Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Κώστας Μελάς

Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ελευθερία της έκφρασης και διεύρυνση της δημοκρατίας

Πάντα ο εχθρός της ελευθερίας εμφανίζεται
με το προσωπείο του υπέρμαχου της ελευθερίας.

1.

Η τρέχουσα ιστορική εποχή, σύμφωνα με τη συμβατική και συγχρόνως κυρίαρχη φρασεολογία, χαρακτηρίζεται ως η εποχή της παγκοσμιοποίησης, της τεχνολογικής επανάστασης και του εκδημοκρατισμού. Για τους θιασώτες των αλλαγών που έχουν συντελεστεί και συνεχίζουν να συντελούνται, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο πλανήτης και οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν εισέλθει σε μια νέα «χρυσή» εποχή, στην οποία το «ελεύθερο» εμπόριο (αγαθών και κεφαλαίων, όμως όχι των ανθρώπων) και η εξελισσόμενη τεχνολογική επανάσταση θα έδιναν ισχυρή ώθηση στη διαδικασία του εκδημοκρατισμού και συνολικά στην επίτευξη της ανθρώπινης ευημερίας (νοούμενης πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά).

Πρωταρχικό και βασικό ρόλο στην επίτευξη αυτού του στόχου είχε η εύκολη διάδοση των πληροφοριών και η αντίστοιχα εύκολη πρόσβαση σε αυτές από τους ανθρώπους, έτσι ώστε να καταστούν ενημερωμένοι πολίτες προάγοντας την ποσοτική και ποιοτική επέκταση της δημοκρατίας διαμέσου της μαζικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. «Η ίδια η ουσία της τεχνολογικής επανάστασης έγκειται στη ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιακής επικοινωνίας και των υπολογιστών. Το επιχείρημα ότι έχουν πλέον παρέλθει οι κακές ημέρες του αστυνομικού κράτους και των αυταρχικών καθεστώτων βασίζεται στους ισχυρισμούς ότι οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας, σε συνδυασμό με τις παγκόσμιες αγορές, υπονομεύουν, αν όχι αποκλείουν, την ικανότητα των αυταρχικών ηγετών να άρχουν ατιμώρητα»[1].

Η απόλυτη επικράτηση[2] του υποδείγματος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, καθόρισε σε μέγιστο βαθμό τις πληροφορίες που εκπορεύονται από τα κραταιά παγκόσμια MME, ενθαρρύνοντας την προώθηση των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων, τα οποία συνίστανται στην υποστήριξη των παγκόσμιων αγορών και των καταναλωτικών αξιών[3]. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει βαθιά πίστη στην απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών, στην ελαχιστοποίηση των κρατικών παρεμβάσεων. Υποστηρίζει τις ιδιωτικοποιήσεις και διάκειται εχθρικά προς τα κοινωνικά και δημόσια αγαθά[4]. Επιτάσσει την επικράτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων[5] έναντι όλων των κοινωνικών υποθέσεων, υιοθετώντας θεσμικά και άλλου είδους μέτρα, τα οποία ελαχιστοποιούν οποιεσδήποτε δραστηριότητες μπορούν να υπονομεύσουν την ισχύ των επιχειρήσεων και των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι το δόγμα που πιστεύει ακράδαντα στην ικανότητα των αγορών να επιλύουν, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, κοινωνικά προβλήματα πολύ αποδοτικότερα από οποιαδήποτε εναλλακτική προσέγγιση. Όλα αυτά έχουν πολλάκις αναλυθεί σφαιρικά και από πολλές πλευρές και δεν προτίθεμαι να επανέλθω.

2.

Αντιθέτως, ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί στο κατά πόσον έχουν επιβεβαιωθεί τα υποστηριζόμενα «περί διεύρυνσης της δημοκρατίας κ.τ.λ» με την εφαρμογή των νέων μέσων επικοινωνίας (Facebook, Twitter, Instagram κ.τ.λ.), τα οποία στηρίζονται στη λειτουργία του διαδικτύου.

