Παναγιώτης Μέντης

Μια προσωπική διαδρομή στη θεατρική εμπειρία και τη γραφή

Θα ξεκινήσω σημειώνοντας πως όποιος προορίζεται να γράψει, θα δημιουργηθούν οι συνθήκες, οι συγκυρίες, οι αφορμές, η τάση του να ανακαλύψει τον τρόπο και τις μεθόδους. Όσο κι αν τίποτα δεν το προοιωνίζει, όσο κι αν όλα δείχνουν πως για άλλους δρόμους έχει προορισμό. Θα ανατραπούν όλα και θα γεννηθεί, χωρίς καμιά εξωτερική υποχρέωση και ώθηση, η ανάγκη να διαβάσει, να διαβάσει πολύ, να διαβάζει εφ’ όρου ζωής, και μέσα από μια φυσική παρόρμηση, θα γράψει…

Αφήνω μετέωρη αυτή τη μικρή εισαγωγική παράγραφο και θα προσπαθήσω να εντοπίσω την αρχή, το τι προηγήθηκε μέχρι τη δική μου πρώτη σελίδα και τη συνέχεια στην περιπέτεια της γραφής.

Χωρίς να γνωρίζω τι είναι το θέατρο, πολύ περισσότερο περί της γραφής του θεατρικού κειμένου, θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό παιδί να κόβει με το ψαλίδι φιγούρες από σκίτσα εφημερίδων ή του εβδομαδιαίου λαϊκού περιοδικού Ρομάντσο, που έρχονταν στο σπίτι αγορασμένα από τους δικούς μου. Προτιμούσα τα σκίτσα επειδή δεν ήταν συγκεκριμένα πρόσωπα και μπορούσαν να γίνονται ήρωες σε όποια περιπέτεια σκαρφιζόμουν να τους εμπλέξω. Περιπέτειες με ιστορίες δικής μου επινόησης, εμπνευσμένες από τα όσα μπορούσα να διαβάσω στην ύλη του περιοδικού, που σε κάθε τεύχος του περιείχε και ένα δισέλιδο παραμύθι, αλλά για να είναι πιο δυνατές, κατά τη γνώμη μου, οι ιστορίες μου, προσέθετα σ’ αυτές και διασκευές από τις ειδήσεις της εφημερίδας, κυρίως από αυτές που είχαν να κάνουν με σκάνδαλα, φονικά και πολιτικές φαγωμάρες, όπως τα άκουγα να τα σχολιάζουν, ή να διαβάζουν φωναχτά, πριν αντιληφθούν πως είχα στήσει αυτί και τους άκουγα, οι μεγάλοι.

Το χάρτινο κουτί των παπουτσιών, που φύλαγα τις φιγούρες από τα σκίτσα των περιοδικών, περιείχε έναν πολύ προσωπικό δικό μου κόσμο, που μου χάριζε μια αίσθηση σπάνιας ελευθερίας. Μια ελευθερία που γεννιόταν και ταξίδευε όπου ήθελε με τη φαντασία μου. Φυσικά οι ιστορίες και οι περιπέτειες εκείνων των ηρώων δεν καταγράφονταν πουθενά. Τη δυναμική τους, ωστόσο, τη δοκίμαζα στην έκπληξη ή την ένταση της παρακολούθησης, ακόμα και στον φόβο, που προξενούσαν στους θεατές-ακροατές μου, που δεν ήταν άλλοι από την αδελφή μου και πότε πότε κάποια συνομήλικα ξαδέλφια επισκέπτες.

