Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκος

Κώστας Ιωάννου

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς ως δημόσιος διανοούμενος: παρεμβάσεις αντι-μνήμης ενάντια στο κυρίαρχο μνημονικό καθεστώς του Εμφυλίου τις δεκαετίες 1950 και 1980

Εισαγωγικά

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να προσεγγίσει τον Αλέξανδρο Κοτζιά ως δημόσιο-παρεμβατικό διανοούμενο. Επικεντρώνεται σε δύο διαφορετικά ιστορικά περικείμενα, αυτό της πρώιμης μετεμφυλιακής περιόδου και εκείνο της δεκαετίας του ’80, όπου ο συγγραφέας παρεμβαίνει με την Πολιορκία (1953) και τον Ιαγουάρο (1987), έργα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, προκειμένου να διαρρήξει το άμεσα ή έμμεσα κυρίαρχο μνημονικό καθεστώς, προβάλλοντας αποχρώσεις οι οποίες συγκαλύπτονται ή αποσιωπώνται.

Υποστηρίζει ότι ο Κοτζιάς επιτελεί ένα είδος αντι-μνήμης τη μεταπολεμική περίοδο προκειμένου να αποφευχθεί η συλλογική λήθη, στεκόμενος παράλληλα κριτικά απέναντι στις αντιμαχόμενες ιδεολογίες στο ψυχροπολεμικό-μεταπολεμικό πλαίσιο. Επιπλέον, η πρόσληψη των προαναφερθέντων έργων συναρτάται από τις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες κάθε φορά. Παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο περιόδους παρέμβασης, τη δεκαετία του 1950 και αυτή του 1980, ο Κοτζιάς παρουσιάζεται απόλυτα συνεπής με τον ρόλο του. Εντός της ελληνικής εκδοχής του Ψυχρού Πολέμου επιτελεί την παρέμβασή του στο δημόσιο πεδίο όχι βέβαια με όρους πολιτικής συμμετρίας, μα διεγείροντας υποκείμενες μνήμες, συχνά δυσάρεστες και ενίοτε άρρητες. Εναντιώνεται στις ιστορικές στρεβλώσεις που νομοτελειακά διακρατούν τη μνήμη, επιτελώντας τον ρόλο του διανοούμενου όχι ως πολιτικού απολογητή, αλλά ως δημόσιου προσώπου που οφείλει να παρεμβαίνει στα ιστορικά ορόσημα διατηρώντας μια στάση ιδιοσυγκρασιακά «αντιεξουσιαστική».

Η μελέτη οργανώνεται ως εξής: προτάσσεται ένα θεωρητικό μέρος το οποίο αξιοποιεί τις διαισθήσεις προσεγγίσεων που επισημαίνουν την ομολογία λογοτεχνίας-ιστορίας και νομιμοποιούν τη μελέτη της λογοτεχνίας (και) ως ιστορικής μαρτυρίας, καθώς και στοιχεία από το πεδίο της ιστορικής κοινωνιολογίας των διανοουμένων. Στη συνέχεια αποτυπώνεται αδρά το ιστορικό περίγραμμα της εποχής. Ακολουθεί ένα βιογραφικό πλαίσιο του συγγραφέα που επικυρώνει την προσέγγισή του ως δημόσιου-παρεμβατικού διανοούμενου, έπεται η ανάλυση των δύο έργων και της κριτικής τους πρόσληψης στη συγχρονία στη βάση του κεντρικού της επιχειρήματος και ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των συμπερασμάτων της. Καθ’ όλη την ανάλυση αξιοποιείται υλικό από συνεντεύξεις και κείμενα του Αλέξανδρου Κοτζιά που επικεντρώνονται στην αυτοεικόνα του και τον αυτοπροσδιορισμό του ως δημόσιου διανοουμένου, θέση που μέχρι ενός σημείου δεν έχει επισημανθεί από την κριτική, αξιοποιώντας και τη διαίσθηση του Zygmunt Bauman ότι στην περίπτωση των διανοουμένων «κάθε ορισμός είναι αυτοπροσδιορισμός»[1] που διευκολύνει την προσέγγιση του Κοτζιά πέραν σχηματοποιήσεων και κατηγοριοποιήσεων.

Επιτελώντας τη μνήμη

Οι θέσεις των Heyden White, Paul Ricouer και Georg Iggers αποτελούν το σημείο εκκίνησης για τη μελέτη της διαλεκτικής σχέσης ιστορικού και μυθοπλαστικού κόσμου. Ο White υπερθεματίζει ότι η Ιστορία είναι λογοθετικά οριοθετημένη με τον ιστορικό λόγο να συγκροτείται σε αφήγημα, με το τελευταίο να επιδέχεται μια τροπικότητα ερμηνειών. Εκλαμβάνοντας ως αρχή ότι η αφηγηματικότητα αποτελεί αναγκαία συνθήκη της αναπαράστασης των συμβάντων,  αποδέχεται κοινές αφηγηματικές δομές μεταξύ ιστοριογραφίας και μυθοπλασίας,[2] καταλύοντας, σύμφωνα με τον Ricoeur, με αυτή τη συλλογιστική τα όρια μεταξύ τους, γεγονός που δεν βρίσκει σύμφωνο τον τελευταίο. Βέβαια, ο τελευταίος δεν τοποθετείται στον αντίποδα, αφού δεν εκλαμβάνει τη γλώσσα του ιστορικού ως διάφανη, ενώ και για τη Λογοτεχνία υποστηρίζει ότι δεν συστέλλεται μόνο στο μυθοπλαστικό της σύμπαν.[3] Ο Ricoeur αν και αποδίδει διακριτό ρόλο στην Ιστορία και τη Λογοτεχνία, αναγνωρίζει το πεδίο της αφήγησης και της πλοκής ως σημείο τομής τους.[4] Επιστρέφοντας στον White και δικαιώνοντάς τον εν μέρει, η σχέση μεταϊστορικής και καθαυτής ιστορικής προσέγγισης είναι επομένως εκ των ων ουκ άνευ, μια και η τροπικότητα των ιστορικών ερμηνειών της πρώτης με την πρόθεση αναπαράστασης και ορθής ανασυγκρότησης ενός ιστορικού θραύσματος της δεύτερης, αποτελούν μια αναγκαία και επιθυμητή συνάρθρωση.[5] Χρήσιμη για την οριοθέτηση των ως άνω η συλλογιστική του Iggers που αναδεικνύει τη διαλεκτική διαμόρφωση γλωσσικών και κοινωνικών συνιστωσών, συγκεράζοντας τη γλωσσοκεντρική προσέγγιση ότι η Ιστορία ως έννοια αποτελεί μια κατασκευή που συγκροτείται γλωσσικά με την υπαρξιακή ανάγκη της ιστορικής γραφής να απεικονίσει ένα υπαρκτό παρελθόν.[6]

Αναγκαία για την ανάλυση του έργου του Κοτζιά η σκέψη του Skinner, έρεισμα της οποίας αποτελεί η διάκριση νοήματος και προθετικότητας, με αποτέλεσμα να μην επιχειρείται εφελκυσμός του νοήματος των υπό εξέταση έργων και λόγων, αλλά της συγγραφικής πρόθεσης,[7] καθώς ένα λογοτεχνικό έργο συνιστά μια σκοπούμενη πράξη επικοινωνίας.[8] Επιπλέον, αναδύεται η περιγραφή της συνθήκης υπό την οποία εκδηλώνεται η πρόθεση αυτή,[9] μια και τα κείμενα ως ενεργήματα δεν προκύπτουν σε νεκρό ιστορικό χρόνο, επομένως η σύλληψη των προθέσεων προκύπτει μέσα από τη διαλεκτική σχέση των ενεργημάτων-επιτελέσεων και του κοινωνικού περικειμένου. Εν τέλει, δεν διερευνάται το αληθές των ενεργημάτων, αλλά οι συνάψεις που προκύπτουν στο δημόσιο πεδίο.[10]

Η προσέγγιση της επιτέλεσης του Κοτζιά ως δημόσιου-παρεμβατικού διανοούμενου βασίζεται στη θεωρία του Pels για την τριαδική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του δυαδικού κυριάρχου συστήματος και ενός τρίτου παράγοντα, ενός οικείου ξένου, του διανοούμενου, ο οποίος αρνούμενος την προσκόλληση του στο κυρίαρχο δίπολο καθίσταται «ανέστιος», ωστόσο αυτόνομος. Απαραίτητη διευκρίνιση ότι η «ανεστιότητα»-«αποξένωση» δεν απορρέει από έναν ιδιότυπο αναχωρητισμό, μα από τις συνθήκες που δημιουργούνται στο περιβάλλον δράσης του. Όντας κοινωνικά γειωμένος, συγκροτεί τη στάση του στο φάσμα ταλάντωσης ενός εκκρεμούς μεταξύ εγγύτητας και απόστασης από το δίπολο αυτό. Ο διανοούμενος, ο συγγραφέας στην περίπτωσή μας, οδηγείται στην «αποξένωση», καθώς καλείται να αναπαραστήσει τη στάση-θέση του αυτή. Η αναπαράσταση αυτή αποτελεί επιτέλεση δομημένη από συγκεκριμένα ιστορικά υλικά.[11]

Ωφέλιμη στην παρούσα εργασία, η θεωρία του πεδίου του Bourdieu, σύμφωνα με την οποία το πεδίο της εξουσίας εμβολίζει το αντίστοιχο λογοτεχνικό, ωστόσο αυτό διατηρεί μια μορφή αυτονομίας, καθώς οι εκπρόσωποί του, οι συγγραφείς, οι διανοούμενοι γενικότερα, αποτελούν κλάσμα της κυρίαρχης τάξης, μια και κατέχουν κρίσιμο πολιτισμικό κεφάλαιο. Η αυτονομία του πεδίου συναρτάται άμεσα με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, μοιραία και οι ισορροπίες εντός του, καθώς και ο ρόλος που ανατίθεται κάθε φορά στον διανοούμενο.[12]

Καταλήγοντας, η σύγκραση Λογοτεχνίας και Ιστορίας, αλλά και η συγγραφική πρόθεση παρέμβασης ενσαρκώνονται στον κοινωνικά έρριζο συγγραφέα, ο οποίος αποτυπώνει την ιστορική συγκυρία ως βίωμα, καταθέτοντας έτσι μια αποσιωπημένη από τους κυρίαρχους δρώντες εκδοχή, τη μαρτυρία μιας εποχής, η οποία διεγείρει μνήμες συχνά δυσάρεστες και ενίοτε καταστατικά αποκλεισμένες με θεσμικό ή όχι τρόπο.[13]

Ιστορικό περικείμενο

Είναι γεγονός πως η δυστοπική πολιτική της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου εδράζεται στον αντικομμουνισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας και εντοιχίζεται σε συνθήκες διαρκούς πολιορκίας. Τη δεκαετία του ’50 ο κρατικός μηχανισμός είναι απρόθυμος να αναγνωρίσει τη συμβολή στην Αντίσταση της αντίπαλης παράταξης.[14] Από την άλλη, το ΚΚΕ με «το όπλο παρά πόδα» στοχοποιεί κεντρώους και αριστερούς που αποκλίνουν από τη γραμμή του.[15] Η εντόπια πραγματικότητα, όμως, δεν περιορίζεται μόνο σε ένα κλίμα διαρκούς επιστράτευσης. Τη δεκαετία αυτή η οικονομική πρόοδος που συντελείται, ειδικά την οκταετία Καραμανλή,[16] θέτει υπό αμφισβήτηση μονομερείς προσεγγίσεις. Το Σχέδιο Μάρσαλ, προέκταση του Δόγματος Τρούμαν,[17] συμβάλλει τη δεκαετία του ’50 στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος και τους πρωτοφανείς ρυθμούς σχηματισμού κεφαλαίου στη Δύση. Ο προνοιακός καπιταλισμός ερείδεται σε μια ευρύτερη κοινωνική συναίνεση και η επακόλουθη ευημερία ατονεί το πολιτικό διακύβευμα.[18] Στα καθ’ ημάς, η υποβόσκουσα ελπίδα οριοθετεί την πολιτική όξυνση. Οι θεμελιώδεις βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή ανασύρουν το έθνος από τα συντρίμμια της περασμένης δεκαετίας.[19]

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ελέω της οικονομικής και κοινωνικής μεταβολής της χώρας[20] σε συνδυασμό με την επιρροή των διεθνών πολιτισμικών εξελίξεων αρχίζει να αμφισβητείται έντονα το αφήγημα των νικητών για τον Εμφύλιο. Η εξάντληση από το εμφυλιοπολεμικό κλίμα είναι διάχυτη.[21] Η Αριστερά επιζητά την αναγνώριση του πατριωτικού της ρόλου. Οι όροι μεταβάλλονται, ειδικά με το πραξικόπημα των Απριλιανών, ο αταβισμός των οποίων επενεργεί αντίστροφα. Μάλιστα, οι συλλήψεις των Αριστερών σε συνδυασμό με αυτές συντηρητικών πολιτικών εντείνουν την ώσμωση μεταξύ τους.[22]

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα συντελείται βοηθούμενη φυσικά από τη θεσμική επανένταξή της στη Δύση, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ.[23] Νέοι πολιτικοί τόποι αναδύονται. Το έθνος αποενοχοποιείται αποσυνδεόμενο από τη μετεμφυλιακή του υπόσταση, ταυτισμένο μεταδικτατορικά πλέον με τον λαό.[24] Η κουλτούρα των ηττημένων επικρατεί, δίχως να μονοπωλεί το σύστημα, μια και η πρόσδεση στην ΕΟΚ και τον αμερικανικό παράγοντα καταπραΰνει τη Δεξιά.[25] Οι ιστορικοί αμφισβητούν τις ψυχροπολεμικές σταθερές. Πολιτικά αναδύεται μια νέα τάση, αυτή της αποκατάστασης της Αντίστασης σύμφωνα με τις επιταγές της Αριστεράς.[26]

Η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ το ’81 αποτελεί τον καταλύτη για την περαιτέρω αναθεώρηση των στάσεων αναφορικά με τη δεκαετία του ’40, που οδηγεί στην αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η οποία συνοδεύεται από την έντονη ένσταση της συντηρητικής παράταξης.[27] Η ηγεμονική παρουσία του ΠΑΣΟΚ στο αντιδεξιό τόξο παράγει αποκλίσεις με την παραδοσιακή Αριστερά,[28] η οποία αμφισβητεί την εκδοχή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που προκρίνει το ΠΑΣΟΚ. Η γενική μνημονική απόδοση αναφορικά με τον ρόλο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ παλινδρομεί από την πρόσληψή του ως σοβιετικό όργανο την πρώιμη ψυχροπολεμική περίοδο έως την ανάδειξή του σε γνήσιο λαϊκό κίνημα.[29] Μνημονικές παλινδρομήσεις για τη δεκαετία του ’40 εμφανίζει και το ΚΚΕ οφειλόμενες στις κομματικές διεργασίες και τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.[30]

Αλέξανδρος Κοτζιάς: Επιτελώντας υπαρξιακά την Ιστορία

Βιογραφικό πλαίσιο

Πολιτικό ον εξ απαλών ονύχων, από μαθητής στο ΕΑΜ. Κατά τα Δεκεμβριανά αποστασιοποιείται, καθώς δεν συμφωνεί με τη στάση του Κόμματος,[31] θεωρώντας ότι άξιζε να ηττηθεί μια και ήταν υπεύθυνο για τη σύγκρουση.[32] Την περίοδο εκείνη υποφέρει από φυματίωση και απέχει από τα τεκταινόμενα, ενώ βλέπει το πατρικό του να πυρπολείται στα γεγονότα.[33] Υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου (1948-1952).[34] Η οδυνηρή αυτή περίοδος τον οδηγεί σε μετριοπαθείς πολιτικές θέσεις, και συγκεκριμένα στο Κέντρο.[35]

Μέλος της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με διαφορετικά ιδεολογικά ερείσματα σε σχέση με αυτήν του Μεσοπολέμου.[36] Κάποιοι συνδέονται βιωματικά με την Αντίσταση και τις ιδεολογικές, αλλά και τις ένοπλες συγκρούσεις της Κατοχής και του Εμφυλίου.[37] Μοιραία, φορτίζουν ιδεολογικά τα έργα της περιόδου,[38] έχοντας το χρέος να συγκροτήσουν μια διακριτή ιδιόλεκτο, για την οποία οι μεσοπολεμικοί νιώθουν έντονη δυσανεξία. Ο κοσμοπολιτισμός και το πνεύμα του «νομοθέτη»[39] της γενιάς του ’30 συγκροτεί ένα σύμπαν δίχως προπάτορες και επιγόνους. Με αφορμή τα βραβεία που απονέμει η Ομάδα των 12 το 1960, ομάδα με καταβολές στη γενιά του ’30, ο Κοτζιάς αναφέρει ότι στην πλειονότητά της απαρτίζεται από νάνους με οίηση Ιμαλαΐων,[40] ενώ αντιδρώντας σε δήλωση του Βενέζη για τους μεταπολεμικούς πεζογράφους στηλιτεύει τον μύθο της γενιάς του ’30 και την επιβολή τους στα «πράγματα». Είναι σημαντικό να τονιστεί η διάκριση που κάνει ο Κοτζιάς μεταξύ ποιητών και πεζογράφων, καθώς για τους πρώτους εκφράζει τον σεβασμό του.[41]

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς μεταγγίζει τα βιώματά του από τις ιστορικές συγκυρίες στο έργο του, επιλέγοντας ως πρωταγωνιστές αρνητικούς ήρωες, αποτυπώνοντας και με αυτόν τον τρόπο το κακοφορμισμένο συλλογικό τραύμα.[42] Το έργο του χαρακτηρίζεται πολιτικό, αφού περιγράφει ανάγλυφα τους ήρωες σε συνάρτηση με τα ευρύτερα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα. Όπως και ο ίδιος υπογραμμίζει, κατεξοχήν στόχος του αποτελεί η αποτύπωση της ανθρώπινης ύπαρξης και ο γενικότερος εξωφρενισμός, η ιδιοτελής επίκληση της ιδεολογίας εντός μια γενικευμένης ηθικής έκπτωσης.[43]

Ο κύριος όγκος του έργου του καλύπτει αυτό που ο ίδιος έχει αποκαλέσει «Τριακονταετή Πόλεμο» (1943-1973). Θεωρεί τον Εμφύλιο απότοκο ευρύτερων γεωπολιτικών ανταγωνισμών και υποστηρίζει πως καθυστέρησαν να αναδειχθούν οι εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου στον δημόσιο λόγο ως αποτέλεσμα πολιτικού εξωραϊσμού, ενώ αναφέρει ότι η οξύτατη πολιτική διαμάχη εκτείνεται έως την εποχή του Εθνικού Διχασμού,[44] αποτελώντας δομικό συστατικό της νεοελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μολονότι ο Κοτζιάς δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός, αυτές οι κρίσεις-διαισθήσεις του είναι μείζονος σημασίας και θέτουν οξέα ιστορικά ερωτήματα που αφορούν τόσο τον παράγοντα της γεωπολιτικής ως καθοριστικό για τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις, όχι με την έννοια των θεωριών εξάρτησης, όσο και το πού ερείδονται οι απαρχές της συγκρουσιακής νεοελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Αυτή η ευρύτερη ιστορική θεώρηση και εποπτεία ίσως δεν είναι άσχετη, κάθε άλλο, από τις παρεμβάσεις του, αισθητικές και όχι μόνο.

Στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών συμμετέχει στη «σιωπή των λογοτεχνών», υπογράφει τη δήλωση των 18 συγγραφέων και εντάσσεται στην ομάδα που εκδίδει τα Δεκαοχτώ Κείμενα, τα Νέα Κείμενα I και II και το περιοδικό Συνέχεια. Μεταπολιτευτικά αναλαμβάνει για μια επταετία το γραφείο τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο. Ακόμα, διατηρεί φιλολογική στήλη στο Βήμα, τη Μεσημβρινή και την Καθημερινή.[45] Επιπλέον, λίγο καιρό μετά την πτώση της χούντας καυτηριάζει τη στάση ακαδημαϊκών και λοιπών πνευματικών ανθρώπων που στοιχίστηκαν πλάι-πλάι ως χειροκροτητές του καθεστώτος.[46]

Βιώνονταςτα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προκρίνει την κοινωνική δράση ως ταυτοτικό στοιχείο του μεταπολεμικού διανοούμενου, αναδεικνύοντας το ζήτημα της ανθρώπινης συνείδησης ως αυταξία.[47] Ο ίδιος βέβαια θεωρούσε τον όρο κενό περιεχομένου. Πίστευε ότι δεν αποτελούν ξεχωριστή τάξη, μια και ο καθένας συνιστά έναν εν δυνάμει διανοούμενο. Στην αρθρογραφία του προκρίνει τον όρο πνευματικοί άνθρωποι. Θεωρεί ότι το μεγάλο χρέος τους είναι να αποτυπώνουν δημοσίως, είτε με έργα είτε με πράξεις, τη θέση τους σε μια κρίσιμη για τον τόπο κατάσταση.[48] Προσδιορίζει τον ελεύθερο και σκεπτόμενο άνθρωπο να στέκεται ενάντια σε φανατισμούς και προπαρασκευασμένες απαντήσεις.[49] Θεωρώντας χρέος του τη δημόσια παρέμβαση επιτελεί τον ρόλο του υπό αυτό το πρίσμα. Υπογραμμίζει την απέχθειά του στα χέλια,[50] δηλαδή σε όσους επιχειρούν μια διέλευση ἀβρόχοις ποσί, μια και ο ίδιος πάντοτε μετουσιώνει τη λογοτεχνική ιδιότητα σε έναν κοινωνικά έρριζο διανοούμενο με δημόσιο αποτύπωμα.

Πολιορκία: Το έργο

Στην Πολιορκία (1953)ο συγγραφέας προσπαθεί να ανασύρει στην επιφάνεια όσα διαδραματίστηκαν στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν και βυθίζονται στη λήθη, ένθεν κακείθεν, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η γραφή του Κοτζιά μεγεθύνει την ενική ύπαρξη, συλλαμβάνοντας το υπαρξιακό της αδιέξοδο ως πολιτικό και αντίστροφα. Στην Πολιορκία αναδύεται ο μικρόκοσμος της Ιστορίας προσωποποιημένος σε έναν ταγματασφαλίτη.Σε ένα παρόν αρδευόμενο από ένα αιμοδιψές παρελθόν αποτυπώνει την εμμονή της στράτευσης ως χαρακτηριστικό της εγγενώς επισφαλούς φύσης του ιδεολογικού δογματισμού. Στο αντιφατικό παρόν της λήθης και του αρνητικού πολιτικού ετεροπροσδιορισμού, αποστρεφόμενος τον πολιτικό ησυχασμό αποσυναρμολογεί κατά τρόπο ειρωνικό τις άνευ όρων προσδοκίες του ιστορικού οπτιμισμού, δίχως να επιχειρεί τη δικαίωση καμίας πλευράς. Εστιάζοντας στον Παπαθανάση, όπως λέει και ο ίδιος, κάθε γειτονιά είχε έναν Παπαθανάση,[51] σαρξ εκ της σαρκός του συστήματος,[52] αναζητάει την ατομική ευθύνη σε μια εποχή, η οποία διακρίνεται για τη σύγχυση των αξιών,[53] θέτοντας το υπαρξιακό δίλημμα στον κάθε αναγνώστη, αν ο καθένας από εμάς είναι «ο εσταυρωμένος Κάιν ή ο πάσχων Εωσφόρος». Έννοιες που εκ πρώτης όψεως φαντάζουν οξύμωρες και αντιθετικές, παρόλα αυτά φύονται στον εσώτατο πυρήνα της ανθρώπινης συνείδησης.[54] Μεταπλάθοντας τα ιστορικά γεγονότα σε μυθιστορία, παρεισδύει στα γεγονότα πιο βαθιά από την ιστορική αυθεντία.

Στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρεται στις εμφύλιες συγκρούσεις που ξεκίνησαν το 1943, γεγονότα που περιθωριοποιήθηκαν στην πορεία, διότι δεν ταίριαζαν με το αφήγημα της μεταπολεμικής εποχής. Η επάνοδος στην πραγματικότητα είναι μαρτυρική και πόρρω απέχει από μια βολική κατασκευασμένη αλήθεια.

Στα 1943 άρχισε στην πατρίδα μας ένας πόλεμος (…) είταν ο δικός μας ο πόλεμος. Γίνηκε εδώ, μέσα στις δικές μας εστίες και με το δικό μας αίμα καταβλήθηκε το βαρύ αντίτιμο (…) Εδώ, γνωριζόμαστε και σφαχτήκαμε.[55]

Ο Κοτζιάς επιμένει να αποτυπώσει το κοινωνικό σώμα ως ξενιστή της βίας, η οποία εμφιλοχωρεί σε κάθε υγιές κύτταρο διαβρώνοντάς το.[56] Τα πρώιμα μετεμφυλιακά χρόνια ο πόλεμος κυριαρχεί ως αίσθηση, εγγεγραμμένος στο κοινωνικό υποσυνείδητο. Το κυρίαρχο αφήγημα απαιτεί την καταστολή του εσωτερικού εχθρού. Εκατέρωθεν του πολιτικού τοπίου επικρατεί άπωση. Ο Κοτζιάς εστιάζει στον ένοπλο δωσιλογισμό και στον πολιτικό κυνισμό του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος. Παρουσιάζει τον ήρωα να συνδράμει τον κατακτητή και να οργανώνει διώξεις και βασανιστήρια εναντίον συμπολιτών του. Έτσι, επικηρύσσεταικαι τελεί υπό πολιορκία.

Θάνατος στον προδότη Μηνά Παπαθανάση.[57]

Οι αναφορές του Παπαθανάση σε μπολσεβίκους που χλευάζανε τα ιερά και τα όσια [58] αποτελούν υπογράμμιση του συγγραφέα για την πρόσληψη των αριστερών από τον μετεμφυλιακό κρατικό μηχανισμό ως έξωθεν απειλή, στο πλαίσιο του επικρατούντος αρνητικού πολιτικού ετεροπροσδιορισμού. Όμως, πέραν των εμφανών συμμετεχόντων των συγκρούσεων υπάρχει και η σιωπηρή πλειοψηφία που συμβάλλει, εκούσα άκουσα, στις εκτεταμένες διαβρωτικές συνθήκες. Οι φιλήσυχοι νοικοκυραίοι δεν είναι αμέτοχοι, άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται ως θύτες ή θύματα. Η συναλλαγή με το καθεστώς, ακόμα και στην προγενέστερη μορφή του, δημιουργεί γραμμάτια προς εξόφληση. Άλλωστε, ο αντικομμουνισμός ως επίδειξη νομιμοφροσύνης από κάποιους πολίτες αρκούσε για την αποκατάστασή τους.[59] Καθόλου τυχαία η απρόσωπη αφήγηση, όπου αναδύεται το συλλογικό εμείς, καθώς αναφέρεται σε «δικό μας πόλεμο».[60]

Όσο για τη γειτονιά σου (…) η σύνθεσή της μας ευνοεί, γιατί επί το πλείστον είναι μικροαστοί συντηρητικοί. Είχανε δοθεί τα οικόπεδα προπολεμικά. Τέλος πάντων, άνθρωποι αποκαταστημένοι, με νοικοκυριό, ιδιοκτησία. Όλους μπορούμε να τους κερδίσουμε με το μέρος μας…[61]

Το οικοσύστημα του Παπαθανάση δεν αναπτύσσεται σε εύκρατο κλίμα.[62] Αποτυπώνεται η έκλειψη κάθε ιδεολογικού κώδικα, η συμπόρευση κράτους και παρακράτους, που εξελίσσεται ακόμα και τη μετεμφυλιακή περίοδο. Η βία δεν παρουσιάζεται ως απόκλιση, αλλά ως καθημερινή πρακτική.[63]Τα κίνητρα δεν είναι ιδεολογικά. Η βία ερείδεται κατά βάση στο μικροαστικό ένστικτο της επιβίωσης που τους διακατέχει. Έχουν λαμβάνειν. Οι δωσίλογοι, σαν έτοιμοι από καιρό, προσμένουν «δικαιωματικά» την αποκατάστασή τους προοικονομώντας τη θέση τους στο μεταπολεμικό καθεστώς.[64] Το αμετάκλητο της βίας κορυφώνεται λίγο πριν τη λήξη του πολέμου[65] και όπως υποστηρίζει η Άρεντ, η αίσθηση απώλειας της εξουσίας, παράγει βία.[66]

(…) γνωστά αποβράσματα της γειτονιάς, που από παλιά της προξενούσαν τρόμο.[67]

Δημοσιεύτηκε (…) Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (…) μας έχουν προς το παρόν Ανθυπασπιστές. Πιο ύστερα, λέει, την άλλη προαγωγή.[68]

Τέτοιο είναι το κλίμα της εποχής κι αλλάζουν τα πράγματα. Πρέπει να τα μυρίζεσαι και να προσαρμόζεσαι.[69]

Τα Τάγματα (…) Στο τέλος θα καταφύγει σ’ αυτούς.[70]

Η καχυποψία ενσταλάζεται και διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο μετεμφυλιακά, επικυρώνοντας την πολεμική ατμόσφαιρα που εξαρθρώνει την καθημερινότητα. Άλλωστε, ο πόλεμος δεν κείται μακράν, δεν περιορίζεται στο πεδίο της μάχης. Το μεταπολεμικό κράτος συγκροτείται από το σύνολο των αστικών δυνάμεων, ένα κράτος που τελεί σε διαρκή επιστράτευση και όπου η μεγαλύτερη απειλή του, είναι ένας εσωτερικός εχθρός, οι κομμουνιστές.[71] Οι οργανωμένοι αριστεροί παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια των νικητών.[72] Παρόλα αυτά ο Κοτζιάς δεν επιδιώκει να επικυρώσει την άποψη της νικήτριας παράταξης, αλλά μέσα από τις χαραμάδες της αφήγησης, τις οποίες εμπρόθετα δημιουργεί, φωτίζει την άλλη πλευρά μέσα από το δικό του βλέμμα. Βρίσκονται στο περιθώριο της μυθιστορηματικής πλοκής, αλλά όχι στο περιθώριο της δράσης. Παρουσιάζονται οι προγραφές τους με χαρακτηριστική την αναφορά στην εκτέλεση του Ψαρρού,[73] οι εκκαθαρίσεις στις οποίες προβαίνουν δικαίως και αδίκως, το ανταρτοδικείο που επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη. Η τακτική τους εκτός από φόβο προκαλεί και αντίδραση. Έτσι, κάποια από τα θύματά τους στρατεύονται με τον αντίπαλο ρεβανσιστικά.[74] Παράλληλα, οι αριστεροί παρουσιάζονται να διώκονται απηνώς. Δεν βρίσκονται στο στόχαστρο μόνο οι οργανωμένοι, αλλά και οι οικογένειές τους σε μια σύγκρουση δίχως ηθικά όρια.[75] Η στοχοποίηση των οικογενειών των αριστερών άλλωστε, συνεχίζεται και τα μετεμφυλιακά χρόνια, χαρακτηριστικό το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.

Τη μοναδική φορά που αναπτύσσεται διάλογος μεταξύ δύο πλευρών είναι όταν ο γιατρός Δερβένης, οργανωμένος στο Κόμμα όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, εξετάζει τον Παπαθανάση. Άλλη μια υπενθύμιση ότι η σύγκρουση λαμβάνει χώρα οίκοι.[76] Η εγγύτητα απόλυτη, όπως άλλωστε προκύπτει από τη σχέση γιατρού-ασθενούς κατά την κλινική εξέταση. Ο Παπαθανάσης βιώνει μια εσωτερική σχάση. Το αφήγημα της κυρίαρχης παράταξης αποκτά ρωγμές. Ο Παπαθανάσης, εκτελεστικό όργανό της, είναι υποχρεωμένος να βιώνει τη νίκη του λειψή, διότι αυτή προκύπτει από τον αφανισμό του πλησίον του. Μέσα από τον λόγο του, ο Δερβένης, σαν αγγελιοφόρος-ζηλωτής του νέου κόσμου, κηρύττει την αναγκαιότητα γκρεμίσματος του παλιού και την ανέγερση του καινούργιου, επικυρώνοντας το αδιέξοδο της πολιτικής και ιδεολογικής τύφλωσης που αναπόφευκτα οδηγεί στην εξόντωση του άλλου.[77] Ιδιαίτερη η περίπτωση του Βασίλη Φωκά, ενός νέου που με τον παραληρηματικό λόγο του αντιτάσσεται σθεναρά στον Παπαθανάση, αν και εν τέλει εξοντώνεται από αυτόν. Ωστόσο, η φθορά που προκαλεί στον βασανιστή του, στο αφήγημα του νικητή, είναι αμετάκλητη.[78]

Ο Κοτζιάς υπογραμμίζει την καταστροφή. Αναδεικνύει την πολιτική υποκρισία. Τονίζει ότι πολλά από όσα έγιναν δεν είχαν ιδεολογικό κίνητρο, αλλά πυροδοτούνταν από προσωπικές διενέξεις και ιδιοτελείς σκοπούς. Η ιδεολογία λειτουργεί ως προκάλυμμα της απόλυτης αποκτήνωσης. Οι νικητές συμπορεύονται με τους εξωμότες. Οι ηττημένοι επιδίδονται σε αδιάκριτες εκκαθαρίσεις στο όνομα της ιδεολογικής καθαρότητας. Μέμφεται τους διανοούμενους που σιωπούν, θίγοντας τη συλλογική λήθη-στρέβλωση που έχει κυριαρχήσει μετά την Απελευθέρωση, και η οποία εμφανίζεται και στις δύο αντιμαχόμενες αφηγήσεις.

