Αταλάντη Ευριπίδου

Κρυστάλλινη Φωνή στον ποταμό του Χρόνου

Το κενό ανάμεσα στ’ αστέρια ήταν γεμάτο ξεπαγιασμένες παπαρούνες. Η Χιόνη δεν είχε ξαναδεί τόσα λουλούδια – έπλεαν νωχελικά στο διάστημα κι έσπαγαν σε χιλιάδες λαμπερά, κατακόκκινα κομμάτια μόλις συγκρούονταν με τον ανεμοθώρακα του σκάφους της. Τόσο η σύγκρουση όσο κι η διάλυση ήταν αθόρυβες, όμως στο μυαλό της ακούγονταν σαν ομοβροντία στα χαρακώματα. Για λίγο, δεν ήταν πια στο μικρό της πλοιάριο με την άψογα ρυθμισμένη θερμοκρασία. Ήταν πίσω στη μάχη, με την κρύα λάσπη να της φτάνει ως τους μηρούς και τη βροχή να πέφτει τόσο πυκνή που δεν την άφηνε να δει ούτε την κάννη της ξιφολόγχης της.

Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της και σκούπισε τα ιδρωμένα χέρια της στο παντελόνι της. Θύμισε στον εαυτό της ν’ ανασάνει. Το Σώμα της αποικίας ήταν πλέον πιο κοντά, πιο ευδιάκριτο⸱ θολή μαρμαρυγή κάλυπτε το χρυσό δέρμα του κι η λόγχη που το διαπερνούσε μάλλον είχε σπάσει μέσα στο στήθος του. Τα μέλη του κρέμονταν άψυχα και το στόμα του ήταν ανοιχτό σε μια κραυγή που, κάποτε, είχε ραγίσει το σύμπαν και το ’χε μετατρέψει σε νεκροταφείο θεών. Αίμα τιναζόταν απ’ την πληγή του, κολλημένο στον χρόνο. Στάλες μεταμορφώνονταν ατέρμονα σε άνθη κι εκείνα ατέρμονα ταξίδευαν στο άπειρο, αλλά το αίμα ποτέ δεν λιγόστευε κι η πληγή ποτέ δεν έκλεινε. Το κεφάλι του ήταν εντελώς λείο, χωρίς σαφή χαρακτηριστικά, με τέσσερα ζευγάρια φτερά να το περιτριγυρίζουν. Ένα απ’ αυτά έκρυβε το σημείο όπου, σ’ ένα ανθρώπινο πρόσωπο, θα βρίσκονταν τα μάτια.

Η Χιόνη άλλαξε τη λειτουργία του σκάφους από αυτόματη σε χειροκίνητη και πληκτρολόγησε τις συντεταγμένες που της είχαν προωθήσει από το δικηγορικό γραφείο. Εισήγαγε τις εντολές προσγείωσης κι ακολούθησε τις υποδείξεις της τεχνητής νοημοσύνης για να οδηγήσει το πλοιάριο στο στόμα του θεού. Ήταν μικρότερο από ένα νύχι του Σώματος – δεν ήταν δύσκολο να το μανουβράρει σ’ ένα απ’ τα κούφια δόντια από λευκό νεφρίτη που λειτουργούσαν ως κουβούκλια πρόσδεσης. Έλυσε τη ζώνη της, πήρε τον χαρτοφύλακα και τη βαλίτσα της από τη θήκη κάτω από το κάθισμά της, τράβηξε τη συρόμενη πόρτα και κατέβηκε.

Αμέσως την κατέκλυσε μυρωδιά φυτών, τόσο έντονη που κόντεψε να την πνίξει. Έβηξε μερικές φορές στο μανίκι της. Όταν κατάπιε, το σάλιο της είχε τη δυσάρεστα γλυκερή γεύση της σήψης.

«Κυρία Καντ;» ακούστηκε από πίσω της μια παράδοξη φωνή.

Στράφηκε προς τα εκεί, έτοιμη να τραβήξει ένα μαχαίρι που δεν κρεμόταν πια στη ζώνη της. Το αυτόματο ήταν αρχαίο – ένα από ’κείνα τα πορσελάνινα κομψοτεχνήματα της Δ΄ Δυναστείας – και το κορμί του είχε σπάσει και κολληθεί χίλιες φορές με σιλικόνη στο ίδιο μοβ χρώμα με τους ζωγραφιστούς λωτούς του που μόνο αμυδρά διακρίνονταν πια. Στεκόταν καταμεσής στην άκαμπτη γλώσσα του θεού και το υγρό φως που έσταζε κάθε τόσο απ’ τον τιτάνιο ουρανίσκο αντανακλούσε στο λείο του κρανίο.

«Ναι» είπε η Χιόνη. Έβγαλε την επαγγελματική της ταυτότητα απ’ την κωλότσεπη και την έτεινε στο αυτόματο, που την αγνόησε. «Είχα ενημερώσει τον Κατεπάνω ότι θα έφτανα σήμερα. Με διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε πρόβλημα», πρόσθεσε μετά από μερικά δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής.

«Πράγματι», απάντησε το αυτόματο. «Θέλετε να σας οδηγήσω στο δωμάτιό σας; Ο Κατεπάνω θα είναι διαθέσιμος μετά το δείπνο.»

Κατάλαβε τι της φαινόταν παράξενο στη φωνή του. Υπήρχε μια ελαφριά αντήχηση, θαρρείς και το διάφραγμα απ’ το οποίο ερχόταν ήταν κούφιο. Δεν θυμόταν τι είχε διαβάσει στα βιβλία Ιστορίας της για τα συγκεκριμένα τεχνουργήματα κι η τελευταία φορά που είχε δει ένα από κοντά ήταν στο μουσείο της κεντρικής αποικίας, της Μάτια στο Άπειρο, Πόδια στο Ποτέ. Μπορεί πράγματι να ήταν άδειο εσωτερικά. Μπορεί γι’ αυτό να ήταν τόσο εύθραυστο.

«Ευχαριστώ». Δεν της καθόταν καλά να το σκέφτεται ως το αυτόματο, ούτε ήθελε να το προσβάλλει. Δεν είχε ιδέα τι θέση κατείχε στον οίκο του Κατεπάνω, αλλά είχε γνωρίσει αρκετά αυτόματα που εκτελούσαν χρέη υπουργών, καθηγητών πανεπιστημίου, αξιωματικών της αστυνομίας. Είχε πολεμήσει πλάι σε μερικά. «Έχεις όνομα;» αποτόλμησε, τελικά, την ερώτηση.

«Μάλιστα. Μπορείτε να με λέτε Φω», αποκρίθηκε εκείνο. «Παρατηρώ ότι μου απευθύνεστε στον ενικό. Επιθυμείτε να κάνω το ίδιο;»

Η Χιόνη ανασήκωσε τους ώμους. Το Φω έκλινε το λείο κεφάλι του στο πλάι κι ανοιγόκλεισε αργά τα πορσελάνινα μάτια του. Θύμιζε παιδική κούκλα κι ήταν εξίσου ανατριχιαστικό. Μια σταγόνα από φως έσκασε ακριβώς δίπλα στα πόδια του κι απορροφήθηκε απ’ την πορώδη γλώσσα του θεού.

«Όπως προτιμάς – το ίδιο μου κάνει» είπε η Χιόνη.

«Τότε θα ακολουθήσω το παράδειγμά σου. Ακολούθησέ με, παρακαλώ».