Μεγαλώνοντας, στα χρόνια των τάξεων του Δημοτικού, αρχίζω να ακούω –τα ακούγαμε οικογενειακώς– θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Κυριακή, μαγικές φωνές ηθοποιών, ερμήνευαν ραδιοφωνικά υπέροχους ρόλους σε έργα του παγκόσμιου και του ελληνικού θεάτρου. Και βέβαια τα Σαββατόβραδα ακούγαμε, πάντα οικογενειακώς, τη θεατρική Επιθεώρηση. Ναι, γραφόντουσαν και παρουσιάζονταν επιθεωρήσεις με νούμερα που έπαιζαν οι σπουδαίοι κωμικοί της εποχής στο ραδιόφωνο. Επιθεωρήσεις με μουσικές και τραγούδια, με ενάρξεις και κομπέρ που συνέδεαν τα νούμερα. Και δίπλα σε όλα αυτά, τα Κυριακάτικα μεσημέρια, ερχόταν η εκπομπή του Αχιλλέα Μαμάκη, να φωτίσει με συνεντεύξεις, αποσπάσματα σκηνών, ανταποκρίσεις από το τι γινόταν στον θεατρικό κόσμο, το παρασκήνιο που απογείωνε τη φαντασία του ακροατή υποθέτω, τη δική μου πάντως οπωσδήποτε.

Ποια ήταν η πρώτη θεατρική παράσταση που είδα δεν το έχω συγκρατήσει στο μυαλό μου. Θυμάμαι όμως ένα σύνολο παραστάσεων που με εντυπωσίασαν, καθώς γοητεύτηκα από τα θέματα τους, από τις εικόνες των σκηνικών, των κοστουμιών, τις ανθρώπινες σχέσεις που ζωντάνευαν πάνω στη σκηνή. Ένα παιδί του Δημοτικού βλέπει από το θεωρείο του Δημοτικού θεάτρου του Πειραιά –που σημαίνει σε έναν υπέροχο θεατρικό χώρο– έργα όπως: Ταρτούφος του Μολιέρου, Πειρασμός του Ξενόπουλου, Ένας Ιδανικός σύζυγος του Όσκαρ Ουάιλντ. Βλέπω την ίδια εποχή την Μαρία Στιούαρτ του Σίλερ… Νομίζω είναι αρκετή αυτή η αναφορά, για να κατανοήσει ο αναγνώστης το τι είχε καταγραφεί στο μυαλό ενός μικρού παιδιού και πόσο αυτή η καταγραφή θα επηρέαζε το μέλλον του…

Εδώ θα αφήσω και πάλι μετέωρη την αφηγηματική σειρά για να αναφέρω πως δεν υπήρχαν ορατές οι οικονομικές προδιαγραφές και το κοινωνικό περιβάλλον, που θα ευνοούσαν την όποια παρόρμησή μου προς την τέχνη, και μάλιστα την τέχνη του θεάτρου. Πατέρας εργάτης σε καπνεργοστάσιο. Η μητέρα στο σπίτι. Η γειτονιά μια λαϊκή συνοικία του Πειραιά. Κατά περίεργο τρόπο όμως, οι γονείς αγαπούν τον κινηματογράφο και το θέατρο, και η οικογενειακή ψυχαγωγία εμπεριέχει την απόλαυση του σινεμά και του θεάτρου, με συζητήσεις που ακολουθούν πάνω σε αυτά που είχαμε δει. Τα χρόνια εκείνα πρέπει να σημειώσω πως στη συνοικία που μεγάλωνα λειτουργούσαν επτά χειμερινοί κινηματογράφοι και οκτώ θερινοί. Όσο για το θέατρο, στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά, μετακόμιζαν σχεδόν όλες οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και θυμάμαι πάντα γεμάτη την αίθουσα και τους εξώστες, του υπέροχης αρχιτεκτονικής Δημοτικού Θεάτρου.