Όπως είναι παγκοίνως γνωστό, με την εμφάνιση και την επέκταση του διαδικτύου υποστηρίχθηκε έντονα ότι με τη νέα αυτή τεχνολογική καινοτομία, η ελευθερία της έκφρασης θα μπορούσε να αγγίξει νέους ορίζοντες, αρκεί να τεθούν ορισμένα όρια έτσι ώστε το δικαίωμα σε όλους να εκφρασθούν ελεύθερα να μη δημιουργεί προβλήματα σε άλλα δικαιώματα. Θα μπορούσε δηλαδή να τεθεί κάποιο πλαίσιο στη λειτουργία του διαδικτύου. Αν δεχθούμε την άποψη των τεχνοενθουσιασμένων, αυτό θα μπορούσε να γίνει και θα ήταν αρκετό ώστε το διαδίκτυο, δημοκρατικό και απεριόριστα ελεύθερο, να καταστήσει και εμάς τους πολίτες ελεύθερους και ευτυχείς εντός ενός συνεχούς διευρυνόμενου δημοκρατικού πλαισίου.

 Πρωτεργάτες αυτής της αντίληψης οι συνήθεις ύποπτοι: το σύνολο των Προέδρων και Διευθυνόντων Προέδρων των Τεχνολογικών κολοσσών, από τον Μπιλ Γκέιτς μέχρι τον Λάρρυ Πέιτζ και τον Sundar Pichai, τον Μαρκ Έλιοτ Ζάκερμπεργκ, τον Στηβ Τζομπς και πολλούς ακόμη.

Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό είναι ότι μερίδα της νέας γενιάς αριστερών ριζοσπαστών επαινούν τον μετανεωτερικό ψηφιακό καπιταλισμό διότι πιστεύουν ότι περιέχει εν σπέρματι όλα τα στοιχεία του κομμουνισμού –φθάνει να παραλείψει κανείς την καπιταλιστική μορφή και ο στόχος έχει επιτευχθεί[6].

 Αλλά τελικά, όλα τα παραπάνω αποδείχτηκαν περίτρανα μια αφελής ουτοπία. Το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης είναι πολύ πιο παλαιό από το διαδίκτυο και ακόμα δεν έχει βρει οριστική λύση. Πρόκειται για ένα αγαθό, διότι αν υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ αυτού που επιτρέπεται να λεχθεί και αυτού που δεν επιτρέπεται, η κοινωνία δεν θα ήταν ελεύθερη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόφαση εξαρτάται από έναν νόμο ή από έναν αλγόριθμο[7].

Βασικό μέλημα της δημοκρατικής θεωρίας κάθε είδους είναι οι άνθρωποι να έχουν στη διάθεση τους την πληροφορία, τη γνώση και τα απαραίτητα βήματα επικοινωνίας και συζήτησης, ώστε να ορίζουν την ίδια τους τη ζωή με αποτελεσματικότητα. Η ιδέα ότι το διαδίκτυο θα μας «απελευθέρωνε» και θα επέτρεπε σε όλους να επικοινωνούν αποτελεσματικά, υπονομεύοντας έτσι τη μονοπωλιακή δύναμη των εταιρικών γιγάντων των ΜΜΕ, όχι μόνο δεν ευοδώθηκε, αλλά αντιθέτως είμαστε μάρτυρες της πλήρους υποταγής του διαδικτύου στους μονοπωλιακούς γίγαντες που δεσπόζουν σε πλανητικό επίπεδο και ελέγχουν ουσιαστικά την «προσφορά υπηρεσιών διαδικτύου» (ISP – Internet Service Provider). Πράγματι αποδείχτηκε περίτρανα, με το πέρασμα των χρόνων, «ότι κανένας εμπορικά βιώσιμος δικτυακός τόπος ΜΜΕ δεν έχει λειτουργήσει επιτυχώς στο διαδίκτυο και θα ήταν δύσκολο να βρεθεί επενδυτής που να θέλει να χρηματοδοτήσει περαιτέρω απόπειρες. Στον βαθμό που το διαδίκτυο γίνεται μέρος του εμπορικά βιώσιμου συστήματος ΜΜΕ, μοιάζει να βρίσκεται υπό τη σκιά των συνήθων εταιρικών υπόπτων»[8].

