1.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου δημοσίευσε την πρώτη έκδοση του βιβλίου του υπό τον τίτλο Η γενιά του ʼ70. Ιστορία – Ποιητικές διαδρομές το 1986, είκοσι χρόνια μετά τις πρώτες εμφανίσεις των ποιητών αυτής της γενιάς. Ο στόχος του ήταν τριττός:
- Να παρουσιάσει τους πλέον αξιόλογους, κατά τη γνώμη του, ποιητές και ποιήτριες που πρωτοεμφανίστηκαν στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του ʼ70.
- Να εντοπίσει (και να υπογραμμίσει) τα κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και τις διαφορές που διέκριναν αυτήν την ομάδα των ποιητών στα πρώτα της λογοτεχνικά βήματα.
- Να αναζητήσει τις πηγές από τις οποίες άντλησαν την έμπνευσή τους αυτοί οι ποιητές και ταυτόχρονα να διερευνήσει τους όρους και τις συνθήκες (αισθητικές, πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές,), βάσει των οποίων διαμόρφωσαν το πρώιμο έργο και την προσωπικότητά τους.
Παράλληλα ο Παπαγεωργίου (που ήταν ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο άτομο), θέλησε μέσα από αυτό το βιβλίο να αναλάβει τον ρόλο του αυτόκλητου θεματοφύλακα του έργου ή (αν θέλετε) του απολογητή αυτής της γενιάς∙ του ποιητή-δοκιμιογράφου δηλαδή, ο οποίος, όντας ομότεχνος και ομήλικος, θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να υπερασπίζεται τις αξίες, να αντικρούει τις πανταχόθεν κακόβουλες επιθέσεις και συγχρόνως με κάθε ευκαιρία να υπενθυμίζει και να υποδεικνύει τις βασικές αισθητικές αρχές της εν λόγω γενιάς, όπως τις θεμελίωσαν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί της.
2.
Η γενιά του ’70 είναι ένα αδύναμο, αμήχανο βιβλίο. Χωρίς στέρεη δομή, χωρίς δεσπόζουσα, χωρίς ισχυρή τεκμηρίωση, χωρίς εμβάθυνση στο αντικείμενό του, στην ουσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια συρραφή κοινοτοπιών που όχι μόνο δεν διαφωτίζει τον απαιτητικό αναγνώστη ή τον ερευνητή που θέλει να μελετήσει τα πεπραγμένα του πρώιμου έργου των ποιητών αυτής της γενιάς, αλλά αντίθετα τον συσκοτίζει και τον παραπλανά, παρουσιάζοντάς του μια θολή, πλαστή εικόνα. Το βασικό λάθος του Παπαγεωργίου ήταν το εξής: Αντί να επιχειρήσει να απαντήσει με σαφήνεια στα καίρια ερωτήματα που θέτει το ίδιο το βιβλίο με τον τίτλο του, ήτοι:
πρώτον: Γιατί οι τριάντα-σαράντα ποιητές που αναφέρονται στο βιβλίο συγκροτούν μια ποιητική γενιά και δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις ποιητών; Ποιο είναι το νέο αισθητικό ρίγος που έφεραν, από κοινού, στη νεότερη ελληνική ποίηση;
και δεύτερον: Σε τι διαφέρει το ποιητικό ιδίωμα αυτών των ποιητών από το αντίστοιχο ιδίωμα των ποιητών της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς;
έθεσε στο κέντρο του προβληματισμού του το ψευτοδίλημμα γενιά της αμφισβήτησης ή γενιά της άρνησης και αφιέρωσε αρκετές σελίδες προσπαθώντας να αποδείξει με έωλα επιχειρήματα ότι κακώς η γενιά του ’70 αποκαλείται «γενιά της αμφισβήτησης», όπως τη βάφτισε ο κριτικός Βάσος Βαρίκας∙ το σωστό θα ήταν να ονομάζεται «γενιά της άρνησης». Γιατί; Διότι, σύμφωνα με τον Παπαγεωργίου, η άρνηση, (σε αντίθεση με την αμφισβήτηση «που προβάλλει ενστάσεις, διατυπώνει αντιρρήσεις και αντιπαραθέτει εντέλει κάτι άλλο από αυτό που αρνείται»), είναι μια πρωτογενής, ενστικτώδης αντίδραση, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, αποποιείται «το δύσοσμο και δύσμορφο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς επίσης και τους παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία του». Γι’ αυτό και η άρνηση (την οποία, σημειωτέον, ο Παπαγεωργίου διαχωρίζει σε κοινωνική, εσωτερική και υπαρξιακή) ταιριάζει περισσότερο στη γενιά του ’70. Μάλιστα. Λες και το μείζον ζήτημα στη λογοτεχνική κριτική είναι η ταξινόμηση μιας ποιητικής γενιάς σε διάφορες κατηγορίες (δείγματος χάριν της οργής, του φόβου, της ελπίδας, της χαράς, της απόγνωσης κ.λπ.). Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις συνιστούν μια νηπιακή αντίληψη για τη λογοτεχνική κριτική.
