Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Γιάννης Παπακώστας

Κωστής Παλαμάς-Εμίλ Λεγκράν. Σχέση διαλόγου

Το 1886 αποτελεί έτος σταθμό για τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Είναι το έτος που κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο Τραγούδια της Πατρίδος μου.[1]Εκδότης, το νεοσύστατο τότε (1885) Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Ιδρυτής του ο Γεώργιος Κασδόνης, στη διεύθυνση του οποίου ήδη από το 1881 είχε περιέλθει και το ομότιτλο αντιπροσωπευτικό περιοδικό της γενιάς του 1880. Εννοώ το περιοδικό Εστία (1876-1895), όπου και ποιήματα του Παλαμά, τα οποία άρχισαν να δημοσιεύονται από το 1881 (6 Δεκ. 1881 κ. εξ.), ενώ η πρώτη εμφάνισή του σε άλλα έντυπα, όπως προκύπτει από τη Βιβλιογραφία Κατσίμπαλη, ανάγεται σε έντυπα του 1876 και εξής, με κυριότερα τον Ραμπαγά και το Μη Χάνεσαι. Στην Εστία, εκτός από ποιήματα, εμπεριέχονται και σημαντικά άλλα δημοσιεύματα του Παλαμά, όπως διηγήματα, αυτοτελείς μελέτες και κριτικές για έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, Γάλλων κυρίως, το σύνoλο των οποίων ξεπερνάει τα εκατό. Εκεί, μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα, έγινε η παρουσίαση και της πρώτης συλλογής του από τον Αριστοτέλη Κουρτίδη.[2]

Επανέκδοση της ποιητικής συλλογής πραγματοποιήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, το 1933, πάλι από το ίδιο ιστορικό Βιβλιοπωλείο, το οποίο στο μεταξύ είχε δραστηριοποιηθεί εντονότερα στον εκδοτικό τομέα. Εκεί η πρόταξη και επιστολής του γνωστού Γάλλου ελληνιστή Εμίλ Λεγκράν (1845-1903) με τη χρονολογική ένδειξη: 24 Ιανουαρίου 1886,[3] η οποία αποτελεί απάντηση σε άγνωστη έως σήμερα επιστολή του Παλαμά. Βιβλιογραφικώς ακατάγραφη είναι η επιστολή του Παλαμά στον Λεγκράν, η οποία και ακολουθεί, με τη χρονολογική ένδειξη 11/23 Φεβρουαρίου 1886. Είναι δημοσιευμένη από τον ίδιο τον Γάλλο ελληνιστή σε ειδικό Λεύκωμα που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1901.[4] Είναι η επιστολή που, λόγω του φιλολογικού της ενδιαφέροντος, στάθηκε και η αφορμή για τη σύνθεση του παρόντος κειμένου.

Πριν όμως αναφερθώ στηνεκατέρωθεν ανταλλαγή των δύο επιστολών, θα ήθελα να σημειώσω ότι η επικοινωνία του Παλαμά με τον Ευρωπαίο ελληνιστή παρουσιάζει και ευρύτερο φιλολογικό ενδιαφέρον. Συναρτάται όχι μόνο με τη διαρκή έγνοια του γνωστού Γάλλου ελληνιστή για τα ελληνικά γράμματα, αλλά και με την τάση των Ελλήνων συγγραφέων να ανοίξουν τα φτερά τους και να γίνουν γνωστοί και στο εξωτερικό. ειδικότερα δε στο Παρίσι. Δεν είναι λίγοι άλλωστε οι συγγραφείς, οι οποίοι, είτε με προσωπική τους πρωτοβουλία είτε ανταποκρινόμενοι σε αίτημα του Λεγκράν, ιστορικά είχαν συνδεθεί μαζί του ήδη από την εποχή που ο ίδιος είχε αναλάβει την πολυχρόνια και κοπιώδη εκείνη έρευνα από την οποία προέκυψε και το μεγαλεπήβολο ενδεκάτομο έργο, η Ελληνική Βιβλιογραφία (1885 και εξής).[5] Ένα έργο σταθμός για τον Ελληνισμό και τα νεοελληνικά γράμματα γενικότερα, η έντυπη δημιουργία των οποίων έχει την αφετηρία της στα 1476, οπότε στο Μεδιόλανο εκδόθηκε αυτοτελώς το πρώτο ελληνικό βιβλίο, η Γραμματική του Κωνσταντίνου Λασκάρεως.