Ανυπεράσπιστοι επιδοθήκαμε να βγάλουμε τα δικά μας μάτια (…) Η εξόριστη Κυβέρνηση της «ενότητας» έβγαζε δρακόντειες προσταγές περί πειθαρχίας και απαγορεύσεως της αυτοδικίας, τάζοντας συνάμα ανηλεείς τιμωρίες για όσους είχαν ξεστρατίσει από την πατριωτική ευθεία (…) οι καπετανέοι (…) τις διαλαλούσανε με χωνιά (…) Μόνο που φρόντισαν να μακρύνουν κάπως το χέρι τους (οπλισμένο κιόλας με τη ρομφαία της «λαϊκής Δίκης») (…) η «εκκαθάριση των πουλημένων» έπαιρνε τις διαστάσεις σφαγής (…) τάφοι ομαδικοί της «μαύρης αντίδρασης» (…) βρέθηκαν εκεί διάφοροι ανύποπτοι φουκαράδες (…) οι διανοούμενοί μας δεν κόπιασαν και πολύ να «τοποθετήσουν τα γεγονότα» (…) το διαλεκτικό προτσές και τα ιερά κιτάπια βγαίνανε παστρικά. Και αυτό μετράει.[79]

Στον κυρίαρχο ζόφο, ο Κοτζιάς αναδίδει την ελπίδα υποβόσκουσα στη σχέση ενός δωσίλογου με τον γιο του, έναν αντάρτη, όπου παραμένει ακατάλυτη, προκρίνοντας τον ανθρώπινο παράγοντα σε σχέση την ιδεολογία.[80] Ωστόσο, η ολοκλήρωση του ιστορικού κύκλου της Κατοχής, σύντονη με τον αντίστοιχο βιολογικό του Παπαθανάση, περατώνεται με την επικείμενη αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, γεγονός που δεν προμηνύει αποστράτευση, αλλά σύγκρουση.[81]

Ο Πόλεμος συνεχίστηκε.[82]

Ο Εμφύλιος στοιχειώνει οικεία και καθημερινά πράγματα. Η βία δεν φύεται μόνο στα ξερονήσια και στις φυλακές, ενδημεί στον εθνικό κορμό. Το μεταπολεμικό κράτος δομείται ως πολεμική μηχανή, ενώ η μεταπολεμική ειρήνη εγκλωβίζεται στο δίπολο Αριστεράς και Δεξιάς, όπου το κράτος νομιμοποιείται να επιβληθεί με κάθε μέσο. Η αφήγησή του συγγραφέα διερευνά μια ιστορία κατάτμησης του κοινωνικού σώματος. Το βλέμμα του, αντί κλινικής εξέτασης, διαπιστώνει ότι το σώμα αυτό είναι σε προχωρημένη σήψη. Εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, σε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, παραβαίνει τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν επιλέγει την ασφάλεια και τη θαλπωρή της συμπόρευσης. Ενάντια στην ηθική της στράτευσης προτάσσει τη στράτευση στην ηθική, απορρίπτοντας τη λήθη και αποκαλύπτοντας το αποτρόπαιο πρόσωπο της αλήθειας, αναδύοντας μια αντι-μνήμη, σε μια προσπάθεια αποδοχής-υπέρβασης της πραγματικότητας που οδηγεί στην κάθαρση-λύτρωση. Καταφέρνει να αναδείξει τις διάφορες αποχρώσεις του απόλυτου γκρίζου της εποχής, απέχοντας από το αφήγημα των νικητών, αλλά και τον ρόλο της ηρωοποίησης και θυματοποίησης της Αριστεράς, δίχως όμως διάθεση να ισορροπήσει το ζύγι ως επιτήδειος ουδέτερος. Αποποιείται την εθνικοφροσύνη των μεν και τη «στρατοπεδική»[83] λογική των δε, τη γενικευμένη «προσαρμοστικότητα» της ανθρώπινης πανίδας, συνθέτοντας ένα σύμπαν όπου κανείς δεν είναι αθώος του αίματος. Μέσα από τον κυρίαρχο λόγο των νικητών καταφέρνει να αναδείξει τη μισαλλοδοξία της εποχής, τις ιδεολογίες που εκπίπτουν σε δόγματα, τους υποστηρικτές που μετατρέπονται σε προσήλυτους. Το ιστορικό αισθητήριό του αναδεικνύει τη βία ως μηχανισμό κίνησης των γεγονότων, μεταβολίζοντας το υπαρξιακό σε πολιτικό και αντίστροφα. Η στάση του, ιδιοσυγκρασιακά «αντιεξουσιαστική», αποδομεί το μετεμφυλιακό οικοδόμημα, τις εκατέρωθεν αφηγήσεις και τις ιδεολογικές εξιδανικεύσεις, δομώντας ένα εξπρεσιονιστικό περιβάλλον εντός του οποίου οι ήρωες-καρικατούρες, αποδεικνύονται εκ προοιμίου ηττημένοι. Άλλωστε σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί το δίλημμα «ο θάνατός σου η ζωή μου», στο τέλος μόνο ερείπια μένουν. Η ματαιότητα αυτή συμπυκνώνεται από τον Κοτζιά στη φράση σ’ ένα πόλεμο, για ζει κανείς για πεθαίνει,[84] προς επίρρωση της αποκοπής θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατο,[85] που ήθελε ως μότο του βιβλίου.

Ο Κοτζιάς παρεμβαίνει κατά την πρώιμη μετεμφυλιακή περίοδο με την Πολιορκία, όπου κυριαρχεί ένα διπολικό καθεστώς. Η Δεξιά ομνύει στην εθνική ασφάλεια και την «περιφρουρεί» με κάθε μέσο, Η Αριστερά διώκεται, αλλά και θυματοποιείται. Η μνήμη εκατέρωθεν θεμελιώνεται σε αφηγήματα εκ διαμέτρου αντίθετα. Η πολιτική στράτευση κυριαρχεί προκαλώντας ασφυξία ενδιαμέσως. Ο Κοτζιάς, παρόλα αυτά, επιμένει να αναδείξει μία εκδοχή των γεγονότων που δεν εντάσσεται στις κυρίαρχες μνημονικές αφηγήσεις, δίχως φυσικά την πρόθεση να επιμερίσει ευθύνες, προκρίνοντας τον άνθρωπο και την ατομική ευθύνη έναντι των ιδεολογιών.

Πολιορκία: Η εποχή και η κριτική της

Ο πολιτικός μανιχαϊσμός, ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά, αποτυπώνεται και στην πνευματική ζωή. Η συντηρητική Νέα Εστία (1.6.1945) βάζει στο στόχαστρο τη στρατευμένη λογοτεχνία, κάνει αφιέρωμα στο παιδομάζωμα (15.7.1948), ενώ η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση επιχειρεί επίδειξη και του πνευματικού οπλοστασίου της Κοινοπολιτείας και παρόλο που δεν προβαίνει σε αποκλεισμούς, η Αριστερά τη συνδέει άμεσα με την Intelligence Service. Το κενό στον χώρο της Αριστεράς επιχειρεί να καλύψει ο Πικρός, ανεπιθύμητος για το Κόμμα από το 1931, με τη Νέα Ζωή συνάπτοντας συνεργασίες και με μη Αριστερούς σε μια απόπειρα ευρύτερης απήχησης. Εντούτοις, με την επιστροφή Ζαχαριάδη από το Νταχάου καταγγέλλεται ως τυχοδιωκτικό και ύποπτο στοιχείο και παύεται η κυκλοφορία του περιοδικού.[86] Έτσι, οι Αριστεροί συγκεντρώνονται στα Ελεύθερα Γράμματα, με διευθυντή τον Φωτιάδη,όπου στο προγραμματικό κείμενό τους υπογραμμίζεται η πίστη στον λαό.[87] Ο αποσυνάγωγος, ελέω της στάσης του στην Κατοχή, Μελάς εκδίδει την Ελληνική Δημιουργία (1948).[88]

Την ίδια ώρα η μη επιβολή λογοκρισίας στα έντυπα της Αριστεράς εντάσσεται σε μια διπολική κρατική πολιτική. Στον Εμφύλιο κυκλοφορούν έντυπα που καταγγέλλουν τα εκφυλιστικά φαινόμενα των κρατικών οργάνων. Ο Ριζοσπάστης έως και τη δήλωση Πορφυρογέννη (27.6.1947) για συγκρότηση κυβέρνησης των ανταρτών κυκλοφορεί κανονικά. Παράλληλα, εκτοπίζονται λογοτέχνες όπως ο Ρίτσος, ο Αλεξάνδρου, ενώ ο Αναγνωστάκης καταδικάζεται σε θάνατο.[89] Οι περισσότεροι επιστρέφουν από την εξορία το 1952. Το ίδιο έτος ο Λειβαδίτης παραπέμπεται σε δίκη και εν τέλει αθωώνεται.[90]

Το 1948 πραγματοποιείται διάσπαση στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, με τους «εθνικόφρονες» να συστήνουν την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών.[91] Από τη δεύτερη προκύπτει η Ομάδα των 12 που κηδεμονεύει τον χώρο των γραμμάτων.[92] Δεν ακολουθούν οι Σεφέρης, Ελύτης, οι οποίοι προσπαθούν να διατηρούν αποστάσεις, όπως για παράδειγμα και από τον αντικομμουνισμό του Καραντώνη.[93] Παράλληλα αποτυπώνονται οι πρώτες αντιδράσεις στην ασφυξία του κομματικού δογματισμού, από τον Αλεξάνδρου, τον Αναγνωστάκη, τον Κατσαρό.[94]

Οι κριτικές που λαμβάνει η Πολιορκία (1953) εντάσσονται στο κλίμα της περιόδου. Δειγματοληπτικά κινούμενος στέκομαι σε αυτές που θεωρώ ότι αποτυπώνουν το πλαίσιο της εποχής. Οι μεσοπολεμικοί συγγραφείς δυσκολεύονται να προσλάβουν την κοινωνία ως ένα διευρυμένο πεδίο μάχης. Η κριτική του Άλκη Θρύλου (Ελένη Ουράνη) δεν αποκλίνει από τις συντεταγμένες της γενιάς της. Η πρόταξη ενός άλλου αισθητικού παραδείγματος εκλαμβάνεται ως απειλή. Η προσπάθεια αποδόμησης πραγματοποιείται με όρους αυθεντίας.[95] Η πόλωση δεν επιτρέπει διαυγή προσέγγιση του έργου, παρά δημιουργεί την ανάγκη είτε ταύτισης είτε αποκήρυξης. Κάποιοι συντηρητικοί, όπως ο Άγγελος Μεταξάς, θεωρούν ότι το έργο υμνεί τα Τάγματα.[96] Σε έναν κόσμο ασφυκτικό η μονοκαλλιέργεια της εθνικοφροσύνης εκμαιεύει την αυτοδικαίωση.Όμοια, ο αντικομμουνιστής Καραντώνης, αν και αναγνωρίζει τη σκοτεινή οπτική του έργου ως αφηγηματικό κλάσμα ενός κόσμου που έχει απωλέσει το ανθρώπινο στοιχείο, το εντάσσει στο εθνικόφρον στρατόπεδο.[97]

Η Αριστερά, φέροντας το τραύμα του Εμφυλίου, αναπτύσσει έναν λόγο ηρωοποίησης και θυματοποίησης. Ο Ραυτόπουλος αποδίδει δόλο στον συγγραφέα και προσλαμβάνει την Πολιορκία ως ύβρη του αντιστασιακού κινήματος[98] εντάσσοντάς το στη μαύρη λογοτεχνία.[99] Το 1965 ο κριτικός εκδίδει έναν τόμο με δοκίμια, όπου σε ένα κεφάλαιο συμπεριλαμβάνει τα κριτικά του σημειώματα για τη μαύρη λογοτεχνία, επικαιροποιώντας ουσιαστικά τη θέση του.[100]

Η υπαινικτική προσέγγιση του Κοτζιά αναπτύσσει έναν τρίτο δρόμο αφήγησης της πραγματικότητας. Η Δεξιά δεν μπορεί να συλλάβει τον διαβρωτικό, για το αφήγημά της, χαρακτήρα του έργου. Από την άλλη, η Αριστερά, σε μια εποχή όπου δέχεται συστηματική δίωξη ο επιμερισμός ευθυνών αποτελεί αδιανόητο γεγονός.Η εποχή απαιτεί τη στράτευση ως έμπρακτο παράδειγμα ανάδειξης των πολιτικών καταβολών και προθέσεων.

Η κριτική της εποχής για τη δεύτερη έκδοση της Πολιορκίας (1961) απορρέει και αυτή από το ευρύτερο πλαίσιο. Πλέον συντηρητικοί και φιλελεύθεροι δεν συνωστίζονται υπό τη σκέπη της εθνικοφροσύνης, έτσι η πρόσληψη ποικίλλει. Πάλι, βέβαια, επενεργούν εξωκαλλιτεχνικοί παράγοντες περιοριστικά. Οι κριτικοί του αστικού χώρου στην πλειονότητά τους αναγνωρίζουν τη λογοτεχνική αξία της Πολιορκίας. Όμως, ο Άλκης Θρύλος εξακολουθεί να παρουσιάζεται αρνητικός.[101] Το νέο ύφος, η νέα θεματολογία αποτυπώνουν ένα πολιτικό στίγμα που λειτουργεί αντιστικτικά με αυτό της εύκρατης ζώνης των εξημερωμένων πολιτικών παθών. Άλλωστε, ο πολιτικός εφησυχασμός είναι το έκκριμα του φαινοτυπικά απολιτικού της γενιάς του ’30, συγκροτώντας ένα στεγανά πολιτικό περιβάλλον.

Η μετατόπιση της κριτικής είναι εμφανής. Η ανάδειξη ενός ντοκουμενταρίστικου χαρακτήρα αποτρέπει την αναγωγή στο συγγραφικό παρόν αφαιρώντας σημαντικό πολιτικό φορτίο από το έργο. Οι περισσότερες κριτικές προσεγγίζουν μονομερώς το βιβλίο εστιάζοντας στον Παπαθανάση και την ομάδα του.[102] Ο Καραντώνης δεν παραλείπει, σε αντίθεση με ό,τι έκανε για την πρώτη έκδοση, να το διαχωρίσει από την οπτική του Ρούφου.[103] Ο Στεργιόπουλος τονίζει τη διαβρωτική ματιά του Κοτζιά πάνω στην ένοπλη εθνικοφροσύνη και την πρόθεση του συγγραφέα να φωτίσει υπό γωνία το αντίπαλο στρατόπεδο, δίχως να εντοπίζει αρνητικά στοιχεία για τους «ηττημένους».[104]

Από ένα εκτεταμένο τμήμα της αριστερής κριτικής όχθης η Πολιορκία προσεγγίζεται ουσιοκρατικά. Η πλειονότητα των κριτικών της Αριστεράς ακόμα δεν μπορούν να απεμπολήσουν κάποια κριτήρια που απoρρέουν από την πολιτική τους στράτευση. Ο Κοτζιάς αναφέρεται σε ιδεολογικοπολιτικό σπαραγμό στο λογοτεχνικό πεδίο.[105] Ο Ραυτόπουλος, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, διατηρεί την πρόσληψή του παρά τη μεταβολή των συνθηκών. Στην ουσία, η έκδοση των κριτικών σημειωμάτων στον τόμο Οι ιδέες και τα έργα (1965) επικαιροποιεί τη θέση του. Η πολιτικά φορτισμένη ματιά του επικεντρώνεται στην απολύτως μονομερή πολιτική πρόθεση του Κοτζιά. Σε ένα σημείωμα στην Επιθεώρηση Τέχνης τού αποδίδεται ξανά ο χαρακτηρισμός υβριστής της Εθνικής Αντίστασης.[106] Έμφαση στην πολιτική πρόθεση του συγγραφέα δίνει και ο Κλάρας στη Βραδυνή, όπου στέκεται κριτικά απέναντι στον Κοτζιά, καθώς θεωρεί ότι δεν παίρνει θέση για τα όσα εξιστορεί στην Πολιορκία, δίχως όμως να του καταλογίζει ότι λειτουργεί απολογητικά για την ένοπλη εθνικοφροσύνη.[107]

Αξιοσημείωτο είναι ότι η πνευματική Δεξιά, και δη μια πιο συντηρητική της έκφραση, εκφράζεται αρνητικά. Με την ενδοαστική ρήξη εν εξελίξει εκφράζει με μεγαλύτερη ανασφάλεια τις προθέσεις της. Η ιδεοληπτική παρανάγνωση, ερειδόμενη σαφέστατα σε εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια, μοιραία οδηγεί είτε στην αποδοχή είτε στην απόρριψη. Ο Ζουρνατζής επιχειρεί να αποσείσει τις ευθύνες της παράταξής του και τη διαβλητή για αυτή θέση του Κοτζιά.[108]

Μεταπολιτευτικά, καίρια χαρακτηριστικά της Αριστεράς διαφοροποιούνται λόγω των τεκτονικών ιστορικών αλλαγών, με σημείο καμπής τη διάσπαση του 1968. Επέρχεται πλέον και η θεσμική ενσωμάτωσή της στην πολιτική ζωή.[109] Απελευθερώνεται μια δυναμική που υποβόσκει. Η σταδιακή επανασύνδεση του Κοτζιά με ένα κομμάτι της, όχι δογματικό, είναι γεγονός, ιδιαίτερα με την ενεργό συμμετοχή του στον αντιδικτατορικό αγώνα.[110] Αν η λογοτεχνική αποκατάσταση του βιβλίου έρχεται στη δεύτερη έκδοση, η πολιτική θα περιμένει τη Μεταπολίτευση και την τρίτη έκδοση (1977). Αναγνωρίζεται στον Κοτζιά η δίκαιη και διεισδυτική ματιά, η ψύχραιμη πολιτικά, και η πρωτοπορία στη μεταβολή του λογοτεχνικού τοπίου. Αξιοσημείωτο ότι ο Πατρίκιος, από τους εκδότες της Επιθεώρησης Τέχνης, είναι αυτός ουσιαστικά που αποκαθιστά τον Κοτζιά στο ευρύτερο αριστερό ακροατήριο. Αναφέρει ότι ο Κοτζιάς με παρρησία, πολιτική εντιμότητα και ακεραιότητα, ανέλαβε μια δύσκολη αποστολή. Ως αγγελιοφόρος της αλήθειας δεν ακολουθεί την πολιτική πεπατημένη. Συνθέτει ένα κόσμο ασφυκτικό, αποκαλύπτει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που φιμώνουν την όποια παρέκκλιση.[111]

Ο Mackridge, εκτός των άλλων, θεωρεί ότι μέσα από το έργο προκύπτει η δυσαναπλήρωτη απουσία του πολιτικού κέντρου που, εξόριστο στην Αίγυπτο, εγκαταλείπει το πεδίο σε δύο πολιτικά άκρα, τον κομμουνισμό και τον φασισμό.[112]

Στα κριτικά σχόλια της τρίτης έκδοσης παρατηρούμε ότι η χρονική απόσταση από τα γεγονότα δημιουργεί μια «ζώνη ασφαλείας». Η διάρρηξη των απόλυτων ιδεολογικοπολιτικών γραμμών ρευστοποιεί το πολιτικό τοπίο και απελευθερώνει από τα χρόνια δεσμά τους κριτικούς. Η ανάγκη παρόλα αυτά για αποκατάσταση, πολιτική και λογοτεχνική κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση, περιορίζει το κριτικό βλέμμα στο στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης.

