Το να κληρονομείς κάτι δεν είναι από μόνο του αρκετό
γιατί, όπως με τις περιουσίες, αν δεν ασχοληθείς,
μπορεί εύκολα να τις χάσεις.
Ο Michael Frede συνομιλώντας με τη Βάσω Κιντή,
Η Καθημερινή, 13.4.1997
Έρχεται να μου μιλήσει με μια γλώσσα που έχει μάθει στην πράξη να υπονοεί πλείστα. Φαίνεται ότι ξέρει από τη φόδρα της τη λεγόμενη σοφιστική της ζωής. Ως και το λανθάνον βάθος των σημαινομένων δείχνει ακόμη κι εκείνο κάποια στιγμή το στίγμα του. Τον ακούω πάλι με τη στοργή που πρέπει για την περίσταση: «Περήφανος με ταπεινή κι αστεία περηφάνια / Στο άπειρο στηλώνοντας δυο κουρασμένα μάτια / Υψώνουμαι σ’ ερείπια, σε γυάλινα παλάτια / Κι αναγελάω την πικρή της μοίρας μου ορφάνια / Και ζώντας έτσι μέσα στ’ όνειρο, σαρκάζω το εγώ μου / Τον πόνο, που περίχυτος την ύπαρξή μου λιώνει / Στο κάθε τι ανθρώπινο, στο κάθε τι του νόμου / Βαδίζω πάντα ενάντια… Κι είν’ η ψυχή μου μόνη». Και η καθόλα εύστοχη πρωτοβουλία σου, φίλε μου Γιάννη, έρχεται με τη σειρά της να τονίσει τι ακριβώς περιέχει μια αγεωγράφητη ως τώρα επικράτεια καταθέσεων έμπειρου λόγου. Μου λες, λοιπόν: «από την έρευνά μου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση Μυλωνογιάννη αποτελεί ενδιαφέρουσα παρουσία στον χώρο των γραμμάτων μας και ειδικότερα στον χώρο του κριτικού λόγου. Έρχεται στην επιφάνεια ένας αμητός αξιοπρόσεκτων κειμένων για την ποίηση, για τον πεζό και τον δοκιμιακό λόγο και την πνευματική ζωή γενικότερα. Πρόκειται για έναν σχεδόν λησμονημένο συγγραφέα, ο οποίος αξίζει μεγαλύτερης προσοχής».
Ναι, από σένα, αγαπητέ Γιάννη, ακαταπόνητε ανακαινιστή του λογοτεχνικού μας κληροδοτήματος, έμαθα τι σημαίνει Γιώργος Μυλωνογιάννης. Η υποδειγματική, η εμπεριστατωμένη εισαγωγή σου στο βιβλίο Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις του Σάμη Γαβριηλίδη, πάνε ήδη εννιά χρόνια, προβάλλει με νηφαλιότητα και πειστικότητα τα κύρια γνωρίσματα του έργου του. Μια ολόκληρη εποχή αναβιώνει στις σελίδες σου. Σκηνοθετείς τα υπάρχοντα και τα δεδομένα της Γραμματολογίας μας με δόκιμο τακτ, φέρνοντας στο φως άγνωστες πτυχές μιας αξιοπρόσεκτης πορείας πνευματικού βίου, που δεν πρέπει να ξεχαστεί μέσα στο παρελθόν της γραφής μας.
Το συγκεκριμένο έργο συνιστά αμάχητο τεκμήριο μιας εξ αντικειμένου ρηξικέλευθης αναστύλωσης, τόνισε εγκαίρως, θυμάμαι, η κριτική στο σύνολό της. Καθόλα υποδειγματική στον διερευνητικό της προσανατολισμό, η εργασία σου αυτή αποτελεί όντως αφετηρία επανεξέτασης προσώπων και πραγμάτων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό μας αφορούν ακόμη και σήμερα για ποικίλους ευνόητους λόγους. Ο Γιώργος Μυλωνογιάννης, μέλος της γνωστής οικογένειας, η οποία πρωτοστάτησε στους εθνικούς μας αγώνες, σπεύδει να αυτοβιογραφηθεί με παρρησία. Ακυρώνει εμφανώς στην κειμενική πράξη κάθε ενδεχόμενη έπαρση. Διαγράφοντας συνειδητά ανιαρούς, φλύαρους κομπασμούς, φτάνει ως εμάς τώρα ακέραιος. Αποκρυσταλλωμένος.