Γραμμένα σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, τα παραπάνω λόγια αποδείχτηκαν προφητικά. Σήμερα ένα δημόσιο αγαθό, το διαδίκτυο, βρίσκεται υποταγμένο στις θελήσεις των μεγάλων εταιρειών διαχείρισής του. Όπως και σε όλες τις υπόλοιπες οικονομικές δραστηριότητες, η επικρατούσα και κυρίαρχη εταιρική μορφή διαχείρισης, εδώ και 150 περίπου έτη, είναι η ολιγοπωλιακή. Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου επιβεβαιώνεται απολύτως και στον χώρο του διαδικτύου. Το υπόδειγμα του «τέλειου ανταγωνισμού», που προϋποθέτει τη λειτουργία απεριόριστου αριθμού μικρών, ομοειδών επιχειρήσεων ώστε να έχει νόημα το δόγμα της ελεύθερης αγοράς, αποτελεί τη μεγαλύτερη πλασματική κατασκευή μετά από εκείνην του Homo economicus. Πρόκειται για απόλυτη φενάκη.

H νέα επικοινωνιακή τεχνολογία εντάχθηκε πλήρως στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, το καθοριζόμενο από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία που χαλάρωσε ή κατάργησε τα εμπόδια στην εμπορική εκμετάλλευση του διαδικτύου και προκάλεσε την έντονη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας των διαχειριστών του. Παράλληλα επέτρεψε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις διαχείρισης του διαδικτύου να θέτουν τους όρους λειτουργίας του και να προσαρμόζονται, αναλόγως με τα προβλήματα που αναδύονται κατά καιρούς, σύμφωνα με τις απόψεις τους και τα συμφέροντά τους.

Το τελευταίο διάστημα όλο και αυξάνεται ο διεθνής προβληματισμός σχετικά με τη δύναμη των εταιρειών που διαχειρίζονται τις πλατφόρμες. Ο κίνδυνος για την επιδείνωση του καθεστώτος της ήδη παραπαίουσας φιλελεύθερης δημοκρατίας της Δύσης από τη μεγάλη συγκέντρωση δύναμης των ιδιωτικών διαχειριστών του διαδικτύου έχει τρομακτικά αυξηθεί[9]. Η απειλή δεν συνδέεται με την ολιγοπωλιακή διαμόρφωση της διεθνούς αγοράς, αλλά και από το ότι λειτουργεί κατά κανόνα χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από τις ρυθμιστικές αρχές. Αντίστοιχο ζήτημα υπάρχει και στην ψηφιακή οικονομία. Κολοσσοί του ηλεκτρονικού εμπορίου επηρεάζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αφήνοντας τον τελικό καταναλωτή χωρίς προστασία.

3.

Επιπλέον, το διαδίκτυο διαφημίστηκε ως το μέσο που θα διευκόλυνε στην πραγμάτωση «της δυνατότητας για ισότητα», που αποτελούσε, ίσως, τη σημαντικότερη προσδοκία του νέου υποδείγματος της εποχής της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού, της μετανεωτερικότητας και της μαζικής δημοκρατίας.

Πράγματι, το διαδίκτυο βοήθησε ουσιαστικά στη διαμόρφωση του αισθήματος της ισότητας το οποίο «είναι εντονότερο από την πραγματικότητα της ισότητας… Η ισότητα αναγνωρίζεται από όλους ως απτή δυνατότητα (ακόμη και όσοι δέχονται την ισότητα μόνον ως τυπική ισότητα των ευκαιριών ομολογούν ότι οι ευκαιρίες αυτές μπορούν ν’ αξιοποιηθούν από τον καθένα, ότι δηλαδή καθένας μπορεί ν΄ ανεβεί την κοινωνική κλίμακα ως την κορυφή της, αρκεί να το μπορεί) και η καθημερινή ομολογία πίστεως της μαζικής δημοκρατίας στην αρχή της ισότητας ανοίγει ipso facto έναν ορίζοντα προσδοκιών, ο οποίος θέτει σε κίνηση αντίστοιχες συμπεριφορές»[10].