Οι τρέχουσες κριτικές, εμπλουτισμένες από ιστορικά στοιχεία και την έλλειψη πολιτικής φόρτισης παρελθουσών εποχών, αποτυπώνουν με μεγαλύτερη ενάργεια την προσέγγιση του Κοτζιά στην Πολιορκία. Υπογραμμίζουν την αναπαράσταση των εξουσιαστικών λόγων της νικήτριας παράταξης ισότιμα με τη φωνή των ηττημένων,[113] την ανάδειξη της σκοτεινής όψης της κοινωνίας που η ίδια αποστρέφεται και το καθρέπτισμά μας στον ιδεολογικό, απεχθή αντίπαλο.[114] Αναδεικνύουν τη μετατροπή μιας τετριμμένης ύπαρξης σε υποχείριο των μηχανισμών εξουσίας,[115] το απεχθές μεταπολεμικό πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας,[116] ενώ υπογραμμίζουν τη μετάσταση της νόσου, πολεμικής και πολιτικής, από το μακροεπίπεδο στο μικροεπίπεδο.[117] Επισημαίνουν την υποστασιοποίηση του ιστορικού περιθωρίου[118] και εντάσσουν την Πολιορκία στη «λογοτεχνία πολέμου».[119] Υπάρχουν και αυτοί που λειτουργούν αταβιστικά και υπογραμμίζουν τον «αντιαριστερισμό» της Πολιορκίας.[120]

Καταλήγοντας, η πρόσληψη της Πολιορκίας αποτελεί ένα κατεξοχήν παράδειγμα ιδεολογικής ανάγνωσης, προκαλώντας ετερώνυμα φορτισμένες προσεγγίσεις στο πλαίσιο θεωρήσεων-αναθεωρήσεων του Εμφυλίου. Η ανάδυση μιας αντι-μνήμης ενάντια στη συλλογική λήθη, που εκτός των άλλων επιχείρησε να αποτυπώσει ο Κοτζιάς, μη υποτασσόμενος σε ορθοδοξίες και κομματικές γραμμές, παρερμηνεύτηκε και διακινδύνευσε, όπως αναφέρει ο Orwell σε αντίστοιχες περιπτώσεις, να κατηγορηθεί ως αντιδραστικό στοιχείο,[121] όπως και έγινε. Στη συνέχεια και σε απόσταση από τα ιστορικά συμβεβηκότα, επέρχεται εξισορρόπηση στην προσέγγισή της και αναδεικνύονται αντίστοιχες αναγνώσεις, οι οποίες εστιάζουν στο θλιβερό πρόσωπο της «νόθας» δημοκρατίας της μετεμφυλιακής περιόδου, αποσιωπώντας εν πολλοίς, τις όποιες ευθύνες αναδύονται για το στρατόπεδο των ηττημένων. Ωστόσο, παρατηρούνται ακόμα δισταγμοί και επιφυλάξεις, αναφορικά με το πολιτικό πρόσημο του έργου. Ακόμα και σήμερα, πολλές προσεγγίσεις, αποφεύγουν να έρθουν σε άμεση επαφή με το πολιτικό φορτίο που εκπέμπει.

Ιαγουάρος: Το έργο

Ο Κοτζιάς στον Ιαγουάρο (1987) αναψηλαφεί το τραύμα των εμφύλιων συγκρούσεων και των παρεπομένων τους. Επεξεργάζεται υπαρξιακά τις επιπτώσεις του έχοντας ως ήρωες πρωτοεμφανιζόμενους ή δευτερεύοντες, με ρίζες όμως, στην προγενέστερη Πολιορκία. Αναδεικνύει την τραυματική ταυτότητα του υποκειμένου σε ένα πλαίσιο, όπου η μνήμη στοιχειώνει και χειραγωγείται από τον ιδεολογικό ναρκισσισμό και την ιδιοτέλεια, ενώ η πολεμική διάθεση υποβόσκει, όπως καθιστά σαφές ο τίτλος της νουβέλας.[122]Ατενίζοντας πλέον έναν νέο εθνικό ορίζοντα, διεσταλμένο, που περιλαμβάνει τους ηττημένους του Εμφυλίου και την αναβαπτισμένη Δεξιά, συντίθεται ένας εθνικός συμβιβασμός, τον οποίο ο Κοτζιάς επιχειρεί να διαρρήξει.

Απόγευμα 20ης Μαΐου του 1958, η Δήμητρα, ενταγμένη στο ΚΚΕ και καταδικασμένη κατά τον Εμφύλιο, υποδέχεται τη Φιλιώ, γυναίκα του εκτελεσμένου αδερφού της, Φάνη, με σκοπό να λύσουν κάποιες κληρονομικές διαφορές.[123] Όμως, εκκρεμούν και διαφορές τους από το επώδυνο παρελθόν. Η πλοκή διαρκεί περίπου δώδεκα ώρες, έως το ξημέρωμα της 21ης, λίγες ημέρες έπειτα από τις βουλευτικές εκλογές που βρίσκουν την ΕΡΕ πρώτο κόμμα, πλην όμως η ΕΔΑ αναδεικνύεται αξιωματική αντιπολίτευση, προκαλώντας ανησυχία στο αστικό κατεστημένο, το οποίο εξαπολύει μία από τις αγριότερες επιθέσεις του προετοιμάζοντας τις μετέπειτα πολιτειακές στρεβλώσεις.[124]

Οι βασικοί ήρωες είναι η Δήμητρα, ενταγμένη στο ΚΚΕ, η Φιλιώ, η νύφη της, όπου στον Εμφύλιο βρισκόταν στις τάξεις του ΚΚΕ, ο Ηλίας, παλιός αγωνιστής και σύζυγος της Δήμητρας. Με αφορμή μια εκτέλεση ενός γερμανοτσολιά, του Σαράντη της Πολιορκίας, από τον Φάνη, συγκρούονται οι δύο γυναίκες, καθεμιά έχοντας μεταβολίσει με διαφορετικό τρόπο το παρελθόν. Από τη μια ανακηρύσσεται ήρωας, από την άλλη φονιάς. Η αφήγηση είναι δομημένη στον μονόλογο, κατά βάση εσωτερικό και ενίοτε παραληρηματικό, της Δήμητρας, μέσα από τον οποίο αποτυπώνεται ο λόγος των υπόλοιπων ηρώων. Με αυτόν τον τρόπο ο Κοτζιάς υπαινίσσεται την κυριαρχική της στάση έναντι αυτών και της επικράτησης του αφηγήματός της. Το έργο θα μπορούσε να διακριθεί σε τέσσερα μέρη, ανάλογα με την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των ηρώων.

Στο πρώτο μέρος η ορκισμένη κομμουνίστρια Δήμητρα υποδέχεται από τις ΗΠΑ τη Φιλιώ, που μεταξύ τους εκκρεμούν κληρονομικές υποθέσεις. Ο Κοτζιάς ευθύς αμέσως εκκινεί από μια θέση δικαίωσης για τη Δήμητρα. Η αναφορά στα βασανιστήρια που υπέστη συνοδεύεται από φράσεις και λέξεις ακρωτηριασμένες,[125] παραπομπή στο τραύμα που παραμένει ανοιχτό. Μολαταύτα, υποβόσκει η σύγκρουση. Η Δήμητρα δυσφορεί με την παρουσία της Φιλιώς. Η απόστασή τους, δηλωτική πρώην συντρόφων, υπογραμμίζεται στο όνομα του παιδιού της Φιλιώς. Η θεία τον αποκαλεί Λαοκράτη, ενώ η μητέρα Λη Μάνο.[126] Ο παραληρηματικός λόγος της Δήμητρας παλινδρομεί από το ηρωικό παρελθόν στο παρόν και στην αποστροφή της για τη Φιλιώ. Χειραγωγεί καταφεύγοντας σε μια ανύπαρκτη επιχειρηματολογία, προσπαθώντας να απομειώσει το κύρος της αντίδικής της. Η εναλλαγή από την επίκληση του ηρωικού παρελθόντος στην εκδήλωση αρπακτικής διάθεσης είναι διαρκής.[127]

Με αφορμή ένα αστείο περιστατικό με έναν οδηγό ταξί, η Δήμητρα παλινδρομεί, ελέω του δογματισμού της, θεωρώντας τον είτε άνθρωπο της αστυνομίας είτε του Κόμματος. Εν τέλει, αποδεικνύεται μέλος θρησκευτικής αίρεσης. Με καυστικό τρόπο ο συγγραφέας παρωδεί την τυφλή κομματική στράτευση. Την ίδια ώρα, η Δήμητρα χαρακτηρίζει τη Φιλιώ προδότισσα και Αμερικάνα, δηλωτικό της ατροφικήςδεκτικότητάς της στην άλλη άποψη,[128] όπως αντίστοιχα και το κόμμα που υποστηρίζει παρουσιάζεται ιστορικά δυσανεκτικό στην πολυγνωμία.

Το εκνέφωμα της σκέψης της Δήμητρας διασπείρεται χρονικά και αποτυπώνει την πάγια θέση της Αριστεράς για το κράτος της διαρκούς επιστράτευσης. Ο λόγος της συγκροτείται με βάση τις αναφορές στο παρελθόν, που λειτουργούν δικαιωτικά για το παροντικό της αφήγημα. Ο Κοτζιάς αναφέρεται στην εκτεταμένη οικοδόμηση της Αθήνας την εποχή των εργολάβων και της αντιπαροχής, μια εποχή οξυμένων ανισοτήτων. Η Δήμητρα αποδεικνύεται ανακόλουθη. Η αντιδικία για την κληρονομιά αφορά το πατρικό της σπίτι, που θέλει να δώσει αντιπαροχή και να καρπωθεί όλο το ποσό αυτή.[129]

 (…) ο Καραμανλής (…) Ξαναδιορίστηκε προχτές πρωθυπουργός ο πουλημένος (…) χεροπόδαρα δεμένους στην ξενοκρατία μάς παρέδωσε ο ραγιαδισμός του Παπανδρέου, όμως, να! το Κόμμα αναδείχτηκε δεύτερο στις κάλπες (…)[130]

Το δεύτερο μέρος εκτυλίσσεται στο σπίτι της οικογένειας, το οποίο αποτελεί το φαινομενικά επίδικο. Η Φιλιώ αδυνατεί να εκφραστεί εντός του πλαισίου που θέτει η Δήμητρα. Εκεί βρίσκονται οι δυο κόρες της Δήμητρας, καθώς και ο άντρας της, ο Ηλίας. Χαρακτηριστικός των προθέσεών της Δήμητρας, ο χειρισμός των υποθέσεων με θλιβερές πρακτικές, όπως η καπατσοσύνη,[131] που η ίδια τονίζει. Ο κομφορμισμός έχει εμφιλοχωρήσει στην καθημερινότητά της και έρχεται σε αντίκρουση με τη διάθεσή που  απορρέει από τη στάση της με «το όπλο παρά πόδα». Η Δήμητρα αναπαράγει έναν κοινό ανθρωπότυπο, αυτόν της μητέρας και νοικοκυράς, που μεταμορφώνεται σε αρπακτικό για να προσεταιριστεί την κληρονομιά.

Το σκηνικό λειτουργεί ενισχυτικά. Η Δήμητρα κομπάζει για το οικογενειακό της παρελθόν. Ένα ετοιμόρροπο σπίτι για το οποίο αναφέρει περασμένα μεγαλεία,[132] δηκτικός υπαινιγμός-παραλληλισμός του συγγραφέα, όπως το σπίτι δίδεται αντιπαροχή, έτσι και η ιδεολογία εξαργυρώνεται για ιδιοτελείς σκοπούς. H αποδοκιμασία της Δήμητρας προς τον άντρα της, τον «ρεβιζιονιστή», τον διανοουμενάκια συνεχής.[133] Οι συνεχείς παρελθοντικές παραπομπές[134] όσο και αν συνθέτουν μια συμπαγή στάση, αυτή αναιρείται από την αναξιοπιστία της. Ο Κοτζιάς αμφισβητεί ευθέως το αφήγημά της ως μόνο και αληθές. Η χειραγώγηση της μνήμης προς ίδιον όφελος, με αφορμή ένα περιστατικό με μια χτένα, αποτυπώνεται με τρόπο γκροτέσκο.[135]

Το τρίτο μέρος αποτελεί μια εις Άδου Κάθοδο.[136] Η Φιλιώ βγαίνει στον δρόμο αναζητώντας την αλήθεια-εξιλέωση. Την ακολουθεί η Δήμητρα κατά πόδας[137] και την παροτρύνει να εγκαταλείψει τη βόλτα της-καταβύθιση στη μνήμη, καθώς ματαιοπονεί.[138] Περιπλανώμενες αναδύονται σταδιακά τα τραύματα μιας επώδυνης περιόδου. Ξεκινάει σταδιακά η ρήξη, με επίδικο όχι την κληρονομιά, αλλά τη μνήμη. Πλέον, η Φιλιώ αρθρώνει λόγο. Η κυριαρχία της Δήμητρας αμφισβητείται.[139] Καθώς περιδιαβαίνουν τα σκοτεινά σοκάκια-σιωπηρές μνήμες, το ένστικτο αυτοσυντήρησης διατηρεί τη μνήμη της επιλεκτική.

Πνιγήκαμε στο αίμα ως το λαιμό κι εσύ, Δήμητρα, χτενίζεσαι (…)[140]

(…) τούτα τα τρισάθλια σοκάκια, ουδέποτε στη ζωή μου τα ʼχω ξαναδιαβεί (…) εκτός, μπορεί στην Κατοχή (…) τελευταία χρονιά της Κατοχής, οργίαζε ο φασίστας-τρομοκράτης, θηρίο της Αποκαλύψεως! (…) πώς τον λέγανε;[141]

Ενώ κορυφώνεται η ένταση της αναζήτησης, η Δήμητρα σταδιακά ανασύρει καταστάσεις που προηγουμένως αρνιόταν. Από ήρωα που παρουσίαζε τον πατέρα της Φιλιώς, αφήνει να εννοηθεί ότι αυτός κατέδωσε στους Γερμανούς τον θετό του γιο Θάνο και αδερφό της Φιλιώς. Παράλληλα, αρχίζει να θυμάται ότι εκεί κοντά ήταν το άντρο του Παπαθανάση. Η ανεξέλεγκτη οικοδόμηση διαβρώνει το τοπίο ρευστοποιώντας περαιτέρω τη μνήμη.[142] Η Φιλιώ αναζητεί-επιζητεί μέσα στη νύχτα λύτρωση.[143] Καταλήγουν σε ένα ερειπωμένο εργοστάσιο. Είναι ο τόπος που ο Σαράντης εκτελέστηκε από τον Φάνη, αφού η Φιλιώ παρελκυστικά τον είχε παρασύρει εκεί[144] και έκτοτε το φέρει ως βάρος. Κατηγορεί τον άντρα της γιατί συμμετείχε κατόπιν πίεσής του. Ξεκαθαρίζει τη θέση της απέναντι στη μνήμη-Ιστορία, ερχόμενη σε αντίθεση με την ερμηνεία που επιβάλλει η Δήμητρα, η οποία, ακόμα και την ύστατη στιγμή, αρνείται να αντικρύσει την πραγματικότητα.

