Θα ήθελα να ξεκινήσω το παρόν κείμενο περιγράφοντας δύο εμπειρίες, οι οποίες υπήρξαν για μένα, λιγότερο ή περισσότερο, κινητήριος μοχλός για τη βαθύτερη ενασχόλησή μου με το ζήτημα της περιβαλλοντικής κρίσης, από μια ασφαλώς κατεξοχήν θεολογική σκοπιά. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν έλαβα μέρος σε ένα συνέδριο στην Ολλανδία το οποίο αφορούσε σε ζητήματα οικολογίας και θεολογικής εκπαίδευσης. Κατά τη διάρκεια των συνεδριών και μετά την εισήγησή μου, ένας από τους συμμετέχοντες μου έκανε την ακόλουθη ερώτηση: «Γιατί δεν προχωρείτε στην ίδρυση πράσινων ενοριών στη χώρα σας;» Στην αρχή σάστισα, προσπαθώντας να καταλάβω σε τι ακριβώς αναφερόταν. Μετά την πρώτη έκπληξη, ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις και πληροφορίες σχετικά με την έννοια της «πράσινης ενορίας», η οποία την εποχή εκείνη μου ήταν πρωτάκουστη.
Η δεύτερη εμπειρία προέρχεται από έναν χειμερινό τουριστικό προορισμό στην Ελλάδα. Σε ορεινή περιοχή, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, η οικογένειά μου κι εγώ θελήσαμε να καθίσουμε σε μια παρακείμενη ταβέρνα, η οποία βρισκόταν σε εύκολα προσβάσιμο σημείο ανάμεσα στον επαρχιακό δρόμο και το ρέμα που έβρεχε τις παρυφές του βουνού. Αφού απολαύσαμε το γεύμα μας μέσα στο πανέμορφο αυτό τοπίο, σηκωθήκαμε να φύγουμε, όταν ο καταστηματάρχης μας ζήτησε ευγενικά να υπογράψουμε ένα έντυπο της «τοπικής συνέλευσης των κατοίκων», στο οποίο δηλωνόταν η εναντίωσή τους σε κάθε τυχόν απόπειρα εγκατάστασης ανεμογεννητριών πάνω στις κορφές τού έτσι κι αλλιώς φαλακρού όρους, καθότι κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε τον περιβάλλοντα χώρο, ενώ θα επέφερε σημαντικό πλήγμα στην τουριστική οικονομία της περιοχής. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, αλλά ξεκινώντας τη συζήτηση μαζί του, για τα οφέλη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την ανάγκη να απαλλαγούμε επιτέλους από τη χρήση ορυκτών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της τεράστιας μόλυνσης που προκαλείται, συνειδητοποίησα ότι, η όποια προσπάθειά μου προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν θα είχε αποτέλεσμα, καθώς το μένος για τα «μεγάλα συμφέροντα» που θέλουν να καταστρέψουν την ομορφιά του τόπου φαινόταν ανίκητο. Φεύγοντας, σκέφτηκα να ρωτήσω (αν και το απέφυγα) αν η επιχείρηση, όπως και οι άλλες εκεί γύρω, ακολουθούσε κάποιο περιβαλλοντικό πρωτόκολλο σχετικά με τα απόβλητά και τα σκουπίδια ή την αρχιτεκτονική τους, καθώς όπως μπορεί να φανταστεί κανείς όλα τα απόβλητα έπεφταν μέσα από ειδικές σωλήνες στο ρέμα κάτω από το μαγαζί, χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη σχετική μέριμνα.
Με την εξιστόρηση των δύο αυτών περιστατικών δεν επιθυμώ σε καμιά περίπτωση να ψέξω κανέναν. Εκείνο που θα ήθελα να αναδείξω είναι, αφενός η βαθιά άγνοια που κυριαρχεί, ακόμη δυστυχώς στην καθ’ ημάς Ανατολή (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου) σχετικά με τις ποικίλες πτυχές και προεκτάσεις της οικολογικής κρίσης (αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στους κάδους ανακύκλωσης, όπου συχνά θα βρει τα πάντα εκτός από ανακυκλώσιμα υλικά, γεγονός που αποδεικνύει ότι μετά από τόσες δεκαετίες η ανακύκλωση εξακολουθεί να μην αποτελεί κατάκτηση για τον Έλληνα πολίτη, πόσο μάλλον άλλες μορφές αξιοποίησης των οικιακών αποβλήτων) και αφετέρου η απουσία έγκυρης ενημέρωσης για δυνατότητες που δίνει η επιστήμη και η τεχνολογία προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του μεγάλου αυτού προβλήματος, με τη χρήση, μεταξύ άλλων, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, χωρίς βέβαια κανείς να αδιαφορεί για τις τυχόν παράτυπες διαδικασίες και τα πραγματικά οικονομικά συμφέροντα που ενδέχεται να λανθάνουν σε βάρος της πράσινης αυτής μετάβασης. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι η αναγκαία ευαισθητοποίηση και συμμετοχή των ενημερωμένων πολιτών στις διαδικασίες αυτές της πράσινης ανάπτυξης, διασφαλίζοντας με δημοκρατικό τρόπο τη διαδικασία, και εξάπαντος όχι η τυφλή ιδεολογική απόρριψη κάθε είδους αλλαγής στο όνομα ενός ρομαντικού ακτιβισμού.
Η κλιματική κρίση θεωρείται σήμερα ως το πιο επείγον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, μια κατάσταση που διασυνδέεται άμεσα με ένα σύνολο προβλημάτων, τα οποία, έστω κι αν κάποια δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί, θα τα βρούμε σύντομα μπροστά μας, όπως η επισιτιστική κρίση και η φτωχοποίηση περιοχών του πλανήτη, η μετανάστευση μεγάλων ομάδων πληθυσμού κ.ά. Την ίδια στιγμή σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, η ανθρωπότητα βιώνει τις τελευταίες ειδικά δεκαετίες μια σειρά από περιβαλλοντικές καταστροφές (πλημμύρες, μεγάλες φωτιές κ.λπ.), οι οποίες οδηγούν όχι μόνον στην καταστροφή υποδομών, ιδιοκτησιών και καλλιεργειών αλλά κατεξοχήν σε τραγικούς θανάτους ανθρώπων. Τα φαινόμενα αυτά ολοένα και αγριεύουν (αρκεί κανείς να κοιτάξει γύρω του όπου σε μια συνήθη καλοκαιρινή μέρα, μπορεί έτσι ξαφνικά να ρίξει τέτοια ποσότητα νερού, ώστε οι κλήσεις στην πυροσβεστική να μην μπορούν να απαντηθούν…) καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης. Όταν λ.χ. λόγω της ξηρασίας από την άνοδο της θερμοκρασίας που παρατηρείται τελευταία στην Κεντρική Ευρώπη, η στάθμη των ποταμών πέφτει δραματικά (λ.χ. Δούναβης) με συνέπεια να έρχονται στην επιφάνεια για δεκαετίες θαμμένα κουφάρια πλοίων από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια τέτοια εξέλιξη, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτό, επηρεάζει την εφοδιαστική αλυσίδα στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω προβλήματα.
Η κλιματική κρίση λοιπόν απειλεί όχι μόνον ένα μέρος του πλανήτη αλλά ολόκληρο το περιβάλλον, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου είδους και του φυσικού κόσμου. Ήρθε η στιγμή να το καταλάβουμε ότι είναι μια πραγματικότητα που θέτει σε κίνδυνο τα δικά μας χωριά και τις πόλεις μας και εδώ στην Ελλάδα, όπου και οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη. Αρκεί στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στις ανείπωτες καταστροφές που σημειώθηκαν στην Αττική τα τελευταία χρόνια (πλημμύρες στη Μάνδρα και πυρκαγιές στο Μάτι και στην Κινέττα ή την Πεντέλη), προκαλώντας κάποιες από αυτές τον θάνατο μεγάλου αριθμού συνανθρώπων μας. Επιπλέον, έχουμε συνηθίσει και δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση όχι μόνο να ακούμε (σαν να συμβαίνουν κάπου μακριά από εμάς, σε τροπικά κλίματα και σε άλλες ηπείρους), αλλά επίσης και να βιώνουμε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως μεγάλες χρονικές περιόδους με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, έντονες καταιγίδες, δασικές πυρκαγιές, πλημμύρες, καταστάσεις άγνωστες πριν μερικές δεκαετίες. Πρόκειται για καταστάσεις, οι οποίες προκαλούν ανυπολόγιστα προβλήματα, τόσο στο τοπικό περιβάλλον όσο και στο κλίμα αλλά και στην οικονομία. Είναι προφανές λοιπόν ότι η κλιματική αλλαγή, ως παιδί της παγκοσμιοποίησης και του σύγχρονου, θα έλεγα κάποτε πληθωριστικού, τρόπου ζωής μας, όχι μόνον προκαλεί αλλά και επηρεάζει με διαφορετικούς τρόπους ολόκληρο τον πλανήτη, ώστε θα πρέπει να γίνει κάτι προκειμένου να περιοριστούν οι συνέπειές του.