Το συνεχώς εξαπλούμενο αίσθημα της ισότητας αποκρύβει συστηματικά τις υπαρκτές και συνεχώς διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, δίνοντας την εντύπωση ότι ο καθένας θα μπορούσε να εμφανισθεί ως ίσος προς ίσο απέναντι σε οποιονδήποτε, στο σύνολο των στιγμών του κοινωνικού βίου: από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, στους χώρους εργασίας μέχρι την καταναλωτική απόλαυση επώνυμων προϊόντων.

Το ιδεολογικό μήνυμα ήταν περισσότερο από εμφανές:

Μια νέα κυβερνοδημοκρατία στην οποία εκατομμύρια άνθρωποι μπορούν να επικοινωνούν και να αυτοοργανώνονται άμεσα, παρακάμπτοντας τον έλεγχο του συγκεντρωτικού και αυταρχικού αστικού κράτους. Στη νέα τεχνολογική και επικοινωνιακή πραγματικότητα αντιδιαστέλλονται: η δυναμικότητα και ο νομαδισμός προς τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, ο διάλογος και η συνεργασία προς την ιεραρχική εξουσία, η ευελιξία προς τη ρουτίνα, η πνευματική καλλιέργεια και η γνώση προς την παλιά βιομηχανική παραγωγή, η αυθόρμητη αλληλεπίδραση και η αυτοπραγμάτωση προς την ανελαστική ιεραρχία[11].

Στους χώρους εργασίας, το μήνυμα ήταν περίπου αντίστοιχο: «…οι εντολές δεν εκφέρονται ως εντολές, αλλά ως οδηγίες, τις οποίες πρέπει να ακολουθήσει κανείς γιατί αυτόυπαγορεύουν τα πράγματα. Στον βαθμό που ο υφιστάμενος γίνεται “συνεργάτης”, οι εργασιακές σχέσεις γίνονται πραγματιστικότερες και η ιδέα του ρόλου παραμερίζει την ιδέα της ιεραρχίας. Περιοριστικές και αυστηρά ιεραρχημένες μορφές εργασίας δεν φαίνονται πια παραγωγικές, εφ’ όσον μάλιστα οι νέες εργασιακές διαδικασίες με την περίπλοκη τεχνική τους απαιτούν υψηλότερα προσόντα, ενισχυμένη ευθύνη και περισσότερη συμμετοχή. Η αντίληψη ότι ο προϊστάμενος βρίσκεται ψηλότερα μόνο και μόνο επειδή έχει να παίξει διαφορετικό ρόλο κι όχι επειδή έχει τίποτε μυστηριώδη χαρίσματα, καθησυχάζει την εξισωτική συνείδηση και τη συμφιλιώνει με τις πραγματικότητες του καταμερισμού της εργασίας. Άλλωστε η εκτόπιση της ιδέας της ιεραρχίας από την ιδέα του ρόλου συντείνει από μόνη της στην επίταση της εναλλαξιμότητας και της προσωρινότητας των θέσεων των ατόμων μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας. Η εξουσία ή η αυθεντία με την παραδοσιακή της έννοια ξεφτίζει και στη θέση της μπαίνει ως ενοποιητικό στοιχείο η σταθερότητα των δομών και των μηχανισμών, εντός και στο όνομα των οποίων μοιράζονται οι ρόλοι»[12].

Παράλληλα, στο ίδιο μοτίβο, το όνειρο της ελευθερίας της έκφρασης μέσω των δυνατοτήτων που παρέχει το διαδίκτυο μετατράπηκε σε εφιάλτη. Αντί να συμβάλλει στη διεύρυνση της ελευθερίας των πολιτών, το διαδίκτυο αποδείχτηκε πρωταγωνιστής στη δημιουργία της «κοινωνίας του ελέγχου», την οποία θα πρέπει να εννοήσουμε «ως κοινωνία […] όπου οι μηχανισμοί του προστάγματος γίνονται ολοένα πιο “δημοκρατικοί”, ολοένα πιο εμμενείς στο κοινωνικό πεδίο, καθώς κατανέμονται στον νου και το σώμα όλων των πολιτών. Ως εκ τούτου, οι συμπεριφορές κοινωνικής ένταξης και αποκλεισμού, οι οποίες αποτελούν ίδιον της εξουσίας, ολοένα περισσότερο εσωτερικεύονται από τα ίδια τα υποκείμενα. Η εξουσία πλέον ασκείται μέσω μηχανισμών που οργανώνουν με άμεσο τρόπο τους νόες (σε επικοινωνιακά συστήματα, πληροφορικά δίκτυα κ.τ.λ.) και τα σώματα (σε συστήματα κρατικής πρόνοιας, επιτηρούμενες δραστηριότητες κ.τ.λ.), ωθώντας τα προς μια κατάσταση αυτόβουλης αλλοτρίωσης από την αίσθηση της ζωής και την επιθυμία για δημιουργικότητα… Η εξουσία μπορεί να επιτύχει την αποτελεσματική διοίκηση ολοκλήρου του φάσματος του βίου του πληθυσμού μόνον όταν καθίσταται μια αναπόσπαστη, ζωτική λειτουργία, την οποία κάθε άτομο ενστερνίζεται και επανενεργοποιεί εκουσίως»[13].

