© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Χάρης Βλαστάκης

«Μουσική απροστάτευτη κι εκτεθειμένη για χρήσεις που ουδέποτε φαντάστηκαν οι άνθρωποι»

Η διάθεση για σύνθεση μουσικής περιορίζεται:

-όταν οι συνθέτες/τριες αγαπήσουν κι αγαπηθούν πραγματικά από τους/τις συντρόφους
τους
-όταν κυριαρχούν ολοκληρωτικά καθεστώτα στις κοινωνίες
-όταν η κατάθλιψη χτυπήσει την πόρτα
-όταν ο δημιουργός εκπληρώσει τον στόχο του

Η διάθεση για ακρόαση μουσικής περιορίζεται:

-από τη γελοιωδώς εύκολη διαδικτυακή πρόσβαση σ’ αυτήν
-από την ασταμάτητη και ατιμωτική χρήση της στον χώρο της διαφήμισης
-από την ανικανότητα να σχηματίσει κανείς μνήμη γύρω απ’ αυτήν
-από τη μισανθρωπία

Συμβαίνουν όλα αυτά τόσον καιρό πια.

Έχω ξεχάσει πότε μπήκα τελευταία φορά σε δισκάδικο, πότε αγόρασα το τελευταίο cd.
Κι έμαθα να μη ντρέπομαι όσο η μουσική μεταμορφωνόταν σε άυλα δεδομένα,
έμαθα να βλέπω το κέρδος και την άνεση που πρόσφεραν τα άυλα δεδομένα,
έμαθα να αποχαιρετώ το πικάπ, τα βινύλια, τον ενισχυτή μου και τα παλιά ηχεία,
έμαθα να κατεβάζω πειρατικά τις μουσικές που έψαχνα κι έβρισκα προ youtube,
έμαθα να ακούω στον υπολογιστή από μικρά twitter για αρχή,
μετά ήρθε κι ένα ψευδογουφεράκι,
έμαθα να μικραίνει το σώμα της μουσικής –ο όγκος της, τόσο, μέχρι που χώρεσε
σ’ ένα smartphone με ένα ζευγάρι ψείρες.
Και τόσες διαφημίσεις πια.

Πάω πίσω ιστορικά να βρω φως…

Η μουσική παραγωγή μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 50 στην Ελλάδα είναι ακόμα βαθιά ταξική, όπως βεβαίως και η μουσική εκπαίδευση. Ο Κώστας Γιαννίδης αναφέρει πως την περίοδο κυβερνήσεως Μεταξά, επιτρέπονταν τρεις, το πολύ τέσσερις χορευτικοί ρυθμοί να χρησιμοποιούνται για σύνθεση μουσικής και τραγουδιού. Το γερμανο-βαυαρικό πνεύμα συνέχιζε την ανθελληνική του επιρροή και μετά τον Μεταξά, μέσα στα ωδεία, πλήρως ασύνδετο με τη σύγχρονη ιστορία, μη μπορώντας ή θέλοντας να αφομοιωθεί σε μια κάποια ελληνικότητα. Ταξικό χάσμα μεταξύ σπουδαστών και αυτοδίδακτων μουσικών. Μίσος αττικό για τους πρόσφυγες της Σμύρνης, εκτός νόμου το ρεμπέτικο, διώξεις.

Όταν ο Χιώτης έφτιαξε τον νέο ήχο του λαϊκού, μπήκε με μία «εφεύρεση» στα σαλόνια και στις καρδιές των πλουσίων και της μεσαίας τάξης, σπάζοντας την αντίληψη ότι η τσέπη και η κουλτούρα πρέπει να συμπορεύονται. Το έκανε απ’ ό, τι φάνηκε με μεγάλη επιτυχία. Βασίστηκε στο διαχρονικό βάσανο πλούσιων που ερωτεύονταν φτωχούς και το αντίστροφο. Επέμεινε πως η καψούρα και τα επακόλουθά της αφορούν όλους, από τον βιομήχανο μέχρι την πλύστρα, κι από την πιο φτωχή προδομένη κόρη της επαρχίας μέχρι τον πιο μοδάτο Αθηναίο γόη, καταφέρνοντας τελικά να ξεσκεπάσει τη γεωγραφία μιας νέας μεγάλης αγοράς. Μπορεί μια γενιά πριν οι ξένοι χοροί φοξ – τροτ, βαλς και πεγκουίν να ήταν προνόμιο αποκλειστικά της υψηλής κοινωνίας των λίγων, αλλά στην εποχή του το cha-cha, η bossa-nova και το shake ανήκαν πια σε όλους. Ήταν εδώ που τα λέμε, παγκόσμιο φαινόμενο αυτή η κατάλυση διαχωριστικών γραμμών στις τάξεις, μέσα από τη μουσική της δεκαετίας του 50.