Πανάθεμά σε, Δήμητρα! Ο φονιάς!… ο κερατάς!

 (…) ό,τι δε με συμφέρει το ξεχνώ, μου λέει (…)[145]

Η Δήμητρα υποπίπτει στη μέγιστη ίσως αντίφασή της. Ευελπιστεί ότι θα καταφέρει να αποσπάσει την υπογραφή παραίτησης της Φιλιώς από την κληρονομιά. Ο συμβολισμός ισχυρός. Η Δήμητρα με το αγωνιστικό της παρελθόν προσπαθεί να αποσπάσει την υπογραφή – δήλωση μετανοίας από τη Φιλιώ. Η δήλωση μετανοίας για όλους τους αριστερούς φέρει ιδιαίτερο φορτίο. Έχει εγγραφεί στην ιστορική πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Εδώ η Δήμητρα ταυτίζεται με τους διώκτες της. Ένα αιλουροειδές που ενεδρεύει για το θήραμά του, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για την επίθεση. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Η ιδεολογία εκπίπτει σε μέσο, επενεργώντας στη βαθύρριζη μετάλλαξη.

(…) θα μου υπογράψει απόψε το χαρτί, που να πλαντάξει![146]

Στο τέταρτο μέρος η δράση εκτυλίσσεται στο διεκδικούμενο σπίτι. Ο Κοτζιάς αποτυπώνει την επιτιμητική στάση της Δήμητρας προς τον Ηλία για την αδράνειά του να δημοσιεύσει ποιήματά του στην Επιθεώρηση Τέχνης, ενώ είχε την έγκριση του κριτικού του Κόμματος, του Αυγέρη. Αναδύεται έμμεσα το περίκλειστο σύμπαν της ελληνικής Αριστεράς, που καθόριζε συγκεκριμένη αισθητική και στάση στον χώρο της τέχνης και επέβαλλε μια ιδιότυπη λογοκρισία. Άλλωστε, ο ίδιος είχε βιώσει τον αφορισμό με την κατηγορία της «μαύρης λογοτεχνίας» στο εν λόγω περιοδικό για την Πολιορκία. Ο Ηλίας εναντιώνεται στην «ορθόδοξη» ερμηνεία της Δήμητρας και στο πλαίσιο της «ιδεολογικής καθαρότητας» που επιβάλλει. Όμως, η ηθική διαβολή και το στίγμα του εξωνημένου περιμένουν όσους δε στοιχίζονται με την άποψη-γραμμή της.

(…) ο διανοουμενάκιας (…) Αμ, καλά το μυρίστηκα εγώ! Ποιήματα στο ανοιχτό βιβλίο εμπρός του! ο απερίγραπτος δείλιασε να δώσει στην Επιθεώρηση Τέχνης εκείνα τα έξοχα που έγραφε (..) Τον συνεχάρη ο ίδιος ο Μάρκος Αυγέρης που τα διάβασε – θ’ αποκτούσε μια υπόσταση στο Κίνημα (…)[147]

 «Είναι άρρωστη, μην την πιέζεις!» όρθωσε το καχεκτικό κορμάκι του.. (…) η εσχάτη προδοσία! Ο ελεεινός ξεπούλησε τα παιδιά του (…) Για μια εξώλης και προώλης τρελοαμερικάνα (…)[148]

Η Δήμητρα απαιτεί το μονοπώλιο στην κληρονομιά, στο σπίτι-συλλογική μνήμη, με κάθε μέσο. Υποδόρια προκύπτει η ταύτιση των πρακτικών του πατέρα της Φιλιώς με αυτών που μετέρχεται η Δήμητρα. Αμφισβητεί και την ύπαρξη του ανιψιού της και παιδιού της Φιλιώς. Η επικράτεια της μνήμης τής ανήκει. Σαν κυρίαρχος θηρευτής δεν επιτρέπει σε κανέναν να παραβιάσει την περιοχή που εξουσιάζει.[149] Η μονοφωνία όμως, γκρεμίζεται. Ο Κοτζιάς δεν επιχειρεί να ισορροπήσει το ζύγι. Δοκιμάζει να αναδείξει το αυτονόητο μιας εμφύλιας σύγκρουσης. Αντιδιαστέλλοντας τον ήρωα με τον φονιά συμπυκνώνει τον σχιζοειδή χαρακτήρα της. Το μάταιο της αδιαλλαξίας της Δήμητρας αποτυπώνεται σε μια αποστροφή του λόγου της. Κλεισμένη σε έναν θάλαμο αντήχησης επικαλείται το ηρωικό της παρελθόν που «δικαιώνει» την ερμηνεία της. Ο Ηλίας κινούμενος αντίρροπα αποδέχεται το τραύμα,[150] παρόλα αυτά κάθαρση δεν επέρχεται.

«Κι όταν το πλήρωσε ο φονιάς, στηθοκοπιότανε η μάνα σου (…) «Σε ξέβρασε η κόλαση για να σπιλώσεις τη μνήμη του!» (…) Τη μνήμη ενός ήρωα!» ουρλιάζω (…) Όλοι είναι αθώοι (…) μουρμούρισε (…)[151]

 (…) ο Φάνης μας των αδυνάτων αδύνατον να σκότωσε στο σοκάκι το χαφιέ (…) Μας έβαζε το καθήκον η οργάνωση να σκοτώσουμε στη γειτονιά μας ένα γερμανοτσολιά (…) Εγώ τέτοια γραμμή δεν τη θυμόμουν και να μη λέει παραμύθια βρόμικα (…) εμείς είχαμε πιστόλια και κανένα δε σκοτώσαμε![152]

 (…) γιατί δεν παραιτείται η βρόμα;… δηλαδή, τι να κάνω εγώ; Να τη σκοτώσω;…[153]

Η Δήμητρα δεν αποτελεί το αντίβαρο του Παπαθανάση της Πολιορκίας. Ευθύς εξ αρχής ο Κοτζιάς το ξεκαθαρίζει. Η Δήμητρα έχει υποφέρει. Προσκολλημένη ωστόσο, σε χρόνο παρελθόντα, αναπαράγει το αφήγημα του Κόμματος. Το μαρτυρολόγιο έχει καταστεί μετωνυμία της «ορθόδοξης» Αριστεράς. Η Δήμητρα αποτελεί ένα κοινωνικό θραύσμα σε μια εποχή βαθύτατης διάβρωσης και ηθικής παρακμής. Καθηλωμένη σε ένα καθεστώς μικροαστικής ασφυξίας, το αγωνιστικό της παρελθόν συνιστά μια θλιβερή υπενθύμιση στο αδηφάγο παρόν. Ο Κοτζιάς δεν απορρίπτει συλλήβδην την Αριστερά. Οι τρεις ήρωες αποτελούν εκφάνσεις της. Η κριτική συντελείται στους κόλπους της. Από τη Φιλιώ και τον Ηλία που αποστασιοποιούνται από το «ορθόδοξο» δόγμα στο οποίο ομνύει η Δήμητρα.

Η Μεταπολίτευση απαιτεί ένα νέο εθνικό αφήγημα. Η επιστροφή Καραμανλή ως πατριάρχη όχι μόνο της παράταξης, αλλά και του έθνους, λειτουργεί καθαρτικά για το επιβαρυμένο παρελθόν της Δεξιάς. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, και των δύο ΚΚ στην ουσία, η «Αλλαγή», η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης αποτελούν τη βαλβίδα αποσυμπίεσης των συσσωρευμένων ματαιώσεων ολόκληρων γενεών συνοδευόμενη από έναν κυρίαρχο αριστερό λόγο. Η εθνική συμφιλίωση συνθέτει ένα μωσαϊκό συνδιαλλαγής και «τακτοποίησης» του παρελθόντος. Η ιδεολογική έκπτωση, ο ηθικός εκτραχηλισμός και η συνεπακόλουθη ατροφική αναπτύσσουν εκθετικά το νέο εθνικό αφήγημα εις βάρος της ιστορικής μνήμης. Η αναβίωση των παθών του ’40 σε μια εποχή κομφορμισμού, εξεγερτικής εντροπίας, με ένα κοινωνικό σώμα αγόμενο από έναν εκτεταμένο λαϊκισμό και μια νοικοκυροσύνη με ευρωπαϊκό περιτύλιγμα, αποτελεί μέγιστη αντίφαση.

Ο Κοτζιάς με την κυτταρικά «αντιεξουσιαστική» στάση του παρουσιάζει την ιδεολογία, τη δεύτερη στυγνή Εξουσία[154] μετά την κρατική σύμφωνα με τον ίδιο, και τους θιασώτες της σε φάση αποδρομής. Παρεμβαίνει με τον Ιαγουάρο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 σε ένα περιβάλλον όξυνσης των μνημονικών αναζητήσεων και αντιπαραθέσεων όπου αναδύεται, ειδικά θεσμικά, ένας νέος εθνικός συγκροτητικός μύθος, αυτός της «εθνικής ενότητας» ερειδόμενος, κατά κύριο λόγο, στην αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και συνοδεύεται εκτός των άλλων και από υλική αποκατάσταση, με τη μορφή συντάξεων σε χιλιάδες αντάρτες, αλλά και επιτήδειους που επωφελούνται των εξαγγελιών. Το τραυματικό παρελθόν προσεγγίζεται διασταλτικά και αποσιωπώνται οι εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου, διαστρεβλώνεται ο πολιτικός χαρακτήρας των οργανώσεων, ειδικά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, με σκοπό τη θεμελίωση στο εθνικό θυμικό μιας εκδοχής της Αντίστασης ιστορικά ανύπαρκτης. Ο νέος εθνικός μύθος-εικόνισμα αποτυπώνει την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και αυτόν επιχειρεί ο Κοτζιάς να αποκαθηλώσει.

Ιαγουάρος: Η εποχή και η κριτική της

Η μεταβολή του καθεστώτος ιστορικότητας μεταπολιτευτικά επιδρά και στη θεματολογία της λογοτεχνίας. Το ανοιχτό ακόμα τραύμα του Εμφυλίου, η διάσπαση του ΚΚΕ το ’68, σε συνδυασμό με την πρωτόφαντη ελευθερία έκφρασης δίνει την ευκαιρία σε αριστερούς συγγραφείς να αποτυπώσουν τη δική τους, πολύσημη εκδοχή και να σταθούν κριτικά, εκτός των άλλων, έναντι και των σταλινικών πρακτικών του Κόμματος.[155]

Χαρακτηριστική περίπτωση των ζυμώσεων που προκαλούνται εξαιτίας της αλλαγής του μνημονικού παραδείγματος και των οξύνσεων στον χώρο της λογοτεχνίας, η έκδοση της Ελένης (1983) του Ελληνοαμερικανού Γκατζογιάννη σε μετάφραση Κοτζιά. Η έκδοσή της προκαλεί έντονες συζητήσεις στην αριστερή επικράτεια, αλλά ο εκτενής δημόσιος διάλογος δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Χρήσιμο στην παρούσα ανάλυση για τον επιγενόμενο Ιαγουάρο, να γίνει μια δειγματοληπτική αναφορά στον δημόσιο διάλογο για την προγενέστερη Ελένη, διότι αποτυπώνει το πολιτικό κλίμα και την ιδεολογική σύγχυση της εποχής.

Η προσέγγιση της «ορθόδοξης» Αριστεράς, όπως ήταν επόμενο, αφοριστική. Στον Ριζοσπάστη γίνεται αναφορά στον Κοτζιά και στην αμφιβολία που δημιουργείται για την τιμιότητα των προθέσεών του, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, για την επιλογή να μεταφράσει το έργο αυτό που υπηρετεί μια συγκεκριμένη οπτική.[156] Στην Πολιτιστική ο Κοτζιάς χαρακτηρίζεται πλασιέ αμερικάνικων συμφερόντων και του δεξιού κατεστημένου.[157] Στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς παρουσιάζονται υποστηρικτές, μα και κατήγοροι. Ο Φυντανίδης αναφέρει ότι είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο, θαυμάσια μεταφρασμένο.[158] Η Αυγή φιλοξενεί πολεμικά άρθρα για το πεζογραφικό αυτό εγχείρημα. Ενδεικτικά, σημειώνουμε αναφορές σε προβοκάτορες, στο παραμύθι της εγκληματικότητας της Αριστεράς,[159] σε γενική κινητοποίηση του σκουριασμένου μηχανισμού του παρακράτους,[160] δίχως ωστόσο να γίνονται ευθείες αναφορές στον μεταφραστή. Επίσης, ο Ελεφάντης το κατατάσσει στα στρατευμένα αντικομμουνιστικά βιβλία,[161] ενώ ο Γεωργουσόπουλος υπογραμμίζει την έλλειψη ψυχραιμίας από την Αριστερά και πως δια νόμου δεν μπορείς να απαγορεύσεις σε κανένα να θυμάται.[162] Θέση παίρνει ο ακροδεξιός χώρος με την περίπτωση Ζουρνατζή. Αναφέρεται σε έντρομο μεταφραστή που σπεύδει να διαχωρίσει την πολιτική του θέση.[163] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συζήτηση του Γκατζογιάννη, του Κοτζιά και του Τάσου Βουρνά στο Βήμα. Ο συγγραφέας τονίζει την ανάγκη να ειπωθεί η αλήθεια,[164] ο Βουρνάς χαρακτηρίζει το έργο αντικομμουνιστικό,[165] ενώ ο Κοτζιάς αναδεικνύει την ιστορική αξία του βιβλίου. Επιπλέον, δηλώνει πως δεν ταυτίζεται πολιτικά με τον Γκατζογιάννη, αλλά του αναγνωρίζει το δικαίωμα να έχει πολιτική θέση, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για θύμα πολέμου.

Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι πολιτικές απόψεις του (…) Η «Ελένη» είναι επίσης μια ιστορική, κοινωνιολογική, οικονομική και ηθογραφική μελέτη μιας ιδιαίτερης εποχής του ελληνικού χώρου, που δεν υπάρχει πια (…) Όσο για την πολιτική του θέση, ο συγγραφέας δικαιούται να έχει πολιτική θέση. Μην ξεχνάμε ότι είναι θύμα πολέμου.[166]

Ένα κριτικό σημείωμα του Βασιλικού για τον Τσίρκα συμπυκνώνει την πολιτική φόρτιση και την ιδεολογική σύγχυση της εποχής. Λίγο πολύ αναφέρεται αρνητικά στην ώσμωση που συντελείται μεταξύ του αριστερού και του αστικού κόσμου στη χούντα, υπονομεύοντας υπόρρητα την αντιδικτατορική στάση ορισμένων. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι την περίοδο εκείνη ο Βασιλικός έχει οριστεί αναπληρωτής διευθυντής της ΕΡΤ, μια θέση με πολιτική απόχρωση, σε μια περίοδο όπου η μνημονική αντιπαράθεση μαίνεται. Η απόκλιση του έργου του Κοτζιά από τα παγιωμένα σχήματα τον κατατάσσει ακόμα, ελέω της πολιτικής μυθολογίας που ο καθένας ασπάζεται και των ιδεολογικών αγκυλώσεών του, στους αντιδραστικούς-δεξιούς πεζογράφους. Σε χρόνο μεταγενέστερο απαντάει ο Κοτζιάς καυτηριάζοντας την ιδιότυπη λογοκρισία που επιβάλλει η Αριστερά.