 Στην ουσία, μετά την κατάργηση της δημόσιας σφαίρας οι πολίτες υφίστανται και την απώλεια της ιδιωτικότητάς τους. Ο καταναλωτής των υπηρεσιών του διαδικτύου χάνει σταδιακά αλλά σταθερά τα δικαιώματα του πολίτη. Στις «κοινωνίες του ελέγχου το ουσιώδες είναι ένα ψηφίο … η ψηφιακή γλώσσα του ελέγχου είναι φτιαγμένη από ψηφία που σηματοδοτούν ή την πρόσβαση στην πληροφόρηση ή την απόρριψη. Δεν βρισκόμαστε πλέον μπροστά στο ζεύγος μάζα/άτομο (όπως στις πειθαρχικές κοινωνίες). Τα άτομα δημιουργούνται από τις “διαιρέσεις” και οι μάζες από τα στατιστικά δείγματα, τα δεδομένα, τις αγορές ή τις “τράπεζες πληροφοριών”»[14].

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να σημειώσουμε το εξής: η «επίφαση της ισότητας» που αναφέραμε προηγουμένως, δεν αποτελεί «απλώς επίφαση»[15], αλλά έχει μια δική της δυναμική. Η δυναμική αυτή της επιτρέπει να θέτει σε κίνηση τη διαδικασία της αναδιατύπωσης των υπαρκτών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων μέσα από τη σταδιακή «πολιτικοποίησή τους»[16]. Διαθέτει μια δική της υπαρκτή αποτελεσματικότητα. Τα αποτελέσματα της δυναμικής αυτής διαδικασίας είναι ανοικτά στο μέλλον καθώς διαμεσολαβούνται από πολλαπλούς παράγοντες. Στη σύγχρονη εποχή της μετανεωτερικότητας η δυναμική αυτή έχει συμβάλλει πρωταρχικά στην αύξηση των λαϊκιστικών φαινομένων και στην αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής.

4.

 Το διαδίκτυο, όπως και διαχρονικά κάθε τεχνολογική καινοτομία, δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από την πολιτική εξουσία. «Σε αντίθεση με τα όσα επιτηδείως διακηρύσσονται, η τεχνολογική πρόοδος δεν παράγει με μηχανιστικό αυτόματο τρόπο ούτε θεσμούς, ούτε κοινωνικές συναρθρώσεις, ούτε προπαντός εξουσία. Εξακολουθούν να είναι υποκείμενες στην πολιτική βούληση»[17].Έτσι, άλλωστε, εξελίχθηκαν τα πράγματα διαχρονικά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πάντοτε η πολιτική δράση, η πολιτική κρίση και η πολιτική φρόνηση των ανθρωπίνων κοινωνιών έδινε τις λύσεις, δημιουργώντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο στο οποίο ενσωματώνονταν τα επιτεύγματα της τεχνοεπιστήμης, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική αναπαραγωγή, μιας και αυτά αποτελούν βασική της συνιστώσα. Το ότι το ζήτημα της τεχνοεπιστήμης είναι ένα κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα, προκύπτει ως «ζήτημα της σχέσης και της γνώσης της σύγχρονης ανθρωπότητας με τη δύναμή της και την εξουσία της»[18]. Περισσότερη επικοινωνία σημαίνει καταρχάς και προπάντων περισσότερη σύγκρουση και όχι την ευκαιρία να γίνει όλος ο Πλανήτης ενιαίος χώρος που θα φέρει κοντά την ανθρωπότητα επιλύοντας κάθε είδος προβλήματος.

