Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκος

Ηλίας Παπαγιαννόπουλος

Ο άηχος πυροβολισμός του Χανς φον Προττ (Μολυσματικές αρχαιολογίες ΙΙ)

[Το κείμενο που ακολουθεί αποδίδει τα πρώτα δύο μέρη ενός βιβλίου η δημοσίευση του οποίου έχει προαναγγελθεί και εκκρεμεί. Αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ενότητας που ξεκίνησε στο Φρόυντ στην Ακρόπολη. Μια ατοπογραφία (Περισπωμένη, 2019) και συνεχίστηκε στο «Φαλμεράγιερ. Συμπληρωματικές σελίδες μιας Historia Solaris» (περιοδικό recto/verso, 2023). Το πρώτο κεφάλαιο έχει δημοσιευτεί ξανά στον ιστότοπο Ασσόδυο (2021).]

Πρώτο μέρος

Δύο κοινότητες συγκεντρώνονται
1ο κεφάλαιο: Στους δρόμους της πόλης

Ο ιατροδικαστής απεφάνθη ότι ήταν κοντά στην αλλαγή της ημέρας από την 11η στη 12η Σεπτεμβρίου 1903 όταν το πιστόλι εκπυρσοκρότησε με κατεύθυνση τον εγκέφαλο του αυτόχειρα. Για την ακρίβεια, ένα από τα δύο πιστόλια που κρατούσε στα χέρια του, εκείνο που πρόλαβε και έκλεισε βιαστικά το έργο. Έργο, λοιπόν, οπωσδήποτε, και θα δούμε στη συνέχεια με ποιον τρόπο η αυτοχειρία εδώ συνδέεται δομικά με ένα έργο, ένα φιλολογικό έργο που δεν ολοκληρώθηκε, που δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί, παρά μόνο έκλεισε βιαστικά αφήνοντας πίσω του τα σημάδια της ημιτελούς χειρονομίας. Ο ίλιγγος, στην περίπτωση αυτή, είχε προκύψει από την ένταση ανάμεσα στη φυσιογνωμία του ανειλημμένου έργου και σε ένα φάσμα που παρέλυσε κάθε προοπτική τελείωσής του. Απειλώντας με κατάρρευση έναν ψυχισμό, η ένταση εκείνη πυροδότησε την απόπειρα μιας ακαριαίας ανάκτησης της αυτοκυριαρχίας, που θα ήταν επίλυση όσο και διαφυγή, διαφυγή από το ιλιγγιώδες του ανεπίλυτου. Η μορφή που πήρε, ήταν αυτή της αυτοχειρίας. Όμως και πάλι, η απόπειρα στάθηκε ημιτελής ακόμα και μέσα στο συντελεσμένο του νεκρού σώματος, ιδίως εκεί. Στις σελίδες που ακολουθούν, η προσοχή θα είναι στραμμένη κατά κύριο λόγο σε αυτήν τη μοιραία ανεπάρκεια που καμιά χειρονομία, ούτε και κείνη που θεωρούμε ως τη ριζικότερη, δεν ήταν ικανή να αντιπαρέλθει· θα είναι στραμμένη στο φάσμα, στο ανεπίλυτο, στον ίλιγγο – αυτά που δεν σταματούν, ως μετωνυμίες της ίδιας συνθήκης, να διατρέχουν τον αγωνιώδη βίο όσο και το νεκρό σώμα ενός συγκεκριμένου αυτόχειρα.

Φέρνω στα μάτια μου την εικόνα της συμμετρίας που δημιουργούν δύο χέρια που κρατούν πιστόλια στραμμένα εκ δεξιών και εξ αριστερών, από την Ανατολή και τη Δύση, ή, ενδεχομένως, τον Βορρά και το Νότο, προς το ίδιο σημείο στο κεφάλι, στο ύψος των κροτάφων, του τριανταπεντάχρονου έφορου της Γερμανικής Αρχαιολογικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών. Ως εάν κοιτάζοντας το ένα προς την κατεύθυνση του άλλου, όπως ας πούμε δύο ιστορικοί κόσμοι τη συγκεκριμένη στιγμή, ο γερμανικός και ο ελληνικός, να ήθελαν με τον τρόπο αυτόν να συναντηθούν σε μια νοητή γραμμή, να ορίσουν επιτέλους μια ευθεία, που θα περνούσε μέσα από το κεφάλι, από ένα αόρατο κέντρο. Να μια παράξενη αρμονία που συστήνει το σώμα σε αυτήν τη μετέωρη στιγμή μεταξύ ζωής και θανάτου ενσαρκώνοντας, στιγμιαία και αυτοκαταστροφικά, το όνειρο ενός εαυτού πλήρους και συγχρόνως ενός έργου ολοκληρωμένου, απόλυτου, επίτευγμα του αποκαθαρμένου πνεύματος.

Ο πυροβολισμός δεν ακούστηκε, μαθαίνουμε. Γιατί ο κρότος καλύφθηκε από τους ολονύχτιους πανηγυρισμούς των Αθηναίων μετά από μια μέρα δημοτικών εκλογών. Εορταστικοί πυροβολισμοί των ντόπιων, των νικητών ανάμεσά τους για την ακρίβεια, μιμούνταν ανεπίγνωστα τον πένθιμο ενός ξένου, ως εάν η δική του μοίρα να τους ήταν μακρινή, άγνωστη, σχεδόν ανύπαρκτη στο δικό τους ιστορικό πεδίο. Η λεπτομέρεια των διαφορετικών ημερολογίων, Ιουλιανού και Γρηγοριανού, που καταχωρούν το ίδιο συμβάν σε δύο διακριτούς χρόνους για την ελληνική και τη γερμανική κοινότητα, στις 31 Αυγούστου και στις 12 Σεπτεμβρίου, έχει ειδικό βάρος από μια τέτοια σκοπιά. Θα ήταν καταρχάς ως εάν δύο διαφορετικά συμπλέγματα συμβάντων, αποτελούμενα κάθε φορά από μια αυτοχειρία και ταυτόχρονα εορτασμούς, να είχαν λάβει χώρα σε διαφορετικά καθεστώτα χρόνου. Σε αυτά τα διακριτά καθεστώτα, ένα από τα συμβάντα θα ήταν σημαντικό, το άλλο όχι, με αντεστραμμένα κάθε φορά τα πρόσημά τους, ενώ ό,τι θα τα σύνδεε στο ίδιο σύμπλεγμα θα ήταν πάντοτε συμπτωματικό, μια αδιάφορη λεπτομέρεια, ένα πλεόνασμα δίχως σημασία. Διότι όσο αδιάφορη μοιάζει να είναι για το αθηναϊκό πλήθος, ειδικά εκείνες τις ημέρες μιας έντονης πολιτικής επικαιρότητας, η αυτοχειρία ενός ξένου, άλλο τόσο αδιάφορος είναι για τους Γερμανούς ο νεοελληνικός διάκοσμος των υποθέσεών τους. Το γεγονός ότι όσα ζωτικά συνδέουν για εκείνους την ιστορική τους μοίρα με την αρχαία Ελλάδα συμβαίνει να εκτυλίσσονται στο ίδιο έδαφος όπου εφεξής κατοικεί μια Ελλάδα αλλιώτικη, σύγχρονη μεν, πλην με τον τρόπο μιας αδιάγνωστης περιφέρειας – αυτό το γεγονός θα ανήκε στην τάξη της δυσάρεστης συγκυρίας όταν δεν συνέβαινε να είναι απλώς τυχαίο. Σε αμφότερους λοιπόν τους χρόνους κάτι ελάχιστο και ανεπαίσθητο συνοδεύει την ημερήσια διάταξη σαν παράσιτο ή σαν σκιά – το δεύτερο συμβάν, αλλά κι ένα δεύτερο ημερολόγιο που αναγγέλλεται εκεί.

Όμως θα μπορούσε ενδεχομένως να σκεφτεί κανείς στην αντίθετη κατεύθυνση. Να σκεφτεί δηλαδή πως αυτή η διπλή σκηνή, μια κατάμονη και μια δημόσια, ασφυξίας η πρώτη, εκτόνωσης η δεύτερη, συντριβής ή επικράτησης, δίδυμοι ήχοι σε παράλληλα και αντεστραμμένα σύμπαντα· πως αυτή η διπλή ηχητική σκηνή υποδηλώνει το σημείο όπου δύο κόσμοι ξαφνικά εισέρχονται ο ένας μέσα στον άλλο, δύο ημερολόγια επικαλύπτονται στιγμιαία για να φανερωθεί ότι βρίσκονταν ήδη εκεί κατά τρόπο τρομακτικό. Εκεί – για την ακρίβεια: στην αδιάφορη λεπτομέρεια, στη σκιά ο ένας του άλλου.

Από μια τέτοια σκοπιά, αν το ελληνικό ημερολόγιο μοιάζει για το γερμανικό με μια προαναγγελία του (αφού ό,τι για το δεύτερο συμβαίνει στις 12 Σεπτεμβρίου, για το πρώτο συμβαίνει ήδη στις 31 Αυγούστου), το γερμανικό μοιάζει για το ελληνικό με μια φασματική επανέλευση, έναν καθυστερημένο απόηχο του παρόντος. Ή και το ακριβώς αντίστροφο, ανάλογα με την οπτική γωνία: πως ο ελληνικός χρόνος καθυστερεί, ενώ ο γερμανικός τρέχει – η ιουλιανή 31η Αυγούστου είναι ήδη η γρηγοριανή 12η Σεπτέμβρη. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις το παρόν αδυνατεί να συμπέσει με τον εαυτό του και αφήνει έναν δεύτερο χρόνο, που προηγείται ή έπεται, να αναδυθεί στο εσωτερικό του διχάζοντάς τον. Τότε οι εορτασμοί (στο γερμανικό ημερολόγιο) και, αντίστοιχα, η αυτοχειρία (στο ελληνικό) θα ήταν ακριβώς το σήμα του δεύτερου χρόνου εντός, το ίχνος του διχασμού.

Έτσι η σκηνή εκείνη θα υπέδειχνε εντέλει μια κρυφή συνάφεια: όχι μια ευτυχή σύμπτωση αλλά, απεναντίας, μια αμοιβαία μόλυνση, μια εξάρθρωση του ενός από τον άλλο, που απαιτεί ως αντίδραση ένα είδος εξορκισμού και μάλιστα μιμητικού. Το ενδεχόμενο που λανθάνει τότε εδώ είναι πως, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των ίδιων των δρώντων, πέρα από τα όρια της συνείδησής τους, μια οδυνηρή κι ωστόσο προνομιακή ιστορική συγκυρία, αυτή που κάποτε αποκαλούμε σύμπτωση, έφερνε τα πράγματα μέχρι το κατώφλι μιας κρίσιμης αναγνώρισης.

Στις εφημερίδες των ημερών εκείνων βλέπει κανείς να επανέρχεται σε παραλλαγές το ερώτημα των αιτίων της αυτοχειρίας. Ποίοι οι λόγοι; αναρωτιέται για παράδειγμα το φύλλο του Σκριπ της 2αςΣεπτεμβρίου 1903, ηυτοκτόνησε δι’ αγνώστους λόγους γράφει η Ακρόπολη μια μέρα νωρίτερα, ενώ ούτε τα στοιχεία που παρατίθενται στο σχετικό ρεπορτάζ του Εμπρός την ίδια ημερομηνία, μαζί με ορισμένες κρίσιμες κουβέντες από τις επιστολές που βρέθηκαν, δεν μοιάζουν ικανά να προσφέρουν επαρκείς απαντήσεις – κάθε άλλο. Ίσως πρόκειται απλώς για περιέργεια, αναμενόμενη έτσι κι αλλιώς σε αυτή την κάπως εξωτική περίπτωση. Αλλά καθώς όλες οι αναφορές αναπαράγουν εκείνη τη φράση από τις δύο επιστολές που άφησε ο έφορος όπου, εξηγώντας την πράξη του, έκανε λόγο για την παραφροσύνη που τον απειλούσε καθώς είχεν επιδοθεί εις την συγγραφήν μιάς πραγματείας περί Μυθολογίας, όπως διαβάζουμε στο άρθρο του Εμπρός, το ζήτημα αποκτά ξαφνικά άλλες διαστάσεις. Ήταν πιθανώς ένεκα της επιπόνου εργασίας που ο έφορος, ένας φιλόδοξος και πολλά υποσχόμενος ιστορικός και αρχαιολόγος, έφτασε να διετέλει εν νευρικώ παροξυσμώ. Το γεγονός, ωστόσο, ότι μια τέτοια εργασία, που εξώθησε τις ψυχικές δυνάμεις πέρα από τα όριά τους, αφορά κάτι οικείο και ζωτικό για το εθνικό φαντασιακό, αφήνει μια ανεπαίσθητη ανησυχία να συνοδεύσει την είδηση. Ειδικά μάλιστα διότι επρόκειτο για κάποιον από κείνους που ήταν κατεξοχήν επιφορτισμένοι με την ευθύνη να μεσολαβούν ανάμεσα στο έθνος και την Ιστορία του, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, εντέλει δε και κυρίως, ανάμεσα στο έδαφος και το υπέδαφος των πραγμάτων. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για κάποιον που εξασφάλιζε κρίσιμες κατοπτρικές λειτουργίες επιτρέποντας σε έναν εαυτό να αποκτήσει μια αναγνωρίσιμη κληρονομιά όσο και μια ευρωπαϊκή προοπτική – να ριζώσει δηλαδή στην Ιστορία.

Τι είδε, λοιπόν, στο σπίτι μας, στα θεμέλια ή στο υπέδαφός του, αυτός ο ξένος που τον τρόμαξε τόσο; Και πόσο θα πρέπει άραγε να τρομάξει εμάς τους ίδιους ένα τέτοιο συμβάν; Ένα που, σαν για να υπογραμμίσει τον ειρωνικό του χαρακτήρα, λαμβάνει χώρα τη μέρα μιας πολιτικής απόφασης, μιας «λαϊκής ετυμηγορίας», η οποία διακηρύττει τη συλλογική αυτοθέσμιση. Η σχέση που θα είχαμε «εμείς» με τέτοιους ξένους και το βλέμμα τους, τις υποσχέσεις και τις διαψεύσεις τους, τα όνειρα εντέλει και τους εφιάλτες τους, υποδηλώνεται εδώ ως δυσάρεστο ερώτημα. Από πού προέρχεται λοιπόν η διπλή σκιά που πέφτει πάνω στην ελεύθερη βούληση μιας κοινότητας, όσο και στη σχέση της με το παρελθόν της εξίσου: από έξω, από μέσα – ποια είναι η γεωγραφία της πηγής της; Αν ό,τι διαγράφεται εδώ αχνά είναι ο κόμβος βούλησης και μνήμης, επιτέλεσης του συλλογικού εαυτού αφενός και ανάδυσης όσων εντός του νεύουν από άλλες όχθες του ιστορικού χρόνου αφετέρου, τι να σκεφτούμε για την παραμορφωμένη όψη αυτού του κόμβου που ξαφνικά αντικρίζουμε σε μια απόξενη γωνιά της αθηναϊκής νύχτας – μια που μιλάει μια άλλη γλώσσα ως δική μας; Ή απλούστερα, αν θελήσουμε να μείνουμε στο ιατρικό ιδίωμα που χρησιμοποιήθηκε: ποια σημασία να αποδώσει κανείς στο γεγονός πως ό,τι είναι για εμάς καταφύγιο κι ελπίδα, φτάνει κάποτε να αρρωστήσει θανάσιμα έναν άλλο;

2ο κεφάλαιο: Στη βιβλιοθήκη

Ένα συμβάν που ακολουθεί τον θάνατο του Γερμανού έφορου δεν είναι λιγότερο εκπληκτικό, μολονότι αυτό έρχεται τώρα από την αντίπερα όχθη, τη γερμανική κοινότητα της Αθήνας. Η αναφορά σε αυτό γίνεται από τον Χανς Σράντερ, συνάδελφο και γνωστό του έφορου από τα φοιτητικά τους χρόνια, σε ένα κείμενο στο οποίο θα επανέλθουμε αναλυτικά στη συνέχεια. Λίγο πριν την ταφή του αυτόχειρα σε μια ειδική πτέρυγα του Πρώτου Νεκροταφείου ανάμεσα σε διαπρεπείς συναδέλφους και σε άλλα μέλη της προτεσταντικής κοινότητας, ένας στενός κύκλος ανθρώπων συγκεντρώθηκε σε έναν διαφορετικό χώρο. Η σορός τοποθετήθηκε στη μεγάλη αίθουσα της Βιβλιοθήκης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Αθηνών, στην οδό Φειδίου 1 όπου αυτό στεγάζεται μέχρι σήμερα, και η μικρή γερμανική παροικία άκουσε τον Σράντερ να εκφωνεί συγκινημένος δυο λόγια για την περίσταση. Να εξηγεί δηλαδή, όπως μας μεταφέρει ο ίδιος, πώς μπόρεσε να συμβεί το τρομερό (das Furchtbare), μέσα στα δωμάτια του Ινστιτούτου μάλιστα όπου διέμενε ο έφορος, και κατόπιν να αναφέρεται σε κάποιον που εφεξής θα είχε επιστρέψει στο σπίτι ή στην πατρίδα του (der Heimgegangene).

Τι έχει κατά νου εδώ ο Σράντερ; Και τι είδους γλώσσα χρησιμοποιεί μιλώντας έτσι; Ένα θρησκευτικό ιδίωμα μοιάζει να παραπέμπει σε μια κίνηση της ψυχής που, ελεύθερη πια από μια οδυνηρή περιπλάνηση, από την ύλη και την Ιστορία δηλαδή, θα παλινοστούσε σε μιαν άυλη επικράτεια. Ωστόσο η κουβέντα του Σράντερ δεν αντηχεί σε έναν ναό, αλλά σε μια βιβλιοθήκη. Ακούγεται ανάμεσα σε βιβλία που περιβάλλουν κι οριοθετούν τη σύναξη των ανθρώπων παραπέμποντας έτσι σε έναν φράχτη, αναδεικνύοντας μια περιτειχισμένη επικράτεια. Σε κείνα τα βιβλία μάλιστα, η καταγραφή και οργάνωση των οποίων ανήκαν στα κύρια καθήκοντα του έφορου. Ένα βιβλίο θα έλειπε ωστόσο από αυτά, ένα που όλοι περίμεναν να προστεθεί, που ανήκε σε αυτά, μολονότι καθυστερούσε: μια ορισμένη πραγματεία περί Μυθολογίας. Έτσι τα λόγια του Σράντερ συναντούν εκείνο που επιδίωξε ο συνάδελφός του, εκείνο στο οποίο απέβλεπε εξαρχής και διαπαντός το έργο του: μια ορισμένη επιστροφή στο ίδιον, στο γερμανικό ίδιον, ως σπίτι ή πατρίδα. Μια επιστροφή που θα είχε πάρει τη μορφή ενός βιβλίου που εντέλει δεν γράφτηκε, μιας επιπόνου εργασίας που δεν περατώθηκε ποτέ. Όμως με τον τρόπο αυτόν παραπέμπουν επίσης στην αυτοχειρία, σε ό,τι δηλαδή στάθηκε η ύστατη προσπάθεια μίμησης του ανέφικτου έργου και επιστροφής στο ίδιον που το έργο εκείνο θα αναδείκνυε.

Ο επικήδειος ανάμεσα στα βιβλία, αυτός που μοιάζει με κάποιον αντίλαλο μιας δικής τους φωνής ως εάν εκείνα να ήταν που υποδέχονταν τώρα ένα αργοπορημένο νέο μέλος της κοινότητάς τους, δεν θα επικύρωνε απλώς την πράξη της αυτοκτονίας. Αλλά θα επαναλάμβανε, θα επιτελούσε λεκτικά εκ νέου εκείνη την ανάκτηση κυριαρχίας που είχε νωρίτερα οπλίσει τον αυτόχειρα. Μια τέτοια επιτέλεση, μια εκκοσμικευμένη τελετουργία που ανανεώνει, μέσα στις πολιτισμικές συνθήκες της νεωτερικότητας, τη μυθική λογική της θυσίας, σημαίνει ήδη τον μετασχηματισμό του σώματος, του νεκρού σώματος, σε βιβλίο – σε εργασία κι έργο, ύλη μνημονικής περίφραξης μιας κοινότητας.

Από μια τέτοια σκοπιά, ο Σράντερ και η σύναξη της γερμανικής παροικίας δεν θα είχαν πράξει άλλο από την αποπεράτωση της αυτοχειρίας. Μαζί, δε, με την αποπεράτωση, ή ήδη εντός της, επιτελούσαν εξίσου τον συμβολικό καθαγιασμό της. Ο νεκρός θα είχε τότε γίνει σώμα βιβλίου, άλλο ένα σεβάσμιο αντικείμενο των αρχείων. Θα είχε επιστρέψει εκεί όπου εξαρχής ήθελε να καταλήξει, σε μια εστία του πνεύματος, μια εθνική βιβλιοθήκη. Με άλλα λόγια, θα είχε επιστρέψει σε έναν μηχανισμό επιστροφών στο ίδιον.

Αλλά αυτό το μύχιο συνεχές των βουλήσεων, ο συντονισμός του αυτόχειρα και της πράξης του με την ολιγομελή κοινότητα που στέκεται τώρα γύρω από τη σορό του, δεν πρέπει να καταστείλει τη σκέψη πως εδώ παρακολουθεί κανείς παραδόξως μια παραλλαγή των αθηναϊκών πυροβολισμών. Πως οι εορτασμοί στους θορυβώδεις δρόμους της πόλης και το ήσυχο πένθος μέσα σε μια βιβλιοθήκη, όπου το νεκρό σώμα μιμείται (ξανά μίμηση) το βιβλίο, υποδηλώνουν, ως πυκνώσεις του ιστορικού χρόνου, τα δίδυμα ξόρκια ενός ορισμένου τρόμου. Εκείνου τον οποίο ο Σράντερ προσπάθησε να εξηγήσει, να επαναφέρει δηλαδή στην τάξη των λογικών σχέσεων, αμέσως πριν τον εγκολπωθεί τελετουργικά και συνεπώς καθαρκτικά.

Μέσα από τέτοια μονοπάτια φτάνει κανείς στη σκέψη πως ο βαθύτερος τρόμος που υποφώσκει δεν αφορά την αυτοχειρία, αφορά την τρέλα. Εκείνη έναντι της οποίας μόνο τα έκτακτα μέτρα μιας πράξης ακραίας και καθεαυτήν αποτρόπαιης θα είχαν επιχειρήσει να ορθώσουν ένα κάποιο ανάχωμα προλαβαίνοντας την άφιξή της και προστατεύοντας οριακά μια αμόλυντη τάξη. Διότι η αυτοχειρία δεν ανέκυπτε ως εκδήλωση ενός ασθενούς, αλλά, αντιθέτως, ενός υγιούς που αμύνεται έναντι της ασθένειας. Ανέκυπτε δε επίσης ως υπεράσπιση της λογικής του έργου και της ανυπέρβλητης αναγκαιότητάς του. Έτσι μπορεί κανείς να διακρίνει εντέλει στην αυτοχειρία όχι μόνο το έσχατο καταφύγιο ενός ορισμένου ορθολογισμού, αλλά και τον απογυμνωμένο πυρήνα μιας κοινότητας που απειλείται από έναν ίλιγγο δίχως όνομα. Αλλά το ζήτημα σε ό,τι βρίσκεται ενώπιόν μας δεν ήταν άραγε εξαρχής, ξεκινώντας από τα ειρωνικά παιχνίδια που διατρέχουν συμπτώσεις και ημερολόγια, πως ό,τι έμοιαζε αρχικά εξωτερικό κι ανεξάρτητο, εμφανίζεται τώρα ως ήδη εσωτερικό παραμένοντας συνάμα ετερογενές, αναφομοίωτο, ξένο; Πως η γεωγραφία των απειλών, λοιπόν, είναι εφεξής διαφορετική;

Αν μέσα στους αθηναϊκούς πυροβολισμούς αντηχεί πρωτογενώς η ίδια η αυτοχειρία, ο κρότος της, εξίσου αντηχεί δευτερογενώς η αντίδραση σε αυτήν από τη γερμανική κοινότητα, η νοηματική επικάλυψη, η κατασίγασή της. Για την τελευταία, η αυτοχειρία ενός εξέχοντος μέλους της επιφορτισμένου με εθνικά καθήκοντα και μάλιστα εξαιτίας αυτών ακριβώς των καθηκόντων, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ένα συμβάν ανησυχητικό με τρόπο αμεσότερο συγκριτικά με τους Έλληνες. Διότι καθώς η γενεαλογική καταβύθιση στα κατάλοιπα του αρχαίου κόσμου θα είχε χάσει τον δρόμο της σε σκοτεινές περιοχές του νου, κάτι μολυσματικό θα είχε κιόλας κάνει την εμφάνισή του στο εσωτερικό του γερμανικού ιδίου όπως και, εξ αντανακλάσεως, του νεοελληνικού. Πριν ακόμα λογαριάσει κανείς την αλλόκοτη σκιά του δίδυμου κι αντεστραμμένου συμβάντος την ώρα της αυτοχειρίας, εκείνη τη σκιά που πέφτει στο έδαφος ενός παράλληλου ημερολογίου, η ελληνική αρχαιότητα ήταν ήδη παρούσα εντός του γερμανικού φαντασιακού σαν φάσμα της τρέλας. Όσο δε για το νεοελληνικό φαντασιακό, μια δυσάρεστη υποψία θα σκίαζε πλέον αδιόρατα την επίκληση μιας λαμπρής καταγωγής. Στο σημείο αυτής της απειλής, της μόλυνσης, θα εγγραφόταν αναγκαστικά κάθε δυνατή θεραπευτική απόπειρα, κάθε ξόρκι.

Σε μια τέτοια αναλυτική οπτική, είναι κρίσιμο ότι αμφότερα τα ξόρκια θα είχαν πάρει τη μορφή μιας επανάληψης, ή ενός διπλασιασμού του τρομερού γεγονότος, μιας μίμησης που θα το απέκλειε μέσω της ενσωμάτωσής του σε εκφάνσεις της συλλογικής κανονικότητας. Πυροβολισμοί και βιβλία απορροφούν εντός τους μια αυτοχειρία επαναλαμβάνοντάς την αλλιώς. Βρισκόμαστε τότε μπροστά στη δομή της συστατικής εξαίρεσης, τη δομή ενός δικαιικού κανόνα που θεμελιώνεται στη συμπερίληψη εκείνου που του διαφεύγει, όπως σκεφτόμαστε ιδίως μετά τα σημαντικά σχετικά κείμενα του Καρλ Σμιτ, του Μπένγιαμιν και του Αγκάμπεν. Έτσι αυτό για το οποίο θα επρόκειτο εδώ κατά βάθος είναι η στιγμή, κρύφια ακριβώς μέσα στη δημόσια ορατότητά της, της ίδιας της ιδρυτικής επιτέλεσης μιας κοινότητας – εδώ, μάλιστα, δύο κοινοτήτων στην αλληλεξάρτησή τους, στον αμοιβαίο τους κατοπτρισμό, σε μια φαινομενική και αμοιβαία αδιαφορία, για την ακρίβεια, όπου θα κατοπτρίζονταν. Είναι η βία αυτής της διπλής κυριαρχικής ίδρυσης που δεν θα έβρισκε την καταγωγικότερη μορφή της παρά μόνο στην επανάληψη και στον συμβολικό μετασχηματισμό μιας αυτοχειρίας.

Κι όμως – όλα αυτά δεν σταματούν να υποδεικνύουν την ίδια στιγμή, μέσα στα ίδια συμβάντα, ένα τραύμα που δεν λέει να κλείσει: έναν ακάθαρτο θάνατο κι ένα νεκρό σώμα που διαφεύγει των μηχανισμών εξημέρωσής του, συμβολικών και θεαματικών· διαφεύγει κάθε κοινότητας αλλά, επίσης και κυρίως, της βούλησης του ίδιου του αυτόχειρα. Αυτό το άσωτο, ανέστιο σώμα, αποκλεισμένο από τη νεοελληνική όσο και τη γερμανική πραγματικότητα εξίσου· αυτό, που παντού περισσεύει αλλά και παντού είναι υπογείως παρόν, το ίχνος μιας ανώνυμης απειλής και μαζί της ενός ανοίγματος – αυτό είναι που θα όφειλε ίσως να αποπειραθεί κανείς να θέσει στο επίκεντρο μιας ορισμένης σκέψης.

Το όνομα Χανς φον Προττ μου ήταν άγνωστο. Είναι ένα όνομα ξεχασμένο σήμερα, χαμένο στα αρχεία, που αναδύθηκε από μια μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο όταν ερευνήθηκαν άρθρα σε παλιές εφημερίδες με θέμα την αυτοχειρία. Η έρευνα αυτή δεν έγινε με δική μου πρωτοβουλία, ούτε ήμουν εγώ που εντόπισα το πρόσωπο. Ξεκίνησε ενόψει μιας έκθεσης με τίτλο «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας», πέρασε από άλλα χέρια κι έφτασε ως εμένα εν είδει ανάθεσης που καθ’ οδόν ξέφυγε από τα αρχικά πλαίσια – έφτασε όχι ακριβώς σαν επιστολή, μάλλον σαν ανεπίδοτη επιστολή, οριστικά ανεπίδοτη σε ένα παραλήπτη άγνωστο, που παρέμενε, σκονισμένη και λησμονημένη, σε κάποια γωνιά του ηλεκτρονικού κόσμου[1]. Η εξαφάνισή της θα είχε ίσως υπάρξει ολική αν δεν μεσολαβούσε το τυχαίο που την ανέσυρε στην επιφάνεια της μνήμης. Και θα επιστρέψει ξανά σε κάποιον βυθό, θα περιέλθει στην αφωνία, εφόσον μοίρα των κειμένων είναι να ξεχνιούνται αργά ή γρήγορα. Οπότε όλα θα έχουν συμβεί σε μικρές διαλείψεις του χρονικού συνεχούς. Εκεί όπου τα πάντα αναδύονται και λάμπουν φευγαλέα μέσα στη μεγάλη αμνημοσύνη της Ιστορίας – και όπου ό,τι ήταν χαμένο, συνάπτεται για λίγο με ό,τι πρόκειται να γίνει χαμένο.

Δεύτερο μέρος

Ένα θολό πορτραίτο
3ο κεφάλαιο: Σακατεμένα κείμενα

Το σημαντικότερο κείμενο που έχουμε στη διάθεσή μας για τον Προττ παραμένει αυτό του Χανς Σράντερ.[2] Ο Σράντερ διετέλεσε υποδιευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα από το 1901 ως το 1905 πριν αποχωρήσει, ως καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας πια, για την Αυστρία (το Ίνσμπρουκ, το Γκρατς και τη Βιέννη) και αργότερα τη Γερμανία (την Φρανκφούρτη). Η γνωριμία του με τον Προττ ανάγεται στα 1888, όπου υπήρξαν για μια χρονιά συμφοιτητές στο Μαρβούργο, ύστερα τον ξανασυνάντησε το 1894 κι εντέλει συνυπήρξαν στο Ινστιτούτο της Αθήνας, όπου ο Προττ εργαζόταν ήδη από το φθινόπωρο του 1897. Μολονότι δεν ξεπερνά τις 13 σελίδες στο σύνολό του, το κείμενο του Σράντερ, αντλώντας όχι μόνο από την προσωπική συναναστροφή με τον Προττ, αλλά κι από πληροφορίες της οικογένειάς του, όπως επίσης από επιστολές και κατάλοιπα που εκείνη έθεσε στη διάθεσή του, αποτελεί μια πολύτιμη βιογραφική αφήγηση. Ακριβώς διότι το πορτραίτο που προκύπτει από αυτήν είναι αρκούντως θολό και ξεφτισμένο στις άκρες.

Γεννημένος το 1869 στο Αννόβερο, ο Προττ ήταν παιδί δύο διαφορετικών κόσμων. Με καταγωγή κοντά στη Βόρεια Θάλασσα, η οικογένεια από την πλευρά του πατέρα του είχε παράδοση ναυτικών και πολιτικών. Ο παππούς του ήταν υπουργός πολέμου, ο πατέρας του έφτασε να γίνει στέλεχος της πρωσικής κυβέρνησης. Η οικογένεια της μητέρας του, από την άλλη, ήταν μέτοικοι από τη Γαλλία, ο δεύτερος παππούς του δε ιερέας. Κόσμοι κλειστοί και άλλοι ανοιχτοί, επιθετικοί και δεκτικοί, ή ίσως απλώς ασταθείς, αχνοφαίνονται στο φόντο αυτού του βίου – ο Προττ μοιάζει να βρέθηκε εξαρχής σε ένα σταυροδρόμι ευρωπαϊκών παραδόσεων και, ταυτόχρονα, έναν κόμβο πολλαπλών εντάσεων.

Οι πληροφορίες για την παιδική ηλικία κάνουν λόγο για ένα πολύ χαριτωμένο μικρό πλάσμα που είναι το επίκεντρο της προσοχής στο σπίτι και του θαυμασμού έξω από αυτό. Για τους δικούς του είναι μια ηλιαχτίδα, πηγή χαράς και περηφάνιας μαζί. Περαστικοί στο δρόμο, θυμάται αργότερα ο πατέρας του, σχολιάζουν το όμορφο και γλυκό παρουσιαστικό του. Η φύση του είναι ευαίσθητη κι ασυνήθιστα ντροπαλή προς τους ξένους. Ίσως μια τέτοια ερμητική μυχιότητα, σε συνδυασμό με μια επιμονή που εξίσου τον διακρίνει από νωρίς, μια προσοχή τεταμένη και στραμμένη αποφασιστικά εντός, να υποδηλώνει κάτι για τη νευρικότητα και τους απότομους τρόπους που, όπως μας λέει ο Σράντερ, διακατείχαν συχνά τον ενήλικο Προττ απέναντι στους άλλους.

«Πρέπει όλα να τα γνωρίζω, όλα να τα καταλαβαίνω», απαντά ο μαθητής στις παραινέσεις των δασκάλων του στα χρόνια του Γυμνασίου να εργάζεται λιγότερο. Η ελληνική και η γερμανική γραμματεία τον απορροφούν εξίσου, ενώ οι επιστολές του από τα χρόνια εκείνα μαρτυρούν χαρίσματα στοχαστικού και πυκνού λόγου, μαζί με μια λεπταισθησία που εκδηλώνεται ως γενικό χαρακτηριστικό του. Όταν διαβάζουμε πως η παιδική ηλικία και ο κόσμος των ζώων συνοδεύουν γι’ αυτόν κάθε αξιόλογο βίο, κρίσιμες συνάφειες κάνουν πλέον την εμφάνισή τους. Ο Νίτσε του δεύτερου από τους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς για παράδειγμα, που ξεκινά την ανάλυσή του για την Ιστορία συγκρίνοντας την «ευτυχία του ζώου» και, αμέσως μετά, τον «χαμένο Παράδεισο» του παιδικού παιχνιδιού με μια ιστορική μνήμη μέσα στην οποία τα πάντα διαλύονται σε κινούμενα σημεία. Εκτεθειμένη σε ένα παρελθόν που επανέρχεται σαν φάντασμα και αποστερεί κάθε δυνατότητα ύπνου μαζί με κάθε δυνατότητα έργου, ως εάν ο ένας και το άλλο να συγκροτούσαν ένα αναγκαίο ζεύγος· έτσι εκτεθειμένη λοιπόν, η υπερβολική μνήμη του νεότερου ανθρώπου, παροξυσμός μιας αϋπνίας, τον αφήνει στο έλεος μιας βλάβης και τελικά μιας καταστροφής, είτε για άνθρωπο πρόκειται είτε για πολιτισμό.[3] Η μορφή αυτής της καταστροφής θα ήταν ακριβώς η κατάτμηση του χρόνου και του υποκειμένου σε ένα σύνολο κινούμενων σημείων, ένα αρχείο ασύνδετων θραυσμάτων – το αρχείο του εκτοπισμού από τον Παράδεισο.

Αυτές οι λίγες κουβέντες θα αρκούσαν για να διαισθανθεί κανείς σε ποιον ιστορικό ορίζοντα εντάσσεται το δράμα του Προττ, με τι βρέθηκε αντιμέτωπη μια λεπταίσθητη φύση σε κατεπείγουσα ανάγκη για ύπνο και για έργο. Αλλά θα χρειαστεί, αν θέλει να προχωρήσει, να ανακαλέσει ιδίως ένα άλλο κρίσιμο κείμενο που ο Σίλλερ ξεκινά παραπέμποντας τον αναγνώστη του στη φύση (και διευκρινίζει: στα ορυκτά, στα ζώα, στα τοπία) και στα παιδιά, κοντολογίς στο «θέαμα της αθώας και απλοϊκής φύσης», ένα που περιλαμβάνει και κείνο των «μνημείων των παλιών καιρών».[4]

Φοιτητής πια στο Μαρβούργο το 1888 και μετά στη Βόννη από το 1889, ο Προττ, έχοντας ήδη φιλοσοφικά διαβάσματα στις αποσκευές του, αφοσιώνεται στην ανάγνωση του Καντ, κυρίως της Κριτικής του καθαρού Λόγου. Από πολύ νωρίς ο νεαρός φοιτητής θέτει στον εαυτό του μεγάλους στόχους και συσχετίζει τα ενδιαφέροντά του με ευρείες θεωρητικές συνάφειες. Εξίσου νωρίς φανερώνει μια επιμονή να ολοκληρώνει τις έρευνές του όσο φιλόδοξες και αν ήταν, ως εάν το ημιτελές, η παράλυση στα μισά του δρόμου, όπως γράφει ο Σράντερ, να του ήταν συνθήκη ξένη – εκτός και αν του ήταν απωθητική. Έτσι ο Προττ μπορεί και στέλνει, το πρώτο έτος των σπουδών του, στη μητέρα του μια ανταπόκριση από την πνευματική επικράτεια στην οποία βρίσκεται, μιλώντας της για «μια από τις μεγαλύτερες χαρές» του. Αυτή δεν συνδέεται τόσο με γνώσεις που μπορεί κανείς να αντλήσει από βιβλία, παρόλη την αγάπη του γι’ αυτά. Συνδέεται με μια διαφορετική γνωστική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία μαθαίνει από τον κόσμο και τη φύση, ιδίως όμως από το ίδιο του το πνεύμα – «κοντολογίς», γράφει ο φοιτητής Προττ σε αυτή την επιστολή στη μητέρα, «γίνεται πλουσιότερος σε ιδέες, όπως έλεγε ο Σίλλερ».

Ιδέες λοιπόν. Που, για τον Σίλλερ, τις γεννά η απόλυτη ελευθερία της νόησης. Η ίδια εκείνη που αντικρίζει στο παιδί μια «αναπαράσταση του ιδεώδους» και ονειρεύεται, αφού έχει προηγουμένως «τραβήξει με ορμή στα ξένα», μια ορισμένη επιστροφή στη φύση και στον εαυτό με τη μορφή ενός άπειρου έργου.[5] Καθώς, επιπλέον, ο Σίλλερ δεν αναφέρεται μόνο στα παιδιά, αλλά επίσης σε «λαούς στην παιδική ηλικία», καθώς, για την ακρίβεια, οι Έλληνες και η αρχαία Ελλάδα αποτελούν, για μια ολόκληρη γερμανική γραμματεία από τον Βίνκελμαν κι εφεξής, μια μετωνυμία της χαμένης φύσης και της χαμένης παιδικής ηλικίας του πολιτισμικού χρόνου – θα είχε, λοιπόν, τότε κανείς μπροστά του τους όρους της γνώσης και του έργου, της χαράς και ταυτόχρονα του ριζικού κινδύνου, που καθόρισαν τα βήματα του Προττ. Όροι ιστορικοί και εσωτερικοί αξεδιάλυτα, εφόσον βρισκόμαστε στο σημείο τομής του μύχιου με το πολιτισμικό, δύο ακόμα διακριτών χρόνων, δύο ξεχωριστών ημερολογίων, που συνέπεσαν σε μια στενή λωρίδα βίου.

Ήδη δύο χρόνια μετά την άφιξή του στη Βόννη αισθανόταν τις δυνάμεις του επαρκείς για να διεκδικήσει ένα φιλολογικό βραβείο. Γι’ αυτόν το λόγο, θα έπρεπε να καταπιαστεί με τη συγκέντρωση και την επεξεργασία αρχαιοελληνικών ιερών επιγραφών. Το ζήτημα ήταν δύσκολο και η εργασία ιδιαίτερα επίπονη διότι το υλικό, γράφει ο Σράντερ, ήταν κατακερματισμένο, ενώ το νόημα κειμένων συχνά ακρωτηριασμένων ήταν σκοτεινό. Οι λέξεις που μετέρχεται ο Σράντερ για να περιγράψει την κατάσταση του υλικού αυτής της πρώτης μελέτης του Προττ φέρουν εντός τους συνειρμούς μιας ακραίας βίας που διαλύει, διασκορπίζει, αποσυνθέτει: Zersplitterung, ο διαμελισμός, το να κάνεις κάτι θρύψαλα· verstümmelte Texte, τα σακατεμένα κείμενα. Τέτοια που θα παρέπεμπαν δομικά στα «κινούμενα σημεία» για τα οποία γινόταν λόγος στο νιτσεϊκό κείμενο, ίχνη μιας ακατάπαυστης κατακρήμνισης του ίδιου του νοήματος, που δεν θα απέδιδε παρά τον νεωτερικό ρυθμό της Ιστορίας. Όμως ο Προττ όχι απλώς θα κερδίσει το βραβείο, αλλά, όταν πάρει πια το πτυχίο του έναν χρόνο αργότερα, το 1893, θα έχει ήδη προσανατολιστεί στη μακρόπνοη συνέχεια αυτής της έρευνας. Μέχρι τον καιρό, για την ακρίβεια, μιας πραγματείας περί Μυθολογίας που επρόκειτο να τον φέρει σε ένα οριακό σημείο, κάνοντάς τον εντέλει να μοιάζει ο ίδιος, σε ακόμα μια παράδοξη εκδήλωση μίμησης, με το θραυσματικό υλικό του.

Η Βόννη εντούτοις του έκανε καλό, ειδικά από την ώρα που έγινε δεκτός στον σύλλογο των ιστορικών το 1889. Μια πνοή ελαφρότητας άγγιξε τη φυσική βαρυθυμία του προσελκύοντάς τον στις χάρες του τόπου, στο καρναβάλι λ.χ. της Βόννης και της Κολωνίας. Ήταν, πάντως, προσωρινή και δεν αφαίρεσε πολλά από τα βάρη ενός ψυχισμού υπεσχημένου στο έργο: ‘δίχως εργασία δεν μπορεί κανείς να είναι πραγματικά ευχαριστημένος’, γράφει το 1891, ενώ αμέσως μετά το καρναβάλι του 1891 δραπετεύει στη σοβαρότητα της όπερας. Η αντίθεση ανάμεσα στον Βάγκνερ και την ανοησία (Unsinn) που προηγήθηκε δεν μπορούσε να είναι γι αυτόν μεγαλύτερη. Στο πορτραίτο του Σράντερ, ο Προττ μοιάζει με κάποιον που μια μόνιμη έλλειψη νοήματος απειλεί να τον καταβαραθρώσει αναγκάζοντάς τον έτσι να αναπαύεται μέσα στην ίδια τη βαρύτητα των πραγμάτων – και, επομένως, στη βαρύτητα του έργου.

Αφού αποχαιρετήσει οριστικά και χωρίς ταλαντεύσεις την προοπτική της διδασκαλίας, ο Προττ στρέφει πια το ενδιαφέρον του αποκλειστικά στην Ελλάδα. Η μελέτη της λογοτεχνίας, που τον είχε συνεπάρει τα πρώτα χρόνια των σπουδών, υποχωρεί ολοένα περισσότερο δίνοντας τη θέση της σε έρευνες γύρω από την Ιστορία της αρχαίας θρησκείας. Η απογοήτευση από την απόρριψη, δύο φορές, ενός αιτήματος υποτροφίας για μια αρχαιολογική επίσκεψη στην Ελλάδα είναι μεγάλη, ωστόσο ο Προττ δεν εγκαταλείπει τα σχέδιά του για μια διεξοδική έρευνα ολόκληρης της θρησκευτικής Ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας. Με αυτά κατά νου, και αφού περάσει για λίγο από το Γκέτινγκεν όπου θα ακούσει και θα γνωρίσει τον Βιλαμόβιτς, θα κατευθυνθεί το 1896 προς το Βερολίνο.

Στο διάστημα που ακολουθεί, ο Προττ θα ασχοληθεί με τα ιερά του Διόνυσου στην Αθήνα και με τα Βουφόνια, μια παράξενη αθηναϊκή εορτή αφιερωμένη στο Δία, που απασχόλησε έντονα την θεωρία σε όλη τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Θα συντάξει επίσης ένα κείμενο που επισκοπεί την πρόοδο της έρευνας γύρω από τα αρχαία ιερά. Οι γνωστές αρετές είναι πάλι παρούσες: υποδειγματική πυκνότητα και διαύγεια του ύφους, άνεση στον έλεγχο ενός εκτεταμένου υλικού. Ο συγγραφέας μας μοιάζει προορισμένος, σημειώνει ο Σράντερ, να αναλάβει και να φέρει σε πέρας κάποια δύσκολη επιστημονική αποστολή. Μια τέτοια θα συναντούσε στην Ελλάδα πια, όπου του ανατέθηκε επιτέλους να μεταβεί την επόμενη χρονιά.

Η ανάθεση ήταν διπλή. Καταρχάς αφορούσε την ταξινόμηση του κληροδοτήματος του θανόντος Αχιλλέα Ποστολάκα στη βιβλιοθήκη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Η φιγούρα του Ποστολάκα, διευθυντή του Νομισματικού Μουσείου για τριάντα χρόνια, ήταν σημαντική στις ελληνογερμανικές διαδρομές του 19ου αιώνα. Και ο Προττ είχε αναλάβει να τακτοποιήσει το αρχείο μιας από τις διαδρομές αυτές, το αρχείο ενός άνδρα που είχε πρόσφατα πεθάνει. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ανάθεσης, το σημαντικότερο και δυσκολότερο, αυτό αφορούσε τη μελέτη αρχαιοελληνικών επιγραφών για λογαριασμό της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1897, ακριβώς έξι χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Προττ πραγματοποίησε το όνειρο που είχε από παλιά και μετακόμισε στην Αθήνα. Κατά έναν τρόπο, είχε πια ‘τραβήξει με ορμή στα ξένα’ ακολουθώντας εκείνη τη ρωγμή, εκείνο το ειδικό ξάφνιασμα, όπως λέει ο Σίλλερ, που επιφέρει η ‘μακρινή αρχαιότητα’ μέσα στις συνθήκες του σύγχρονου πολιτισμού. Αλλά το είχε, επιπλέον, πράξει προκειμένου να επιστρέψει, μέσα από παρακαμπτήριες που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε δαιδαλώδεις, να επιστρέψει πίσω από τη ρωγμή, πίσω από ένα παρόν που θα ήταν στο εξής διαμελισμένο. Να γυρίσει σε ένα χαμένο ίδιον, προσωπικό και μαζί πολιτισμικό, ίδιον παιδικό, παραδείσιο, καταγωγικό – την πατρίδα εκείνη στην οποία αναφερόταν ο Σράντερ post mortem. Αναζήτησε λοιπόν την ακεραιότητά του στην περιπλάνηση, την ανάσα του στην ασφυξία, έτσι ώστε τους δαιδάλους εκείνους δεν κατάφερε εντέλει να τους αποφύγει. Πριν στραφούμε όμως στην τελευταία περίοδο της ζωής του Προττ, ας κάνουμε προηγουμένως ένα βήμα προς τα πίσω επιστρέφοντας για λίγο σε κείνη την αθηναϊκή εορτή που τον απασχόλησε πριν εγκαταλείψει τη Γερμανία.

4ο κεφάλαιο
Μια δίκη δίπλα σε έναν έρημο ναό

Οι κύριες αρχαίες πηγές που αναφέρονται στα Βουφόνια είναι ο Παυσανίας (Ελλάδος Περιήγησις, 1,24,4 και 28,10) και, διεξοδικότερα, ο Πορφύριος (Περί αποχής των εμψύχων, 2,10 και 29-30), ο τελευταίος μεταφέροντας, όπως θεωρεί πλέον η έρευνα, το χαμένο Περί ευσεβείας του Θεόφραστου.[6] Η εορτή έφερε επίσης το όνομα Διιπόλεια, σηματοδοτώντας έτσι την αναφορά της στο Δία ακριβώς ως πολιούχο της πόλης. Την ίδια στιγμή, ο φόνος του βοδιού που δηλώνεται, με αυτά τα λόγια, στην ονομασία ήδη των Βουφονίων, προετοιμάζει για μιαν εντελώς ασυνήθιστη σύζευξη. Αν η προστασία μιας πόλης συνδέεται με θυσίες ιερού χαρακτήρα, ο φόνος, απεναντίας, είναι κατεξοχήν ανίερος και θα απειλούσε επομένως να μολύνει τους θυσιαστικούς μηχανισμούς, δηλαδή το ίδιο το θεμέλιο της πόλης. Η διάκριση θυσίας και φόνου θα ήταν τότε ζωτικής σημασίας. Κι όμως, εδώ, σε αυτή την εορτή για την οποία πολλοί νεότεροι σχολιαστές θα πουν ότι είναι η πιο παράξενη του αθηναϊκού εορτολογίου, δεν θα βρεθεί κανείς απλώς μπροστά σε αυτήν ακριβώς την μόλυνση. Διότι, αν και μολυσμένη, η εορτή αυτή όχι μόνο δεν θα ζημιώσει την πόλη, αλλά θα καταστήσει επιπλέον έναν φόνο ιδρυτικό συμβάν της – μια παράδοξη ιερή αρχή στο σημείο της ίδιας της αδιακρισίας του ιερού από το ανίερο, του καθαρού από το ακάθαρτο, στο κατώφλι μεταξύ θυσίας και φόνου.

Η ιστορία θα είχε ξεκινήσει σε έναν απώτερο χρόνο με κάποιον ονόματι Σώπατρο που θα ήταν μέτοικος στα μέρη της Αθήνας και καλλιεργητής – ή, σε παραλλαγές της ίδιας ιστορίας ενμέρει εξασθενημένης, με τον Δίομο ή τον Θαύλωνα. Κάποια μέρα, ένα από τα βόδια του Σώπατρου θα είχε φάει τα ιερά εδέσματα που αυτός είχε ετοιμάσει για να προσφέρει στον Δία και τότε ο Σώπατρος, οργισμένος, θα είχε θανατώσει το ζώο. Αμέσως μετά όμως, ως εάν να αντιλαμβανόταν τώρα ότι είχε σκοτώσει έναν πιστό βοηθό και σύντροφό του στις γεωργικές εργασίες, θα είχε θάψει το ζώο με τρόπο που παραπέμπει στη συνείδηση ενός φόνου. Κατόπιν, στην προέκταση της πένθιμης συνείδησης, θα είχε αυτοεξοριστεί στην Κρήτη.

Στο μεταξύ ένας λιμός πλήττει την Αθήνα. Η Πυθία παραγγέλνει τότε στους Αθηναίους αφενός να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο άγνωστος αυτουργός εκείνης της θανάτωσης του ζώου, αφετέρου όμως το εξής αναπάντεχο, να επαναληφθεί τελετουργικά η θανάτωση από την κοινότητα και, αυτή τη φορά, να φάνε από κοινού το ζώο αντί να το θάψουν. Επιπλέον, εξαιτίας της στενής σχέσης του με την ανθρώπινη καθημερινότητα, το βόδι δεν θεωρούνταν θυσιαστήριο ζώο. Η παρατυπία μοιάζει, επομένως, να επιτείνεται. Στη συνέχεια της αφήγησης, στην οποία δεν αντηχεί μόνο ο Οιδίποδας, αλλά και η χριστιανική φιγούρα του Ιάκωβου του ασκητή,[7] παραλλαγές μιας κοινής δομής, οι Αθηναίοι εντοπίζουν τον υπαίτιο και τον ενημερώνουν για τον χρησμό. Αυτός, θεωρώντας ότι πρόκειται να καθαρθεί πλέον από το μίασμα, προσφέρεται να αναλάβει μια πράξη για την οποία όλοι οι άλλοι μοιάζουν να διστάζουν, δηλαδή την εκ νέου σφαγή του ζώου. Ο Σώπατρος θα γίνει λοιπόν ξανά βουτύπος, θα επαναλάβει τον αρχικό φόνο. Όμως η επανάληψη αυτή αντιστρέφει το νόημα της πράξης: δεν είναι πια μοναχική, ούτε ανίερη, αλλά συλλογική και ιερή. Γι αυτό και ο Σώπατρος ζητά τώρα να χρισθεί πολίτης της Αθήνας, ύστερα δε να μετέχουν στη σφαγή ως συναυτουργοί όλα τα μέλη της κοινότητας. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι στο εξής το σημείο-μηδέν της κοινότητας και ο κατεξοχήν πολίτης της.

Έτσι, στον αιτιολογικό μύθο των Βουφονίων η πρώτη φορά εμφανίζεται ως ήδη μια δεύτερη, εξαρχής μια μίμηση. Σε αυτήν, το τρομακτικό γεγονός εκείνης της πρώτης φοράς (das Furchtbare, έγραφε ο Σράντερ, θυμίζω), η αιώρηση μιας απεριόριστης βίας, βρίσκει το σταθερό έδαφός του κι ένας ξένος μοιάζει τότε να επιστρέφει σπίτι του (der Heimgegangene), ή μάλλον να ορίζει εκ του μηδενός ένα τέτοιο για τον εαυτό του, όσο και για τους άλλους. Με την καθοριστική μεσολάβηση μιας ανώτερης βούλησης, η συναίσθηση του ορίου που αναδύεται μέσα σε μια απογύμνωση, αυτή η συναίσθηση κάμπτεται και μεταστρέφεται εφεξής σε συλλογική δυνατότητα, στη δυνατότητα του ίδιου του συλλογικού. Ένα ξόρκι, λοιπόν, επικάθεται πάνω στο αποτρόπαιο επαναλαμβάνοντάς το για να το αποκλείσει και, εκεί ακριβώς, να ιδρύσει παραδόξως μια κοινή περιοχή.

Η λογική της μίμησης και του ομοιώματος κυριαρχεί εξίσου στο εσωτερικό της ίδιας της τελετουργίας των Βουφονίων, φτάνοντας μάλιστα στα όρια της παρωδίας. Μια κατανομή θυσιαστικών καθηκόντων και ρόλων μοιάζει καταρχάς να μιμείται την κοινωνική διάρθρωση: παρθένες μεταφέρουν το απαιτούμενο νερό, κάποιοι ακονίζουν τον πέλεκυ, άλλος τον παραλαμβάνει για να πλήξει το βόδι, ενώ άλλος πάλι είναι αυτός που κρατάει τη μάχαιρα και το σφάζει. Τέλος, άλλοι είναι εκείνοι που θα γδάρουν προσεκτικά το ζώο πριν την κοινή βρώση. Διότι το δέρμα του βοδιού γεμίζεται κατόπιν με άχυρα κι εντέλει ράβεται ώστε, αφού πάρει ξανά το σχήμα που είχε κάποτε ως ζωντανό και στηθεί στα πόδια του, να μοιάζει ξανά έτοιμο να εργαστεί. Αποκατάσταση λοιπόν, ένα είδος postliminium που αναιρεί διαμέσου ενός ομοιώματος ζώου, ενός τεχνητού κι εργαζόμενου ζώου, στο οποίο η κοινότητα θα έβρισκε πιθανώς μια άλλη της αναπαράσταση – αναιρεί μέσα από αυτό το ομοίωμα έναν διαμελισμό (Zersplitterung), ένα σακάτεμα (Verstümmelung).[8]

Αλλά είναι μόλις στο επόμενο και τελευταίο επεισόδιο της τελετουργίας που η λογική αυτή θα φτάσει στην κορύφωσή της. Καθώς εκκρεμεί ακόμα η τιμωρία της θανάτωσης, στο Πρυτανείο στήνεται μια δίκη. Όμως καθένας από τους μετέχοντες επιρρίπτει την ευθύνη σε κάποιον άλλο και μια κυκλική κίνηση απειλεί να αφήσει μετέωρο το ζήτημα της τιμωρίας. Μέχρι την ώρα όπου ο φόνος, στο τέλος της κοινωνικής διαδρομής του, καταλογίζεται τελικά σε ό,τι είναι άφωνο, όπως γράφει ο Πορφύριος: στο ίδιο το μαχαίρι της σφαγής. Σε μια τέτοια αψύχου δίκη, αυτό θα εκτοπιστεί τελικά πέρα από τα σύνορα, στο βυθό της θάλασσας. Μαζί του θα εκτοπιστεί η ίδια η αφωνία, σε αυτή την απρόσμενη εξέλιξη που κατέστησε το Δίκαιο όχημα του θυσιαστικού μηχανισμού. Και τούτο, μόνο και μόνο ώστε στο τέλος να αποδοθεί μια δικαιοσύνη χωρίς θύματα, ούτε ενόχους, χωρίς νεκρούς ή ζωντανούς. Ό,τι απομένει είναι μια κοινότητα που ξαναγυρίζει ακατάπαυστα στον εαυτό της – που βρίσκει τον εαυτό της στο νεκροζώντανο ομοίωμα ενός σκοτωμένου ζώου.

Θεωρώντας πως ό,τι ρητά επιτελείται από μια πολιτισμική πρακτική συμπίπτει με ό,τι πράγματι επιτελείται από αυτήν, ταυτίζοντας δηλαδή διακήρυξη και πραγματικότητα, ως εάν κάθε άλλη προσέγγιση να κινδύνευε από μια αναχρονιστική προβολή του παρόντος στο παρελθόν, ο Βερνάν ισχυρίζεται πως το ζήτημα του θυσιαστικού μηχανισμού έγκειται στη χάραξη ενός τριπλού ορίου. Καταρχάς της ίδιας της θυσίας απέναντι στο φόνο, εντέλει του ανθρώπου απέναντι στο ζώο και τον θεό.[9] Μια οργανωμένη συλλογικότητα θα διαχώριζε και θα προφύλασσε έτσι τον εαυτό της από φυγόκεντρες δυνάμεις. Όμως στο επίκεντρο των Βουφονίων βρίσκεται ακριβώς μια πολλαπλή αδιακρισία που μολύνει όλες αυτές τις επικράτειες θολώνοντας εντέλει τα περιγράμματά τους. Διότι η θυσία δεν υπάρχει παρά μόνο ως επανάληψη και διασπορά ενός φόνου, ο φόνος παραμένει αδιαλείπτως στο εσωτερικό της και δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να αποκλειστεί από αυτό. Με άλλα λόγια, η θυσία εγγράφεται δομικά στο φόνο προκειμένου να τον μετασχηματίσει και η εγγραφή αυτή πρέπει να ανακαλείται διαρκώς – εκείνος είναι η προνομιακή εξαίρεση που θεμελιώνει τον κανόνα της θυσίας στο ίδιο της το κατώφλι. Όσο για τη ζωικότητα, αυτή επιστρέφει με ένα ζώο μηχανικό μάλλον παρά νεκραναστημένο, που έκτοτε δεν βρίσκεται απλώς στο επίκεντρο της κοινότητας, αλλά συνιστά επιπλέον μια αναπαράστασή της. Οπότε ο κύκλος που συνδέει άνθρωπο, θεό και ζώο θα είχε διαρραγεί μόνο για να ξανακλείσει στην εικόνα μιας κατασκευής.[10] Κι έτσι, τα Βουφόνια μοιάζουν εντέλει με μια ιδιότυπη εορτή που περιστρέφεται γύρω από την εορταστικότητα καθεαυτήν, που θεματοποιεί δηλαδή πρωτίστως την ίδια τη συγκρότηση και τη λειτουργία της ως θυσιαστικής τελετουργίας.

Από αυτή την άποψη, δικαίως ο Μπούρκερτ υπογραμμίζει το γεγονός πως τα Βουφόνια κλείνουν το αττικό εορτολόγιο λαμβάνοντας χώρα στην τελευταία πανσέληνο του χρόνου, δηλαδή τον Ιούνιο. Παράδοξες, ανοίκειες (unheimliche, γράφει ο Μπούρκερτ) όψεις των πραγμάτων παίρνουν το πάνω χέρι, η άφιξη σε μια μεθόριο του χρόνου, σε κάποιο τέλος, καθιστά αυτό το διάστημα μεταβατικό, ασταθές, περίοδο ριζικής κρίσης.[11] Γενικώς, από τη στιγμή που εισάγεται στην αρχαιότητα το ημερολόγιο, η αλλαγή του έτους συνδέεται με δραματικές αλλαγές στη διοίκηση των πόλεων. Στις μοναρχίες της Ανατολής η εξουσία αναστέλλεται προσωρινά, ενώ σε ελληνικές πόλεις αλλάζουν τα πρόσωπα σε μείζονα αξιώματα. Στον τομέα του Δικαίου, τέλος, η ημερολογιακή μετάβαση σηματοδοτεί ένα μεσοδιάστημα δικαιϊκής αβεβαιότητας όπου εξαιρέσεις ή ανατροπές των κανόνων γίνονται αποδεκτές.[12]

Στην ίδια ερμηνευτική προοπτική, ο Μπούρκερτ συνδέει τα Βουφόνια με τη εορτή των Σκιροφορίων που προηγούνται λίγες μέρες. Μια ‘ασυνήθιστη αντιστροφή’ συμβαίνει σε αυτά, καθώς ο Ερεχθέας και η Αθηνά, ο βασιλιάς και η προστάτιδα θεά της πόλης, εγκαταλείπουν την Αθήνα με κατεύθυνση τις παρυφές της, την τοποθεσία Σκίρον στον δρόμο προς την Ελευσίνα, αφήνοντας έτσι το ναό στην Ακρόπολη κενό. Σε αυτήν ακριβώς την έρημη Ακρόπολη, χωρίς πολιτική και θρησκευτική εξουσία, θα αφιχθούν Ελευσίνιοι ιερείς προκειμένου να συμμετέχουν στα Βουφόνια που τελούνται σε αυτήν μια τέτοια ειδική ώρα.[13] Πρόκειται για μια αντιστροφή της αντιστροφής, σχολιάζει ο Μπούρκερτ. Μια διαλεκτική λοιπόν θα βρισκόταν επί το έργον σε αυτήν τη διαδρομή μεταξύ Αθήνας κι Ελευσίνας, αλλά επίσης κέντρου και συνόρου, ή ιδίου και ανιδίου. Διαλεκτική που, επιτελώντας πια τη θυσία όχι μέσα στο ναό, αλλά κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, όχι πια αφιερωμένη στην Αθηνά, αλλά στο Δία, μοιάζει να οργανώνει μια ορισμένη επιστροφή στο σπίτι ή την πατρίδα μέσα από την έκθεση στα ξένα και τον τρόμο του συμβολικού κενού. Έναν που προσκαλείται εντέλει εντός, ώστε να αφομοιωθεί εκεί από μια υπέρτερη οικονομία της πληρότητας. Στο εξής, ένας μηχανισμός ρέοντος αίματος εγκατεστημένος στην Ακρόπολη θα ρυθμίζει τα πλήγματα απολυμαίνοντας ομοιοπαθητικά την πόλη.

Γυρίζω στον Βερνάν. Δεν υπάρχει θυσία χωρίς έναν διάμεσο, γράφει, ούτε διάμεσος που δεν θα ήταν ταυτόχρονα κατά κάποιον τρόπο θύμα. Η θυσία πάντα σημαίνει την καταστροφή του αντικειμένου, διότι αυτό για το οποίο πρόκειται εδώ είναι ένας μείζων μετασχηματισμός. Για όσο καιρό ζει, το θυσιαστήριο σφάγιο παραμένει προσδεδεμένο στην κοσμική πραγματικότητα. Μέσω του θανάτου ‘εξαφανίζεται στο επέκεινα, στο αλλού’ και εφεξής ανήκει στην επικράτεια του ιερού. Ο άνθρωπος ακολουθεί μια παρόμοια τροχιά, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό εφόσον δεν μοιράζεται το θάνατο του θυσιάσματος. Αντιθέτως, αυτός επιστρέφει ανανεωμένος στο αρχικό σημείο. Διότι το νόημα της θυσίας έγκειται στο να αγγίζει κανείς το ιερό χωρίς να χάνεται μέσα του. Η μεσολάβηση του ζώου επιτρέπει την επαφή ανάμεσα σε δύο διαφορετικές οντολογικές σφαίρες που παραμένουν τέτοιες. Η θυσία θα διατηρούσε, σύμφωνα με μια τέτοια λογική, τον άνθρωπο σε μια ενδιάμεση περιοχή μεταξύ του θηρίου και του θεού, μεταξύ της διολίσθησης στο χάος αφενός και ενός ολικού κοινωνείν (total communion) με τον θεό αφετέρου. Αν κανείς εγκατέλειπε την ενδιάμεση περιοχή, που είναι επίσης εκείνη της πολιτικής και θρησκευτικής τάξης, δηλαδή αν δεσμευόταν στη θυσία μέχρι τέλους, γράφει ο Βερνάν, τότε θα έπρεπε να ακολουθήσει το σφάγιο στο θάνατο.[14]

Πριν φύγει για την Ελλάδα, ο Προττ έγραψε στο Βερολίνο μια μελέτη για τα Βουφόνια. Σε αυτήν δεν ενδιαφέρεται να ερμηνεύσει την εορτή και το μύθο της. Μέλημά του είναι να αποκαθάρει όσα μεταφέρουν οι πηγές από πιθανές μολύνσεις – το ρήμα contaminiren εμφανίζεται στο κείμενο τρεις φορές. Στο κλείσιμό του, εκτιμώντας πως ο Πορφύριος μεταφέρει μια αλλοιωμένη εκδοχή των πραγματικών συμβάντων, εικάζει πως ο Σώπατρος, εκείνος στο εσωτερικό του οποίου αντηχεί ήδη το όνομα Προττ, δεν θα είχε φονεύσει ζώο, αλλά άνθρωπο. Και πως αυτό για το οποίο θα επρόκειτο κατά βάθος εδώ, ήταν μια ανθρωποθυσία.[15]

5ο κεφάλαιο
Το ακατάπαυστο της αθέλητης σκέψης

Οι πρώτες επιστολές του Προττ στην πατρίδα του αντανακλούν τη χαρά με την οποία υποδέχεται όλα τα καινούργια που φέρνει στη ζωή του η Ελλάδα. Μια ευτυχής σύμπτωση του επιτρέπει να εμβαθύνει το ενδιαφέρον του για τα αθηναϊκά ιερά του Διόνυσου, καθώς τις μέρες εκείνες γίνονται οι ανασκαφές του Dörpfeld που αναδεικνύουν το θέατρο του Διόνυσου στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ο Προττ παρακολουθεί στενά τις εργασίες, όπως και κείνες στη βόρεια πλαγιά του Άρειου Πάγου, στις οποίες θα συμμετάσχει φέρνοντας στο φως το αρχαιότερο νεκροταφείο της Αθήνας. Στις 4 Οκτωβρίου 1897 γράφει για την καλοκαιρινή ατμόσφαιρα που αναδύουν ανθισμένες τριανταφυλλιές, πικροδάφνες και κυπαρίσσια. Η εργασία στην ύπαιθρο είναι ευεργετική· η επίπονη καταβύθιση στα χαρτιά του και τις επιγραφές που αντιγράφει για την Πρωσική Ακαδημία, αυτή που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, καθυστερεί λίγο ακόμα.

Ο Προττ θα φανεί ιδιαίτερα επιμελής στα διττά του καθήκοντα, παραμελώντας όμως έτσι τα δικά του ειδικά ενδιαφέροντα στην εργασία και τον βίο. Αυτά εκκρεμούν αδιαμόρφωτα, κάτι ουσιώδες στον Προττ θα έχασκε, για τον Σράντερ, χωρίς ρύθμιση και μορφή (Gestaltung). Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες μελέτες των χρόνων εκείνων, μεταξύ αυτών ο ‘Διόνυσος Καθηγεμών’, που θεωρείται από τον Σράντερ ως το καλύτερο κείμενο του Προττ.[16] Σε μια από κείνες τις μελέτες που αφορά τα ελευσίνια μυστήρια, ο Προττ πλησίασε για πρώτη φορά τα ερωτήματα που τον επιβάρυναν πέρα από τις δυνάμεις του, μας πληροφορεί ο Σράντερ. Η έλξη της Ελευσίνας θα σταθεί διαρκής και πολύπλευρη για τον Προττ. Σε μια επιστολή του Οκτωβρίου του 1898, η τοποθεσία της αναδύεται ως η ομορφότερη σχεδόν γωνιά της ελληνικής γης για κείνον, ίσως η αγαπημένη του ενγένει, προσθέτει. Εκεί μπορεί να ησυχάσει. Στην αινιγματική σιωπή της, γράφει ακόμα, βρίσκει ανακούφιση από την εντεινόμενη δυσφορία που φαίνεται να του προκαλεί το περιβάλλον του, από απογοητεύσεις και μεγάλες πικρίες, για τις οποίες πάντως δεν μαθαίνουμε περισσότερα. Το μόνο που προσθέτει εδώ ο Σράντερ είναι πως η ικανοποιητική εργασία και η ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή θα ήταν μια διαφυγή. Στον Προττ λείπουν όμως και τα δύο και μια νοσταλγία για την πατρίδα του κάνει ήδη την εμφάνισή της στις επιστολές. Δύο μεγαλύτερα ταξίδια στην τοποθεσία της αρχαίας Πριήνης, στις ακτές της Μικράς Ασίας, στα τέλη του 1898 και την αρχή της επόμενης χρονιάς, βοηθούν στη βελτίωση της διάθεσης. Απεναντίας δύο άλλα, στη Λακωνία το 1902 και το 1903, πάντα σε συνάφεια με τις επιγραφές, θα αποδειχθούν κουραστικά και λιγότερο ικανοποιητικά.

Η μικρασιατική κοιλάδα του Μαιάνδρου ήταν γι αυτόν μια αποκάλυψη. Κυρίως τον συνεπαίρνει η ‘υπέροχη γονιμότητα’ της γης, αλλά στις λέξεις που χρησιμοποιεί (fabelhafte Fruchtbarkeit) αντηχεί επιπλέον ο μύθος ως παραβολή κι αλληγορική διήγηση (Fabel). Ξαφνικά, του φαίνεται ως εάν να είχε μεταφέρει κανείς τον ήλιο, τη βλάστηση, τον αέρα της Ελλάδας στη Γερμανία. Νιώθει λοιπόν ξανά τον σύνδεσμό του με τη φύση, αυτόν που τόση σημασία είχε για κείνον στο παρελθόν. Όμως το ζήτημα είναι αλλού, σε ένα ιστορικό αίτημα που διαφαίνεται σε αυτές τις περιγραφές και όπου μας δηλώνεται κάτι βαθύτερο. Από ένα άλλο του ταξίδι την άνοιξη του 1900 στο Μυστρά μεταφέρει εντυπωσιασμένος μια εικόνα σε επιστολή του: ένα μεσαιωνικό κάστρο πάνω σε έναν ψηλό βράχο δίπλα στην οροσειρά του Ταΰγετου, κυρίως, όμως, μια πολιτεία που ιδρύθηκε από τους Φράγκους και κατοικήθηκε από Τούρκους κι Ενετούς, με παλάτια κι εκκλησίες και θαυμάσια θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα. Η παράλειψη μιας αναφοράς στους Βυζαντινούς εκπλήσσει λιγότερο από το συνειρμό που του προξενεί η θέα μιας πλήρως εγκαταλειμμένης πόλης: ‘αν δεν αντίκριζε κανείς με τα ίδια του τα μάτια μια τέτοια ξαφνική μετάβαση από την κλασσική αρχαιότητα στον ρομαντικό μεσαίωνα, θα την θεωρούσε αδύνατη’. Ήταν η ίδια μετάβαση για την οποία είχε κάνει λόγο δύο χρόνια νωρίτερα από τη Μικρά Ασία, ως εάν να προεκτεινόταν τώρα στην Ιστορία, κι επιπλέον να μετατοπιζόταν γεωγραφικά στο μαλακό υπογάστριο της αρχαίας Ελλάδας, ό,τι είχε προηγουμένως νιώσει για τη φύση και την άχρονη, μυθική της επικράτεια σε μια περιφέρεια. Η επίσκεψη και η ίδια η θέα των τόπων, προσθέτει στην ίδια επιστολή, προξενεί το αθέλητο αίσθημα (unwillkürliches Gefühl) ότι καταλαβαίνει κανείς λίγο καλύτερα ένα μέρος της ελληνικής Ιστορίας.

Ποιο άραγε, κατά βάθος; Διότι το ζήτημα δεν βρίσκεται πρωτίστως στην ίδια την Ελλάδα, ή στους Έλληνες. Δεν βρίσκεται, φυσικά, ούτε στους Οθωμανούς ή τους Ενετούς. Βρίσκεται στους Φράγκους και στον ρομαντικό μεσαίωνα, δηλαδή σε κείνη την ξαφνική κι αθέλητη στιγμή, όπου μια υπόγεια διάβαση ανοίγεται μεταξύ του ανιδίου και του ιδίου· όπου το ανίδιον δεν αποκαλύπτεται παρά ως μια συγκινητική επάνοδος στο ίδιον. Μέσα σε έναν τέτοιο αναπάντεχο διπλασιασμό του ιδίου αλλού, τούτο θα ανέκυπτε στην πραγματικότητα για πρώτη φορά ως ό,τι είναι: εκείνο που επιστρέφει. Όχι κάτι που απλώς είναι, δηλαδή, αλλά που κατορθώνει να είναι περνώντας μέσα από το αντίθετό του. Ως εάν το έτερο και ξένο, να μην ήταν εντέλει ξένο ούτε και έτερο, αλλά ανέκαθεν μια επιστροφή στο γνώριμο. Να ήταν για την ακρίβεια η εκπλήρωση ενός νόμου που θα είχε εφεξής μετατρέψει το γνώριμο και μάλιστα το καταγωγικό σε μια αναπάντεχη περιοχή στο εσωτερικό του άγνωστου.

Ας γυρίσουμε για μια στιγμή στον Σίλλερ. Όταν αναφερόταν στην τόλμη της ιδιοφυίας να αγνοεί τους κανόνες, τα ‘δεκανίκια της αδυναμίας’, και στο χάρισμα να αισθάνεται οικεία έξω από τα γνωστά της πράγματα διευρύνοντας έτσι τη φύση χωρίς να βγαίνει από τα όριά της, όπως διαβάζουμε, ο Σίλλερ δεν διατύπωνε μόνο τη διαλεκτική της εξαίρεσης που ξαναβρίσκουμε πια στα ταξίδια του Προττ.[17] Κυρίως επιτρέπει να αντιληφθεί κανείς ότι τα ταξίδια εκείνα ήταν η οργανική προέκταση στον χώρο της ίδιας διαλεκτικής λογικής που καθόρισε την ενασχόληση του Προττ με τις επιγραφές: ένα έργο που προχωρά αναζητώντας την ενότητα μέσα στα θραύσματα – τον εαυτό μέσα στην απώλεια. Μόνο εκεί, μόνο έτσι. Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, ο Προττ ξεδίπλωνε σωματικά αυτό το πνευματικό έργο, αυτήν τη μια και ενιαία κίνησή του.

Τα μοτίβα αυτά δεν είναι διόλου ξένα σε άλλα κείμενα Γερμανών περιηγητών κυρίως του 19ου αιώνα. Σε ένα από τα κρισιμότερα δείγματά τους, ο Φαλμεράγιερ περιγράφει, περίπου μισό αιώνα πριν από τον Προττ, με τον ίδιο ενθουσιασμό το ορεινό παρευξείνιο τοπίο. Εκεί θα βρισκόταν σε μια ‘αμάραντη Ζώνη’, μια υπέροχη Ζώνη (fabelhafte Zone), που θα λειτουργούσε σαν ‘μαγικός καθρέφτης’.[18] Θα επέτρεπε σε κάποιον να διαφύγει τις πικρίες του ιστορικού παρόντος, αυτά ακριβώς είναι τα λόγια του Φαλμεράγιερ, και να ξαναβρεί τον χαμένο Παράδεισο, θαυμάζοντας πως γίνεται να ξαναβρίσκει κανείς ειδικά εδώ, ‘στην άκρη του κόσμου’, τις πιο μύχιες εικόνες της πατρίδας του και μάλιστα των παιδικών αναμνήσεων από αυτήν.[19]

Ωστόσο αυτή είναι μόνο η μια όψη του κειμένου. Όταν ο Φαλμεράγιερ ανεβεί στην Ακρόπολη της Τραπεζούντας, σε άλλο ένα κάστρο που στέκεται πάνω σε έναν ψηλό βράχο, καταρχάς θα εκπλαγεί από τη ζοφερή όψη του εγκαταλειμμένου χώρου. Θα ξανασκεφτεί τότε μια κατεστραμμένη πόλη κι έναν χαμένο πολιτισμό που κάποτε άκμαζαν εκεί. Και κατόπιν θα νιώσει κι αυτός χωρίς να το θέλει (unwillkürlich), όπως αργότερα ο Προττ, μια ιστορική συναστρία. Αλλά τώρα τα πρόσημα αντιστρέφονται. Ο έρημος χώρος της παρευξείνιας Ακρόπολης και η θέα μέσα από τα ερειπωμένα παράθυρά της προς το απέραντο κενό μπροστά του εγείρει στον Φαλμεράγιερ τη σκέψη πως η ιστορική αλήθεια της δεν είναι εντέλει άλλη από εκείνη της ‘νέας γερμανικής Αθήνας’ του Όθωνα.[20] Το θραύσμα ενός πύργου (Schloßfragment) υποδηλώνει τότε πως, αν η νεότερη Ελλάδα είναι πράγματι το πεδίο μιας κρυμμένης μνήμης του ιδίου, τότε αυτή δεν αφορά παρά έναν μαγικό καθρέφτη που γίνεται θρύψαλα σαν σε ακόμα μια Zersplitterung. Μια άλλη έρημη Ακρόπολη, παράδοξα νεοελληνική, όχι πια στο κέντρο της πόλης αλλά πέρα από τα σύνορά της, πέρα από κάθε σύνορο σχεδόν, αυτή η άλλη Ακρόπολη, θραύσμα λοιπόν ενός χαμένου κόσμου, ενός που θα ήταν πάντοτε ήδη χαμένος, δεν ανακαλεί πια τη δυνατότητα απορρόφησης του κενού κι επανένταξής του σε έναν μυθικό κύκλο, δεν κινητοποιεί τελετές αρχαίες ή άλλες, νεότερες. Μόνο φέρνει στο παρόν μια Ιστορία που χάσκει ξανά και ξανά σε ένα αδιανόητο σημείο.

Το 1900 φαίνεται πως σηματοδότησε μια καμπή στην εσωτερική ζωή του Προττ. Στα τέλη της χρονιάς χάνει έναν έμπιστο φίλο και συνάδελφο στην Αθήνα, τον Αυστριακό Βόλφγκανγκ Ράιχελ, γεγονός που αφήνει έκτοτε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Η οικία του Ράιχελ και της συζύγου του είχε υπάρξει ένα καταφύγιο γι αυτόν και ο Προττ το στερείται σε μια κρίσιμη εποχή όπου τα βάρη αυξάνονται. Αναλαμβάνει χρέη εφόρου στο Ινστιτούτο, ενώ η εργασία του στη συλλογή και την αντιγραφή αττικών επιγραφών που μέχρι τότε παρέμεναν ‘ακατανόητα θραύσματα’ προοδεύει τόσο, ώστε το φθινόπωρο του 1902 ο Βιλαμόβιτς του αναθέτει την επιμέλεια μιας νέας έκδοσής τους.[21]

Όταν νωρίτερα ο Σράντερ τον ξανασυναντά μετά τα φοιτητικά τους χρόνια το 1901, τον βρίσκει ήδη κατάκοπο και νευρικό. Κάποια ταξίδια βοηθούν ξανά: ένα στην Κρήτη στα τέλη της χρονιάς, που το περίμενε καιρό· ένα δεύτερο στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές της επόμενης, που τον εντυπωσιάζει όσο και τον Φαλμεράγιερ νωρίτερα· κυρίως, όμως, ένα τρίτο το καλοκαίρι του 1902 στα πάτρια εδάφη και την οικογένειά του. Η αδελφή του θα γράψει αργότερα για κείνες τις μέρες, τις τελευταίες που πέρασαν μαζί, πως οι άσχημες εμπειρίες των τελευταίων χρόνων και η επίδρασή τους στον αδελφό της έμοιαζαν να ανήκουν στο παρελθόν. Χωρίς, και πάλι, να μαθαίνουμε την ακριβή φύση αυτών των εμπειριών, βλέπουμε πάντως τον Προττ να έχει ξαναβρεί το κέφι του, όπως και την παιδικότητά του, εκείνα τα αξιαγάπητα, φωτεινά χαρακτηριστικά που θυμίζουν τις αναμνήσεις του πατέρα του από τα παιδικά του χρόνια. Ήταν μια μικρή, τελευταία αναλαμπή.

Η υγεία του Προττ είναι στην πραγματικότητα ήδη βαθιά κλονισμένη, γράφει ο Σράντερ. Επιστρέφοντας από τη Γερμανία, η εργασία του στους μήνες που ακολουθούν τον οδηγούν, συνεχίζω να διαβάζω στον Σράντερ, σε συμπεράσματα που δοκιμάζουν τις αντοχές του. Νέα ταξίδια στο εσωτερικό της Ελλάδας, που θα μπορούσαν να ανανεώσουν τις δυνάμεις του, φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα. Το χειρότερο ήταν πως κανείς δεν αντιλαμβάνεται την υπερκόπωση και την επιδείνωση της κατάστασής του, λέει ο Σράντερ, ούτε καν ο ίδιος ο Προττ, που αντιθέτως αισθάνεται μάλλον καλύτερα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Μισόλογα, πιθανώς εκ των υστέρων υποθέσεις του Σράντερ, πάντως κάποια διαβρωτική διεργασία συνεχίζει υπογείως τον δρόμο της. Ο αναγνώστης θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι μια δημοσίευση του 1980, ώστε να δει ένα κρίσιμο, επιπρόσθετο φως να πέφτει πάνω σε αυτή τη θολή εικόνα.[22]

            Σε ένα ταξίδι στη Θεσσαλία τον Δεκέμβριο του 1902, ο Προττ θα συναντήσει ξανά, για τελευταία φορά, τη σύμπτωση των δύο κόσμων, την οποία μοιάζει στο μεταξύ να αναζητά ολοένα περισσότερο. Εκεί του φαίνεται πως ξεκινά σχεδόν ο Βορράς, γράφει, και η εντύπωση αυτής της άλλης Ελλάδας, μεγαλοπρεπέστερης και σκοτεινότερης, βυθισμένης σε ένα χειμερινό τοπίο, ένας Νότος στον Βορρά, ή ένας Βορράς στο Νότο, σύμπτωση των τόπων και ιδίως των χρόνων, τον ικανοποιεί βαθιά. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στις έξι εβδομάδες που θα ταξιδέψει, αυτή τη φορά μόνος, την άνοιξη της τελευταίας χρονιάς στη Λακωνία: οι αντιθέσεις των δύο κόσμων προβάλλουν πια στη μέγιστη και ανυπέρβλητη έντασή τους. Στο Γύθειο περνάει μια μέρα αποπνικτικά ζεστή, με άπνοια, ενώ την ίδια νύχτα μένει σε κάποιο άθλιο ξενοδοχείο ξάγρυπνος από την εύθυμη φασαρία των γειτόνων του. Άραγε θα προλάβει τη νύχτα της αυτοκτονίας να ακούσει μια παρόμοια φασαρία γύρω του; Και θα σκεφτεί τότε, μια τέτοια στιγμή, εκείνη τη μοναχική και αποπνικτική μέρα στο Γύθειο;

Μπορεί, ωστόσο, να αναποδογυρίσει κανείς αυτή την εικόνα. Αντιστρέφοντας τη φορά του χρόνου, μπορεί να φανταστεί τον Προττ να νιώθει, μέσα στην ασφυξία της μέρας και της νύχτας στο Γύθειο, πως είχε ξαφνικά βρεθεί σε μια συναστρία με το ίδιο του το τέλος, είχε αφιχθεί σε μια σκηνή που το προοιώνιζε. Να φανταστεί πως στο νότιο άκρο της χώρας, στο τέρμα του ταξιδιού στα βάθη της Ελλάδας, στο τελευταίο σημείο της διαδρομής του λοιπόν, ο Προττ θα είχε φτάσει σε ένα αποκαλυπτικό αδιέξοδο. Ένα που, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θα το αναγνώριζε φευγαλέα ως οριστικό. Ως εάν προορισμός κι αδιέξοδο να συνέπιπταν πια και η μοίρα ενός υπερευαίσθητου, χαριτωμένου παιδιού, που είχε κάποτε ονειρευτεί ωραία τοπία στο φωτεινό Νότο, να επισφραγιζόταν με έναν μοναχικό θάνατο στην καρδιά του σκότους.

Το χάσμα των δύο κόσμων και οι ματαιώσεις αναδύονται σε μια διαφορετική παραλλαγή τους όταν, στο κλείσιμο του ταξιδιού του, φιλοξενείται για λίγες μέρες στο σπίτι ενός Έλληνα φίλου κοντά στη θάλασσα, πιθανότατα του Δημήτρη Καλαποθάκη, ιδρυτή του Εμπρός. Ένα ελαιοτριβείο δίπλα στο σπίτι προξενεί τον θαυμασμό του Προττ εξίσου με τα αποτελέσματα που έχει στον ντόπιο πληθυσμό η εισαγωγή των ευρωπαϊκών ηθών, της ευρωπαϊκής καθαριότητας κι ακρίβειας, γράφει συγκεκριμένα. Τα μισά σπίτια ενός κοντινού χωριού έχουν οργανωθεί ως καταστήματα επίσης, ένας ευρωπαϊκός αέρας πνέει σε αυτή την απόμερη γωνιά της Ελλάδας κι ο Προττ χαίρεται που θα επιστρέψει στην Αθήνα με αυτόν τον αέρα να τον συνοδεύει. Περνάει λίγες εβδομάδες φιλοξενούμενος του Σράντερ στην Κηφισιά, ύστερα, όμως, τον απορροφά ξανά η εργασία του και ό,τι αυτή φέρει εντός της. Από μέρα σε μέρα όλο και περισσότερο.

Στο σημείο αυτό του κειμένου του, ο Σράντερ διακόπτει την αφήγηση. Για τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του Προττ θα μεταφέρει, στις τρεις σελίδες που απομένουν, όσα έγραφε ήδη στη νεκρολογία αμέσως μετά το θάνατο του φίλου και συναδέλφου του. Εκεί θα προσπαθήσει να εξηγήσει πως οι εργασίες της περιόδου αυτής κλόνισαν ‘όλη του την ύπαρξη’ φτάνοντας τελικά, λέει ο Σράντερ, να τον καταστρέψουν.

Όλα θα ξεκινούσαν και θα τέλειωναν για τον Προττ σε μια επιστημονική αυστηρότητα που απεχθανόταν τις αυθαίρετες υποθέσεις – τη μόλυνση, την οποία συναντήσαμε νωρίτερα στο κείμενό του για τα Βουφόνια. Από τις επιγραφές που μελέτησε στο τελευταίο του ταξίδι στη Λακωνία, ο Προττ συνήγαγε το συμπέρασμα, που εκκρεμούσε βέβαια να υποστηριχθεί, ότι στους πρόποδες του Ταΰγετου βρισκόταν το καταγωγικό ιερό των Ελευσίνιων θεών. Από όσα γράφει ο Σράντερ σχηματίζει κανείς την εντύπωση πως η ιδέα αυτή άρχισε να παίρνει για τον Προττ τα χαρακτηριστικά μιας εμμονής. Ένα δίκτυο στοιχείων και συσχετισμών θα διαλυόταν θεωρητικά σε στοιχειώδη υλικά, διαβάζουμε. Δίκτυο τεράστιο, αλλά επίσης φρικτό, ανατριχιαστικό, τερατώδες – ungeheure Netzwerk, είναι η φράση του Σράντερ και ας την κρατήσουμε. Η κεντρική έννοια γύρω από την οποία θα αρθρωνόταν ένα τέτοιο δίκτυο είναι η Μήτηρ, σε αυτήν έβλεπε ο Προττ να οδηγούν όλα τα νήματα της αρχαίας θρησκείας. Ενθουσιασμένος, παρουσιάζει στον Σράντερ τις εικασίες του ελπίζοντας να ανακοινώσει στον Βιλαμόβιτς, που θα ερχόταν σύντομα στην Αθήνα, τα επείγοντα ευρήματά του. Τα είχε όλα σκεφτεί, τη μορφή του έργου, την ημερομηνία ολοκλήρωσής του, την αφιέρωση σε έναν παλαιό του δάσκαλο. Όλα υπό το επιδοκιμαστικό βλέμμα της αυθεντίας του Βιλαμόβιτς.

Ο Σράντερ ήταν πάντως βέβαιος, όπως μας ενημερώνει, ότι οι υποθέσεις του Προττ θα άντεχαν σε έναν πιο νηφάλιο, συστηματικό έλεγχο. Και θεωρούσε τα κατάλοιπά του σαν μια παρακαταθήκη που άξιζε κάθε προσπάθεια να κοινοποιηθεί άμεσα. Σε αυτήν θα συγκαταλέγονταν όχι μόνο διεξοδικές αναλύσεις, αλλά και σημειώματα, όλα με τα μικρά γράμματα και την φροντισμένη εκφραστική του Προττ, όπως και καταγραφές για τις διακυμάνσεις της σωματικής και πνευματικής του κατάστασης. Μιας που τις μέρες αυτές πάντως, του τελευταίου διαστήματος της ζωής του, θα είναι ενίοτε πολύ ευτυχισμένη, όπως δεν παραλείπει να σημειώσει ο Προττ. Από αυτές τις αλλιώτικες ημερολογιακές καταγραφές, ο Σράντερ μεταφέρει, πλην της προηγούμενης φράσης, μόνο το κλείσιμό τους. Ένα κλείσιμο που, όπως παρατηρεί, έχει έναν τόνο σχεδόν απολογητικό: ‘Το βιβλίο θα γινόταν καλό. Ίσως κάποιος άλλος σταθεί πιο τυχερός’. Απέναντι σε ποιον θα απολογούνταν εδώ άραγε ο Προττ; Ενοχές που θα ήταν, πάντως, περιττές, αν έκρινε κανείς τα πράγματα με μέτρο την ιστορική επιστήμη και τον βαθμό στον οποίο οι υποθέσεις του Προττ θα είχαν, ή όχι, υπάρξει καθοριστικές για την μετέπειτα πορεία της. Τόσο αυτός όσο και οι ιδέες του δεν άργησαν να ξεχαστούν.

Όμως δεν ήταν μόνο οι υποθέσεις της μυθολογίας που έφεραν τον Προττ στο σημείο μιας αφόρητης έντασης, γράφει ο Σράντερ. Κάτι ακόμα θα είχε συντείνει σε κείνη και αυτό θα συνδεόταν με τη φιλοσοφία. Κάπως αναπάντεχα, ο Σράντερ φωτίζει το ζήτημα του Προττ αλλιώς. Αφού αναφερθεί σε καθοριστικά διαβάσματα που θα τον είχαν συνοδεύσει για καιρό, τον Καντ ξανά, τον Σοπενχάουερ, τον Νίτσε, ο Σράντερ θεωρεί πως στην καταγωγή της αρχαίας θρησκείας ο Προττ θα είχε βρει μια αλήθεια που έριχνε στα πράγματα ένα φως ‘σχεδόν τρομερό’, furchtbar. Σαν την ίδια την αυτοκτονία του Προττ δηλαδή, για την οποία ο Σράντερ θα χρησιμοποιήσει σε λίγο την ίδια λέξη. Ως εάν κάποιος παράδοξος δεσμός να συνέδεε εσωτερικά την αυτοκτονία με το φως που αποκάλυπτε τα πράγματα κι επέτρεπε σε έναν κόσμο να υπάρχει για τον Προττ ως τέτοιος. Θα είχε μάλιστα υπάρξει μια ορισμένη στιγμή σύνθεσης εντός του όλων των σκέψεων και των εμπειριών του, σύνθεση καθολική – αλλά επίσης, ξανά μια αντανάκλαση, φρικτή, eine ungeheure Synthese. Το δίκτυο των θρυμματισμένων επιγραφών και των ιστορικών συσχετισμών στους οποίους αυτές οδηγούσαν τις έρευνες, μια συνοχή που θα ήταν ταυτόχρονα τερατώδης, απόξενη και μεταιχμιακή, έμοιαζε να παίρνει τώρα σωματική υπόσταση στον Προττ. Το σώμα του είχε πλέον αρχίσει, στις λεκτικές εικόνες του Σράντερ ή σε όσα γλιστράνε λαθραία μέσα σε αυτές, να γίνεται σκηνή μιας διανοητικής αλήθειας. Διότι στα τέλη του Αυγούστου του 1903, λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία, του συνέβη κάτι που ο ίδιος ο Προττ περιέγραψε σαν βύθισή του μέσα στο ακατάπαυστο μιας αθέλητης σκέψης, κάτι τόσο ανεξέλεγκτο όπως ένας σωματικός πόνος. Σκέφτηκε ότι ήταν τα προεόρτια ενός εγκεφαλικού, όπως έχει σημειώσει εκεί από όπου αντλεί ο Σράντερ όσα μας μεταφέρει. Τις επόμενες μέρες θα τον είχε φροντίσει ένας φίλος, Έλληνας, Γεώργιος Σωτηριάδης. Ήταν πια εξαντλημένος κι ένιωθε ότι τον πλησιάζει η τρέλα.

Τα επόμενα είναι των ωρών, των τελευταίων και των πρώτων. Ο Σράντερ περίμενε τον Προττ σε ένα κυριακάτικο γεύμα στην Κηφισιά, όπου ποτέ δεν εμφανίστηκε. Αργά το μεσημέρι πια κάλεσαν τον Σράντερ από το Ινστιτούτο, και λίγο αργότερα αυτός βρήκε εκεί τον Προττ. Με δύο πιστόλια και, μαζί, δύο επιστολές, προς αυτόν και έναν ακόμα συνάδελφο, δύο πρόσωπα που είχαν την έγνοια του Προττ μολονότι εκείνος τους απέφευγε πια. Κατόπιν, στο κλείσιμο του κειμένου, η αφήγηση του Σράντερ για τους πυροβολισμούς, χωρίς να την συνοδεύουν δικά του σχόλια, και για τον αποχαιρετισμό εν μέσω βιβλίων.


[1] Ευχαριστώ τον Σαμσών Ρακά και τη Χριστίνα Κατσάρη για τη συνεργασία μας στο πλαίσιο εκείνης της έκθεσης και για τα πρώτα ίχνη της περίπτωσης φον Προττ που μοιράστηκαν μαζί μου.

[2] Hans Schrader, Hans von Prott (Sonderabdruck aus dem biographischen Jahrbuch für Altertumskunde, 1905). Στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ μπορεί κανείς να εντοπίσει το κείμενο του Σράντερ με τη σήμανση: Αποθήκη, Φ. 9941.

[3] Friedrich Nietzsche, Ιστορία και ζωή (Αθήνα: Γνώση, 2010, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος), σ. 17-19.

[4] Φρήντριχ Σίλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως (Αθήνα: Στιγμή, 1985, μτφρ. Π. Κονδύλης), σ. 7.

[5] Ό.π., σσ. 12, 30, 106.

[6] Βλ., μεταξύ άλλων, Walter Burkert, Homo Necans. Interpretationen altgriechischer Opferritten und Mythen (Βερολίνο/Νέα Υόρκη: Walter de Gruyter, 1997), σ. 153-168 [Homo Necans. Ανθρωπολογική προσέγγιση στη θυσιαστήρια τελετουργία και τους μύθους της Αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2011, μτφρ. Β. Λιαπής), σ. 255-269]· Jean-Pierre Vernant, ‘A general theory of sacrifice and the slaying of the victim in the Greek thusia’, Mortals and immortals. Collected essays (Πρίνστον: Princeton University Press, 1991, μτφρ./επιμ. F. I. Zeitlin), σ. 290-301· Marilyn A. Katz, ‘Buphonia and goring ox: homicide, animal sacrifice and judicial process’, Ralph Μ. Rosen, Joseph Farrell (επιμ.), Nomodeiktes: Greek studies in honor of Martin Ostwald (Ανν Άρμπορ: The University of Michigan Press, 1993), σ. 155-178· H. W. Parke, Festivals of the Athenians (Λονδίνο: Thames and Hudson, 1977), σ. 162-167.

[7] Για τον όσιο Ιάκωβο, ‘ασκητή εκπεσόντα’, όπως γράφεται, βλ. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού (Αθήνα: Δόμος, 2005), τόμος ΙΙ, σ. 160-161. Μια ανάγνωση αυτής της ιστορίας έχω συμπεριλάβει στο δοκίμιο ‘Οι ασθένειες δεν σέβονται τα σύνορα’, Σύναξη, 135 (2015), σ. 63-73.

[8] Για την δικαιική έννοια του postliminium και τη σχέση της με την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, βλ. ιδιαίτερα Carl Schmitt, Der Nomos der Erde im Völkerrecht des Jus Publicum Europaeum (Βερολίνο: Duncker & Humblot, 1997), σ. 175-180.

[9] Vernant, ό.π., ιδίως σ. 297-301.

[10] Η εναρκτήρια φράση από τον Λεβιάθαν του Χομπς συνηχεί εδώ απρόσμενα: ‘Τη φύση (ήτοι την τέχνη με την οποία ο Θεός έφτιαξε και κυβερνά τον κόσμο) η τέχνη του ανθρώπου τη μιμείται, όπως σε πολλά άλλα πράγματα, έτσι και ως προς το ότι μπορεί να κατασκευάσει ένα τεχνητό ζώο’· λίγες αράδες πιο κάτω, άλλη μια φράση, εξίσου διάσημη: ‘Πράγματι, με την τέχνη δημιουργήθηκε αυτός ο μέγας Λεβιάθαν, ο αποκαλούμενος πολιτική κοινότητα ή κράτος, στα λατινικά civitas, που άλλο δεν είναι παρά τεχνητός άνθρωπος’, (Αθήνα: Γνώση, 1989, μτφρ. Γ. Πασχαλίδης, Αιμ. Μεταξόπουλος), τόμος Ι, σ. 77. Ένα ζώο που μπορεί να ανακατασκευάσει τον εαυτό του ως αυτόματο, παράγοντας ακριβώς έτσι κοινή ζωή – ιδού μια παράδοξη μίμηση του Θεού, που συνιστά εδώ τον άνθρωπο.

[11] Burkert, ό.π., σ. 160.

[12] Ό.π., σ. 160-161.

[13] Ό.π., σ. 161-168. Πρβλ. επίσης Burkert, Griechische Religion der archaischen und klassischen Epoche (Στουτγκάρδη: Kohlhammer, 2011), σ. 150-154.

[14] Vernant, ό.π., σσ. 291-293, 298 κ.ε.

[15] Hans von Prott, ‘Buphonien’, Rheinisches Museum für Philologie, 52 (1897), σ. 187-204, εδώ 202 κ.ε. Ας σημειωθεί πως η εργασία του Προττ (αυτή, όπως και αρκετές άλλες άλλωστε) εξακολουθεί να παραπέμπεται σήμερα. Έτσι εμφανίζεται, για παράδειγμα, ήδη δύο φορές στις σχετικές υποσημειώσεις του Μπούρκερτ, αν και συνοδευμένη από την υπόμνηση των άστοχων υποθέσεών του.

[16] Το κείμενο αυτό, μαζί με άλλα τρία του Προττ, περιλαμβάνεται στον 27ο τόμο των Mitteilungen des kaiserlich deutschen archaeologischen Instituts. Athenische Abteilung (Αθήνα: Beck und Barth, 1902).

[17] Σίλλερ, ό.π., σ. 24-25.

[18] Jacob Philipp Fallmerayer, Fragmente aus dem Orient. Erster und zweiter Band (Μπολτσάνο: Edition Raetia, 2013), σσ. 89, 134, 157.

[19] Ό.π., σσ. 80, 88, 111, 156.

[20] Ό.π., σ. 66.

[21] Υλικό αυτής της εργασίας υπάρχει στα κείμενα του μνημονευμένου τόμου του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.

[22] C.V. Bock, C.M. Stibbe, ‘Stefan George und die Göttervision des Archäologen Hans von Prott’, Castrum Peregrini, 145, σ. 5-34. Σε αυτή τη δημοσίευση θα επανέλθω στο επόμενο μέρος.

Κύλιση στην κορυφή