(…) είδαμε μέσα στη χούντα το κακό που έγινε. Πριν το ’67, θυμάμαι, οι πεζογράφοι οι μεγαλύτεροι από μας ήταν χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες: ήταν οι προοδευτικοί από τη μια και οι αντιδραστικοί από την άλλη. Για μας ήταν ξεκαθαρισμένα τα πράγματα. Στους προοδευτικούς ανήκαν ο Τσίρκας, ο Χατζής, ο Λουντέμης, ο Φραγκιάς, ο Κώστας Κοτζιάς (…) Στους αντιδραστικούς ήταν ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Νίκος Κάσδαγλης, ο Ρόδης Ρούφος, ο Φραγκόπουλος (…) όχι βέβαια ότι ήταν χίτες, αλλά με την έννοια ότι ήταν δεξιοί. Και οι άλλοι ήταν οι αριστεροί. Σαφή και καθορισμένα πράγματα. Τι έκανε η χούντα; Τα μπέρδεψε. Μας έβγαλε αντιστασιακούς τους δεξιούς και τους άλλους τους πέρασε στο ντούκου.[167]

Απροσδόκητη υποτροπή ήταν βέβαια η πρόσκαιρη εμφυλιοπολεμική έξαρση του Βασίλη Βασιλικού, που εν έτει 1983 αξίωσε, χάριν της πνευματικής του ηρεμίας, να επαναδιαχωριστούν οι μεταπολεμικοί συγγραφείς σε προοδευτικά πρόβατα και σε αντιδραστικά ερίφια. Σήμερα το apartheid στη μεταπολεμική μας πεζογραφία εξακολουθούν να το εφαρμόζουν σχολαστικά οι κρατικές εκδοτικές υπηρεσίες των Ανατολικών χωρών, κοσκινίζοντας από την ιδεολογική κρησάρα τα βιβλία που πρόκειται να μεταφράσουν και δημοσιεύσουν για το κοινό τους∙ και στην Ελλάδα, η δογματική αριστερά.[168]

Ο Κοτζιάς μεταπολιτευτικά γνωρίζει ευρεία αποδοχή. Η ταξινόμηση της κριτικής γενικότερα αποτελεί πρόκληση, μια και τα μοτίβα που προκύπτουν δεν έχουν το έντονο πολιτικό περίγραμμα παρελθουσών εποχών. Γενικά, η αριστερή κριτική μεταπολιτευτικά παρουσιάζεται πιο ευμενής αν και, ενίοτε, αναπτύσσει καχύποπτα αντανακλαστικά. Η ανανεωτική Αριστερά αντιλαμβάνεται την οικουμενικότητα του έργου του Κοτζιά που πόρρω απέχει από τη μονοδιάστατη ματιά που του έχουν αποδώσει. Εναργώς αποτυπώνεται στην αναγγελία κυκλοφορία της νουβέλας από το Αντί[169] ή στο σύντομο σημείωμα του Πατρίκιου με αφορμή την έκδοση του Ιαγουάρου, το οποίο περιγράφει ως συναρπαστικό.[170]

Μία από τις πλέον ουσιώδεις προσεγγίσεις του Ιαγουάρου, είναι αυτή του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, ο οποίος εύστοχα τονίζει ότι η ιδεολογία όχι μόνο παραμόρφωσε την ατομική συνείδηση και πλαστογράφησε τα γεγονότα, αλλά στάθηκε και θλιβερό στήριγμα της προσωπικής συνδιαλλαγής, αναδεικνύοντας την ηθική ασάφεια που εκτείνεται έως και τον χρόνο γραφής.[171]

Ανάλογη κριτική στάση επιδεικνύει και ο Κούρτοβικ. Υπογραμμίζει την ιδεολογική στρέβλωση που κυριαρχεί ως ατμόσφαιρα στο βιβλίο. Μέσα από τη γλώσσα ενός αριστερού κομματόδουλου, πουκρύβει τις προσωπικές του αναπηρίες πίσω από την κομματική ορολογία τη στιγμή που εμφορείται από ιδιοτελείς σκοπούς. Συγχρόνως, με ακρίβεια εξάγει τη χρόνια έκπτωση των επαναστατικών οραμάτων. Αν θα μπορούσε να σημειωθεί μια ένσταση είναι η ένταση με την οποία αποτυπώνει ο κριτικός τη Δήμητρα, που ο Κοτζιάς ναι μεν την αποδίδει με τον γνωστό παραμορφωτικό του τρόπο, αλλά επουδενί δεν την προσεγγίζει δίχως κατανόηση.[172]

Έμφαση στην αλλοίωση του ατόμου από τα δεινά της δεκαετίας του ’40 δίνει ο Ρεζής στο Τραμ. Εστιάζει και αυτός στην ιδεολογική στρέβλωση και τις αναστολές που δημιουργεί στον καθημερινό βίο.[173] Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Τσαούσης που στέκεται περισσότερο στην ιστορική διάσταση του έργου και στην πολιτικά διαυγή ματιά που απαιτεί η πρόσληψή του.[174] Όμοια και ο Βέης, εστιάζει στην παραμόρφωση του ιδεολογικού πλαισίου και στον διπολισμό που κυριαρχεί. Θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε με την προσέγγιση της Δήμητρας, καθώς παρουσιάζεται ψυχικά διαταραγμένη από τον κριτικό, κάτι που μάλλον δεν βρίσκεται στις προθέσεις του Κοτζιά, καθώς κάτι τέτοιο θα ακύρωνε εκ προοιμίου το εγχείρημα. Επίσης, με τον περιορισμό στο ιστορικό πλαίσιο του μετεμφυλιακού κράτους και στη μη αναγωγή του στο συγγραφικό παρόν.[175] Αντίστοιχος περιορισμός εντοπίζεται και σε δημοσίευση για αγγλόφωνο περιοδικό.[176]

Με την κριτική του ποιητή Νίκου Φωκά ολοκληρώνεται ένας κύκλος της κριτικής που περιέχει αρκετούς ομόκεντρους. Αξιολογεί ως ευρηματική κατασκευή τον Ιαγουάρο, ως μια αυθεντική μαρτυρία ισότιμη οποιασδήποτε ιστορικής. Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανεξικακία του συγγραφέα απέναντι στους ήρωές του, γεγονός που επιτρέπει στον προσεκτικό αναγνώστη να σταθεί κριτικός, όχι ανεβαίνοντας στο βάθρο του δικαιοκριτή, ούτε να επιμερίσει ευθύνες με το ζύγι.[177]

Ο Τσακνιάς στο κριτικό του σημείωμα στην Καθημερινή εστιάζει περισσότερο στις λογοτεχνικές αρετές του κειμένου μνημονεύοντας ως συγκλονιστικό τον τρόπο που θέτει τα ηθικά ζητήματα ο Κοτζιάς, μα θεωρεί συζητήσιμη την ιστορική προσέγγιση που υιοθετεί ο συγγραφέας.[178] Σε παρόμοιο κλίμα και η κριτική του Σταματίου για τον Ταχυδρόμο που εκφράζει ιδεολογικές επιφυλάξεις, δείγμα της άβολης θέσης των κριτικών απέναντι σε μια θέση «προκλητική» για τους Αριστερούς.[179] Το μαρτυρολόγιο της Αριστεράς, υπαρκτό δίχως καμία αμφισβήτηση, δημιουργεί αναστολές στον δημόσιο λόγο.

Μια εφαπτόμενη με τα παραπάνω θέση παραθέτει ο Μόσχος στην Καθημερινή. Αναγνωρίζει την αξία του έργου, παρόλα αυτά στέκεται περισσότερο στα πάθη που διεγείρουν οι ήρωές του. Η αποστροφή προς τη Δήμητρα που υπογραμμίζει, είναι εκτός συγγραφικών προθέσεων. Παρά ταύτα, η αναφορά σε παλιά νάρκη ξεχασμένη εύστοχα αναδεικνύει την προέκταση του Ιαγουάρου στο μνημονικό πεδίο.[180]

Η «ορθόδοξη» Αριστερά αναπαράγει ένα εμφυλιοπολεμικό σχήμα στην κριτική του Ριζοσπάστη. Μια κριτική κυτταρικά συντηρητική. Η ευθεία βολή, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω, του Κοτζιά βρίσκει στόχο. Η πόλωση εντάσσεται στο παιχνίδι των εντυπώσεων σε μια μεθόριο γεωπολιτική-ιδεολογική και εν τέλει υπαρξιακή, όπου διαχρονικά συστέλλει και διαστέλλει έναν συμμετρικό αρνητικό ετεροπροσδιορισμό. Η διαρκής ταλάντωση του πολιτικού λόγου σε ένα περιβάλλον πολιτικής δυσκρασίας, μετατρέπει τη μνήμη με την πρωτεϊκή της φύση σε περιφερόμενο λάφυρο. Μια μνήμη γκρίζα ζώνη σε ένα καθεστώς ταλαίπωρης δημοκρατικής αυτοδυναμίας που συγκροτείται μεταπολιτευτικά. Η «τακτοποίηση» των διαφορών προϋποθέτει τη λήθη και αρκεί ένα σχήμα που να συμπεριλαμβάνει ηθικά δικαιωμένους τους ηττημένους και αναβαπτισμένους τους νικητές. Αυτό το σχήμα με τη μερικότητά του πρέπει να διατηρηθεί. Το ΚΚΕ απαιτεί το επαναστατικό μονοπώλιο. Η αντιστασιακή μνήμη συνέχει τον μύθο του Κόμματος και του αλύγιστου αγωνιστή.

Η απορριπτική κριτική της Κώττη μοιραία διαμορφώνεται από τις κομματικές της καταβολές. Κατατάσσει, δια της ατόπου, τον Ιαγουάρο στα αντιδραστικά βιβλία. Ένα μοτίβο σε επανάληψη. Η κατηγορία της συκοφάντησης του αγώνα, από όποιον δεν ταυτίζεται με την κομματική γραμμή, παραμένει μια σταθερά στο «ορθόδοξο» στρατόπεδο. Η σκοπούμενη διαβολή του αγώνα από τον Κοτζιά αποτυπώνεται μέσα σ’ όλα, σύμφωνα με την Κώττη, στη νευρωτική και μικροαστική φύση των ηρωίδων, παράλληλα, πάντα κατά την ίδια, της πλαστογράφησης των ιστορικών γεγονότων. Ο υποψιασμένος αναγνώστης βέβαια αντιλαμβάνεται ότι το 1987 απέχει από το 1953, όχι μόνο χρονολογικά. Η γεωμετρία της πολιτικής τακτικής όμως, απαιτεί απεύθυνση στο θυμικό των κομματικών ποιμνίων. Οι διαχωριστικές γραμμές συντηρούν τον μύθο, τα κομματικά στρατόπεδα και τον ρόλο τους. Η συντήρηση του μύθου όμως, έχει και προεκτάσεις υπαρξιακές.

Συμβαίνει κάποιες φορές, ένας συγγραφέας να περιλαμβάνει σαν κεντρικούς ήρωες σ’ ένα έργο του, πρόσωπα που δεν ανήκουν στη δική του τάξη (…) Συμβαίνει όμως και το αντίθετο: Ο συγγραφέας να επιλέγει επίτηδες πρόσωπα της αντίπαλης τάξης και ιδεολογίας, μόνο και μόνο για να ξεκαθαρίσει κάποιους – όποιους – λογαριασμούς με αυτές. Κι όταν η αντίπαλη τάξη είναι η εργατική και αντίπαλη ιδεολογία η δική της, μονάχα προοδευτικό δεν είναι το βιβλίο που προκύπτει. Στα ίχνη αυτής ακριβώς βάδισε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς με τη νουβέλα του «Ιαγουάρος» (…) Όταν ο λαός πήρε τα όπλα στα χέρια του κι άρχισε να πολεμά για τη λευτεριά της χώρας του, έκανε πράξη πέρα από ηρωική και βαθιά πατριωτική. Μια πράξη που προσπαθούν τόσες δεκαετίες τώρα να σπιλώσουν οι κάθε λογής εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, ή υπηρετούντες την αστική τάξη. Κι επειδή το φως αυτό δεν κρύβεται, ολοένα και περισσότερα μέσα επιστρατεύονται (…) δηλαδή κατά τον συγγραφέα πήρε… εντολή απ’ την οργάνωση να σκοτώνει χαφιέδες (…) Όταν ξέρει πολύ καλά ο κ. Κοτζιάς ότι καμιά τέτοια εντολή δεν δόθηκε ποτέ. Κι όταν ταυτόχρονα γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, ότι φονιάδες υπήρξαν. Οι γραμμές των ταγμάτων ασφαλείας και της «Χ», ήταν γεμάτες από δαύτους. Παραπλανημένος; Όχι. Εντελώς συνειδητά (…) προσπαθεί να πείσει πως οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης ήταν σαν τους Ιαγουάρους: σαρκοβόρα αιλουροειδή. Μη ρωτήσετε τι κερδίζει. Εκείνος ξέρει. Εμείς όμως γιατί ν’ αγοράσουμε το βιβλίο;[181]

Το πολιτικό πλαίσιο της εποχής διαμορφώνει τις κριτικές προσεγγίσεις. Η πλειονότητα των κριτικών φωνών συμβαδίζουν με τον συγγραφέα. Κάποιες χαρακτηρίζονται από μια εστιασμένη πρόσληψη. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις, όπου η πραγματογνωμοσύνη κομίζει στοιχεία γόνιμα για τον δημόσιο διάλογο. Χαρακτηριστικά τα σημειώματα του Φωκά, του Χατζηβασιλείου και του Κούρτοβικ. Η κριτική μεταπολιτευτικά προσλαμβάνει το έργο του Κοτζιά στην ευρεία διάστασή του, αν και εκδηλώνονται, ενίοτε, αναστολές, ελέω του φορτίου που παράγει σε πλεόνασμα ο Εμφύλιος. Σε γενικές γραμμές προσεγγίζει τον Ιαγουάρο εύστοχα. Στον Ριζοσπάστη αναβιώνει το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός της εμφάνισης, από την πλευρά της Ανανεωτικής Αριστεράς τη δεκαετία του ’80, έντονων αναστολών αναφορικά με την προσέγγιση του Εμφυλίου.

Αν θα μπορούσε κανείς να διακρίνει κάποια κοινά χαρακτηριστικά-άξονες στις παραπάνω κριτικές, αυτά θα μπορούσαν να είναι η τάση συστολής της ιστορικής διάστασης του έργου και ο περιορισμός τους στο βολικό, για τον κριτικό, παρελθόν και η ανάδειξη του παραμορφωτικού ρόλου της ιδεολογίας στον μεταπολεμικό κόσμο.

Εν κατακλείδι

Σε ένα καθεστώς γενικευμένου ιδεολογικού ναρκισσισμού και στο μεταίχμιο ιδεολογικών αντιπόδων ο Κοτζιάς ορθώνει το ανάστημα έναντι ιστορικών απλουστεύσεων, πολιτικών «τακτοποιήσεων» και μιας περιρρέουσας λήθης. Πυροδοτώντας το αρνητικό μνημονικό φορτίο επιτελεί γλωσσικά το άρρητο, διεγείροντας το τραύμα, αρνούμενος να δεχτεί μια συμφωνία κάτω από το τραπέζι της Ιστορίας.

Αντιτάσσοντας το πνεύμα στον ολοκληρωτισμό είτε της κρατικής είτε της ιδεολογικής εξουσίας, κομίζει μια νέα οπτική. Επεξεργαζόμενος υπαρξιακά τις επιπτώσεις των εμφύλιων συγκρούσεων, αναδεικνύει τη βία ως συγκροτητικό στοιχείο του νεοελληνικού βίου. Αποποιούμενος τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου και τη θαλπωρή της πολιτικής στράτευσης, στρατεύεται ηθικά, μια ύψιστη πολιτική πράξη, αναδεικνύοντας την υποκείμενη, συχνά ένοχη, μνήμη και την τραυματική ατομική-συλλογική ταυτότητα εντός του ιστορικού τους πλαισίου. Αποφεύγοντας τον ιστορικό αναγωγισμό αναδύει υποδόρια, όχι φυσικά με σαφείς φιλοσοφικούς όρους, την ανάγκη ύπαρξης μιας ηθικής της ευθύνης.

Ως διανοούμενος παρεμβαίνει για να επιτελέσει τον ιδιοσυγκρασιακά «αντιεξουσιαστικό» ρόλο του, αποτασσόμενος τις ένθεν και ένθεν επιβολές, στάση που διατηρεί και ως κριτικός. Ως κύριος εκπρόσωπος της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς διεκδικεί ζωτικό χώρο στο λογοτεχνικό πεδίο έναντι της επικρατούσας μέχρι τότε μεσοπολεμικής γενιάς, συμμετέχοντας ενεργά στην αντιπαράθεση, η οποία ναι μεν συντελείται εντός του λογοτεχνικού πεδίου, μα προφανώς οι προεκτάσεις εκτείνονται πέραν αυτού.


[1] Zygmunt Bauman, Legislators and interpreters: On modernity, post-modernity and intellectuals, John Wiley & Sons, 2013.

[2] Ο White, αν και εκλαμβάνει ως επικαλυπτόμενες την ιστοριογραφία και τη μυθοπλασία, ωστόσο δεν αναιρεί τη διάκριση ιστορικής μελέτης και έρευνας, θεωρώντας ότι η απόστασή τους καλύπτεται με μεταμορφωτικές λειτουργίες που αποδίδονται στη γλώσσα (βλ. Hayden White, Λογοτεχνική θεωρία και ιστορική συγγραφή, μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας, Επέκεινα, Τρίκαλα 2015, σ. 129-188).  

[3] Paul Ricoeur, Η πραγματικότητα του ιστορικού παρελθόντος, μετάφραση: Κατερίνα Γούλα – Γιώργος Αρμένης, Επέκεινα, Τρίκαλα 2021, σ. 69-71. Η περικοπή του LaCapra ότι ένα κείμενο δεν περιορίζεται στο βιβλίο, λειτουργεί ως επαύξηση (Dominick LaCapra (1980), «Rethinking intellectual history and reading texts», History and theory19(3), 245-276).