3.
Η αμηχανία όμως του Παπαγεωργίου (αλλά και η σύγχυσή του) φαίνονται καθαρά και στον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να διερευνήσει τα στοιχεία και τους παράγοντες εκείνους που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα αυτής της γενιάς. Αδυνατώντας να αρθρώσει εδώ έναν έγκυρο λόγο στον οποίο να πρυτανεύουν τα αισθητικά κριτήρια, (χωρίς, εννοείται, να απεμπολεί τις άλλες παραμέτρους), κατέφυγε στη γνωστή κοινωνικοπολιτική μέθοδο και προσπάθησε να τεκμηριώσει τις απόψεις του, αναμασώντας τετριμμένες θέσεις και επιχειρήματα, τα οποία διακρίνονται, αν μη τι άλλο, για την έλλειψη σαφήνειας και την κακή χρήση της ελληνικής γλώσσας. Ιδού ένα χαρακτηριστικό δείγμα:
«Η παθητικότητα (της γενιάς του ’70) μπροστά σ’ ένα πυρετωδώς “ανοικοδομούμενο” περιβάλλον και η συνακόλουθη αυτής της παθητικότητας –συνεπικουρούντων, βεβαίως, και άλλων τινών– διαδικασία ανάπτυξης ενός μηχανισμού απώθησης ορμών και τάσεων πρωτογενών και δευτερογενών –επιγενομένων». Μάλιστα για να καταστήσει πιο ισχυρές τις απόψεις του, επιστράτευσε ακόμη και ψυχαναλυτικούς όρους, υποστηρίζοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι ποιητές της γενιάς του ’70 διακατέχονταν από ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στους ποιητές της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, διότι, προσέξτε (!), έτυχε να ζήσουν σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία το επίπεδο της ποιότητας ζωής ήταν αισθητά βελτιωμένο σε σύγκριση με το παρελθόν. Οποία παρανόηση και αφέλεια!
4.
Η απουσία μιας ενδελεχούς έρευνας, οι γενικόλογες παρατηρήσεις και οι αντιφατικές απόψεις χαρακτηρίζουν όμως και την προσπάθεια του Παπαγεωργίου να ιχνηλατήσει τις επιδράσεις που δέχτηκαν οι ποιητές της γενιάς του ’70 από την ελληνική και ξένη ποίηση. Από τη μία πλευρά ο Παπαγεωργίου υποστηρίζει ότι η γενιά του ʼ70 έλκει την καταγωγή της από ολόκληρη την ελληνική ποιητική παράδοση, ξεκινώντας από τον Παλαμά, τον Κ.Π. Καβάφη και τον Καρυωτάκη και φτάνοντας μέχρι τη γενιά του ’30 και την πρώτη μεταπολεμική γενιά∙ και από την άλλη ισχυρίζεται ότι η σημαντικότερη, η πλέον καθοριστική επίδραση για τη διαμόρφωση του πρώιμου ύφους και ήθους των ποιητών της γενιάς του ’70, ήταν αυτή των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ακόμη: από τη μία πλευρά διατείνεται ότι η επίδραση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς υπήρξε εξόχως ευεργετική για τους ποιητές της γενιάς του ’70∙ και από την άλλη τονίζει (εισάγοντας στη δοκιμιακή του ομιλία εξωλογοτεχνικά στοιχεία, δίκην κουτσομπολιού) ότι η ιδιαίτερα στενή σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και στους ποιητές της γενιάς του ’70, λειτούργησε ως τροχοπέδη για τους τελευταίους, ανακόπτοντας την εξελικτική τους πορεία, στερώντας τους ταυτόχρονα «την επωφελή εμπειρία της σύγκρουσης των γενεών». Λανθασμένη όμως είναι και η άποψη του Παπαγεωργίου ότι η ελληνική ποίηση για πρώτη φορά, με τη γενιά του ’70, αμφισβητεί τόσο έντονα τον ίδιο της τον εαυτό. Προφανώς εδώ ο Παπαγεωργίου έχει ξεχάσει την περίπτωση του Καρυωτάκη, ο οποίος αμφισβήτησε με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο την ίδια την ποιητική λειτουργία∙ έχει ξεχάσει επίσης τους ακόλουθους στίχους ενός Καρυωτακικού επιγόνου, του Βύρωνα Λεοντάρη: «Και δεν μπορώ, δεν θέλω, δεν καταδέχομαι όσα έζησα μονάχα ποίηση να ’ναι».