Οι ευθύνες είναι πολλές και βαρύνουν σαφώς κατεξοχήν τον άνθρωπο (πώς αλλιώς θα γινόταν, άλλωστε). Προσοχή όμως, όχι απλώς τον άνθρωπο γενικά ή τον άλλον, τους μεγάλους και δυνατούς της γης (στους οποίους και όχι άδικα, ρίχνουμε συχνά την πέτρα του αναθέματος για ό,τι κακό συμβαίνει στη ζωή μας), αλλά τον καθένα και την καθεμιά από εμάς ξεχωριστά, τον/την πλησίον, τον γείτονα και τη γειτόνισσα, τον/την συνάδελφό μας, την οικογένειά μας, το σχολείο μας κ.λπ., χωρίς αυτό να σημαίνει και πάλι ότι το μερίδιο ευθύνης δεν είναι διαφορετικό για τον καθένα. Είναι ο καθένας από εμάς, το κάθε Εγώ, το οποίο με αφετηρία μια ακραία αυτο-αναφορική και ναρκισσιστική ερμηνεία της βιβλικής αφήγησης της δημιουργίας του κόσμου (Γεν. 1-2) –για να αρχίσουμε να προσεγγίζουμε το θέμα μας από τη θεολογική του σκοπιά, η οποία συχνά λησμονείται αλλά είναι εκεί παρούσα έστω και ασύνειδα και στα καλά και στα κακά– που κυριάρχησε μετά τον Διαφωτισμό, έχει υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής, ο οποίος του αναγνωρίζει έναν δεσποτικό, κυρίαρχο, εξουσιαστικό και ηγεμονικό ρόλο στον κόσμο. Εδώ και αιώνες αλλά με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες, η ανθρωπότητα ακολούθησε ξέφρενα αυτόν τον δρόμο της χρηστικής εκμετάλλευσης και της υπερκατανάλωσης των φυσικών πόρων, αδιάφορη για τη διατήρηση, την προστασία ή την επιβίωση του ευρύτερου περιβάλλοντος, δηλαδή όχι μόνον του ίδιου του ανθρώπου, αλλά και των υπόλοιπων δημιουργημάτων του Θεού.
Η κριτική του Lynn White Jr για τις ευθύνες του Χριστιανισμού
Ακολουθώντας τον συλλογισμό αυτό και εφόσον δεχθούμε ότι όλοι μας έχουμε ανάλογο μερίδιο ευθύνης για την κλιματική κρίση είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, είτε ως μονάδες, είτε ως κράτη, εταιρείες, συλλογικότητες –και κάτι που μας ενδιαφέρει κυρίως εδώ ως Εκκλησίες– μοιάζει η αυστηρή, ενδεχομένως σε ορισμένα σημεία, όπως θα δούμε ίσως και υπερβολική κριτική του Αμερικανού επιστήμονα Lynn White Jr για τις ευθύνες του Χριστιανισμού (αν και δεν αναφέρεται στην Ορθοδοξία όπως την αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, η κριτική του αφορά το σύνολο του Χριστιανισμού) να δικαιώνεται σε μεγάλο βαθμό, καλώντας έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, είναι αλήθεια, στον αναγκαίο αναστοχασμό αλλά πρωτίστως στην αναγκαία αλλαγή στάσης και τρόπου ζωής. Στο σημείο αυτό κρίνεται χρήσιμο να δούμε ορισμένα από τα σημεία με τα οποία καταπιάνεται στο ιστορικό αυτό άρθρο ο White, ένα άρθρο, το οποίο, με εξαίρεση εξ όσων γνωρίζουμε τον πρωτεργάτη της Ορθόδοξης οικοθεολογίας, Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα[1], δεν έτυχε της δέουσας προσοχής από όσους, όχι μόνον θεολόγους αλλά και εκπροσώπους των περιβαλλοντικών επιστημών ή εργατών της οικολογίας, νιώθουν πραγματική έγνοια για τη φροντίδα και σωτηρία της δημιουργίας.
Ο White[2] αναγνωρίζει ότι δύσκολα μπορεί κανείς να ανασυνθέσει την ιστορία της οικολογικής κρίσης, καθώς, είτε δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, είτε γεγονότα, όπως η εξαφάνιση των βουβαλιών από την Ευρώπη ήδη από το 1627, ερμηνεύονται συνήθως ως αποτέλεσμα του υπερβολικού κυνηγιού. Η διαπίστωση αυτή δείχνει ότι δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς στην εποχή αυτή κάποιο ίχνος οικολογικής συνείδησης. Και τούτο φαίνεται λογικό, στον βαθμό που για να στοχαστεί ο άνθρωπος σχετικά με την αντιμετώπιση ενός προβλήματος θα πρέπει το πρόβλημα αυτό όχι μόνον να έχει κάνει την εμφάνισή του, αλλά όπως πληροφορούμαστε από την εμπειρία μας, να διατρέχει ή να απειλεί το σύνολο των δραστηριοτήτων του, όπως συμβαίνει πλέον σήμερα. Ο White, ωστόσο, θα επιμείνει περισσότερο, προκειμένου να αναζητήσει τις αλλαγές εκείνες που επήλθαν στον τρόπο θεώρησης του κόσμου αλλά και του τρόπου ζωής, οι οποίες και θα εκβάλλουν στο σημερινό οικολογικό πρόβλημα.
Στην κατεύθυνση αυτή θα επισημάνει και θα επιμείνει με ιδιαίτερη έμφαση στο κεφαλαιώδους σημασίας πάντρεμα μεταξύ τεχνολογίας και επιστήμης, το οποίο παρατηρείται περί το 1850. Το αξίωμα του Francis Bacon (1561-1626) ότι «επιστημονική γνώση σημαίνει τεχνολογική δύναμη επί της φύσης», άνοιγε νέους ορίζοντες στην αδηφάγο επιθυμία του ανθρώπου να κυριαρχήσει στη φύση, επιβάλλοντας τώρα αυτός τους όρους του παιχνιδιού. Για πρώτη φορά η ραγδαία εξάπλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας, η ακραία αστυφιλία, ο διαρκώς αυξανόμενος όγκος αποβλήτων και απορριμμάτων ως απόρροια της δραστηριότητας αυτής, θα οδηγήσει σε μια μη αναμενόμενη γρήγορη μόλυνση του περιβάλλοντος. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο White γράφει τη δεκαετία του ʼ60, όπου δεν είχε προκύψει ακόμη το φαινόμενο του θερμοκηπίου, δεν υπήρχε σχετική διάγνωση για τους κινδύνους της αύξησης της θερμοκρασίας της γης, δεν γινόταν συζήτηση ή δεν είχε ακόμη εκδηλωθεί το λιώσιμο των πάγων και πολλά άλλα. Ο ίδιος, ωστόσο, με μια δόση ειρωνείας θα καυτηριάσει τυχόν εύκολες λύσεις που συχνά προτείνονται ακόμη και σήμερα από επίσημα ή και ανεπίσημα χείλη, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχουν, ούτε εύκολες ούτε πάντοτε έτοιμες λύσεις, όπως λ.χ. η επιστροφή σε ένα ιδεατό παρελθόν, όπου όλα ήταν αγγελικά πλασμένα. Μια τέτοια λύση, όχι μόνο δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αλλά μεταξύ άλλων ακυρώνει την ανθρώπινη ευθύνη, να αναλάβουμε επιτέλους ως ενήλικες, ειδικά μετά τον Διαφωτισμό, τις ευθύνες μας για την κατάσταση στην οποία έχουμε φέρει ολάκερη τη δημιουργία. Ο δρόμος της φυγής σε ένα ιδεώδες παρελθόν, αποτελεί γνωστή επωδό για τον εκκλησιαστικό χώρο, ειδικά της καθ’ ημάς Ανατολής, η οποία επιμένει να επαναλαμβάνει μοτίβα και μοντέλα οργάνωσης που ανήκουν στο απώτατο παρελθόν, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζονται τα οξέα προβλήματα του παρόντος. Η εμπειρία έχει δείξει δυστυχώς ότι ρομαντικές αναδιπλώσεις στο παρελθόν, απλώς μεταθέτουν τις ευθύνες ή καλύτερα βοηθούν στο να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, ενώ τα προβλήματα διογκώνονται (δεν αντιμετωπίζεται έτσι δια μαγείας, λ.χ. η υπερβολική κρεοφαγία και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα παραγωγικά μοντέλα και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τις βιομηχανικές μονάδες με μια εκκλησιαστική νηστεία ή άλλες κοσμικές, ιδεολογικές δίαιτες, οι οποίες δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στη χορτοφαγία, πρακτικές που οδηγούν στην υπερβολική κατανάλωση χορτοφαγικών προϊόντων, αντιστρέφοντας απλώς την παραγωγική και διατροφική τροφική αλυσίδα και δημιουργώντας σταδιακά παρόμοια προβλήματα).