Το Φω της γύρισε την πλάτη κι άρχισε να κατευθύνεται προς τον φάρυγγα του Σώματος. Οι αμυγδαλές έλαμπαν σαν πολυέλαιος, λούζοντάς το εσωτερικό της αποικίας με απαλό, χρυσό φως. Καθώς προχωρούσαν στη μακριά στοά προς τους πνεύμονες, τα βήματά τους κι η ανάσα της Χιόνης ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν. Δεν συνάντησαν κανέναν.

«Πού είναι όλοι;» ρώτησε. «Τα μηνύματα του Κατεπάνω μου είχαν δώσει την εντύπωση ότι η Τελευταία Κραυγή στην Άκρη του Χώρου ήταν λειτουργική αποικία».

Τα βήματα του Φω έχασαν τον ρυθμό τους για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Το ατόπημα θα περνούσε απαρατήρητο από οποιονδήποτε δεν είχε εκπαιδευτεί να διασχίζει ναρκοπέδια.

«Ο Κατεπάνω κι αυτό εδώ το ταπεινό ακόλουθο είμαστε οι μόνοι που έχουμε απομείνει στο Σώμα» απάντησε το Φω.

Ο γαλαξίας τους ήταν σπαρμένος με τέτοιες αποικίες-φαντάσματα. Κάποιες είχαν εγκαταλειφθεί γιατί τα Σώματα που τις στέγαζαν είχαν πεθάνει οριστικά. Έπαιρνε καιρό, όμως μέχρι και των θεών η ζωή κάποτε έσβηνε εντελώς. Σε ορισμένες είχαν παρεισφρήσει θεοβόροι κι είχαν δολοφονήσει τα Σώματα. Και άλλες, όπως η Τελευταία Κραυγή, ήταν υπερβολικά απομακρυσμένες, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι σταδιακά να εκλείψουν. Η νεοσύστατη Η΄ Δυναστεία είχε προαγγείλει πως υπήρχαν σχέδια για την αναβίωση αυτών των αποικιών, αλλά ο Κοσμοκράτορας ακόμη πάλευε να εδραιώσει τη θέση του μετά το τέλος του πολέμου και τα υπουργεία του σφάζονταν μεταξύ τους, οπότε όλα είχαν μείνει μετέωρα.

Το Φω την οδήγησε σε μια μεγάλη, θολωτή αίθουσα που φωτιζόταν από χρυσές φλέβες που διέτρεχαν τη λεπτή μεμβράνη των τοίχων. Ο χώρος ήταν γεμάτος γλυπτά, φτιαγμένα από διαφορετικά υλικά και άτακτα τοποθετημένα. Όχι, όχι άτακτα, συνειδητοποίησε η Χιόνη. Τα αγάλματα αναπαριστούσαν τις αποικίες και τη θέση τους στο σύμπαν. Στην άκρη, μακρύτερα απ’ όλες, ήταν η Τελευταία Κραυγή, φτιαγμένη από κάποιου είδους κόκκινο πέτρωμα. Στο κέντρο, η Μάτια στο Άπειρο έστεκε μαρμάρινη και κρύα, με το Σώμα της σκισμένο στα δύο – όπως λεγόταν ότι συνέβη όταν η τελευταία κραυγή έσπασε τον χωροχρόνο. Η Χιόνη έψαξε και τη δική της αποικία, την Πέπλο Υφασμένο απ’ την Ανάσα των Νεκρών. Δεν άργησε να τη βρει⸱ γκρίζα πέτρα λαξεμένη στο σχήμα ενός δεκάεδρου, μέσα σε μια σφαίρα από γυαλί στο χρώμα του καπνού.

«Τι θ’ απογίνουν όλα αυτά;» αναρωτήθηκε κι αμέσως δαγκώθηκε γιατί, παρότι ήταν ο λόγος για τον οποίο βρισκόταν εκεί, ο επικείμενος θάνατος του Κατεπάνω δεν αποτελούσε κατάλληλο θέμα συζήτησης.

«Δεν γνωρίζω», απάντησε το Φω. «Υποθέτω, όμως, ότι εσύ θα μάθεις σύντομα».

Ίσως ήταν ιδέα της, όμως της φάνηκε πως ακούστηκε πικραμένο. Η Χιόνη έμεινε σιωπηλή για το υπόλοιπο της διαδρομής μέσα απ’ τις δαιδαλώδεις στοές του κυκλοφορικού συστήματος του Σώματος. Ούτε το Φω μίλησε καθόλου – μόνο την οδήγησε σε μια πόρτα από ψευδοξύλο, που θα πρέπει να ήταν κάπου κοντά στον αφαλό του θεού.

«Το δωμάτιό σου» της είπε. «Αν χρειαστείς κάτι, μπορείς να χρησιμοποιήσεις την ενδοεπικοινωνία για να με καλέσεις. Το δείπνο θα είναι έτοιμο σε δύο ώρες. Θα έρθω να σε παραλάβω».

Ένωσε τις παλάμες του μπροστά απ’ το στέρνο κι έκανε μια κοφτή υπόκλιση. Έπειτα, της γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε με ταχύτητα που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε αποκαλύψει ότι διέθετε.

«Ευχαριστώ;» μουρμούρισε η Χιόνη.

Η αβεβαιότητα στη φωνή της ήταν πρόσφατη εξέλιξη – κληρονομιά του πολέμου κι αυτή. Κάποτε, οι φράσεις της δεν ακούγονταν σαν ερωτήσεις. Κάποτε, ήταν σίγουρη για τις λέξεις της και τη θέση της στον κόσμο. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Ήταν ασπρουδερό και λιτά διακοσμημένο, λαξεμένο στο νεφριτένιο κόκαλο του θεού. Άφησε τη βαλίτσα και τον χαρτοφύλακά της δίπλα στην είσοδο, έβγαλε τις μπότες της κι έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Ο ύπνος άργησε να την πάρει⸱ η έρημη αποικία κι ο μυστηριώδης, ετοιμοθάνατος Κατεπάνω της τριγύριζαν στις σκέψεις της για ώρα.

Έφαγε βραδινό μόνη της, σε μια μεγάλη αίθουσα που έμοιαζε με το εσωτερικό κάποιου οργάνου που δεν είχε δει σε κανέναν ανατομικό χάρτη. Το Φω της έφερε ένα πιάτο με φιλέτο πρωτεΐνης και σφαιροποιημένο πουρέ από μείγμα βιταμινών και βοτάνων. Ήταν άνοστο, όπως τα περισσότερα φαγητά στις εξώτερες αποικίες. Όταν τέλειωσε, το Φω την οδήγησε, επιτέλους, στο γραφείο του Κατεπάνω. Η διαδρομή ήταν μακριά και ανοδική⸱ τα δωμάτια του επικεφαλής της αποικίας βρίσκονταν στο κρανίο του θεού. Αν τη ρωτούσε κανείς δυο χρόνια πριν πώς φανταζόταν μια ιδανική μέρα, η Χιόνη θα έλεγε ήσυχη. Ο πόλεμος μόλις είχε τελειώσει κι η ίδια ίσα που είχε καταφέρει να επιζήσει – φυσικά και ήθελε ησυχία. Αλλά μέσα στην απόλυτη σιωπή της Τελευταίας Κραυγής, κατάλαβε πως ο ήχος του θανάτου δεν ήταν οι σφαίρες και οι βόμβες, μα αυτή η αβάσταχτη σιγαλιά έξω της και μέσα της, στο κεφάλι το δικό της και στο κεφάλι του θεού. Έσφιξε περισσότερο τα δάχτυλά της γύρω απ’ το χερούλι του χαρτοφύλακα.

