Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκος

Σωτήρης Κακίσης

Κοιλάδα του Λύκου ποταμού

1.

έχουμε χώμα δίπλα μας. ευτυχώς, εδώ δίπλα στο δάσος. γιατί κάτω από την άσφαλτο εδώ και τόσα πολλά χρόνια το πιο δίπλα μου, το πιο παιδικό μου χώμα θα στέκεται απορημένο, στεγνό, πάρα πολύ στεγνό. και τα μικρά βράχια που είχε, στην ανηφόρα κάτι πέτρες που κυλούσαν, όλη η μικρή του φασαρία, πάγος πια, από τις τρύπες των δέντρων των πεζοδρομίων λίγες κλεφτές ματιές το δικό μου το χώμα ρίχνει, να με ξαναδεί να περνάω, να τα ξαναπούμε, να ξαναγελάσουμε, να ξαναπαίξουμε.

2.

κι η τζανεριά, κι οι μάχες που έδινα με τ’ άλλα παιδιά απέξω, μη μου κλέβουν τα τζάνερα, κάθε χρόνο, κάθε χρονιά; κι η τζανεριά, όπως κι οι λεμονιές, όπως και τα τριαντάφυλλα του κήπου εκείνου λίγο φιλμ μόνο τώρα, μαυρόασπρο αλλά κατάχρωμο ξαφνικά, γιατί; γιατί στο νου μέσα κήπος όταν κι όποτε το θελήσω τετραπέρατος, και κλαδιά στα δέντρα σκάλες ελικοπτέρων στο κενό, εναέρια κι άχρονα πάντα για μένα πρόσωπα. οι σκάλες σαν πρόσωπα.

3.

τίποτα άλλο: μόνο στην Αιδηψό. αργό περπάτημα του φαντάσματός μου το μεσημέρι, μια μπύρα πιο δυνατή σε φως κι απ’ τον ήλιο στο χέρι μου, κι από την άλλη σ’ άλλη εποχή η καθεμία, πρώτα η μάνα μου, μετά η Τέρρυ. οι φοίνικες στο «Αύρα» κάποτε αληθινοί, μετά ψεύτικοι, κι αυτοί με εσωτερικό φωτισμό χωρίς ούτε του ήλιου κι αυτοί, ούτε του φεγγαριού καμιά βοήθεια. το φάντασμά μου συνέχεια απ’ τη μια μεριά τής Ερμού ως την άλλη, μετά από της παραλίας τον δρόμο, μετά από τη θάλασσα μέσα ήρεμο, δύσκολο, πλούσιο πάντοτε φως.

4.

εγώ έτσι ξέρω, χωρίς πολλά πολλά. χωρίς μια λέξη εδώ, κι άλλη μια διαγώνια προς τα κάτω, δήθεν ρυθμικά, δήθεν όπως πρέπει. εγώ στην ευθεία, με κόμματα, τελείες, με ομιλία προς όλους, πιο πολύ προ τα μέσα, προς τα μέσα μου. ήρεμο βάδισμα δηλαδή κι εδώ όπως του φαντάσματός μου, λίγο εύθυμα, λίγο μεθυσμένος, λίγο εν ευθυμία, ελάχιστα πιωμένος. ο Εγγονόπουλος μόνο αλλιώς, αυτός μόνο μπορούσε ν’ αλλάζει γραμμές, να πηδάει προς και σ’ άλλα μέρη έφιππος. αλλά ο πεζός εγώ δίπλα του, το ίδιο και καλύτερα συχνά μες στον χρόνο. 

5.

στο τείχος απέξω πάλι, ένας αόρατος για πάντα τοίχος, που κανένας από την Ανατολή να τον περάσει δεν θα μπορέσει βίαια, εκεί μπροστά στον ποταμό που χωρίς νερό πια φαίνεται, χωρίς εξουσία. και τα χαμένα νερά του λύκοι χιλιάδες, κάθε σταγόνα του παλιά γκρι, με δόντια σκληρά. να φάει ό,τι άχρηστο από τότε ως σήμερα έτοιμη, και προς στ’ άστρα, με λύκων φωνές, της απέραντης γλώσσας που κατακτήθηκε η πορεία, η αιώνια δύναμη, η λάμψη.

⸙⸙⸙

[Προδημοσίευση από την ομώνυμη ποιητική συλλογή.]

Κύλιση στην κορυφή