Για τον White η συμπόρευση μεταξύ τεχνολογίας και επιστήμης, ένα κατεξοχήν δυτικό φαινόμενο, η οποία επετεύχθη ως απόρροια του σταδιακού εκδημοκρατισμού των δυτικών κοινωνιών, θα είναι η βασική αιτία που θα προκαλέσει την οικολογική κρίση. Το ζητούμενο βεβαίως εδώ είναι να ερευνήσουμε ποια στοιχεία συνέβαλαν στην πορεία αυτή ή, με άλλα λόγια, ποιοι παράγοντες ευνόησαν τη διαδικασία αυτή και αν θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν πάρει διαφορετική πορεία, χωρίς να έχουμε το αποτέλεσμα που ζούμε σήμερα. Αυτό λοιπόν που εμφανίζεται να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πορεία της τεχνολογικής ανάπτυξης της Δύσης σε συνδυασμό με την επιστημονική πρόοδο, είναι μια ορισμένη ανθρωπολογία, ένας ορισμένος τρόπος κατανόησης της ταυτότητας του ανθρώπου, ο οποίος αναπτύχθηκε στη Δύση κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού. Εδώ χρειάζεται προσοχή να μη θεωρηθεί ότι η συζήτηση αφορά αποκλειστικά τη Δύση. Στον βαθμό που παρά τις τυχόν διαφορές μιλάμε ακόμη για μια αδιαίρετη χριστιανοσύνη, θα πρέπει κανείς να συμπεριλάβει στη συζήτηση και την Ανατολή, καθώς η ανάπτυξη της χριστιανικής ανθρωπολογίας έχει λιγότερο ή περισσότερο κοινές ρίζες στη σχετική βιβλική διήγηση (Γεν. κεφ. 1,2), αναπτύσσεται στο ίδιο ελληνορωμαϊκό περιβάλλον και επομένως οι όποιες διαφορές αφορούν κυρίως σε ζητήματα έμφασης.
Όπως σημειώνει ο White, σταδιακά ήδη από τον 7ο και 8ο αιώνα στη Δύση: «η διανομή της γης δεν βασιζόταν πλέον στις ανάγκες της εκάστοτε οικογένειας, αλλά, μάλλον, στην ικανότητα μιας μηχανής να καλλιεργεί τη γη. Η σχέση του ανθρώπου με το έδαφος άλλαξε βαθιά. Παλαιότερα ο άνθρωπος ήταν μέρος της φύσης∙ τώρα ήταν ο εκμεταλλευτής της φύσης». Πρόκειται για μια τεράστια μεταβολή, καθώς ο άνθρωπος με τη χρήση του ορθού λόγου και των πνευματικών ικανοτήτων του, θα επιχειρήσει πλέον να «δαμάσει» την άγρια φύση, επιδιώκοντας την «εξημέρωσή» της. Την ίδια στιγμή, ο έλεγχος του χρόνου (χωρισμός σε εποχές), ο οποίος σχετίζεται άμεσα με την καλλιέργεια της γης, θα βοηθήσει τον άνθρωπο να υποτάξει τη φύση στους σκοπούς της δικής του ανάπτυξης και προόδου.
Ο White στο σημείο αυτό θα επισημάνει κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο δεν πρέπει να λησμονείται στη συζήτηση περί οικολογίας. Η σταδιακή τεχνολογική πρόοδος του ανθρώπου θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση και των ανάλογων πνευματικών εμπειριών και διανοητικών συλλήψεων. Έτσι σημειώνει ότι: «Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι για την οικολογία εξαρτάται από το τι σκέφτονται για τον εαυτό τους σε σχέση με τα πράγματα γύρω τους. Η ανθρώπινη οικολογία εξαρτάται βαθιά από τις πεποιθήσεις για τη φύση και το πεπρωμένο μας –δηλαδή από τη θρησκεία». Πολύ συχνά ακόμη και σήμερα ο ρόλος της θρησκείας (είτε θετικός είτε αρνητικός) συχνά υποτιμάται, αγνοώντας ότι η θρησκευτικότητα παίζει συνειδητά ή ασυνείδητα καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της ανθρώπινης κοσμοαντίληψης. Μιλώντας για τη Δύση την περίοδο αυτή, ο ρόλος του Χριστιανισμού θεωρείται κομβικής σημασίας όχι μόνο για την πνευματική εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού στο διάβα των αιώνων μέχρι και σήμερα, αλλά κυρίως στη διαδικασία ενηλικίωσης (με ό,τι θετικό ή αρνητικό αυτό συνεπάγεται) του ανθρώπου. Ο White θα επισημάνει ως τεράστιας σημασίας τη νίκη του Χριστιανισμού έναντι του παγανισμού, γεγονός που, όπως όλοι γνωρίζουμε, οδήγησε στην απομυθοποίηση της φύσης, στην απαλλαγή του ανθρώπου από δεισιδαιμονίες και ανιστορικές αντιλήψεις, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο για την ανάπτυξη της επιστήμης, η οποία αξιοποιεί την εμπειρία και το πείραμα για να επαληθεύσει τα φαινόμενα, και βεβαίως την εμφάνιση της τεχνολογίας, μέσω της οποίας η επιστήμη γίνεται πράξη. Όλα αυτά που έχουμε σήμερα γύρω μας (τεχνολογική ευημερία και επιστημονικές κατακτήσεις), δεν θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα χωρίς την απελευθερωτική δύναμη που έδωσε η νίκη του Χριστιανισμού στο πεδίο της ιστορίας έναντι του παγανισμού, γεγονός που πράγματι αποδέσμευσε απίστευτες δυνάμεις από την πλευρά του ανθρώπου. Οι σχετικές αφηγήσεις της Γενέσεως για τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και ο ρόλος που ανατίθεται στον άνθρωπο ως «κατ’ εικόνα Θεού» δημιούργημά του, θα αποκτήσουν τώρα κεντρική σημασία στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η ανθρώπινη ταυτότητα. Η σταδιακά ακραία ανθρωποκεντρική ερμηνευτική προσέγγιση των διηγήσεων αυτών, θα εκβάλλει σε ένα κυρίαρχο ανθρώπινο ον, το οποίο απαλλαγμένο πλέον από τις όποιες μυθολογικές ή παγανιστικές αναφορές του παρελθόντος θα ανοιχθεί στο μέλλον, επιδιώκοντας να γνωρίσει ή μάλλον να κατακτήσει και κυριεύσει τον κόσμο όλο.
Ο White επισημαίνει τον έντονο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού (αν και μάλλον εννοεί εδώ ανθρωπομονιστικό χαρακτήρα, που δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τον πρώτο), που θα καθιερώσει έναν επίσης ακραίο δυαλισμό μεταξύ ανθρώπου και φύσης, ο οποίος, όπως θα ερμηνευτεί στη συνέχεια ιστορικά (λ.χ. από το καρτεσιανό αξίωμα «Ego cogito sum») θα οδηγήσει στα γνωστά σήμερα αποτελέσματα. Για τον White η εξέλιξη αυτή θα είναι καταστροφική στον βαθμό που «καταστρέφοντας τον παγανιστικό ανιμισμό, ο Χριστιανισμός κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη φύση με μια διάθεση αδιαφορίας για τα συναισθήματα των φυσικών αντικειμένων». Εδώ χρειάζεται, ωστόσο, κάποια προσοχή. Αν και σαφώς υπάρχει μια δόση αλήθειας στην παραπάνω φράση, με την έννοια ότι η νίκη αυτή βοήθησε στην απομάγευση του φυσικού κόσμου, ο οποίος μέχρι τότε κυριαρχούνταν από τον κόσμο των πνευμάτων και τη δεισιδαιμονία, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε δυνατότητα ανθρώπινης προόδου, το πρόβλημα κατά τη γνώμη μας δεν είναι τόσο η ίδια η νίκη, αλλά ο τρόπος που ερμηνεύτηκε η νίκη αυτή∙ δηλαδή, ως ένα είδος απόλυτης κυριαρχίας και λιγότερο ως μεταμόρφωση και μετασχηματισμός, χωρίς να χαθεί η βαθύτερη αξία και ορισμένη αυτονομία του φυσικού περιβάλλοντος. Το πρόβλημα είναι, κατά τη γνώμη μας, ο τρόπος που χειρίστηκε ο άνθρωπος την απελευθέρωσή του από τη μαγεία και τη δεισιδαιμονία, και όχι η αναγκαία όσο και επιβεβλημένη νίκη, που άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, οι οποίες τόσα πολλά έχουν προσφέρει στον άνθρωπο (αλλά και στη φύση). Είναι, επομένως, ένα ζήτημα κατεξοχήν ερμηνευτικής, μιας ερμηνευτικής που ασφαλώς προωθήθηκε από χριστιανούς στην προσπάθειά τους να «εκπολιτίσουν» τον άγνωστο κόσμο, σταδιακά εκκοσμικεύτηκε και με το πάντρεμα της τεχνολογίας με την επιστήμη κατά τον 19ο αιώνα, ξέφυγε ολοκληρωτικά από κάθε τυχόν έλεγχο των παραδοσιακών εκκλησιών, οι οποίες δεν θεωρώ ότι θα μπορούσαν να προβλέψουν την πρόκληση της οικολογικής καταστροφής. Εκείνο που θα πρέπει να κρατήσουμε από τη μελέτη του White είναι πρωτίστως ότι η σχέση μας με το περιβάλλον καθορίζεται ξεκάθαρα σε σημαντικό βαθμό και από τις προσωπικές μας θρησκευτικές πεποιθήσεις, από την κοσμοαντίληψη που έχουμε διαμορφώσει για το ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Έστω κι αν, όπως κι ο ίδιος επισημαίνει, ζούμε σε έναν λεγόμενο «μετα-χριστιανικό» κόσμο, οι βασικές συνιστώσες με βάση τις οποίες ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το νόημα και την αλήθεια της ιστορίας και του κόσμου, έχουν διαμορφωθεί εξάπαντος από τη χριστιανική ιστορία του δυτικού κόσμου και τη μετέπειτα εκκοσμικευμένη επανερμηνεία και πρόσληψή του, γεγονός που αποτελεί κοινό κτήμα πλέον ολόκληρου του πλανήτη, ως απόρροια της παγκοσμιοποίησης.
