Alexandra Exter

Βάλτερ Πούχνερ

Μια άτυπη περίπτωση σε μια τυπική κατάσταση: Δημήτρης Δημητριάδης

Μια σημείωση

Η εποχή μας είναι, όσον αφορά το θέατρο, μια εποχή της τυραννίας του σκηνοθέτη. Η επανάσταση, που επέφερε ο κλασικός μοντερνισμός του 1900, ενάντια στο αισθητικό δόγμα theatrum est opus, που ίσχυε από την Αναγέννηση στο λόγιο και αστικό θέατρο και δεν την ανέτρεψε ο Διαφωτισμός, εγκαθίδρυσε τον σκηνοθέτη ως τον βασικότερο παράγοντα της θεατρικής παράστασης κι όχι τον δραματουργό. Κατά τον 20ό αιώνα, με τη συρρίκνωση της σημασίας της γλώσσας ως σκηνικού μέσου έκφρασης, το θεατρικό έργο, το δράμα, ως ένα ενιαίο απεικόνισμα κάποιας φανταστικής ή υπάρχουσας πραγματικότητας, έχασε την πρωτοκαθεδρία του μέσα στον σύνθετο αισθητικό κώδικα της θεατρικής παράστασης, και οι σκηνοθέτες, ιδίως και πρώτα στη δεκαετία ήδη του 1960 με το γερμανικό Regie-Theater και τη δημιουργία του σκηνοθέτη-συγγραφέα, αισθάνονται όλο πιο ελεύθεροι να επεμβαίνουν και να διασκευάζουν, τρόπον τινά να «ξαναγράφουν» το έργο που ανεβάζουν, φτάνοντας με το λεγόμενο «μεταδραματικό θέατρο» (παρεξηγημένο δόγμα του Lehmann), στο σημείο, το δραματικό έργο να είναι μόνο πρόχειρο λεκτικό υλικό για μια σύνθεση συναισθητική και ο ηθοποιός ενδιαφέρει κυρίως ως σώμα (έστω και με φωνή). Με τον μεταμοντερνισμό (κατά τον Σάββα Πατσαλίδη ήδη μετα-μεταμοντερνισμό με την κυριαρχία της τεχνολογίας και τα τεχνητά σώματα) η κατάσταση έχει οξυνθεί ακόμα περισσότερο, και η πολυεπίπεδη σχέση του δραματικού έργου με τη θεατρική παράσταση, συρρικνώνεται τώρα στην απόλυτη περιθωριοποίηση του πρώτου. Πιο φανερό είναι αυτό στο ανέβασμα της αρχαίας τραγωδίας αλλά και όλων των κλασικών έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου, και θύμα αυτής της εξέλιξης είναι συνήθως η ποιητικότητα των κειμένων που καταστρέφεται τελείως και τα έργα γίνονται αγνώριστα.

Σε αυτό συμβάλλει και το δόγμα των νεωτερισμών, που εμφανίστηκε μαζί με τα «πνευματικά δικαιώματα» στην εποχή του Ρομαντισμού του 19ου αιώνα, όπου απαγορεύεται η επανάληψη αισθητικών κωδίκων που έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη, κι έτσι κάθε ερμηνεία, ιδίως των πολυπαιγμένων έργων όπως είναι τα αρχαίο ρεπερτόριο, ιδίως στην Ελλάδα, θέτουν τον σκηνοθέτη μπροστά στο πρόβλημα να βρει τρόπους να μην επαναληφθεί, εν μέρει ή εν όλω, κάποια προηγούμενη ερμηνεία. Το δόγμα τού όλο και πάντα νεωτέρου –της εποχής μας και σε όλους τους χώρους του επιστητού– οδηγεί ασφαλώς σε αισθητικά αδιέξοδα, σε προσποιήσεις και μεταμφιέσεις του παλιού, και σε ακραίους νεωτερισμούς, που αγγίζουν πλέον τον ουσιαστικό πυρήνα του έργου.

Υπήρχε στις αρχές του νέου αιώνα και ένα ρεύμα αντίδρασης των δραματουργών ενάντια σε αυτή την ελεύθερη χρήση των έργων τους, αλλά δεν απέδωσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ακόμα και ο Peter Stein, ο αρχικός εκπρόσωπος και ιδρυτής, αν θέλετε, του Regie-Theater ανακάλεσε τις αρχικές του επιλογές, γιατί ισοπεδώνουν δημοκρατικότατα όλα τα σπουδαία έργα, και στις τελευταίες σκηνοθεσίες του στην Ελλάδα, του Μολιέρου στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην σωστή απαγγελία του αυθεντικού ένστιχου κειμένου, αντιδρώντας στην αισθητική αναρχία που επικρατεί γενικώς στη θεατρική αγορά.