Σ’ αυτή την ηλικία, που όλα ανακαλύπτονται και γράφονται με ισχυρό αποτύπωμα, ο συνδυασμός των θεμάτων του ελληνικού σινεμά και των θεμάτων ενός υψηλού επιπέδου θεάτρου, λειτούργησαν στο μυαλό και τη φαντασία μου με έναν παράξενο τρόπο, που με έφεραν να γοητεύομαι και να προσπαθώ να κατανοήσω τη θεατρικότητα των όσων συνέβαιναν στη μικρή γειτονιά μου. Στον μικρόκοσμο που υπήρχε γύρω μου. Εύρισκα στους καυγάδες, για ασήμαντη αφορμή, ανάμεσα στις γειτόνισσες πως ήταν ένα μοναδικό θεατρικό υλικό. Και η μαγεία βρισκόταν στο ότι μέσα στην ένταση και την ευρηματικότητα στους διαλόγους του καυγά, ακούγονταν υπαινιγμοί για την προσωπική ζωή των διαπληκτιζόμενων. Υπαινιγμοί για έρωτες κρυφούς, για ανάμιξη σε παραβατικότητα που αν έφτανε στα αυτιά της αστυνομίας, θα γινόταν το έλα να δεις. Υπαινιγμοί πολιτικών φρονημάτων, άκρως επικίνδυνων αν δημοσιοποιούνταν… Και βέβαια αν όλα αυτά δεν ήταν θεατρική μαγιά, τι άλλο ήταν; Ο υπαινιγμός μπορούσε να τροφοδοτήσει φόβο, μύθο, δεύτερες και τρίτες σκέψεις, μπορούσε να γεννήσει ιστορίες και, φυσικά, για τη φαντασία ενός νέου ανθρώπου που έχει μαγευτεί από το θέατρο, γεννούσε ολόκληρες παραστάσεις. Έπιανα μάλιστα τον εαυτό μου να κάνει και διανομές ρόλων. Που σημαίνει πως αν ποτέ ξεκινούσα να γράφω, ήξερα σε ποια πρόσωπα θα ακουμπούσαν οι χαρακτήρες των ηρώων μου. Ήξερα πώς τους ήθελα, πώς θα δικαιολογούσα τις συμπεριφορές τους.

Μαθητής στο γυμνάσιο πια και με επιλογές στο τι θα έβλεπα στο σινεμά και στο θέατρο, δικές μου πλέον, ενστικτωδώς κατάλαβα πως η γέννηση ενός θεατρικού κειμένου και στη συνέχεια η δυνατότητα της παράστασής του από σκηνής, είχε κανόνες και τεχνικές. Οι ήρωες που θα συναντιόντουσαν στους θεατρικούς διαλόγους, ώστε η δομή τους να γίνει η δομή ενός ολοκληρωμένου θεατρικού έργου, έπρεπε να είχαν δύναμη στην υπεράσπιση των θέσεών τους. Έπρεπε δίκαιοι και άδικοι σε συμπεριφορές, να είχαν απόλυτα δίκιο σε εκείνο που πίστευαν. Το ξεχωριστό δίκιο του καθενός θα γεννούσε τις συγκρούσεις στην κάθε ιστορία, στο κάθε θεατρικό έργο. Και βέβαια αυτό το δεδομένο απείχε πολύ από τα εορταστικά σκετς των μαθητικών χρόνων που συνήθως σκάρωναν οι φιλόλογοι για τις εθνικές επετείους ή τις χριστουγεννιάτικες γιορτές. «Θεατρικά» σκαρφίσματα και μάλιστα προσαρμοσμένα στα όσα επιτρεπόταν να μάθουμε για την ιστορία, σε περιόδους ελέγχου των καθηγητών και με τον κίνδυνο της δυσμένειας. Τα σκετς αυτά τα απήγγειλαν με στόμφο οι επιλεγμένοι, λόγω θάρρους και δυνατής φωνής, μαθητές και μαθήτριες. Στους μαθητές αυτούς αναγνωριζόταν και υποκριτικό ταλέντο. Τίποτα όμως δεν είχε σχέση ούτε με τη θεατρική γραφή ούτε με την υποκριτική. Το πίστευα πάντα εξ ενστίκτου από πολύ νωρίς, γι’ αυτό και δεν συμμετείχα ποτέ σε καμιά σχολική εορτή. Και θυμάμαι την έκπληξη των καθηγητών μου όταν έμαθαν πως θα σπούδαζα θέατρο. Πρέπει εδώ να αναφέρω πως στην απόφασή μου να σπουδάσω θέατρο, για να γράψω θέατρο, έπαιξε ρόλο η φιλόλογος που είχα στις δυο τελευταίες τάξεις του «Επτατάξιου» Γυμνασίου –ένεκα νυκτερινό– που σε εποχές της δικτατορίας, την είδα να βουρκώνει διδάσκοντάς μας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Δεν ξέχασα ποτέ τα ανεπαισθήτως υγρά μάτια της μικροσκοπικής κυρίας Ιφιγένειας Δεληγιαννίδου. Ίσως και να πρόσεξα εγώ μονάχα εκείνο το συγκρατημένο δάκρυ. Ένα δάκρυ μάθημα για τη διαχείριση των αισθημάτων, που όταν είναι γνήσια δεν ξεχύνονται ανεξέλεγκτα και έχουν άλλη δύναμη. Κι όταν λέω μάθημα εννοώ υποκριτικής πρώτα, αλλά και θεατρικής γραφής, αφού το μελό και ο φτηνός συναισθηματισμός είναι ολέθριες παγίδες.