Όσον αφορά το Λεύκωμα, για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, στις σελίδες του, με πρωτοβουλία του Λεγκράν, αποτυπώνονται φωτομηχανικώς αυτόγραφα παλαιότερων αλλά και σύγχρονών του συγγραφέων, οι οποίοι, ανταποκρινόμενοι στο αίτημά του, έσπευσαν να απαντήσουν με επιστολές γενικότερου λογοτεχνικού ενδιαφέροντος ή ακόμη με την αποστολή αυτόγραφων επιστολών, ποιημάτων και δείγματα πεζών έργων. Ενδεικτικώς αναφέρονται οι εξής: Άγγελος Βλάχος, Γεράσιμος Μαρκοράς, Δημήτριος Βικέλας, Ν. Γ. Πολίτης, Γεώργιος Δροσίνης, Αριστοτέλης Κουρτίδης, Ανδρέας Λασκαράτος, Ιωάννης Πολέμης, Δημήτριος Βερναρδάκης, Αργύρης Εφταλιώτης, Στέφανος Μαρτζώκης, Σπυρίδων Λάμπρος, Γρηγόριος Ξενόπουλος και άλλοι.

Του Λευκώματος προτάσσεται και σύντομη εισαγωγή του Λεγκράν, όπου διευκρινίζεται το σκεπτικό της σύνθεσής του. Θεωρεί ότι με τη φωτομηχανική αποτύπωση των αυτόγραφων κειμένων οι φοιτητές του θα μπορούν να αντλούν πληροφορίες, τις οποίες οι ίδιοι οι συγγραφείς παρέχουν για το έργο τους, ενώ παράλληλα θα τους δίνεται η δυνατότητα να ασκούνται και στην ανάγνωση χειρόγραφων κειμένων στην ελληνική γλώσσα. Το σύνολο των ενυπόγραφων κειμένωνανέρχεται στα πενήντα εννέα με τελευταίο την αντιγραφή από τον ίδιο τον Λεγκράν δεκαοχτώ Ανακρεόντιων στίχων. Ως πηγή προέλευσης των παλαιότερων χειρογράφων αναφέρεται ότι προήλθαν από το Αρχείο του Μαρκήσιου ντε Σαίντ Ιλαίρ, γνωστού ελληνιστή και προσωπικού φίλου του Δημητρίου Βικέλα. Ανάλογες πληροφορίες παρέχονται από τον ίδιο και για τους συγγραφείς, παλαιότερους και νεότερους, δείγματα γραφής των οποίων καταχωρίζονται στο Λεύκωμά του.

Χρονικώς όλα τα χειρόγραφα εντάσσονται στον 19ο αιώνα, αρχίζοντας από το 1819 και εξής, όπου, σύμφωνα με πληροφορίες του επιμελητή της έκδοσης, και υπογραφή του Αλή πασά. Ως παλαιότεραθα μπορούσαν να θεωρηθούν εκείνα που γράφτηκαν πριν από τη δεκαετία του 1880. Από τα υπόλοιπα, ένα μεγάλο μέρος προήλθε από επικοινωνία των ιδίων των συγγραφέων με τον Λεγκράν ή, όπως ελέχθη, ύστερα από σχετικό αίτημά του. Η παράθεσή τους γίνεται με χρονολογική σειρά. Το δεύτερο στη σειρά χειρόγραφο αποτελεί ένα επαναστατικό δίστιχο μήνυμα, η σύνθεση του οποίου φέρει την υπογραφή του Νικόλαου Υψηλάντη. Είναι το ακόλουθο:

εν τούτω τω σημείω νίκα.
εκ της στάκτης μου αναγεννώμαι.

Νικόλαος Υψηλάντης.[6]

Αξιοπρόσεκτο και το σημείωμα του Σπυρίδωνος Λάμπρου:

Εν αρχαίοις χρόνοις δεν έστελλον οι Παρίσιοι γνώμας εις Αθήνας, αλλ’ αι Αθήναι εις τους Παρισίους. Τώρα παρ’ ημών ζητούσι οι Παρίσιοι μόνον … δείγματα γραφικού χαρακτήρος.