Σύγχρονες προσπάθειες ανάσχεσης της οικολογικής κρίσης
Μπροστά σε αυτήν την τρομακτική κατάσταση της κλιματικής κρίσης, δεν θα πρέπει κανείς να υποβαθμίσει συγκεκριμένες προσπάθειες, οι οποίες έχουν αναληφθεί από διεθνείς οργανισμούς, εθνικές κυβερνήσεις αλλά και εκκλησίες, στην προσπάθειά τους έστω και καθυστερημένα να προτείνουν λύσεις ή να λάβουν μέτρα υπέρ του κλίματος.
Ξεκινώντας με την περίφημη «Συμφωνία του Παρισιού»[3] που πραγματοποιήθηκε το 2015 στο πλαίσιο της σχετικής διάσκεψης του ΟΗΕ, η συμφωνία αυτή υπήρξε μια πολυαναμενόμενη απόπειρα των εθνών του κόσμου να λάβουν ρεαλιστικά μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και ειδικά στην κατεύθυνση του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη πάνω από τους 1,5° και της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (κατά 55% μέχρι το 2030) καθ’ οδόν προς την κλιματική ουδετερότητα, προκειμένου να αναστραφούν οι καταστροφικές συνέπειες για το άμεσο μέλλον της ανθρωπότητας. Την ίδια στιγμή, ελήφθη ειδική μέριμνα για τα δικαιώματα των ανθρώπων που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, προκειμένου να μην υποστούν οι περισσότερο ευαίσθητες αυτές ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού, το κύριο βάρος του κόστους των μέτρων προς την κλιματική ουδετερότητα.
Προς παρόμοια κατεύθυνση κινείται και η πιο πρόσφατη Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία[4], η οποία και φιλοδοξεί να οδηγήσει την Ευρώπη σε κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Σύμφωνα με την πολλά υποσχόμενη αυτή συμφωνία, επιδιώκεται να μεταμορφώσει την καθημερινότητά μας ώστε να αντιμετωπίσει το κρίσιμο και επίκαιρο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Με τον τρόπο αυτό, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία προτείνει ορισμένες και βαθιά μετασχηματιστικές πολιτικές (εκσυγχρονισμός της ευρωπαϊκής οικονομίας, παροχή καθαρής και οικονομικά προσιτής ενέργειας, κινητοποίηση της βιομηχανίας για μια καθαρή οικονομία, οικοδόμηση με αποδοτικό τρόπο ενέργειας και πόρων κ.λπ.) για ένα βιώσιμο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, να μη μείνει κανείς πίσω (δίκαιη μετάβαση). Ανεξάρτητα από τυχόν επιφυλάξεις, χρήσιμες όπως πάντα, που μπορεί να έχει κανείς για την επιτευξιμότητα των στόχων ή για το πόσο είναι όντως προχωρημένοι σε σχέση με την κλιματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, οι στόχοι που θέτει, καθώς τα δεδομένα διαρκώς μεταβάλλονται και η επιδείνωση του κλίματος κινείται με ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς που συχνά υπολογίζουμε, η «Συμφωνία» καλείται να αλλάξει εκ βάθρων τη σχέση μας με το περιβάλλον.
Εκτός όμως από τις μεγάλες αυτές πολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν έγιναν πάντοτε εύκολα ή αυτονόητα αποδεκτές από τους μεγάλους ή τους μικρούς του κόσμου (ας θυμηθούμε εδώ ότι οι ΗΠΑ επί προεδρίας Trump αποχώρησαν από τη συμφωνία του Παρισιού[5]), πώς αντέδρασαν άραγε, οι εκκλησίες στη ραγδαία επιδείνωση της κλιματικής κρίσης που μαστίζει ολόκληρο τον πλανήτη;
Λίγο μετά την εκλογή του, ο Πάπας Φραγκίσκος εξέδωσε την περίφημη εγκύκλιό του «Laudato Si’» (2015)[6] με την οποία επιχείρησε και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε να κινητοποιήσει θρησκευόμενους και μη ενώπιον του κρίσιμου αυτού προβλήματος. Πρόκειται για μια εγκύκλιο, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα σοβαρής μελέτης μεταξύ ειδικών περιβαλλοντολόγων, θεολόγων και άλλων επιστημόνων, προκειμένου να αποτυπώσουν κατά το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα βασικές πτυχές της οικολογικής κρίσης (λ.χ. μορφές μόλυνσης του περιβάλλοντος, το επείγον ζήτημα της μόλυνσης και έλλειψης του νερού, η απώλεια της βιοποικιλότητας, αλλά και οι επιπτώσεις όλων αυτών στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων κ.ά.), παρουσιάζοντας στη συνέχεια μια περιεκτική θεολογική θεώρηση των πηγών της κοινής χριστιανικής παράδοσης, με σκοπό να αναδειχθούν τα στοιχεία εκείνα που θα συμβάλλουν στην αλλαγή της πνευματικής στάσης, επομένως και της πράξης, απέναντι στη δημιουργία∙ την ίδια στιγμή γίνεται εκτενής αναφορά στις θετικές και αρνητικές πτυχές της τεράστιας τεχνολογικής ανάπτυξης, η οποία και αποτελεί κοινή αναφορά για ολόκληρο τον πλανήτη, όπως επίσης και στην προβληματική ακραία ανθρωποκεντρική θεώρηση που όπως διαπιστώσαμε ήδη, στις ακραίες ερμηνείες της οδηγεί σε ανισορροπία και δυσαρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Την ίδια στιγμή, τονίζεται η ανάγκη μιας περιεκτικής οικολογικής προοπτικής, η οποία θα θεμελιώνεται μεταξύ άλλων στη βαθιά οντολογική αλληλεξάρτηση όλων των δημιουργημάτων του Θεού, με τις αντίστοιχες επιπτώσεις στο πεδίο του ανθρώπινου βίου, όπως επίσης και η ανάγκη ενός ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ ειδικών και κοινωνιών, μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, έτσι ώστε να βρεθεί ο κοινός τόπος πάνω στον οποίο θα στηριχθεί η κοινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Στην προοπτική αυτή, άλλωστε, εντάσσεται και το παρόν κείμενο, το οποίο ένα μέρος του (βλ. στη συνέχεια) προωθεί έναν νέο θεολογικό τρόπο, αυτόν της οικο-δογματικής, όπου η οικολογία, ή η θεολογία περί της δημιουργίας δεν αποτελεί ένα ακόμη κεφάλαιο στο σύστημα της χριστιανικής δογματικής, αλλά το μεθοδολογικό κλειδί που διατρέχει και ανατροφοδοτεί εκ νέου και καθολικά τα βασικά δόγματα της Εκκλησίας.
Στην αλυσίδα αυτή των σύγχρονων εκκλησιαστικών προσπαθειών ενάντια στην οικολογική κρίση, δεν θα πρέπει κανείς να λησμονήσει ή υποβιβάσει τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ίσως πρόκειται για το μοναδικό πεδίο, πολιτικού ή κοινωνικού θα έλεγε κανείς προβληματισμού, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία (και ειδικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο) υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάδειξη του οικολογικού προβλήματος και στην ανάγκη ανάληψης συγκεκριμένων δράσεων προς αντιμετώπισή του. Έτσι, υπό την καθοδήγηση του «Πράσινου Πατριάρχη», της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει αναλάβει ηγετικό ρόλο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες με τη διοργάνωση διεπιστημονικών και διαθρησκειακών συνεδρίων (Πάτμος 1995, Μαύρη Θάλασσα 1997, Δούναβης 1999, Αττική 2018 και τις ετήσιες διασκέψεις στη Χάλκη) και πρωτοβουλιών (π.χ. η καθιέρωση της 1ης Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Προσευχής για το Περιβάλλον), επιδιώκοντας να επισημάνει τόσο τις πνευματικές όσο και τις θρησκευτικές πτυχές της οικολογικής κρίσης, τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για μια πνευματική μεταμόρφωση της ανθρωπότητας, με σκοπό την από κοινού αντιμετώπιση αυτών των αρνητικών εξελίξεων.