Βγήκα στον χώρο της εργασίας από πολύ μικρή ηλικία με βιβλιάριο ανηλίκων. Παράλληλα με το επτατάξιο γυμνάσιο, απόκτησα αναπόφευκτα την εμπειρία του βιοπορισμού με δύσκολα, αλλά χρησιμότατα εφόδια, για την κατανόηση του τι θέματα επιφυλάσσει η ζωή. Τα ανεκτίμητα μαθήματα εκείνα έγιναν το πιο χρήσιμο εφόδιο στα όσα ήρθαν ή πήρα το ρίσκο και ήρθαν στη συνέχεια. Είπαμε όμως, όχι μελό!

Είναι φανερή η διαφορά γραφής θεατρικού έργου από συγγραφέα που οι γνώσεις και οι σπουδές του δεν έχουν περάσει από το θεατρικό σανίδι, όπου πραγματώνεται και δοκιμάζεται η σχέση των θεατρικών ηρώων και έχει άλλη αμεσότητα στη δομή και τους ρυθμούς του κειμένου του, και συγγραφέα που έχει σπουδάσει θέατρο και έχει παίξει και ο ίδιος θέατρο πριν ξεκινήσει να γράψει. Σπουδάζοντας θέατρο με την προοπτική του ηθοποιού και όχι του θεατρολόγου. Παίζοντας στη σχολή ή στη σκηνή στη συνέχεια θεατρικά κείμενα αντιλαμβάνεσαι τη θεατρική οικονομία. Θεατρική οικονομία πρέπει να υπάρχει στη γραφή και να αφορά τις σκηνές και την πλοκή τους. Πρέπει η θεατρική οικονομία να καθορίζει το μέγεθος του έργου με βάση τη διαχείριση του ενδιαφέροντός του και στο θέμα και στην πρόσληψή του από τον θεατή. Είναι θέματα που απαιτούν δύο ή και περισσότερες πράξεις, αλλά έχουμε και μονόπρακτα, που η υπόθεσή τους ολοκληρώνεται σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Σαν ηθοποιός στο ξεκίνημα της δουλειάς μου στο θέατρο έπαιξα σε θεατρικά μιούζικαλ και εκεί κατάλαβα την αίσθηση του ρυθμού που πρέπει να έχει ένα θεατρικό κείμενο. Κατάλαβα πως ο ρυθμός δίνει την αίσθηση των λέξεων που χρειάζεται κάθε πρόταση του διαλόγου. Ο ρυθμός καθορίζει την ευκολία στην εκμάθηση του ρόλου από τον ηθοποιό, αλλά και στη γρήγορη πρόσληψη του θέματος από τον θεατή. Οι πολύπλοκες και ευφάνταστες περιγραφές, η παράθεση ωραίων λογοτεχνικών προτάσεων και οι βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις, το μόνο που θα καταφέρουν είναι βαθύτατη πλήξη στην πλατεία του θεάτρου.