Τόνισα προηγουμένως, ότι θύμα του devised theatre είναι συνήθως η ποίηση, η ποιητικότητα των δραματικών κειμένων, και η σκηνική γλώσσα σε μια λογοτεχνική υφή. Είναι άξιο παρατήρησης, που γνωστοί Έλληνες δραματουργοί του μεταπολεμικού θεάτρου, στα τελευταία έργα τους κάνουν μια στροφή προς το ποιητικό θέατρο, ξεκινώντας από την αναβάθμιση του ρόλου της γλώσσας, που γίνεται πλέον πάλι ισάξιο μέσον έκφρασης της πολυαισθητικής θεατρικής παράστασης, αναλογιζόμενοι ίσως πως η επανάσταση ενάντια στο γραπτό δράμα έχει εξαφανίσει πλέον το θεατρικό έργο ως καλλιτέχνημα από τη σκηνή.

Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της τάσης, είναι ο Δημήτρης Δημητριάδης, του οποίου η ευρύτερη πρόσληψη αρχίζει στην Ελλάδα μόλις μετά το millennium. Τα περισσότερα έργα του είναι γλωσσοκεντρικά, αλλά περίπου τα μισά μόνο από τα πάνω από 60 έργα του έχουν δημοσιευτεί ή παρασταθεί. Αυτή η κατάσταση με παρότρυνε να εκπονήσω μια ογκώδη μονογραφία για το θεατρικό έργο του, ανέκδοτη ακόμα, με τίτλο Το θεατρικό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Ένα δοκίμιο για τον θεατρικό μεταμοντερνισμό, που θα δημοσιευτεί εντός του έτους από της εκδόσεις Νεφέλη. Παραθέτω, κλείνοντας, ορισμένα αποσπάσματα από τον πρόλογο της εκτενούς μονογραφίας:

Ο ∆ημήτρης ∆ημητριάδης (γεννημένος το 1944 στη Θεσσαλονίκη) είναι χωρίς άλλο μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου: πολυσχιδής λογοτέχνης σε όλα τα είδη, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, στοχαστής και σχολιαστής του πνευματικού βίου και των πολιτισμικών γεγονότων, από τους πολυγραφότερους λογοτέχνες και δραματουργούς, ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξαιτίας της ασύμμετρης πρόσληψης των έργων του, καθώς μόλις μετά το millennium αποκτά μια κάπως μονιμότερη σχέση με τη θεατρική σκηνή. Ταυτόχρονα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταμοντέρνας δραματουργίας, η οποία δεν συμπίπτει ακριβώς με το λεγόμενο «μεταδραματικό» θέατρο, γιατί η αισθητική υπόσταση των έργων του είναι, κυρίως, κειμενική, γλωσσική και μάλιστα ποιητική. Ως εκ τούτου, είναι και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το γεγονός ότι ο ελληνικός μεταμοντερνισμός παρουσιάζει κάποιες σημαντικές αποκλίσεις από τον διεθνή μεταμοντερνισμό, παρά το γεγονός ότι ο ∆ημητριάδης βρίσκεται σε στενή επαφή με το σύγχρονο γαλλικό θέατρο και το πρώτο του έργο παραστάθηκε στο Παρίσι ήδη το 1968. […].

Η παρούσα μελέτη, που είναι κυρίως θεατρολογική και πραγματοποιήθηκε στα χρόνια 2017-2020, αναλύει δραματολογικά το σύνολο της δραματικής εργογραφίας του συγγραφέα, με επίκεντρο την επισήμανση των τεχνικών του διαλόγου, τη ροή της πληροφόρησης, την απόκρυψη στοιχείων της πλοκής, τη δημιουργία πληροφοριακών κενών και αινιγματικών σημείων, που δημιουργούν την πολυσημία της ερμηνείας, την ανατροπή και καταστρατήγηση παραδοσιακών δραματουργικών δομών κ.τ.λ. Αυτή η ανάλυση πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τη σύντομη παρουσίαση του συνόλου της λογοτεχνικής, μεταφραστικής και δοκιμιογραφικής παραγωγής του συγγραφέα, γιατί το εκτενές θεατρικό του έργο είναι ένα τμήμα της πολυσχιδούς δραστηριότητάς του στα γράμματα.

«το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»
Κύλιση στην κορυφή