[4] Paul Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, μετάφραση: Bαγγέλης Αθανασόπουλος, Ινστιτούτο του βιβλίου-Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990, σ. 36, 55-56, 74-75, 80. Ο Ankersmit εντοπίζει γνωστική σύνδεση μεταξύ μυθιστορήματος και ιστορικής γραφής, δίχως να αποδέχεται την ταύτισή τους (Frank Ankersmit, 2010, «Truth in history and literature», Narrative18(1), 29-50. Ο Ricoeur, oνομάζοντας τη σύνθεση υπόθεσης και πλοκής «μύθο», την περιγράφει ως μίμηση της πραγματικότητας και ανάπλασή της σε ένα μυθικό επίπεδο λόγου, όπου το κυριολεκτικό «είναι» ανατρέπεται από το αντίστοιχο μεταφορικό. Συνοψίζοντας, η μυθοπλασία δεν επιχειρεί μια καταγραφή της πραγματικότητας, αλλά μια αλληγορία αυτής (Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και σύμβολο, μετάφραση: Μαβίνα Πανταζάρα, Αρμός, Αθήνα 2002, σ. 91-92).

[5] Hayden White, Η ερμηνεία στην ιστορία, μετάφραση: Βάσια Λέκκα, Πλέθρον, Αθήνα 2018, σ. 9-11. Και η φιλολογία και η ιστοριογραφία δεν προσεγγίζουν τα κείμενα ως αδρανή υλικά. Τα κείμενα δεν παράγονται σε κοινωνικό κενό, όπως αντίστοιχα και η ανάγνωση δεν κινείται σε μονόδρομο, καθώς εξαρτάται από το ευρύτερο περικείμενο (Lionel Gossman, 1994, «History and the Study of Literature», Profession, 26-33).

[6] Georg Iggers, Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα, Από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόκληση του μεταμοντερνισμού, μετάφραση: Παρασκευάς Μάταλας, Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 156, 159.

[7] Quentin Skinner, «Είναι ακόμα δυνατή η ερμηνεία κειμένων;», μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος, Ποίηση, τεύχος 30, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2007, σ. 7-8.

[8] Quentin Skinner (1975), «Hermeneutics and the Role of History», New Literary History7(1), 209-232.

[9] Βασίλειος Α. Μπογιατζής, Επιστημονικό ιδεώδες και διανοητικές οικειοποιήσεις της τεχνολογίας στον ελληνικό Μεσοπόλεμο [Ε. Βενιζέλος, Ι. Μεταξάς, Γ. Θεοτοκάς, Δ. Γληνός – «Αρχείον Φιλοσοφίας»], Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης), 2009, σ. 8.

[10] Quentin Skinner, «Είναι ακόμα δυνατή η ερμηνεία κειμένων;», ό.π., σ. 11-12, 14, 16-17. Για μια καταγραφή της εξέλιξης της σύγχρονης ερμηνευτικής, David Harlan, «Intellectual history and the return of literature». The American Historical Review94(3)/1989, 581-609).

[11] Dick Pels, The intellectual as stranger: Studies in spokespersonship. Routledge, 2000, σ. 4-5, 206, 208, 210, 214-216.

[12] Pierre Bourdieu, «The Intellectual Field: a World apart», στο Pierre Bourdieu, In Other Words: Essays Towards a Reflexive Sociology, Stanford University Press, California 1990, 141, 143-145, 149. Σύμφωνα με τον Bourdieu ο διανοούμενος είναι δυσδιάστατο ον, καθώς από τη μια ανήκει στο πολιτισμικό του πεδίο και από την άλλη υποχρεούται να αφήσει πολιτικό αποτύπωμα εκτός του πεδίου του, με την παρέμβασή του, η οποία συνιστά μια δέσμευση, ταυτοτικό του στοιχείο (βλ. Pierre Bourdieu, «The Corporatism of the Universal: the Role of Intellectuals in the Modern World», Telos, 81 (1989), pp. 99-110). Γόνιμη η διαφωνία του Ροζάνη τόσο για την αυτονομία του πεδίου που υποστηρίζει ο Bourdieu, τη χαρακτηρίζει μάλιστα αισθητική ψευδαίσθηση, όσο και για τη διάκριση συγγραφέα διανοούμενου, όπου η δεύτερη ιδιότητα προκύπτει από την παρέμβασή του στο πολιτικό πεδίο, ενώ ο Ροζάνης υποστηρίζει ότι η ιδιότητα αναδύεται ούτως ή άλλως από τα έργα του (Βλ. Στέφανος Ροζάνης, Διανοούμενοι και νεωτερικότητα, Εξάρχεια, Αθήνα 2015, σ. 56-59).

[13] Ζαν-Πολ Σαρτρ, Υπέρ διανοουμένων συνηγορία, μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης Ο Πολίτης, Αθήνα 1994, σ. 88-90.

[14] Mark Mazower, «The Cold War and the Appropriation of Memory: Greece After Liberation» στο István Deák, Jan T. Gross, and Tony Judt (επιμ.) The Politics of Retribution in Europe World War II and its Aftermath, Princeton, New Jersey 2000, σ. 215-217, 221.

[15] Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, τόμος Α΄, 1949-1952, Παπαζήσης, Αθήνα 1977, σ. 82-83.

[16] Βασίλης Α. Μπογιατζής, «Αναζητώντας ρόλο για τον μεταπολεμικό διανοούμενο: σχεδίασμα για μια ιστορική κοινωνιολογία της μεταπολεμικής ελληνικής διανόησης (1950-1967)», Φρέαρ, τχ. 13, Οκτώβριος 2024.

[17] Ο πόλεμος της Κορέας επέφερε αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ στην Ελλάδα, όπως την περικοπή πόρων (βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, …ο.π., σ. 133-134). Για αντιστάθμιση η Ελλάδα στράφηκε στη Δυτική Γερμανία, της οποίας οι ΗΠΑ επιθυμούσαν την οικονομική εξάπλωση, ως αμοιβαία ωφέλιμη, με σκοπό τον επιμερισμό των βαρών (βλ. Mogens Pelt, Tying Greece to the West, Us-West German-Greek Relations 1949-74, Museum Tusculanum Press, Copenhagen 2006,σ. 90).

[18] Charles S. Maier, «The two postwar eras and the conditions for stability in twentieth-century Western Europe», The American Historical Review, 1981, σσ. 327-352.

[19] William H. McNeill, «Dilemmas of modernization in Greece», Balkan Studies8(2), 1967, σσ. 305-316. Η μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας την περίοδο αυτή δεν έχει προηγούμενο για την εντόπια πραγματικότητα. Ο McNeill έχει υπογραμμίσει ότι η εντυπωσιακή άνοδος του ΑΕΠ οφείλεται και στη δομή της ελληνικής κοινωνίας με βάση την κυτταρική σύνδεση ατόμου-οικογένειας, η οποία δεν μπορούσε να προσβληθεί από το απρόσωπο των ιδεολογιών (βλ. William H. McNeill, Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετάφραση: Νίκος Ρούσσος, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2017, σ. 371, 373, 382).

[20] Την τετραετία 1962-66 το εθνικό εισόδημα παρουσιάζει αύξηση 7%-8%., δίχως να εκλείπουν οι ανορθογραφίες, ανισορροπία Αθήνας-περιφέρειας, μαζική μετανάστευση (βλ. McNeill, «Dilemmas…» ό.π., σ. 307, 312, 314).

[21] Mark Mazower, ό.π. σ. 218, 222. Οι αναδιατάξεις που παρατηρούνται κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο παραδοσιακό σύστημα αξιών στις ΗΠΑ, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αναγωγικά και για το ευρύτερο διεθνές πλαίσιο με τη de facto χειραφέτηση των γυναικών λόγω της συμμετοχής τους στην παραγωγή, με την αναβάθμιση της αξίας των εργατών που συμμετείχαν και αυτοί στην εθνική άμυνα, με τη συμμετοχή στον στρατό διάφορων μέχρι τότε περιθωριακών ή φυλετικών ομάδων, γεγονότα που τους προσδίδουν ορατότητα και προκαλούν κοινωνικές αναδιατάξεις (Stephen Kotkin, «World War Two and Labor: A Lost Cause?», International Labor and WorkingClass History58/2000, 181-191).

[22] Mark Mazower, ό.π. σ. 224.

[23] Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, μετάφραση: Ν. Σταματάκης – Ε. Αστερίου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, σ. 504.

[24] Έφη Γαζή, «Μεταπλάσεις της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας στη Μεταπολίτευση» (σ. 246-260), στο Μ. Αυγερίδης, Ε. Γαζή (επιμ.) Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Θεμέλιο, Αθήνα 2015, σ. 248.

[25] Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική Ιστορία, Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σ. 30-31.

[26] Mark Mazower, ό.π. σ. 224-225.

[27] Στο ίδιο, σ. 226-227.

[28] Γιάννης Βούλγαρης, ό.π., σ. 98, 104-107.

[29] Mark Mazower, ό.π., σ. 227.

[30] Τη ζαχαριαδική περίοδο ο Εμφύλιος εκλαμβάνεται ως αγώνας για την απελευθέρωση, έπειτα αναδεικνύεται η εαμική αντίσταση, με τη διάσπαση του ’68 οι «αναθεωρητές» έμμεσα εκφράζουν ενστάσεις για την εμφυλιακή περίοδο, ενώ μεταπολιτευτικά η ύπαρξη του ΠΑΣΟΚ περιπλέκει τα πράγματα. Οι προσεγγίσεις εκατέρωθεν εξυπηρετούσε ιδίους σκοπούς. Η μεταγενέστερη συμφιλίωση και λήθη ικανοποιούσε τους εταίρους της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού (βλ. Στάθης Ν. Καλύβας – Νίκος Μαραντζίδης, Εμφύλια πάθη, 23 + 2 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016, σ. 517-535).

[31] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Οι ποιητές πληρώνουν ΟΓΑ, οι αγρότες τίποτα…», Ταχυδρόμος, 19.4.1990. Κώστας Φιλίνης, «Ήξερε να γράφει χρονογράφημα», Αντί, τχ. 504/1992, σ. 50.

[32] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μικροαστοί της συμφοράς είμαστε…», Ελεύθερος Τύπος, 24.11.1991.

[33] Σήμερα το τελευταίο ταξίδι του Αλέξανδρου Κοτζιά, Η Καθημερινή, 22.9.1992.

[34] Σούλα Αλεξανδροπούλου, «Η γενιά που πνίγηκε στο αίμα», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 3.2.1980.

[35] Όπως εκφράζεται μεταπολεμικά αρχικά από τον Πλαστήρα και στη συνέχεια από τον Παπανδρέου (βλ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Οι ποιητές πληρώνουν…», ό.π.).

[36] Ελισάβετ Κοτζιά, Ιδέες και αισθητική, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974, Πόλις, Αθήνα 2006, σ. 207-209. Την ίδια ώρα στη Γερμανία η μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά, γνωστή ως «Λογοτεχνία των Ερειπίων» ή της Αποψίλωσης» αποτύπωσε τα βιώματά της από μια χώρα καταρρακωμένη, με τη δικιά της φωνή, υπό το βάρος των τραυματικών εμπειριών της (βλ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Πρόλογος (σ. 11-16), στο Οι λύκοι επιστρέφουν. Διηγήματα της «γενιάς των ερειπίων», μετάφραση: Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Gutenberg, Αθήνα 2018, σ. 11-12, 16.

[37] Χριστόφορος Μηλιώνης, Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Με το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμική Πεζογραφία. Ερμηνεία Κειμένων, Σοκόλη, Αθήνα 1991, σ. 36.

[38] Παναγιώτης Μουλλάς, «Ο κριτικός λόγος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς». Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή, Αθήνα 1992, σ. 206.

[39] Για διανοούμενους «νομοθέτες» και «διερμηνείς» (βλ. Zygmunt Bauman, ό.π.).

[40] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Η γενεά του μεταπολέμου καταγγέλλει και στιγματίζει» [Συμμετοχή σε έρευνα για τη στάση των νέων απέναντι στην «Ομάδα των 12»], Ανεξάρτητος Τύπος, 15.5.1960.

[41] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Απολογητές και κατήγοροι. Η γενιά του ’30… εκτρωματικό φαινόμενο! Αι απόψεις του κ. Αλ. Κοτζιά», Η Νίκη, 27.7.1963.

[42] Γιάννης Κιουρτσάκης, «Αποχαιρετισμός», Αντί, τχ. 504/1992, σ. 52.

[43] Άννα Γριμάνη, Αλέξανδρος Κοτζιάς: «Αντικείμενό μου είναι η ύπαρξη των ανθρώπων», Ένα, τχ. 23, 4.6.1987. Εξώφυλλα, Το Τέταρτο, τχ. 26, Ιούνης 1987.

[44] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μικροαστοί…», ό.π.

[45] Τάκης Μενδράκος, «Ένας υπαρξιακός της στράτευσης», Αυγή, 6.12.1992, σ. 26.

[46] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Οι φανατικοί και τα χέλια», Ο Ταχυδρόμος, 19.4.1974, σ. 18. Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Η ντροπή», Ο Ταχυδρόμος, τχ. 12, 5.8.1974.

[47] Ελισάβετ Κοτζιά, Ιδέες και αισθητική…, ό.π. σ. 229, 231, 233.

[48] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Οι φανατικοί και τα χέλια», ό.π. σ. 18. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Συμμετοχή σε έρευνα για τη συμμετοχή των πνευματικών ανθρώπων στα κοινά, Ελευθεροτυπία, 2.4.1990.

[49] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μικροαστοί…», ό.π.

[50] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Οι φανατικοί και τα χέλια», ό.π., σ. 18.

[51] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μόνο εκείνο που εκφράζεται, μόνο εκείνο είναι μέσα στο μυαλό μας…», Διαβάζω, τχ. 28/1980.

[52] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, Κέδρος, Αθήνα 2002, σ. 313.

[53] Αλέξανδρος Αργυρίου, «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ο άνθρωπος, ο πεζογράφος, ο κριτικός», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Κέδρος, Αθήνα 1994, σ. 22-23.

[54] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Πώς βλέπετε την εποχή μας και τη σύγχρονη λογοτεχνία μας;», Η Νίκη, 20.2.1963.

[55] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 7.

[56] Δεν είναι τυχαίο ότι επιχειρεί στο σύνολο του έργου του να αναδείξει φιγούρες με αρνητικό πρόσημο, τους οποίους η συλλογική μνήμη, η εθνική αφήγηση, αλλά και η λογοτεχνική παραγωγή αφήνει στο περιθώριο (βλ. Αλέξανδρος Κοτζιάς στο Αλεξ, Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Κώστας Κουλουφάκος, Στρατής Τσίρκας, «Η νεοελληνική πραγματικότητα και η πεζογραφία μας», Η Συνέχεια, τχ. 4/1973).

[57] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 9.

[58] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 12.

[59] Αλέξανδρος Κύρτσης, «Πολιτισμικές και ιδεολογικές εκφράσεις της μετεμφυλιοπολεμικής νεωτερικότητας» στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967) (σ. 399-413): 4ο Επιστημονικό Συνέδριο [του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα], Πάντειον Πανεπιστήμιο, (τομ. 1), 1993, σ. 400.

[60] Παύλος Α. Ζάννας, Η μεταπολεμική πεζογραφία: από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Δ΄, Σοκόλης, Αθήνα 1988, σ. 147.

[61] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 18.

[62] Στο ίδιο, σ. 42.

[63] Στο ίδιο, σ. 66.

[64] Στο ίδιο, σ. 240-241.

[65] Στο ίδιο, σ. 316-318, 328.

[66] Χάνα Άρεντ, Κρίσεις της Δημοκρατίας, μετάφραση: Α. Δαμιανίδη – Δ. Ψυχογιός, Επίκεντρο, Αθήνα 2020, σ 247.

[67] Στο ίδιο, σ. 113, 92.

[68] Στο ίδιο, σ. 199.

[69] Στο ίδιο, σ. 241.

[70] Στο ίδιο, σ. 246.

[71] Άγγελος Ελεφάντης, Εθνικοφροσύνη: Η Ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης, στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967) (σ. 645-654): 4ο Επιστημονικό Συνέδριο [του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα], Πάντειον Πανεπιστήμιο, (τομ.1), 1993, σ. 647.

[72] Τίτος Πατρίκιος, Το μήνυμα της φρίκης και οι κίνδυνοι του αγγελιοφόρου, Διαβάζω, τχ. 7, 1977, σ. 64-65.

[73] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ο.π., σ. 197 ‧ Σχετικά με την υπόθεση της δολοφονίας Ψαρρού και των εμφύλιων συγκρούσεων κατά την Αντίσταση, βλέπε: Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, Ανεπιθύμητοι και αναλώσιμοι. Οι αντάρτες του συνταγματάρχη Ψαρρού και ο κατοχικός Εμφύλιος, 1943-44, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2022.

[74] Στο ίδιο, σ. 96, 98.

[75] Στο ίδιο, σ. 133.

