Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Γιώτα Τεμπρίδου

Νεροφόροι, ντελάληδες – ποιητές

Χρήστος Κολτσίδας, Νεροφόροι, Θράκα, Λάρισα 2021.
Βαγγέλης Μπριάνας, Ντελάλης, Θράκα, Λάρισα 2021.

Τον Αύγουστο του 2021 κυκλοφόρησαν από τη Θράκα μια ανοιχτόχρωμη και μια σκουρόχρωμη ποιητική συλλογή με μονολεκτικούς τίτλους, οι Νεροφόροι του Χρήστου Κολτσίδα και ο Ντελάλης του Βαγγέλη Μπριάνα. Έναν χρόνο μετά, μοιράζομαι δυο σκέψεις για την καθεμιά (1 & 2) και μερικές ακόμα και για τις δυο μαζί (3).

1. Οι Νεροφόροι είναι η τρίτη ποιητική συλλογή του Χρήστου Κολτσίδα –προηγήθηκαν Τα ορεινά (2015) και η Βροχή περασμένη (2020). Γράφω «νεροφόροι» στον υπολογιστή και το word μού τους επιστρέφει υπογραμμισμένους, δεν τους αναγνωρίζει. Ψάχνω το λήμμα σε νεοελληνικά λεξικά και διαπιστώνω την απουσία του. Η λέξη ωστόσο μας είναι, νομίζω, κατανοητή (νεροφόρος θα πρέπει να είναι αυτός που μεταφέρει/ διανέμει το νερό) και οικεία –πιο οικεία κατά πάσα πιθανότητα από συνώνυμά της όπως «νεριάρης», «νεροκράτης», «νερολόος», «νερομπεξής», «νερουλάς», «υδρονομέας». Πριν δούμε όμως τι είναι αυτοί οι Νεροφόροι, πριν περάσουμε δηλαδή στα μέσα, λίγα μόνο για τα έξω, για το εξώφυλλο δηλαδή του βιβλίου.

Το εξώφυλλο κοσμείται από χαρακτικό της Μαριλένας Παπαγεωργίου, που είναι γνωστή και ως Sourtouka[1] –αυτό είναι το καλλιτεχνικό της. Το έργο φιλοτεχνήθηκε ειδικά για τους Νεροφόρους και λέει τη δική του(ς) ιστορία. Όπως όλες τις ιστορίες, η καθεμιά την εκλαμβάνει με τον τρόπο της: Βλέπω ένα κιούπι εγώ εδώ που, επειδή στέκεται πάνω ακριβώς από τη λέξη «νεροφόροι», το φαντάζομαι γεμάτο με νερό. Χάρη σε μια αλλόκοτη διαφάνεια, που αποτελεί χαρακτηριστικό του νερού, όχι όμως συνήθως του κιουπιού, φανερό είναι και το περιεχόμενο του σκεύους, άλλο αν το αναγνωρίζουμε ή όχι. Το συγκεκριμένο κιούπι έχει τις ρίζες του: αν κάνουμε να το απομακρύνουμε, θα προβάλει αντίσταση. Κι όμως, όλες αυτές οι καμπύλες γύρω του υπαγορεύουν κίνηση, ταλάντευση, ζωντάνια –λες και θα βγάλει το σκεύος φωνή, λες και θα κάνει θαύμα. Αν το κοιτάξουμε ώρα πολλή, θα μας πάρει από εκεί που καθόμαστε, θα μας πάει σ’ άλλα μέρη, κάπου με γάργαρο νερό ή και σε κάποιο αστέρι.

Μπαίνοντας πια στο ποιητικό σώμα των Νεροφόρων, όλα ξεκινούν υπέροχα, δηλαδή με Τζένη Μαστοράκη∙ από δικό της έργο προέρχεται η προμετωπίδα της συλλογής: «Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν, όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί». Όσο για το κείμενο του Κολτσίδα, ανοίγει με ερώτηση –και δεν είναι αυτή η μόνη ερώτηση του βιβλίου, ούτε είναι αυτό το μόνο βιβλίο του που περιέχει ερωτήσεις. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη όμως, παραθέτω το ποίημα που ανοίγει τη συλλογή. Τίτλο δεν έχει.

Να κοιτάς απ’ το παράθυρο του τρένου;
Το καλύτερο μονοπλάνο.

Παλιοφάρσαλα, Σοφάδες,
μ’ ένα ψιλόβροχο πικρό.

Καρδίτσα
και σπίτι με τα πόδια.

Στα παλιά εργατικά
πιάνεται η ψυχή σου.

Στο κέντρο ξεπιάνεται.

Ή έτσι νομίζεις.[2]

Το ποίημα αποτελείται από δέκα στίχους, οι περισσότεροι από τους οποίους πάνε δυο δυο. Ο λόγος είναι κοφτός, οι τελείες πολλές. Από την ερώτηση του ανοίγματος («Να κοιτάς απ’ το παράθυρο του τρένου;») ως την αβεβαιότητα του κλεισίματος («Ή έτσι νομίζεις») δεν μένουν περιθώρια για πολλές σιγουριές. Το πράγμα κινείται, το τρένο περνά, το τοπίο μεταβάλλεται. Η διαδρομή είναι προκαθορισμένη, ο προορισμός συγκεκριμένος∙ η κίνηση είναι ασταμάτητη: μετά το τρένο, η πορεία συνεχίζεται με τα πόδια.

Μπαίνουμε στο τρένο λοιπόν, διαβάζοντας τους Νεροφόρους, και βγαίνουμε στην Καρδίτσα. Οπότε και όταν συναντάμε την περιγραφή μιας πόλης στο αμέσως επόμενο ποίημα, που ανοίγει με τις λέξεις «Είναι μια πόλη», εύλογα υποθέτουμε πως πρόκειται για την Καρδίτσα: «μια πόλη ισιάδι στον κόρφο/ Μια πόλη/ υγρασία στην κωλότσεπα.// Παυσίλυπη, αλεξίχαρη». Με όρους σωματικούς περιγράφεται η πόλη, ισιάδι είναι στον κόρφο[3], όχι φίδι, νιώθεται η πόλη, σαν την υγρασία και αυτή, είναι παυσίλυπη η πόλη, είναι και αλεξίχαρη.

Το επίθετο «παυσίλυπη» μπορεί να θυμίσει τα Παυσίλυπα του Τάσου Κόρφη, μιας και μιλάμε για ποίηση, το πιθανότερο όμως τώρα είναι να θυμίσει ένα πάρκο, το Παυσίλυπο, μιας και ο Κολτσίδας απ’ την Καρδίτσα κατάγεται, όπως μας πληροφορούν τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία που δίνονται στα προηγούμενα βιβλία του, και στην Καρδίτσα έγραψε τμήμα τουλάχιστον των Νεροφόρων, όπως μας πληροφορεί η σχετική σημείωση στο τέλος του βιβλίου: «Θεσσαλονίκη-Καρδίτσα-Καλύβια Πεζούλας 2014-2021». Όσο για το άλλο επίθετο, το «αλεξίχαρη», είναι του Κολτσίδα κατασκεύασμα, κατά το πρότυπο, υποθέτω, λέξεων όπως «αλεξίκακος», «αλεξίκροτος», «αλεξίλογος» και «ηλιόχαρη», «νερόχαρη», «πασίχαρη».

Οι Νεροφόροι μάς προσφέρουν μια περιήγηση στην πόλη με τα ωραία επίθετα, στα μέσα αλλά και στα έξω της: Από αλλού ερχόμαστε και δεν μένουμε στα όριά της, πηγαίνουμε να δούμε και τα χωριά της. Παραθέτω ένα ποίημα ακόμα (13), άτιτλο και αυτό.

Αστρίτσα, Παραπράσταινα, Μικρή Μόσχα,
Μάρκο, Μαυραχάδες και Καππά,
Λουτρό, Φανάρι, Λαζαρίνα,
Ρούσσο,
δεν ξέρω καν πού είστε.

Μόνιμος κάτοικος με GPS.

Και τα μπαμπάκια στις καρότσες
σα φυλακισμένοι.

Και το Ραουντάπ
ο αγιασμός του φθινοπώρου.

Μέχρι σήμερα δεν έχω επισκεφθεί κανένα από τα δέκα χωριά που αναφέρονται στο ποίημα (και που δεν είναι τα μόνα που αναφέρονται στο βιβλίο), έψαξα και βρήκα όμως μερικά πράγματα γι’ αυτά. Το πιο ενδιαφέρον ίσως: Όταν, το 1954, έγινε ένας μεγάλος σεισμός στους Μαυραχάδες, το χωριό σώθηκε χάρη στη Γκόλφω. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος στην πλατεία, όπου παιζόταν το θεατρικό, και έτσι δεν υπήρξαν θύματα[4].

Όπως ήδη ανέφερα, τα δύο ποιήματα που παρέθεσα είναι άτιτλα. Το ίδιο ισχύει και για τα επόμενα. Μέχρι τη σελίδα 27 της συλλογής (και είναι 32 όλες και όλες) δεν υπάρχει ούτε ένας τίτλος. Τότε (στην 27) κάτι αλλάζει, δεν είμαι όμως σίγουρη πως ξαφνιάζει. Στο μεταξύ, η πορεία συνεχίζεται, με αμάξι τώρα, και είναι ανηφορική, μας βγάζει «στο ιδανικό ύψος των περιστάσεων» (25). Γνωρίζουμε, ανεβαίνοντας, την κυρα-Νίτσα και τη Λίτσα. Βλέπουμε το πεσμένο μνημείο πεσόντων να γίνεται «δοκάρι για παγκότερμα» (20). Παίρνει το μάτι μας μια κότα και μια αστραπή να βράζουνε στο ίδιο ζουμί. Σκοντάφτουμε σε λέξεις δυσπρόφερτες, όπως «ζουρζουβούλκου» (21).

Τον έναν και μοναδικό τίτλο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο δεν μπορεί παρά να τον έχουμε ξαναδεί και αυτό επειδή είναι ίδιος με τον τίτλο του βιβλίου: «Νεροφόροι». «Νεροφόροι» μέσα στους Νεροφόρους δηλαδή, δυο φορές νεροφόροι ή περισσότερο νεροφόροι από τους υπόλοιπους νεροφόρους – νεροφόροι για να μην ξεχνιόμαστε. Οι «Νεροφόροι» έρχονται μετά που «πιάνουμε τα μύθια» (25). Είναι μια, ποιητικά δοσμένη, ιστορία, στο βιβλίο που φέρει το όνομά της. Είναι μια μπάμπουσκα –αν προτιμάτε, μπορούμε να κάνουμε λόγο και για εγκιβωτισμό. Δεν πρόκειται μάλιστα για ένα μόνο ποίημα, αλλά για μια σειρά ποιημάτων, για μια ποιητική ενότητα.

Το ότι πρόκειται για ποιητική ενότητα το συμπεραίνουμε παρατηρώντας τη σχέση που έχουν οι ποιητικές μονάδες που την αποτελούν μεταξύ τους –ειδικά μάλιστα βλέποντας κάτι εισαγωγικά να ανοίγουν και, εκεί που νομίζουμε πως απλώς ξέμειναν ανοιχτά, να κλείνουν τρεις σελίδες παρακάτω. Στην ποιητική αυτή ενότητα ο λόγος δίνεται στους ίδιους τους Νεροφόρους, οι φωνές είναι πολλές, ο αριθμός πληθυντικός: «Κι εμείς,/ μ’ ένα καθήκον φωτοσκιάσεων,/ αναδεύουμε το νερό/ στο μεγάλο πηγάδι του κόσμου» (30).

Με αφορμή το μεγάλο αυτό πηγάδι, επισημαίνω πως οι τρόποι με τους οποίους εμφανίζεται το υγρό στοιχείο στη συλλογή είναι αξιοσημείωτα πολλοί. Παραθέτω και πολύ σύντομα σχολιάζω ενδεικτικά σημεία: «Τόσες πηγές, τόσα νερά/ κι ακόμα δεν ξεδίψασαν οι αποθαμένοι;» (17), γράφει κάπου ο Κολτσίδας, και ψευτο-αναρωτιέμαι: “μα ξεδιψάν οι αποθαμένοι;”· «Ήταν που λες κάποτε μια βρύση/ που τη λέγανε “Αρκούδα”» (27), λέει αλλού, και έρχομαι να ψευτο-σχολιάσω εγώ: “πάει λαγός να πιει νερό στης Αρκούδας τον βωμό”· «Φέρουμε μέσα μας τη διαβρωτική ροή των υδάτων» (29), «και νερένια μέσα μας η Ζωή» (31), λένε δυο άλλοι στίχοι του, που τους συνοδεύω εδώ με κάτι δικά μου: “τρέχει, τρέχει, τρέχει η ζωή – τρέχει να σωθεί”. Σε αυτά προσθέτω, δίχως σχόλια πια: τη μοναξιά που «πλένει ρούχα στο ποτάμι» (23), τις φωνές-«ψιχάλες περασμένες από κόσκινο» (27), τις λύπες που δεν είναι μετρήσιμες «σταγόνα τη σταγόνα» (29), «τις αλλαγές στο δέρμα του νερού» (29) που είναι προς μελέτη.

Στους Νεροφόρους διαβάζουμε στίχους που μας είναι γνώριμοι, επειδή τους έχουμε εκ των προτέρων ακούσει, μπορεί και τραγουδήσει: «Μια ζωή την έχουμε» (11). Στίχους που θα μπορούσαν να γίνουν συνθήματα σε τοίχους ή εφιάλτες στον ύπνο των πολιτικών: «Κάθε ζωή είν’ ιερή» (28). Στίχους που τους εκλαμβάνουμε άλλοτε ως ανάλαφρους και άλλοτε σαν σχόλια στην εις-σε-προστρέχω-Τέχνη-της-Ποιήσεως: «και μπλα μπλα» (22). Εντοπίζουμε επίσης στους Νεροφόρους σημεία που θυμίζουν τις δυο προηγούμενες συλλογές του Κολτσίδα, υπό την προφανή προϋπόθεση να τις έχουμε διαβάσει. Αναφέρω στα γρήγορα ένα σημείο από την καθεμιά: «Σα να την τραβάν φωτογραφία γελά» (Τα ορεινά, 24), «Ερασιτέχνης φωτογράφος επαρχίας» (Βροχή περασμένη, 17), «Βολτάροντας στα χωράφια/ λέρωσα τ’ αθλητικά/ και για μια φωτογραφία/ βούλιαξα στη λάσπη» (Νεροφόροι, 14)[5].

Έτσι όπως κοιτάω τα ποιητικά προηγούμενα του Κολτσίδα, μαζί και με τα τρέχοντα ποιητικά: Με τους Νεροφόρους θεωρώ πως κλείνει μια περίοδος, που αποτελείται και από τα τρία βιβλία του. Θα μπορούσαμε να την πούμε «της υπαίθρου» ίσως την περίοδο αυτή, προσωπικά όμως δεν νιώθω την ανάγκη κάπως να την πω. Κάνω την παρατήρηση για την περίπτωση που σας αρέσουν οι περιοδολογήσεις μόνο και μόνο. Νομίζω πάντως πως αν μας έδιναν τη συλλογή, αποκρύπτοντάς μας τον δημιουργό της και μας ζητούσαν να τον μαντέψουμε (τακτική που δεν ξέρω σε τι ωφελεί, γνωρίζω όμως περιπτώσεις που έχει ακολουθηθεί), θα καταφέρναμε κατά πάσα πιθανότητα να τον αναγνωρίσουμε, εφόσον γνωρίζαμε τα προηγούμενα έργα του. Έχει τη φωνή του ο Κολτσίδας, εννοώ, τους δικούς του ποιητικούς τόπους και τρόπους. Αλλά και δοκιμάζει ήδη νέους δρόμους, όπως αποδεικνύουν τα μετά τους Νεροφόρους ποιητικά βήματά του: «Η καρδιά του Σαμουράι (πέντε ασκήσεις ψυχραιμίας)» (Τεφλόν 23) δηλαδή και φυσικά η Διαλεκτική (Ακυβέρνητες Πολιτείες 2022)[6].

2. Ο Ντελάλης είναι η πρώτη συλλογή του Βαγγέλη Μπριάνα, αλλά δεν εντοπίζω στον Ντελάλη την αμηχανία που εύλογα υπάρχει σε πολλά πρώτα βιβλία –ενδεχομένως (και) επειδή ο Μπριάνας, που έχει κι άλλες δουλειές έτοιμες στο συρτάρι του, τον επεξεργαζόταν καιρό, μέχρι να τον αφήσει να πάρει τον δρόμο του. Η συλλογή αποτελείται από δεκαπέντε, σύντομα στο σύνολό τους, ποιήματα, δύο έως οχτώ στίχων, και από εννιά «Ειδήσεις» που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο ένατο και το δέκατο ποίημα. Το βιβλίο ανοίγει με ένα δίστιχο σε θέση προμετωπίδας, με έναν επανορισμό του επίκαιρου, με μια προειδοποίηση για την ιδιαίτερη φύση του ντελάλη που έρχεται, των μαντάτων που φέρνει: «Δελτίο∙ νοώ επίκαιρο/ ό,τι με συγκινεί». Η συγκίνηση προτάσσεται της ενημέρωσης και αυτή είναι μια από τις ελάχιστες χρήσεις του πρώτου ενικού προσώπου στις σελίδες του Ντελάλη. Η, εμφανής ήδη από εδώ, πυκνότητα του λόγου αποτελεί χαρακτηριστικό ολόκληρης της συλλογής και μπορεί να θυμίσει τη λακωνικότητα των Προσωκρατικών, τη σπιρτάδα των χαϊκού, τα «ακαριαία» ή/και τα μικρά του Μιχάλη Γκανά, τα ολιγόλεκτα του Νίκου Καρούζου, τα λιλιπούτεια του Ηλία Κεφάλα κ.ά. Ας ξεκινήσω όμως ξανά από τα έξω.

Αναφέρθηκα στην αρχή σε ένα ανοιχτόχρωμο κι ένα σκουρόχρωμο βιβλίο: του Μπριάνα είναι το σκουρόχρωμο. Το μαύρο εξώφυλλό του όμως κοσμείται από έναν πολύχρωμο πίνακα της Μελίνας Μπριάνα –έναν πίνακα με πολλές πληροφορίες και κεντρική φιγούρα εκείνη ενός άντρα με μαύρα μούσια και μαλλιά, μπλε μάτια, κόκκινα μάγουλα και χείλη. Πάνω απ’ τον ώμο του ο ήλιος λάμπει, φέγγοντας ή πυρακτώνοντας το μπράτσο του. Ίδιο χρώμα με το φωτεινό σώμα και το φωτισμένο ή καμένο μέλος, σαν ν’ αποτελεί συνέχειά τους, έχει και το κεφάλι ενός σκύλου, που είναι έτσι τοποθετημένο ώστε να κρύβει μέρος του άντρα (ταυτόχρονα: το χέρι του άντρα κρύβει τον λαιμό του ζώου), καλώντας μας ίσως να τους δούμε σαν ένα και μόνο σώμα. Άνθρωπος και ζώο έχουν από ένα (παρόμοιου χρώματος) αντικείμενο στο στόμα. Γύρω και πάνω απ’ τον άντρα διακρίνονται διάφορα πουλιά – μια νότα δίπλα στο αυτί του δείχνει πως τα πουλιά κελαηδούν και πως αυτός τ’ ακούει. Κάποια μοιάζει να βγαίνουν απ’ το τσεπάκι του· άλλα έχουν κάνει φωλιά πάνω του· το μεγαλύτερο είναι ξαπλωτό στο κεφάλι του, σαν ζωντανό καπέλο. Το κεφάλι του πέφτει μπροστά στο πρόσωπο του άντρα: Αν πούμε να τον κοιτάξουμε στα μάτια, θα δούμε οπωσδήποτε και το μεγάλο πουλί. Αν πάλι πούμε να κοιτάξουμε προσεκτικά τον πίνακα απ’ άκρη σ’ άκρη, θα δούμε σίγουρα κι άλλους ανθρώπους. Μια γυναίκα κι ένα παιδί κάτω δεξιά, έξω από σπίτι με ανοιχτή ακόμα την πόρτα (κάποιον θα περιμένουν ή θα προϋπαντούν). Πάνω απ’ την καμινάδα του σπιτιού σ’ ένα, φτιαγμένο πιθανόν από καπνό, πλαίσιο έναν κυνηγό με προτεταμένη κάνη μπροστά από δάσος. Διακρίνεται και ένα μονοπάτι: από τη μια χάνεται στο δάσος· από την άλλη βγαίνει απ’ το πλαίσιο και καταλήγει στον αγκώνα της κεντρικής φιγούρας, του γητευτή/ προστάτη των πουλιών. Εδώ ο άνθρωπος συνδέει τα στοιχεία. Εδώ ο άνθρωπος είναι φωλιά για τα πουλιά. Στ’ αριστερά του σε πρώτο πλάνο βλέπουμε ψηλόλιγνα δέντρα με μικρούς κόκκινους καρπούς, στο βάθος βουνά, στους πρόποδες χωριό. Εδώ ο άνθρωπος είναι μεγαλύτερος απ’ το σπίτι, το χωριό και το βουνό. Είναι όμως ανεξάρτητος απ’ αυτά; Και είναι το έργο του εξωφύλλου ανεξάρτητο απ’ το (υπόλοιπο) βιβλίο[7];

Το πρώτο ποίημα του Ντελάλη είναι «Το βουνό»:

Ξεπετρίζεις τον κήπο σου
μα έχεις βουνό ολόκληρο από κάτω
να χαλάσεις.

Χρόνος ανάγνωσης: ποικίλλει, αλλά πιθανότατα δεν ξεπερνά τα δέκα δευτερόλεπτα. Χρόνος επεξεργασίας: επίσης ποικίλλει, αλλά πιθανότατα ξεπερνά κατά πολύ τον χρόνο ανάγνωσης. Δεν διαβάζουμε και πάμε (απαραίτητα, αμέσως) παρακάτω, αλλά στεκόμαστε και ρίχνουμε (αν θέλουμε) άλλη μια ματιά. Ξανακοιτώντας το βουνό ή το ποίημα δεν βλέπουμε βέβαια όλες το ίδιο: δεν παρατηρούμε τα ίδια πράγματα, αλλά ακόμα κι αν παρατηρούμε τα ίδια πράγματα, δεν τα προσλαμβάνουμε με τον ίδιο τρόπο.

Κάποια μπορεί να διαβάσει “ξεπορτίζεις” αντί «ξεπετρίζεις», μιας και δεν έχει ξανακούσει αυτή τη λέξη[8]. Άλλον μπορεί να τον ξαφνιάσει το ρήμα του τελευταίου στίχου, ν’ αφεθεί τελικά στους συνειρμούς του: τα αιολικά χαλάνε τα βουνά. Μερικ@ θα έχουν ερωτήματα: Οι πέτρες κάνουν το βουνό ή το βουνό τις πέτρες; Φτιάχνεις τον κήπο, χαλάει το βουνό; Τον κήπο μπορούμε να τον πάρουμε για κυριολεκτικό ή και όχι, το ίδιο και το βουνό –σε κάποιον, ας πούμε, μπορεί η ερμηνεία του ποιήματος να φανεί βουνό. Δεν είναι όμως αναγκαίο να ερμηνεύσουμε. Μπορούμε να μείνουμε στην εικόνα: να φανταστούμε μια ηλικιωμένη ή έναν μεσήλικα σ’ έναν μικρό, μεγάλο, περιποιημένο ή παρατημένο κήπο. Ή να μείνουμε στον ήχο των λέξεων, να τις αφήσουμε να μας παρασύρουν στο επόμενο ποίημα, ν’ αναζητήσουμε παρακάτω σχετικούς (κατά τη γνώμη μας) στίχους, να επιχειρήσουμε παράλληλες αναγνώσεις: «Βουνά-βράχια πολλά στο στόμα σου μετράς/ κι οι πέτρες που ξεστομάς με παίρνουν κατακέφαλα» (16). Τελικά το ποίημα μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε κήπο, σε οποιονδήποτε τόπο ή και σε κανέναν κήπο. Οι πέτρες του κήπου μπορεί να είναι η κορυφή του παγόβουνου. Κι αυτό που μοιάζει να αφορά τον ευπρεπισμό ενός κήπου να είναι τελικά ένα ποίημα για τα μικρά (που επιλύονται) και τα μεγάλα (που καραδοκούν), ένα σχόλιο για τη ματαιότητα.

Τα υπόλοιπα ποιήματα του Ντελάλη αφορούν τους χειμώνες (το χιόνι και το κρύο τους), το νερό (που ξέρει «από φθηνά κανάτια» κι «από πνιγμένα βατράχια»), το γάλα («σε μπουκάλι ή και σε χαρτόνι/ από τη φοράδα ή από τη μάνα»), τα δέντρα («το παράπονο της καρυδιάς» αλλά και την ιτιά και την κρανιά), τα πουλιά και τον κυνηγό, τα ψάρια και τον ψαρά, μια γκλίτσα που περπάτησε, ένα γεφύρι που έπεσε. Ένα απ’ αυτά, το «Μες στη δροσούλα», ανοίγει με τον στίχο «Δροσούλα και φθηνή σκιούλα», που θα πήγαινε και σε παιδικό τραγουδάκι, και αναφέρεται σ’ ένα ανέμελο νεκροπούλι που καταλήγει νεκρό: «Το σκάγι που το παίρνει/ το αφήνει στον τόπο». Το τέλος της ζωής του πουλιού απλώς καταγράφεται, το ποίημα δεν προσπαθεί να συγκινήσει –πρόκειται για θάνατο-συμβάν, όχι για θάνατο-κρίμα. Το ποίημα «Θήραμα», που έρχεται μετά, αφορά ένα πτιλωτό τσιροπούλι, μια φοβερή ενέδρα και ξανά τον θάνατο, αλλά αλλιώς: «Δε βρίσκεις γνώριμο τόπο να πεθάνεις». Τα δύο ποιήματα μπορούν να θεωρηθούν μεταξύ τους σχετικά, δεν είναι όμως διαδοχικά, καθώς παρεμβάλλονται ανάμεσά τους οι «Ειδήσεις».

Οι «Ειδήσεις» δεν είναι ένα ακόμα ποίημα. Δεν τις παίρνω ούτε για ποιητική ενότητα, περισσότερο με ιντερμέδιο μοιάζουν. Εκεί που απολαμβάνουμε ποίηση και δροσούλα, πέφτουμε ξαφνικά σε μια σελίδα όπου αναγράφεται μία και μόνο λέξη, με κεφαλαία μάλιστα, σαν να πρόκειται για σελίδα τίτλου (αίσθηση που επικυρώνεται και από την πίσω όψη της που μένει κενή): «Ειδήσεις». Ακολουθεί σελίδα όπου αναγράφεται μία και μόνο φράση, με πλάγια μάλιστα, σαν να πρόκειται για προμετωπίδα (ξανά: η πίσω όψη της σελίδας μένει κενή): «Μπήγει την είδηση βαθιά μέσα στο μαύρο του αυτιού σου». Ποιος μπήγει την είδηση; Πιθανή απάντηση: ο μαντατοφόρος, ο ντελάλης. Και τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει η πράξη του αυτή; Η είδηση να σε ξεκουφάνει, να χαθεί μες στ’ αυτί σου, να ξεχαστεί. Τα γραπτά μένουν όμως και ακολουθούν δυο πυκνογραμμένες σελίδες, οι πιο πυκνές ολόκληρου του βιβλίου, στις οποίες μοιράζονται πέντε και τέσσερις «Ειδήσεις» αντίστοιχα.

Γιατί προηγούνται άραγε οι «Ειδήσεις» του «Θηράματος»; Επειδή πριν απ’ το «Θήραμα» (πέρασε και) τις έφερε ο ντελάλης –αυτή είναι η δική μου απάντηση. Τις είπα ιντερμέδιο πριν, σίγουρα όμως δεν είναι λιγότερο σημαντικές απ’ το υπόλοιπο βιβλίο· εξηγούν τον τίτλο του άλλωστε. Ο ποιητής αναλαμβάνει τον ρόλο του ντελάλη: “ελάτε να σας πω”. Μοιάζει κάποτε να δίνει ορισμούς («Κοπάδια του νερού βοσκάνε το αγκίστρι· τα ψάρια») ή χρησμούς: «Χειμερία νάρκη· θα σε διαμελίσει». Κυρίως όμως καταγράφει αποστασιοποιημένα τα επίκαιρα: «Οι νεκροί πολλοί», «Τον συνθλίβει».

Οι «Ειδήσεις» μόνο άσχετες δεν είναι με τα ποιήματα του Ντελάλη κι αυτό το διαπιστώνουμε απ’ την πρώτη κιόλας: «Σίγουρος θάνατος εθεάθη στην μπούκα ενός κυνηγού» –είναι απλώς συντομότερες (αν και όχι όλες), σαν ποιήματα σε τίτλους. Αρκετές έχουν να κάνουν με το χιόνι και μία μόνο φορά, στο τέλος των «Ειδήσεων», το χιόνι είναι μεταφορικό· μας μεταφέρει στην οθόνη συσκευής που συνηθίζει να μεταδίδει ειδήσεις: «Έπεσαν χιόνια στην οθόνη/ Δεν έχει είδηση απόψε». Είναι τότε που αφήνουμε τις «Ειδήσεις» για (να διαβάσουμε) μερικά ποιήματα ακόμα, «Το γεφύρι της Τέμπλας» π.χ., που θυμίζει και το «ατάνυστο γεφύρι» των «Ειδήσεων», και εκείνο για τον ψαρά που θέλει να τα πει με ψαράκι σε πιατάκι· «Ο ψαράς» κλείνει και τη συλλογή.

Ο Ντελάλης είναι μικρής έκτασης, σίγουρα όμως δεν είναι γραμμένος στο πόδι. Κάτι μας ωθεί να πάρουμε τον αναγνωστικό χρόνο μας κι εμείς, να τον διαβάσουμε αργά. Έχει μια καθαρότητα ο Ντελάλης, εκπέμπει μια ηρεμία, δεν έρχεται να ταράξει τα νερά. Τα πράγματα μοιάζουν απλά, χωρίς να είναι απαραίτητα· και ανεπιτήδευτα –σαν φερμένα απ’ αλλού, απ’ άλλοτε: Δεν θα περνούσε ο ντελάλης απ’ τα Εξάρχεια του σήμερα, μπορούμε όμως να διαβάσουμε ή να θυμηθούμε τον Ντελάλη οπουδήποτε. Δεν καταπιάνεται με διακόσια θέματα ο Μπριάνας. Δεν θέλει να μπερδέψει, να ξαφνιάσει, να τοποθετηθεί· από έναν ντελάλη δεν περιμένουμε βαρύτιμες γνώμες και συναισθηματισμούς. Ο λόγος του είναι περιεκτικός, οι φράσεις του όμως λίγες, το ύφος λιτό[9]. Προτεραιότητα δίνεται στα φυσικά, όχι στ’ ανθρώπινα. Αντί ν’ αρχίσω όμως πάλι με την ποίηση της υπαίθρου, τους ποιητές του βουνού και του λόγγου, τα ποιητικά χωριά, αντί να σκαλίσω επιρροές, ν’ αναζητήσω τον Γκανά, τον Μπράβο, τον Πορφύρη στον Μπριάνα, θ’ αρκεστώ να πω πως ο Μπριάνας έχει διαβάσει τον Κολτσίδα, ο Κολτσίδας έχει διαβάσει τον Μπριάνα και πως μπορεί να γίνει λόγος εδώ για συνδιαμόρφωση.

3. Νεροφόροι και Ντελάλης κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα από τον ίδιο εκδοτικό, τη Θράκα, και μπορεί να είναι ανοιχτόχρωμοι οι μεν και σκουρόχρωμος ο δε, μοιάζουν όμως λιγάκι ως αντικείμενα. Έχουν το ίδιο ύψος για αρχή, όπως και άλλα βιβλία της Θράκας, και σχεδόν το ίδιο πάχος (ο αριθμός των σελίδων τους είναι περίπου ο ίδιος, ένα ξεφύλλισμα αρκεί όμως για να διαπιστώσουμε πως τα ποιήματα του Μπριάνα είναι συντομότερα). Είναι αμφότερα καλαίσθητα και φιλοξενούν στα εξώφυλλά τους έργα που τους ταιριάζουν και τα αναδεικνύουν. Το ένα φιλοτεχνήθηκε ειδικά για τους Νεροφόρους –αυτοί αποτέλεσαν την αφορμή του. Το άλλο προϋπήρχε –μπορεί και να ενέπνευσε κάτι απ’ τον Ντελάλη. Κανένα απ’ τα δυο βιβλία δεν έχει αυτιά και κανένα απ’ τα δυο δεν παρέχει πληροφορίες για τον δημιουργό του. Τον Κολτσίδα είναι πιθανό να τον γνωρίζουμε απ’ τις προηγούμενες συλλογές του και από τις ίδιες συλλογές δεν αποκλείεται να θυμόμαστε και τον Μπριάνα. Η «Ποιμενική ευφορία» των Ορεινών είναι αφιερωμένη «στον Βαγγέλη Μπριάνα/ που παραμένει φίλος και μουσικός αναγνώστης» και το «Του γλεντιού» της Βροχής περασμένης «στον Βαγγέλη Μπριάνα,/ σαπανίσιο κι απ’ το απόσκιο». Ο Μπριάνας αφιερώνει με τη σειρά του στον Κολτσίδα ένα από τα ποιήματα του Ντελάλη, τη «Γκλίτσα περπατημένη» (τίτλος που δεν αποκλείεται να θυμίσει και σε σας τη Βροχή περασμένη).

Η ανταλλαγή αφιερώσεων δεν αφήνει αμφιβολίες: Κολτσίδας και Μπριάνας δεν γνωρίζονται απλώς, είναι φίλοι. Είναι επίσης συντοπίτες, κατάγονται και οι δύο απ’ την Καρδίτσα[10], μεγάλωσαν εκεί, ο Μπριάνας μέχρι σήμερα την κατοικεί. Η καταγωγή τους είναι μάλιστα ένα από τα ελάχιστα στοιχεία που επισημαίνονται στα συντομότατα βιογραφικά και των δύο[11]. Έχουν λοιπόν ζήσει στον ίδιο τόπο, έχουν μοιραστεί βιώματα και ρίζες, έχουν περπατήσει στα ίδια μέρη, κοιτάξανε τα ίδια δέντρα και βουνά: Τα ορεινά, θυμίζω, τιτλοφορείται το πρώτο βιβλίο του Κολτσίδα, «Το βουνό» το πρώτο ποίημα της συλλογής του Μπριάνα[12]. Όπως είδαμε, είναι περίοπτη η θέση της Καρδίτσας στους Νεροφόρους. Η πόλη μνημονεύεται άπαξ και στον Ντελάλη: «Χιόνι καρφίτσα και σε καρφώνει στην Καρδίτσα» (24). Όχι λίγο χιόνι υπάρχει και στην ποίηση του Κολτσίδα· ενδεικτικά: «Μες στο δωμάτιο χιονίζει/ και το στρώνει» (Βροχή περασμένη, 31), «Πνιγμένοι μες στα χιόνια» (Νεροφόροι, 15). Το σχήμα καρφίτσα-Καρδίτσα μοιάζει με το φωτίτσα-Καρδίτσα τής (μεταγενέστερης του Ντελάλη) Διαλεκτικής του Κολτσίδα: «πάντα κρατάς στα χέρια σου/ μία λιγνή φωτίτσα.// Σε πήρε και σε σήκωσε η Καρδίτσα». Μια φωτίτσα καίει και στον Ντελάλη: «Τον χάρο που ’χουνε στην πλάτη/ –κρατά μικρή φωτίτσα–/ δεν τον νιώσανε ακόμη» (29). Και ξανά, πισώπλατα, οι Νεροφόροι: «Με παγωμένο βλέμμα την καρφώνει/ στην πλάτη ο Παντοκράτορας» (19).

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πόσο γόνιμη βρίσκω την παράλληλη ανάγνωση Κολτσίδα και Μπριάνα και ειδικότερα Νεροφόρων και Ντελάλη –ας είναι το τρίτο βιβλίο του ενός και το πρώτο του άλλου. Ξέρω μάλιστα πως δεν είμαι μόνη σ’ αυτό. Δεν είναι τυχαίο που η Βαρβάρα Ρούσσου παρουσίασε μαζί τις δύο συλλογές τον Μάιο του 2022 στα Εξάρχεια[13]· που, τον ίδιο μήνα, του ίδιου έτους, Κολτσίδας και Μπριάνας προσκλήθηκαν από κοινού από τον Θάνο Γώγο σε μια «διαδραστική συζήτηση/ παρουσίαση βιβλίων» στη Λάρισα[14]· που όταν, πριν από καιρό, είπα στον Δημήτρη Αγγελή τι σκέφτομαι να γράψω για το επόμενο Φρέαρ, συμφώνησε λέγοντας «Μπριάνας και Κολτσίδας έχουν κοινά στοιχεία, πράγματι».

Επισημαίνω μερικές ομοιότητες ακόμα, χωρίς την πρόθεση να είμαι εξαντλητική. Οι τίτλοι των δύο συλλογών είναι μονολεκτικοί, χωρίς άρθρο, και δηλώνουν ιδιότητα (οι νεροφόροι βέβαια είναι πολλοί και ο ντελάλης ένας): πρόκειται για δυο επαγγέλματα του παρελθόντος. Και από τις δύο συλλογές περνάει κάποιος φωτογράφος: «και για μια φωτογραφία/ βούλιαξα στη λάσπη», διαβάζουμε στους Νεροφόρους (14), ενώ στον Ντελάλη «τουρίστας βγάζει φωτογραφίες στο ποτάμι» (23), περνά κάτω από γεφύρι και συνθλίβεται. Σε αμφότερα τα βιβλία υπάρχει κάποια αναφορά στον κάτω κόσμο[15]: «Έφερνε ο αέρας φρόνημα παρηγοριάς,/ κι όμως φυσούσε από τον κάτω κόσμο» (Νεροφόροι, 17), «Θερμοκρασία χαμηλή/ κρύο τσουχτερό χιόνι/ –και σηκώνει τους νεκρούς στο πόδι–/ στον κάτω κόσμο» (Ντελάλης, 24). Η προτροπή του Κολτσίδα «και θαύμασε της φύσης το κάλλος» (Νεροφόροι, 11) βρίσκει οπωσδήποτε αντίκρισμα στον Ντελάλη. Εύκολα φανταζόμαστε το ποιητικό υποκείμενο των Νεροφόρων, που ταξιδεύει με το τρένο, «[ν]α κοιτάει τα φύλλα [ν]α κοιτάει τη βροχή» (17), με τα λόγια του Μπριάνα. Το «έπεσε και το μνημείο των πεσόντων» (20) του Κολτσίδα θα μπορούσε να είναι είδηση στο στόμα του ντελάλη. Τα ξύλα των Νεροφόρων («ξύλο κομμένο,/ ξύλο καμένο,/ ξύλο ξυλιασμένο,/ ξύλο ξυλένια στοιβαγμένο» κ.λπ. [22]) μπορούν να κοιταχτούν μαζί με τον δρυτόμο, το πριόνι και τη χούφτα πριονίδι του Μπριάνα (29). Όπως γίνονται οι ιστορίες (τα μύθια) των νεροφόρων ένα με την ποίηση, έτσι γίνονται και οι ειδήσεις του ντελάλη ένα με την ποίηση.

Έπειτα είναι το νερό. Αναφέρθηκα παραπάνω στο υγρό στοιχείο στο βιβλίο του Κολτσίδα (που φέρει άλλωστε τον χαρακτηριστικό τίτλο Νεροφόροι). Προσθέτω τώρα πως ένα από τα ποιήματα του Ντελάλη, το οποίο και παραθέτω, έχει τίτλο «Το νερό ξέρει»:

Το νερό ξέρει
από μικρές χαραμάδες
από φθηνά κανάτια
από ετοιμόρροπες γέφυρες
από στερημένες πηγές
από πνιγμένα βατράχια
Το νερό ξέρει.

Από τη μια έχουμε τους νεροφόρους· ανθρώπους υπεύθυνους για τη μεταφορά του νερού. Από την άλλη το νερό προσλαμβάνει ανθρώπινα χαρακτηριστικά· σαν να ’ναι έλλογο ον, «το νερό ξέρει»[16]. Στους Νεροφόρους μοιάζει τα νήματα να κινούνται από ανθρώπους. Το βλέμμα είναι υποκειμενικό. Παρακολουθούμε μια πορεία (με το τρένο, με τα πόδια, με το αμάξι), μια πορεία προδιαγεγραμμένη, δεν μπορούμε να παρεκκλίνουμε, και βλέπουμε ό,τι βλέπει το ποιητικό υποκείμενο (ό,τι θέλει ο ποιητής να δούμε). Στον Ντελάλη ερχόμαστε αντιμέτωπες με το ρίζωμα (και το χάλασμα) του βουνού, με το πέταγμα (και το φώλιασμα) του πουλιού, με το κύλισμα του νερού. Κίνηση υπάρχει κι εδώ –κίνηση όμως φυσική· και αόριστη. Ο τόπος δεν είναι συγκεκριμένος, ας αναφέρεται η Καρδίτσα μια φορά (και άλλη μια το γεφύρι της Τέμπλας). Το ποτάμι του Ντελάλη (μπορεί να) είναι ένα οποιοδήποτε ποτάμι –το ίδιο και το νεκροταφείο του Ντελάλη.

Διαβάζοντας τους Νεροφόρους μπήκα, όπως είπα, στη διαδικασία ν’ αναζητήσω στοιχεία για τα χωριά τους. Τα χωριά κατοικούνται από ανθρώπους. Διαβάζοντας τον Ντελάλη έψαξα μερικά πουλιά. Τα πουλιά κατοικούν τους ανθρώπους: «Χτίζουν άσπρη φωλιά μέσα στο άσπρο/ του ματιού μας» (26). Άσπρη πάνω σε άσπρο, όσο καλά και να κοιτάξουμε, τη φωλιά δεν θα τη δούμε. Αν δεν δούμε ούτε τα πουλιά, θα πιστέψουμε πως φτάνουν στ’ αυτιά μας ανθρώπινα κελαηδητά.


[1] Τη βρίσκετε, αν θέλετε, στον ωραίο τόπο της: https://sourtouka.gr/.

[2] Θα πρότεινα την παράλληλη ανάγνωση του ποιήματος με το «Απ’ το τρένο» (Ποίηση 1) του Λευτέρη Πούλιου.

[3] Βλ. και έναν άλλο κόρφο, στο κλείσιμο της συλλογής: «Γιατί η νύχτα/ […]/ όλο και κάποιον πνίγει/ –φτου, φτου, φτου–/ στον κόρφο της».

[4] Η πληροφορία αναφέρεται σε διάφορους ιστότοπους. Βλ. ενδεικτικά: https://www.mavrahadesnews.com/to-chorio-mas/.

[5] Δεν είναι αυτή βέβαια η μόνη σύνδεση που μπορούμε να κάνουμε. Εκείνο το «αγγελόπτερος από πάνω μας ο Θάνατος/ και νερένια μέσα μας η Ζωή» (31) μας βγάζει εύκολα στη Βροχή περασμένη, όπου Θάνατος και Ζωή έχουν πολλά πρόσωπα.

[6] Στις 26 Αυγούστου 2021 ήταν να παρουσιάσω τους Νεροφόρους στην Καρδίτσα, στο πλαίσιο του 9ου Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης. Ετοίμασα το κείμενό μου και πήγα στην Καρδίτσα, δυστυχώς όμως η παρουσίαση ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή. Το κείμενο έμεινε στο συρτάρι και διαβάστηκε τελικά σε μια παρουσίαση των Νεροφόρων στη Θεσσαλονίκη στις 19 Ιουνίου 2022. Υπέστη επεξεργασία τότε, υπέστη επεξεργασία και τώρα.  

[7] Σπεύδω να πω πως δεν (πιστεύω ότι) είναι. Για τη σχέση του ανθρώπου με τα πουλιά, βλ. (πέρα από το έργο του εξωφύλλου) το ποίημα «Πουλιά της αποδημίας».

[8] Άλλη ξεχνάει το ποίημα, θυμάται τον κήπο όπου έπαιζε μικρή. Ή βγαίνει στο μπαλκόνι, βλέπει μεγάλη πόλη και πουθενά πέτρα, κήπο και βουνό. Μπαίνει πάλι μέσα, ξαναπιάνει το βιβλίο, επόμενο ποίημα: «Χειμερινό».

[9] Το ίδιο και η στίξη του (που είναι εμφανώς πλουσιότερη στις «Ειδήσεις»).

[10] Δεν ξέρω τι τρέχει μ’ αυτόν τον τόπο, βγάζει πάντως πολλούς ποιητές.

[11] Βλ., π.χ., εδώ.

[12] Και οι δυο συλλογές παρεμπιπτόντως υπήρξαν υποψήφιες για τα λογοτεχνικά βραβεία του Αναγνώστη (κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενοι στην Ποίηση», 2016 και 2022, αντίστοιχα).

[13] Βλ., για περισσότερα, εδώ.

[14] Για περισσότερα παραπέμπω στην ίδια πηγή με παραπάνω (σημ. 11).

[15] Έστω και ως δάνειο. Ο Κολτσίδας δανείζεται τους συγκεκριμένους στίχους από τον Διονύση Καψάλη.

[16] Σε αντίθεση, όπως φαίνεται, με μερικούς ανθρώπους: «Ματσιούλα δεν το ’ξερες;», «Φώτη δεν το ’ξερες/ ότι μπορεί να σπάσει;» (28).

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Scroll to Top