Εξερευνώντας συνειδησιακές καταστάσεις πέραν των ορίων
του καπιταλιστικού ρεαλισμού και του απόλυτου καπιταλισμού
Ο Μαρκ Φίσερ και ο Φράνκο «Μπίφο» Μπεράρντι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ερευνητές και ερμηνευτές των σύγχρονων μορφών και διαδικασιών υποκειμενοποίησης εντός των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός ρεαλισμός (capitalist realism) και ο απόλυτος καπιταλισμός (absolute capitalism). Οι δύο αυτοί ακτιβιστές, πολιτισμικοί κριτικοί και φιλόσοφοι, ριζοσπάστες με πληθώρα μαρξιστικών αναφορών, δεν επικεντρώνονται μονάχα στη μελέτη των οικονομικών μετασχηματισμών που κατήργησαν σταδιακά το κεϋνσιανό μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας και το αντίστοιχο κοινωνικό συμβόλαιο στα κράτη του «Παγκοσμίου Βορρά». Δηλαδή δεν τους απασχολούν αποκλειστικά οι οικονομικές συνέπειες της έλευσης του νεοφιλελευθερισμού και της μετάβασης στη μεταφορντική παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αντιθέτως, στα έργα τους πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν πεδία όπως το ασυνείδητο, η ψυχική υγεία και η υποκειμενικότητα στον ύστερο καπιταλισμό, ενώ αναμετρώνται εις βάθος με τις συνθήκες που καθιστούν δυνατή την αλληλεγγύη, την πολιτισμική καινοτομία και τον οραματισμό ενός χειραφετητικού μελλοντικού πολιτικού ορίζοντα.
Η επιρροή της σκέψης του Φίσερ έγκειται μεταξύ άλλων στη δυνατότητα του να περιγράψει με διεισδυτικό τρόπο το συλλογικό αίσθημα ανικανότητας και δυσφορίας που έχει επικρατήσει στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, αλλά και σε διαφορετικό βαθμό σε όλη την υφήλιο, εντός του 21ου αιώνα. Η έννοια του καπιταλιστικού ρεαλισμού, την οποία παρουσιάζει στο ομώνυμο βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε το 2009, περιγράφει την κυρίαρχη αίσθηση πως έχει καταστεί σήμερα αδύνατη όχι μόνο η αμφισβήτηση του καπιταλισμού ως του μοναδικού λειτουργικού και βιώσιμου συστήματος, αλλά ακόμη και η σύλληψη μίας «συνεκτικής εναλλακτικής πρότασης» [1]. Ο Fisher χαρακτηρίζει αυτόν τον ρεαλισμό ως αντιμυθικό μύθο, καθώς ενώ ο καπιταλιστικός ρεαλισμός ισχυρίζεται πως έχει καταρρίψει κάθε άλλον πολιτικό μύθο που διεκδίκησε να σχηματίσει τις κοινωνίες στους περασμένους αιώνες, προωθεί τον δικό του μύθο, ο οποίος επιδιώκει να φυσικοποιήσει και να παρουσιάσει ως διιστορικό φαινόμενο την τωρινή κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, τον ανταγωνισμό και τον ατομικισμό.
Παράλληλα, χρησιμοποίησε τον όρο του καπιταλιστικού ρεαλισμού για να περιγράψει και την στάση που κρατάει η αριστερά τις τελευταίες δεκαετίες [2]. Μέσω αυτής της έννοιας προσπάθησε να σκιαγραφήσει την παθολογική στάση που διατηρούσε και ακόμη διατηρεί ο αριστερός χώρος απέναντι στην υπάρχουσα συγκυρία. Έβλεπε πως μία σημαντική μερίδα των προοδευτικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων είχε παραδοθεί στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, παραιτούμενη από τις όποιες μετασχηματιστικές επιδιώξεις, και στην ηττοπάθεια, αποδεχόμενη έναν πιο περιθωριακό ρόλο που απέκλειε το ενδεχόμενο διαμόρφωσης ενός μαζικού μαχητικού κινήματος και τις επανεμφάνισης ανατρεπτικών αντιλήψεων ως κυρίαρχη τάση στην πολιτική αρένα.
Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ρεαλισμού δεσπόζει η εξάντληση, η στειρότητα στα πεδία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και πολιτικής δράσης και η αναστοχαστική ανικατότητα, δηλαδή η αδυναμία να πράξουμε ακόμη κι αν γνωρίζουμε πως κάτι πάει πολύ λάθος. Επικρατεί μία μορφή συλλογικής παράλυσης. Τη θέση της δημιουργικής αυτοπεποίθησης και της δίψας για τις μελλοντικές εμπειρίες έχει πάρει ένας καταθλιπτικός ηδονισμός, που μας καθιστά κυνηγούς της πρόσκαιρης απόλαυσης που μας προσφέρει η ψηφιακή διέγερση και η κατανάλωση [3]. Ο εκμηδενισμός των προσδοκιών για ένα ουσιαστικό μέλλον τείνει να μας εγκλωβίζει σε ένα ασφυκτικό παρόν, στο οποίο, όταν τον χρόνο μας δεν τον απορροφά η εργασία, το καλύτερο που φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε είναι η παραμονή σε μία χαμηλής έντασης διέγερση που μας διευκολύνει να υπεκφύγουμε όσα βιώνουμε.
Ο όρος που χρησιμοποιεί ο Μπεράρντι για να περιγράψει το τωρινό παγκόσμιο σύστημα, ο απόλυτος καπιταλισμός (absolute capitalism), παρουσιάζει ομοιότητες με την επιχειρηματική οντολογία του Φίσερ. Ο πρώτος είναι το σύστημα «[…] εντός του οποίου οι μόνες αποτελεσματικές αρχές είναι αυτές της συσσώρευσης αξίας, της αύξησης των κερδών και του οικονομικού ανταγωνισμού.»[4]. Ο απόλυτος καπιταλισμός είναι αρρύθμιστος και δεν μπορεί να τον εμποδίσει οποιαδήποτε πολιτική δομή να εκπληρώσει «το καθήκον του». Η επιχειρηματική οντολογία περιγράφει την αντίληψη πως όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες οφείλουν να λειτουργούν βάσει επιχειρηματικών κριτηρίων [5]. Το πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής όλο και περισσότερο αποκόπτεται από τις προνοιακές δημόσιες δομές και η πρόσβαση στην εκπαίδευση και τις υγειονομικές υπηρεσίες γίνεται αρμοδιότητα του εαυτού-επιχειρηματία. Η ευθύνη ιδιωτικοποιείται και η εξαθλίωση νοείται ως ατομική αποτυχία. Η έμμονη προσκόλληση στην κερδοφορία και την αέναη ανάπτυξη, σε έναν πλανήτη με περατούς πόρους που απειλείται από την οικολογική καταστροφή, καταδεικνύουν τον βαθμό στον οποίο έχει παρεισφρήσει η δογματική λογική του απόλυτου καπιταλισμού και της προαναφερθείσας οντολογίας.
Σημειοκαπιταλισμός, υπερ-διασυνδεσιμότητα και σύγχρονες παθολογικές μορφές συσχέτισης
Η απορρύθμιση και η απελευθέρωση των αγορών, η αποδυνάμωση των παραδοσιακών εργατικών συνδικάτων στις δυτικές κοινωνίες λόγω της μεταφοράς της βαριάς βιομηχανικής παραγωγής σε χώρες του Νότου και η επικράτηση της επισφάλειας, η οποία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του σημειοκαπιταλισμού (semiocapitalism), τείνουν να εξαλείψουν τα θεμέλια πάνω στα οποία εδράζεται η αλληλεγγύη. Για τον Ιταλό φιλόσοφο, ο σημειοκαπιταλισμός είναι το σύστημα παραγωγής στο οποίο η ίδια η γλώσσα, λόγω της διάδοσης των πληροφοριακών (informational) τεχνολογιών, έχει ενσωματωθεί στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου [6]. Ο σημειοκαπιταλισμός αξιοποιεί τα συναισθήματα, τις διανοητικές ικανότητες και την προσοχή μας στη διαδικασία παραγωγής σημείων (signs), μορφών (forms) και συμβόλων. Βασίζεται σε ένα αφαιρετικό μοντέλο που του επιτρέπει να καθίστανται αντικείμενα εκμετάλλευσης θραύσματα του κατακερματισμένου εργασιακού χρόνου από πολλαπλούς απομονωμένους πληροφοριακούς εργάτες (info-workers) ανασυνδυάζοντάς τα για να παραγάγει εμπορεύματα. Εντός τέτοιων συνθηκών παραγωγής χάνεται η χρονική και χωρική συνοχή στην εμπειρία της εργασίας, με τον εργάτη να εγκλωβίζεται σε ένα καθεστώς επισφάλειας. Αναγκάζεται να είναι μονίμως συνδεδεμένος, διαθέσιμος και προσαρμοστικός, έτοιμος να προσφέρει αποσπασματικά «πακέτα» της προσοχής και του χρόνου του όποτε του ζητηθεί.
