Τα τελευταία παραμύθια και οι τελευταίες αγκαλιές δόθηκαν σ’ ένα μικρό βιβλιοπωλείο της πόλης. Δυο μέρες μετά, όλα σταμάτησαν. Τα βαλιτσάκια των παραμυθιών και των εργαστηρίων, τα καινούργια βιβλία, τα κεντημένα φουστάνια και τα ζωγραφιστά παπούτσια μπήκαν σε καραντίνα. Οι συζητήσεις περιορίστηκαν στις μυρωδιές των αντισηπτικών και τα κλεφτά περπατήματα. Οι μέρες και οι νύχτες πήραν άλλη διάσταση.
Δεν έμεινα στιγμή μόνη, όμως μου έλειπαν όλα. Δεν ήταν λογικό. Δεν ήταν φυσιολογικό να έχω τόσο χρόνο. Ήθελα ξανά να προσπαθώ να κερδίσω λεπτά και ώρες για να τα προλάβω όλα. «Πρόσεχε τι εύχεσαι», λένε. Κι έχουν δίκιο.
Η παλιά μου «τέχνη», η μετάφραση, δεν με πρόδωσε. Έγινε τζίνι και πραγματοποίησε την επιθυμία μου. Μετά την πρώτη αμηχανία, τον τρόμο, την αγωνία, το παράλογο της κατάστασης, εγώ άρχισα να ταξιδεύω.
Δηλώνω υπεύθυνα ότι τόσα ταξίδια σε τόσο λίγο καιρό δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Αλήθεια. Με μάσκα. Με αντισηπτικά. Με διπλά, τριπλά, τετραπλά εμβόλια και τεστ -σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να κινδυνεύσουν εξαιτίας μου τόσοι άνθρωποι.
Τόσοι…;
Πόσοι…;
Ποιοι…;
Άρχισα να μετράω. Δύο άσπονδοι εχθροί –Σέρλοκ και Αρσέν. Χρυσά τρίγωνα, το παράξενο 813, λαγωνικά, μυστήρια, φόνοι, χιούμορ και σαγήνη. Οι αδελφές Λιβανού, η Άνγκελα, ο Ντόναλντ, η Τζάκι και η Λι. Μισός Σωκράτης και μισός Καντ. Λίγη μαγειρική, για να μην ξεχνιόμαστε. Το χέρι του Θεού του Ντιέγκο, υπό τους ήχους του La vida es una tombola του Manu Chao. Ο κόκκινος κρίνος του κυρίου Φρανς. Η μεγάλη οικογένεια της ντροπής. Ο αληθινός Πινόκιο. Η Αριάδνη της μυθολογίας… αλλιώς. Ο Μούργος της καρδιάς μου. Τα «γιατί» και οι υπερδυνάμεις των παιδιών, τα ξεγελάσματα στον μπαμπά και τη μαμά, ο τελευταίος λύκος, το πορτρέτο ενός λαγού, η κουκουβάγια που αποχαιρετά το κορίτσι, ο Τιλού που θέλει και δεν θέλει, ο Μίμης ο τρομερός, δράκοι, ο κατασκευαστής των ονείρων, η Λέα και ο παράξενος ελέφαντας. Κι άλλοι.
Μέτρησα, ξανά και ξανά, ώσπου έχασα το μέτρημα. Μεγάλη παρέα, τελικά.
Λέξεις που στην αρχή έμοιαζαν προβατάκια και, πολύ σύντομα, έγιναν λύκοι που τους τρέχουν τα σάλια. Αρχεία pdf που όταν τα βλέπεις για πρώτη φορά σκέφτεσαι «Παλεύεται…» και φοράς τα γάντια του μποξ, όταν όμως η κλεψύδρα γυρίζει, πετάς τα γάντια και αγοράζεις… εσπρεσιέρα.
Ναι, ναι. Εγώ, που μέχρι πρόσφατα περνιόμουν για αρχάρια στον καφέ, αγόρασα την κόκκινη εσπρεσιέρα με τη μαγική ιδιότητα να ξυπνάει το μυαλό και τα μάτια μου. Ήταν η πρώτη σημαντική μεταφραστική επένδυση της χρονιάς. Κάθε μετάφραση έχει την κάψουλά της. Καφές ελαφρύς σαν νεράκι, καφές με ειδικό βάρος, καφές δυνατός που σε κάνει να βλέπεις αστράκια στην οθόνη.
