Μεταφράζω σημαίνει για μένα γράφω μουσική. Μέσα από τη μεταφραστική διαδικασία, αναζητώ τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου, το groove πίσω από τις λέξεις, το νήμα που συνδέει μεταξύ τους τις φράσεις δημιουργώντας έναν συνεκτικό ιστό. Όπως και στη μουσική, την άλλη μεγάλη μου αγάπη εκτός από τη λογοτεχνία, ή τα εικαστικά, ο μεταφραστής καλείται να μεταφέρει εικόνες και συναισθήματα, όπου λέξεις και φράσεις συγκροτούν ένα τρόπον τινά σημειογραφικό σύστημα, ένα σύνολο χαρακτήρων και συμβόλων, τα χρώματα στην παλέτα ενός ζωγράφου, με τα οποία καλείται να δημιουργήσει το τελικό αποτέλεσμα και να αποδώσει εύστοχα τις μεταπτώσεις και τις εξάρσεις μιας παρτιτούρας, τις σιωπές και τις κορυφώσεις ενός μουσικού έργου. Τόσο το ίδιο το κείμενο όσο και οι λογοτεχνικές καταβολές του μεταφραστή υπαγορεύουν τον σωστό χειρισμό του κειμένου, άλλοτε με πίστη στο πρωτότυπο, άλλοτε με τις απαραίτητες ελευθερίες, οι οποίες επιτρέπουν την επανασυγγραφή του λογοτεχνικού έργου στη γλώσσα προορισμού. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο μεταφραστής καλείται να γίνει ο ίδιος συγγραφέας, να μπει στο πετσί του δημιουργού και να «συγκατοικήσει» μαζί του αλλά και να υποδυθεί τους ήρωές του με ενσυναίσθηση απέναντι στις ενέργειες και στον ψυχικό κόσμο τους, προκειμένου να πείσει και να συναρπάσει τον αναγνώστη, όπως ένας καλός ηθοποιός στη σκηνή του θεάτρου. Με αυτά τα κριτήρια, επιλέγω ή προτείνω και ο ίδιος τα βιβλία που μεταφράζω, όπως στην περίπτωση του Γερμανού εξπρεσιονιστή ποιητή Georg Heym, τα πεζογραφήματα του οποίου κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Νεφέλη. Για μένα, το ερώτημα όταν αναλαμβάνω να μεταφράσω ένα έργο είναι αν θα το έγραφα ο ίδιος, αν το θέμα που πραγματεύεται σε συνδυασμό με τα υφολογικά μέσα θα με κερδίσουν σε βαθμό να θέλω να γίνω η φωνή του συγγραφέα στα ελληνικά. Υπό αυτό το πρίσμα, παρακολουθώ τις νέες προτάσεις της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλές φορές δεν εκπλήσσομαι ευχάριστα και από κλασικά έργα ή από «ελάσσονες» δημιουργούς του παρελθόντος. Στη μεταφραστική μου πορεία, κοιτάζω να βάζω κάθε φορά από μία νέα ψηφίδα στο μωσαϊκό που προσπαθώ να συνθέσω, αντλώντας από τα θέματα που με ενδιαφέρουν –έρωτας, παραφροσύνη και θάνατος, το εβραϊκό ζήτημα, η διαχείριση της μνήμης και οι προσπάθειες του ανθρώπου να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας και να οικοδομήσει μια δίκαιη κοινωνία χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.