Όπως είναι γνωστό, ο Παλαμάς θεωρούσε τον Λεγκράν ως τον «πλέον έγκυρο Ευρωπαίο νεοελληνιστή», για τούτο και δεν παραλείπει να αναφέρεται στην προσφορά του, τονίζοντας την αξία της έκδοσης και «μεσαιωνικών κειμένων».Αλλά το ενδιαφέρον του Έλληνα λογοτέχνη για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία είχε ήδη αρχίσει από το 1882 με τη μετάφραση ποιημάτων και στη συνέχεια με την εκπόνηση μελετών με αντικείμενο έργα παλαιότερων ή και σύγχρονών του ευρωπαίων συγγραφέων. Ενδεικτική και η αρκετά εκτεταμένη μελέτη του για το ποιητικό έργο του Λεκόντ Δελίλ, την οποία και του την κοινοποίησε.[7] Τούτο προκύπτει από τη λανθάνουσα απάντηση του Γάλλου ποιητή. Είναι η ακόλουθη:

Εν Παρισίοις τη 12 Μαΐου 1887.

Κύριε,

Θερμώς ευχαριστώ υμίν επί τη φιλόφρονι επιστολή, ην μοι στο προλογικό σημείωμα προστίθεται επίσης ότι με την έκδοση του βιβλίου αυτού οι φοιτητές θα έχουν την ευκαιρία να ασκηθούν και στην ανάγνωση αυτόγραφων και επίσης να αντλήσουν πληροφορίες, τις οποίες οι ίδιοι οι συγγραφείς παρέχουν για το έργο τους. Οι αυτόγραφες επιστολές συνοδεύονται και με ποιήματα∙ απευθύνατε, ως και επί τω αξιολόγω και τόσον κολακευτικώ άρθρω όπερ εδημοσιεύσατε εν τη Εστία. Ευτυχή λογίζομαι εμαυτόν ούτω παρουσιασθέντα εις τους συμπολίτας σας, ων αι φιλολογικαί συμπάθειαι τυγχάνουσί μοι πολύτιμοι, και παρακαλώ υμάς, Κύριε, όπως μετά της εκφράσεως των ευχαριστιών μου δεχθήτε και την βεβαίωσιν των αρίστων μου συναισθημάτων.

Λεκόντ Δελίλ.[8]

                                                                                ***

Στο σημείο αυτό καταχωρίζονται οι επιστολές των δύο λογίων. Χρονολογικώς προτάσσεται η απάντηση του Λεγκράν στην πρώτη, άγνωστη, όπως ελέχθη, έως σήμερα επιστολή του Παλαμά. Ακολουθεί η βιβλιογραφικώς ακατάγραφη απάντηση του Έλληνα συγγραφέα. Είναι οι εξής:

Παρίσι, 24 του Γεναριού, 1886.

Κύριε,

Γνωρίζω και από πολύ καιρό τιμώ, καθώς τ’ αξίζουν, τα εξαίρετα ποιήματα που δημοσιεύετε συχνά είτε στην Εστία είτε αλλού. Είσαστε από εκείνους (αλοίμονο! Πάρα πολύ λιγοστοί στην Ελλάδα είναι) που ταιριάζοντας το παράδειγμα με το παράγγελμα δείχνουν πως η δημοτική γλώσσα είναι το μόνο όργανο που πρέπει να μεταχερίζετ’ ένας ποιητής που αξίζει ποιητής να λέγεται.

Πόσο θα επιθυμούσα να έβλεπα γραμμένο από σας στην ίδια τούτη γλώσσα ένα έργο πεζό. Έτσι καθώς βαθειά γνωρίζετε και καλά κατέχετε το ασύγκριτο αυτό ιδίωμα, θα μπορούσατε να δείξετε, καλήτερ’ από κάθε άλλον πως μπορεί κανείς να παραστήση με τη δημοτική ελληνική γλώσσα τις υψηλότερες ιδέες. Εδώ σ’ εμάς γενικώς πιστεύουν το εναντίο. Κ’ εγώ φρονώ ακράδαντα πως ό,τι εδώ πιστεύουν είναι βαθειά πλάνη. Ό,τι γράφτηκε ως τώρα στην τεχνητή και στην άψυχη γλώσσα των εφημερίδων και των βιβλίων, είναι προωρισμένο να χαθή σε μελλούμενο καιρό, που πολύ δε θ’ αργήση νάρθη. Και από το θαλασσοχαμό αυτό, που τον εύχομαι με όλη μου την καρδιά, δε θα περισωθούνε παρά μονάχα έργα σαν αυτά που έχετε γράψει.

Έμαθα πως θα τυπώσετε σε τόμο ποιήματά σας. Σας παρακαλώ να μου στείλετε μερικά αντίτυπα. Έχω σκοπό να τα δώσω για εξήγηση των μαθητών μου που ακούνε το μάθημά μου της νέας Ελληνικής στην Εθνική Σχολή των ζωντανών Ανατολικών γλωσσών.

