Σύμφωνα με τις φήμες που επικράτησαν, η μητέρα μου με γέννησε στις 2 Μαρτίου 1957 σε ένα μαιευτήριο των Πατρών. Έτσι μου έλεγαν και εγώ το πίστευα, μαζί με άλλα παραμύθια, όπως αυτό με τον Άγιο Βασίλη και τα δώρα του ή το άλλο με το φτύσιμο: ότι δεν πρέπει, λέει, να φτύνω συχνά και χωρίς συγκεκριμένο στόχο διότι θα ξεμείνω από σάλιο. Υπάρχουν, βέβαια, και πειστικότερες ιστορίες, όπως εκείνη με το χταπόδι που, αντί για πλοκάμια, έχει ανθρώπινα πόδια και τον χειμώνα φοράει κάλτσες για να μην κρυώνει. Οκτώ αδιάβροχες κάλτσες, σκούφο και γυαλιά ηλίου για τα ρηχά. Έχει και από μία μεγάλη βεντούζα σε καθεμία από τις οκτώ φτέρνες του. Διόλου απίθανο, σε αυτό το αμφιλεγόμενο σύμπαν. Σχετικά με τη γέννησή μου τα πραγματικά συμβάντα μπερδεύονται με τις φήμες. Κατά μία άλλη άποψη, η μητέρα μου ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα σε ένα χορταριασμένο ξέφωτο, πέριξ του πατρικού σπιτιού της, και βογκούσε σαν πληγωμένος δαίμονας. Σφάδαζε από τους πόνους, το στόμα της άφριζε, μέχρι που το κεφάλι μου πετάχτηκε από το πυρωμένο αιδοίο της σαν φελλός από μπουκάλι σαμπάνιας. Ευτυχώς, δεν ήταν σκέτο κεφάλι, είχε και σώμα. Η εντυπωσιακή έξοδος ολοκληρώθηκε με έναν πίδακα αίματος συνοδευόμενο από μπόλικα σπλάχνα, ολόφρεσκα και πρωτοφανή. Αυτή η εκδοχή, αν όχι ψευδής, είναι σίγουρα περιορισμένη. Ας πάρουμε, καλύτερα, τα γεγονότα από την αρχή: η μητέρα μου είχε ξαπλωθεί στη γη, στο στέρεο έδαφος πίσω από το πατρικό της σπίτι, διακόσιες εξήντα τέσσερις ημέρες πριν τη γέννησή μου. Χαράματα, μετά τη νύχτα της σποράς, σύρθηκε ως το περιβόλι του πατρικού σπιτιού της σαν αμφίβιο χέλι και βόλεψε την πλάτη της στο χορτάρι κοιτάζοντας τ’ αστέρια, χωρίς να της περνάει από τον νου ότι έχουν σβήσει εκατομμύρια χρόνια πριν. Τη νύχτα πριν την αυγή της σύλληψης, ο πατέρας μου, σκύλος κατάμαυρος δίχως σκιά, όργωσε ακούραστα τη γη, σκόρπισε εντός της τον αλλόφρονα έρωτά του, δάγκωσε, έγλειψε και οσμίστηκε καθετί που συνάντησε στο διάβα του, περιπλανώμενος αδιάκοπα κι απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ολόκληρο το ναρκοπέδιο. Για καλή του τύχη, καμία νάρκη δεν εξερράγη∙ όλες τους, μία προς μία, εξουδετερώθηκαν από τον ακαταμάχητο οίστρο του σκυλανθρώπου και παρέμειναν ναρκωμένες κι ερωτευμένες μέσα στη γη, θαμμένες πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Ο πατέρας, λοιπόν, γονιμοποίησε το χώμα και η μητέρα πήγε κι άφησε το κορμί της σ’ αυτόν τον γόνιμο τόπο. Η νύχτα ήταν ακόμα ζωντανή, δεν είχε ξημερώσει εντελώς, όταν άρχισα να υπάρχω μέσα στη μήτρα της μάνας μου, αλλά μέχρι να γυρίσει ο καιρός και να γεννηθώ, το σώμα της έγινε ένα με τη γη. Βυθίστηκε στο δροσερό χορτάρι και στο φρέσκο χώμα, σαν ψοφίμι που παραμένει ζωντανό για να επιμεληθεί και να επιταχύνει τη σήψη του. Το κορμί της μητέρας μου απλώθηκε στη γη σαν αυγό που σπάζει κι απλώνεται αργοπεθαίνοντας στο καυτό λάδι. Σώμα-ωάριο, απλό αλλά φαντασμαγορικό, που ενώ διαχέεται τραγουδά και σαπίζει. Κατάμεστο από αντιθέσεις και αντιφάσεις. Τι άλλο να πω; Η εγκυμοσύνη της μητέρας μου ήταν θρηνώδες παραλήρημα χαράς, παραισθητική εμπειρία διάρκειας διακοσίων εξήντα τεσσάρων ημερών. Κάποια στιγμή, προς το τέλος αυτής της αλλόκοτης τελετουργίας, γεννήθηκα. Γεννήθηκα κατά τρόπο παράλογο, μυστηριώδη και αδιανόητο, κληρονομώντας μια επώδυνη και ψευδή γονιδιακή πληροφορία, προφανέστατη αιτία της χρόνιας νεύρωσης που με τυραννά: ότι η δημιουργία (γέννηση) προϋποθέτει καταστροφή (θάνατο). Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα θυμάμαι ή τα επινοώ, αλλά υποψιάζομαι ότι συμβαίνουν και τα δύο. Η μητέρα μου με γέννησε και χάθηκε, την ήπιε το χώμα σαν νεράκι. Πάραυτα, όταν άνοιξα για πρώτη φορά τα χείλη μου, το στήθος της ήταν εκεί. Οι θηλές της, αμείλικτοι τροφοδότες, μουσούδες τυφλών ζώων, δίδυμοι φαλλοί στο περήφανο μητρικό στέρνο, με εμβόλιζαν καθημερινά. Προφανώς, το θαυματουργό έδαφος ανέστησε τη μητέρα μου και την επέστεψε σε μένα. Την επανέφερε στην επιφάνειά του και στη θέση της έθαψε το μυστικό του. Το ζεστό δέρμα και το ευτυχισμένο χαμόγελο της μητέρας μου υποκατέστησαν τα οφέλη της μάνας γης, η χωμάτινη αγάπη χάθηκε μέσα στη θύελλα της ανθρώπινης μητρότητας. Ύστερα επικράτησε χάος: υπερηχητικές αύρες, αιωρούμενες μήτρες, καρδιές που διαδήλωναν κρατώντας πανό που έγραφαν «είμαστε ψυχές», χώματα που ανεμοσκορπίζονταν, απροσδιόριστα δέη, πράξεις και επιφωνήματα με ξεχασμένες προθέσεις, όντα λογιών-λογιών, ξεφυτρώματα, απανωτοί τοκετοί, ακατάπαυστοι θηλασμοί, ρεψίματα και πορδίτσες, δέντρα που βάδιζαν, λεχώνες-ζογκλέρ, που πετούσαν στον αέρα χαρούμενα ή σκυθρωπά μωρά. Η ιδιότητα της γης να παράγει όντα εξηγεί την κατάληξή τους στο αφράτο χώμα και αποκαθιστά την αλήθεια σχετικά με τον κύκλο της ζωής: η γη σού χάρισε τη σύνθεσή σου και η ίδια οφείλει να σε αποσυνθέσει. Η ταφή δεν είναι παρά επιστροφή στην πραγματική μητέρα. Τα μαιευτήρια και τα κοιμητήρια, αυτά τα άχαρα θέατρα, απλώς κατευνάζουν την πλήξη μας. Οι μητέρες, εξιλαστήρια θύματα της κοσμικής αγάπης, παραμένουν ως το τέλος της παράστασης καρφιτσωμένες στο κέντρο της σκηνής, φωταγωγημένες και μακιγιαρισμένες, ενώ γύρω τους το σκηνικό μεταβάλλεται: ωριμάζει, γερνά και πεθαίνει. Αρχικά πρόκειται για περιβάλλον μαιευτηρίου το οποίο σταδιακά αποκτά όψη νεκροταφείου. Ενδιάμεσα, για να έρθουμε στο προκείμενο, γίνεται σκηνικό πόλης. Μεταξύ γέννησης και θανάτου, γης και ουρανού, στήνεται η πόλη: η Αλεξάνδρεια του Καβάφη, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη, η Αθήνα του Ευριπίδη, η Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, η Πετρούπολη του Ντοστογιέφσκι, η Πράγα του Κάφκα, η Λισαβόνα του Πεσσόα, το Λος Άντζελες του Μπουκόφσκι, η Λιμνούπολη του Ντόναλντ Ντακ, η Βαρκελώνη του Γκαουντί, η Μπολόνια του Μοράντι, το Λονδίνο του Ντίκενς, το Μπουένος Άιρες του Πόρτσια, το Αλγέρι του Καμύ, το Δουβλίνο του Τζόυς, η Βιέννη του Κλιμτ και του Σίλε, το Μεσολόγγι του Παλαμά, η Χαλκίδα του Σκαρίμπα. Ο Κωστής Παλαμάς, ωστόσο, γεννήθηκε στην Πάτραˑ τον Γενάρη του 1859, στο σπίτι της οδού Κορίνθου. Ο δε Σκαρίμπας, ο μπαρμπα-Γιάννης, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1900, φοίτησε στο Α’ Γυμνάσιο Πατρών, σε μεταγενέστερο κτήριο του οποίου –για την ακρίβεια, σε ένα από τα υπόγεια του σχολικού συγκροτήματος της οδού Νόρμαν– συστάθηκε το 1988 η θρυλική ομάδα Τράμπα, με ιδρυτικά μέλη τον Κώστα Σιαφάκα και τον φίλο και συμμαθητή του Νίκο Σκλαβούνο, ο οποίος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη αλλά ανδρώθηκε στην Αχαϊκή πρωτεύουσα. Εκτός από ποιητές και μαθητές, το όνομα της Πάτρας συνδέθηκε κατά καιρούς και με εξέχουσες προσωπικότητες της επιστήμης. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ψυχίατρος Σίγκμουντ Φρόυντ, επιστρέφοντας από το ταξίδι που πραγματοποίησε το 1904 στην Αθήνα, επισκέφθηκε αυθημερόν την Πάτρα. Λέγεται ότι ο διαπρεπής γιατρός και ερευνητής, μην έχοντας ακόμα ξεπεράσει το σοκ αρχαιολατρίας που υπέστη στην Ακρόπολη των Αθηνών, θέλησε να παραμείνει στο λιμάνι της πόλης, εισπνέοντας τις ιαματικές αύρες του Πατραϊκού κόλπου, και να αποφύγει το κέντρο της. Σύμφωνα, ωστόσο, με ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες, ο Φρόυντ, μετανιωμένος που έχασε την ευκαιρία να δει τα αξιοθέατα των Πατρών, κλείστηκε στην καμπίνα του μέχρι την αναγγελία της άφιξης του πλοίου στην Τεργέστη. Κάποιος Ιταλός ψαράς, μάλιστα, πλευρίζοντας με το καΐκι του το ατμόπλοιο όπου επέβαινε ο Φρόυντ και ρίχνοντας μια τυχαία ματιά μέσα από ένα φινιστρίνι, τον είδε να τρέμει σύγκορμος κάτω από τα σκεπάσματα. Με φωνές και σινιάλα, έσπευσε να ειδοποιήσει το πλήρωμα ότι κάποιος επιβάτης είναι βαριά άρρωστος. Όταν, μετά από λίγο, χτύπησαν επίμονα την πόρτα της καμπίνας του, ο Φρόιντ τούς διαβεβαίωσε ενοχλημένος ότι έχαιρε άκρας υγείας. Το τρέμουλο που είχε διακρίνει ο ψαράς οφειλόταν στον ρυθμό έντονου αυνανισμού. Η έννοια του «κόλπου», ενδεχομένως, ενεργοποίησε κι άλλες ερμηνείες του στον ευαίσθητο ψυχισμό του ψυχιάτρου, θελκτικότερες της κλειστής θάλασσας. Η Πάτρα, πάντως, στοίχειωσε για καιρό τις φαντασιώσεις του ιδιοφυούς γιατρού. Όχι, βέβαια, ως ιδανική πόλη αλλά ως ιδεατή πόρνη, γυμνή και μασκοφόρος βασίλισσα του καρναβαλιού. Η λειτουργία της μεταμφίεσης, εδώ, έρχεται να καταδείξει μια άλλη, βαθύτερη μεταμόρφωση: αυτή της γης, που, εξ αιτίας των δίποδων παράσιτων που κουβαλά πάνω στη σάρκα της, αποκτά πολεοδομία, τη σπάνια αλλά ανίατη δερματική νόσο των πλανητών, που μεταβάλλει συνεχώς την όψη τους. Μεγάλο μπέρδεμα… Ως συνήθως, το καλό και το κακό γίνονται πρόσωπα του ίδιου κεφαλιού. Εσύ, όμως, Σίγκμουντ, φτύσε το πούρο και μάζεψε τα χέρια σου διότι αγαπώ την Πάτρα και σε κανέναν δεν επιτρέπω να ασελγεί στους κόλπους της. Μέσα στην αρρώστια του εδάφους της, στους δρόμους και τις πλατείες της, μεγάλωσαˑ κάτω από τον κρυπτοπαθή ουρανό της παρέμεινα ελάχιστος. Η Πάτρα είναι η σούπερ-μαμά μου, η μήτρα της το αειθαλές καταφύγιό μου. Εκεί επιστρέφω, εκεί κουρνιάζω διωγμένος από την αναλγησία του κόσμου. Όσο για τη βιολογική μητέρα μου, της χρωστώ απέραντη ευγνωμοσύνη και ολόψυχη συγχώρεση. Μεσολάβησε και θυσιάστηκε για να υπάρξω. Και η ύπαρξη, αφού προηγείται της ουσίας (όπως ωραία ομολόγησε ο αλλήθωρος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ, εκπορευόμενος από το γλυκόπικρο υπέδαφος των Παρισίων), είναι το μόνο. Δεν μας καταδικάζει, ωστόσο, σε ελευθερία αλλά σε ισόβια ισορροπία, όπως του τρελού παιδιού που, με τα χέρια ανοικτά σαν φτερά αεροπλάνου, βαδίζει στην εναέρια σιδηροτροχιά. Και το τρένο έρχεται, καταφθάνει σφυρίζοντας, βρυχάται σαν μυθικό τέρας.
