Από την ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων είχα ανακαλύψει τη δυνατότητά μου να γράφω στίχους (με ευκολία μάλλον), αλλά δεν ένιωσα ποιητής. Την ιδιότητα αυτή την ενίσχυσε απροσδόκητα ο φιλόλογος της τάξης στην Γ΄ Λυκείου, όταν στο μάθημα της έκθεσης, αντί να γράψω μία κανονική έκθεση, έγραψα ένα μακροσκελές ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο, χωρίς καν να το καταλάβω. Ο καθηγητής με κάλεσε να διαβάσω την έκθεση και σύντομα η αίθουσα άρχισε να χαχανίζει. Εκείνος διέκοψε την ταραχή και είπε: «Αυτό που ακούσατε δεν ήταν ασφαλώς έκθεση, ήταν όμως ποίηση. Ο συμμαθητής σας, αν το θελήσει κι αν το προσπαθήσει, ίσως μία μέρα να γίνει ποιητής». Το γέλιο κόπηκε μονομιάς κι εγώ άγουρος έφηβος, τον πίστεψα, το πίστεψα. Έκτοτε η ποίηση, στην αρχή ως μελέτη, έγινε τρόπος ζωής.
Το 1967 «κατέβηκα» στην Αθήνα για σπουδές στην Ιατρική Αθηνών. Η Χούντα είχε ήδη επιβληθεί και γινόταν ολοένα και πιο κτηνώδης. Ορκίστηκα ως γιατρός στις 13 Νοεμβρίου του 1973. Ακριβώς την ημέρα που άρχισε «ο εγκλεισμός-ξεσηκωμός» των φοιτητών στο Πολυτεχνείο. Πέρασα απ’ το Πολυτεχνείο, έμεινα εκεί με τον καλύτερό μου φίλο γύρω στις δύο ώρες και γύρισα στη Λάρισα. Είχα γεμάτα φοιτητικά χρόνια, μόνο ως προς το σκέλος της «επιμόρφωσης»: θέατρο, κινηματογράφος (με έμφαση ταινίες στην αίθουσα «Στούντιο»), εκθέσεις ζωγραφικής και πολύ διάβασμα, πλην αυτού της ιατρικής εννοώ. Όμως το γεγονός πως μπήκα στην Σχολή με Χούντα και βγήκα με Χούντα, είναι μια πληγή που δεν επουλώθηκε ποτέ και είναι αργά, πολύ αργά να συμβεί τώρα. Σιωπή, φόβος που ενίοτε γινόταν τρόμος (ιδίως στα γεγονότα της Νομικής που η απειλή διακοπής της αναβολής στράτευσης σήμαινε και διακοπή των σπουδών), καταχνιά, μια μιζέρια που νομίζω άφησε το αποτύπωμά της σε όλους μας εκείνη την φοβερή εποχή που οι νέοι την εισπράττουν μόνο ως ιστορία, όπως και εμείς άλλωστε τη δικτατορία του Μεταξά.
Τα γράφω όλα αυτά γιατί πιστεύω πως λίγο-πολύ, αυτή η σκοτεινή περίοδος επηρέασε ή και διαμόρφωσε τον ψυχισμό των περισσοτέρων τουλάχιστον ποιητών της Γενιάς του ʼ70, αν όχι όλων. Ακόμα και των πιο απολιτικών. Γιατί τέτοιες περίοδοι σκληρής ανελευθερίας επηρεάζουν τους πάντες, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι. Και βρήκα επιτυχή τον χαρακτηρισμό «η Γενιά της αμφισβήτησης», προτιμότερο από εκείνον τον «η Γενιά του ʼ70», καθώς ο δεύτερος αυτός δηλώνει τον κοινό παρανομαστή της ηλικιακής συνύπαρξης.
Οι ποιητές της Γενιάς του ʼ70 που μεγαλώνουν και έρχονται, οι πιο πολλοί, για πρώτη φορά αντιμέτωποι με το αληθινό πρόσωπο της ζωής μέσα στη Χούντα, πώς θα μπορούσαν να μην αμφισβητήσουν τα πάντα, τον ίδιο τον εαυτό τους (και την προσωπική τους στάση), την πολιτική και τους πολιτικούς και την ίδια την υπόσχεση μιας αξιοβίωτης ζωής; Οι τραυματικές εμπειρίες της επταετίας και η συνακόλουθη συνολική αμφισβήτηση περνούν στο έργο αυτής της γενιάς. Δεν ενδιαφέρονται μόνο για το αισθητικό αποτέλεσμα των ποιημάτων τους, τους καίει συνάμα και η διερεύνηση και η αποκάλυψη του νοήματος της ύπαρξης. Ομορφιά και αλήθεια είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και ο ποιητής –κατά τον Γκιγιώμ Απολιναίρ– οφείλει να είναι και ο άνθρωπος της Ομορφιάς και ο άνθρωπος της Αλήθειας. Η Γενιά του ʼ70 έζησε στη μετεμφυλιακή περίοδο και μέσα στη Χούντα. Σ’ έναν χρονικό ορίζοντα πολιτικών παθών και όχι μόνο, σε μια περίοδο όπου οι μεν νικητές του Εμφυλίου δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν τη νίκη τους με συνέπεια να αυτοσχεδιάζουν κακότροπα και να επιβαρύνουν το ήδη ανυπόφορο κλίμα, ενώ οι πληγές όχι μόνο δεν επουλώνονται αλλά χαίνουν ανοιχτές και μεγεθύνουν το χάσμα. Οι δε ηττημένοι περιέφεραν τη μελαγχολία τους, αρνούμενοι να δεχτούν τη ζέουσα πραγματικότητα. Κι ενώ οι ποιητές της Γενιάς του ʼ70 έζησαν ως υποκείμενα της ιστορίας, μετά τη μεταπολίτευση και κατά έναν περίεργο και ανεξήγητο τρόπο, στην ποίησή τους, έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην ιστορικότητα ως «τόπο και θέμα» της δημιουργίας τους. Η ποίησή τους εμφανίζεται αυτοαναφορική (και αυτή την τάση την ολοκληρώνει με σταθερή προσήλωση η επόμενη γενιά), χωρίς ή με ελάχιστες αναφορές στην ιστορικότητα, και κυρίως με έντονη την τάση για αμφισβήτηση των πάντων. Ο καθένας τους όμως ακολουθεί μοναχικό και σχεδόν εντελώς προσωπικό δρόμο, λες και το μόνο που τους συνδέει είναι τα κοινά βιώματα σε συλλογικό επίπεδο. Ως προς το αισθητικό μέρος, ακολουθούν εν πολλοίς τον μοντερνισμό όπως αυτός διαμορφώθηκε και παραδόθηκε από τη Γενιά του ʼ30, η οποία –κατά τη γνώμη μου– έριξε βαριά τη σκιά της πάνω τους. Εξάλλου, τα δύο Νόμπελ κι ο Ρίτσος ακόμα, στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της μεταπολίτευσης απογειώθηκαν, έγιναν μύθοι. Ακόμα και σήμερα βαραίνουν πολύ.