Εξίσου λανθασμένη είναι και η επισήμανση του Παπαγεωργίου ότι μια από τις κύριες, καινοτόμες αρετές των ποιητών της γενιάς του ’70, είναι η αμφισβήτηση, η χλεύη και ο διασυρμός της γλώσσας. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο ζήτημα της αμφισβήτησης της γλώσσας (αλλά και της καταστροφής του νοήματος) έχουν προηγηθεί οι υπερρεαλιστές ποιητές (Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Κάλας, Ελύτης, Γκάτσος, Σαχτούρης, Κακναβάτος κ.ά.), ο Σινόπουλος, ο Καρούζος και από μια άποψη η Αξιώτη και η Δημουλά. Ας προστεθεί ακόμη, εν κατακλείδι, πως η παρατήρηση του Παπαγεωργίου ότι η πλειονότητα των ποιητών της γενιάς του ’70 επηρεάστηκε καταλυτικά από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς δεν είναι σωστή. Διότι υπάρχουν πολλοί ποιητές (ίσως είναι οι περισσότεροι), όπως δείγματος χάριν ο Πούλιος, ο Γκανάς, η Λαϊνά, η Παμπούδη, η Παπαδάκη, ο Χρονάς, ο Σουλιώτης, ο Υφαντής κ.ά. που δεν έχουν ουσιαστική σχέση με την ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
5.
Εκεί όμως που ο Παπαγεωργίου αποτυγχάνει πλήρως, είναι όταν επιχειρεί να σχολιάσει κριτικά και να αξιολογήσει τους κύριους εκπροσώπους της γενιάς του ʼ70 που αναφέρονται στο βιβλίο του. Ουσιαστικά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σειρά από άστοχες κρίσεις που προκαλούν εύλογες απορίες. Διότι, σύμφωνοι ο σχολιασμός, όπως άλλωστε δηλώνεται ρητά, αφορά το πρώιμο έργο των ποιητών της εν λόγω γενιάς∙ το βιβλίο όμως έχει εκδοθεί είκοσι χρόνια μετά. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν ο Παπαγεωργίου να κατατάσσει τον Μαυρουδή στους υπερρεαλιστές; Σε ποια ποιήματα του Μαυρουδή εντοπίζεται το υπερρεαλιστικό στοιχείο; Πώς είναι δυνατόν επίσης ο Παπαγεωργίου να υποστηρίζει ότι ο Ίσαρης «υπηρετεί τον υπερρεαλισμό δια μέσου ενός ρεαλιστικού (!), σχεδόν νατουραλιστικών αποχρώσεων λόγου» και ότι ο Καλοκύρης «είναι ο υπερρεαλιστής με το μεγαλύτερο εύρος, βάθος και εκτόπισμα ανάμεσα στους υπερρεαλιστές ποιητές της γενιάς του ’70»; Είναι φανερό ότι ο Παπαγεωργίου συγχέει εδώ τα υπερρεαλιστικά ψήγματα (που υπάρχουν διάσπαρτα στο έργο αυτών των ποιητών, κυρίως του Καλοκύρη) με την υπερρεαλιστική ποίηση. Άστοχη είναι ακόμη η παρατήρηση του Παπαγεωργίου ότι ο Πούλιος στα πρώτα του βιβλία είναι ποιητής- χρησμωδός, ενώ οι Στεριάδης και Χρονάς έχουν δεχθεί επιδράσεις από την αμερικανική ποίηση beat (ο δεύτερος και από τον υπερρεαλισμό). Επιστρέφουμε δηλαδή εδώ στη δεκαετία του ’30, όπου οι λόγιοι της εποχής, όταν δεν καταλάβαιναν έναν ποιητή, τον ονόμαζαν υπερρεαλιστή και ξεμπέρδευαν;
