Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Βασίλης Παπαδόπουλος

Μουσική και Γ’ Ράιχ (Μέρος Γ΄)

«Αλαζόνας και οπορτουνιστής!» Αυτές τις λέξεις σημειώνουν, μεταξύ άλλων, στον φάκελο του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν οι Αμερικανοί των αρμόδιων Υπηρεσιών Πληροφοριών που κλήθηκαν να τον εξετάσουν στην Αυστρία στα 1946. Ο Κάραγιαν δηλώνει πως έγινε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος μόνο και μόνο για να προωθήσει την καριέρα του, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει αρκετές φορές πόσες δυσκολίες του είχε δημιουργήσει η εν μέρει εβραϊκή καταγωγή της γυναίκας του Anita Gütermann. Το όνομα του Κάραγιαν μπαίνει σε έναν «Μαύρο» κατάλογο που συντάσσουν οι Αμερικανικές υπηρεσίες με τα ονόματα όλων όσοι είχαν αδιαμφισβήτητα στηρίξει το χιτλερικό καθεστώς και του απαγορεύεται κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα στις ελεγχόμενες από τους Αμερικανούς περιοχές. Παρόμοια τύχη επιφυλάσσουν οι Αμερικανοί και στους αρχιμουσικούς Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ (Wilhelm Furtwengler), Ρούντολφ Κέμπε (Rudolf Kempe), Κλέμενς Κράους (Clemens Krauss), Καρλ Μπέμ (Karl Bohm), Όσβαλντ Καμπάστα (Oswald Kabasta), και Χανς Κνάπερτσμπους (Hans Knappertsbusch).

Η Αμερικανική Στρατιωτική Κυβέρνηση που σχηματίζεται στη Γερμανία αμέσως μετά το τέλος του πολέμου υπό τον στρατηγό Λούσιους Κλέη (Lucius D. Clay) αναλαμβάνει τη διοίκηση των τμημάτων της Γερμανίας που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του αμερικανικού στρατού. Συστήνεται επίσημα την 1η Ιανουαρίου του 1946 και λειτουργεί έως τις 5 Δεκεμβρίου του 1949, οπότε και ενσωματώνεται στην Ανώτατη Αμερικανική Στρατιωτική Επιτροπεία για τη Γερμανία που παίρνει τη σκυτάλη και προσπαθεί να ολοκληρώσει όλη αυτήν την προσπάθεια. Από τα σημαντικότερα τμήματα της Αμερικανικής Στρατιωτικής Κυβέρνησης είναι το Τμήμα Αποκαταστάσεων και Επανορθώσεων, που έχει ως αποστολή του τον εντοπισμό και την επιστροφή έργων τέχνης στις κυβερνήσεις των κρατών, από τις οποίες τα είχαν κλέψει οι Ναζί κατά τη διάρκεια του πολέμου και το οποίο διοικητικά ανήκει στο Τμήμα Πληροφοριών. Είναι αυτό το Τμήμα Πληροφοριών που στις αρχές του 1946 προχωρεί στην έκδοση μιας εφημερίδας, της Die Neue Zeitung (Η Νέα Εφημερίδα), χρησιμοποιώντας ως αρθρογράφους και τυπογράφους Γερμανούς και Εβραίους που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ πριν την έναρξη του πολέμου. Προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να καλύψει το μεγάλο κενό πληροφόρησης του γερμανικού πληθυσμού που έχει δημιουργηθεί μετά την κατάρρευση των ναζιστικών μέσων ενημέρωσης, διοχετεύοντας φυσικά ειδήσεις της αρεσκείας του. Ο Κλέη, που είχε υπάρξει στενός συνεργάτης του προέδρου Ρούζβελτ και του Αϊζενχάουερ, έχει δύο στόχους: πρώτα απ’ όλα να προχωρήσει σε αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούσαν «αποναζικοποίηση» της γερμανικής κοινωνίας γενικότερα, αλλά και της πολιτιστικής ζωής της χώρας ειδικότερα, όσο γίνεται πιο γρήγορα, φέρνοντας ταυτόχρονα τους Γερμανούς πολίτες σε επαφή με την αμερικανική κουλτούρα. Η Αμερικανική Κυβέρνηση είχε ήδη προχωρήσει στη συγκρότηση μιας μεγάλης ομάδας που αποτελούνταν από εκπροσώπους κινηματογραφικών και διαφημιστικών εταιρειών καθώς και πρακτορείων μόδας, εκπροσώπους επιχειρηματικών ομίλων, ψυχολόγους, επικοινωνιολόγους, ηθοποιούς, εκφωνητές, τεχνικούς διαφόρων ειδικοτήτων, γραφίστες, ζωγράφους, σκηνοθέτες, σεναριογράφους, ειδικούς πάνω στις δημόσιες και διεθνείς σχέσεις, ειδικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών κ.ά., που αριθμούσε πάνω από 22.000 άτομα και αποστολή της ήταν να μεταφέρει στη ρημαγμένη Γερμανία την αμερικανική κουλτούρα της δεκαετίας του ʼ40. Δεύτερος στόχος του Κλέη είναι η άμεση δημιουργία ενός λειτουργικού κρατικού διοικητικού μηχανισμού, αποστολή για την οποία οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται ήδη από το 1940. Ο Αμερικανικός Στρατός είχε από τον 2ο χρόνο του πολέμου εκπονήσει δύο σχετικές μελέτες και ο Αϊζενχάουερ, αμέσως μετά την κατάληψη της Σικελίας το 1943, είχε ουσιαστικά σχεδιάσει το μοντέλο ανασυγκρότησης που τώρα ο Κλέη προσπαθούσε να εφαρμόσει στη πράξη.