Σ’ αυτό το κλίμα έζησα και ο ίδιος, καθώς το 1978 επέστρεψα στην Αθήνα για τις μεταπτυχιακές μου σπουδές. Τότε –μέσω του σπουδαίου γλωσσολόγου Καθηγητή, παλιού μου συμμαθητή, φίλου και συγκατοίκου Θανάση Νάκα (που «έφυγε» πρόσφατα χτυπημένος από τον κορονοϊό)– συνδέομαι με τον Δημήτρη Δούκαρη, που εκείνη την περίοδο έβγαζε το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό περιοδικό, τις Τομές, καθώς η Νέα Εστία είχε προ πολλού γεράσει και τα λίγα περιοδικά που άρχισαν να εμφανίζονται δεν είχαν ακόμα υπολογίσιμο κοινό. Εκεί γνώρισα τον μετέπειτα «αδελφό ποιητή» Ηλία Κεφάλα, εκεί, όταν το 1980 έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο την Πορεία, γνώρισα τον Μιχάλη Κατσαρό, ο οποίος διαβάζοντας εν τάχει μερικά ποιήματα της συλλογής, αποφάνθηκε προς τον Δ.Δ.: «Είναι ποιητής, αλλά διανοούμενος ποιητής». Μόλις έφυγε ο Κατσαρός, λέω στον Δούκαρη: «Αυτό που είπε για μένα να το εκλάβω σαν την παροιμία “να σε κάψω Γιάννη μ’ και να σ’ αλείψω μέλι”»; Ο Δούκαρης, ο γλυκύτατος Δημήτρης (η αδυναμία του στα γλυκά, τον έστειλε πολύ νωρίτερα στον τάφο, καθώς είχε ανεξέλεγκτο σακχαρώδη διαβήτη), δεν απάντησε, απλώς υπομειδίασε…
Χάρις στον Θανάση Νάκα πάλι, γνώρισα τον ποιητή Γιάννη Κοντό. Δεν θυμάμαι πώς τον γνώρισε ο Νάκας, πάντως πήγα εκ μέρους του στον «Κέδρο», τέλη του 1979, και συνάντησα εκεί τον Γιάννη, παραδίδοντάς του την Πορεία, η οποία εκδόθηκε τον Μάιο του 1980. Ακόμα θυμάμαι την οικειότητα που διέθετε ο Κοντός και πώς τη σκορπούσε αφειδώλευτα. Μου έδωσε κι έναν κατάλογο με ονόματα ποιητών και κριτικών, στους οποίους θα έπρεπε να στείλω το βιβλίο μου. Ήταν μεγάλος ο κατάλογος, κοντά στα εκατό ονόματα, οπότε η άνετη, η υπέροχη Νανά Καλλιανέση που άκουγε, γυρίζει και του λέει: «Σιγά μη στείλει σε τόσους! Καλέ τι βάζεις του ανθρώπου να κάνει, δεν έχει άλλη δουλειά;» Από αυτόν τον κατάλογο πρόεκυψαν πολλές ενθαρρυντικές απαντητικές επιστολές, μία όντως υποστηρικτική κριτική του Τάκη Μενδράκου στις Εικόνες της εποχής, μία ακόμα του Βαγγέλη Κάσσου στις Τομές και μια ειλικρινής φιλία με τον Γιάννη Νεγρεπόντη που κράτησε ως τον πρόωρο θάνατό του. Σε λίγα χρόνια όμως, το 1985 (είχα ήδη μετακομίσει στη Λάρισα ασκώντας την ιατρική), ξαναγύρισα στον «Κέδρο» για να διερευνήσω την πιθανότητα της έκδοσης της δεύτερης ποιητικής μου συλλογής Χαμαιλέοντες και σαλτιμπάγκοι. Με υποδέχτηκε ο Γ. Κοντός στο κατώφλι του εκδοτικού οίκου (είχε κι αυτός μεταστεγαστεί στο κτήριο επί της οδού Γ. Γενναδίου 3, νομίζω και σήμερα εκεί είναι). Με χαιρέτισε, με ρώτησε τί ήθελα χωρίς να με αφήσει να μπω μέσα, του το είπα, μου ανταπάντησε «είμαστε κλεισμένοι για πολύ καιρό», και μου έκλεισε την πόρτα. Ένιωσα απογοήτευση ασφαλώς, και για την απόρριψη και για την υποδοχή, αλλά δεν του κράτησα κακία. Ήδη μου είχε κάνει ένα καλό, γιατί θα έπρεπε να κάνει και δεύτερο;
Όταν έβγαλα την ποιητική μου συλλογή Εκ Θεού αντιμισθία, την έστειλα όπως πάντα στον Γιάννη, καθώς ήταν εκείνος που φρόντισε να βγει το πρώτο μου βιβλίο. Λίγες μέρες μετά μου τηλεφώνησε στο ιατρείο μου κι άρχισε να επαινεί το βιβλίο μου και στο τέλος έκλεισε με την υπερβολική διατύπωση: «Είναι η καλύτερη συλλογή που διάβασα την τελευταία 10ετία». Αυτό το τελευταίο δεν το πίστεψα βεβαίως, αλλά αποσβολωμένος δεν είπα τίποτε. Το έτος 2000, έβγαλα, εκτός εμπορίου την συλλογή Αντίνοος εν Κασσιώπη, του το έστειλα πάλι. Μου τηλεφώνησε ξανά να μου πει για το βιβλίο. Μου είπε τα ίδια περίπου κολακευτικά σχόλια, αλλά τώρα την 10ετία την έκανε 20ετία. Ήμουν βέβαιος από καιρό πως ο Γιάννης μου τα έλεγε προφορικά γιατί δεν είχε σκοπό να τα γράψει σε κάποιο περιοδικό ή εφημερίδα. Εκείνα τα χρόνια στα οποία αναφέρομαι έγραφε μία φορά την εβδομάδα μέτριας έκτασης κριτικά κείμενα στα Νέα.
Αυτή τη φορά δεν μ’ έπιασε απροετοίμαστο. Μόλις είπε όσα είχε να πει, του απάντησα: «Σ’ ευχαριστώ πολύ Γιάννη μου για τα καλά σου λόγια. Σήμερα μου μίλησες για το καλύτερο βιβλίο της 20ετίας, την προηγούμενη φορά της 10ετίας. Αλλά γιατί μου τα λες μόνο σαν έπεα πτερόεντα και δεν τα γράφεις κάπου, σ’ ένα περιοδικό, στα Νέα ας πούμε, όπου συχνά βλέπω να γράφεις για άλλους ποιητές της γενιάς μας». Δεν θυμάμαι ποια δικαιολογία ξεστόμισε, αλλά ποτέ δεν έγραψε, οπότε είναι σαν να μην τα είπε ποτέ. Δεν του θύμωσα κι αργότερα του έκανα ένα μεγάλο και πλούσιο αφιέρωμα στη Γραφή, το μοναδικό, νομίζω, που του έγινε από λογοτεχνικό περιοδικό. Ο Γιάννης ήταν γλυκός άνθρωπος, πώς να του θυμώσεις;
Παρουσιάσαμε το αφιέρωμα στη Λάρισα, όπου κατέφθασε ο Γιάννης με συνοδούς τον μειλίχιο Κώστα Μουρσελά, τον υπέροχο Θανάση Νιάρχο και τον Λαρισαίο ζωγράφο Γιώργο Λαζόγκα, οι οποίοι, πλην εμού, μίλησαν για το έργο και την προσωπικότητα του Γιάννη. Την επόμενη μέρα μας πήγε στο Μεταξοχώρι Αγιάς, όπου ο Γιάννης, από πολλή ήδη χρόνια, είχε αγοράσει ένα συμπαθητικό εξοχικό σπίτι, στο οποίο ερχόταν ανελλιπώς όλα τα καλοκαίρια. Ήταν ένα υπέροχο διήμερο με πολύ κέφι και πολλές νόστιμες αφηγήσεις γύρω από πρόσωπα της λογοτεχνικής συντεχνίας.
Η επόμενη, πολύ σημαντική, γνωριμία μου με καθιερωμένο λογοτέχνη ήταν αυτή με τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο. Τον Τσιρόπουλο, ως όνομα, τον ήξερα από την Ευθύνη που έβγαζε. Στους αριστερούς κύκλους που «κυκλοφορούσα» ο Τσιρόπουλος δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός. Επειδή ήταν χριστιανός και δεξιός πολιτικά. Όταν βγήκε το πρώτο μου βιβλίο λοιπόν δεν σκέφτηκα να του το στείλω, καίτοι γνώριζα πως ήταν Λαρισαίος γέννημα-θρέμμα, επηρεασμένος προφανώς απ’ αυτά που άκουγα. Ο πατέρας του Ευάγγελος Τσιρόπουλος ήταν διευθυντής της λαρισαϊκής εφημερίδας Ελευθερία, και κατά την άποψη του ίδιου του εκδότη της, του Τάκη Δημητρακόπουλου (μου το είπε ο ίδιος αργότερα) ήταν ο πρώτος που ήξερε καλά τη δημοσιογραφία και πως, επί της ουσίας, εκείνος έστησε σε στέρεες βάσεις την εφημερίδα. Όταν όμως γνώρισα τον Γ. Νεγρεπόντη εκείνος με «μάλωσε» που γι’ αυτόν «τον ανόητο λόγο» δεν τού είχα στείλει το βιβλίο μου. Τού το έστειλα και έγραψε έναν σύντομο ύμνο για μένα: «Τα χαρμόσυνα εισόδια ενός νέου προικισμένου ποιητή στη λογοτεχνία μας… κ.λπ.». Εννοείται πως μούτζωνα τον εαυτό μου γι’ αυτή μου την απρέπεια. Και σαν μην έφτανε αυτό, την επόμενη χρονιά που γιορτάζονταν τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας, σε μία ανθολογία ποιητών που έγραψαν για τη Θεσσαλία και Θεσσαλών ποιητών με συμπεριέλαβε με τα μισά ποιήματα της Πορείας. Πήρα ένα καλό μάθημα. Αλλά τον ίδιο τον γνώρισα πολύ αργότερα, το 1985, όταν του έστειλα μερικά ποιήματα για δημοσίευση στην Ευθύνη. Επέλεξε τρία και με κάλεσε να γνωριστούμε. Γρήγορα η φιλία μας ενδυναμώθηκε και νοιάστηκε τόσο πολύ για την ποίησή μου, όσο κανείς άλλος. Του χρωστάω πολλά!