Όσο για το ανθολόγιο που παραθέτει ο Παπαγεωργίου στο τέλος του βιβλίου του, (το οποίο ουσιαστικά συνιστά μια προσπάθεια να επιβληθεί ένας άτυπος ποιητικός κανόνας της γενιάς του ’70), είναι τόσο ήκιστα αντικειμενικό, τόσο άνισο, τόσο αυθαίρετο στις επιλογές ποιητών και ποιημάτων, ώστε δεν αντέχει σε αυστηρή κριτική. Άλλωστε η αντικειμενικότητα του ανθολογίου υπονομεύεται από τον ίδιο τον ανθολόγο, ο οποίος σε προηγούμενες σελίδες του πονήματός του ομολογεί ότι συνέθεσε το βιβλίο του με υποκειμενικά κριτήρια, ιδιοτέλεια και ενδεχόμενο δόλο!
6.
Αλλά το μέγα ολίσθημα (ή καλύτερα το μέγα αμάρτημα) του Παπαγεωργίου είναι ότι το 2016, είκοσι εφτά χρόνια δηλαδή μετά την πρώτη έκδοση της Γενιάς του ʼ70, προχώρησε σε μια δεύτερη έκδοση του βιβλίου, χωρίς να διορθώσει καμία από τις ποικίλες αδυναμίες, παρανοήσεις και αστοχίες του! Απλώς πρόσθεσε μερικούς ποιητές που είχε παραλείψει στην πρώτη έκδοση και αφαίρεσε το ανθολόγιο, ίσως γιατί αντιλήφθηκε, αρκετά καθυστερημένα, το σφάλμα του. Πάντως στο αυτάρεσκο σημείωμα που αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, ότι «Η γενιά του ʼ70, στην πρώτη έκδοσή της, όπως επισημάνθηκε από πολλούς, ερχόταν να ρυμοτομήσει μια σχεδόν παρθένα έκταση, οριοθετώντας και ταξινομώντας πρόσωπα, έργα και καταστάσεις».
7.
Το συμπέρασμα που προκύπτει με αφορμή την κριτική που ασκήσαμε στο βιβλίο του Παπαγεωργίου, είναι το εξής: πενήντα δύο χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή της στο λογοτεχνικό προσκήνιο, η γενιά του ʼ70 εξακολουθεί να καλύπτεται από ένα πέπλο αμφιλογίας και σύγχυσης. Αυτό το γεγονός (που είναι ίσως πρωτοφανές στην ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας) οφείλεται βέβαια σε πολλούς παράγοντες και αίτια, τα οποία δεν μπορούμε εδώ να αναλύσουμε. Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι και η λυσσαλέα προσπάθεια δημοσιότητας και προβολής που επιδίωκαν ορισμένοι από τους βασικούς εκπροσώπους της εν λόγω γενιάς με κάθε μέσο και κάθε σκοπό όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή η υπερβολική δημοσιότητα έστρεψε την κριτική σε λάθος κατεύθυνση, νόθευσε τα κριτήρια και συνέβαλε τα μέγιστα στη γενικότερη σύγχυση. Εκείνο που απαιτείται τώρα και μάλιστα επειγόντως, είναι (όπως έχουμε γράψει ξανά με άλλη ευκαιρία) να βρεθούν οι δώδεκα δίκαιοι άνθρωποι που ζουν διασκορπισμένοι πάνω στη γη και οι οποίοι, σύμφωνα με τον Μπόρχες, έχουν επιφορτιστεί με το υψηλό καθήκον να αποδώσουν δικαιοσύνη και στον κόσμο των γραμμάτων. Εναποθέτουμε λοιπόν τις ελπίδες μας για μια δίκαιη αποτίμηση της γενιάς του ’70 σε αυτούς τους ανθρώπους. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχουν βρεθεί. Αναζητούνται.