Στην Ελλάδα του 2022 θεωρώ ότι η σύγχρονη έντεχνη μουσική –ένα είδος έτσι κι αλλιώς ανοίκειο στο ευρύ κοινό– αγωνίζεται να επαναπροσδιορίσει τη θέση της.
Πριν την υγειονομική και ακόμα περισσότερο την οικονομική κρίση (2010), η πορεία ήταν συνεχώς εξελικτική, σε κάποιες περιόδους μάλιστα θα τολμούσα να πω και θεαματικά ανοδική. Με όλο και περισσότερες δυνατότητες παρουσίασης νέων έργων μέσω φεστιβάλ και άλλων σχετικών διοργανώσεων, με περισσότερες μετακλήσεις εξειδικευμένων στο είδος ερμηνευτών και μουσικών συνόλων, με όλο και περισσότερους Έλληνες μουσικούς και μαέστρους να ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν στις νέες μουσικές ιδέες και τεχνικές και να συνεργαστούν με τους δημιουργούς για ένα αρτιότερο αισθητικό αποτέλεσμα.
Και όσο το μουσικό αυτό αποτέλεσμα ήταν συναρπαστικότερο, τόσο πιο γοητευτικό, κατανοητό και οικείο γινόταν το είδος αυτό της μουσικής, τόσο περισσότερο κοινό προσήλκυε. Κοινό ευρύτερο και ποικιλότερο, πέρα από τους ήδη ιδεασμένους και τους άμεσα ενδιαφερόμενους.
Η οικονομική κρίση που έπληξε ανελέητα τη χώρα μας ήταν ισχυρότατο πλήγμα σ’ αυτήν την πορεία και στη συνέχεια η πρόσφατη παγκόσμια υγειονομική κρίση έφερε τα πράγματα σε ακόμα χειρότερο επίπεδο.
Μένει σ’ εμάς, με προσοχή, έμπνευση, δημιουργικό και συνεργατικό πνεύμα να ξαναστήσουμε τις συνθήκες για μια νέα ανοδική πορεία.
Η αλήθεια είναι ότι το κοινό μας είναι περιορισμένο. Πιστεύω όμως ότι το νεανικό κοινό είναι πιο δεκτικό στις πειραματικές μορφές Τέχνης και σε πρωτότυπες ιδέες. Είτε γιατί θέλει να γνωρίσει κάτι διαφορετικό είτε γιατί έχει περισσότερες γνώσεις, ανησυχίες, περιέργεια ίσως, είτε γιατί ασχολούνται και τα ίδια τα άτομα με το αντικείμενο. Και τα παιδιά θεωρώ ότι είναι ακόμα πιο ανοικτά σαν ακροατές.
Σ’ αυτό βοηθάει ιδιαίτερα και το όλο και υψηλότερο επίπεδο των μουσικών σπουδών που παρέχονται, ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Οι δυνατότητες γνώσης και εμπειριών είναι όλο και περισσότερες και ποιοτικότερες με αποτέλεσμα και το επίπεδο των συνθετών να ανεβαίνει. Χρειάζεται όμως πολύ ψάξιμο, προσεκτικές και πολυπρισματικές επιλογές, συνεχή ενημέρωση και ανανέωση και οπωσδήποτε επαφή με τα τεκταινόμενα στον διεθνή χώρο. Κάτι που, βέβαια, εκτός από θέληση, απαιτεί αρκετό χρόνο και… οικονομική ευχέρεια.
Το να είναι συνθέτης κάποιος σήμερα στη χώρα μας, πιστεύω ότι μόνον ως μία ιδιότητα που τον προσδιορίζει μπορεί να εκληφθεί και σε καμία περίπτωση ως επάγγελμα. Μία ιδιότητα που την υπερασπίζεται, την υποστηρίζει και την εξελίσσει ο καθένας μας καταρχήν μόνος του και στη συνέχεια σε συνεργασία με τους ελάχιστους εκείνους (εκτός των ομοτέχνων μας) που μπορεί να θεωρούν άξια λόγου, ύπαρξης και προσοχής τη δουλειά μας. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι πρέπει να υπάρχουν άλλοι πόροι αφενός βιοπορισμού, αφετέρου υποστήριξης των δημιουργημάτων μας, δηλαδή υλοποίησης και προβολής των έργων μας. Οι ευκαιρίες για κάλυψη του κόστους παρουσίασης ενός σύγχρονου έργου (ιδιαίτερα αν είναι για μεγάλο σύνολο, ορχήστρα ή όπερα), πολύ περισσότερο δε για αμοιβή αυτού, είναι από ελάχιστες έως μηδαμινές.