Το Φω χτύπησε μια οστέινη πόρτα και την άνοιξε χωρίς να περιμένει απάντηση. Έβαλε το κεφάλι του στο άνοιγμα.

«Έχω μαζί μου τη συμβολαιογράφο, Κατεπάνω. Να περάσει;» ρώτησε.

«Ναι. Σ’ ευχαριστώ, Φω. Μπορείς να μας αφήσεις».

Όπως ακριβώς και στις βιντεοκλήσεις τους, η φωνή του Κατεπάνω είχε ένα εκτόπισμα μεγαλειώδες κι αποπνικτικό – μόνο που, χωρίς την απόσταση και τις οθόνες ανάμεσά τους, ήταν ακόμη βαρύτερη, τόσο που η Χιόνη ένιωσε ένα στιγμιαίο πλάκωμα στο στήθος. Μα, την επόμενη κιόλας στιγμή, η αίσθηση είχε χαθεί κι εκείνη έσπρωξε την ανάμνησή της στο πίσω μέρος του μυαλού της για να την επεξεργαστεί αργότερα.

«Όπως επιθυμείτε», είπε το Φω κι έκανε στην άκρη για να την αφήσει να μπει.

Το γραφείο έμοιαζε με αίθουσα μουσείου τής Μάτια στο Άπειρο περισσότερο, παρά με μέρος όπου κάποιος ζούσε, ανέπνεε κι έκανε καθημερινά τις δουλειές του. Ήταν γεμάτο από κάθε λογής έργα τέχνης, κοσμήματα, βάζα, έπιπλα και ρούχα διαφορετικών πολιτισμών και εποχών. Έμοιαζε λες και ο Κατεπάνω προσπαθούσε να γεμίσει με χρώματα και υφές κάθε γωνία του υπόλευκου χώρου. Το υγρό φως ήταν μουντό, αλλά διαυγές – μάλλον ό,τι είχε απομείνει απ’ το εγκεφαλικό υγρό μετά το στράγγισμα και το άδειασμα του κρανίου. Για πολλοστή φορά, η Χιόνη απόρησε πώς οι άνθρωποι είχαν σκεφτεί ότι οι νεκροί θεοί θα αποτελούσαν ιδανικό σπίτι κι είχαν χτίσει μέσα στα Σώματά τους. Από την άλλη, η μόνη της επαφή με τους πλανήτες ήταν στον πόλεμο. Όταν σκεφτόταν τη λάσπη, την ατέλειωτη βροχή και τους ανελέητους ανέμους, καταλάβαινε λίγο καλύτερα τους προγόνους της.

Την προσοχή της Χιόνης, ωστόσο, τράβηξε ο ίδιος ο Κατεπάνω, που σηκώθηκε και της άπλωσε το χέρι. Είχε χάσει πολύ βάρος από την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει. Τα μάγουλά του είχαν λιώσει και τα ζυγωματικά του διαγράφονταν τόσο έντονα που κόντευαν να σκίσουν το δέρμα. Το στόμα του ήταν σκασμένο και χλωμό, τα φρύδια του μαδημένα. Μόνο τα μαύρα μαλλιά του δεν είχαν χάσει τίποτα απ’ τη γυαλάδα ή τον όγκο τους κι ήταν τραβηγμένα σε μια ψηλή αλογοουρά, πιασμένα με μια σκαλιστή καρφίτσα από πράσινο νεφρίτη. Οι μεταξωτές του ρόμπες ήταν πράσινες κι αυτές, κεντημένες με άνθη αγριομηλιάς. Παρότι η ζώνη του ήταν καλά σφιγμένη και στερεωμένη στη θέση της, τα ρούχα έπλεαν επάνω του. Ήταν τόσο αδύνατος που οι παλάμες της Χιόνης θα έκλειναν γύρω απ’ τη μέση του. Το βλέμμα της στάθηκε στα άνθη της αγριομηλιάς και βάλθηκε να μετράει τα πέταλά τους ένα προς ένα, να βεβαιωθεί πως ήταν παντού πέντε, πως δεν υπήρχε κανένα λειψό.

Ξαφνικά, μεταφέρθηκε από την Τελευταία Κραυγή πίσω, στην Ανάσα των Νεκρών. Ήταν η μέρα του γάμου της κι η Εριέττα φορούσε στεφάνι από αγριομηλιά κι είχε ένα ολοζώντανο χαμόγελο κάτω απ’ τη μεγάλη της μύτη. Ερχόμαστε στη ζωή μαλακοί κι ευάλωτοι, είχε πει ο διοικητής του τάγματός τους, και φεύγουμε απ’ αυτή σκληροί και άκαμπτοι. Οι μαλακοί άνθρωποι είναι υπηρέτες της ζωής. Οι σκληροί άνθρωποι είναι υπηρέτες του θανάτου. Να είστε πάντα μαλακές η μία με την άλλη, ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους σκληρούς καιρούς. Η Χιόνη είχε φιλήσει τη γυναίκα της κι είχαν γιορτάσει στο στρατόπεδο, μαζί με τους συμπολεμιστές τους, χορεύοντας και τραγουδώντας ως το πρωί. Δεν τις ένοιαζε που οι καιροί ήταν σκληροί, γιατί πίστευαν στον αγώνα τους, ήταν ερωτευμένες, περίμεναν το πρώτο τους παιδί. Μετά, η Εριέττα πιάστηκε αιχμάλωτη κι εκτελέστηκε, η Χιόνη έχασε το μωρό κι ο αγώνας έχασε την αίγλη του κάπου ανάμεσα στη λασπουριά και στα ναρκοπέδια. Δεν την ξαναβρήκε, παρότι τον πόλεμο τον κέρδισαν.

«Κυρία Καντ;»

Ο Κατεπάνω την περίμενε να του σφίξει το χέρι κι αυτή ονειροπολούσε. Υποχρέωσε τον εαυτό της να μην κλείσει τα μάτια – έτσι και τα ’κλεινε θα έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Αντάλλαξαν μια άβολη, χαλαρή χειραψία κι εκείνος της έδειξε τη μοναδική άδεια καρέκλα στον χώρο.

«Καθίστε» της είπε. «Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ και από κοντά⸱ ονομάζομαι Λιανγκ Αλέξιος, Κατεπάνω της Τελευταίας Κραυγής στην Άκρη του Χώρου. Χαίρομαι που συναντιόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο».

Η Χιόνη δεν ήταν βέβαιη πώς έπρεπε να ανταποκριθεί, δεδομένου ότι ήδη τα γνώριζε όλα αυτά. Περιορίστηκε σ’ ένα αόριστο γνέψιμο και κάθισε. Άνοιξε τον χαρτοφύλακά της κι έβγαλε από μέσα τον φάκελο που είχε ετοιμάσει. Τον ακούμπησε στο γραφείο και τον άνοιξε.

«Συνέταξα το προσχέδιο της διαθήκης με βάση όσα συζητήσαμε στις βιντεοκλήσεις μας» είπε, βγάζοντας επίσης το μελανοδοχείο και την πένα της. «Υπάρχουν δύο σημεία τα οποία με προβληματίζουν, ωστόσο, με βάση τους ισχύοντες νόμους, και θα ήθελα να τα συζητήσουμε περαιτέρω».