Σε ένα κείμενο που εκδόθηκε πρόσφατα με την ευλογία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συντάχθηκε από σχετική επιτροπή διαπρεπών θεολόγων από όλον τον κόσμο, με τίτλο «Υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας»[7], σημειώνεται χαρακτηριστικά σχετικά με την παρούσα περιβαλλοντική κρίση:
«Κανένας δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀποκομμένος ἀπό τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπό τό σύνολο τῆς δημιουργίας. Εἴμαστε πλάσματα (ἀλληλο)εξαρτώμενα, πού βρίσκονται σέ διαρκή κοινωνία, καί ὡς ἐκ τούτου φέρουμε ἠθική εὐθύνη, ὄχι μόνο γιά μᾶς τούς ἴδιους ἤ γιά ἐκείνους τούς ὁποίους ἐπηρεάζουμε ἄμεσα, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρη τήν κτιστή τάξη—ὁλόκληρη, τρόπος τοῦ λέγειν, τήν «κοσμόπολη». Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, θά πρέπει νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ διακονία τοῦ πλησίον καί ἡ διαφύλαξη τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένες. Παρόμοια ἄρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους εἶναι καί ἡ φροντίδα μας γιά τή δημιουργία καί ἡ διακονία μας πρός τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶναι ἀλληλένδετες καί οἱ οἰκονομικές συνθῆκες τῶν φτωχῶν μέ τίς οἰκολογικές συνθήκες τοῦ πλανήτη. Οἱ ἐπιστήμονες μᾶς λένε ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πληγεῖ περισσότερο ἀπό τήν τρέχουσα οἰκολογική κρίση εἶναι καί θά εἶναι ὅσοι κατέχουν ἐλάχιστα. Ἑπομένως, τό πρόβλημα τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς ἀποτελεῖ καί ζήτημα κοινωνικῆς πρόνοιας καί κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τίς κυβερνήσεις τοῦ κόσμου νά ἀναζητήσουν τρόπους προώθησης τῶν περιβαλλοντολογικῶν ἐπιστημῶν μέσῳ τῆς ἐκπαίδευσης καί τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων, ἐρευνητικῶν προγραμμάτων. Τίς καλεῖ νά προθυμοποιηθοῦν γιά τή χρηματοδότηση τεχνολογιῶν, οἱ ὁποῖες θά συντελέσουν στήν ἀναστροφή τῶν δυσμενῶν ἐπιπτώσεων ἀπό τίς ἐκπομπές τοῦ διοξειδίου τοῦ ἄνθρακα, ἀπό τή ρύπανση καί ἀπό ὅλες τίς μορφές περιβαλλοντικῆς ὑποβάθμισης» (παρ. 76).
Στο ίδιο μήκος κύματος νωρίτερα, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης (2016), η οποία συνεκλήθη έπειτα από τις ακάματες προσπάθειες της πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε (με την απουσία τεσσάρων Ορθοδόξων Εκκλησιών), και παρά ίσως τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει μετά από αιώνες συνοδικής αφασίας, μπόρεσε τελικά να σταθεί στο συγκεκριμένο ζήτημα στο ύψος των περιστάσεων, όπως αποτυπώνεται με εύγλωττο τρόπο στο παρακάτω απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» (παρ. Στ. 10):
«Ὁ πόθος τῆς συνεχοῦς αὐξήσεως τῆς εὐημερίας καί ἡ ἄμετρος κατανάλωσις ἀναποφεύκτως ὁδηγοῦν εἰς τήν δυσανάλογον χρῆσιν καί τήν ἐξάντλησιν τῶν φυσικῶν πόρων. Ἡ δημιουργηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κτίσις, ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς τόν ἄνθρωπον “ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν” αὐτήν (πρβλ. Γεν. β’, 15), ὑφίσταται τάς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου: “Τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ’ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν” (Ρωμ. η’, 20-22).
Ἡ οἰκολογική κρίσις, ἡ ὁποία συνδέεται πρός τάς κλιματολογικάς ἀλλαγάς καί τήν ὑπερθέρμανσιν τοῦ πλανήτου, καθιστᾷ ἐπιτακτικόν τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως συμβάλῃ, διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς πνευματικῶν μέσων, εἰς τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν συνεπειῶν τῆς ἀνθρωπίνης ἀπληστίας. Ἡ ἀπληστία διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὁδηγεῖ εἰς τήν πνευματικήν πτώχευσιν τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Δέν πρέπει νά λησμονῆται ὅτι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς γῆς δέν εἶναι περιουσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Δημιουργοῦ: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. κγ’ ,1). Οὕτως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τονίζει τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ διά τῆς καλλιεργείας τῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ θεοσδότου περιβάλλοντος καί διά τῆς προβολῆς τῶν ἀρετῶν τῆς ὀλιγαρκείας καί τῆς ἐγκρατείας. Ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα ὅτι ὄχι μόνον αἱ σημεριναί, ἀλλά καί αἱ μελλοντικαί γενεαί ἔχουν δικαίωμα ἐπί τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν ὁ Δημιουργός»[8].
Και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις είναι προφανές ότι επικρίνεται ο ανθρωπολογικός τύπος του homo economicus, ο οποίος, παρά τη συνθήκη που βιώνουμε, συνεχίζει να κυριαρχεί στο ανθρωπολογικό μας φαντασιακό (ξεκάθαρα απόρροια της ορισμένης ερμηνείας της χριστιανικής ανθρωπολογίας στο διάβα της ιστορίας), σύμφωνα με το οποίο η οικονομική ανάπτυξη, με σύγχρονους όρους, ο νεοφιλελευθερισμός ο ίδιος μπορεί να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα και ότι οι αγορές είναι το καλύτερο μέσο με το οποίο τα άτομα και οι σύγχρονες κοινωνίες μπορούν να επιτύχουν ολοένα αυξανόμενο πλούτο. Έχοντας ως δεδομένο τον ανθρωπολογικό αυτό τύπο, η αναζήτηση μιας εναλλακτικής ανθρωπολογικής πρότασης, που θα βασίζεται σε μια διαφορετική, περισσότερο περιεκτική ερμηνευτική προσέγγιση της χριστιανικής παράδοσης είναι απολύτως αναγκαία.
Λαμβάνοντας έτσι ως αφετηρία το αγαπητικό-κοινοτικό-θυσιαστικό ήθος, που εκδηλώνεται στην αυτο-αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ στην ιστορία, μαζί με τον προσωπικό τρόπο ύπαρξης που αποτελεί και τη νέα, ιδιαίτερα ρηξικέλευθη πρόταση για τον άνθρωπο, η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία καλείται να προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο ζωής και κοινωνικής συνύπαρξης, όπου ο σεβασμός της προσωπικής ελευθερίας και της ετερότητας, ο σεβασμός της ακεραιότητας της δημιουργίας, καθώς και η ηθική ευθύνη να αναλάβουμε δράση στον παρόντα αιώνα και να μην περιμένουμε παθητικά τα έσχατα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν θεμελιώδη πολιτισμική προϋπόθεση. Το νέο ανθρωπολογικό ιδεώδες του προσώπου, όταν κατανοηθεί ως homo eucharisticus, όπως βιώνεται στην εμπειρία της Εκκλησίας και μαρτυρείται σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση και ζωή, θα μπορούσε να αποτελέσει το πιο πολύτιμο δώρο, το οποίο η Ορθοδοξία θα μπορούσε να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο, το πιο ισχυρό αντίδοτο απέναντι στην επικρατούσα νεο-φιλελεύθερη αδηφάγο οικονομική ιδεολογία του homo economicus.
Ωστόσο, μια διαφορετική ανθρωπολογική πρόταση προϋποθέτει μια θεολογία καθολικά ή μάλλον δομικά διαφορετική, η οποία δεν αξιοποιεί περιστασιακά τη γνώση και τα εργαλεία που προσφέρει η οικολογία, για να ψελλίσει ορισμένες έτοιμες προτάσεις («να φροντίζουμε το περιβάλλον», ακούμε συχνά από επίσημες εγκυκλίους, αλλά η περιβαλλοντική κρίση και οι τρόποι αντιμετώπισής της εξακολουθεί να μη βρίσκει θέση στην «ημερήσια διάταξη» των συνεδριάσεων της συνόδου των ιεραρχών μιας εκκλησίας ή του εκκλησιαστικού συμβουλίου μιας συνηθισμένης ενορίας), αλλά αναστοχάζεται σε βάθος επιχειρώντας μια μεθοδολογική αναπροσαρμογή, όπου χωρίς επ’ ουδενί να αλλοιώνονται οι βασικοί άξονες της χριστιανικής πίστης, όπως αποκρυσταλλώθηκαν στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ιστορίας, αξιοποιεί την οικολογία ως μια νέα μεθοδολογία, η οποία θα εκβάλλει σε μια οικο-δογματική. Αλλά τι είναι, τι δηλώνεται με τον νεολογισμό «οικο-δογματική»;
Καταρχάς να σημειώσουμε, ότι μιλώντας για δογματική θεολογία, εννοούμε εκείνον τον κλάδο της θεολογικής επιστήμης, ο οποίος αναφέρεται στην περιγραφή και ερμηνεία των θεμελιωδών αληθειών της πίστης μας που αφορούν κατεξοχήν στην αποκάλυψη και στο έργο του Θεού στην ιστορία (Οικονομία) για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Αποτελεί η δογματική τον πυρήνα κάθε θεολογίας, καθώς οποιαδήποτε πρόταση εδράζεται, απορρέει και οφείλει να βρίσκεται σε ερμηνευτική αλληλεξάρτηση με το δόγμα. Στο πλαίσιο αυτό, η οικο-δογματική δεν συνιστά ένα νέο κεφάλαιο της Δογματικής, ούτε καν έναν νέο κλάδο. Στον αντίποδα, με τον νεολογισμό αυτόν εκφράζεται η ανάγκη αξιοποίησης της οικολογίας (από τα αρχαία ελληνικά οἶκος «σπίτι» και -λογία (-λογία) «μελέτη» = η μελέτη των σχέσεων μεταξύ των ζωντανών οργανισμών –συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων– και του φυσικού τους περιβάλλοντος) ως μια συναφειακή μέθοδο θεολογίας σήμερα εν όψει της κλιματικής κρίσης. Δεν πρόκειται ή δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τη λεγόμενη θεολογία της δημιουργίας, το συγκεκριμένο αυτό κεφάλαιο της Δογματικής που υπάρχει ήδη σε όλα τα σχετικά εγχειρίδια, αλλά ό,τι βρίσκεται στο υπόβαθρο που καλείται να τεκμηριώσει κάθε κεφάλαιο, κάθε πτυχή, κάθε αξίωμα και πρόταση της χριστιανικής θεολογίας (τις προϋποθέσεις και τη φύση της).