Ήταν οκτώ χρονών όταν κηρύχτηκε η ρωσική επανάσταση, είκοσι, όταν εκδόθηκε Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας (Das Unbehagen in der Kultur) του Ζίγκμουντ Φρόυντ και είκοσι δύο, όταν κυκλοφορήθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Σεφέρη, η Στροφή. Ήταν επόμενο να τον σημαδέψει τόσο ο σοσιαλισμός όσο και ο μοντερνισμός της σκέψης και συνακόλουθα της τέχνης του λόγου. Έγραψε όντως με επαγγελματική συνέπεια, στηλίτευσε τις μετριότητες του χώρου του, ανέδειξε με αφοσίωση ό,τι φρονούσε πως ξεπερνούσε το μέσο όρο γραφής. Διετέλεσε αρχισυντάκτης των Νεοελληνικών Γραμμάτων από το 1935 έως το 1941. Πρόκειται για την έγκυρη εβδομαδιαία φιλολογική και καλλιτεχνική επιθεώρηση, την οποία εξέδιδε ο Κώστας Ελευθερουδάκης. Την υποστήριζαν, ως γνωστόν, με τις συνεργασίες τους εκπρόσωποι του τότε προοδευτικού κινήματος. Συνεργάστηκε για λίγο, στα στερνά του, και με Το Βήμα, σε συνέχεια πρότασης του Δημητρίου Λαμπράκη. Κατά τα άλλα, έζησε, μας υπογραμμίζεις Γιάννη, με ομολογούμενα και ανομολόγητα πάθη. Αναζήτησε με μανία ό,τι κατά κανόνα αναζητούν μέχρις εσχάτων οι απονενοημένοι, οι δύσκολοι, τα κατακερματισμένα «εγώ» και οι καταχρηστικά λεγόμενοι καταραμένοι: ήτοι ξεπέρασμα της εξ αντικειμένου πραγματικότητας με απολύτως βάναυσα μέσα.
Πολύγλωσσος, κάτοχος μιας ιδιαίτερης πνευματικής καλλιέργειας, διέθετε όλα εκείνα τα αξιοζήλευτα προσόντα, με την αρωγή των οποίων θα μπορούσε να διαχειρισθεί το βίο του με άνεση και άλλη τόση σύνεση στους αντίποδες της παρακμής. Προτίμησε όμως, για λόγους που μάλλον δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε με ακρίβεια, τις τυπικές ακρότητες του σπάταλου ηδονοθήρα. Το τίμημα: οριστικός εγκλεισμός, μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις, στο Δρομοκαΐτειο ίδρυμα για αποτοξίνωση από ναρκωτικές ουσίες. Απεβίωσε το 1954, μια ατελής σκιά του εαυτού του, σε ηλικία σαράντα πέντε ετών.
Έχω συγκρατήσει από την πρώτη κιόλας στιγμή, μεταξύ άλλων, τα εξής από την εισαγωγή σου: «Ο Γιώργος Μυλωνογιάννης είναι ένας ακόμη ποιητής, που θα μπορούσε να ενταχθεί στην ομόλογη ομάδα των παρακμιακών ποιητών, στην οποία, μεταξύ άλλων, εντάσσονται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου και ο Χάρης Σταματίου, γνωστός και με το ψευδώνυμο Χάρης Επαχτίτης, αδερφός του γνωστού δημοσιογράφου Στάμ. Στάμ. (Σταμάτη Σταματίου). Και τους τέσσερις αυτούς συγγραφείς, από τους οποίους ο Μυλωνογιάννης ήταν νεότερος, τους συνέδεε στενή γνωριμία και κοινωνική σχέση. Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στεγάστηκαν κάτω από την πνευματική στέγη του ευρείας κυκλοφορίας περιοδικού Μπουκέτο, το οποίο από την ίδρυσή του τον Απρίλιο του 1924 διηύθυνε ο Σταματίου με στενό συνεργάτη τον Παπανικολάου, ο οποίος και τον διαδέχτηκε στην αρχισυνταξία. Εκεί δημοσιεύτηκαν αρκετά λογοτεχνικά τους κείμενα. Τους συνέδεε επίσης η μποεμία, η αίσθηση του αδιεξόδου και του ανικανοποίητου […] κι ακόμη η αναζήτηση ενός ερωτισμού, συνδυασμένου με τη γοητεία της νύχτας και των περιπλανήσεων στα απόκεντρα σημεία της πόλης».