Ταυτόχρονα εμφανίζεται ο Χατζιδάκις, τελειόφοιτος ωδείου και πολέμιος της ταξικής συνείδησης, ένας συνδυασμός που μύρισε μπαρούτι από την αρχή. Επεξηγώντας στη θρυλική διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης (1949) το Ρεμπέτικο και τη βαθιά ρίζα του, έκανε σαφές αυτό που θα ακολουθούσε. Μια άλλη εφεύρεση από κείνη του Χιώτη, πιο οικουμενική και εσωτερική. Πιο απαιτητική στη σύλληψη και στη διατήρησή της. Έχοντας βαθιά ανάγκη να επέμβει με μύθους σε μία διαλεύκανση «ελληνικότητας» και όχι φορώντας μπριγιαντίνη ή σμόκιν που συνδυαζόταν με απαστράπτον τετράχορδο μπουζούκι, χωρίς διάθεση να εξαρτάται από τον όρθιο performer του μαγαζιού και της ζωής του, εφηύρε παρέα με τον Γκάτσο τη νεοελληνική μπαλάντα και χώρεσε μέσα της πολλές σημαντικές πληροφορίες. Όσο κανείς στην ελληνική μουσική ιστορία, διαφύλαξε τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του σα να ήταν κι αυτό μέρος της σύνθεσής του. Με επίγνωση ότι η εκάστοτε χρήση ενός τραγουδιού καθορίζει τον σκοπό και την ταυτότητά του τελικά, όπως την ορίζουν τα μουσικά και στιχουργικά του υλικά πρωτίστως.

Δεν αγιάζει ο σκοπός τα μέσα, αλλά τα μέσα υπαγορεύουν τον σκοπό. Πολλοί χάζευαν τις ρητά αυστηρές απαγορεύσεις στα οπισθόφυλλα των δίσκων του περί χρήσης της μουσικής του και τις βάφτιζαν «ιδιοτροπία» και «σνομπισμό». Γιατί απαγόρευε σταθερά να παίζεται το έργο του σε άλλες συνθήκες από τις επιτρεπόμενες; Γιατί δεν ακούσαμε ποτέ όσο ζούσε το Χαμόγελο της Τζοκόντας στα σούπερ μάρκετ και τα εμπορικά καταστήματα, στα ασανσέρ εταιρειών και στα διαφημιστικά σποτάκια του ραδιοφώνου; Ήταν τσιγκούνης; Ήταν ένας στρυφνός Δον Κιχώτης που έτρεφε υπερβολικές αξιώσεις για το έργο του; Κατέστη σαφές μετά από τόσα χρόνια τι επεδίωκε. Κι ήταν τόσο σαφές που ελάχιστοι έπραξαν ομοίως.

Μιλάω για την ακραία αγορά και πως αυτή προσέκρουσε στις εύθραυστες ιδιοσυγκρασίες μας.

Το Ζεϊμπέκικο δεν γράφτηκε για την διαφήμιση της AMSTEL, τα Κόκκινα Φανάρια δεν γράφτηκαν για τα JUMBO, ούτε τα «Πιο ωραία λαϊκά» για τα μπισκότα ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Το Άξιον εστί δεν σκεφτόταν ποτέ να βγει από τα χείλη ενός μέλλοντα Ρουβά, ακόμα και το ανάλαφρο «Έχω ένα μυστικό» ουδέποτε αναφερόταν στη συνταγή ψωμιού του Κατσέλλη. Κι όμως τα ναι μεγάλων συνθετών, όσο και των κληρονόμων τους, έδειξαν στο βάθος κάτι τόσο επιδερμικό και αναπάντεχο:

Το να περιφρουρείς τη χρήση, τις συνθήκες και τους ακροατές γύρω και μέσα από το έργο σου, θυμίζει ναρκισσισμούς άλλων εποχών, γραφικές αξιοσύνες και εστετισμό. Θα γίνει το τραγούδι σου άλλο στα χέρια διαφημιστών, αλλά θα γίνει για κάποια… αρκετά χιλιάρικα. Θα το ξαναθυμηθούν οι παλιότεροι, θα το μάθουν και οι καινούργιοι (αν πετύχει το σποτ), πολλά εμπορικά καλά θα μπορούν να ξεπηδήσουν κι εκείνο το χρέος στην εφορία ή η ανακαίνιση στο εξοχικό να βγει στο τσακ μπαμ. Και κάπου εδώ βρίσκω τις αιτίες για την επερχόμενη Ακύρωση, για την οποία θα μιλήσω λίγο πιο κάτω.

Μετά ήρθε το ίντερνετ.