Μια μετάφραση, χίλια ερωτήματα: Θα προλάβω; Θα έχω κάνει καλή δουλειά; Θα δυσκολέψω τον επιμελητή; Θα κυκλοφορήσει ή θα πεταχτεί στα σκουπίδια; Θα έρθει παράλληλα άλλη ανάθεση –κι αν έρθει, θα φτάσει ο χρόνος και για τις δυο; Θα πληρωθώ εγκαίρως για να πληρώσω εγκαίρως; (και η φωνή του λογιστή κουδουνίζει στο μυαλό μου: «Να λες ναι σε όλες τις δουλειές, δεν συμφέρει αλλιώς…»). Πράγματι, δεν συμφέρει αλλιώς. Όμως έμαθα να λέω και όχι, γιατί δεν θέλω να προδώσω ούτε τον εαυτό μου ούτε αυτούς που μ’ έχουν εμπιστευτεί.
Η δεύτερη μεταφραστική επένδυση δεν άργησε να έρθει. Είχε τη μορφή ένεσης κορτιζόνης στον αγκώνα για την επικονδυλίτιδα. Θαυμαστή εφεύρεση. Σε συνδυασμό με τον καφέ και τα ξενύχτια, εγγύηση. Ένεση κορτιζόνης. Ένεση για το αυτοάνοσο. Ένεση για το εμβόλιο. Ένεση καφεΐνης. Ένεση για κουράγιο έχει το μενού;
Έχει. Η συνταγή είναι σπιτική: ξύπνημα πριν ξημερώσει, ζεστό μπάνιο, περιποίηση προσώπου και σώματος, ελαφρύ μακιγιάζ, χρωματιστό φουστάνι (η χουχουλιάρικη ρόμπα από πάνω υπό συζήτηση), πρωινό, καφές, αναμμένο κεράκι, θερμοπομπός και, σε σπάνιες περιπτώσεις, μουσική.
Η συνταγή δουλεύει. Βυθίζομαι στην οθόνη και στον κόσμο των ηρώων. Ο Σέρλοκ μού μαθαίνει τα μυστικά της μεταμφίεσης. Ο Αρσέν με βγάζει για δείπνο. Οι αδελφές Λιβανού από τη μια, η Τζάκι και η Λι από την άλλη, μου δείχνουν τα διαμάντια τους. Ο μισός Σωκράτης και ο μισός Καντ προσπαθούν να μου εξηγήσουν ό,τι έχουν μέσα στο κεφάλι τους. Η μαγειρική με πείθει ότι στη δική μου κουζίνα δεν έχει πολύ χώρο για τόση λεπτομέρεια. Ο Ντιέγκο μού κλείνει το μάτι και αγκαλιάζει τον Manu όσο εκείνος του τραγουδάει. Ο κόκκινος κρίνος της Τερέζ μοσχομυρίζει. Η μεγάλη οικογένεια φανερώνει το μεγάλο μυστικό. Ο Πινόκιο γίνεται άνθρωπος κι εγώ μαριονέτα. Η Αριάδνη ουρλιάζει τον πόνο της, ερωτεύεται και πετρώνει. Ο Μούργος μού μαθαίνει να ψάχνω στα σκουπίδια.
Τα παιδιά απαντούν μόνα τους στα «γιατί», αποκτούν υπεράνθρωπες δυνάμεις, παίζουν αλλιώς με τον μπαμπά, αλλιώς με τη μαμά, ο τελευταίος λύκος γίνεται πρώτος, η κουκουβάγια είναι πάντα σοφή, ο Τιλού ζητάει αγκαλιές και προσοχή, ο λαγός ψάχνει αρραβωνιαστικιά, ο Μίμης είναι ο τρομερότερος των τρομερών, οι δράκοι συστήνονται, ο κατασκευαστής των ονείρων σκάει φυσαλίδες, η Λέα κάνει μια καινούργια αρχή με τον ελέφαντα… Κι άλλα. Κι άλλα πολλά.