Ο Κατεπάνω χαμογέλασε αχνά και τα ταλαιπωρημένα χείλη του σκίστηκαν και μάτωσαν. Τράβηξε απ’ το μανίκι του ένα λευκό μαντήλι και τα σκούπισε. Παρά την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, οι κινήσεις του ήταν κομψές και μετρημένες.

«Μετά χαρ-» ξεκίνησε, αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει παραπάνω γιατί τον έπιασε βήχας. Ήταν υγρός και χαρχαλευτός, θαρρείς και κάτι σερνόταν μέσα του και πάλευε να βγει. Τον θάνατο τον είχε συνηθίσει η Χιόνη, μα την αρρώστια όχι. Στο μέτωπο, όλοι γρήγορα πέθαιναν. Έξυσε μηχανικά τον καρπό της, εκεί όπου κάποτε φορούσε το βραχιόλι του γάμου της. Συνέχισε να ξύνει, μέχρι που η αίσθηση έγινε ενοχλητική και, όταν έριξε μια ματιά, είδε ότι το χέρι της είχε κοκκινίσει. Σταμάτησε, άφησε την πένα της κι έχωσε τις παλάμες της κάτω απ’ τα μπούτια της για να μην μπει ξανά σε πειρασμό. Περίμενε να περάσει η κρίση του Κατεπάνω.

«Συνεχίστε, κυρία Καντ» της είπε όταν κατάφερε να πάρει ανάσα. Πόση ώρα είχε περάσει, άραγε; «Με συγχωρείτε για τη διακοπή. Δυστυχώς, η υγεία μου φθίνει γρηγορότερα απ’ όσο υπολόγιζα».

Η Χιόνη ένευσε καταφατικά και κοίταξε πάλι τον φάκελό της.

«Ναι. Δύο σημεία, όπως είπα. Το ένα έχει να κάνει με την υποχρέωσή σας να βρείτε και να ορίσετε κατάλληλο διάδοχο ως επικεφαλής της Τελευταίας Κραυγής».

Ο Κατεπάνω έκλεισε τα βλέφαρά του για μερικά δευτερόλεπτα. Ήταν πράγματι τόσο χλωμός ή έφταιγε το αρρωστιάρικο φως εκεί μέσα; Όταν την κοίταξε ξανά, τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Η Χιόνη κράτησε την ανάσα της⸱ άραγε θα της έλεγε αυτό που περίμενε; Η καρδιά της κλώτσησε, γεμάτη προσμονή.

«Πολύ φοβάμαι ότι αυτό είναι αδύνατο, κυρία Καντ. Η Τελευταία Κραυγή είναι νεκρή», της είπε. «Πάει καιρός τώρα. Υποπτεύομαι πως ήταν έργο θεοβόρου, αλλά δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε ποτέ τον υπεύθυνο κι η Μάτια στο Άπειρο αρνήθηκε να μας στείλει τη βοήθεια που ζητήσαμε». Ανασήκωσε τους λεπτούς του ώμους. «Σε περίπτωση που απορούσατε, αυτός είναι ο λόγος που έχουμε μείνει μόνο το Φω κι εγώ εδώ».

Η μοναδική νεκρή αποικία που είχε δει ποτέ της ήταν η Μεταξένιο Στιλέτο στη Σφαγίτιδα του Παραδείσου. Η προηγούμενη Δυναστεία την είχε μετατρέψει σε πάρκο αναψυχής. Είχαν βγει ραντεβού με την Εριέττα εκεί – πριν τον πόλεμο. Θυμόταν τα αυτόματα, των οποίων η μοναδική δουλειά ήταν να υπάρχουν, παριστάνοντας τους ανθρώπους προς τέρψη των τουριστών. Θυμόταν και τη φασαρία, τόσο διαφορετική από τη σιωπή της Τελευταίας Κραυγής. Και τη μυρωδιά των καραμελωμένων μήλων και την ακαμψία του Σώματος της αποικίας και το χέρι της Εριέττας στο δικό της και το στόμα της που κολλούσε απ’ την καραμέλα και τα σχέδιά τους για το μέλλον. Ξεροκατάπιε. Ήταν ιδέα της ή το γραφείο του Κατεπάνω μύριζε ξαφνικά καμένη ζάχαρη;

«Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο νόμος σάς απαλλάσσει από την υποχρέωση. Ωστόσο, σας εφιστώ την προσοχή στο ότι θα πρέπει να καταλογοποιήσουμε όλα σας τα προσωπικά υπάρχοντα και, κατόπιν, να ορίσουμε ποιος ή ποιοι θα τα κληρονομήσουν. Διαφορετικά, θα δημευτούν».

Έριξε μια νευρική ματιά στο χάος από αντικείμενα που επικρατούσε γύρω της. Κι αυτό ήταν μόνο ένα δωμάτιο. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί πόσον καιρό θα τους έπαιρνε η όλη διαδικασία – κι αυτό αν ο Κατεπάνω ήταν σε θέση να βοηθήσει, δεδομένης της ασθένειάς του.

«Το υποπτευόμουν, είναι η αλήθεια», της είπε. «Το Φω έχει ξεκινήσει να κάνει αυτή τη δουλειά εδώ και μήνες. Πιστεύω πως, μέσα στις επόμενες μια-δυο μέρες θα έχει τελειώσει».

Ένας στεναγμός ανακούφισης της ξέφυγε. Αν και μισοκρυμμένο απ’ το μαντήλι, της φάνηκε ότι ο στόμα του Κατεπάνω κύρτωσε ελαφρά.

«Πολύ ωραία. Ας περάσουμε στο δεύτερο ζήτημα, λοιπόν, μιας και αναφέρατε το Φω. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, η επιθυμία σας είναι να του κληροδοτήσετε το σύνολο της περιουσίας σας, σωστά; Δεν έχω παραβλέψει κάτι, ελπίζω;» ρώτησε η Χιόνη.

«Σωστά», είπε εκείνος.

Η Χιόνη τράβηξε ένα χαρτί από τον φάκελο και το διάβασε στα γρήγορα για να επιβεβαιώσει ότι θυμόταν σωστά.

«Αυτό θα ήταν εφικτό υπό κανονικές συνθήκες, με βάση τον νόμο 346/5218 υπέρ του δικαιώματος των αυτομάτων σε προσωπική περιουσία της ΣΤ΄ Δυναστείας. Ωστόσο, εξαιτίας της αλλαγής καθεστώτος και της πληθώρας καταγγελιών που είχαν γίνει για κατάχρηση εξουσίας, ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης διέταξε επανεξέταση όλων των νόμων που θεσπίστηκαν κατά τη θητεία του προκατόχου του. Πράγμα που σημαίνει ότι, μέχρι να δοθεί η έγκριση από την Επιτροπή Διαφάνειας και Εσωτερικών Υποθέσεων, ο συγκεκριμένος νόμος δεν είναι εν ισχύ. Υπό άλλες συνθήκες, αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα και θα σας συμβούλευα απλώς να περιμένουμε, αλλά…»

«Αλλά πεθαίνω» συμπλήρωσε την πρότασή της ο Κατεπάνω. Η έκφρασή του ήταν ουδέτερη, ο τόνος του σταθερός. Έμοιαζε να έχει συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο. «Και δεν ξέρω πόσον καιρό έχω μπροστά μου, αλλά – ας είμαστε ειλικρινείς, κυρία Καντ – δεν μοιάζει να είναι πολύς, έτσι δεν είναι;»

Η Χιόνη δεν ήξερε τι να απαντήσει σ’ αυτό. Αν έπρεπε να απαντήσει. Αποφάσισε να το αγνοήσει και να συνεχίσει παρακάτω. Στο πεδίο της μάχης, όπου όλοι ήταν μελλοθάνατοι, κανείς δεν ήθελε να του θυμίζουν πόσο εφήμερος ήταν. Ο Κατεπάνω δεν έδειχνε να έχει πρόβλημα, όμως δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια παρεξήγηση μαζί του. Ακόμη κι αν η αποικία του ήταν άδεια και το Σώμα της νεκρό, ο ίδιος εξακολουθούσε να έχει κάποια εξουσία κι αυτή ήταν η πρώτη της κανονική δουλειά μετά τον πόλεμο. Το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν να διαμαρτυρηθεί ο πελάτης στ’ αφεντικά της.