Σπουδαίος σταθμός στην πορεία μου υπήρξε η ίδρυση του λογοτεχνικού περιοδικού Γραφή από τον Δήμο Λαρισαίων. Ήταν μια ιδέα δική μου που είχε σχηματισθεί το 1980 στην Αθήνα και κατάφερα να την υλοποιήσω το 1989, πείθοντας τον τότε Δήμαρχο Αριστείδη Λαμπρούλη και τον Αντιδήμαρχο Πολιτισμού Χρήστο Χαλκιά, που ήταν γιατρός και συμμαθητής μου στο Λύκειο. Το περιοδικό ξεκίνησε με έξι ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Έβαλα τον Δήμαρχο να του τα ζητήσει, καθώς τον ήξερε καλά από τις κοινές εξορίες τους στα διάφορα ξερονήσια του Αιγαίου. Μας τα έστειλε χειρόγραφα και μάλιστα ο Δήμαρχος μου χάρισε και τη συνοδευτική επιστολή του Ρίτσου προς εκείνον. «Πάρ’ το Κώστα, μου είπε, σε μένα θα χαθεί…».
Μέσα από τη Γραφή γνώρισα τη μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών, οι περισσότεροι των οποίων είχαν προσκληθεί και είχαν έρθει στη Λάρισα για παρουσίαση βιβλίων τους ή του συνολικού τους έργου.
Ένας απ’ τους πιο διάσημους καλεσμένους μας ήταν ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος. Μίλησε στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο σε μια αίθουσα χωρητικότητας περίπου 250 θέσεων. Το ακροατήριο καλό, αν και όχι πολυπληθές (κάλυψε τη μισή αίθουσα), αποτελούμενο από ακροατές που είχαν (αρκετοί) διαβάσει ποίηση του Πατρίκιου, και που ήθελαν ν΄ ακούσουν τις απόψεις του ποιητή. Γιατί ο Τίτος Πατρίκιος δεν είναι μόνον ένας πολύ σημαντικός ποιητής. Στα νιάτα του και πάντοτε υπήρξε ένας μαχόμενος πολίτης, ενταγμένος στην Αριστερά, με εξορίες κι όλες τις συνέπειες που υπέστησαν οι οπαδοί της ηττημένης αριστερής ιδεολογίας. Ήρεμος, πράος άνθρωπος με μια φωνή μειλίχια που, νόμιζες, χάιδευε τ’ αυτιά σου, με ένα ύφος γλυκό και πειστικό, είχες την εντύπωση πως δεν σε νουθετούσε, αλλά πως σου εξιστορούσε έναν βίο ταλαιπωρημένο μεν, πλούσιο δε σε γεγονότα, απίθανες εμπειρίες και με μια ποιοτική εσωτερική ζωή εξόχως ζηλευτή. Στάθηκε αρκετά –και μάλλον το απολάμβανε– σε ερωτήσεις που απαιτούσαν ερμηνευτικά σχόλια στην ποίησή του. Δεν προσπάθησε να αποφύγει καμία δύσκολη ερώτηση με το γνωστό επιχείρημα «ό,τι είχα να πω το είπα μέσα απ’ την ποίησή μου» ή «η ποίηση δεν ερμηνεύεται» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Ήταν μια ζεστή, μεστή βραδιά που την καταχάρηκαν όλοι όσοι είχαν την καλή έμπνευση να παραβρεθούν.
Μετά το πέρας της παρουσίασης, παραθέσαμε δείπνο προς τιμήν του εκλεκτού καλεσμένου μας στο γνωστό μας στέκι εκείνης της περιόδου (την οποία ονομάζω «πολιτιστική άνοιξη της Λάρισας»), στην ταβέρνα «Το Παραμύθι». Τον ρωτήσαμε με καλοπροαίρετη απληστία πολλά –πάντα στα πλαίσια του επιτρεπτού– για την πορεία του στην Τέχνη και μας απάντησε με ειλικρίνεια και ανυστερόβουλα, χωρίς να εξωραῒζει πρόσωπα, καταστάσεις ή γεγονότα. Αυτό που θυμάμαι και το βρίσκω αρκετά νόστιμο να το διηγηθώ, είναι ένα στιγμιότυπο που είχε με τον Γιάννη Ρίτσο. Σεβόταν απεριόριστα τον Ρίτσο, παρ’ ότι όλοι σχεδόν οι ποιητές (οι στρατευμένοι στην Αριστερά) είχαν σχεδόν «καταπλακωθεί» από το βαρύ όνομα και το σπουδαίο –όχι πάντα– έργο του μεγάλου δημιουργού. Άλλοι το έφεραν βαρέως, άλλοι το προσπέρασαν κι άλλοι το αποδέχτηκαν σαν φυσική νομοτέλεια. Δεν ξέρω σε ποιους ανήκε ο Πατρίκιος, πάντως μίλησε με εκτίμηση και σεβασμό για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Άλλωστε, όπως μας είπε, διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί του και βλεπόντουσαν συχνά. Σε μια του επίσκεψη στο σπίτι του Ρίτσου αναφέρθηκε ο Πατρίκιος, λέγοντας περίπου τα εξής: «Πήγα κάποιο πρωϊνό να δω τον Ρίτσο στο σπίτι του. Ο Γιάννης ήταν πρωϊνός τύπος, ξύπναγε πολύ νωρίς και δούλευε ακατάπαυστα. Όταν δεν έγραφε, ζωγράφιζε πέτρες ή κάτι άλλο δημιουργικό θα έκανε. Λίγη ώρα αφότου πήγα, προσφέρθηκε να μου ψήσει καφέ και πήγε στην κουζίνα κι έτσι έμεινα μόνος στο γραφείο του. Κάθισα στο γραφείο του –είχα αυτό το θάρρος– και είδα απλωμένα εμπρός μου κάμποσα φρεσκογραμμένα ποιήματα του Γιάννη, μάλλον της προηγούμενης βραδιάς. Τα διάβασα και όταν γύρισε ο Γιάννης με τον καφέ μου, καθίσαμε και αρχίσαμε να λέμε διάφορα. Κάποια στιγμή αναφέρθηκα στα απλωμένα ποιήματα του γραφείου του και τόλμησα με πολύ ευγενικό τρόπο να του πω πως σε ένα δύο ποιήματα μ’ ενοχλούσαν κάποιες λέξεις και πως ίσως θα έπρεπε να τις ξαναδεί. Τότε ο Γιάννης με το ολύμπιο κι αγέρωχο ύφος του, που δεν επέτρεπε δεύτερη κουβέντα, μου απάντησε: “έτσι το ήθελε ο ποιητής”».