Δεν τόλμησε όμως, παρά τη γνωσιολογική του επάρκεια, να περάσει ο ίδιος στην όχθη του φιλελεύθερου στίχου. Δε νομίζω, φίλτατε Γιάννη, ότι ήταν τόσο θέμα ρηματικής εγκράτειας, όσο ζήτημα ένδον αυτοελέγχων. Ίσως των μόνων που γνώριζε. Πιθανότατα ν’ απολάμβανε στις δικές του, καλοσιδερωμένες στροφές ό,τι ακριβώς του είχε αποκλείσει, ανέκκλητα μάλιστα, η Μοίρα, δηλαδή έναν τακτικό ρυθμό, σημάδια μιας άδολης τάξης. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι εκφάνσεις σαν αυτές φέρ’ ειπείν από την «Όχθη» της Ενδοχώρας του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Μια γυναίκα κάποτε μας σταματά./ Αν δεν γελάση πρόκειται να βρέξη», θα τον έκαναν προφανώς να αναγουλιάζει. Συγκρατώ ότι υπερασπίστηκε όσο ελάχιστοι λόγιοι του καιρού του τον θανάσιμο Πατέρα, τον Κώστα Καρυωτάκη. Δεν απέκρυψε, αντίστοιχα, ότι αμφιταλαντεύτηκε αρκετά, όσον αφορά στην ειδικότερη σημασία της συμβολής του Γιάννη Σκαρίμπα. Η υπόθεση της ανατρεπτικής, αντισυμβατικής γραφής του τελευταίου απετέλεσε ένα ακόμη αίτιο και αιτιατό αναμέτρησης του Γιώργου Μυλωνογιάννη με τους δικούς του ασίγαστους δαίμονες. Δεν παρέλειψε επίσης να επισημάνει τις κατ’ αυτόν εμφανέστατες επιδράσεις του Νικηφόρου Βρεττάκου στις συνθέσεις, τις πρώιμες, του Γιάννη Ρίτσου. Το στίγμα του Γιώργου Μυλωνογιάννη ανακαλεί εν γένει τα χρόνια μιας παρατεταμένης ηθικής χασμωδίας. Από το ποίημά του, με τον εν πολλοίς αναμενόμενο τίτλο «Ονειροπόλοι», φτάνουν ως εμάς τώρα πολλές τυραννικές εικόνες ερειπίων.
Σταματώντας εδώ σήμερα, διακρίνω, τα εξής χαρακτηριστικά φωνήματα της βασανιζόμενης ύπαρξης, έρμαιο μιας σκοτεινής βούλησης: «Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα / κι όλοι ζούμε με τ’ όνειρο κάποιας φυγής, / μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής, / τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα». Ίσως όμως ομοιοπαθητικά, υποψιάζομαι, να βλασταίνει εδώ ακόμη και η άρνηση αυτής της εκούσιας πτώσης. Η έγκαιρη επαναφορά, για να το διατυπώσω διαφορετικά, στο φως του αγώνα μιας επιβίωσης ελπίδων μπορεί κάποια ευτυχή στιγμή να διαφαίνεται εξ αντιδιαστολής. Μήπως εν τέλει η παρακμή στη συγκεκριμένη περίπτωση επικαλείται πλαγίως (ωσεί ιαματικός πόθος στη θέση του λοιμικού πάθους) την ανάγκη της αυθυπέρβασής της, σε οριακό μάλιστα βαθμό; Θα ξαναβρεθούμε, Γιάννη, και θα μου πεις. Για την ώρα, σε ευχαριστώ ιδιαιτέρως και πάλι.