«Επομένως, όπως το βλέπω, ο μόνος τρόπος να τηρηθούν οι επιθυμίες σας και να εξασφαλίσετε το Φω ακόμη κι αν σας συμβεί κάτι απρόσμενο είναι να αναθέσετε την κηδεμονία του και τη διαχείριση της περιουσίας σας σε δικηγόρο μέχρι να επιλυθεί το νομικό ζήτημα. Το γραφείο μας, βεβαίως, θα χαρεί να αναθέσει σε κάποιον την υπόθεση, αλλά, αν θέλετε να ψάξετε ανεξάρτητα, δεν θα σας αποτρέψουμε».

Ο Κατεπάνω έγειρε πίσω στην καρέκλα του κι έπλεξε τα δάχτυλά του μεταξύ τους. Εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε χλωμότερος από κάθε άλλη φορά. Έμοιαζε ήδη νεκρός. Η Χιόνη ανατρίχιασε στη σκέψη κι ευθύς την ξόρκισε από τον νου της.

 «Φοβάμαι πως θα πρέπει να βάλουμε μια άνω τελεία στη συνάντησή μας για απόψε, κυρία Καντ» της είπε. Η φωνή του βγήκε ξέπνοη, σχεδόν ξεθυμασμένη. Ήταν στ’ αλήθεια η ίδια φωνή που της είχε κόψει την ανάσα με τον όγκο της, νωρίτερα; «Ελπίζω να μη σας πειράζει, αλλά είμαι εξουθενωμένος. Να μιλήσουμε αύριο; Ελπίζω πως θα έχω συνέλθει επαρκώς και θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε».

Η Χιόνη έγνεψε, μάζεψε τα πράγματά της και σηκώθηκε. Σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να του δώσει ξανά το χέρι της, όμως φαινόταν τόσο εξαντλημένος και τόσο χαμένος στις σκέψεις του, που αποφάσισε να μην το κάνει. Σκέφτηκε, επίσης, ότι θα ήταν ίσως σοφό να τον παρακαλέσει να καλέσει το Φω για να την πάει πίσω στο δωμάτιό της, αλλά δεν ήθελε να τον βάλει σε κόπο. Δεν της είχε πει κανείς, άλλωστε, ότι δεν μπορούσε να εξερευνήσει.

Βρισκόταν κάπου στο στέρνο της αποικίας, γιατί η σπασμένη λόγχη που το διαπερνούσε δέσποζε στο κέντρο του χώρου. Από τόσο κοντά, ήταν εμφανές πως δεν ήταν πραγματική λόγχη, αλλά στερεό νερό, τυλιγμένο με κεραυνούς. Παντού γύρω της, τα σπαρμένα με παπαρούνες τοιχώματα ίδρωναν χρυσό φως κι η οσμή των λουλουδιών ίσα που κάλυπτε εκείνη της σαπίλας. Η Χιόνη προσπάθησε να θυμηθεί αν έτσι μύριζε κι η Μεταξένιο Στιλέτο, αλλά δεν τα κατάφερε. Πήγαινε τόσος πολύς καιρός από εκείνη τη μέρα. Ο αντίλαλος των βημάτων της της προκαλούσε ανησυχία⸱ η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά, όμως δεν ήξερε με ποιον βηματισμό έπρεπε να συγχρονιστεί: τον κανονικό ή την ηχώ του;

Το φως χάθηκε απότομα, χωρίς καμιά προειδοποίηση, κι η Χιόνη αμέσως σταμάτησε να είναι συμβολαιογράφος και μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη. Χαμήλωσε το κορμί της κι έβγαλε τις μπότες της όσο πιο αργά και αθόρυβα μπορούσε. Της άρεσε αυτό το ζευγάρι, δεν ήθελε να το εγκαταλείψει. Το πήρε παραμάσχαλα. Εξάλλου, αν δεν την άκουγαν και δεν την έβλεπαν, ήταν ασφαλής. Έκανε στο πλάι και σκόνταψε πάνω σ’ ένα πτώμα. Κάποιος ήταν άτυχος, δεν είχε προφτάσει να κρυφτεί όταν ξεκίνησε η συσκότιση. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του ούτε πώς είχε πεθάνει. Καλύτερα, μάλλον. Η νάρκη έσκασε τόσο κοντά της που της καψάλισε ό,τι τρίχα πετούσε και την κούφανε για λίγο. Ένιωσε κάτι υγρό να στάζει απ’ το δεξί αφτί της και δεν χρειαζόταν να το δει – ήξερε πολύ καλά πως ήταν αίμα.

«Ακουλούθησέ με», μουρμούρισε η Εριέττα. Ήταν παράξενο που μπορούσε να την ακούσει πεντακάθαρα παρά τον τραυματισμό της. Ωστόσο, όταν στράφηκε προς τη φωνή της, δεν υπήρχε κανείς εκεί. «Δώσε μου το χέρι σου και πάτα ακριβώς εκεί που πατάω».

Έκανε όπως της είπε. Το χέρι της Εριέττας ήταν στεγνό και ζεστό. Δεν ήταν ο πιο έξυπνος τρόπος να κινείσαι μέσα σε ένα ναρκοπέδιο. Το ήξεραν κι οι δυο τους αυτό. Γιατί, λοιπόν, έκαναν του κεφαλιού τους; Τα δάχτυλα της γυναίκας της δεν ήταν πια δάχτυλα, αλλά αλυσίδες γύρω απ’ τους καρπούς της. Μέσα στο σκοτάδι, τα άνθη της αγριομηλιάς κι οι παπαρούνες στο στεφάνι της Εριέττας έλαμπαν μ’ ένα φως απόκοσμο, όμως έβλεπε αυτά μονάχα, όχι πρόσωπο ή σώμα ή μαλλιά. Η Χιόνη δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί⸱ έπιασε μια παπαρούνα. Έγινε αίμα που ξεγλίστρησε κι έσταξε στο έδαφος. Όταν γύρισε πάλι το βλέμμα της στην Εριέττα, είδε πως στη θέση της υπήρχε ένα σκιάχτρο. Το επόμενο λεπτό, ένα βλήμα το διαπέρασε, σκορπίζοντας τα άχυρά του παντού. Έκανε να τινάξει τα ρούχα της, αλλά δεν μπορούσε γιατί στα μπράτσα της κρατούσε μια φασκιωμένη οβίδα. Πάνω της, γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα, είχε το όνομα της αγέννητης κόρης της, που μόνο στα όνειρα θυμόταν.