Μια άλλη σπουδαία φιλία ήταν εκείνη με τον επίσης συντοπίτη (γεννήθηκε στη Λάρισα το 1930) Γιάννη Νεγρεπόντη. Θα μιλήσω εδώ μόνο για τον ερχομό του στη Λάρισα: Ο Νεγρεπόντης είχε γράψει ένα λαμπρό κι εμπεριστατωμένο κείμενο για τον Καραγάτση, το οποίο είχε δημοσιευτεί στα Τετράδια Ευθύνης του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου. Με αφετηρία αυτό το κείμενο ήθελε να μιλήσει στο λαρισαϊκό κοινό και πέραν αυτού φρόντισε να φέρει μαζί του την κόρη του Καραγάτση, τη Μαρίνα Καραγάτση, καθώς και τον εγγονό του συγγραφέα και γιό της Μαρίνας, τον ηθοποιό –τότε έκανε τα πρώτα του βήματα στο Θέατρο– Δημήτρη Τάρλοου. Μόλις έφτασαν, κατέλυσαν σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης και νωρίς το απόγευμα ο Γιάννης –χωρίς να τον περιμένω– ήλθε να με δει στο ιατρείο μου για να «διαπιστώσει ιδίοις όμμασι», όπως είπε, αν όντως είμαι γιατρός και αν υπάρχουν ασθενείς που εμπιστεύονται την υγεία τους «σ’ έναν ποιητή που υποδύεται τον γιατρό», συμπλήρωσε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κάτω από το «βεληγκέκικο» μουστάκι του. Το βράδυ, στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο, ο Νεγρεπόντης μίλησε για το έργο του Καραγάτση μπροστά σ’ ένα μικρό σχεδόν κοινό συγκριτικά με το «μέγεθος Καραγάτση», με το όνομα του Νεγρεπόντη (που ήταν πολύ γνωστός από τους στίχους του που μελοποίησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και έκαναν θραύση στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια) και με τη λαρισαϊκή καταγωγή και των δύο. Ο Νεγρεπόντης μίλησε με πάθος, διεισδυτικά και απλό τρόπο παρουσίασε πολλές πτυχές του έργου του Καραγάτση. Μετά την εκδήλωση και στην ταβέρνα όπου δειπνήσαμε, ο Γιάννης φανερά θιγμένος και εκνευρισμένος μου είπε: «η Λάρισα απόψε δεν τίμησε εμένα, αλλά πολύ περισσότερο δεν τίμησε τον μεγάλο Καραγάτση! Αλλά διαχρονικά αυτή είναι η Λάρισα, μια αντιπνευματική πόλη». Από κείνο το βράδυ πίστεψα πως η μεγάλη ενόχληση του Νεγρεπόντη οφειλόταν κυρίως στο γεγονός πως αυτή η χλομή βραδιά έγινε παρουσία της κόρης και του εγγονού του Καραγάτση. Δεν ξέρω τι τους είχε πει για να τους πείσει να έλθουν (καμία σχέση δεν είχαν με τη Λάρισα, ίσως να έρχονταν για πρώτη φορά), δεν ξέρω τι προσδοκούσε, σίγουρα όμως η προσέλευση του λαρισαϊκού κοινού ήταν απογοητευτική και δικαίως είχε χολωθεί. Και οι άμεσοι συγγενείς του Καραγάτση θα ένιωσαν πικρία, αλλά ως αξιοπρεπείς άνθρωποι δεν προέβησαν σε κανένα σχόλιο. Την επόμενη μέρα για να γλυκάνουμε λίγο την κατάσταση οδηγήσαμε τη Μαρίνα Καραγάτση και τον γιό της στην οδό Μ. Καραγάτση στα ανατολικά της πόλης, για να δουν τον δρόμο στον οποίο ο Δήμος Λαρισαίων είχε δώσει τιμητικά το όνομα του μεγάλου πεζογράφου. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας οι καλεσμένοι μας αναχώρησαν για την Αθήνα, αφήνοντάς μας στη δική μας μελαγχολία…
Εδώ οφείλω να εξομολογηθώ κάτι. Ο Γιάννης Νεγρεπόντης, χωρίς να μου το πει ποτέ (δε θα το επέτρεπε στον εαυτό του), ήθελε ένα αφιέρωμα στο έργο του από τη Γραφή. Το ένιωθα, το οσφριζόμουν και το είχα στο μυαλό μου και το σχεδίαζα. Αλλά ήμασταν ακόμα νέο περιοδικό και πίστευα πως έπρεπε να είμαστε φειδωλοί στ’ αφιερώματα, γιατί κυρίως οφείλαμε να δώσουμε «βήμα» σε πολλούς λογοτέχνες, ενώ ένα αφιέρωμα, εξ ορισμού, προβάλλει το έργο ενός μόνον συγγραφέα. Εκτός αυτού πίστευα πως όλα και όλοι έχουν τη σειρά τους. Πως δηλαδή έπρεπε να προηγηθούν ο Μ. Καραγάτσης (κατά κόσμον Δημ. Ροδόπουλος, αδελφός του πολιτικού Κ. Ροδόπουλου, με τυρναβίτικη καταγωγή) και ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, με λαρισαϊκή καταγωγή (γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα, όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές). Ο Καραγάτσης, αν και είχε γεννηθεί στην Αθήνα, είχε τελειώσει το Δημοτικό στη Λάρισα και τα εφηβικά του καλοκαίρια τα πέρασε στο χωριό Ραψάνη, στο εξοχικό της οικογένειας. Έγραψε για τη Λάρισα (Συνταγματάρχης Λιάπκιν), για τους ανθρώπους της και τους εν Λαρίση φίλους του (στο διήγημα «Μπουχούνστα»), για τη θεσσαλική γη («Το Μπουρίνι»). Ο Νεγρεπόντης ερχόταν τρίτος στον προγραμματισμό μου κι αυτό δεν είχε να κάνει με κάποια δική μου αξιολόγηση ή κατάταξη του έργου του. Ίσως να τηρούσα, χωρίς να το καταλάβω, κάποια μορφή επετηρίδας.
Μία άλλη σπουδαία γνωριμία ήταν αυτή με τον «αγαπημένο μου πεζογράφο» Μένη Κουμανταρέα. Είναι ο μόνος πεζογράφος του οποίου έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Τον καλέσαμε, τη δεκαετία του ʼ90 στη Λάρισα –η Γραφή– σε μια τιμητική βραδιά για το σύνολο του μέχρι τότε έργου του. Μίλησα ο ίδιος γιατί αγαπούσα κι αγαπώ το έργο του. Ετοίμασα ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Μένης Κουμανταρέας, ένας σύγχρονος κλασικός». Κρατάω την ηρεμία του, την ευγένειά του, τη μεγαθυμία του για ανθρώπους και καταστάσεις! Μετά τη Λάρισα τον είδα πολύ αργότερα στα γραφεία του «Κέδρου», με τον Γ. Κοντό και τον Σωτήρη Δημητρίου. Ήταν μετά το βιβλίο του Νώε και του μίλησα σκληρά, νομίζω με το θράσος του θαυμαστή και του «μελετητή» του έργου του! Ένιωσε αμήχανα αλλά δεν αντέδρασε υπερασπίζοντας το βιβλίο του. Μου είπε πως την οπτική μου την καταλάβαινε, αλλά δεν την υποψιάστηκε καθώς έγραφε το βιβλίο του. Εκπρόσωπος επιφανής του αστικού μυθιστορήματος, είπε για αυτόν η αριστερή διανόηση. Σπουδαίος πράγματι, θα πρόσθετα, μακάρι να είχαμε κι άλλους… πέραν της γενιάς του ʼ30! Δεν λυπάμαι τόσο που «έφυγε», η ηλικία του δεν θα το απέτρεπε… λυπάμαι για τη βαρβαρότητα που έζησε φεύγοντας αυτός ο τόσος άκακος, πράος και υπέροχος άνθρωπος. Η μοίρα του επιφύλαξε ένα άδικο τέλος. Δεν έπρεπε, δεν του άξιζε τέτοιος θάνατος.
Θα αναφέρω κι ένα ευτράπελο που μας συνέβη με τον αξιαγάπητο Μένη: κάποια στιγμή στη Γραφή διαπιστώσαμε πως οι συνεργασίες που είχαμε, ως απόθεμα για τα επόμενα τεύχη, άρχισαν να λιγοστεύουν. Είπα τότε στον Βασίλη Μπούτο, που ήταν ο υπεύθυνος ύλης του περιοδικού, να στείλουμε μία επιστολή σε λογοτέχνες-συνεργάτες μας και όχι μόνο, ζητώντας τους συνεργασία. Συνέταξα έναν κατάλογο γνωστών κυρίως λογοτεχνών και συμπεριέλαβα σ’ αυτόν και τον Μένη Κουμανταρέα. Ο Μπούτος –όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων– έδωσε τον κατάλογο αυτόν σ’ έναν υπάλληλο του Πολιτιστικού Οργανισμού με την εντολή να ταχυδρομήσει τις επιστολές στους παραλήπτες. Ο υπάλληλος αυτός, βεβαίως, δεν ήταν υποχρεωμένος να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα του λογοτεχνικού χώρου, και ως απεδείχθη δεν γνώριζε τον Κουμανταρέα. Προφανώς τη διατύπωση «προς Μένη Κουμανταρέα» την εξέλαβε ως επιστολή σε γυναικείο πρόσωπο (το όνομα «Μένη» είναι συνήθως γυναικείο) και στον φάκελο αποστολής έγραψε «Κυρίαν Μένη Κουμανταρέα». Ύστερα από κάμποσες μέρες καταφθάνει ο Βασίλης στο ιατρείο μου, σαφώς εκνευρισμένος, ένοχος, αλλά και μειδιών, και δείχνει την απαντητική επιστολή του Κουμανταρέα, ο οποίος –και με το δίκιο του– όχι μόνο δεν μας έστειλε συνεργασία, αλλά μας ειρωνεύτηκε με τον δικό του μοναδικό κι ευγενικό του τρόπο για την «αλλαγή φύλου» που του κάναμε… Εύκολα φαντάζεται κανείς πόσο άσχημα ένιωσα, και στα νεύρα μου επάνω –κακώς, λίαν κακώς, διότι θα έβαζα φωτοτυπία της επιστολής ανάμεσα στις γραμμές που γράφω τούτη τη στιγμή– έσκισα την επιστολή, επιπλήττοντας τον Μπούτο διότι δεν ανέλαβε ο ίδιος να αποστείλει τις επιστολές, αναθέτοντας το έργο αυτό σ’ έναν ανυποψίαστο εργαζόμενο του Δήμου. Μετά από αρκετό καιρό μίλησα με τον Κουμανταρέα, του ζήτησα συγνώμη, και του εξήγησα τί είχε ακριβώς συμβεί. Έδειξε κατανόηση –ως άνθρωπος με επιείκεια και μεγαθυμία– και μάλιστα εκείνη τη στιγμή «κλείσαμε» και την ημερομηνία του ερχομού του στη Λάρισα.
Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε το αφιέρωμα στον Μ. Καραγάτση, ο Κουμανταρέας δέχτηκε με πολύ χαρά να γράψει για τον συγγραφέα που θαύμαζε με τον τίτλο «Οδός Σπάρτης 14». Στη διεύθυνση αυτή, κοντά στο πατρικό του Κουμανταρέα, έμενε ο Καραγάτσης. Το κείμενο όμως άργησε πολύ με αποτέλεσμα να το δημοσιεύσουμε στο επόμενο τεύχος. Όπως και να ʼχει, είναι ένα λαμπρό κείμενο αγάπης, θαυμασμού και ευθυκρισίας, το οποίο ο Κουμανταρέας αργότερα συμπεριέλαβε στο βιβλίο του Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα. Χωρίς όμως ν’ αναφέρει στις συνοδευτικές σημειώσεις πως είχε πρωτοδημοσιευτεί στην Γραφή…
Για το βιβλίο του Νώε πρέπει να εξηγήσω τις ενστάσεις μου όπως περίπου τις διατύπωσα στον ίδιο τον συγγραφέα. Βρήκα το βιβλίο τολμηρό ως προς το σκέλος της «ομολογίας» τού ήρωα της ομοφυλοφιλικής πλευράς του εαυτού του. Πρώτη φορά ο Κουμανταρέας αντιμετώπιζε το «δύσκολο αυτό θέμα» –για όλες τις κοινωνίες, προηγμένες ή μη– με καθαρό, μη-ενοχικό τρόπο. Αυτό στα θετικά του βιβλίου. Από την άλλη μεριά, ο συμβολισμός της κιβωτού του Νώε, ανεξαρτήτως αρχικών προθέσεων και στόχευσης, κατά τη γνώμη μου, δεν πέτυχε. Δεν ξέρω τι έφταιξε στην πλοκή ή στους χαρακτήρες, αλλά όλος ο μύθος μού φάνηκε αφελής και αναποτελεσματικός σε σχέση με τον ποθούμενο στόχο. Έμεινα με την εντύπωση πως το βιβλίο ήταν σχεδιασμένο να ακολουθήσει τα χνάρια του φανταστικού ρεαλισμού, αλλά ο συγγραφέας δεν τα κατάφερε. Όταν τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου, μου ήρθε αυθόρμητα η σκέψη: «σ’ αυτό το βιβλίο ο Κουμανταρέας δεν τα κατάφερε. Θα ήθελα –αν μπορούσα, αν είχα την τόλμη, που δεν την είχα εντέλει– να του πω να το αποσύρει». Τελικώς, στη συνάντησή μας στον «Κέδρο», του είπα όλα τα παραπάνω, πλην του τελευταίου φυσικά. Ελπίζω πως έκανα το σωστό, γιατί και κάθε καλόπιστη κριτική έχει τα όριά της.
⸙
Στο γνωστό μικρό βιβλιοπωλείο των «Εκδόσεων των Φίλων», στη στοά Ζολώτα επί της οδού Πανεπιστημίου, ο Κώστας Τσιρόπουλος δεχόταν κάθε Σάββατο τους συνεργάτες και τους φίλους της Ευθύνης. Ευγενέστατος οικοδεσπότης, με τους καφέδες του, τα κουλουράκια κι ό,τι άλλο έφερναν οι προσερχόμενοι, τακτοποιούσε τους πάντες στις θέσεις τους και γινόταν ένα ωραίο αλισβερίσι. Εκεί γνώρισα πολλούς λογοτέχνες: τη σπουδαία Ιουλία Ιατρίδη (με τις υπέροχες μεταφράσεις της από τα ισπανικά), τον ποιητή Γιώργο Καραβασίλη (που τότε έγραφε κριτική στην Καθημερινή και μάζευε πολύ κόσμο γύρω του, σήμερα οι ευεργετηθέντες τον λησμόνησαν εντελώς), την ιδιαίτερη Νανά Ησαῒα, τον σπουδαίο ποιητή Ορέστη Αλεξάκη, τον δεινό φιλόλογο Σαράντο Καργάκο, την πολυπράγμονα και σπουδαία Ελένη Χωρεάνθη και τον άντρα της φιλόλογο και ποιητή Κώστα Χωρεάνθη, τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο, τον Π.Β. Πάσχο, τον Γιωργή Κότσιρα, τον ευπατρίδη Παναγιώτη Φωτέα, τον Δημήτρη Αγγελή (ήταν ακόμα στα πρώτα του βήματα, από τότε όμως τον ξεχώρισα) και τον σημαντικότατο φιλόσοφο Χρήστο Μαλεβίτση, που μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία για την πολιτική μου δράση και τον ελληνοκεντρισμό της σκέψης, όπως έλεγε. Είχα την τύχη να συναντήσω πολλές φορές τον λαμπρό αυτόν Έλληνα στις πολύ ζεστές συνάξεις του Σαββάτου και χάρηκα πλείστες όσες φορές τον διανοητή με το έξυπνο και γλυκύτατο χαμόγελο και τη διεισδυτική ματιά. Απήλαυσα τις καίριες παρατηρήσεις του για τα διατρέχοντα την ελληνική –κυρίως πολιτική– πραγματικότητα. Ακόμα συγκρατώ τις τίμιες και ειλικρινείς εκτιμήσεις του για ανθρώπους των Γραμμάτων και της Τέχνης, οι οποίες ποτέ δεν έφταναν στον ανεπιφύλακτο θαυμασμό ούτε βεβαίως τις χαρακτήριζε ισοπεδωτική διάθεση. Τον χαρακτήριζε η αίσθηση του αρχαιοελληνικού μέτρου. Ήταν ακριβοδίκαιος, συγκαταβατικός όταν η ευγένεια και η ανθρωπιά το επέβαλαν, αλλά και κριτικά αυστηρός όταν έτσι είχε καταλήξει πως έπρεπε να είναι. Εγκρατής, λιτός στον λόγο του, συγκροτημένος, ήρεμος, ευγενικός, με όλη του τη στάση δίδασκε ήθος.
Αλλά και στα κείμενά του –αυτά που κάθε μήνα κοσμούσαν τα τεύχη της Ευθύνης– υπήρξε το ίδιο ουσιαστικός και τίμιος. Βεβαίως για το πλούσιο έργο του εν τω συνόλω θα μιλήσουν οι ειδικοί, αυτοί που συμπορεύτηκαν μαζί του τον δύσβατο δρόμο της φιλοσοφικής αναζήτησης. Εμείς που χαρήκαμε τον στοχασμό του κυρίως μέσα από τα κείμενα της Ευθύνης τον ευγνωμονούμε για τη λάγαρη σκέψη του, τον σαφή και πυκνό του λόγο και για τους πολλούς διαδρόμους που άνοιξε στη μελέτη καίριων προβλημάτων και «περιπλεγμένων πραγμάτων», όπως έγραψε ο ίδιος. Τον ευγνωμονούμε ακόμη γιατί μας δίδαξε πως η πνευματική προσπάθεια κάθε διανοητή δημιουργού οφείλει να στοχεύει πρωτίστως στην αγωγή και στον εξευγενισμό του ανθρωπίνου όντος. Ο Χρήστος Μαλεβίτσης ήταν ωραίος, όχι σαν Έλληνας, αλλά γιατί ακριβώς ήταν Έλληνας.