[76] Μάρω Δούκα, «Ο νεαρός Αλέξανδρος Κοτζιάς», Νέα Εστία, τχ. 1859/2013, σ. 355.

[77] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 214-219.

[78] Στο ίδιο, σ. 136-149.

[79] Στο ίδιο, σ. 239.

[80] Στο ίδιο, σ. 181-183.

[81] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 360. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Πόλις, Αθήνα 2019, σ. 247.

[82] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 367.

[83] Για τον «στρατοπεδικό» τρόπο σκέψης μέρους της Αριστεράς, βλ. Βασίλης Α. Μπογιατζής, «Αναζητώντας ρόλο για τον μεταπολεμικό διανοούμενο», ό.π.

[84] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, ό.π., σ. 240.

[85] Ως μότο του βιβλίου ήθελε να βάλει τον στίχο από την Εξόδιο Ακολουθία Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον (βλ. ΕΡΤ ΑΕ, Περισκόπιο, Αλέξανδρος Κοτζιάς, 1986, 14:50). Ανάκτηση από: https://archive.ert.gr/69809/

[86] Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του ετεροκαθορισμένου εμφύλιου πολέμου (1945-1949), τόμος Δ΄, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 74, 293, 88-89, 162-163, 482, 92, 96,156, 482.

[87] Παναγιώτης Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, Η εδραίωση του «μαρξισμού-λενινισμού» και οι αποκλίνουσες ή οι ετερογενείς επεξεργασίες (1926-1955), τ. Γ΄, Γνώση, Αθήνα 1993, σ. 441-442. Στο αποκορύφωμα του Εμφυλίου με διευθυντή τον Βρεττάκο πέφτουν οι τόνοι του περιοδικού, όμως θα καθαιρεθεί ελέω της μη ταύτισής του με την κομματική ορθοδοξία (βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, τόμος Δ΄, ό.π., σ. 483).

[88] Αλέξανδρος Αργυρίου, τόμος Δ΄, ό.π., σ. 327.

[89] Στο ίδιο, σ. 187-188.

[90] Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια της επισφαλούς δημοκρατίας (1950-1956), τόμος Ε΄, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σ. 93.

[91] Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, Πόλις, Αθήνα 2005, σ. 368-369.

[92] Αλέξανδρος Αργυρίου, τόμος Ε΄, ό.π., σ. 94, 98.

[93] Αλέξανδρος Αργυρίου, τόμος Δ΄, ό.π., σ. 130.

[94] Αλέξανδρος Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ο άνθρωπος…, ό.π., σ. 20, 27-30.

[95] Άλκης Θρύλος, «Το λογοτεχνικό 1953», Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1954, σ. 313.

[96] Άγγελος Μεταξάς, «Τα βιβλία που κυκλοφορούν», Εμπρός, 19.9.1953.

[97] Ανδρέας Καραντώνης, ραδιοφωνική παρουσίαση του βιβλίου, 3.7.1955.

[98] Μίμης Ραυτόπουλος, «Αλεξ. Κοτζιά: Πολιορκία», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 10/1955, σ. 333-334.

[99] Μίμης Ραυτόπουλος, «Νίκου Κάσδαγλη: Τα δόντια της μυλόπετρας», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 10/1955, σ. 331.

[100]Δημήτρης Ραυτόπουλος, Οι ιδέες και τα έργα, Δίφρος, Αθήνα 1965, σ. 300-304. Ο Καραντώνης, χαρακτήρισε ως εμπαθή τη στάση του κριτικού έναντι του Κοτζιά (βλ. Αντρέας Καραντώνης, «Η κριτική του βιβλίου», Η Καθημερινή, 10.7.1966). Στο αφιέρωμα του περιοδικού Μανδραγόρας (2003) στον Ραυτόπουλο, ο ίδιος ο κριτικός φαίνεται να αναγνωρίζει την υποκειμενικότητα της άποψής του, απόρροια της ιστορικής συγκυρίας, αν και επιμένει ότι στην Πολιορκία παρουσιάζεται απαξιωτικά η αριστερή Αντίσταση και εκφράζεται συμπάθεια προς τον ταγματασφαλίτη ήρωα. Επίσης, διευκρινίζει ότι με τον όρο «μαύρη λογοτεχνία», αναφερόταν σε ένα λογοτεχνικό είδος σκοτεινής περιπέτειας που εκκινεί από το γοτθικό και φτάνει μέχρι το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα (βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Δεν ήμουν ο πάπας της αριστερής κριτικής. Δικαίωμα στην απάντηση», Μανδραγόρας, τχ. 30, 2003, σ. 28-29). Στο κείμενό του Το αίμα μελάνι δεν γίνεται (1999), αναφέρεται στον Κοτζιά ως έναν λόγιο οικουμενικά αποδεκτό μεταπολιτευτικά, καθώς, όπως αναφέρει, του αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά μια και θεωρήθηκε κομιστής μηνύματος, παραπέμποντας στη γνωστή κριτική του Τίτου Πατρίκιου στο περιοδικό Διαβάζω (τχ.7/1977) (βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Εμφύλιος και λογοτεχνία, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 19).

[101] Στην κριτική της Ελένης Ουράνη για τον Εωσφόρο (1959) είχε αναφέρει τα εξής: «μου ήταν αδύνατο να το τελειώσω» (βλ. Άλκης Θρύλος, Καινούρια Εποχή, Φθινόπωρο, 1959) ‧ Άλκης Θρύλος, Καινούρια Εποχή, Καλοκαίρι, 1961.

[102] Άγγελος Φουριώτης, «Η κριτική του βιβλίου», Απογευματινή, 21.6.1961. Φρέντυ Γερμανός, Εικόνες, τχ. 300, 21.7.1961, σ. 6. Κ.Ι. Δεδόπουλος, «Η πεζογραφία του κινδύνου», Μεσημβρινή, 5.1.1962. Δημήτρης Ζορμπαλάς, «Τρία μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Κοτζιά. “Πολιορκία”- “Μια σκοτεινή υπόθεση” – “Εωσφόρος”, Ταχυδρόμος Αλεξάνδρειας, 24.5.1964.

[103] Ανδρέας Καραντώνης, «Εποχή και λογοτεχνικές γενεές», Η Καθημερινή, 19.6.1963. Ανδρέας Καραντώνης, «Τα νέα βιβλία», Ραδιοπρόγραμμα, 13-20.1.1963.

[104] Κώστας Στεργιόπουλος, «Ένας μεταπολεμικός πεζογράφος, Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η Βραδυνή, 14.1.1963. Κώστας Στεργιόπουλος, «Αλέξανδρος Κοτζιάς, μια φωνή από το χάος», Ταχυδρόμος Αλεξάνδρειας, 4.8.1963. Κώστας Στεργιόπουλος, «Η εποχή και η λογοτεχνία μας», Νίκη, 3.4.1963.

[105] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 1988, σ. 67.

[106] «Λόγοι και αντίλογοι», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 69-72/1960, σ. 145.

[107] Μπάμπης Δ. Κλάρας, «Ανθρωπιά και ύφος», Η Βραδυνή, 4.9.1961.

[108] Ζήτα (Σπύρος Ζουρνατζής), Προοπτική, τχ. 11, Οκτώβριος 1961, σ. 35.

[109] Δημήτρης Σεβαστάκης, Διελεύσεις, στροφές και κρούσεις, Χάρτης, τχ. 57, 2023, ανάκτηση από: https://www.hartismag.gr/hartis-57/afierwma/dieleyseis-strofes-kai-kroyseis

[110] Αλέξης Πανσέληνος, «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ο μυθιστοριογράφος και η ιδεολογία», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά (σ. 107-124), Κέδρος, Αθήνα 1994 σ. 120-121.

[111] Τίτος Πατρίκιος, «Το μήνυμα…», ό.π., σ. 65.

[112] Peter Mackridge, «Testimony and Fiction in Greek Narrative Prose 1944-1987», στο R. Beaton (ed.), The Greek Novel, AD 1-1985, (σσ. 90-102), Croom Helm, London, σ. 96.

[113] Γιάννης Παπαθεοδώρου, «“Κάτι πιο αληθινό από την ιστορία…”: η αφηγηματική τόλμη του Αλέξανδρου Κοτζιά», Νέα Εστία, τχ. 1751/2002, σ. 767.

[114] Μάρω Δούκα, «Ο κορυφαίος Αλέξανδρος Κοτζιάς», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Κέδρος, Αθήνα 1994, σ. 39.

[115] Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992)», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά (σ. 50-54), ό.π., σ. 52.

[116] Παντελής Μπουκάλας, «Η λογοτεχνία των αρνητικών ηρώων», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά (σ. 66-70), ό.π., σ. 15.

[117] Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Αλέξανδρος Κοτζιάς: Ένας συγγραφέας ηθικός», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, ό.π., σ. 207.

[118] Στο ίδιο, σ. 136-149. Μαρία Ρώτα, «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Αλέξανδρου Κοτζιά», ό.π., σ. 395.

[119] Ηλίας Μαγκλίνης, «Πολιορκία. Ένα αντι-ιστορικό μυθιστόρημα», ό.π, ανάκτηση από: https://www.hartismag.gr/hartis-57/afierwma/poliorkia-ena-anti-istoriko-mithistorima

[120] Μπάμπης Δερμιτζάκης, «Το πεζογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά», Φιλολογική (Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων), τχ. 50/1995, σ. 15-22.

[121] George Orwell, Τρία πολιτικά κείμενα, μετάφραση: Γ. Ασημίδη, Έρασμος, Αθήνα 2021, σ. 77.

[122] Αντίστοιχη αναφορά είχε κάνει και στον Γενναίο Τηλέμαχο (1972). Παραπέμπει και στο αιλουροειδές-θηρευτή που ετοιμάζεται να κατασπαράξει το θήραμά του, αλλά και στην πολεμική ετοιμότητα των Αζτέκων πολεμιστών (βλ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ο γενναίος Τηλέμαχος, Κέδρος, Αθήνα 1981, σ. 384, 410. Ο Ιαγουάρος ως ζώο περιείχε έντονο συμβολισμό για τους Αζτέκους, μια και θεωρούνταν κυβερνήτης του ζωικού βασιλείου. Οι Αζτέκοι συγκροτούσαν επίλεκτα σώματα πολεμιστών, τους Ιαγουάρους (βλ. Nicholas J. Saunders, «Predators of Culture: Jaguar Symbolism and Mesoamerican Elites», World Archaeology (104-117), 26(1), 1994, σ. 108).

[123] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα Παιδιά του Κρόνου, Πατάκης, Αθήνα 2018, σ. 12.

[124] Μαρία Ρώτα, «Επίμετρο» (σ. 441-498) στο Αλέξανδρος Κοτζιάς Τα παιδιά του Κρόνου, ό.π., σ. 443.

[125] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα Παιδιά του Κρόνου, ό.π., σ. 12-13.

[126] Στο ίδιο, σ. 12-14.

[127] Στο ίδιο, σ. 15-17.

[128] Στο ίδιο, σ. 19-22, 26

[129] Στο ίδιο, σ. 19, 21, 74.

[130] Στο ίδιο, σ. 19-20.

[131] Στο ίδιο, σ. 42.

[132] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα Παιδιά του Κρόνου, ό.π., σ. 22, 30, 33, 42, 44.

[133] Στο ίδιο, σ. 30-31.

[134] Στο ίδιο, σ. 33-34.

[135] Στο ίδιο, σ. 39-41.

[136] Βενετία Αποστολίδου, «Η μνήμη ως διακύβευμα στον Ιαγουάρο», Νέα Εστία, τχ. 1751 (σ. 822-832), 2002, σ. 826.

[137] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα Παιδιά του Κρόνου, ό.π., σ. 48.

[138] Στο ίδιο, σ. 50

[139] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα Παιδιά του Κρόνου, ό.π., σ. 57.

[140] Στο ίδιο, σ. 55-56.

[141] Στο ίδιο, σ. 58, 62.

[142] Στο ίδιο, σ. 62-63, 65.

[143] Στο ίδιο, σ. 65.

[144] Στο ίδιο, σ. 67.

[145] Στο ίδιο, σ. 68-71.

[146] Στο ίδιο, σ. 73.

[147] Στο ίδιο, σ. 75-76.

[148] Στο ίδιο, σ. 78-81.

[149] Στο ίδιο, σ. 81-83.

[150] Στο ίδιο, σ. 105.

[151] Στο ίδιο, σ. 87-88.

[152] Στο ίδιο, σ. 95-96, 102.

[153] Στο ίδιο, σ. 105-107.

[154] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Εμείς και οι εξουσίες», Γράμματα και τέχνες, τχ. 71/1994.

[155] Δημοσθένης Κούρτοβικ, Η ελιά και η φλαμουριά, Ελλάδα και κόσμος, άτομο και ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020, Πατάκης, Αθήνα 2020, σ. 41-43.

[156] Μαριάννα Τζιάντζη, «Η “Ελένη” του Ν. Γκατζογιάννη και η φωνή της Αμερικής», Ριζοσπάστης, 6.5.1984.

[157] «Ελέν, ΕΠΕΝ, Λεπέν, κ.ά.», Πολιτιστική, 1984.

[158] Σεραφείμ Φυντανίδης, «35 χρόνια μετά τον εμφύλιο. Διάλογος για ένα αμφιλεγόμενο μπεστ-σέλλερ», Ελευθεροτυπία, 3.8.1984.

[159] «Οι προβοκάτορες της εθνικής ομοψυχίας», Η Αυγή, 10.1.1984.

[160] Ο.Ο., «Ποιοι αναξέουν τις πληγές του Εμφυλίου», Η Αυγή, 21.1.1984.

[161] Άγγελος Ελεφάντης, «Ελένη: πέραν των αντιλόγων υπάρχει και η ιστορία», Δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 27, 16.11.1984, σ. 41-44.

[162] Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Έλλειψη ψυχραιμίας», Τα Νέα, 5.4.1986.

[163] Σπύρος Ζουρνατζής, «Η μετά θάνατον δολοφονία της “Ελένης” και της ιστορίας», Εστία, 14-16.4.1984.

[164] Νικ Γκέιτζ, «Προέχει η αλήθεια», Το Βήμα, 18.3.1984.

[165] Τάσος Βουρνάς, «Κράχτης της χρεοκοπημένης εθνικοφροσύνης», Το Βήμα, 18.3.1984.

[166] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Ο συγγραφέας δικαιούται να έχει πολιτική θέση», Το Βήμα, 18.3.1984.

[167] Βασίλης Βασιλικός, «Αναμνήσεις από τον Στρατή Τσίρκα», Η λέξη, τχ. 25/1983, σ. 576-580. Το απόσπασμα αυτό του Βασιλικού, με πολιτικούς χαρακτηρισμούς για συναδέλφους του, αναδημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Ελευθεροτυπία (8.8.1983) και Τα Νέα (13.8.1983) (βλ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μεταπολεμικοί πεζογράφοι», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 55/1988, σ. 3-10).

[168] Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μεταπολεμικοί πεζογράφοι», ό.π., σ. 3-10.

[169] Βιβλίο, Αντί, τχ. 346, 8.5.1987, σ. 57.

[170] Τίτος Πατρίκιος, «5 συγγραφείς προτείνουν», Ένα, τχ. 28, 9.6.1987, σ. 97.

[171] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Το ήθος μιας εποχής», Η Αυγή της Κυριακής, 17.5.1987.

[172] Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Βιβλιοψία», Σχολιαστής, τχ. 55, 1.10.1987, σ. 50.

[173] Π. Ρεζής, «Αλέξανδρου Κοτζιά: “Ιαγουάρος”», Το Τραμ ένα όχημα, τχ. 2, 1987, σ. 105-107.

[174] Κώστας Τσαούσης, «Μια εξωφρενικά αληθινή ιστορία», Έθνος, 10.6.1987.

[175] Γιώργος Βέης, «Αλέξανδρου Κοτζιά, Ιαγουάρος», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 66/1992, σ. 45-46.

[176] Mara Yanni, World Literature Today, Oklahoma USA, Spring 1988.

[177] Νίκος Φωκάς, «Εν παρόδω, βιβλιοκρισίες και σχόλια», Πλανόδιον, τχ. 7, καλοκαίρι 1988, σ. 418-419.

[178] Σπύρος Τσακνιάς, «Ελληνική πεζογραφία 1987. Τα νέα δείγματα γραφής στη λογοτεχνία τη χρονιά που πέρασε», Η Καθημερινή, 24.12.1987.

[179] Κώστας Σταματίου, «Οικογενειακαί ιστορίαι…», Ταχυδρόμος, τχ. 27, 2.6.1987.

[180] Μιχάλης Μόσχος, «Μνήμες και τραύματα του “Ιαγουάρου”. Ο εμφύλιος σπαραγμός, θέμα της τελευταίας νουβέλας του Αλεξ. Κοτζιά». Α΄ και Β΄, Η Καθημερινή, 13.8.1987 και 20.8.1987.

[181] Αγγελική Κώττη, «Ιαγουάρος», Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 7.6.1987.

Κύλιση στην κορυφή