Η υπερ-διασυνδεσιμότητα και οι ψυχικές της επιπτώσεις είναι μία κομβική θεματική στη σκέψη και των δύο διανοούμενων. Ο Φίσερ χρησιμοποιεί τη φράση «υπερδικτυωμένος σολιψισμός» για να περιγράψει την εμπειρία των μεμονωμένων χρηστών που καταναλώνουν αδιάφορα, ομοιόμορφα και κοινότοπα πολιτισμικά προϊόντα μέσω των προσωπικών τους οθονών. Όσον αφορά τις επιπτώσεις της ασταμάτητης ροής και του δικτύου πάνω στην δημιουργικότητά μας, ένας άλλος συγγραφέας, ο Νίκολας Καρ, τονίζει πως: «Η κακοφωνία των ερεθισμάτων του Διαδικτύου βραχυκυκλώνει τόσο τη συνειδητή όσο και την ασυνείδητη σκέψη, εμποδίζοντας το μυαλό μας να σκεφτεί βαθιά ή δημιουργικά.» [7]. Για τον Μπεράρντι, η εμβύθιση στο ψηφιακό δίκτυο δημιουργεί μία νευρική εξάρτηση στη συνεχή διεγερτική ροή της ηλεκτρονικής πληροφορίας. Ο ασταμάτητος βομβαρδισμός ερεθισμάτων από τον κυβερνοχώρο δεν μας εγκλωβίζει μονάχα σε μία χρονικότητα του πανικού και σε μια κατάσταση εξάντλησης, αλλά παράλληλα προκαλεί μια διανοητική/γνωστική μετάλλαξη (cognitive mutation).
Μια θεματική που διατρέχει όλα τα βιβλία του Μπεράρντι της τελευταίας δεκαπενταετίας, είναι η επίδραση της ψηφιακής ροής και της γιγάντωσης της πληροφοριακής σφαίρας πάνω στην ανθρώπινη νόηση και στους τρόπους που τα σώματα αλληλοεπιδρούν το ένα με το άλλο. Επί της ουσίας, συμπεραίνει πως ο ατέρμονος νευρικός ερεθισμός και η μετάβαση από τον συζευκτικό (conjunctive) στον συνδετικό (connective) τρόπο διαπροσωπικής συσχέτισης που επιφέρει η ζωή εντός του κυβερνοχώρου έχει προκαλέσει μία μετάλλαξη στο πεδίο της ευαισθησίας (sensibility) και της αισθαντικότητας (sensitivity) [8]. Η σύγχρονη μορφή εργασίας και επικοινωνίας απευαισθητοποιεί (desensitizes) τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται παθολογικά συμπτώματα στη σφαίρα της ενσυναίσθησης.
Από τη μία πλευρά, στη συζευκτική συσχέτιση ενυπάρχει η ανθρώπινη ατέλεια, η ιδιαιτερότητα και η διαφορετικότητα. Η ανθρωπινότητα έγκειται στις ουλές, τα σημάδια και τα ψεγάδια μας και στην ευαλωτότητα που εντοπίζουμε στις άβολες παύσεις κατά τη διάρκεια μίας συζήτησης και στην απρόβλεπτη φύση της σωματικής επαφής. Η ερμηνεία των μη προφορικών κινησιολογικών και εκφραστικών μηνυμάτων γίνεται όλο και δυσκολότερη για τις γενιές που μαθαίνουν περισσότερες λέξεις από τη μηχανή παρά από τις μητέρες τους (τον ανθρώπινο πομπό που αρθρώνει λόγο), όπως λέει ο Μπεράρντι στα βιβλία και τις ομιλίες του, καθώς χάνεται η συναισθηματική πτυχή της επικοινωνίας. Ο εικονικός κόσμος κάνει το σώμα να λησμονεί την απόλαυση. Συγκεκριμένα την απόλαυση που δημιουργεί η ενεργοποίηση των συναισθημάτων και αισθήσεων που φέρνει η διανοητική και η σωματική εγγύτητα, σε αντιδιαστολή προς το ψηφιακό ερέθισμα. Από την άλλη, η ενσώματη συσχέτιση παραμερίζεται εξαιτίας της πρωτοκαθεδρίας της διαδικτυακής συνδεσιμότητας. Η ανθρώπινη πολυπλοκότητα αντικαθίσταται από τη λεία, αποστειρωμένη και τυποποιημένη πληροφορία (είτε μιλάμε για το σώμα είτε για την σκέψη). Μόνο το υπολογίσιμο και το προβλέψιμο δεδομένο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ενσωματωθεί και να αναλυθεί από τον ψηφιακό κώδικα, έχει αξία στην σφαίρα της συνδεσιμότητας. Όσα περισσεύουν, δηλαδή όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να μεταμορφωθούν πιστά σε πληροφοριακά δεδομένα, είναι περιττά.