Προφανώς ξεχνώ πολλούς ακόμα απ’ όσους σύχναζαν στον κύκλο του Κ. Τσιρόπουλου, αλλά αλησμόνητη μού μένει η αρχοντική φιγούρα της Ιωάννας Τσάτσου, της Δέσποινας των Αθηνών, όπως την αποκαλούσε ο Κ. Τσιρόπουλος.
Δεν θα λησμονήσω ποτέ την μοναδική φιλοξενία της Ιωάννας Τσάτσου μια Τετάρτη του Μαρτίου 1998. Η Ιωάννα Τσάτσου συνήθιζε μια φορά το χρόνο –πάντα Μάρτιο μήνα, αν θυμάμαι καλά– να δεξιώνεται τους συνεργάτες του λογοτεχνικού περιοδικού Ευθύνη, της οποίας ήταν τακτική συνεργάτις.
Είχα πολλές φορές αρνηθεί να παραστώ καίτοι το ήθελα πολύ. Η μεγάλη απόσταση αφ’ ενός, και το γεγονός πως η δεξίωση γινόταν μεσοβδόμαδα κι εργάσιμη ημέρα αφ’ ετέρου με απέτρεπαν. Κάποια φορά λοιπόν κι ενώ τα χρόνια διάβαιναν και η Ιωάννα Τσάτσου βάραινε λόγω της προχωρημένης ηλικίας της, αποφάσισα να κάνω το μονοήμερο ταξίδι γιατί δεν μπορούσα πια ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να δω από κοντά το σπίτι και τον χώρο όπου έζησε κι έγραψε τα πρώτα του ποιήματα ο αγαπημένος μου ποιητής Γ. Σεφέρης (αυτός ο υπέροχος Σμυρνιός που κουβαλούσε στη ζωή και το έργο του τον καημό της Ρωμιοσύνης, τον έκαιγε αυτός ο καημός), το σπίτι όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος του βίου ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (ο μοναδικός αυτός στοχαστής, που εδοξάσθη ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και εχλευάσθη συχνά ως πολιτικός), να μη ζήσω και δω από κοντά τη φιλοξενία της λαμπρής αυτής Κυρίας. Οι καλεσμένοι είμαστε δεν είμαστε τριάντα με σαράντα νοματαίοι, όλοι λογοτέχνες, ο καθείς με τη δική του συνεισφορά στα νεοελληνικά γράμματα. Διεσπαρμένοι στο λιτό αλλά καλαίσθητο σαλόνι, σιγά-σιγά αρχίσαμε να δημιουργούμε μικρές ομάδες και να κουβεντιάζουμε (τι άλλο;) για τα μεγαθήρια αυτά της ελληνικής διανόησης που τόσο επηρέασαν το πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας απ’ την περίοδο του μεσοπολέμου και μετά. Κάποια στιγμή ήρθε και μου μίλησε η Ιωάννα Τσάτσου και με μια γλυκύτητα και φυσική ευγένεια με ρώτησε αν θα ήθελα να μου δείξει τους χώρους του σπιτιού. Ήταν ολοφάνερο πως ήξερε καλά τι ιστορία κουβαλούσε αυτό το σπίτι, και βεβαίως διαισθανόταν πως όλοι μας θα θέλαμε ν’ ακούσουμε κάτι από τα έγκυρα χείλη της, κάτι απ’ τη μυθολογία που ήδη είχε δημιουργηθεί γύρω απ’ το ονομαστό σαλόνι της οδού Κυδαθηναίων 9. Εννοείται ότι ασμένως δέχτηκα την πρόσχαρη πρότασή της και αφού με πήρε αγκαζέ άρχισε να μου δείχνει έναν-έναν τους χώρους του σπιτιού που ο πατήρ Σεφεριάδης είχε αγοράσει για προίκα της. Σε κάθε σημείο που σταματούσαμε είχε να πει δυο λόγια, αλλά εκεί που επέμενε με ξεχωριστό ζήλο ήταν η βιβλιοθήκη του Κ. Τσάτσου. Γοητευμένος από την απλότητα της, τη μειλίχια φωνή της και τις θερμές αναφορές της σε μια υπέροχη και γεμάτη ζωή (με ευγνωμοσύνη κι όχι με θλίψη), αφέθηκα στη σύντομη αναδρομή της σ’ ένα ολοζώντανο παρελθόν. Έμεινα με την εντύπωση πως ήμουν ο μοναδικός καλεσμένος σ’ αυτήν την εαρινή σύναξη των λογοτεχνών-συνεργατών της Ευθύνης. Ύστερα από μένα κάλεσε κάποιον άλλο για τον ίδιο σκοπό κι αυτό συνεχίστηκε σχεδόν όλη τη βραδιά. Τότε συνειδητοποίησα πως η οικοδέσποινα είχε το μοναδικό χάρισμα να ασχολείται με όλους και με τον καθένα χωριστά κι ο καθένας από μας να μένει με την εντύπωση πως η Ιωάννα Τσάτσου είχε αφιερωθεί μόνο σ’ αυτόν!
Θυμάμαι ακόμη πως με ιδιαίτερη ικανοποίηση μας έδειξε το σκίτσο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα στο οποίο εικονίζεται ο Γιώργος Σεφέρης σε στάση προφίλ, το διάσημο σκίτσο που δημοσιεύουν συχνά-πυκνά οι αθηναϊκές εφημερίδες. Αλλά το πιο χαριτωμένο μάς το κράτησε για το τέλος της βραδιάς. Καθόμουν μαζί με τον φίλο ποιητή Ηλία Κεφάλα μπροστά από μια μάλλον τρίφυλλη ντουλάπα και λέγαμε διάφορα. Οπότε, κάποια στιγμή, έρχεται προς το μέρος μας η αρχοντική γυναίκα και μας λέει: «Ξέρετε, αυτή η ντουλάπα έχει μια νόστιμη ιστορία. Όταν είμαστε νέοι, ο Σικελιανός ήταν ήδη ο μέγας ποιητής, εμείς μεγάλοι θαυμαστές του και τον δεχόμασταν συχνά στο σπίτι. Ο Τσάτσος ζήλευε πολύ και νόμιζε πως κάτι ύποπτο είχα με τον Σικελιανό. Έτσι, κάθε μεσημέρι που γύριζε απ’ το Πανεπιστήμιο, ερχόταν φουριόζος και άνοιγε αμέσως αυτή τη ντουλάπα για να δει αν έχω μέσα της κρυμμένο τον Σικελιανό». Περιττεύει να περιγράψω τι ακολούθησε ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη και χαριτωμένη αποκάλυψη.
⸙
Δεν θυμάμαι πώς μας προέκυψε η πρόσκλησή μας στον Γιώργο Χειμωνά, ούτε και έχει καμμιά σημασία. Κάποιος, κάποια στιγμή θα το πρότεινε και ασφαλώς η έλευσή του στη Λάρισα θα τιμούσε το περιοδικό και οι Λαρισαίοι θα γνώριζαν έναν πολύ γνωστό, αν και αμφιλεγόμενο λογοτέχνη. Χρησιμοποιώ τον όρο «λογοτέχνης» γιατί ακόμα και σήμερα κανείς δεν κατατάσσει οριστικά κάπου τον Χειμωνά. Πολλοί τον θεωρούν πεζογράφο, με μια ιδιότυπη γραφή, την οποία οι οπαδοί της γραφής του την θεωρούν ιδιαίτερη, πρωτοποριακή –δεν διευκρινίζουν όμως πού έγκειται η πρωτοπορία της– και ανανεωτική. Ιδιαίτερη είναι αναμφίβολα, πρωτοποριακή δεν βρίσκω γιατί, ενώ είμαι βέβαιος πως διόλου δεν υπήρξε ανανεωτική, αφού δεν δημιούργησε σχολή και κανείς μετά απ’ αυτόν δεν ακολούθησε τον δικό του, ας πούμε, ανανεωτικό δρόμο. Ίσως πιο εύστοχος να είναι ο όρος νεωτερική γραφή, γιατί ίσως εκφράζει την ατομικότητα που την χαρακτηρίζει. Για τον συγγραφέα μίλησε φλογερά η Άλκηστις Σουλογιάννη, που λάτρευε το έργο του. Ήταν όντως εξαιρετική.