Όπως ήταν φυσικό, με δεδομένα τη μεταπολεμική κατάσταση στη Γερμανία και τον μεγάλο αριθμό τεχνικών προβλημάτων που έπρεπε να επιλυθούν άμεσα, προέκυπτε συχνά επικάλυψη αρμοδιοτήτων που οδηγούσε σε παρεξηγήσεις, εντάσεις και καθυστερήσεις, μιας και διαφορετικές στρατιωτικές μονάδες έλεγχαν διαφορετικά τμήματα του γερμανικού εδάφους και καθώς κάθε μονάδα ήταν υπόλογη αρχικά στον δικό της διοικητή και μόνο, συχνά αποδεικνυόταν ιδιαίτερα δύσκολο και χρονοβόρο να υπάρξει αποτελεσματικός συνολικός συντονισμός. Πέρα από αυτό, η Αμερικανική Στρατιωτική Κυβέρνηση είχε διαρκώς πρόβλημα υποστελέχωσης, καθώς οι Αμερικανοί στρατιωτικοί δεν επιθυμούσαν τη μακροχρόνια παραμονή τους στη μεταπολεμική Γερμανία, ενώ την ίδια στιγμή ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν οι κατάλληλοι Γερμανοί που θα κάλυπταν τις αντίστοιχες θέσεις.

Ο Clay προχωρά στη δημιουργία άτυπου υπουργικού συμβουλίου τον Οκτώβριο του 1945, το οποίο και παραμένει ενεργό έως το 1949, οπότε και γεννιέται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το υπουργικό συμβούλιο αυτό υπήρξε και η βάση για τον σχηματισμό του μετέπειτα κοινοβουλίου, ενώ ουσιαστικά κάθε υπουργός ήταν αρμόδιος για μια συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη της χώρας. Δημιουργείται επίσημα το «Γραφείο Πληροφοριών, Προπαγάνδας και Αποναζικοποίησης».