Με τη βαθύτατη εκτίμησή μου.
Émile Legrand

Η απάντηση του Παλαμά έχει τη χρονολογική ένδειξη 11/23 Φεβρουαρίου 1886. Είναι η ακόλουθη:

Αξιότιμε Κύριε!

Πολύ σας παρακαλώ να με συγχωρήσητε, διότι, ένεκα πολυημέρου ασθενείας, δεν ηδυνήθην εγκαίρως να ανταποκριθώ εις την επιστολήν σας, η οποία, εξόχως τιμητική δι’ εμέ, τόσον ευμενώς αποφαίνεται περί των στίχων μου. Βεβαιωθήτε ότι καθήκον είχον να αποστείλω προς σας το εκδοθέν βιβλίον μου, και χωρίς να το ζητήσετε, προς σας εις τον οποίον πολλά οφείλομεν δια τας φιλολογικάς σας εργασίας, αίτινες ενθαρρύνουσιν εις την μελέτην και καλλιέργειαν της ανεκτιμήτου δημοτικής γλώσσης ημάς τους ολίγους οίτινες αγαπώμεν αυτήν.

Βεβαιωθήτε προς τούτοις ότι βαθείαν χαράν ησθάνθην βλέπων μετά πόσου ενθουσιασμού μέσα εις την επιστολήν σας εκφράζεσθε υπέρ της ωραίας ημών δημώδους και του μέλλοντος αυτής. Αλλά δυστυχώς την πίστιν ταύτην προς το ιδίωμα του λαού ολίγιστοι, δια να μην είπω ουδείς, τρέφει σήμερον εν Ελλάδι. Πολλήν χαράν μού αποδίδετε, αξιότιμε Κύριε, νομίζοντες ότι θα ηδυνάμην εγώ να φέρω εις πέρας πεζογραφικόν τι έργον, γεγραμμένον εις την γλώσσαν του λαού. Τοιούτον έργον θα απήτει πράγματι «…», την οποίαν δυστυχώς δεν δύναμαι να καυχηθώ ότι κατέχω. Θα μοι επιτρέψητε όμως να εκφράσω δισταγμούς τινάς περί της παρά τω κοινώ επιτυχίας τοιούτου έργου, όχι διότι δεν δύνανται δια της γλώσσης του λαού να εκφρασθώσι και υψηλαί ιδέαι, αλλά διότι κίνδυνος είνε να προξενήση παράδοξον εντύπωσιν εις το κοινόν, το συνηθισμένον εις την καλουμένην γλώσσαν των εφημερίδων και διεφθαρμένον, αν θέλετε, εξ αυτής. Εννοείται ότι ταύτα δεν αρέσει ουδ’ όλως να αποθαρρύνουσι τους ευσυνειδήτους υπέρ της αγνής και ποιητικής γλώσσης του έθνους ημών εργαζομένους.

Μετά της παρούσης σας αποστέλλω προσέτι τα σώματα των Τραγουδιών μου και το χειρόγραφον απόσπασμα, κατά την αίτησίν σας, δια της οποίας μεγάλη τιμή παρέχεται εις εμέ. Τολμώ δε να σας παρακαλέσω όπως ευδοκήσητε να μοι ανακοινώσητε την εκ της αναγνώσεως των στίχων μου γνώμης σας, πολύτιμον δι’ εμέ.

Ελπίζω ότι θέλετε με συγχωρήσει δια την ανεξαρτήτως της θελήσεώς μου βραδύτητα εις το να σας απαντήσω, διατελώ μετά βαθυτάτης υπολήψεως.

υμέτερος
Κωστής Παλαμάς.[9]

Όπως είναι φανερό κεντρικό θέμα και των δύο επιστολογράφων αποτελεί το γλωσσικό και ειδικότερα η ανάγκη καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας στον χώρο της πεζογραφίας. Και τούτο, γιατί ο αφηγηματικός λόγος, σε σχέση με την ποίηση, παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το αναγνωστικό κοινό και εκ των πραγμάτων η γλωσσική επιρροή που ασκείται στην κοινή γνώμη είναι εντονότερη. Αναλογιζόμενος ο Παλαμάς μερικά χρόνια αργότερα τα λόγια τούτα του Λεγκράν, έκρινε πόσο δίκιο είχε. Σε αυτή τη λογική άλλωστε ακούμπησε και το σύνθημα: Πεζά θέλουμε πεζά. Θέσεις και αντιθέσεις ιστορικά γνωστές άλλωστε. Ένα θέμα που σε ανύποπτο χρόνο άγγιξε και ο Ευρωπαίος λόγιος, η ζωή του οποίου αναλώθηκε για τα ελληνικά γράμματα και τον Ελληνισμό γενικότερα.