Δυνατότητα, ικανότητα/ισχύς και εξουσία
Στο βιβλίο Futurability: The Age of Impotence and the Horizon of Possibility, ο Μπεράρντι παρουσιάζει τις έννοιες δυνατότητα (possibility), δύναμη/ισχύς (potency), εξουσία (power). Πολλαπλές και αποκλίνουσες δυνατότητες είναι εγγεγραμμένες σε κάθε παροντική συνθήκη, όμως απαιτείται η αντίστοιχη ισχύς ώστε να πραγματωθεί κάποια δυνατότητα. Η ισχύς είναι η ενέργεια που μπορεί να μετασχηματίσει τη δυνατότητα (το περιεχόμενο) σε υπαρκτή πραγματικότητα, που δίνει στο υποκείμενο τα μέσα ώστε να διαμορφώσει το μέλλον βάσει της βούλησης του. Η εξουσία όμως είναι ένα «gestalt» (structuring form) που παράγει μορφές, ένα πλέγμα επιλογών που παρουσιάζονται ως αναπόδραστες και αυτονόητες εντός της δομής μιας δεδομένης συνθήκης: «[…] η εξουσία είναι η επιλογή και η επιβολή μιας δυνατότητας μεταξύ πολλών, και ταυτόχρονα είναι ο αποκλεισμός (και η αορατοποίηση) πολλών άλλων δυνατοτήτων.» [9].
Κατά τον ριζοσπάστη διανοούμενο, η δυνατότητα σύλληψης μιας ριζικά δημοκρατικής εναλλακτικής καταστέλλεται από την εξουσία, το gestalt, και τις δεισιδαιμονίες (superstitions) που επιβάλλει στην συλλογική συνείδηση. Η οικονομία, η ανάπτυξη, η δουλειά και η μισθωτή εργασία είναι προλήψεις από τις οποίες οφείλουμε να αποδεσμευτούμε εάν θέλουμε να διανοίξουμε τον δρόμο προς μία χειραφετητική κατεύθυνση. Ως εξουσία, ο χρηματιστικός σημειοκαπιταλισμός παγιδεύει την ανθρώπινη δημιουργικότητα μέσω μίας ντετερμινιστικής στρατηγικής, προεγγράφοντας κάθε τάση και δυνητικότητα σε ένα μοντέλο προληπτικής επιλογής (pre-emptive model). Συνεπώς, η κοινωνική συμπεριφορά αυτοματοποιείται βάσει των προδιαγραφών του υπάρχοντος οικονομικού παραδείγματος, ώστε να μην αποκλίνει από τις επιταγές της ανάπτυξης και της κερδοφορίας.
Παράλληλα, ο Μπεράρντι υποστηρίζει πως έχουμε μπει σε μία περίοδο κατακερματισμένου παγκοσμίου εμφυλίου πολέμου, όπου αντιδραστικές καπιταλιστικές δυνάμεις αντιμάχονται μεταξύ τους, με τα μέτωπα αυτών των πολεμικών συρράξεων να πολλαπλασιάζονται και να αναδύονται σε όλη την υφήλιο [10]. Η πεσιμιστική αυτή διάγνωση ενισχύεται από την πεποίθησή του ότι η ανθρωπότητα οδεύει προς τον αφανισμό, λόγω μη αναστρέψιμων τάσεων όπως είναι ο πόλεμος (και η πυρηνική απειλή) και η περιβαλλοντική κατάρρευση. Επιπροσθέτως, τα περιθώρια για μαζική πολιτική δράση, με πιο συμβατικούς και κοινοβουλευτικούς όρους, έχουν στενέψει τόσο που καθίστανται αμελητέα. Κρίνει πως δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα για τη χάραξη μίας εμπεριστατωμένης πολιτικής στρατηγικής εξαιτίας της ταχύτητας με την οποία λειτουργεί το χρηματιστήριο και η όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένη οικονομία, η οποία είναι υποταγμένη στο δόγμα της κερδοφορίας λειτουργώντας εις βάρος των κοινωνικών αναγκών. Η πολιτική και γενικά η λήψη αποφάσεων προϋποθέτει ρυθμούς που επιτρέπουν την ψύχραιμη εξέταση των δεδομένων και τη συζήτηση. Ρυθμούς που δεν μπορούν να επιβιώσουν στη σημερινή κοινωνία της επιτάχυνσης. Η διαβούλευση και ο αναστοχασμός έχουν επίσης μπει στο στόχαστρο της αφαιρετικής λογικής του ψηφιακού κώδικα και της αυτοματοποίησης, η οποία καθυποτάσσει τη σκέψη και την παγιδεύει στα ασφυκτικά της μέτρα.