Η αποναζικοποίηση της χώρας δεν είναι φυσικά μια μαγική συνταγή που θα μπορούσε εν μία νυκτί να εξυγιάνει μια ολόκληρη κοινωνία, αυτό το γνωρίζουν καλά οι Αμερικανοί. Γνωρίζουν επίσης πως η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (και φυσικά και των καλλιτεχνών) είχε με διάφορους τρόπους στηρίξει ή ανεχτεί το καθεστώς και πως ο πραγματικός αριθμός Γερμανών που είχαν συμμετάσχει σε κάποιου είδους ενεργητικής αντίστασης δεν ξεπερνούσε στην καλύτερη περίπτωση ένα ποσοστό της τάξης του 5%. Η προσπάθειά τους λοιπόν να ξεχωρίσουν τους πολίτες σε «μαύρους» και «άσπρους» προσκρούει από την αρχή στην ύπαρξη μιας τεράστιας μάζας «γκρίζων» πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, και για ολόκληρη τη διετία 1945-1947, στρέφουν τις προσπάθειες τους στον εντοπισμό διασυνδέσεων με το Κόμμα των Ναζί βασισμένοι σε αρχεία, πληροφορίες και μαρτυρίες Εβραίων. Προσπαθούν να κάνουν σαφές στους Γερμανούς πως ο Ναζισμός έχει οριστικά ηττηθεί, ενώ προωθούν τα αμερικανικά σχέδια εκδημοκρατισμού της χώρας. Ταυτόχρονα προσπαθούν να «επιβάλουν» στη συνείδηση των Γερμανών την αμερικανική πολιτιστική ταυτότητα, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος έχει άτυπα ήδη ξεκινήσει.

Η Αμερικανική Στρατιωτική Κυβέρνηση παίρνει στα χέρια της τον έλεγχο όλων των εφημερίδων, περιοδικών, ραδιοφωνικών σταθμών, κινηματογραφικών στούντιο και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Ο αμερικανικός στρατός χειρίζεται στα πρώτα στάδια της κατοχής όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνδυάζοντας προπαγάνδα και λογοκρισία. Τους πρώτους μήνες μετά τον πόλεμο οι Αμερικανοί αναστέλλουν τη λειτουργία όλων των εφημερίδων, περιοδικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Οι μόνες πηγές πληροφόρησης, αρχικά τουλάχιστον, είναι έντυπα και φυλλάδια που μοιράζει ο Αμερικανικός Στρατός στους κατοίκους, καθώς και οι αγγλόφωνες εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού του Λουξεμβούργου. Λίγο αργότερα δίνεται η άδεια σε 73 συντάκτες να επαναλειτουργήσουν –δοκιμαστικά– τις εφημερίδες και τα περιοδικά στα οποία εργάζονταν. Τα έντυπα αυτά λογοκρίνονται αυστηρά, ενώ το παραμικρό λάθος οδηγεί σε απώλεια της άδειας λειτουργίας.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αποναζικοποίησης σχηματίζονται ειδικές επιτροπές με στόχο να εξετάσουν όλες εκείνες τις περιπτώσεις μουσικών που επιθυμούν να εργαστούν στις υπό αμερικανικό έλεγχο περιοχές. Οι υποψήφιοι καταθέτουν αρχικά μια αίτηση με σκοπό να πάρουν από τις αμερικανικές υπηρεσίες τη σχετική άδεια. Οι αιτήσεις εξετάζονται από τις επιτροπές και αφού ο υποψήφιος περάσει με επιτυχία από μια σειρά «συνεντεύξεων», μπορεί πλέον να πάρει την πολυπόθητη άδεια. Οι επιτροπές αυτές έχουν βέβαια στα χέρια τους στοιχεία για τους περισσότερους (και σίγουρα για τους πιο επιφανείς) μουσικούς που είχαν καλλιτεχνική δράση στη Γερμανία από το 1933 και μέχρι το τέλος του πολέμου. Ήδη από τον Ιούλιο του 1945 υπάρχουν κατάλογοι, οι οποίοι και εμπλουτίζονται διαρκώς το επόμενο διάστημα: αρχικά ένας «Μαύρος», στον οποίο εγγράφονται όσοι είχαν ξεκάθαρα συνεργαστεί με το ναζιστικό καθεστώς, είχαν εκφραστεί θετικά για τον ναζισμό, πιθανότατα είχαν γίνει μέλη του Κόμματος ή για τους οποίους υπήρχαν στοιχεία και μαρτυρίες πως είχαν βοηθήσει σε διώξεις Εβραίων. (Φυσικά στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονταν και τα ονόματα εκείνων των μουσικών που είχαν συνεργαστεί με φανερό ενθουσιασμό με το καθεστώς και που, προβλέποντας τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν αργότερα, είχαν, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, φροντίσει να εξαφανιστούν από τη Γερμανία. Ειδικά δίκτυα διαφυγής που είχαν συγκροτήσει οι Ναζί φρόντιζαν να τους εξασφαλίσουν τα απαραίτητα πλαστά έγγραφα και να τους οδηγήσουν με ασφάλεια κάπου μακριά, συνήθως στη Λατινική Αμερική. Χρόνια αργότερα αρκετοί από αυτούς ή ακόμα και απόγονοί τους εμφανίστηκαν στο προσκήνιο με ισπανικά ονόματα).