[1] Ουσιαστικά η συλλογή κυκλοφόρησε το προηγούμενο έτος και ο πλήρης τίτλος της είναι: Κωστή Παλαμά, Τραγούδια της Πατρίδος μου. Τραγούδια της λίμνης. Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής. Πολεμικά τραγούδια. Εν Αθήναις 1886.

[2] Η κριτική του Κουρτίδη είναι δημοσιευμένη στο Δελτίον της Εστίας, αριθ. 483, 30 Μαρτίου 1886, σελ. 2. Πρόκειται για το τετρασέλιδο φύλλο, το οποίο συνόδευε το περιοδικό, όπου και πολύτιμες πληροφορίες για τη λογοτεχνία και τον χώρο των γραμμάτων γενικότερα. Στο αρκετά εκτεταμένο κείμενό του ο Κουρτίδης από τη μια πλευρά μιλάει για πρωτοτυπία και από την άλλη για πεζολογία, για εκφραστική ασάφεια και στρυφνότητα. Κλείνοντας, ωστόσο, καταλήγει με την άποψη ότι ο Παλαμάς «είνε εις εκ των ολίγων ποιητών, ους παρήγαγεν η νεωτέρα Ελλάς».

[3] Προηγούμενη δημοσίευση της επιστολής στο περιοδικό Ο Νουμάς, 29 Φεβρ. 1904 και αλλού. Νεότερη αναδημοσίευσή της και στον πρώτο τόμο της σειράς των Απάντων του έργου του από το Ίδρυμα Παλαμά, Αθήνα 2017, με τη Φιλολογική επιμέλεια του Κώστα Κασίνη, απ’ όπου και η μεταγραφή της.

[4] Είναι δημοσιευμένη στο ειδικό Λεύκωμα με τον τίτλο Fac-Similés d’écritures grecques du dix-neuvième-siècle. Publiés par Émile Legrand. Professeur à l’école des Langues Orientales. Paris. Garnier Frères, Libraires-Éditeurs. (Ομοιότυπα ελληνικών γραφών του δέκατου ένατου αιώνα). Όπως προκύπτει και από τον τίτλο, την πρωτοβουλία, τον σχολιασμό και τη φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης είχε ο ίδιος ο Λεγκράν.

[5] Περισσότερα για το θέμα αυτό βλ. Γιάννης Παπακώστας, Ο Émile Legrand και η Ελληνική Βιβλιογραφία. Αρχειακή Μελέτη. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2012.

[6] Έλληνας πρίγκηπας (Κωνσταντινούπολη 1796-Οδησσός 1833). Ανήκε στην ίδια γνωστή οικογένεια με δραστική συμμετοχή και στον ιστορικό Ιερό Λόχο.

[7] Περ. Εστία, τόμ. 23(1887), σελ. 233-238.

[8] Η επιστολή είναι δημοσιευμένη στο Δελτίον της Εστίας, αριθ. 542, 17 Μαΐου 1887, σελ. 2, όπου και η πληροφορία: «Ο ημέτερος συνεργάτης κ. Κ. Παλαμάς, επιστείλας προς τον νέον ακαδημαϊκόν της Γαλλίας Λεκόντ Δελίλ μετ’ επιστολής το άρθρον, όπερ περί αυτού έγραψεν εν τη Εστία, επί τη ευκαιρία της εις την Ακαδημίαν εισόδου του, έλαβε παρά του επιφανούς ποιητού εις απάντησιν το επόμενον γράμμα, όπερ παρατιθέμεθα εν μεταφράσει ενταύθα». Στον ίδιο ποιητή ο Παλαμάς αναφέρθηκε και το 1894 με αφορμή τον θάνατό του.

[9] Η επιστολή συνοδεύεται και με χειρόγραφα ποιητικά αποσπάσματα, μεταξύ των οποίων και ο επίλογος της συλλογής Τραγούδια της πατρίδος μου, η πέμπτη στροφή του οποίου καταλήγει με τον στίχο: Γιὰ νἄχετε σεῖς τἄνθη καὶ ταὶς μοσχοβολιαίς! Πανομοιότυπη προδημοσίευση του ιδίου αποσπάσματος είχε δημοσιευθεί στο περ. Εστία, τόμ. 20(1885), σελ. 866.

Κύλιση στην κορυφή