Η ουδετερότητα του διαδικτύου (net neutrality)[19] είναι μια χίμαιρα.

Τα υπάρχοντα πραγματολογικά στοιχεία[20], την περίοδο της όλο και εντατικότερης εμπλοκής στα ανθρώπινα δρώμενα των υπηρεσιών του διαδικτύου, οδηγούν σε συμπεράσματα στον αντίποδα των αισιόδοξων προβλέψεων σχετικά με τις δυνατότητες του διαδικτύου να διευρύνει τη δημοκρατία, μέσω της αύξησης της ελευθερίας και της ισότητας. Τα τελευταία τριάντα χρόνια είμαστε μάρτυρες αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων, της κυβερνητικής αυταρχικότητας και της επιχειρηματικής ανομίας, της εξάπλωσης του ελέγχου επί των κοινωνιών και γενικά της έντονης μείωσης των δημοκρατικών ελευθεριών. Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν παρά τη «δυνατότητα» εκατομμυρίων χρηστών του διαδικτύου να λένε «την άποψή τους».

Δύο συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από τα παραπάνω.

Το πρώτο: ο τυπικός χρήστης του διαδικτύου, παρ’ ότι πιστεύει ότι το δίκτυο του παρέχει απεριόριστες δυνατότητες επικοινωνίες, στην πραγματικότητα «καθισμένος μόνος μπροστά σε μια οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι, ουσιαστικά μια μονάδα, η οποία δεν έχει καμιά άμεση επαφή με την πραγματικότητα και συναντά μόνο εικονικά ομοιώματα, όντας ωστόσο περισσότερο από ποτέ εμβυθισμένος σε ένα παγκόσμιο επικοινωνιακό δίκτυο»[21].

Το δεύτερο: ότι η εξουσία «καταπίνει, χωνεύει και αφοδεύει» με μεγάλη ευκολία όλες αυτές τις απόψεις, παραμένοντας απολύτως προσηλωμένη στους στόχους της. Αυτή είναι η χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα που διέπει τη σημερινή περίοδο: οι όποιες κριτικές φωνές που δεν ευθυγραμμίζονται ή διαφωνούν με τις κυρίαρχες αντιλήψεις, δεν πνίγονται από τη λογοκρισία (παρ’ ότι υπάρχουν σαφέστατα και τέτοια περιστατικά). Αντιθέτως πνίγονται από τη γενική «ελευθερία» της εμπορευματοποίησης των πάντων, εντός του άπειρου χώρου που επιβάλλει η σύγχρονη μαζικοδημοκρατική κοινωνία. Πρόκειται για έναν χώρο υποδοχέα , εν είδη νευτώνειου κοσμολογικού κουβά, μέσα στον οποίο μπορεί να αποτεθεί οτιδήποτε συνδυασμένο με οτιδήποτε και σε κάθε στιγμή, χωρίς χρονική διάκριση του πριν και του μετά, στην ουσία χωρίς ιστορικό χρόνο.

Οι κριτικές φωνές και οι ανατρεπτικές ιδέες συμφύρονται με το συρφετό όλων όσα παράγονται και διαδίδονται. Οι διάφορες λέξεις οι οποίες σηματοδοτούσαν κριτικές τοποθετήσεις, όπως π.χ. η λέξη «επανάσταση» ή «φιλοσοφία», σημειώνει ο Καστοριάδης, έχουν υποστεί τη διαδικασία της «επανοικειοποίησης», έχουν γίνει δηλαδή διαφημιστικά σλόγκαν: επαναστατικά βιβλία μαγειρικής, επαναστατικές κρέμες για το σώμα, η φιλοσοφία της επιχείρησης τάδε, και με τον τρόπο αυτό εισέρχονται στον κουβά που αναφέραμε παραπάνω.