Θυμάμαι τα λόγια ενός σπουδαίου παλαιού ηθοποιού, που δεν του δόθηκαν οι ευκαιρίες που του οφείλονταν, και που όταν τις είχε, έβλεπες επάνω στη σκηνή έναν ηθοποιό που θα τον είχαν πρωταγωνιστή στις μεγάλες σκηνές του Λονδίνου. Αναφέρομαι στον Μπάμπη Κατσούλη. Και θα καταθέσω πως του χρωστώ την πιο καίρια συμβουλή για τη γραφή ενός θεατρικού έργου και κυρίως για την επιτυχία του. «Το θεατρικό έργο είναι σωστά γραμμένο και θα φέρει επιτυχία σαν παράσταση, όταν ο θεατής που θα το δει, θα μπορεί να το περιγράψει στους φίλους του». Είναι μεγάλη υπόθεση η σαφήνεια κι ας είναι της μόδας το να μην καταλαβαίνει κανείς τι βλέπει επί σκηνής, με το μόνο σαφές την πληρωμένη διαφήμιση και τις κριτικές φίλων του ακατανόητου δημιουργού είτε συγγραφέα είτε, κυρίως, σκηνοθέτη. Και όταν αναφέρομαι στη σαφήνεια, βέβαια, καθόλου δεν εννοώ την πρώτη ανάγνωση ενός μονοσήμαντου κειμένου. Ούτε τη διήγηση ενός απλά αφελούς κειμένου. Και επίσης είναι κατανοητό πως για να περιγράψει ένας θεατής στους φίλους του το θέμα ενός θεατρικού έργου που τους συστήνει, ανακάλυψε σ’ αυτό κάτι βαθύτερο, που θέλει να το μοιραστεί μαζί τους.

Ήταν η χρονιά που τελειώνοντας το γυμνάσιο, βρέθηκα σαν θεατής σε κάποιες παραστάσεις θεατρικών έργων, που έπαιξαν ρόλο στην οριστική μου απόφαση του να ακολουθήσω τον δρόμο του θεάτρου, με απώτερο στόχο το να γράψω θέατρο. Παραμύθι χωρίς όνομα του Ι. Καμπανέλλη. Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Άννα Συνοδινού στο Ηρώδειο. Δεν θα ξεχάσω πως στο φινάλε της παράστασης, τελευταία χρονιά της Απριλιανής δικτατορίας, το κοινό γέμισε την ορχήστρα του Ηρωδείου με κόκκινα γαρύφαλλα. Στο Ηρώδειο επίσης Ορέστης του Ευριπίδη και στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είδα Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο του Παύλου Μάτεσι, με μια σπουδαία ερμηνεία του Θύμιου Καρακατσάνη.

Είχα επιλέξει την περιπέτεια του θεάτρου και τους δασκάλους που θα μελετούσα το έργο τους, πριν τολμήσω κι εγώ να γράψω. Φυσικά θα ήταν όλοι οι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς που κατέθεταν έργα σταθμούς εκείνη την χρονική περίοδο, αλλά αν πρέπει να αναφερθώ σε εκείνους που το έργο τους με επηρέασε θα στεκόμουν στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Παύλο Μάτεσι και τη Λούλα Αναγνωστάκη. Θαύμασα επίσης την τεχνική και την αμεσότητα στα θεατρικά έργα του Γρηγόρη Ξενόπουλου και του Κώστα Πρετεντέρη. Ενώ στον τομέα της θεατρικής μετάφρασης ξεχώριζα πάντα τον Μάριο Πλωρίτη, τον Κώστα Σταματίου και τον Κώστα Ταχτσή. Με αυτά τα δεδομένα χρειάστηκε η στιγμή για την αφορμή και την αιτία για να ξεκινήσω να γράφω. Και η αιτία και η αφορμή, δόθηκε από το αδιέξοδο που βρέθηκα αντιμετωπίζοντας τις συνθήκες του να βρίσκω δουλειά στο θέατρο. Σαν ηθοποιός βίωνα τη συνθήκη του δυο φορές τον χρόνο στο ψάξιμο για την επόμενη σαιζόν. Παράλληλα, επειδή δεν είχα τις οικονομικές προδιαγραφές για δική μου παραγωγή, δεν έπαιρνα δικές μου αποφάσεις στο τι θα έπαιζα, με δεδομένη και σίγουρη την ανεργία αν δεν ξεχώριζα με κάποιες καλές κριτικές. Πράγμα που το κατάλαβα και είδα να το υφίστανται και παλαιότεροι εμού συνάδελφοι –και το εμπέδωσα όταν μου συνέβη προσωπικά και με την ιδιότητα του ηθοποιού και σαν θεατρικός συγγραφέας– έπρεπε λοιπόν να διεκδικήσω το γιατί βρίσκομαι στο θέατρο. Να καταθέσω τους δικούς μου λόγους πρώτα απέναντι στον εαυτό μου. Κι έτσι το γράψιμο ήρθε σαν διέξοδος. Οι συνθήκες οδήγησαν τα πράγματα στον δρόμο που θα γινόταν προσωπική πορεία.

Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται τι θα έλεγα σε έναν νέο άνθρωπο που θα με ρωτούσε για την απόφασή του να γράψει θεατρικό έργο. Το πρώτο που θα τον ρωτούσα θα ήταν αν βλέπει θέατρο. Αν είναι μέσα στις απόλυτες προτεραιότητές του το να βλέπει θέατρο. Θέατρο γραμμένο από σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς, έστω και κακοποιημένα ανεβασμένους. Επίσης το αν διαβάζει λογοτεχνία και θεατρικά έργα. Θα του σύστηνα να καθίσει και να σκεφτεί πόσο τον αφορούν όσα συμβαίνουν γύρω του. Πόσο επηρεάζουν τον ψυχισμό του οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες όπως διαμορφώνονται από την καθημερινότητα. Θα του έλεγα να σκεφτεί πόσο θα τολμούσε να πάρει το ρίσκο να εκτεθεί στην κοινωνική κριτική, ακόμα και στην απόρριψη, από τους συνανθρώπους του, μέχρι και το οικογενειακό του περιβάλλον. Είναι μια σκληρά μοναχική πορεία η επιλογή τού να επιχειρήσεις να ζήσεις από το θέατρο και μάλιστα γράφοντας. Στο επιχείρημα: «Μα θα κάνω μια άλλη δουλειά για τα προς το ζην», θα του έλεγα να αφοσιωθεί σε εκείνη την άλλη δουλειά, κάνοντάς την καλά και να ξεχάσει το θέατρο σαν επάγγελμα. Θα του έλεγα πάρα πολλά ακόμα, αλλά σαν κυριότερη συμβουλή θα του έλεγα να μην παρακολουθήσει ποτέ μα ποτέ μαθήματα θεατρικής γραφής σε διάφορα στούντιο. Αν επιλέξει για σπουδές του τη θεατρολογία, εκεί θα μάθει περί τεχνικής και αισθητικής πολλά θεωρητικά. Για να γίνει όμως συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας, και μάλιστα ξεχωριστός και με προσωπικό αποτύπωμα, αυτό θα το κερδίσει μόνος του. Με μόνες προϋποθέσεις: Διάβασμα! Πολύ διάβασμα! Και πάλι διάβασμα! Και παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων. Το διάβασμα και η παρακολούθηση παραστάσεων, είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για την απόκτηση γνώσης, την οποία θα ξέρεις πώς να την αφομοιώσεις, θα ανακαλύψεις τον τρόπο ακόμα και να απορρίψεις καθιερωμένους κανόνες, τολμώντας τις δικές σου δημιουργικές προτάσεις. Α, ναι! Θα του ευχόμουν επίσης: Καλή τύχη! Η τύχη χρειάζεται διαρκώς, όση προετοιμασία προσωπική κι αν έχουμε οργανώσει. Υπάρχει μια ανεξήγητη συμπαντική δύναμη που κρατά τα κλειδιά στις πόρτες που εκείνη θα επιλέξει πότε και αν θα μας τις ανοίξει. Η προετοιμασία είναι το εφόδιο για να ανανεώνεται το διαβατήριό μας, για το επικείμενο ταξίδι. Τα σχέδια που οργανώνουμε με επιμέλεια και φροντίδα, προχωρώντας στη ζωή μας, θα αντιληφθούμε πως θα απορρίπτονται πάντα. Εκείνα που ευδοκιμούν θα είναι όσα η Καλή τύχη θα επιλέξει για την πορεία μας.