Εκτός από τον «Μαύρο» αυτό κατάλογο, υπήρχε φυσικά και ένας «Γκρίζος». Σε αυτόν περιλαμβάνονταν ονόματα μουσικών για τους οποίους υπήρχαν πλήθος ενδείξεων, αλλά όχι χειροπιαστές αποδείξεις πως είχαν ωφεληθεί από το καθεστώς ή είχαν συμπράξει σε διώξεις Εβραίων. Στην πραγματικότητα επρόκειτο απλώς για έναν δεύτερο «Μαύρο» κατάλογο. Όσοι μουσικοί περιλαμβάνονταν είτε στον έναν είτε στον άλλο δεν είχαν δικαίωμα να ασκήσουν καμιά καλλιτεχνική δραστηριότητα σε έδαφος ελεγχόμενο από τον Αμερικανικό Στρατό.

Η απόπειρα των Αμερικανών να «εξυγιάνουν» τον γερμανικό χώρο από τα ναζιστικά στοιχεία δεν θα μπορούσε να κρατήσει πολύ χωρίς να δημιουργήσει εντάσεις, αρνητικό κλίμα, δυσφορία και δυσπιστία απέναντι στους μηχανισμούς εξυγίανσης αλλά και μεταξύ των Γερμανών των ίδιων, καθώς πολλές καταγγελίες δεν μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν και πολλοί ισχυρισμοί να αποδειχτούν μέσα στο μεταπολεμικό χάος, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα απ’ όσα πιθανόν θα προσπαθούσαν να λύσουν. Θα μπορούσε αυτή η γεμάτη ζήλο απόπειρα κάθαρσης που είχαν ξεκινήσει οι Αμερικανοί να μετατραπεί εύκολα σε κυνήγι μαγισσών; Σαφώς και ναι. Η συμμετοχή ενός άσημου μουσικού σε κάποια μουσική εκδήλωση του Κόμματος έφτανε για να τον εντάξει στη λίστα υπόπτων. Χρειαζόταν να δοθεί στη γερμανική αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη ένα σαφές μήνυμα που θα αφορούσε όλους αυτούς που έκαναν ανεμπόδιστα καριέρα τα χρόνια της ναζιστικής παντοδυναμίας στη Γερμανία και που, εκτός αν κάποιος τους σταματούσε, θα συνέχιζαν να κυριαρχούν στο καλλιτεχνικό στερέωμα; Οι Αμερικανοί θεώρησαν πως κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο να γίνει, παρ’ ότι πιθανόν θα στερούσε τη μουσική από τις μελλοντικές εξαιρετικές μουσικές επιδόσεις των «αποκλεισμένων». Μια ενδεχομένως μελλοντική εξαιρετική ερμηνεία των συμφωνιών του Μπραμς ήταν λιγότερο σημαντική στα μάτια της κοινής γνώμης από την αίσθηση ατιμωρησίας που θα δημιουργούσε