Η σημερινή μαζικοδημοκρατική κοινωνία έχει την απίστευτη ικανότητα να εντάσσει στον υπάρχοντα κοινωνικό χυλό οποιαδήποτε γνήσια κριτική φωνή και με τον τρόπο αυτό να την εξουδετερώνει, καθιστώντας την ένα φαινόμενο ανάμεσα στα τόσα άλλα. Το υποκείμενο της μετανεωτερικής εποχής, ατομοκεντρικό αλλά –προσοχή– απόλυτα κατακερματισμένο, διατηρεί το προνόμιο να συνδυάζει τα πάντα με τα πάντα, ύστερα από πρόχειρους και μεταβλητούς εργαλειακώς ορθολογικούς υπολογισμούς κόστους, όμως δεν επιτρέπεται να είναι ένα όλον. Υπάρχει μια εγγενής λειτουργία του συστήματος, η οποία δρα αενάως και συστηματικά. Μια λειτουργία η οποία οφείλεται σε ένα τεράστιο κοινωνικό-ιστορικό ρεύμα με σαφή πορεία. Συνεπώς θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα, ή τουλάχιστον να περιορισθεί σημαντικότατα, ότι όλο αυτό το δημιουργηθέν (-ούμενο) πλέγμα είναι το αποτέλεσμα μιας ομάδας κεφαλαιοκρατών ή μιας συντεχνίας διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Πρόκειται για κάτι πολύ μεγαλύτερο και βαθύτερο. Συνεπώς ο ανθρωπολογικός τύπος της σημερινής εποχής αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της, δεν μπορεί να εξαφανισθεί με αγιαστούρες και τις επικλήσεις οραματικών προθέσεων, που βλέπουμε σήμερα να υιοθετεί μεγάλος αριθμός «κριτικών» διανοουμένων.

⸙⸙⸙


[1] Robert W. McChesney, Υπάρχουν αριστερά ΜΜΕ;, μτφρ. Μαίρη Κοντογεώργου, Εκδ. The Monthly Review Imprint, 2005, σ. 23.

[2] Η εμφανής αδυναμία των κινημάτων της αντιπαγκοσμιοποίησης να προτάξουν κάποια πειστική εναλλακτική λύση, τα έχει οδηγήσει ουσιαστικά σε πλήρη εξασθένιση και αδρανοποίηση.

[3]Αρκεί μόνο μια ματιά για να γίνει εμφανής η, σκοπίμως αποκρυπτόμενη, διαπίστωση ότι η καπιταλιστική ελεύθερη αγορά ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει ούτε θα υπάρξει στην ιστορική πραγματικότητα. Είναι παγκοίνως πλέον, παραδεκτό ότι η λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς οδηγεί στον σχηματισμό κυρίως ολιγοπωλιακών (στις οποίες ανήκουν τα καρτέλ) ή και μονοπωλιακών καταστάσεων. Υπό μια έννοια ανήκει στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Το ότι εδώ και πολλά χρόνια σε διάφορες χώρες έχουν ψηφισθεί αντι-trust νόμοι και αντιμονοπωλιακές νομοθεσίες, δείχνει με πολύ απλό τρόπο την αλήθεια του πράγματος. Η απλή αυτή αλήθεια αποκαλύπτει περίτρανα ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα πάνω στα οποία έχει κτισθεί μια ολόκληρη αντίληψη για τον τρόπο λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, στο οποίο όλοι μας ζούμε: την κυριαρχία του καταναλωτή. Στις συμβατικές αλλά κυρίαρχες οικονομικές θεωρίες η αγορά ταυτίστηκε με την κυριαρχία του καταναλωτή, με τη δύναμή του να αποφασίζει τι θα παραχθεί, τι θα αγοραστεί και τι θα πουληθεί. Υποστηρίζεται ότι ο καταναλωτής έχει την απόλυτη δύναμη, στην οποία είναι υποταγμένη η καπιταλιστική επιχείρηση. Μια τέτοιας μορφή οικονομική δημοκρατία, ωστόσο, αποτελεί μια τόσο εμφανή επινόηση, που είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να την υποστηρίζει κανείς. Το πραγματικά απίστευτο είναι ότι η άποψη περί κυριαρχίας του καταναλωτή εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή από όλο και μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που είναι πρόθυμοι να υποκαταστήσουν τις πολιτικές τους ελευθερίες με το «δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής» ενός μαζικού προϊόντος.