Ως μέθοδος, η οικο-δογματική καλείται να αξιοποιήσει δημιουργικά ορισμένα θεωρητικά εργαλεία και υποθέσεις της οικολογίας (π.χ. η μετακίνηση ύλης και ενέργειας μέσω ζωντανών κοινοτήτων, η διαδοχική ανάπτυξη των οικοσυστημάτων[9], μοτίβα βιοποικιλότητας και η επίδρασή τους στις επιμέρους διεργασίες του οικοσυστήματος κ.λπ.) με τη βοήθεια της οποίας και μέσω της οποίας, θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε ορισμένες χριστολογικές, ανθρωπολογικές, μυστηριολογικές, εκκλησιολογικές και εσχατολογικές πτυχές του χριστιανικού δόγματος.
Από την άποψη αυτή, η Δημιουργία, η Κτίσις, η ύλη, η υλικότητα, η σαρξ και η ζωικότητα δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως περιφερειακό μέρος του θεολογικού λόγου. Αντίθετα, αποτελούν το ίδιο το έδαφος, τη βάση ή το πλαίσιο μέσω του οποίου η θεολογία (ο λόγος περί Θεού) κατέστη δυνατή εν Χριστώ στην ιστορία. Διαφορετικά, αυτό που κάνουμε δεν είναι θεολογία, αλλά ένα είδος μεταφυσικής, ή ακόμη και μια πολύ επιτυχημένη φιλοσοφία αλλά σε καμιά περίπτωση θεολογία, όπως αυτή εννοείται σε χριστιανική προοπτική.
Από την άποψη αυτή στη συνέχεια του κειμένου μας θα επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε ένα σχεδίασμα οικο-δογματικής, να δώσουμε δηλαδή, ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία τού πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια τέτοια οικο-δογματική πρόταση, η οποία φρονούμε ότι τελικά προϋποτίθεται πριν οποιαδήποτε συζήτηση για το πώς η θεολογία και η Εκκλησία μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης.
Άξονες οικο-δογματικής
Α) Βαθιά ενσάρκωση (deep incarnation): Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η Χριστολογία αποτελεί την καρδιά της χριστιανικής θεολογίας, καθώς είναι ο Χριστός ο οποίος μας φανέρωσε τον Πατέρα Του και υλοποίησε το σχέδιό Του για τη σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου (με την ενανθρώπιση, το πάθος, τη σταύρωση, την ανάσταση, και την ανάληψή Του), το βάρος και της οικο-δογματικής δεν μπορεί παρά να πέσει στο σημείο αυτό. Η έννοια της «βαθιάς ενσάρκωσης» καλλιεργήθηκε πρόσφατα από Καθολικούς θεολόγους (πρώτα από τον Niels Henrik Gregersen, Καθηγητή Συστηματικής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης), οι οποίοι με αφετηρία τη μακραίωνη χριστιανική, πατερική παράδοση (λ.χ. Ειρηναίος, Αθανάσιος, αλλά θα πρόσθετα και Μάξιμος Ομολογητής κ.ά.) διατύπωσαν τη σχετική αντίληψη προκειμένου να τονίσουν τη βαθιά οντολογική αλληλεξάρτηση όλων των δημιουργημάτων του Θεού εντός του σωτηριώδους έργου του Χριστού. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η πρόταση της βαθιάς ενσάρκωσης δεν αφορούσε μονάχα στην εξελικτική αλλά και την οικολογική σκέψη: πώς θα σώσουμε έναν ακμάζοντα πλανήτη από υπερβολικά ανθρωποκεντρικούς (βλ. ανθρωπομονιστικούς)[10] τρόπους σκέψης. Η έννοια της βαθιάς ενσάρκωσης συνεπάγεται μια ενσάρκωση στην ίδια την καρδιά της βιολογικής ύπαρξης και στο σύστημα της φύσης. Η έμφαση στο πλαίσιο αυτό δίνεται στον σταυρό του Χριστού ως η εκ μέρους του Θεού στοίχιση με την αδυναμία και τον πόνο των κάθε λογής πλασμάτων και αναγκεμένων. Η βαθιά ενσάρκωση προϋποθέτει λοιπόν, μια ριζική κατανόηση της ενσάρκωσης που φτάνει μέχρι τις εσχατιές της υλικής και βιολογικής ύπαρξης, καθώς και στις πιο σκοτεινές πλευρές της δημιουργίας[11].
Είναι προφανές ότι ο Χριστός δεν εισήλθε στον κόσμο και την ιστορία προκειμένου να σώσει μονάχα το ανθρώπινο γένος. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ολόκληρη η βιοποικιλότητα της φύσης θα είχε δημιουργηθεί μάταια, γεγονός που προφανώς αποτελεί έκδηλη ασέβεια έναντι του δημιουργικού έργου του Θεού, αλλά και του αγιαστικού ρόλου του Αγίου Πνεύματος στη δημιουργία. Συναισθανόμαστε, άραγε σε ποιο βαθμό παρεκκλίνουμε από τις βασικές αλήθειες της πίστης μας, όταν περιορίζουμε τον ορίζοντα του σωτηριώδους έργου του Χριστού στην αθανασία της ψυχής (όπως συνήθως λέγεται, λες και ο Χριστιανισμός είναι μια παραλλαγή του Πλατωνισμού) ή στην καλύτερη περίπτωση μόνον στον άνθρωπο; Άραγε ποιος είναι τότε ο σκοπός ύπαρξης ολόκληρης της δημιουργίας; Η καταναλωτική εξυπηρέτηση των αναγκών του ανθρώπου ή η αρμονική και αγαπητική συνύπαρξη; Την ίδια στιγμή μια τέτοια θεώρηση που αφήνει εκτός σωτηρίας τη δημιουργία, φαίνεται ότι έρχεται και σε αντίθεση με βασικές προτάσεις της πατερικής σκέψης, όπως εκείνη του Γρηγορίου του Θεολόγου για «το απρόσληπτον και αθεράπευτον»[12]. Για τον Γρηγόριο, ο Χριστός δεν έγινε απλά άνθρωπος αλλά ενδύθηκε ολόκληρη την κτιστότητα, έτσι ώστε να μπορέσει να σώσει την Κτίση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, κινδυνεύουμε οι χριστιανοί να βάλουμε τη μαγεία ξανά στη ζωή μας από την πίσω πόρτα, ενώ τόσος αγώνας έγινε για την απομάγευση ή την αποθεοποίηση της φύσης, όπως ίσχυε στην προ-χριστιανική εποχή.
Β) Αναφερθήκαμε προηγουμένως στον νέο ανθρωπολογικό τύπο ο οποίος απορρέει από την ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας. Τι εννοούμε όμως με αυτό;
Κατά τη Θεία Ευχαριστία, όλη η κτίση προσφέρεται στα χέρια του Θεού για να ζήσει αιώνια. Ο άρτος και ο οίνος, τα πολύ βασικά αυτά προϊόντα του ανθρώπινου μόχθου προσφέρονται στον Θεό Πατέρα, ως Σώμα και Αίμα Χριστού όχι μόνο για χάρη της ανθρωπότητας, αλλά πρωτίστως για τη μεταμόρφωση και τη σωτηρία ολόκληρης της δημιουργίας (θέωση= ως κοσμολογική έννοια).
Η Ευχαριστία, ως Κοσμική Λειτουργία, συνιστά το καθολικό, βαθιά οικολογικά μυστήριο της Εκκλησίας που στοχεύει στη μεταμόρφωση του τρόπου που λαμβάνουμε και χρησιμοποιούμε τη δημιουργία. Όπως σημειώνεται, «η θεολογία του Μάξιμου του Ομολογητή για την creatio originalis και για τη νέα δημιουργία ως μεταμορφωμένο σύμπαν μας επιτρέπει να μιλήσουμε για τη θεολογική αξιοπρέπεια της ύλης ως τον ‘οίκο του Θεού’, καθώς και για ένα πεδίο διαλόγου μεταξύ δημιουργού και ανθρώπων. Η Ορθόδοξη πνευματικότητα, ως πνευματικότητα της θέωσης, της μεταμόρφωσης της ύλης μέσω της εγκατοίκησης του Αγίου Πνεύματος σε αυτήν, είναι βαθιά οικολογική…»[13].