Μετά το πέρας της εκδήλωσης συνόδευσα προσωπικά το ζεύγος Γιώργου Χειμωνά-Λούλας Αναγνωστάκη ως τον χώρο του ταβερνείου. Εγώ περπατούσα δίπλα στη Λούλα Αναγνωστάκη –που θαύμαζα και εξακολουθώ να θαυμάζω, είχα δει σχεδόν όλα της τα έργα που είχε ανεβάσει στο Υπόγειο ο Κάρολος Κουν– με την οποία ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες μάλλον τυπικές, ενώ ο Χειμωνάς μας ακολουθούσε σε μια απόσταση δύο-τριών μέτρων, απορροφημένος στους λογισμούς του και με την πλούσια και επιμελώς ατημέλητη κόμη του να ανεμίζει, προσδίδοντας στην όλη του εμφάνιση την εικόνα ενός ημίθεου που μόλις είχε καταδεχτεί να περπατήσει δίπλα στους θνητούς. Η βραδιά κύλησε ανούσια, αδιάφορα, σχεδόν ψυχρά. Ο ερχομός του διάσημου πεζογράφου δεν άφησε τίποτα στην πόλη της Λάρισας, ούτε κάν την ανάμνηση του σύντομου περάσματός του. Σαν άλλος Ιούλιος Καίσαρ, veni vidi vici…
⸙
Μία ακόμη διακεκριμένη καλεσμένη μας ήταν η ποιήτρια Κική Δημουλά. Η γνωριμία μου με την ποιήτρια ξεκίνησε μ’ έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο, αλλά μετά από μία πάροδο αρκετών ετών επανήλθε σε καλή βάση. Εξηγούμαι: Το 1981, όταν σύχναζα στο γραφείο του Δημήτρη Δούκαρη, μου έγινε μια απρόσμενη πρόταση από τον εκλεκτό ποιητή. Μου πρότεινε λοιπόν να γράψω μια κριτική για την ποιητική συλλογή Το τελευταίο σώμα μου της Κικής Δημουλά, για τις Τομές. Νέος στον χώρο και μ’ ένα μόλις βιβλίο στο ενεργητικό μου, δίστασα, αμφέβαλα εντόνως για τις δυνατότητές μου ν’ αναλάβω μια τέτοια ευθύνη. Πέραν αυτού ούτε που ήξερα ποια ήταν η Δημουλά, δεν είχα ξανακούσει αυτό το όνομα, πολύ δε περισσότερο δεν ήξερα καν το έργο της. Το εξομολογήθηκα στον Δούκαρη ο οποίος μου απάντησε, επιμένοντας στην πρότασή του: «Να ένας λόγος παραπάνω να γράψεις. Θα γνωρίσεις μια ποιήτρια που δεν ξέρεις το έργο της κι επιπλέον θα δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου στην κριτική. Απ’ όσο σε γνωρίζω, μπορείς να το κάνεις».Μα δεν την έχω ακούσει ποτέ μου, αντέτεινα. «Μα δεν ξέρεις τίποτα για το ζεύγος Δημουλά;»Δεν ήξερα… «Λοιπόν»,συνέχισε, «είναι ένα ζευγάρι ποιητών γνωστών στο χώρο. Εκείνος εργάζεται στον ΟΣΕ, εκείνη σε μια Τράπεζα. Εκείνη είναι καλή ποιήτρια, πιο καλή από τον άντρα της. Εκείνος, ως έξυπνος άνθρωπος το ξέρει κι αυτό είναι το δράμα του, μάλλον το δράμα τους. Θέλω να γράψεις γιατί το αξίζει».Δέχτηκα. Μου έδωσε το βιβλίο, μια εξαιρετική έκδοση από τις εκδόσεις «Κείμενα»του Φίλιππου Βλάχου σε μονοτυπία. Πήρα το βιβλίο –εννοείται πως το έχω ακόμη και είναι αφιερωμένο από την ποιήτρια στον Δούκαρη– το διάβαζα και ανακάλυπτα μια ποίηση εντελώς ιδιαίτερη, με ευδιάκριτο προσωπικό ύφος, με υπαρξιακή κυρίως θεματολογία, μια ποίηση την οποία δεν μπορούσες να προσπεράσεις, να πεις: εντάξει, καλή ποίηση πάμε παρακάτω… Η ποίηση της Δημουλά, πέραν του ουσιώδους που πραγματεύεται, πέραν του λυρισμού που τη στολίζει, συνεχώς στον επόμενο στίχο και στον επόμενο σε εκπλήσσει. Άλλο περιμένεις κι άλλο σου έρχεται. Διαβάζεις 3-4 στίχους, καταλαβαίνεις (νομίζεις πως καταλαβαίνεις) πού το πάει και ενώ προετοιμάστηκες για μια πιθανότατη κατάληξη, έρχεται η Δημουλά και σου «σερβίρει» έναν στίχο απροσδόκητο, πέρα από κάθε προϊδεασμό και σε «βγάζει οφ-σάιντ». Χρησιμοποιώ αυτόν τον ποδοσφαιρικό όρο γιατί πράγματι κάθε φορά που διαβάζω Δημουλά νιώθω να με «ξεγελάει», πιάνω αδύναμο το πνεύμα μου να συλλάβει το απρόσμενο, την αποκάλυψη που μου έχει ετοιμάσει η ποιήτρια. Στην αρχή θύμωνα, και μαζί της και με τον εαυτό μου, γιατί ένιωθα πως κατά κάποιον τρόπο «με περιπαίζει, μας περιπαίζει». Όταν όμως κατάλαβα πως αυτή, η κάθε φορά καινούργια έκπληξη ήταν και η γοητεία της ποίησής της, ο πρώτος θυμός άρχισε να ημερεύει, ώσπου κατέληξε να γίνει ειλικρινής εκτίμηση. Με την Δημουλά, που έμεινε δύο ημέρες στη Λάρισα, συνεχίσαμε την επαφή μας, κυρίως μέσω αλληλογραφίας, την οποία κάποια μέρα θα εκδώσω. Έχω κι άλλα να πω για την εξαιρετική ποιήτρια, αλλά εν καιρώ.
⸙
Ένας ξεχωριστός ποιητής της Γενιάς του ʼ70 είναι ο Γιώργος Χρονάς. Ο Γιώργος, ποιητής σε όλα του, κάνει κι άλλα πολλά πράγματα που είναι γνωστά σε όλους.
Το όνομα «Γιώργος Χρονάς» το άκουσα για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1980, στο Φεστιβάλ του «Ρήγα Φεραίου», της νεολαίας δηλαδή του ΚΚΕ Εσωτερικού. Με πήρε μαζί του τότε ο ποιητής Γιάννης Κοντός, καθώς τον Μάιο του 1980 είχε εκδοθεί από τον «Κέδρο» η πρώτη μου ποιητική συλλογή, η Πορεία. Εκείνον τον πρώτο καιρό με είχε κάπως υπό την προστασία του, με γυρόφερνε στις λογοτεχνικές παρέες.