[4] Κ. Μελάς, «Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσιο Νοικοκυριό», Πρόλογος στο: Elmar Altvater, Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά, μτφρ. Γιάννης Μελάς, εκδ. The Monthly Review Imprint, 2006, σ. 6-17.

[5] Κ. Μελάς – Γ. Πολλάλης, Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005.

[6] Κύριος εκπρόσωπος αυτής της αντίληψης ο Τόνι Νέγκρι με τη γνωστή του θεωρία «περί ακμάζοντος ριζωματικού πλήθους». Δες: Michael Hard – Antonio Negri, Αυτοκρατορία, μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, εκδ. Scripta, Αθήνα 2002.

[7] Carlo Blengino, Il paradosso dei social, parte 1

[8] Robert W. McChesney, Υπάρχουν αριστερά ΜΜΕ;, ό.π., σ. 33.

[9] Δες το άρθρο: Jiri Valenta – Leni Friedman Valenta, «How Democracy Dies: Big Tech Becomes Big Brother», BESA Center Perspectives Paper No. 1.968, March 17, 2021, στο οποίο αναφέρονται οι παρεμβάσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές.

[10] Π. Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σ. 240.

[11] Slavoj Zizek, Βία, έξι λοξοί στοχασμοί, μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, εκδ. Scripta, Αθήνα 2010, σ. 28.

[12] Π. Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, ό.π., σ. 240-241.

[13] M. Hardt – A. Negri, Αυτοκρατορία, ό.π., σ. 49-50.

[14] Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σ. 12.

[15] Δηλαδή απλώς μια αναγκαία αλλ’ απατηλή έκφραση του κοινωνικού καθεστώτος και μονοδιάστατη χειραγώγηση των πολιτών που το συγκροτούν.

[16] Slavoj Zizek, Βία, έξι λοξοί στοχασμοί, ό.π., σ. 176.

[17] Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική. Όψεις του μετανεωτερικού κόσμου υπό το φως της θεωρίας της κοσμοκατασκευής, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 2005, σ. 494.

[18] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η Τεχνοεπιστήμη», στο Οι Ομιλίες στην Ελλάδα, επιμ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 2000, σ. 147.

[19] Η έκφραση «net neutrality» επινοήθηκε από τον καθηγητή της Νομικής Σχολής του Columbia University, Tim Wu, αναφορικά με τις διακρίσεις on line, το 2003. Το ζήτημα είχε τεθεί εκείνη την εποχή και αφορούσε στο κατά πόσον οι προμηθευτές του διαδικτύου μπορούσαν να αποκλείσουν την πρόσβαση στο διαδίκτυο ορισμένων ατόμων για διάφορους λόγους. Στις ΗΠΑ το 2005 είχε απαγορευθεί αυτή η δυνατότητα. Αυτή η θέση τέθηκε πάλι σε συζήτηση το 2017 και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μια μονοσήμαντη απόφαση μεταξύ των ομοσπονδιακών κρατών.

[20] Κ. Μελάς, «Ανισότητα, Ανομία, Αυταρχικότητα, Ανταγωνισμός, Τεχνοεπιστήμη: τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος»: https://www.kostasmelas.gr/meletes/anisotita-anomia-aytarchikotita-antagonismos-technoepistimi-ta-charaktiristika-toy-pagkosmioy-kapitalistikoy-systimatos/

[21] Slavoj Zizek, Βία, έξι λοξοί στοχασμοί, ό.π., σ. 47. Αμέσως παραπάνω από το απόσπασμα που παραθέσαμε σημειώνει ο Zizek: «Δεν είναι περίεργο που ο Λάιμπνιτς αποτελεί μια από τις δεσπόζουσες φιλοσοφικές αναφορές των θεωρητικών του κυβερνοχώρου﮲ μήπως η εμβύθισή μας στον κυβερνοχώρο δεν συμπορεύεται με την αναγωγή μας σε μια λαϊμπνιτσιανή μονάδα στην οποία καθρεφτίζεται ολόκληρο το σύμπαν, αν και «χωρίς παράθυρα» τα οποία να βλέπουν άμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα;»

Κύλιση στην κορυφή