Ψυχεδελικός κομμουνισμός και λιποταξία
Η βλοσυρή εικόνα που παρουσιάζουν οι δύο διανοητές μάς κάνει να αναρωτιόμαστε εάν οφείλουμε να παραδοθούμε στην απόγνωση και να καταλήξουμε πως έννοιες όπως η ελπίδα, η δημοκρατία και η ελευθερία είναι σημαίνοντα αποσυνδεδεμένα από οποιοδήποτε προοδευτικό σημαινόμενο. Παρ’ όλα αυτά, οι φιλόσοφοι μας παρέχουν κάποια εργαλεία που μπορούν να φανούν χρήσιμα στην προσπάθειά μας να μην εγκλωβιστούμε σε μία καταστροφολογική αντίληψη.
Πώς μπορούμε να δράσουμε συλλογικά όταν μας κατακλύζει ένα αίσθημα ανικανότητας/αδυναμίας; Η εξάρτηση από την τεχνητή νοημοσύνη και ευρύτερα τις σύγχρονες πληροφοριακές τεχνολογίες, ο πανικός που δημιουργεί η επιτάχυνση σε όλα τα πεδία, ο κοινωνικός δαρβινισμός, η αποκοπή των συστημάτων διακυβέρνησης από τον μέσο άνθρωπο, το χάσμα του πλούτου, οι γενοκτονικές επιδιώξεις και πολιτικές της tech (και όχι μόνο) ολιγαρχίας και μια γενικευμένη αίσθηση επικείμενης καταστροφής, οδηγούν μία σημαντική μερίδα της ανθρωπότητας να νιώθει ανήμπορη και ανίκανη [11]. Πολιτικά, διανοητικά, ακόμη και σεξουαλικά. Αυτή η συναισθηματική και κοινωνική συνθήκη μπορεί, κατά τον Ιταλό ριζοσπάστη, να εξηγήσει και την άνοδο του τραμπισμού, αν τον συλλάβουμε ως μία μνησίκακη φαντασίωση επιβολής και εκδίκησης ενός φοβισμένου, ταπεινωμένου και γερασμένου πληθυσμού (ειδικά στις δυτικές κοινωνίες), που βλέπει τον κόσμο που γνώριζε να καταρρέει. Ακόμη και εντός τέτοιων συνθηκών όμως, υπάρχει η δυνατότητα διάνοιξης μιας διόδου διαφυγής. Κομβικό ρόλο μπορούν να παίξουν δύο έννοιες: αυτή του ψυχεδελικού κομμουνισμού (acid communism) και της λιποταξίας (desertion).
Στη σκέψη του Φίσερ, ο ψυχεδελικός κομμουνισμός έχει διττή φύση όντας ταυτοχρόνως πρόκληση και υπόσχεση. Η πτυχή της πρόκλησης έγκειται στο πολιτικό σχέδιο της συνάρθρωσης ταξικών, σοσιαλιστικών-φεμινιστικών και ψυχεδελικών μορφών συνείδησης και συσχέτισης σε ένα ενιαίο κομμουνιστικό πρόταγμα. Γεύσεις αυτής της διαδικασίας πήραμε κατά την άνθηση των αντιπολεμικών και μαχητικών εργατικών κινημάτων, και ειδικά της αντικουλτούρας, στις δεκαετίες του ’60 και ’70. Ο όρος αναφέρεται όχι μόνο στην ιστορική εμπειρία αυτής της περιόδου αλλά και σε μία «εικονική συνάρθρωση», η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή έμπνευσης και αφύπνισης της δημιουργικότητάς μας [12]. Παρά το γεγονός πως δεν είναι υπαρκτός ακόμη, μόνο και μόνο η ίδια η δυνητικότητα της έλευσης του ψυχεδελικού κομμουνισμού μπορεί να έχει καθοριστική επιρροή στις τωρινές κοινωνικές ισορροπίες. Η υπόσχεση ενός νέου τρόπου συνύπαρξης και ενός μέλλοντος που ο καπιταλιστικός ρεαλισμός έχει κάνει σήμερα να φαίνεται εξωπραγματικό, μπορεί να επιστρέψει στο προσκήνιο χάρη στην ριζική μεταμόρφωση του φαντασιακού μας. Για τον Βρετανό πολιτισμικό κριτικό, η ψυχεδέλεια μας φανερώνει πως τα θεμέλια στα οποία εδράζεται η υπάρχουσα κοινωνία είναι προσωρινά και ευμετάβλητα. Η ψυχεδέλεια αμφισβητεί τη σχέση μεταξύ της συνείδησής μας και της εμπειρίας μας (που βιώνουμε ως μοναδική πραγματικότητα), τη σχέση μας με τον χώρο και τον χρόνο. Γίνεται σαφές πως δεν μας δεσμεύει κάποιος ουσιοκρατικός ή θρησκευτικός Κανόνας να υποτασσόμαστε στην μεγέθυνση της οικονομίας και τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Ο μετασχηματισμός του κοινωνικού φαντασιακού απαιτεί μία αλλιώτικη σχέση με τον χρόνο. Η έννοια του αργού χρόνου στη σκέψη του Τόμας Χιλάντ Έρικσεν [Thomas Hylland Eriksen] μπορεί