Στο Φεστιβάλ είχε έναν ιδιαίτερο χώρο με μια εξέδρα όπου γίνονταν λογοτεχνικές συζητήσεις. Κάποια στιγμή ανέβηκαν στην εξέδρα οι ποιητές –το βαρύ πυροβολικό τότε του ΚΚΕ Εσωτερικού στη λογοτεχνία – Μανόλης Αναγνωστάκης και Τάκης Σινόπουλος. Πρώτος μίλησε ο Σινόπουλος που αναφέρθηκε κυρίως στην ανάγκη να στραφούν οι νέοι ποιητές στη μελέτη της αρχαιοελληνικής γραμματείας, καθώς η γνώση αυτή θα τους έκανε πιο καλούς ποιητές. Στον διάλογο που ακολούθησε, κάποιος νέος ποιητής από το ακροατήριο απάντησε πως αυτό δεν είναι το πρωτεύον που πρέπει να κάνουν οι νέοι ποιητές, αλλά κυρίως να ζήσουν,γιατί ζώντας θα κινητοποιήσουν την έμπνευσή τους. Κι όπως μου μετέφερε ο Κοντός, ο αντιρρησίας ποιητής εις επίρρωση των όσων υποστήριζε, είπε πως «οι ποιητές στη Νέα Υόρκη γράφουν ποίηση ζώντας κάτω απ’ τις γέφυρες». Έγινε αρκετή «βαβούρα», μετά πήρε τον λόγο ο Αναγνωστάκης, άλλαξε θέμα και η βραδιά εξελίχτηκε ήρεμα. Ο τολμήσας να «αντιπαρατεθεί» στα ιερά τέρατα της Ανανεωτικής Αριστεράς ήταν ο Γιώργος Χρονάς,όπως μου είπε ο Κοντός. Νομίζω τότε ή ίσως λίγο αργότερα, πάντως το 1980, ο Γιώργος είχε εκδώσει τη συλλογή Τα μαύρα τακούνια, που είχαν κάνει μεγάλη αίσθηση. Μετά, ξανασυνάντησα τον Γιώργο στο σπίτι του το 1988, όταν συνόδευα τον πεζογράφο Β. Μπούτο που είχε βγάλει τη συλλογή διηγημάτων του Χειρονομίες ντροπής από τις εκδόσεις«Σιγαρέττα»του Γ. Χρονά και κάτι ήθελε να συζητήσουν. Ήταν ένα κυριακάτικο πρωϊνό και μας υποδέχτηκε με πολλή ευγένεια σε ένα πεντακάθαρο και με καλό γούστο διακοσμημένο διαμέρισμα. Μου έδωσε την εντύπωση ενός ειλικρινούς και ντόμπρου ανθρώπου, που η ποίηση και γενικότερα η τέχνη «έντυναν» θαυμάσια τη ζωή του. Τρίτη φορά που αντάμωσα τον Γιώργο, και για περισσότερο χρόνο, ήταν σε ένα συμπόσιο ποίησης που οργάνωσε στις εγκαταστάσεις της Ολυμπιακής Ακαδημίας, στην αρχαία Ολυμπία, ένα τοπικό λογοτεχνικό περιοδικό, αν θυμάμαι καλά.
Όλα αυτά τα χρόνια όμως, τον έβλεπα «στο πόδι» και κυρίως στο Φεστιβάλ Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, στην παραλία, όπου κρατούσε συνήθως το ίδιο περίπτερο με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ανταλλάσσαμε όμως τα βιβλία μας, όχι πάντα, αλλά συχνά. Ήρθε και στη Λάρισα κάμποσες φορές. Ο ίδιος πάντα ακάματος, προσηνής, πολυσχιδής και πολυπράγμων Χρονάς. Τι να πρωτοπεί κανείς για τον Γ. Χρονά; Ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της Γενιάς του ʼ70, εκδότης μακροημερεύοντος λογοτεχνικού περιοδικού με εκπληκτικά αφιερώματα και εκδότης πολλών εκλεκτών βιβλίων. Και εκτός απ’ αυτήν τη σχεδόν εξοντωτική εκδοτική ενασχόληση, να βρίσκει χρόνο να γράφει ποίηση, πεζά και θεατρικά έργα. Ο Γιώργος είναι μία κατηγορία μόνος του στη ζώσα λογοτεχνική πραγματικότητα της χώρας.
⸙
Είπα πολλά. Υπολείπονται πολύ περισσότερα. Πώς να καλύψεις μία διαδρομή 41 χρόνων στα ελληνικά γράμματα… Θα ήταν όμως μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ στον Ηλία Κεφάλα. Όπως προείπα, με τον Ηλία Κεφάλα γνωριστήκαμε το 1979 στο γραφείο του λογοτεχνικού περιοδικού Τομές. Εκείνος ετοίμαζε το πρώτο του βιβλίο Τα μαστίγια που τελικώς βγήκε από τις εκδόσεις «Τομές», το 1980. Εγώ ετοίμαζα το πρώτο μου βιβλίο Πορεία, που βγήκε κι εκείνο το 1980, απ’ τις εκδόσεις «Κέδρος».
Ξεκινήσαμε εκδοτικά την ίδια χρονιά και έκτοτε πορευόμαστε παράλληλα και συναγωνιστικά θα έλεγα –ποτέ μα ποτέ– ανταγωνιστικά. Υπάρχει ανάμεσά μας σεβασμός, εκτίμηση και παραδοχή του ενός για το έργο του άλλου. Κι αυτά χωρίς καμία υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια. Όπως πρέπει να συμβαίνει όταν δύο δημιουργοί κάνουν αυτό που τους δόθηκε να κάνουν και τυχαίνει η δουλειά του ενός να αρέσει στον άλλον.
Έτσι συμπορευόμαστε: φιλικά, κάτοικοι του θεσσαλικού κάμπου και οι δυο, ο καθένας με τις δικές του αγωνίες και τους δικούς του αγώνες στο πεδίο της λογοτεχνίας, ο καθένας με τις δικές του κατακτήσεις, ενδεχομένως και ήττες.
Τον Ηλία τον νιώθω πιο κοντά απ’ όλους τους ποιητές της γενιάς μου, τον θεωρώ «αδελφό» ποιητή, το ίδιο κι εκείνος που πρώτος με τίμησε με αυτή την προσφώνηση!
Αυτή η καλή σχέση δεν μας επηρεάζει καθόλου στις εκτιμήσεις μας για το έργο του καθενός μας. Γιατί και οι δύο ξέρουμε –θητεύσαμε κοντά στον αδέκαστο Κ. Ε. Τσιρόπουλο και οι δύο– πως στη λογοτεχνία εκπτώσεις δεν πρέπει να υπάρχουν. Διότι αν υπάρξουν, το ΕΡΓΟ, το σώμα της ποίησης βρίσκεται δημοσιευμένο, παρόν και αμείλικτο! Μπορεί να διαψεύσει κάθε κολακεία ή μη προσήκοντα έπαινο. Ό,τι θα σας πω, περιληπτικά ή όχι, αντανακλούν τη βαθιά πίστη μου για την ποιότητα και τις υψηλές πτήσεις της ποίησης του Ηλία Κεφάλα.
Ο Ηλίας Κεφάλας είναι Ποιητής –και όχι μόνον– ζει ως ποιητής, αναπνέει ως ποιητής, προσλαμβάνει τα πάντα ως ποιητής και δημιουργεί –όποιο λογοτεχνικό είδος κι αν υπηρετεί– πρωταρχικά ως ποιητής. Λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο ως ποιητής. Δημιουργεί ασταμάτητα και διακονεί πολλά είδη της λογοτεχνίας: ποίηση (κυρίως), πεζογραφία, δοκίμιο, μετάφραση, κριτική λογοτεχνίας και εικαστική κριτική. Ο Ηλίας προσήλθε στην Ποίηση με το βιβλίο του Τα μαστίγια (1980), σαν έτοιμος από καιρό. Θέλω να πω ότι μπήκε σε βαθιά νερά, κανείς δεν διανοήθηκε να μιλήσει για πρωτόλειο… Από το πρώτο του βιβλίο έδειξε τη μεγάλη του αγάπη για τη ΦΥΣΗ που τόσο της δίνεται, αλλά κι αυτή τον ανταμείβει πυροδοτώντας εκρηκτικά την έμπνευσή του! Τον Ηλία τον αγαπώ για τη σπουδαία ποίησή του, για το ήθος του, για τον ήρεμο χαρακτήρα του, για τις μειλίχιες αφηγήσεις του, για την ειλικρίνειά του, για τη γενναιοδωρία και για τη φροντίδα του απέναντί μου όλα αυτά τα χρόνια. Είναι το σπουδαιότερο συναπάντημά μου στον χώρο της λογοτεχνίας. Οφείλω πολλά σε πολλούς. Στον Ηλία οφείλω –πλην πολλών άλλων– τη διαρκή μας γόνιμη συνοδοιπορία, που είναι βάλσαμο ψυχής.
Είπα ίσως πολλά, αυτά που απομένουν να πω κάποια άλλη ώρα είναι πολύ περισσότερα. Το τελευταίο που έχω να πω τούτη τη στιγμή είναι τούτο: Η Γενιά του ʼ70 πήρε και παίρνει τη θέση της στην ελληνική λογοτεχνία. Συχνά της επιτίθενται με διάφορα, συχνά ατεκμηρίωτα επιχειρήματα. Οσμίζομαι πως δεν τους αρέσει καθόλου ο τίτλος «Γενιά του ʼ70». Ίσως τους φέρνει στο μυαλό τη Γενιά του ʼ30, ίσως κάνουν διάφορους συνειρμούς και πιστεύουν είναι η απευθείας διάδοχη κατάσταση. Εξάλλου είναι οι μόνες γενιές λογοτεχνών του 20ού αιώνα με τον ίδιο χαρακτηρισμό. Η Γενιά του ʼ70 όμως άφησε (και εξακολουθεί να το κάνει) ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στην ελληνική λογοτεχνία.