Νομίζω πως οι Έλληνες συνθέτες έντεχνης μουσικής που ζουν μόνο από τη σύνθεση σήμερα, το πολύ να μετρώνται στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Απ’ την άλλη πλευρά, η μοναδική σε ισχύ και πληρότητα δύναμη που προσφέρει σε προσωπικό επίπεδο αυτή η ικανότητα/δυνατότητα να δημιουργούμε ένα πρωτότυπο έργο, μπορεί να αντισταθμίσει και να υπερκεράσει ακόμα όλη την προαναφερόμενη αγωνία και την πρακτική δυσλειτουργικότητα.
Για τους Έλληνες συνθέτες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, η εικόνα που έχω είναι ότι στην πλειονότητά τους απολαμβάνουν ευρεία αναγνώριση και αποδοχή, ενώ τους δίνονται επαρκείς δυνατότητες παρουσίασης της δουλειάς τους είτε μέσω προσκλήσεων ερμηνείας έργων είτε μέσω παραγγελιών, ηχογραφήσεων, άρθρων, συνεντεύξεων κ.λπ. Το είδος, άλλωστε, είναι πιο οικείο σε ευρύτερο κοινό.
Για τους συνθέτες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα νομίζω η παρουσίαση της δουλειάς τους στη διεθνή σκηνή είναι μια πιο δύσκολη υπόθεση και γίνεται σε αρκετά περιορισμένο βαθμό.
Την ηλεκτρονική μουσική την θεωρώ έναν ιδιαίτερο κλάδο της μουσικής δημιουργίας, θα τολμούσα να πω σχεδόν πρωτογενή και κατά μία έννοια αυτόνομη και ανεξάρτητη, απόρροια της εξέλιξης της τεχνολογίας, με ευρύτατες όμως δυνατότητες. Άνοιξε ένα πεδίο συνθετικής σκέψης και χειρισμών νέο, το οποίο διερευνάται από τους ειδικευόμενους συνθέτες και διευρύνεται συνέχεια, διευρύνοντας ταυτόχρονα και το ηχητικό υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μουσική –τάση παλαιά όσο και ο άνθρωπος– και δίνοντας πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Η θέση της σήμερα στο παγκόσμιο μουσικό γίγνεσθαι είναι πολύ σημαντική, δεν θα την χαρακτήριζα όμως ως την «κλασική μουσική» της εποχής μας.
Σε ό,τι αφορά τώρα την προσωπική μου δουλειά, γενικά προτιμώ τον ήχο των φυσικών μουσικών οργάνων. Συνήθως γράφω για μικρά ενόργανα σύνολα ή σε συνδυασμό με φωνή (κυρίως γυναικεία) και για σόλο όργανα (πιάνο, βιολοντσέλο, φλάουτο, βιολί). Με κεντρίζει ιδιαίτερα και ο ορχηστρικός ήχος. Οι συνθέσεις όμως για ορχήστρα χρειάζονται πολλή δουλειά και είναι και δύσκολο να παρουσιαστούν, επομένως δύσκολο και να διδαχθεί ο δημιουργός τους από την πολύτιμη και απαραίτητη εμπειρία του ακούσματος.
Πριν λίγες ημέρες ολοκλήρωσα μία πιανιστική μινιατούρα με την οποία θα συμμετάσχω στο κάλεσμα έργων για τον επετειακό εορτασμό μεγάλου μουσικού συλλόγου.
Το επόμενο συνθετικό βήμα θα είναι μία σειρά κομματιών/τραγουδιών (;) για γυναικεία φωνή και πιάνο πάνω σε ποίηση της Όλγας Βότση με κοινό τους στοιχείο την έννοια της μουσικής (σε ευρύτερη θεώρηση).
Η μελοποίηση ποίησης –αποκλειστικά ελληνικής– είναι ένα πολύ αγαπημένο μου δημιουργικό πεδίο. Με συνεπαίρνει ολοκληρωτικά όσο δουλεύω και με γεμίζει ανείπωτα όταν ολοκληρωθεί.