Μόλις κατάλαβε ότι ήταν όνειρο, ήταν εύκολο να ξυπνήσει. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της κι ίσα που πρόλαβε να δει την άκρη μιας πράσινης ρόμπας να εξαφανίζεται πριν η πόρτα του δωματίου της κλείσει με δύναμη. Πάλεψε να κουνήσει τα πόδια της, το κεφάλι της, οτιδήποτε – όπως και το Σώμα της αποικίας, έτσι και το δικό της, είχαν παραιτηθεί από την προσπάθεια. Της πήρε κάμποση ώρα να καταφέρει να σηκωθεί και να σύρει όπως όπως το κορμί της μέχρι το μπάνιο. Έμοιαζε αλαφιασμένη και τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο μέτωπό της απ’ τον ιδρώτα, όμως το πιο ανησυχητικό ήταν οι δύο μικροσκοπικές, μελανιασμένες τρύπες στον λαιμό της.

Όταν έψαξε τα στρωσίδια της, βρήκε λίγες σταγόνες αίμα στο μαξιλάρι της.

Η Χιόνη δεν είχε επιβιώσει στον πόλεμο πέφτοντας στους κινδύνους με τα μούτρα ή λουφάζοντας και περιμένοντας να την προσπεράσουν. Άλλος, στη θέση της, θα είχε ήδη προσπαθήσει να το σκάσει. Εξάλλου, η αποικία ήταν έρημη, ένα στοιχειό του εαυτού της, και το Σώμα της πεθαμένο. Ποιος θα τη σταματούσε; Όμως η Χιόνη δεν ήθελε να το σκάσει. Δύο πράγματα ήθελε: το ένα ήταν να επιβεβαιώσει τις υποψίες της σχετικά με το τι συνέβαινε στην Τελευταία Κραυγή και τι της είχε κάνει ο Κατεπάνω ενώ κοιμόταν. Όσο για το δεύτερο, θα του το έλεγε την κατάλληλη στιγμή και μόνο αν οι εικασίες της αποδεικνύονταν σωστές. Το σίγουρο ήταν πως δεν την είχε φέρει εκεί για να συντάξει τη διαθήκη του, όπως της είχε πει αρχικά.

Ζώστηκε τα πιστόλια της και κάλεσε το Φω.

«Μπορείς να με πας στον Κατεπάνω;» το ρώτησε. «Είναι επείγον».

«Ο Κατεπάνω ξεκουράζεται αυτήν την ώρα», απάντησε εκείνο. «Θέλεις να του αφήσω μήνυμα να σε βρει όταν ξυπνήσει;»

Η Χιόνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Τα χέρια της την έτρωγαν να τραβήξει τα όπλα της και να τραμπουκίσει το αυτόματο, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Χωρίς το Φω, κινδύνευε να χαθεί μέσα στο Σώμα. Κι αν ο Κατεπάνω αποφάσιζε να κρυφτεί, δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να τον βρει, όσο καλό προσανατολισμό κι αν είχε.

«Θέλω να τον ξυπνήσεις τώρα και να του πεις ότι χρειάζεται οπωσδήποτε να του μιλήσω», επέμεινε.

Το Φω τραμπαλίστηκε στα πόδια του για μια στιγμή, σαν να μην ήταν βέβαιο τίνος την εντολή έπρεπε να ακολουθήσει. Το λυπήθηκε⸱ δεν μπορεί να ήταν εύκολο να υπάρχει μονάχα για τους άλλους. Τα σύγχρονα αυτόματα ήταν σχεδόν αδύνατο να τα ξεχωρίσει κανείς απ’ τους ανθρώπους γιατί είχαν επιθυμίες, ανεξάρτητες σκέψεις, βούληση. Αλλά το Φω ήταν κειμήλιο μιας πολύ μακρινής εποχής. Παρότι πολλοί ιστορικοί και κοινωνικοί μηχανικοί υποστήριζαν ότι ακόμη και το δικό του είδος τα διέθετε όλα αυτά, η εμφάνισή του δεν θα μπέρδευε κανέναν. Δεν είχε τεχνητό δέρμα ή αληθινά μάτια, δεν είχε καν μαλλιά ή δόντια. Το έβλεπες κι ήξερες αμέσως τι ήταν: ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα.

«Έλα μαζί μου», απάντησε, τελικά.

Για άλλη μια φορά, η Χιόνη το ακολούθησε σε αχανείς αίθουσες και διαδρόμους γεμάτους διακλαδώσεις που το μυαλό της αδυνατούσε να συγκρατήσει παρότι είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό της στην αντίληψη του χώρου. Αυτή η αντίληψη, ωστόσο, ήταν που της επέτρεψε να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Διέσχιζαν ολοένα και πιο οστεώδεις αίθουσες, ενώ θα έπρεπε να περνούν περισσότερες μεμβρανώδεις ανεβαίνοντας προς το κρανίο. Σταμάτησε να προχωράει.

«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε το Φω – κούφια φωνή, σε κούφιο σώμα, σε κούφια ζωή. «Γιατί σταμάτησες;»

Αυτή τη φορά, η Χιόνη τράβηξε τα πιστόλια της και σημάδεψε το κεφάλι του Φω. Εκείνο ανοιγόκλεισε τα πορσελάνινα βλέφαρά του και σήκωσε αργά τα χέρια του.

«Δεν με πηγαίνεις στον Κατεπάνω. Με πηγαίνεις προς το αριστερό πέλμα. Πες μου γιατί» πρόσταξε.

Το Φω άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, μα αμέσως το βλέμμα του γλίστρησε πίσω απ’ τη Χιόνη και χαμήλωσε το κεφάλι του.

«Στον αριστερό αστράγαλο σας πηγαίνει, κυρία Καντ» την τύλιξε η φωνή του Κατεπάνω, έσκισε το δέρμα της και τρύπωσε μέσα της σα σκουλήκι. «Εκεί υπάρχει μια βίδα και, όταν την ξεβιδώσεις, ανοίγει μια τρύπα στο κενό. Φαντάζομαι ότι δεν θέλετε να καταλήξετε εκεί;» ρώτησε.

Η Χιόνη έκανε μερικά βήματα πίσω, ούτως ώστε να έχει και τους δύο στο οπτικό της πεδίο κι έστρεψε σε καθέναν τους από ένα όπλο. Ο Κατεπάνω δεν φορούσε πια τις πράσινες ρόμπες του ούτε την καρφίτσα από πράσινο νεφρίτη. Τα μαλλιά του χύνονταν λυτά στους ώμους και το στήθος του και τα ρούχα του ήταν λευκά, με κεντητούς λωτούς. Αναστέναξε βαθιά κι αμέσως τον έπιασε βήχας και διπλώθηκε στα δύο. Ο βήχας του εξακολουθούσε να είναι δυσάρεστος στο άκουσμα και να της γρατζουνάει επίμονα το είναι. Έσφιξε το σαγόνι της, κράτησε τα πιστόλια της πιο σταθερά και περίμενε να περάσει.

«Δεδομένου του ποιος απ’ τους τρεις μας είναι οπλισμένος αυτή τη στιγμή, νομίζω πως είμαι ασφαλής», είπε η Χιόνη με προσποιητή αδιαφορία. Στράφηκε προς το Φω. «Πες μου», επανέλαβε.

«Θέλω να φύγεις», είπε πικρόχολα εκείνο. «Για την ακρίβεια, δεν ήθελα καν να έρθεις, αλλά ο Κατεπάνω δεν μου ’δωσε σημασία».

«Έπρεπε να έρθει, Φω», απάντησε εκείνος και, παρότι η φωνή του ήταν βαριά και τρομερή, η έκφρασή του ήταν γεμάτη τρυφερότητα. «Ξέρεις τι μου συμβαίνει».

«Σου συμβαίνει ό,τι αποφάσισες!» τον αποπήρε το Φω. «Μην παριστάνεις λες κι αυτό ήταν απλώς κάτι που έγινε από τύχη κι όχι κάτι που προκάλεσες στον εαυτό σου με το να-» σταμάτησε απότομα κι έριξε ένα βιαστικό βλέμμα προς τη Χιόνη.

Η Χιόνη χαμογέλασε. Το Φω την κοίταξε απορημένο.

«Σ’ ευχαριστώ που επιβεβαίωσες τις υποψίες μου, Φω», είπε ζεστά. Θηκάρωσε τα πιστόλια της και γύρισε στον Κατεπάνω. «Δεν βρήκατε ποτέ τον θεοβόρο γιατί εσύ είσαι ο θεοβόρος, έτσι δεν είναι; Έφαγες την αποικία μέχρι που δεν έμεινε τίποτα και τώρα η πείνα σε διαλύει. Γι’ αυτό είσαι άρρωστος. Και φαντάζομαι ότι με έφερες εδώ για να με σκοτώσεις, να οικειοποιηθείς την ταυτότητά μου και να μπεις ανενόχλητος στην Ανάσα των Νεκρών για να κάνεις τα ίδια».

Ο Κατεπάνω έκανε ένα βήμα προς το μέρος της – ή προς το μέρος του Φω, δεν ήταν σίγουρη. Η Χιόνη μπήκε ανάμεσά τους και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ακόμη και χωρίς τα όπλα της, δεν θα δυσκολευόταν να ακινητοποιήσει έναν ετοιμοθάνατο κι ένα αυτόματο από πορσελάνη.

«Ξέρεις, προσπάθησα πολύ να πεθάνω, τόσο στον πόλεμο όσο και αργότερα. Αλλά δεν μπορώ», παραδέχτηκε χαμηλόφωνα, χωρίς να πάρει το βλέμμα της απ’ τον Κατεπάνω. «Κάθε φορά δειλιάζω, δεν ξέρω γιατί. Όταν μου ανέθεσαν από το δικηγορικό γραφείο τη δουλειά κι αρχίσαμε να μιλάμε, μου φάνηκε παράξενο που δεν είχες σχεδιάσει να βρεις αντικαταστάτη για να αναλάβει την Τελευταία Κραυγή. Κι όταν έψαξα τα αρχεία των Κατεπάνω, είδα ότι, όσο πίσω κι αν πήγαινα, δεν έβρισκα άλλο όνομα πέρα απ’ το δικό σου. Τότε μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως δεν ήσουν ό,τι φαινόσουν κι ίσως, αν ο στόχος σου ήταν να με ξεφορτωθείς και να γίνεις εγώ, να μπορούσαμε να βγούμε κι οι δύο κερδισμένοι».

«Για τόσο παρατηρητικός άνθρωπος, είσαι εντυπωσιακά τυφλή», σχολίασε το Φω.

Ο Κατεπάνω τού έκανε ένα νόημα να σταματήσει. Μια νέα κρίση βήχα τον έριξε στα γόνατα. Αίμα έσταξε απ’ τα χείλη του και λέκιασε τις ρόμπες του.

«Τυφλή γιατί; Δεν είναι θεοβόρος ο αφέντης σου;»

«Είμαι», κατάφερε με κόπο να πει ο Κατεπάνω. «Και πράγματι σας είπα ψέματα, κυρία Καντ, όμως όχι γι’ αυτό που νομίζετε ούτε για τον λόγο που φαντάζεστε. Το ψέμα μου ήταν ότι η αποικία είναι νεκρή. Δεν είναι – όχι ακόμη. Όμως πεθαίνει κι εγώ…» σταμάτησε να πάρει ανάσα και σκούπισε με το μανίκι του το αίμα. Το βλέμμα της κόλλησε για λίγο στο κόκκινο χρώμα πάνω στο λευκό. Πόσους είχε δει να απομακρύνουν απ’ τα αντίσκηνα και τα πεδία της μάχης τυλιγμένους σε ματωμένα σεντόνια; «Εγώ έχω περάσει όλα μου τα χρόνια εδώ. Αυτό το Σώμα είναι το σπίτι μου και θέλω να φύγω μαζί του. Τόσο κακό είναι αυτό;»

«Ναι», μουρμούρισε το Φω. Ακόμη δεν είχε σηκώσει το κεφάλι του. Η Χιόνη ήταν σίγουρη πως θα έκλαιγε, αν μπορούσε, κι αυτή η σκέψη έβαλε φρένο στην αντάρα των αναμνήσεων που ’χε σηκωθεί μες στο κεφάλι της. «Γιατί σταμάτησες να τρως, παρότι βρήκαμε τρόπο να μη βλάπτεις την αποικία. Μπορείς να ζήσεις τόσα κι άλλα τόσα χρόνια ακόμη, μπορείς να τα ζήσεις μ’ αυτό εδώ το ταπεινό ακόλουθο, όμως προτιμάς να μ’ αφήσεις μόνο μου να περιπλανιέμαι στις αποικίες χωρίς σκοπό».

Ο Κατεπάνω παράτησε κάθε προσπάθεια να σηκωθεί ξανά και κάθισε κάτω. Έγειρε το κεφάλι του πίσω, στο τοίχωμα του Σώματος, κι έκλεισε τα μάτια. Παπαρούνες άνθισαν γύρω του και τις χάιδεψε μ’ ένα τρεμάμενο χέρι. Η Χιόνη ένιωσε, ξαφνικά, πως ήταν παράταιρη σ’ εκείνο το δράμα.

«Η ζωή είναι ο μόνος σκοπός, Φω. Δεν υπάρχει κανένας άλλος βαθύτερος ή υψηλότερος», είπε εκείνος κι η ανάσα του κόντευε να σωθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Χιόνη έβλεπε κάποιον ετοιμοθάνατο. Τι κι αν δεν ήταν άνθρωπος; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, ο Κατεπάνω μετρούσε ώρες. «Γι’ αυτό σας κάλεσα, κυρία Καντ. Επειδή ήθελα να μου βρείτε έναν τρόπο να εξασφαλίσω το Φω. Να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν θα το σβήσει, κανείς δεν θα το πουλήσει ή θα το πετάξει στα σκουπίδια. Μου τον βρήκατε και σας είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Νομίζω πως πρέπει να βιαστείτε με τα έγγραφα, όμως, γιατί δεν μου μένει πολύς χρόνος».

 Η Χιόνη κούνησε το κεφάλι της, θαρρείς κι η κίνηση θα ξεμπέρδευε το κουβάρι των σκέψεών της.

«Δεν καταλαβαίνω. Τότε γιατί μου επιτέθηκες; Μου έδωσες κάτι την ώρα που κοιμόμουν – είδα τα σημάδια απ’ τις ενέσεις, είδα το αίμα στο μαξιλάρι μου. Είδα τα όνειρα» είπε καχύποπτα. «Είδα την άκρη απ’ τη ρόμπα σου».