Από την άποψη αυτή, ο άνθρωπος ως ιερέας της Κτίσης, και όχι απλώς ως διαχειριστής, έχει την ευθύνη (που απορρέει από μια δόκιμη ερμηνεία της εικόνας του Θεού) και όχι μόνο το καθήκον να προστατεύει και να φροντίζει τη δημιουργία[14]. Το ανθρωπολογικό ιδεώδες του προσώπου (υποστατική-εκστατική ταυτότητα), ως homo eucharisticus συνιστά έτσι το πιο ισχυρό αντίδοτο ενάντια στον κυρίαρχο homo economicus.
Γ) Η συζήτηση για τον νέο ανθρωπολογικό τύπο που εδώ προτείνεται, θα πρέπει να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, με την επανερμηνεία της εικόνας του Θεού με έναν πιο περιεκτικό τρόπο ως «ζωικότητα»[15]. Η χριστιανική θεολογία μπορεί να προσφέρει μια ολιστική ανθρωπολογία, η οποία θα μπορούσε να εξηγήσει την ιδιαίτερη θέση των ζώων, καθώς και όλων των πλασμάτων και της δημιουργίας συνολικά όχι μόνο στον λόγο μας, αλλά και στην πράξη μας. Εάν κάποιος ορίζει τον άνθρωπο από τη σκοπιά μιας προσωποκεντρικής οντολογίας, στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς μια σαφή αναφορά σε ένα Εσείς και ένα Αυτό. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι κάθε μέρος της δημιουργίας έχει σημασία ή κάθε πλάσμα του Θεού μετράει. Στην προοπτική αυτή η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο παραμένει ατελής, εκτός κι αν αναγνωριστεί ολόκληρη η δημιουργία ως συστατικό μέρος της[16].
Υπό το φως των παραπάνω, σύγχρονοι θεολόγοι[17] αποπειρώνται να αξιοποιήσουν την έννοια της Imago mundi (εικόνα του κόσμου) προκειμένου να επαναπροσδιορίσουν την ανθρώπινη ταυτότητα ενώπιον της επείγουσας κλιματικής κρίσης. Εάν η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο δεν μπορεί να εκδηλωθεί πλήρως, όπως σημειώνει ο Γρηγόριος Παλαμάς, χωρίς να ληφθούν δηλαδή, υπόψη όλα τα πλάσματα του Θεού, αυτό σημαίνει ξεκάθαρα ότι τα ζώα όντως συμμετέχουν στη σωτηρία ολόκληρης της δημιουργίας και ότι πράγματι μπορούν να πάνε στον παράδεισο. Άλλωστε, αυτός είναι ο στόχος της θείας οικονομίας, όπως πραγματοποιήθηκε μέσα από το πασχαλινό μυστήριο, δηλαδή η σωτηρία όλου του κόσμου, κι όχι μόνο των ανθρώπων. Διαφορετικά, η μη ανθρώπινη δημιουργία θα είχε δημιουργηθεί εις μάτην [«ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις Κύριε» (Ψαλμ. 35:7β), ενώ και ο Παύλος σημειώνει ότι «γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ, εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ» (Εφ. 1:9-10).
Ειδικά μάλιστα σε ό,τι αφορά τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα, μια από τις πτυχές της συζήτησης, η οποία συχνά υποτιμάται ενώ αναφέρεται άμεσα στην κλιματική αλλαγή, καθώς τα παραγωγικά μοντέλα δεν επηρεάζουν μονάχα τη βιοποικιλότητα αλλά αφορούν και τις εκπομπές διοξειδίου, γεγονός που εκ νέου αναδεικνύει την ευρύτητα και αλληλεξάρτηση των επιμέρους θεμάτων. Στην προοπτική αυτή που ένα ζώο, για παράδειγμα ένας κακοποιημένος σκύλος, αποκόπτεται από οποιοδήποτε άλλο ζώο του είδους του ή από έναν άνθρωπο ως ιδιοκτήτη του, προκειμένου να πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να συμπεριληφθεί στην προτεινόμενη εδώ κατανόηση της εικόνας του Θεού, στον βαθμό που το ζώο αυτό μοιράζεται την ίδια ζωικότητα, δηλαδή την ίδια κτιστή φύση με την ανθρωπότητα καθώς και βρίσκεται σε μια σταθερή και άρρηκτη σχέση με τον Δημιουργό του, τον Θεό Πατέρα, μπορεί ξεκάθαρα να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται σε αυτήν τη σχεσιακή επανερμηνεία της εικόνας, όπου καμία θεολογική ανθρωπολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη χωρίς να ληφθούν υπόψη ως αναπόσπαστο μέρος της εικόνας του Θεού, όλα τα πλάσματα με τα οποία εξ ορισμού οφείλει να σχετίζεται ο άνθρωπος.
Υπό το φως αυτό, η θεολογική ανθρωπολογία θα πρέπει να αποδίδει προτεραιότητα στην κοινωνία ως εκείνη τη διάσταση της εικόνας που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναχθεί σε οποιαδήποτε αυτάρκη, φυσική ποιότητα, αλλά που, αντίθετα, μπορεί να συνειδητοποιήσει, την οντολογική συγγένεια μεταξύ όλων των υπαρχόντων μη ανθρώπινων πλασμάτων σε μια περιεκτική πρόσληψη της εικόνας του Θεού.
Συμπερασματικές σκέψεις
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά ενδεικτικά στοιχεία για το πώς η Ορθόδοξη θεολογία, όταν λάβει σοβαρά υπόψη της την παράδοσή της και τις βασικές αλήθειες της πίστης της, μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη σχετική συζήτηση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η οικο-δογματική, στοιχεία της οποίας παρουσιάστηκαν ενδεικτικά εδώ, δεν αποτελεί μία ακόμη νεωτερική θεολογική πρόταση (η οποία προκαλεί σε ένα κυνήγι μαγισσών και την καταδίκη από κάθε λογής αιρεσιολάγνα κέντρα), αλλά ένα συνεκτικό θεολογικό όραμα, το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει εκ των έσω την αφασία της πλειονότητας των Ορθοδόξων έναντι της κλιματικής κρίσης, να κινητοποιήσει θεολόγους, κληρικούς και λαϊκούς σε έναν τρόπο ζωής, ο οποίος θα έχει και θα ενεργοποιεί τα έντονα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ορθόδοξης πίστης, και θα συμβάλλει στη διάσωση (μάλλον πολύ αισιόδοξη λέξη) ή καλύτερα στον περιορισμό των συνεπειών της κλιματικής κρίσης.
Εμπνεόμενοι από ένα τέτοιο εναλλακτικό ήθος, δεν μπορεί παρά ο καθένας από μας, τόσο οι ποιμένες του λαού του Θεού όσο και ο κάθε χριστιανός, να αναλάβουμε ενεργό δράση προς την κατεύθυνση της ανακύκλωσης των φυσικών πόρων, την εξάλειψη ή τουλάχιστον τη σημαντική μείωση των αποβλήτων μας, τη χρήση καθαρών και μη τοξικών υλικών και τροφίμων, και βεβαίως την αξιοποίηση εναλλακτικών μορφών ενέργειας και καυσίμων (ανεμογεννήτριες, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας). Όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβάλουν σταδιακά στη διαμόρφωση ενός πράσινου περιβάλλοντος με σημαντικές επιπτώσεις στο τοπικό αλλά και ευρύτερο κλίμα. Μια «Πράσινη Εκκλησία»[18], ένας όρος που μπορεί να ακούγεται περίεργος στα αυτιά των Ορθόδοξων όπως σημειώθηκε στην αρχή, θα πρέπει ίσως να θεωρείται, ως ο μόνος τρόπος για να μεταμορφώσουμε τον κόσμο εδώ και τώρα.[19]
Όλοι μας αναγνωρίζουμε ότι ζούμε σε μια κρίσιμη εποχή, όπου απαιτείται ριζική δράση ενάντια στην εγωκεντρική και καταναλωτική κουλτούρα, η οποία μας αποτρέπει από το να βρούμε ένα πραγματικό νόημα στη ζωή μας, να ψηλαφίσουμε την αλήθεια εντός της ιστορίας. Ξεχνάμε, ωστόσο, ενώ συχνά μάλιστα, διαστρεβλώνουμε την πραγματικότητα λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων και ερμηνευτικών προκαθορισμών, ότι η ιστορία της Εκκλησίας μας δεν ήταν τίποτε άλλο από μία προσπάθεια (άλλοτε επιτυχημένη και άλλοτε όχι, δεν θα πρέπει να το αποκρύπτουμε αυτό) να εξηγήσει τη φύση και τον χαρακτήρα του κακού (σήμερα το οικολογικό κακό), και τις επιπτώσεις που αυτό έχει κυρίως για τη θεανθρώπινη κοινωνία, για τη θέωση. Η τελευταία αυτή κατάσταση συχνά, αν όχι αποκλειστικά ερμηνεύτηκε με κατεξοχήν ανθρωπολογικούς όρους, ότι δήθεν αφορά μονάχα στον άνθρωπο. Χωρίς να απορρίπτεται βεβαίως μία τέτοια ερμηνεία, χρειάζεται προσοχή ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος του ανθρωπομονισμού, ο οποίος φαίνεται να φωλιάζει σε πολλές θεολογικές και μη ψυχές, όταν προσπαθούν να διαφυλάξουν τον ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο, φοβούμενες ότι ποικίλες σύγχρονες δικαιωματιστικές κατακτήσεις (λ.χ. για τα ζώα) τείνουν να μετριάσουν, αν όχι να αντιστρέψουν τις προτεραιότητες. Στο σημείο αυτό χρειάζεται ακόμη μια φορά να επιμείνουμε. Η πραγματική πρόκληση που βρίσκεται στον πυρήνα του τρέχοντος οικολογικού προβλήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο απαντά κανείς στο ακόλουθο διαχρονικά θεμελιώδες ερώτημα: «Ποιος είμαι εγώ»; Η κλιματική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως έχουμε ήδη σημειώσει εμφατικά, χωρίς μία νέα κατανόηση της ανθρώπινης ταυτότητας. Μία παρωχημένη αυτάρκης και αυτοαναφορική αντίληψη του ανθρώπου που δεν χρειάζεται να σχετίζεται με το περιβάλλον του για να υπάρξει (ουσιοκρατική οντολογική θεώρηση), οδηγεί σε μια ριζική διχοτόμηση μεταξύ ανθρώπου και φύσης, η οποία θεωρήθηκε ως «κατάκτηση», τόσο της δυτικής χριστιανοσύνης όσο και της ανατολικής, στον βαθμό που στην τελευταία, μια πλατωνικού τύπου πνευματικότητα διείσδυσε από πολύ νωρίς στη μοναστική ζωή (από τον Ωριγένη και τον Ευάγριο) οδηγώντας σε τάσεις, συχνά κυρίαρχες, απογύμνωσης του ανθρώπου και της δημιουργίας από το υλικό τους στοιχείο! Η παρούσα κρίσιμη κατάσταση που αντιμετωπίζουμε όλοι, είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατανόησης του ανθρώπου που ορίζει τη σχέση του με τη δημιουργία με όρους αντίθεσης, ανωτερότητας, κατοχής και κυριαρχίας.
Στον αντίποδα, αν ορίσει κανείς τον άνθρωπο με όρους σχέσης (μια προσωποκεντρική οντολογική θεώρηση), όπου η σχέση με κάθε Άλλον (άνθρωπο ή άλλο δημιούργημα) κατέχει κεντρικό ρόλο, είναι ευκολότερο να συνειδητοποιήσει τη στενή εξάρτηση του ανθρώπου από τους άλλους ανθρώπους, τον κόσμο ή τον Θεό. Αυτή η σχεσιακή κατανόηση της ανθρωπότητας, μπορεί να χρησιμεύσει ως το υπόβαθρο ενός διαφορετικού οικολογικού ήθους που μπορεί να εκφραστεί πολύ απλά ως εξής: Κάθε επιμέρους τμήμα της δημιουργίας έχει τη δική του σημασία. Σε αυτή την περίπτωση, ο άνθρωπος θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα του ιερατικού του ρόλου, όπως περιγράφηκε παραπάνω στον απόηχο της κοσμικής λειτουργίας, που σημαίνει ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος να προσφέρει ολόκληρη τη δημιουργία στον Θεό για τη σωτηρία της. Αυτό δεν είναι απλώς ένα ηθικό καθήκον, αλλά ένας τρόπος ζωής που λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη δημιουργία σε όλες τις πτυχές της, ως οντολογικό συστατικό της εικόνας του Θεού. Αυτή ήταν άλλωστε, η κατανόηση των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. Γρηγόριος Παλαμάς), όταν υποστήριξαν ότι η εικόνα του Θεού δεν είναι πλήρης, εάν ολόκληρη η δημιουργία δεν κατανοηθεί ως συστατικό μέρος της.
Η διάκριση λοιπόν μεταξύ ανθρωπομονισμού και ανθρωποκεντρισμού μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα μέσα από την ακόλουθη τυπολογία. Στην περίπτωση μιας ουσιοκρατικής οντολογίας, ο άνθρωπος ορίζεται ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ σε μια προσωποκεντρική θεώρηση ο άνθρωπος μπορεί να νοηθεί μονάχα ως μέρος ενός δικτύου σχέσεων, όπου δεν αποδύεται επ’ ουδενί την ευθύνη που του έχει ανατεθεί από τον δημιουργό του. Αν προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από μία τέτοια ανθρωποκεντρική θεώρηση, το αποτέλεσμα θα ήταν να υποβαθμίσουμε την ευθύνη των ανθρώπων, τόσο στην καταστροφή όσο και στη σωτηρία της δημιουργίας, εκχωρώντας στη δημιουργία μια δύναμη που θα της επιτρέψει να σωθεί από μόνη της, κάτι που θα ισοδυναμούσε με ειδωλολατρία, για την οποία χρειάστηκε τόσος αγώνας, με όλα τα θετικά και αρνητικά αποτελέσματά του προκειμένου να αντιμετωπιστεί.
Σήμερα δεν αρκεί η ανθρωπότητα απλώς να διαφυλάξει ως οικονόμος, όπως συνηθίζεται να λέγεται, το περιβάλλον. Η κλιματική αλλαγή έχει θέσει ριζικά σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη ολόκληρου του πλανήτη, όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα. Ο άνθρωπος καλείται να ενεργήσει ως ιερέας της δημιουργίας, ως homo eucharisticus, προκειμένου να συμβάλει στην εσχατολογική αφθαρσία της δημιουργίας του Θεού. Στο τέλος του χρόνου, πρέπει να προσφέρουμε πίσω στον Θεό, ως αντάλλαγμα, το πολύτιμο δώρο που Εκείνος μας προσέφερε όχι ως έναν κατεστραμμένο πλανήτη αλλά ως τα Ευχαριστιακά Δώρα του σώματος του Χριστού προκειμένου να μπορέσουμε να ζήσουμε για πάντα.
[1] Βλ. ενδεικτικά Η Κτίση ως Ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 32019.
[2] Lynn White, «The Historical Roots of Our Ecological Crisis», Science 155 (1967), σ. 1203-1207.
[3] https://unfccc.int/sites/default/files/english_paris_agreement.pdf
[4] https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/european-green-deal_en
[5] https://www.ethnos.gr/World/article/70321/pompeooihpaapoxoroynapothsymfoniatoyparisioy
[6] https://www.vatican.va/content/francesco/en/encyclicals/documents/papa-francesco_20150524_enciclica-laudato-si.html
[7] https://www.goarch.org/el/social-ethos
[8] https://www.holycouncil.org/mission-orthodox-church-todays-world_el
[9] Για την έννοια του οικοσυστήματος βλ. εδώ: «Ένα οικοσύστημα είναι μια γεωγραφική περιοχή όπου φυτά, ζώα και άλλοι οργανισμοί, καθώς και ο καιρός και τα τοπία, συνεργάζονται για να διαμορφώσουν ένα κατάλληλο περιβάλλον ζωής».
[10] Για τη διαφοροποίηση των δύο εννοιών βλ. παρακάτω.
[11] Πρβλ. για μια επισκόπηση της σχετικής πρότασης στο Niels Henrik Gregersen, Incarnation: On the Scope and Depth of Christology, εκδ. Fortress Press, 2015 και Denis Edwards, Deep Incarnation: God’s Redemptive Suffering With Creatures, εκδ. Orbis books, 2019.
[12] «Προς Κληδόνιον-Επιστολή» 101, PG 37,181.
[13] Βλ. Daniel Munteanu, «Cosmic Liturgy: The Theological Dignity of Creation as a Basis of an Orthodox Ecotheology», International Journal of Public Theology, 4(3) (2010), 332-344.
[14] Βλ. ενδεικτικά: John Chryssavgis-Nikolaos Asproulis (επιμ.) Priests of Creation John Zizioulas on Discerning an Ecological Ethos, T&T Clark, 2021.
[15] Προς την κατεύθυνση αυτή βλ. Stephen Moore (επιμ.), Divinanimality: Animal Theory, Creaturely Theology, εκδ. Fordham University Press, 2014.
[16] Πρβλ. σχετικά: Γρηγορίου Παλαμά, «Κατά Ακίνδυνου», 7,11,36.25-8.
[17] Πρβλ. σχετικά Jurgen Moltmann, God in Creation: A New Theology and The Spirit of God. The Gifford Lectures 1984-85, San Francisco, εκδ. Harper & Row, 1985.
[18] Περισσότερα για την πρώτη, εξ όσων γνωρίζουμε απόπειρα δημιουργίας μιας «πράσινης ενορίας» στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος στον Βόλο, στο πλαίσιο προγράμματος που υλοποιείται από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου σε συνεργασία με το WWF Ελλάς, βλ. στην ιστοσελίδα: https://www.acadimia.org/ylopoiimena-programmata/prasini-enoria.
[19] Για μια πρόσφατη, σφαιρική επισκόπηση της σχετικής συζήτησης για τον ρόλο της Ορθοδοξίας στην κλιματική κρίση με ιδιαίτερη αναφορά στα Βαλκάνια, βλ. Theodota Nantsou-Nikolaos Asproulis (επιμ.), The Orthodox Church addresses the climate crisis, εκδ. Volos Academy Publications-WWF Hellas, 2021.