Υπάρχει στις ημέρες μας πολύ μεγάλη παραγωγή ποιημάτων και λογοτεχνικών κειμένων γενικότερα, ιδιαίτερα αξιόλογων. Μπορεί κανείς να βρει καταπληκτικά πράγματα. Θέλει όμως πολλή προσοχή, χρόνο και διερεύνηση η επιλογή του κατάλληλου κειμένου γι’ αυτό που θέλεις να κάνεις.
Ακόμα, θεωρώ το δέσιμο της σύγχρονης μουσικής με τον χορό έναν πολύ ενδιαφέροντα, προκλητικό και δημιουργικό συνδυασμό. Επόμενη επιλογή στις προτιμήσεις μου έρχεται η κινούμενη εικόνα (video art), κυρίως με βάση μια αφαιρετική αισθητική. Εξαρτάται πολύ και από το ποιο είναι το θέμα σου και τι θέλεις να κάνεις με αυτό.
Επιρροές έχω δεχθεί πολλές και σημαντικές, κυρίως μέσα από τη δουλειά των μεγάλων συνθετών της πρωτοπορίας του 20ού αιώνα (Anton Webern, Ligeti, Hosokawa, Απέργης). Μου έχουν φανερώσει πολύ σπουδαία πράγματα.
Αλλά και οι αμέσως παλαιότεροι, οι συνθέτες που σπάνε τα όρια του Ρομαντισμού και διευρύνουν τα σύνορα του μουσικού ήχου (Μουσόργκσκι, Mahler, Στραβίνσκι, Debussy, Σοστακόβιτς) μου έχουν μάθει πολλά.
Θεωρώ πολύ σημαντικό να έχει ένας συνθέτης την αίσθηση, έστω σε αδρές γραμμές, της εξελικτικής πορείας της μουσικής ανά τους αιώνες.
Βαθύτατη επιρροή όμως άσκησε στα εφηβικά, φοιτητικά και μεταφοιτητικά μου χρόνια και η επαφή μου με κορυφαίους δημιουργούς από τον χώρο της ποίησης και του θεάτρου (Καβάφης, Σαραντάρης, Βάρναλης, Ελύτης, Βότση και Lorca, Brecht, Καμπανέλλης αντίστοιχα) παράλληλα και σε συνάφεια με την Αρχαία Τραγωδία και τη Δημοτική μας Ποίηση.
Οι αντιδράσεις του κοινού στη μουσική μου είναι ποικιλόμορφες. Σε πρώτη εντύπωση τις αισθάνομαι θετικές. Συχνά υπάρχει απορία, ξένισμα, προβληματισμός για το ανοίκειο του ύφους, με διάθεση για κατανόηση όμως. Αυτά από τους μη ιδεασμένους. Από τους πιο εξοικειωμένους και γνώστες εκφράζεται ίσως ένας σκεπτικισμός για τον ενυπάρχοντα λυρισμό και την έλλειψη περισσότερης ηχητικής/ρυθμικής τόλμης και εξωστρέφειας, αλλά συχνά εισπράττω και από αυτούς αποδοχή των ιδεών μου και του χειρισμού τους.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω την καταγραφή αυτών των σκέψεων λέγοντας ότι θεωρώ το κάθε έργο μου καταρχήν μία έκφραση και ταυτόχρονα μία αφορμή/ανάγκη για διερεύνηση ενός μέρους της ψυχοσυναισθηματικής μου υπόστασης.
Μία εσώτερη ποσότητα ενέργειας δημιουργείται από κάποια εσωτερικά ή εξωτερικά ερεθίσματα, αναβλύζει, μεταφράζεται σε ήχους και κατατίθεται. Θα το χαρακτήριζα «ένα μήνυμα του έσω ωτός προς τον περιβάλλοντα κόσμο».
⸙⸙⸙
Ενδεικτικά έργα:
«ΑΙ-Ρούμπα» για 3 φωνές, ορχηστρικό σύνολο, δύο υποκριτές και μαγνητοταινία:
«Ο Μικρός Ναυτίλος – Και με φως και με θάνατον – 3» για μικτή χορωδία a cappella:
«Τα πάθη της βροχής» για δύο φωνές και ενόργανο σύνολο:
«Στρόβιλος» για σόλο κιθάρα:
«Πιανοπεριπέτειες»:
«Γλυπτό» για σόλο φλάουτο και video art:
«Παρατροπές» για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο:
«Anemic cinema» για σόλο βιμπράφωνο:
