Τριάντα χρόνια από την εκδημία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Μνήμη μετ’ εγκωμίων και δικαίως για τον σημαντικότερο Έλληνα πεζογράφο του 20ού αιώνα. Αρχίζω τη μικρή αυτή μνημόνευση με μια συνομιλία που δεν έγινε ποτέ διά ζώσης. Συζητώντας το 1986 με τον τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη, ο Νίκος Καρούζος απαντά σε σχετικό ερώτημα, αν προσπάθησε ποτέ να αγιάσει:
[Ν.Κ.] – Πρόσεξε να δεις γιατί δεν μπορώ ν’ αγιάσω: ο καλλιτέχνης συνδέεται με τις μορφές και δημιουργεί μορφές· ο άγιος είναι στο άμορφο. Συνεπώς, πώς ν’ αγιάσω ενώ μέσα στην ποίηση μου με νοιάζουν οι μορφές;
[Γ.Ζ.] –Εκτός κι αν πάψεις να ασχολείσαι με την ποίηση. Οπότε δε <θα> σε ενδιαφέρουν οι μορφές.
[Ν.Κ.] -Να πας όμως προς το πέραν. Γιατί μπορεί να εγκαταλείψεις την ποίηση και να επιστρέψεις στο ζώο.
Μπορεί λοιπόν κάποιος, όπως ο συγγραφέας και ο ζωγράφος, που ασχολείται με τις μορφές των πραγμάτων, να περάσει στην αγιότητα –που ορθώς κείται, από ένα σημείο και μετά, πέραν των μορφών; Και ποια μπορεί να είναι η λογοτεχνική μορφή και πράξη που ίσως μπορεί να δείξει ή να τείνει στην αγιότητα; Δεν μιλώ προφανώς για την αγιότητα ως βιοτή. Μιλώ για την ανάδειξη της ιερής διάστασης της πραγματικότητας, μια δημιουργία δηλαδή που δεν υποκαθιστά το αληθινά ιερό ως εκκοσμικευμένη θρησκεία. Μια τέχνη που ανάγει και αναφέρει τον κόσμο στον Θεό. Ή ίσως, ταπεινότερα, αναζητεί αυτή την αναφορά.
Αρχές της δεκαετίας του 1980, σε συνέντευξη του Πεντζίκη στο Μηνιαίο Περιοδικό Για Τις μαθητικές Κοινότητες Ελεύθερη Γενιά διαβάζουμε:
— Ακόμα, τι έχετε να πείτε στους νέους που ζωγραφίζουν;
— Ότι τα σχήματα που αντιλαμβανόμαστε άμεσα, δεν είναι τα πραγματικά. Η αναζήτηση των αληθινών απαιτεί συνεχή και αδιάλειπτη παρακολούθηση των χρωματικών περιπετειών του φωτός. Με τον καιρό και την άσκηση, η φωτοσύνθεση των γηίνων, περνά στον χώρο της προσωπικής μνήμης, αποκτώντας την ανέσπερη οικουμενικότητα του Ευαγγελικού φωτός.
— Τι γράφετε τώρα;
— Πεζά, όπου η αναφορά στ’ αγιολογικά δεδομένα, με βοηθά στη διείσδυση στους χώρους του μύθου. Στην βαθύτερή τους ουσία αποτελούν απλές ασκήσεις προσευχής.
Το 1982, με αφορμή την ατομική του έκθεση ζωγραφικής, ο ΝΓΠ δίνει μια συνέντευξη στον Ελληνικό Βορρά, η οποία αναδημοσιεύεται στο τεύχος 3 του περιοδικού Πρωτάτο, που εξέδιδε ο μοναχός Μωυσής Αγιορείτης. Μιλώντας για το αγαπημένο του Άγιο Όρος, σε σχετική ερώτηση αν του πέρασε ποτέ η ιδέα να μείνει εκεί, ο Πεντζίκης απαντά:
Βέβαια. Μια εποχή που είχα περάσει μια φάση μελαγχολίας πολύ δυνατή, το σκεφτόμουνα∙ το κύριο έρεισμα ήταν η έκφραση. Είτε η λογοτεχνική είτε η ζωγραφική.
και λίγο πιο κάτω συμπληρώνει:
Εκείνο που ζητάμε από τους αγιορείτες είναι να ταυτίσουν τον αγώνα της προσευχής με τον αγώνα της εκφράσεως, είτε ως λογοτεχνία είτε ως ζωγραφική.
Επιστρέφοντας πίσω στα χρόνια, μετά την έκδοση του Αντρέα Δημακούδη, ο διορατικός Γιώργος Σαραντάρης γράφει στον Πεντζίκη το 1938:
Τόσο εσύ, όσο ο Σεφέρης, όσο ας πούμε, ο Δρίβας κι ο Τσαρούχης, κινείστε μέσα στην περιοχή της αισθητικής, χωρίς να μπορείτε να την εγκαταλείψετε. Το να διαφέρει ο καθένας από τους άλλους, τούτο έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό της τέχνης σας, δεν έχει σημασία για το φιλόσοφο∙ γιατί είναι βέβαιο, πως υφίσταται ένα σημείο, ένα μελαγχολικό σημείο, όπου συναντιέστε, τούτο είναι∙ κανένας σας δεν νιώθει την ανάγκη μιας πίστης που να υπερβαίνει τα όρια της αισθητικής του.
[…]
Πρέπει επίσης να κατανοήσεις, πως, αν θέλεις, να κάνεις έργο βιώσιμο, θέλοντας μη θέλοντας δεν θα είσαι μονάχα ο τεχνίτης ενός ύφους. Αλλοίμονο αν εγκαινιάσεις κι εσύ μια καινούρια, όταν την ατενίζεις από την άποψη της Ελληνικής παράδοσης έστω, απίθανη ρητορική.
Η οξυδερκής παρατήρηση-προτροπή του Σαραντάρη θα ληφθεί σοβαρά υπόψη από τον Πεντζίκη. Λίγα χρόνια αργότερα, στον Πεθαμένο και την Ανάσταση, θα γράψει πως:
Αισθανόταν την ανάγκη του να συγκεντρωθεί. Βασανιζόταν έρμαιο από τις εντυπώσεις, από τις σχέσεις με τα πράγματα, με τα πρόσωπα. Επιθυμούσε ένα σχήμα.
Συγκρατώ τις λέξεις: «Σχήμα – Μύθος – Γραφή – Προσευχή». Ο αγώνας της προσευχής συνδέεται με τον αγώνα της δημιουργικής έκφρασης, δίνοντας ένα σχήμα στα πρόσωπα και στα πράγματα. Παρενθετικά θα πω ότι είναι ίσως ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που κάνει αναφορά στη νοερά προσευχή των Ησυχαστών, ήδη από το 1939, μιλώντας για το Φως:
το Θαβώριον που οι θνητοί επικαλούνται εν νοερά προσευχή, την βοήθειά σου, Χριστέ, αξιώνονται εν ησυχία να περιβάλλονται
Μια σημείωση απαραίτητη. Ο Πεντζίκης δεν είναι λογοτέχνης, δεν είναι πεζογράφος – τουλάχιστον με την τρέχουσα έννοια. Αναζητώντας άλλο σκοπό από την αισθητική, εγκαταλείπει τις παραδεδομένες μορφές και προσδοκίες και δημιουργεί έναν επέκεινα της λογοτεχνίας χώρο γραφής. Σε συνέντευξή του το 1978 στο περιοδικό Διαβάζω, είναι ξεκάθαρος και σαφής. Στο ερώτημα,
Ας περάσουμε τώρα στη λογοτεχνία. Πώς βλέπετε το μέλλον της;
απαντά:
ΘΑ γίνει υπηρέτρια θρησκευτικών σκοπών, όπως πάντα. Η σοβαρή λογοτεχνία είναι πάντοτε στην υπηρεσία της θρησκείας. Δηλαδή του ομαδικού και κοινού πιστεύω.
Και λίγο πιο κάτω:
Μα, ποτέ δε θα γίνω ζωγράφος, ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης, τίποτα δεν είμαι. Και γι’ αυτό αισθάνομαι ότι μπορώ να ζωγραφίζω και να γράφω.
Ναι, η εμφάνισή μου στα γράμματα συνδέεται πάρα πολύ με μια στροφή άλλης ποιότητας ανθρώπων, που γίνονται μοναχοί.
Στα Ομιλήματά του προσθέτει:
Υπάρχουν πλείστα όσα μέσα γραφής. Μολύβι απλό και διαρκείας, πένα με πενάκι και διαφόρων ειδών στυλογράφοι, γραφομηχανές σε μια γλώσσα ή περισσότερες
[…]
Ανάμεσα σε τόση αφθονία μέσων και διευκολύνσεων παντός είδους προς τους γράφοντες, μεγάλοι αριθμοί πωλήσεως αντιτύπων, μπεστ-σέλερ, χρηματικές επιβραβεύσεις, παρασημοφορίες, απονομή τίτλων.
Το μόνο που είναι δύσκολο είναι να ανακαλύψει κανείς την ιερότητα της γραφής. Να παραδεχτείς ότι η γραφή αποτελεί έναν ξεχωριστό τρόπο ζωής. Ότι ο συγγραφέας ξοδεύει το αίμα του γράφοντας. Ότι το να γράφεις σημαίνει πως βρίσκεσαι στα έσχατα όρια της ζωής, λίγο πριν σου κοπεί εντελώς η ανάσα.
Μια μικρή παρέκβαση. Γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης στο Πρωτάτο του, για τον γέροντα Μωυσή τον αγιορείτη:
[…] δεν έγινε (δόξα τω Θεώ) λογοτέχνης, αλλά τεχνίτης του Λόγου. Περιττό να πω ότι αυτές είναι δύο πολύ διαφορετικές ιδιότητες. Ο τεχνίτης του Λόγου περιέχει και τον λογοτέχνη, αλλά για να τον ξεπερνά δυναμικά και διαρκώς προς το απερινόητο. Το αντίστροφο δεν ισχύει: ο λογοτέχνης δεν περιέχει τον τεχνίτη του Λόγου.
Πιστεύω πως τα λόγια αυτά περιγράφουν επακριβώς και τον Πεντζίκη, έστω και αν δεν ενδύθηκε το σχήμα του μοναχού –αλλά το σχήμα της γραφής. Δεν έγινε λογοτέχνης, αλλά τεχνίτης του Λόγου. Χωρίς να ξεχνάμε την παράλληλη ζωγραφική του ιδιότητα. Επιτρέψτε μου την επέκταση μιας αναλογίας. Αν, μετά την Εικονομαχία, η αγιογραφία και η απόδοση των εικόνων του Ιησού και των αγίων θεμελιώθηκε στο γεγονός της ενσάρκωσης του Θεού και Λόγου, νομίζω ότι η ίδια θεμελίωση ισχύει και για τη γραφή.
Αντιγράφω τι σημειώνει για τον αββά Ισαάκ ο π. Βασίλειος Γοντικάκης:
Καὶ γιὰ τὴ λογοτεχνία καὶ ἐξομολόγησι τῶν λογοτεχνῶν: Τὶς ξέρει, τὶς καταλαβαίνει, τὶς γνωρίζει, τὶς δέχεται. Εἶναι καὶ ὁ ἴδιος λογοτέχνης. Καὶ τόσο πολὺ λογοτέχνης, ποὺ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ μὴν εἶναι. Ἔχει ξεπεράσει τὴ λογοτεχνία καὶ βρίσκεται στὸν ἐπέκεινα χῶρο, ὅπου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀληθινὸς πόνος καὶ ὁ καημὸς τῆς λογοτεχνίας.
Ὄντας μεγάλος, σέβεται τὸν μικρό, τὸν ταπεινό. Σέβεται καὶ τοὺς λογοτέχνες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἐξομολογήσεις τους, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἴδιοι οἱ λογοτέχνες, ποὺ λίγο-πολὺ ὅλοι βρίσκονται στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς, τῆς ἅμιλλας, τῆς ζήλειας καὶ τῆς προσπάθειας νὰ τὰ ξεπεράσουν ὅλα αὐτά.
Προς επίρρωση, προσθέτω μιαν ακόμα, εξαιρετική σκέψη του Κυριάκου Μαργαρίτη πάνω στα συνθετικά της λέξης Μυθιστόρημα = Μύθος και Ιστορία, όπου στη θέση του Μύθου έχουμε το Θεό και Λόγο, Ιησού Χριστό και την ενσάρκωσή του μέσα στην Ιστορία. Ας κρατήσουμε λοιπόν τον μύθο, ως προσωπείο της θεότητας, και το ότι η αλήθεια, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν είναι μια ιδέα ή συλλογιστική, είναι ένα πρόσωπο. Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Το Πρόσωπο του Ιησού. Και ας δούμε σε τι συνίσταται αυτή η πεντζίκεια τέχνη του Λόγου.
Δεν πρέπει να την εκλάβουμε ως έκφραση ατομικών συναισθημάτων και εντυπώσεων. Ως μια προβολή και εκδίπλωση του μεταπτωτικού «εγώ». Ως μια άσκηση αισθητικής. Το ατομικό θέλημα και η έκφρασή του πρέπει να διαλυθεί, να κονιορτοποιηθεί. Διαβάζουμε σχετικά στο Έρως της Εκκλησίας:
Ακούω μια φωνή, που προσπαθεί να με πείσει ότι τοποθετούμενος θα πάψω να υφίσταμαι, θα κονιορτοποιηθώ τελείως. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα απ’ αυτή την αίσθηση της κονιορτοποίησεως.
Ανατρέχω παρεκβατικά στον π. Ζαχαρία του Έσσεξ:
Μόνον όταν ο άνθρωπος κονιορτοποιήσει το εγώ του μπορεί να δεχτεί την «αύξησιν του Θεου» […] Ο Θεός είναι ο μόνος που δημιουργεί εκ του μηδενός. Όταν ο πιστός γίνει το μηδέν της ταπεινώσεως, τότε είναι «καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω» […] Είναι ο καιρός που ο Κύριος ενεργεί και εγείρει «εκ των λίθων τέκνα τω Αβραάμ», ο καιρός που μεταπλάθει τις απολιθωμένες καρδιές και τις αντικαθιστά με σάρκινες.
Χαρακτηριστική η επεξήγηση που υποτιτλίζει τις Σημειώσεις Εκατό Ημερών: «εξομολογήσεις προς καταστροφή του φυσικού προσώπου σε μια προσπάθεια προς απόκτηση προσώπου “εν ετέρα μορφή”». Το μεταπτωτικό –συγγραφικό– «εγώ», η λίθινη καρδιά, διαλύεται σε σκόνη, σε κονιορτό.
Ας τον ακούσουμε πάλι σε μια συνέντευξή του στην Έλενα Χουζούρη, το 1989, στην ΕΡΤ1:
«-δεν πιστεύω στην επιστήμη αλλά στα πράγματα. Αλλά τα πράγματα χάνονται, αλλά μένει ο μύθος των πραγμάτων σταθερά επαναλαμβανόμενος για τα νέα πράγματα.
-Ε.Χ. εξού και οι λέξεις; Που είναι αναπαράσταση των πραγμάτων.
-Τα γράμματα είναι! […] Δεν μπορούμε να βασιστούμε στις λέξεις, αλλά στα γράμματα. Τα γράμματα είναι που έχουν τη σημασία, γιατί τα γράμματα εκφωνούνται ως αέρας, από την αναπνοή, είναι πνεύμα. Τον πνευματικό χαρακτήρα τον έχουν τα γράμματα, όχι οι λέξεις»
Ο Πεντζίκης προχωρεί πιο πέρα –επέκεινα. Πέραν του «εγώ» μετασχηματίζει τα πράγματα και τις λέξεις σε κονιορτό, τις φέρει στα πρωτογενή δομικά τους υλικά, τα γράμματα. Τα ψηφία-ψηφίδες, γράμματα και αριθμοί. Σε συνέντευξή του στον Κώστα Κουρούδη, το 1991, εξηγεί περισσότερο τον τρόπο της εργασίας του, τον τρόπο γραφής ως προσευχής:
Όλες οι μυθολογίες είναι αλήθειες. Εκείνα που σκεφτόμαστε δεν είναι αλήθειες. Δηλαδή η ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό εφάρμοσα την ψηφαρίθμηση εντάσσοντας την αλφαβήτα στους νόμους της αριθμητικής σειράς που μεταβάλλεται σε προσευχή. Αποκτάς πείρα, όσο ανήθικος και αν είσαι, φτάνει να ʼχεις την υπομονή και να είναι θρησκευτικά τα κείμενα που αντιγράφεις, σαν μετράς τα γράμματα. […] Και η δυσκολία που σου λέω, για να γράψω, είναι γιατί σαν μιλώ ελεύθερα, ανακατώνονται άλλα μπρος, άλλα πίσω, ενώ στην ψηφαρίθμηση πρέπει να μπουν σε ρυθμό και ρυθμός μπαίνει μονάχα όταν μετράς. Η ψηφαρίθμηση έχει πολύ καλή σχέση με το κομποσκοίνι, γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να μιλώ, εφόσον καταργώ όλες τις λέξεις και κρατάω μόνο τα ουσιαστικά. Έπειτα κατέληξα πως δεν υπάρχουν ούτε τα ουσιαστικά, μόνο τα γράμματα ως ύλη. Γιατί είναι φορείς πνεύματος, είναι αέρας, αναπνοή.
[…] προσεύχεσαι όταν καταργήσεις τις λέξεις και τότε με τη διάλυση των λέξεων και των εννοιών μένουν μονάχα τα γράμματα. Αλλά τα γράμματα έχουν την εξής αρετή. Είναι αναπνοή. Είναι φορείς πνεύματος, δηλαδή αέρας.
Από τη λέξη λοιπόν στο γράμμα. Κι από το γράμμα –που αποκτενεί– στο Πνεύμα που αναπνέει και ζωοποιεί. Αναδομεί τον συντριμμένο, πεπτωκότα κόσμο, τις λέξεις-ψηφίδες, τον κονιορτό. Αναπλάθει από τον πηλό το χώμα τους, λέξεις και πράγματα νεκρά, ονομάζοντάς τα ξανά. Ανασταίνοντάς τα στη δεύτερη ζωή, εν ετέρα μορφή.
Αντιγράφω από το πρώτο τεύχος του περιοδικού Κοχλίας, Δεκέμβρης 1945. Το κείμενο «Όνειρο, αναμνήσεις και σκέψεις». Ο υπότιτλός του μας καθοδηγεί, «Απόσπασμα από το εκτεταμένο κείμενο “Πλίνθοι, Κέραμοι και Ξύλα”»:
Ξυπνώ και ο νους μου πάει στη δουλειά. Αυτό που συντάσσω και γράφω είναι η δουλειά μου. […] Μέσα στο συρτάρι μου και στο ντουλάπι περιμένει ένα σωρό υλικό. Πλίνθοι, κέραμοι και ξύλα, ατάκτως ριχμένα και σε τίποτα χρήσιμα. Εμείς εδώ χρειαζόμαστε οικοδομή. Μονάχο το υλικό δεν έχει σημασία. Εκκλησία, χωρίς σχέδιο δε χτίζεται, μόνο με τον καθημερινό μόχθο, προσθέτοντας το ένα με τ’ άλλο, σειρές η μια απάνω στην άλλη.
«Τα κτίσματα είναι γράμματα που μιλούν για τον λόγο», μας λέει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής.
Φυτά, ορυκτά, πρωτόζωα, μαλάκια, αρθρόποδα, θηλαστικά, ψάρια, πτηνά. Βουνά, λίμνες, ποτάμια, θάλασσες, νησιά. Κτήρια και πρόσωπα, ζώντες και κεκοιμημένοι. Κοιμητήρια. «Πλίνθοι, κέραμοι και ξύλα, ατάκτως ριχμένα και σε τίποτα χρήσιμα», «σωρός καπνιζόντων ερειπίων», γυρεύει «θησαυρούς στα σκουπίδια, σε όσα οι άλλοι πετάν». Όλα συνάζονται, όλα γίνονται φωνή αόρατη του Θεού. Θα λέγαμε πως κι αυτός, σαν μυστικός πατέρας, ακούει και μεταγράφει του λόγους των όντων. Γράφει συνδυάζοντάς τα, αποκαλύπτοντας τις μεταξύ τους συνεκτικές και υπαρκτικές σχέσεις. Δεν είναι φαντασία, ο ακκισμός και η λαγνεία της τέχνης της γραφής. Ο Πεντζίκης συνάζει τα πάντα, στην ατελεύτητη, αν-αρίθμητη, σύναξή του, στο συναξάρι του. Οικοδομεί, χτίζει χειρόγραφα, τον ναό και τον οίκο μας.