Κλείνοντας, με έναν προσωπικό απολογισμό στο με ποιους σκηνοθέτες χάρηκα τη συνεργασία μου, θα έλεγα με όλους όσους με τίμησαν με το να διαλέξουν να ανεβάσουν τα θεατρικά έργα μου. Έμαθα πολλά δίπλα τους, ξεχωρίζοντας βέβαια τον Θανάση Παπαγεωργίου, συνεργαζόμενος μαζί του έμαθα πολλά μυστικά για τη γραφή. Όπως πολλά κατάλαβα από τις ερμηνείες των ρόλων ηρωίδων μου από τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Όσα έμαθα κοντά τους, είναι πράγματα που δεν μπαίνουν σε λέξεις, «πιάνονται με τον αέρα», όπως μου είχε πει κάποτε ο Παύλος Μάτεσις. Με τον Παπαγεωργίου και την Πρωτοψάλτη μοιράστηκα την επιτυχία του θεατρικού μου έργου Άννα Είπα! που μου άνοιξε τον δρόμο του συγγραφέα. Τόλμησαν να ανεβάσουν στο θέατρο «Στοά» ένα θεατρικό κείμενο που γεννήθηκε από την τόλμη της γραφής, που ερευνούσε τους δαιδαλώδεις δρόμους ενός ταραγμένου μυαλού. Ήμουν ένας νέος θεατρικός συγγραφέας που τολμούσε να χαθεί χωρίς γνώση κινδύνου στον άγριο κόσμο του υποσυνείδητου. Κι αυτή η δική μου ελευθερία, που δέθηκε μαγικά με τη σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου και την ερμηνεία της Λήδας Πρωτοψάλτη, άγγιξε και συγκίνησε κυριολεκτικά χιλιάδες θεατές και μάλιστα από διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές τάξεις, σε τρία διαφορετικά ανεβάσματα μέσα σε 14 χρόνια: Πρώτο το 1996, δεύτερο το 2001 και τρίτο το 2010.

Στις μέρες μας είναι φανερό πως όπως όλα αναθεωρούνται, αναθεωρείται και το τι είναι, τι σημαίνει θέατρο. Σε μια εποχή που τα θέματα των ιδεολογιών, που σφράγισαν πολιτικά και κοινωνικά τον αιώνα που πέρασε, κλονίζονται, και αναζητιέται η προσαρμογή ή η ανακάλυψη καινούργιου τρόπου σκέψης πάνω στο κάθε τι. Είναι απόλυτα φυσικό και το θέατρο, σαν ένας ζωντανός οργανισμός παραγωγής σκέψεων και ιδεών, να περνά όχι κρίση, αλλά μεταβάσεις αμφισβήτησης των όποιων θεωρητικά δεδομένων. Σε μια εποχή διαρκούς πληροφόρησης, κατασκευής σεναρίων συνωμοσιολογίας, απόρριψης σήμερα όσων εκθειάζονταν χθες, πώς γράφεται αλήθεια θεατρικό έργο; Πιστεύω, παρ’ όλα αυτά, πως αν κρατήσουμε πυξίδα στο να κτίζουμε ιστορίες, ξεχωριστά και εύληπτα παραμύθια που θα μοιραζόμαστε με όσους τους γεννηθεί το ενδιαφέρον να τα ακούσουν και να τα δουν σε πράξεις από σκηνής, θα γεννηθεί η θεατρική γραφή του αύριο, του αέναου αύριο, φέρνοντας ανανέωση και «καινούργιους τρόπους έκφρασης», όπως έγραψε στον Γλάρο του ο Τσέχωφ.

Θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος για το αν οι κοινωνίες έχουν σήμερα το θέατρο που τους αξίζει. Αν εμείς εδώ στην ελληνική πραγματικότητα έχουμε το θέατρο που μας αξίζει. Είναι αρκετό να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας στον καθρέφτη της δικής μας αλήθειας. Κρυφά και δίχως να το μάθει κανένας πέρα από μας, θα διαπιστώσουμε πού βρισκόμαστε και τι μας αξίζει. Κι αν είμαστε ευχαριστημένοι και μια χαρά, ας πορευτούμε με ό, τι έχουμε. Οι παραπέρα και παραπάνω σκέψεις δεν πρόκειται να μας επηρεάσουν προς καμιά άλλη κατεύθυνση. Όπου ταχθήκαμε και συνταχθήκαμε ο καθένας.

Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως γίνεται πιο αναγκαίο το να φέρει μεγαλύτερη ευθύνη στο τι έχει να πει με κάθε καινούργιο θεατρικό έργο που θα καταθέσει ο θεατρικός συγγραφέας. Γίνεται πιο αναγκαία η διαλεκτική σχέση των θεμάτων και των ηρώων του, στο να αφουγκράζεται και να μιλά τη θεατρική γλώσσα που εξελίσσεται μαζί με τις εποχές. Τις αλλαγές των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών συνθηκών. Έτσι κάθε καινούργιο θέμα που με βάζει σε δημιουργική εργασία, απαιτεί μεγαλύτερη έρευνα για δική μου κατανόηση και κριτική στο τι θέλω να πω. Και αφού ο εύλογος στόχος είναι το να επικοινωνήσει το έργο με τους θεατές του σήμερα, γίνεται πιο μεγάλη ανάγκη η κατανόηση του τρόπου επικοινωνίας που διαχειρίζονται οι σημερινοί θεατές, στην καθημερινότητά τους. Επίσης την εποχή που γεννήθηκε η προσωπική μου συγγραφική παραγωγή, είχαν άλλη κυριαρχία στα θεατρικά πράγματα οι σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Αντώνης Αντύπας. Γράφοντας συνομιλούσα με την αισθητική τους. Αλλάζοντας οι εποχές, νομίζω πως δικαιωματικά με τους νεότερους σκηνοθέτες, πρέπει να έχουν τα πρωτεία να συνομιλήσουν και νεότεροι θεατρικοί συγγραφείς. Γνωρίζω τους περισσότερους από τους συγγραφείς των νεότερων από εμένα γενιών και τους διαβάζω και χαίρομαι όταν ανεβαίνουν τα έργα τους. Για τους περισσότερους, μου έχει δοθεί η ευκαιρία και να τους γνωρίσω και να τους εκφράσω την εκτίμησή μου.

Θα κλείσω αυτό το κείμενο με μια ευχή για όσους εργάζονται στο Θέατρο. Συγγραφείς, Ηθοποιοί, Σκηνοθέτες, Σκηνογράφοι, Τεχνικοί και όλες οι άλλες ειδικότητες που συνεργάζονται στην παραγωγή κάθε παράστασης. Εύχομαι να δημιουργηθούν και πάλι οι συνθήκες όλοι αυτοί οι άνθρωποι να απολαμβάνουν και πάλι τη δυνατότητα να ζουν από τη δουλειά τους. Ανήκω σε μια γενιά που εργάστηκε, έζησε, έκανε οικογένεια, βρήκε τον δρόμο της, με τις οικονομικές δυνατότητες που έδινε το θέατρο σαν επαγγελματική επιλογή. Σήμερα τα πράγματα είναι διαρκώς μετέωρα. Η τέχνη του θεάτρου αντιμετωπίζεται σαν υποτιθέμενη χάρη που κάνει κάποιος που διαθέτει χρήματα, σε κάποιους που προσπαθούν να στριμωχτούν διεκδικώντας μια χαραμάδα φως, που θα φωτίσει την καλλιτεχνική φιλοδοξία τους. Δεκάδες διαγωνισμοί συγγραφής θεατρικού έργου, σε κάποιους μάλιστα έχει αρχίσει να χρειάζεται χρηματικό αντίτιμο για τη συμμετοχή. Χώροι χωρίς προδιαγραφές ασφάλειας για τους θεατές και για τους καλλιτέχνες αφήνουν κέρδη στους διαχειριστές τους. Ευγενείς στόχοι και όνειρα έρχονται αντιμέτωπα με το πλήρες αδιέξοδο. Αυτή και ίσως ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στον χώρο του θεατρικού τοπίου σήμερα. Θα σκεφθείτε ίσως, μα πάντα δύσκολα δεν ήτανε τα πράγματα για τις τέχνες; Ήταν δύσκολα, αλλά γρήγορα ο χώρος αυτορυθμιζόταν. Στις μέρες μας που η εκμετάλλευση της ψευδαίσθησης αποδείχθηκε πιο επικερδής, είναι απαραίτητη ευχή και άμεση ανάγκη κάτι να αλλάξει.

«το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»
Κύλιση στην κορυφή