να φανεί χρήσιμη σε αυτή την αναζήτηση [13]. Κατά τον Νορβηγό ανθρωπολόγο, ο αργός χρόνος δεν είναι απαραίτητα αυτός που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, αλλά αυτός που μας επιτρέπει την εμβύθιση στη στιγμή, μία εμπειρία που προτάσσει και ο Φίσερ με τον ψυχεδελικό κομμουνισμό. Ο όρος αναφέρεται στη χρονικότητα εντός της οποίας βρίσκεται κανείς όταν κάνει ενδελεχή και οξυδερκή μελέτη, όταν γράφει ή όταν είναι σε μία συνθήκη καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η εις βάθος συζήτηση, το παιχνίδι, η επένδυση σε μία φιλική ή ερωτική σχέση είναι δραστηριότητες που απαιτούν προσήλωση και συναισθηματική διαθεσιμότητα. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί ένας έρωτας εντός ρυθμών επιτάχυνσης, λες και ακολουθώντας διεκπεραιωτικά κάποια βήματα μπορούμε να ξεμπερδέψουμε με την υπόθεση αυτή στα γρήγορα.
Στην εποχή του καπιταλιστικού ρεαλισμού και του απόλυτου καπιταλισμού, έχουν γίνει κυρίαρχες παθολογίες η κατάθλιψη και η φοβική συσχέτιση με το σώμα του άλλου. Για τον Φίσερ η κατάθλιψη συνδέεται με την ιδιωτικοποίηση του άγχους και την εξατομίκευση, την απουσία μιας θετικής συλλογικής προοπτικής για το μέλλον και την πεποίθηση πως οι δεδομένες συνθήκες είναι μόνιμες [14]. Η νεοφιλελεύθερη λογική εδώ και δεκαετίες επιχειρεί να αποσυνδέσει την κατάθλιψη από τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που την γεννούν, όπως είναι η επισφάλεια και η φτώχεια, προωθώντας μία φαρμακολογική και βιοχημική εξήγηση αλλά και αντιμετώπιση. Η αποτυχία, εξαιτίας αυτής της προσέγγισης, εσωτερικεύεται ως προσωπική ανεπάρκεια, η οποία και πάλι μπορεί να αναλυθεί αποκλειστικά με όρους κάποιας ατομικής διαταραχής και εσφαλμένης εγκεφαλικής «ρύθμισης».
Στο έργο του Μπεράρντι, ειδικά στο βιβλίο Quit Everything: Interpreting Depression, ο φιλόσοφος παρουσιάζει μια πρωτότυπη ερμηνεία της κατάθλιψης και της επιδημικής της εξάπλωσης στις σύγχρονες κοινωνίες. Σημειώνει πως το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την παράλυση της φαντασίας μας σχετικά με το μέλλον και τη μείωση της επιθυμίας μας, που οδηγεί στην αποδυνάμωση της έλξης που μας ασκεί η ίδια η πραγματικότητα. Εν αντιθέσει με πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις, υποστηρίζει πως η σημερινή κατάθλιψη δεν μπορεί να ταυτιστεί απλώς με την αίσθηση της αποτυχίας και τη μελαγχολία, αλλά ότι οφείλουμε να την αντιληφθούμε ως έναν φορέα υποκειμενοποίησης και ως μία μορφή γνώσης. Αντλώντας έμπνευση από τη σκέψη του Αμερικανού ψυχολόγου Τζέιμς Χίλμαν [James Hillman], ο οποίος περιέγραψε την κατάθλιψη ως τη μορφή γνώσης που βρίσκεται κοντύτερα στην αλήθεια (της βεβαιότητας του θανάτου στην περίπτωσή του), ο Μπεράρντι χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει τη μαζική συνειδητοποίηση, ειδικά των νέων γενιών, πως το υπάρχον σύστημα κινείται προς μια καταστροφική, μη αναστρέψιμη κατεύθυνση και ότι δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε να είμαστε μέρος του. Βιώνουμε τη σταδιακή συγκρότηση μιας νέας υποκειμενικότητας που διαμορφώνεται μέσα από τη διαδικασία αναγνώρισης πως δεν είναι εφικτό ούτε θεμιτό να συνεχίσουμε να ζούμε δέσμιοι του δόγματος της επικράτησης του ισχυρού και της διαρκούς μεγέθυνσης, που μας οδηγούν στην περιβαλλοντική κατάρρευση. Αυτή η κατάθλιψη ουσιαστικά είναι μία συνειδητή παραίτηση και «αποεπένδυση» της επιθυμίας μας να συμμετέχουμε στην κοινωνία που αυτοκαταστρέφεται [15].
Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάθλιψη δεν οδηγεί στην απάθεια και τη στασιμότητα αλλά μας μεταφέρει το μήνυμα πως η μόνη διέξοδος βρίσκεται στην ενεργητική αντιμετώπιση των συνθηκών, μέσω της λιποταξίας. Η λιποταξία από τον πόλεμο, η άρνηση της εργασίας, του καταναλωτισμού, της συμμετοχής στην κοινοβουλευτική πολιτική και τέλος, η απόρριψη της αναπαραγωγής, της διαιώνισης του είδους, είναι η εναλλακτική που παρουσιάζεται ως η πιο ηθική επιλογή και ως η αποτελεσματικότερη στρατηγική [16]. Η εγκατάλειψη και η παραίτηση αυτής της μορφής δεν πρέπει να ταυτιστεί με την κυνική υποταγή, καθώς ανοίγει τον ορίζοντα της επανανοηματοδότησης των πολιτικών και κοινωνικών μας σχέσεων. Η λιποταξία ίσως είναι ο τρόπος να δημιουργήσουμε νέους στόχους και νέους δεσμούς, καθοδηγούμενους από και προσανατολισμένους προς την ενσυναίσθηση, την αλληλεγγύη, τη βιωσιμότητα, την απόλαυση και την αγάπη του εαυτού και του άλλου (ως την προέκτασή μας).
Καμία εκδοχή του μέλλοντος δεν είναι προδιαγεγραμμένη, όσο δύσκολο κι αν είναι να φανταστούμε την εκδίπλωση των γεγονότων με τρόπο που να μη συμμορφώνεται με τον κώδικα της εξουσίας. Στη σκέψη του Berardi δεν υπάρχει ένα μέλλον, αλλά η μελλοντικότητα (futurability) [17]. Η τελευταία είναι το πεδίο της πολλαπλότητας των δυνατοτήτων (possibilities), των μελλόντων που ενώ ενυπάρχουν εντός του παρόντος, δεν έχουμε την εγγύηση ότι θα πραγματωθούν. Η λιποταξία ίσως είναι ο τρόπος να μετατρέψουμε την ανικανότητά μας στην ισχύ που χρειαζόμαστε για να πλοηγηθούμε εντός του ωκεανού της μελλοντικότητας και να εντοπίσουμε τις δυνατότητες που επιθυμούμε να κάνουμε πραγματικότητα. Ίσως είναι η αναγκαία συνθήκη για την απόκτηση μιας ψυχεδελικής συνείδησης.
Η λιποταξία και ο ψυχεδελικός κομμουνισμός είναι πιθανό σε πρώτο επίπεδο να φαίνονται υπερβολικά αφηρημένες σαν έννοιες ή ανεδαφικές σαν προτάγματα. Για να είμαστε ακριβείς όμως, κανείς εκ των δύο διανοούμενων δεν θα ισχυριζόταν πως μας προσφέρει μία έτοιμη λύση και ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα. Αυτό που μας παρέχεται είναι ένα πλαίσιο σκέψης και πειραματισμού, σε προσωπικό αλλά και συλλογικό επίπεδο, που έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί. Μας προσφέρουν ορισμένα εργαλεία που μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής στάσης.
Ενώ είναι πιθανό να μην έχουμε το περιθώριο να αρνηθούμε πλήρως την εργασία και τον καταναλωτισμό χτίζοντας σε άμεσο χρόνο οικονομικά ανεξάρτητες κοινότητες παραγωγής και διανομής αγαθών, παραταύτα έχει πολιτική σημασία η διεκδίκηση μορφών κοινωνικής αυτοσυντήρησης που να μην υπάγονται στην αγορά. Οφείλουμε να μην ταυτίζουμε την προσωπική μας αξία με την εργασία μας, ούτε να την αντιλαμβανόμαστε βάσει της ικανότητάς μας να επιβαλλόμαστε στους διπλανούς μας εντός μίας απάνθρωπα ανταγωνιστικής αγοράς. Η μερική λιποταξία από πτυχές του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού ίσως μας δώσουν τη δυνατότητα να απολαύσουμε συλλογικά περισσότερες δραστηριότητες που ενισχύουν την ευαισθησία και την αισθαντικότητά μας. Τέτοιες δραστηριότητες μας επιτρέπουν να καλλιεργήσουμε μορφές διαπροσωπικής συσχέτισης, ικανές για την ψυχεδελική αμφισβήτηση όσων θεωρούνται δεδομένα.
Παραπομπές
[1] α) Mark Fisher, Καπιταλιστικός ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική;, μτφρ.: Θέμης Πανταζάκος, Γιάννης Γαλιάτσος, Futura, Αθήνα, 2015, σσ. 8-11, 14-17, 33-35, β) Μαρκ Φίσερ, Η ακύρωση του μέλλοντος. Κείμενα για τον καπιταλιστικό ρεαλισμό και τη μυστική θλίψη του 21ου αιώνα, μτφρ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, Αντίποδες, Αθήνα 2024, σ. 130.
[2] Μαρκ Φίσερ, Η Ακύρωση του Μέλλοντος, ό.π., σσ. 240-242.
[3] Mark Fisher, Καπιταλιστικός Ρεαλισμός, ό.π., σσ. 37-43.
[4] Franco Bifo Berardi, Heroes: Mass murder and suicide, Verso Books, London/New York 2015, σσ. 89-92. Η μετάφραση του αποσπάσματος που βρίσκεται στη σελίδα 91 είναι δική μου.
[5] Mark Fisher, Καπιταλιστικός Ρεαλισμός, ό.π., σσ. 29-35
[6] α) Franco Bifo Berardi, Precarious Rhapsody: Semiocapitalism and the Pathologies of the Post-Alpha Generation, Autonomedia, Brooklyn 2009, σσ. 7-9, 30-46, 141-151, β) Franco Bifo Berardi, The Soul at Work: From Alienation to Autonomy, Semiotext(e), California 2009, σσ. 86-92, 181-183
[7] Nicholas Carr, The Shallows: What the Internet is Doing to Our Brains, W.W. Norton & Company, New York 2011, σ. 119. Η μετάφραση είναι δική μου.
[8] α) Franco Bifo Berardi, Futurability: The Age of Impotence and the Horizon of Possibility, Verso Books, London/New York 2019 (α΄ έκδ. 2017), σσ. 107-111, β) Franco Bifo Berardi, Heroes: Mass murder and suicide, ό.π., σσ. 47-50, 114-118, γ) Franco Bifo Berardi, Precarious Rhapsody, ό.π., σσ. 129-132, δ) Franco Bifo Berardi, Quit Everything: Interpreting Depression, Repeater-Watkins Media Limited, London 2024, σσ. 47-51, 66-71, ε) Franco Bifo Berardi, The Third Unconscious: The Psychosphere in the Viral Age, Verso Books, London/New York 2021, σσ. XI, 18-19, 61-73.
[9] Franco Bifo Berardi, Futurability, ό.π., σσ. 1-21. Η μετάφραση του αποσπάσματος που βρίσκεται στη σελίδα 2 είναι δική μου.
[10] α) Franco Bifo Berardi, Futurability, ό.π., σσ. 135, 12, 18-21, 106-114, 149-159, β) Franco Bifo Berardi, Quit Everything, ό.π., σ. 40-43, 169-171, γ) Franco Bifo Berardi, The Soul at Work, ό.π., σ. 195.
[11] α) Franco Bifo Berardi, Futurability, ό.π., σσ. 21, 40-44, 50-62, 70-81, 84-91, β) Franco Bifo Berardi, Quit Everything, ό.π., σσ. 70-80, γ) Franco Bifo Berardi, The Third Unconscious, ό.π., σσ. 45-49.
[12] Μαρκ Φίσερ, Η ακύρωση του μέλλοντος, ό.π., σσ. 296-303, 310-314, 317-323.
[13] Thomas Hylland Eriksen, Tyranny of the Moment: Fast and Slow Time in the Information Age, Pluto Press, London 2001, σ. 147-164.
[14] α) Μαρκ Φίσερ, Η ακύρωση του μέλλοντος, ό.π., σσ. 56- 71, 77-92, 97, β) Mark Fisher, Καπιταλιστικός ρεαλισμός, ό.π., σσ. 14-16, 33-38, 43, 56-63.
[15] α) Franco Bifo Berardi, Quit Everything, ό.π, σσ. 61-68, 97-117 β) Franco Bifo Berardi, The Third Unconscious, ό.π., σσ. 32-40, 64-67.
[16] Franco Bifo Berardi, Quit Everything, ό.π., σσ. 2-3, 7-8, 11-15, 18-27, 100, 112, 120, 126-129, 148-157.
[17] Franco Bifo Berardi, Futurability, ό.π., σσ. 1-21.