Η μεγάλη δαγκάνα του μικροσκοπικού περιηγητή. Υπάρχει μια ηλεκτρονική διεύθυνση, ένα μονό κλικ για κάθε τραγούδι, κατακερματισμένο, όμοιο με σπασμένο κομμάτι ξύλου που επιπλέει σε θάλασσα και έχει κανείς μια δαγκάνα για χέρι, μαζί με την απόλυτη πανοραμική κάτοψη να εντοπίσει το παραμικρό ξυλαράκι που επιπλέει. Το διαλέγει, πάει στο επόμενο, συνήθως κάτι διπλανό, κάτι που διάλεξαν πριν κι άλλοι συλλέκτες, το διαλέγει κι αυτό, μετά μπορεί να δρασκελίσει δύο ωκεανούς, να φτάσει σ’ άλλη ήπειρο, σ’ άλλο μικρό επιπλέον ξυλαράκι. Με τέτοια επαναληπτική κι εύκολη διαδικασία αδυνατείς να αποθηκεύεις πολλά. Δοκιμασμένο! Γίνεσαι ο περιηγητής με το μικρό σακουλάκι. Μαζεύεις λίγα συνέχεια και πετάς κάθε λίγο. Πέρασαν 15 χρόνια έτσι. Στο τέλος κοιτάς τις θάλασσες και φοβάσαι να συνεχίσεις.

Έχεις χάσει την γεύση σου. Αδυνατείς να σχηματίσεις καινούρια μνήμη. Ο θησαυρός είναι εκεί μόνιμα, σε περιμένει να τον βρίσκεις ξανά και ξανά, είτε κάθεσαι ανάσκελα στο κρεβάτι σου, είτε στη λεκάνη της τουαλέτας, ή μέσα σ’ ένα ταξί που κόλλησε στην κίνηση του δρόμου, όπου και νά ʼσαι ο θησαυρός είναι εκεί και παχαίνει κάθε μέρα από τραγούδια. Δεν ζητάει καμιά άλλη προϋπόθεση απολαβής του, αρκεί να πληρώνεις έναν πάροχο ίντερνετ και να βλέπεις χιλιάδες διαφημίσεις. Τα νοητά μεγέθη της καλλιτεχνίας, οι μύθοι που επικαλούνται οι δημιουργοί και οι δικλείδες ασφαλείας της ίδιας της Τέχνης πήγαν περίπατο. Η μουσική μοιάζει τελείως απροστάτευτη κι εκτεθειμένη για χρήσεις που ουδέποτε φαντάστηκαν οι άνθρωποι. Ο δέκτης αισθάνεται πάνω απ’ όλα αυτά που δεν κατανοεί, οπότε και πάνω από τους εκφραστές αυτών που δεν κατανοεί. Το μίσος και η συνεχής κούραση από τις διαφημίσεις μεταφέρεται εύκολα στην διάθεση του χρήστη να γευτεί καρπούς τέχνης, ο οποίος χρήστης στο τέλος, είτε πληρώνει πλατφόρμες για να μην αποσπάται διαφημιστικά, είτε πάει κατευθείαν στα διαφημιστικά προϊόντα, είτε κλείνει τη συσκευή.

Παράλληλα, η ακαριαία γιγάντωση των social με τ’ αμέτρητα ομιλούντα κεφάλια αρχηγίσκων, το από μηχανής δικαίωμα να έχει και ο τελευταίος άσχετος των τεχνών άποψη και λίθο για πέταμα στο κεφάλι ενός δημιουργού –επειδή διαφωνεί με τις απόψεις του, το αναφαίρετο δικαίωμα της μαύρης χολής προς όλες τις κατευθύνσεις, γνωστό και ως hate speech, έκανε στο συλλογικό συνειδητό εύκολη την Ακύρωση. Η Ακύρωση ζει πια εδώ. Είναι μικρή αμοιβάδα που τρώει εσωτερικά τον εγκέφαλο. Είναι μάντραμ στα χείλη των χρηστών που πιέστηκαν να σιχαθούν την φύση τους. Είναι το ξίφος της μισανθρωπιάς σε τεράστιες διαστάσεις, έτοιμο να βρει συντεταγμένες και να πέσει ακόμα στον σβέρκο και του πιο ταλαντούχου ανθρώπου, αν χρειαστεί.