καί οἶκον ἕκαστον ποιεῖς καί ἐνοικεῖς εἰς πάντας
καί οἶκος πᾶσι γίνῃ σύ, καί ἐν σοί ἐνοικοῦμεν
όπως γράφει ένας από τους αγαπημένους του ποιητές, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Καθ’ ομοίωση του Αδάμ, ονομάζει τα πράγματα, φέρει τις μορφές τους στην ύπαρξη της γλώσσας. Δεν περιγράφει, αλλά συγκροτεί πράγματα και πρόσωπα σε Εκκλησία. Δεν γράφει για την Εκκλησία, γράφει ΤΗΝ Εκκλησία. Εκκαλεί και συνάζει, συν-αρμόζει στα κείμενα και τους πίνακές του πρόσωπα και πράγματα, ζώντα και νεκρά. Αρχιτέκτονας και Συναξαριστής της σκόρπιας ζωής του πεπτωκότα κόσμου, της σκόρπιας μας ζωής, μας δίνει ζωή εν ετέρα μορφή, εν ετέρα γραφή, διατηρώντας τη μνήμη ως την Ανάσταση, την Καινή Κτίση.
Γίνεται, για να θυμηθούμε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ο πάσαν εκκλησιάζων την κτίσιν». Κι αν θέλετε, αυτούς τους γραπτούς ναούς, τα σώματα των κειμένων, την Εκκλησία προσώπων και κτίσεως, τα αναφέρει –όπως ο ιερέας στην Αγία Αναφορά της Θείας Λειτουργίας– στον Δημιουργό τους Θεό. Και αυτή ακριβώς είναι η λειτουργία της τέχνης του Λόγου.
Θα κλείσω, με ένα απόσπασμα από το συναξάρι της Οσίας Ξένης Γκριγκόριεβνα, της δια Χριστόν σαλής:
Ὅταν κτιζόταν μία Ἐκκλησία στὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ, τὴ νύχτα ἡ μακαρία Ξένη ἔσερνε λίθους μὲ τὰ ἀδύνατα χέρια της ὥς τὴν κορυφὴ τῶν τοίχων τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔγραφε τὸ ὄνομά της γιὰ πάντα στὸ βιβλίο τῶν μνημοσύνων μὲ τὴν δέηση «ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀειμνήστων κτιτόρων τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου».
Στο ποίημά του «Επί γης», το 1939, ο Πεντζίκης εξέφραζε την επιθυμία του να κατοικήσει στο νησάκι Άγιος Ισίδωρος της Σιθωνίας:
Θεέ που φυσώντας τον κουρνιαχτό, έπλασες το σύμπαν
δυο αγίους με το όνομα Ισίδωρος έχεις να σε τιμούν,
επώνυμον δεν ξέρω ακριβώς ποιανού εκ των δύο
είν’ έν’ απ’ τα νησάκια που θάθελα να κατοικήσω βλέποντας
σε απόσταση πλέον των δεκαεπτά μιλίων την Αγία Κορυφή
της Μεταμορφώσεως, όταν περιεβλήθης το άκαυστο φως
το Θαβώριον που οι θνητοί επικαλούμενοι εν νοερά προσευχή
την βοήθειά σου, Χριστέ, αξιώνονται εν ησυχία να περιβάλλονται.
Ήδη, τριάντα χρόνια τώρα, ο κυρ-Νίκος αναπαύεται. Στον κήπο-κοιμητήριο του Ιερού Κοινοβίου του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, μετόχι της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, στην Ορμύλια Χαλκιδικής. Εικοσιπέντε περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Αγίου Ισιδώρου. Αγναντεύ-Ωντας το αγαπημένο του Όρος. Βέβαια, ίσως να αληθεύει ο λόγος του όταν μας λέει:
Εξακολουθώ ασφαλώς να βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη. Σκύβω όπως πάντα, κάθε μέρα, πάνω από τα χαρτιά μου και ομολογώ, ότι μου είναι δύσκολο να εξηγήσω το βέβαιο πέρασμά μου σε σημείο, από την άλλη πλευρά του φυσικού.
⸙⸙⸙
[Συντομευμένη μορφή του κειμένου εκφωνήθηκε στις 24.2.2023 στη Στέγη Bibliotheque, στην πλατεία Εξαρχείων, σε εκδήλωση για τα τριάντα χρόνια από την εκδημία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.]