η παρουσία ενός μαέστρου που είχε υπάρξει από τα πλέον προβεβλημένα «παιδιά» του χιτλερικού καθεστώτος. Θα μπορούσαν πολλοί υποστηρικτές του Ναζισμού να ισχυριστούν εκ των υστέρων πως είχαν δημοσίως εκφραστεί υπέρ του καθεστώτος δεχόμενοι πιέσεις (όπως ισχυρίστηκε ο Καρλ Μπεμ) ή πως είχαν μόνο αρχικά –με κάποια δόση ρομαντικής αφέλειας– πιστέψει στον εθνικοσοσιαλισμό (όπως ισχυρίστηκε ο Κλέμενς Κράους) ή πως συνεργάστηκαν προκειμένου να επιβιώσουν ή ακόμα πως δέχτηκαν να γίνουν εργαλεία στα χέρια της ναζιστικής προπαγάνδας για το γενικότερο καλό της γερμανικής μουσικής (όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο Φουρτβένγκλερ); Και σε αυτά τα ερωτήματα η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Θα μπορούσαν πολλοί μουσικοί να είχαν συνεργαστεί ορμώμενοι από χυδαίο οπορτουνισμό, χτίζοντας μια λαμπρή καριέρα, ενώ στη συνέχεια με την ίδια ευκολία προσπάθησαν να αποκρύψουν στοιχεία σε μια απόπειρα να ξεγελάσουν τους Αμερικανούς; Κι εδώ η απάντηση είναι «ναι» (η περίπτωση του συνθέτη Καρλ Ορφ είναι ενδεικτική: ο Ορφ είχε γνωρίσει τη μεγαλύτερη επιτυχία του, την εκτέλεση των Carmina Burana το 1940 και το 1941, υπό τη διεύθυνση των Μπεμ και Κάραγιαν αντίστοιχα, είχε βραβευτεί από το Επιμελητήριο του Ράιχ για τη Μουσική και είχε συμπράξει στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο με μεγάλο ενθουσιασμό, γράφοντας μουσική που παρουσιάστηκε από μια χορωδία 6.000 παιδιών, γεγονότα τα οποία «ξέχασε» να αναφέρει ή τη σημασία των οποίων προσπάθησε να μειώσει όταν ρωτήθηκε σχετικά από τους Αμερικανούς). Ήταν άραγε από την άλλη εύκολο να χαραχτεί μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριξαν ή συνεργάστηκαν με τη θέληση τους και σε αυτούς που για λόγους επιβίωσης έμειναν στη χώρα συνεργαζόμενοι με εκπροσώπους του ναζιστικού καθεστώτος, είτε επρόκειτο για ασήμαντους κοντόφθαλμους υπαλλήλους είτε για υψηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος; Η μόνη ρεαλιστική απάντηση φυσικά είναι «όχι».