«Δεν ήταν ο Κατεπάνω» είπε το Φω και, επιτέλους, ανασήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. «Ήταν αυτό εδώ το ταπεινό ακόλουθο που ήθελε να σε τρομάξει αρκετά για να φύγεις. Σκέφτηκα πως, αν ο Κατεπάνω δεν μπορούσε να με εξασφαλίσει όπως ήθελε, θα εγκατέλειπε το ηλίθιο σχέδιό του να κάτσει να πεθάνει μαζί με την Τελευταία Κραυγή στην Άκρη του Χώρου. Συγγνώμη», πρόσθεσε χαμηλόφωνα, μα ήταν εμφανές πως δεν το εννοούσε.

Με κάθε λέξη που άκουγε, η Χιόνη έβλεπε το σχέδιό της να καταποντίζεται. Είχε έρθει με την ελπίδα πως ο θεοβόρος θα τη σκότωνε, αλλά ο θεοβόρος δεν έδειχνε να έχει καμία τέτοια πρόθεση. Ίσως να μπορούσε να πείσει το αυτόματο, όμως εκείνο έμοιαζε να ενδιαφέρεται μόνο για τον Κατεπάνω του. Ήταν σίγουρη πως, κάπου μακριά, η Εριέττα γελούσε μαζί της.

«Έχω ζήσει χίλιες ζωές, Φω», είπε ο Κατεπάνω. Ο όγκος της φωνής του έμοιαζε, αυτή τη φορά, να καταπλακώνει και τον ίδιο. «Θέλω απλώς να ξεκουραστώ. Εσείς, κυρία Καντ; Τι θέλετε;»

Πολλά πράγματα ήθελε. Τη γυναίκα και το παιδί της πίσω, για αρχή. Τη ζωή της πριν τον πόλεμο, τα όνειρά της που δεν ήταν στοιχειωμένα, τις αναμνήσεις της που δεν είχαν μολυνθεί ακόμη από λάσπη, νάρκες, χαρακώματα και ομοβροντίες. Αλλά δεν μπορούσε να έχει τίποτε απ’ όλα αυτά, γιατί ανήκαν στο παρελθόν. Ήθελε να είναι συμβολαιογράφος; Μπορεί. Δεν είχε ιδέα. Ήταν καλή επιλογή επαγγέλματος, συνετή. Όμως τα πιστόλια στη ζώνη της έμοιαζαν πιο αληθινά από τους φακέλους στον χαρτοφύλακά της κι ας είχε τόσον καιρό να τα χρησιμοποιήσει.

«Δεν ξέρω» παραδέχτηκε, τελικά. Ήταν, ίσως, το πιο δύσκολο πράγμα που είχε ξεστομίσει ποτέ της. «Δεν ξέρω».

«Τότε, σας έχω μια πρόταση» είπε ο Κατεπάνω, προτού συνταραχτεί από μια ακόμη κρίση βήχα.

Η Χιόνη πληκτρολόγησε τις εντολές απογείωσης και, προσεκτικά, έβγαλε το σκαφίδιό της από το κούφιο δόντι του θεού. Δίπλα της, το Φω κοιτούσε έξω με το πρόσωπο κολλημένο στο παράθυρο. Βγήκαν από το Σώμα μέσα σε μια βροχή από παπαρούνες που, καθώς απομακρύνονταν απ’ την αποικία, ξεπάγιαζαν και, έτσι ξεπαγιασμένες, συνόδευαν το πλοιάριο που απομακρυνόταν.

«Μην περιμένεις να σε πω ποτέ κυρία ή αφέντρα», της είπε ξαφνικά το Φω. «Ελπίζω να κρατήσεις τον λόγο σου και να μη σκοπεύεις να μ’ έχεις σκλάβο».

Γέλασε.

«Δεν έδωσα τον λόγο μου, ο λόγος δεν εγγυάται τίποτα. Δεσμεύομαι νομικά να είμαι κηδεμόνας σου μέχρι να εγκριθεί εκ νέου ο νόμος που θα σου επιτρέπει να έχεις ιδιωτική περιουσία. Τότε, θα σου μεταφερθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Κατεπάνω και θα είσαι ελεύθερο να κάνεις ό,τι θέλεις. Και τώρα θα είσαι, απλώς, τυπικά, θα είμαι υπεύθυνη για σένα. Οπότε, μη με βάλεις σε μπελάδες, σε παρακαλώ».

«Καλά», είπε το Φω. Κι ύστερα από λίγο, με την κούφια του φωνή γεμάτη παιδιάστικο παράπονο: «δεν θέλω να πεθάνει. Ξέρω πως οι άνθρωποι πεθαίνετε κι οι αποικίες πεθαίνουν, αλλά αυτός δεν είναι τίποτα απ’ τα δύο. Το διάλεξε και δεν μου αρέσει».

«Το ξέρω», απάντησε η Χιόνη.

Άλλαξε τη λειτουργία του σκάφους από χειροκίνητη σε αυτόματη και χαλάρωσε στη θέση της. Το Φω έλυσε τη ζώνη του κι έστρεψε όλο του το πορσελάνινο σώμα προς το μέρος της.

«Υποσχέσου ότι δεν θα κάνεις το ίδιο», της είπε. «Μέχρι να λυθεί το θέμα με τη νομοθεσία, τουλάχιστον. Ο Κατεπάνω σ’ εμπιστεύτηκε να με φροντίσεις, αλλά ήρθες σ’ εμάς γιατί κυνηγούσες τον θάνατο. Δεν σου επιτρέπω να το κάνεις αυτό για όσο θα μ’ έχεις μαζί σου».

Η Χιόνη αναστέναξε. Καταλάβαινε πολύ καλά τι σκεφτόταν ο Κατεπάνω όταν της πρότεινε να γίνει κηδεμόνας του Φω. Δεν ήταν σίγουρη αν το σχέδιό του θα έπιανε, αλλά μια φωνή μέσα της που δεν είχε λόγια, μόνο ένα γέλιο καμπανιστό σαν της Εριέττας, την έσπρωξε να του δώσει μια ευκαιρία. Στην τελική, δεν είχε τίποτα να χάσει. Μπορούσε να πεθάνει οποτεδήποτε.

«Το υπόσχομαι».

«Ωραία», είπε το Φω και, ίσως ήταν ιδέα της, όμως της φάνηκε ότι διέκρινε ανακούφιση στον τόνο του.

«Γιατί δεν χρησιμοποιείς ολόκληρο το όνομά σου; Δεν σου αρέσει;»

Το Φω της έριξε μια γρήγορη ματιά.

«Μ’ αρέσει. Απλώς κάποιοι θεωρούσαν τον Κατεπάνω υπερφίαλο που μου το έδωσε, επειδή θυμίζει όνομα αποικίας. Έτσι, το έκοψα».

Η Χιόνη το σκέφτηκε για λίγο.

«Σε πειράζει να το λέω ολόκληρο; Δεν θα το κάνω αν έχεις πρόβλημα».

«Όχι. Σου είπα, μου αρέσει».

Η Χιόνη χαμογέλασε. Το Κρυστάλλινη Φωνή στον Ποταμό του Χρόνου χαμογέλασε κι εκείνο.

Κύλιση στην κορυφή