Όπως η μουσική σύνθεση και η στιχουργική, η μετάφραση είναι απαραίτητη στη ζωή μου, προκειμένου να διατηρήσω την τάξη και τη συνοχή που χρειάζομαι για να επιβληθώ στο δικό μου χάος. Καθώς προέρχομαι από τις θετικές επιστήμες, θα έλεγα μάλιστα ότι η μετάφραση δεν απέχει πολύ από την επίλυση εξισώσεων με τη χρήση μαθηματικών αλγορίθμων. Από την άλλη, η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια ιδιαίτερα μοναχική διαδικασία, που απαιτεί απόλυτη αφοσίωση και συγκέντρωση, πάντοτε με σεβασμό στον συγγραφέα, στον επιμελητή και στον εκδότη αλλά και στον τελικό αποδέκτη, δηλαδή τον αναγνώστη του βιβλίου. Κατά τη γνώμη μου, το μετάφρασμα οφείλει να είναι ένα όσο το δυνατόν άρτιο και ορθογραφημένο έργο, έτσι ώστε να διευκολύνεται και η εργασία των επόμενων συντελεστών, όπως ο επιμελητής ή ο διορθωτής. Ο καλός μεταφραστής ξεχωρίζει για το επαγγελματικό ήθος του. Από εκεί και πέρα, η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια επίπονη πνευματική εργασία, που απαιτεί τον χρόνο της, ενώ πολλές φορές φρενάρεται –ή και επισπεύδεται– ανάλογα με την ψυχική μας διάθεση, με αποτέλεσμα να προκύπτουν ενίοτε καθυστερήσεις στην παράδοση του έργου και πιέσεις εκ μέρους του εκδότη, έτσι ώστε να δημιουργούνται καμιά φορά προστριβές, όπως έχω, δυστυχώς, να καταθέσω και ο ίδιος από τη δική μου επαγγελματική εμπειρία. Από την άλλη, το επάγγελμα του μεταφραστή λογοτεχνίας στη σημερινή Ελλάδα είναι μάλλον υποτιμημένο, με τις εξωφρενικές απαιτήσεις της Εφορίας και των ασφαλιστικών ταμείων να δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο ένα ούτως ή άλλως δύσκολο έργο, ενώ η απουσία κρατικών φορέων και ιδρυμάτων για την απαραίτητη ενθάρρυνση και στήριξη του επαγγέλματος λειτουργεί ανασταλτικά για πολλούς νέους αλλά και καταξιωμένους μεταφραστές. Μετάφραση σημαίνει πολιτισμός, και ο πολιτισμός χρειάζεται τη στήριξη του κράτους ή τη δημιουργία εναλλακτικών δικτύων και δράσεων. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στον γερμανόφωνο χώρο λειτουργούν φιλόξενα σπίτια μετάφρασης, ενώ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες διοργανώνονται φεστιβάλ και άλλες εκδηλώσεις για την προβολή του κλάδου. Σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τους εκδότες, έχω μάθει να διεκδικώ ολοένα και περισσότερα πράγματα, όπως η αναγραφή του ονόματος του μεταφραστή στο εξώφυλλο του βιβλίου ή ο έλεγχος του τελικού σελιδοποιημένου δοκιμίου, δεδομένου ότι η μετάφραση είναι πνευματική ιδιοκτησία του δημιουργού της και κανενός άλλου.
Όπως κάθε επάγγελμα, η μετάφραση είναι κι αυτή συνδεδεμένη με όμορφες και άσχημες στιγμές. Η εποικοδομητική συνεργασία με τους άλλους συντελεστές του βιβλίου, το θετικό σχόλιο ενός βιβλιοκριτικού ή ενός αναγνώστη είναι μερικές από τις ευχάριστες στιγμές στη διαδρομή ενός μεταφραστή, δεδομένου ότι του δίνουν δύναμη να συνεχίσει τη δουλειά του και του δείχνουν ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο. Προσωπικά, ανάμεσα στις καλύτερες εμπειρίες της επαγγελματικής μου διαδρομής συγκαταλέγεται η δημιουργία ενός δικτύου με τους απανταχού μεταφραστές του W. G. Sebald και οι συναντήσεις μαζί τους σε συνέδρια, τόσο διά ζώσης όσο και διαδικτυακά. Εξάλλου, το ίδιο το διαδίκτυο είναι σήμερα ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για τους μεταφραστές λογοτεχνίας, αν και οι αξιόπιστες ελληνικές πηγές εξακολουθούν να είναι μάλλον λιγοστές. Τα πρώτα αποτελέσματα που εμφανίζονται όταν πληκτρολογούμε λέξεις-κλειδιά στη γραμμή αναζήτησης προέρχονται συνήθως από αναξιόπιστες μεταφραστικές βάσεις ή από δημοσιεύματα του κίτρινου Τύπου. Κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά χρήσιμος θα ήταν ο εμπλουτισμός της ελληνικής Wikipedia, με την ανάθεση συγγραφής λημμάτων σε επιστημονικές ομάδες και πανεπιστημιακά ιδρύματα.