Οι Αμερικανοί εντούτοις συνεχίζουν να επιβάλλουν απαγορεύσεις άσκησης καλλιτεχνικών δράσεων σε πολλούς μουσικούς. Ταυτόχρονα βιάζονται να στήσουν όρθιο ένα κράτος όσο γίνεται πιο γρήγορα, ενώ έχουν όλο και περισσότερο στραμμένη την προσοχή τους στη Σοβιετική Ένωση. Καθώς επιθυμούν την υποστήριξη της συντηρητικής γερμανικής ελίτ στο αντι-κομμουνιστικό μέτωπο που άτυπα ήδη είχε αρχίσει να σχηματίζεται, διακόπτουν τη διαδικασία της αποναζικοποίησης και τον Μάρτιο του 1946 με το «Νόμο Απελευθέρωσης από τον Εθνικοσοσιαλισμό» παραδίδουν τη σκυτάλη στις αρμόδιες γερμανικές δικαστικές υπηρεσίες, που υποτίθεται πως θα ολοκλήρωναν την όλη διαδικασία κάθαρσης. Τα αρμόδια γερμανικά δικαστήρια βάζουν στο αρχείο σχεδόν όλες τις υποθέσεις ή προχωρούν άμεσα στην άρση απαγόρευσης άσκησης καλλιτεχνικών δράσεων που είχαν επιβάλει οι Αμερικανοί. Έτσι, η απαγόρευση που είχε επιβληθεί για παράδειγμα στον Κάραγιαν αίρεται στα 1948, δίνοντας τη δυνατότητα στον επιφανή μαέστρο να συνεχίσει τη λαμπρή του καριέρα. Παρόμοια περίπτωση με αυτήν του Κάραγιαν είναι και εκείνη της πιανίστας Έλλη Νέυ (Elly Ney), της τσεμπαλίστα Λι Στάντελμαν (Li Stadelmann) και της κορυφαίας σοπράνο Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ (Elizabeth Schwarzkopf). Η Νέυ, διάσημη ερμηνεύτρια έργων του Μπετόβεν, είχε υπάρξει ενθουσιώδης Ναζίστρια. Της επιβλήθηκε αρχικά απαγόρευση δημοσίων συναυλιών, η οποία ανακλήθηκε αργότερα, ενώ στα 1952 η πόλη της Tutzing την παρασημοφόρησε για την προσφορά της στη μουσική. Η Νέυ συνέχισε να δίνει συναυλίες και να κάνει ηχογραφήσεις παραμένοντας αμετανόητη εθνικοσοσιαλίστρια για το υπόλοιπο της ζωής της. Πέθανε πλήρης ημερών σε ηλικία 85 ετών στη Βαυαρία. Η τσεμπαλίστα Λι Στάντελμαν, φανατική αντισημίτρια, συνέχισε την καριέρα της αφού ανακλήθηκε η απαγόρευση δημοσίων συναυλιών που της είχε αρχικά επιβληθεί και πέθανε στα 1993, αρνούμενη μέχρι τέλους να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση είχε να κάνει με εκείνη την περίοδο ή τον αντισημιτισμό της. Η Σβάρτσκοπφ απ’ την άλλη προσπάθησε να κρύψει το γεγονός πως είχε γίνει μέλος του ναζιστικού κόμματος καθώς και τις επαφές της με κορυφαία στελέχη του χιτλερικού καθεστώτος. Όσες φορές ρωτήθηκε τα επόμενα χρόνια σχετικά, αρνήθηκε πεισματικά να πει το παραμικρό.

Έτσι, στην πραγματικότητα, όσοι καλλιτέχνες συνεργάστηκαν με τον Διάβολο, όσοι επιφανείς μαέστροι δέχτηκαν να προσφέρουν με την καλλιτεχνική τους παρουσία τη στήριξή τους στο καθεστώς, όσοι τραγουδιστές δέχτηκαν να παίξουν τον ρόλο του καλλιτεχνικού πρεσβευτή μιας ομάδας σφαγέων εκατομμυρίων δεν υπέστησαν την παραμικρή τιμωρία, πέρα ίσως από κάποιες «ενοχλητικές» ερωτήσεις που συνέχισαν κατά καιρούς –και η αλήθεια είναι, όσο περνούσε ο καιρός, όλο και πιο σπάνια– να τους απευθύνουν οι δημοσιογράφοι, για να λάβουν ως απάντηση είτε μια γκριμάτσα αποστροφής είτε ένα παγερό χαμόγελο αδιαφορίας. Και είναι όλα αυτά μαζί τα χαμόγελα αδιαφορίας και οι γκριμάτσες αποστροφής που σχημάτισαν τελικά ένα τεράστιο γκρίζο σύννεφο συλλογικής ενοχής πάνω απ’ τη συνείδηση ενός ολόκληρου έθνους.

Κύλιση στην κορυφή