Ο καιρός περνάει. Όλα έχουν γίνει αριθμοί. Αριθμοί που, από ένα σημείο και μετά, χάνουν τη σημασία τους. Ακούμε, διαβάζουμε, παρατηρούμε, δεχόμαστε κι αποδεχόμαστε.
Κατέληξα ότι εγώ προτιμάω ν’ ακούω, να διαβάζω, να παρατηρώ, να δέχομαι και να αποδέχομαι μόνο ό,τι κρύβεται στις σελίδες που μεταφράζω.
Και, τρεις εβδομάδες πριν… Συνέβη το απροσδόκητο. Συνέβη το αναπάντεχο. Συνέβη το απίστευτο. Παρέδωσα στην ώρα μου τις μεταφράσεις, έκοψα τα τιμολόγια, αποθήκευσα τα αρχεία και… δεν έχω δουλειά. Ώρα για ξεκούραση, βόλτες, περπατήματα, ξεκαθαρίσματα, ψώνια, χάζεμα, ύπνο. Μα… δεν έχω δουλειά.
Οι τρεις εβδομάδες μοιάζουν ήδη με τρία χρόνια. Δεν θα ξαναδουλέψω ποτέ; Δεν θα έρθει άλλη ανάθεση; Μήπως πρέπει ν’ αλλάξω ρότα; Διαμαρτύρομαι. Εγώ, η οθόνη, η εσπρεσιέρα, το σπίτι, ο κόσμος ολόκληρος.
Ιδρυματοποίηση; Συνήθεια; Κεκτημένη ταχύτητα; Για να ξεχάσω τον πανικό που φεύγει κι έρχεται, παίρνω την απόφαση. Ήρθε η στιγμή για την τέταρτη μεταφραστική επένδυση. Αλλαγή θέσης εργασίας.
Τα δεκαπέντε χρόνια που ζω στο σπιτάκι δούλευα σ’ ένα σεκρετέρ μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Ένα τόσο δα γραφειάκι που χωρούσε μόνο τον φορητό υπολογιστή, το φωτιστικό, το ποντίκι, μια κούπα και το ημερολόγιό μου. Οι αγκώνες σχεδόν δεν χωρούσαν. Δεν ήταν κατάλληλος χώρος για να δουλεύει κανείς τόσες ώρες. Έτσι έλεγαν όλοι. Ήταν όμως η θέση μου, η δική μου θέση, ο δικός μου θρόνος. Και μ’ έβγαλε ασπροπρόσωπη. Άντεξε εμένα, τις σελίδες, τα ξενύχτια, την αγωνία των προθεσμιών.
Οι τρεις εβδομάδες μοιάζουν ήδη με τρία χρόνια. Δεν θα ξαναδουλέψω ποτέ. Δεν θα έρθει άλλη ανάθεση. Πρέπει ν’ αλλάξω ρότα. Ή θέση εργασίας. Το ξέρω. Εγώ, η οθόνη, η εσπρεσιέρα, το σπίτι, ο κόσμος ολόκληρος.
Στο σαλόνι, αυτή τη φορά. Καινούργιο γραφείο με ρετρό διάθεση. Μεγάλο. Χωράει τον φορητό υπολογιστή, το καινούργιο φωτιστικό, το ποντίκι, μια κούπα, το ημερολόγιό μου, βιβλία, τετράδια, αντικείμενα. Έχει και δυο μεγάλα συρτάρια, για τα κρυφά και τα κρυμμένα.
Αυτό το κείμενο είναι το πρώτο κείμενο που γράφεται σ’ αυτή τη θέση. Σκέψεις για τη μετάφραση… περιμένοντας την επόμενη μετάφραση. Θα περιμένω. Έχω μάθει να το κάνω. Αν είναι να έρθει, θα την καλοδεχτώ.
Κάπως έτσι, παραμένω μεταφράστρια. Ευχή και κατάρα. Πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τελευταίας κατηγορίας…; Συνεχίζει να μην έχει καμία σημασία.
Ναι, θέλω ακόμα να κάνω αυτή τη δουλειά. Καιαυτή.
⸙⸙⸙
[Το πρώτο μέρος του «Μεταφράζοντας τα πάντα» μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.]