιρετικές μεθόδους της αριστεράς Woke.
Παρά ταύτα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά και η αισιοδοξία αυτή των συγγραφέων θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκεπτικισμό. Θα μπορούσαμε πράγματι να περιμένουμε ότι εξερχόμενοι οι φοιτητές από το περίκλειστο περιβάλλον των πανεπιστημιακών χώρων και ερχόμενοι αντιμέτωποι με την αδυσώπητη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, η τελευταία αυτή θα «έκανε τη δουλειά της». Όμως, οι επιφυλάξεις παραμένουν, καθώς βλέπουμε μεγάλες επιχειρήσεις, με γνώμονα το οικονομικό τους συμφέρον και με κριτήρια marketing, να μεταστρέφονται στη φιλοσοφία Woke και να επιβάλλουν στα στελέχη τους ένα είδος επιμόρφωσης στο πλαίσιο αυτό.
To ερώτημα που τίθεται εν τέλει είναι το εάν το κίνημα αυτό, που έχει πλέον περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα μείνει στο πλαίσιο μιας μόδας ή θα αποτελέσει μία νέα πολιτιστική επανάσταση που δεν θα έρχεται τη φορά αυτή από την Κίνα.