(Και οι πιο ταλαντούχοι όμως, έχουν αυτο-ακυρωθεί μουλωχτά και στη ζούλα, κατεβάζοντας τον πήχη του έργου τους, όπως έγραψα πριν με παραδείγματα). Η Ιστορία έχει καταγεγραμμένους ανάξιους θανάτους επιφανών. Θανάτους άνισους με τον πρώιμο βίο, με τα έργα και τις ημέρες τους. Ουδέποτε, όμως δεν έχει καταγραφεί ιστορικά αυτός ο ιδιαίτερος θάνατος της Ακύρωσης. Πώς γίνεται να αφαιρείσαι από το συλλογικό τιμωρητικά, με διαπόμπευση και λεκτικό λιντσάρισμα, επειδή κάποιος σε διασύρει με συκοφαντίες ή ανακρίβειες. Ή απλά δεν του αρέσει η σκέψη σου, το παρουσιαστικό και το ύφος που διαθέτεις. Πλέον, πανεύκολα. Από μόνη της η αγέλη εξοντώνεται. Δεν χρειάζεται πια μια Αυριανή με τους αναγνώστες της μαζί να συντρίψουν έναν Χατζιδάκι, μπορεί ο οποιοσδήποτε να το κάνει στα social media αυτόκλητα, παρασέρνοντας κοσμάκη, και ας υπάρχουν δήθεν όροι κοινότητας. Η Ακύρωση πηγάζει σαν αγανακτισμένο δικαίωμα από τεράστιες μάζες πολιτών τα τελευταία χρόνια, όσο οι ίδιοι ακυρώνονται μαζικά από τις πολυεθνικές και τους πολιτικούς τους.

Και πάλι στην αρχή…

Η διάθεση για σύνθεση μουσικής περιορίζεται.

Η διάθεση για ακρόαση μουσικής περιορίζεται.

Η επόμενη κλιματική αλλαγή του μουσικού τοπίου, θαρρώ πως θα είναι ο οριστικός αποκλεισμός

πολλών δημιουργών και καλλιτεχνών από το δικαίωμά τους να εμφανίζονται ζωντανά σε συναυλίες

και να αναπτύσσουν σχέσεις με το κοινό τους. Μιλάω για εκείνους που δεν εισάγουν το αίμα τους στη μηχανή για να στηρίζουν προϊόντα και πλατφόρμες και όταν λέω «αποκλεισμός» εννοώ βάσει νόμου πια. Βάσει νομοσχεδίου που θα ψηφίσει η πλειονότητα του βουλευτικού σώματος.

Κάτι ευχάριστο δεν είπα. Λυπάμαι τόσο πολύ γι’ αυτό. Δεν γράφω για να σας μαγέψω με κάτι, ούτε να χαθώ σε αναλύσεις μορφών του ελληνικού τραγουδιού, επιρροές και προελεύσεις. Η μουσικολογία φαντάζει ειρωνική και αμέτοχη όταν το σώμα της μουσικής δεν αγγίζεται πια. Ο κόσμος δεν εκπροσωπείται από κανένα καθεστώς και πολιτικό κόμμα, μάταια αναζητά εκπρόσωπό του σε καλλιτέχνες που γράφουν και τραγουδάνε για ανένταχτες ζωές, για αντάρτες πόλεων και επαναστάσεις, για το δίκαιο και τ’ άδικο, όταν αυτοί οι ίδιοι δεν ονειρεύτηκαν ποτέ μια τέτοια θωριά των εαυτών τους. Είναι μουσικοί, συνθέτες, τραγουδοποιοί, δεν ορέγονται πολιτικές θέσεις, δεν είναι υποχρεωμένοι να φέρουν τα αιτήματα του κοινού τους ανά πάσα στιγμή και λόγω επικαιρότητας, γραμμένα σε πανό στις συναυλίες τους. Κι όμως, ακόμα κι αυτών τα κεφάλια απειλούνται από μια Ακύρωση του σαδιστικού κοινού τους, αν δεν ασπαστούν την καίρια στιγμή αυτό που γράφει το πανό μπροστά τους.

Γεννήθηκα το 1980 στον Πειραιά και κατάγομαι από το Ρέθυμνο και τα Χανιά. Γράφω τραγούδια από τα 15 μου, είμαι τελειόφοιτος κλασικής κιθάρας και ανώτερων θεωρητικών, ζω κι εργάζομαι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα. Το 2011 ολοκληρώθηκε το πρώτο μου άλμπουμ με τίτλο Αρχάγγελος, το οποίο κυκλοφόρησε το 2018. Το 2019 ακολούθησε το Επεισόδιο με 6 μελοποιημένα

ποιήματα του Ν. Λαπαθιώτη. Από το 2021 αναπροσδιορίζονται ήχοι και στόχοι μου, επιστρέφοντας στην ηλεκτρονική μουσική που υπήρξε βασική επιρροή της πρώιμης νεότητάς μου, εξίσου με τον Χατζιδάκι και τους κλασικούς. Το επερχόμενο άλμπουμ κατασκευάζεται με στωικότητα και αναμένεται να κυκλοφορήσει πριν το τέλος του 2022.

⸙⸙⸙

Ενδεικτικά έργα:

1. Αρχάγγελος

2. Οι Μπερντέδες (κι όλο λίγωνε)

3. Chorale

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή