Εκτεινόμενο σε ένα χρονικό άνυσμα μεγαλύτερο των πενήντα χρόνων, το φιλολογικό έργο του Αλέξη Πολίτη χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από την θεματική ευρύτητά του, καθώς περικλείει μέσα του το σύνολο σχεδόν της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τις απαρχές της μέχρι σήμερα. Από τα ακριτικά τραγούδια και τον Ερωτόκριτο μέχρι τον Σεφέρη, τον Αναγνωστάκη, τον Μανουσάκη ή τον Σαββόπουλο, ο Πολίτης έχει καταπιαστεί με μια πληθώρα θεμάτων της νεοελληνικής φιλολογίας.
Ωστόσο δεν θα αδικούσαμε την πολυμέρεια του έργου του, αν λέγαμε ότι ο σκληρός πυρήνας του είναι ο 19ος αιώνας, τον οποίο ο Πολίτης έχει ερευνήσει με τέτοια συστηματικότητα και επιμονή, ώστε δικαίως να θεωρείται σήμερα ένας από τους κορυφαίους μελετητές του. Φυσικά η έννοια του 19ου αιώνα χρειάζεται κάποιες διευκρινίσεις εδώ, εφόσον ο Πολίτης δεν τον ορίζει χρονολογικά αλλά μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας των ιδεών. Όπως μας λέει ο ίδιος στο βιβλίο του Ρομαντικά Χρόνια, το αντικείμενο της μελέτης του είναι ο «μακρύς 19ος αιώνας», ο οποίος σε ευρωπαϊκό επίπεδο εκτείνεται από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε ελληνικό επίπεδο από τη δεκαετία του 1790 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922[1]Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων, 1998, σ. 11.. Ήδη από τις χρονολογικές σημάνσεις κατανοούμε ότι ο «μακρύς 19ος αιώνας» αφορά τη γένεση του νεωτερικού δυτικού κόσμου, όπως προέκυψε μέσα από μια σειρά επαναστατικών πολέμων και κοινωνικών ανακατατάξεων, οι οποίες περικλείουν μέσα τους τη διάλυση των θεοκρατικών αυτοκρατοριών του παρελθόντος και τη δημιουργία των νεότερων εθνικών κρατών, τη γέννηση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, την άνοδο και την εδραίωση της αστικής τάξης ως κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης, την επικράτηση του καπιταλισμού και του οικονομικού φιλελευθερισμού, την άνθιση των φυσικών επιστημών και τεχνολογιών με την παράλληλη αποδυνάμωση της θρησκείας και της χριστιανικής Εκκλησίας στο όνομα ενός κόσμου πιο ορθολογικού και ανθρωποκεντρικού. Όλα αυτά, δηλαδή, που κατέστησαν τον μακρύ 19ο αιώνα μια αληθινή κοσμογονία και οδήγησαν στη δημιουργία της Ευρώπης, όπως περίπου την ξέρουμε σήμερα. Μιας Ευρώπης, η οποία γεννήθηκε μέσα από τις φλόγες της Γαλλικής Επανάστασης ως ένας κόσμος «ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης των ανθρώπων» για να καταλήξει με τον πιο τραγικό τρόπο στην καταστροφή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου όλες οι ανθρωπιστικές αξίες του μοντέρνου φιλελευθερισμού δοκιμάστηκαν με τον πιο δεινό τρόπο. Κι ό,τι προαναφέραμε για την Ευρώπη ισχύει πολλαπλάσια στην περίπτωση της Ελλάδας, εφόσον ο μακρύς 19ος αιώνας ορίζει κατά κυριολεξία τη στιγμή της δημιουργίας της: αρχικά, με τη σφυρηλάτηση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έπειτα, με την εθνεγερσία του 1821 και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, αργότερα, με τη γεωγραφική και πληθυσμιακή εξάπλωσή του για να φθάσουμε στην καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού το 1922, που σήμανε επίσης το τέλος του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού.
Κάτω από αυτούς τους όρους η γνώση του 19ου αιώνα καταλήγει να γίνεται επίσης ένα είδος αυτογνωσίας για εμάς, καθώς όπως θα πει εμφατικά ο Πολίτης, ο 19οςαιώνας είναι «ο πατέρας μας»[2]Ο.π.. Η φράση του αποτελεί μέρος του ιστορισμού του που καθιστά τη γνώση του παρελθόντος συστατική για την κατανόηση του παρόντος, καθώς για να κατανοήσουμε το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, θα πρέπει πρώτα να δούμε πως φθάσαμε ως εδώ: να κοιτάξουμε πίσω στο παρελθόν και να ανασυγκροτήσουμε την διαδρομή που μας έφερε ως εδώ. Κι οφείλουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο όχι μόνο για χάρη του παρελθόντος αλλά και του παρόντος και του μέλλοντος, εφόσον μόνον αφού κατανοήσουμε πως φθάσαμε ως εδώ, ίσως να σχηματίσουμε και μια ιδέα για το πώς θα πορευθούμε από δω και πέρα.
Κάθε άλλο παρά ανενεργός, επομένως, ο 19ος αιώνας ή, τουλάχιστον, ένα κομμάτι του, συνεχίζει να μας καθορίζει σε επίπεδο νοοτροπιών και αντιλήψεων, ώστε κάθε βλέμμα μας σε αυτόν να επιστρέφει πίσω και να αντανακλά πάνω μας. Κι επειδή ακριβώς μας καθορίζει και μας αφορά, η ιστορική ματιά του Πολίτη καταλήγει να είναι επίσης κριτική και πολιτική, καθώς δεν περιορίζεται απλώς στο να αναπαριστά τον 19ο αιώνα αλλά και να τον κρίνει, να τον αξιολογεί και να αναθεωρεί τους ιδεολογικούς μύθους του που εξέθρεψαν τον ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό. Με αυτή την έννοια, το έργο του Πολίτη πάνω στον 19ο αιώνα δεν είναι στενά φιλολογικό, αν με αυτό εννοούμε απλώς την ανάλυση και την ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων. Αντλώντας γόνιμα από τη φιλολογία, την ιστορία, τη λαογραφία ή την κοινωνική ανθρωπολογία, ο Πολίτης προσεγγίζει τον 19ο αιώνα πρωτίστως ως ένας «ιστορικός των ιδεών». Ο ίδιος εξάλλου έχει δηλώσει στο παρελθόν «φιλόλογος με ενδιαφέροντα και προβληματική ιστορική». Κι αυτός είναι ένας ορισμός που, μεταξύ άλλων, αποτυπώνει τη γόνιμη μαθητεία του στον κύκλο του Κ.Θ. Δημαρά κι αργότερα, κατά τη διάρκεια της ελληνικής δικτατορίας, στο Παρίσι και στον κύκλο του Φίλιππου Ηλιού, του Σπύρου Ασδραχά, του Βασίλη Παναγιωτόπουλου. Στον κύκλο, δηλαδή, μιας ανανεωτικής και φιλελεύθερης Αριστεράς που, κάτω από το τραύμα της χούντας, αναμετρήθηκε με την αστική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα και επιχείρησε να ανασκευάσει τους εθνοκεντρικούς μύθους της. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου αναθεωρητισμού, ο Πολίτης προσεγγίζει τα λογοτεχνικά κείμενα για να αναδείξει πίσω από αυτά ιδεολογικές νοοτροπίες και αντιλήψεις, καθώς δεν μελετά τη λογοτεχνία μόνον ως αισθητικό αλλά και ως ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο. Όχι άδικα, εφόσον η γέννηση των εθνικών κρατών στον 19ο αιώνα σήμανε επίσης τη γέννηση των νεότερων εθνικών λογοτεχνιών, όπου η λογοτεχνία καλούνταν να εξυπηρετήσει εθνικούς στόχους και να συνδράμει στη διάπλαση μιας καλύτερης και δικαιότερης κοινωνίας, δεδομένου ότι η πολιτική αναγέννηση των νεότερων εθνών δεν θα είχε καμία αξία αν δεν συνοδευόταν από μια αντίστοιχη πολιτισμική αναγέννηση στα πεδία των γραμμάτων και των τεχνών. Με έναν τρόπο άγνωστο στον 18ο ή στον 20ό αιώνα, ο 19ος αιώνας δεν ήταν μόνον η ώρα των εθνικών κρατών αλλά και των εθνικών ποιητών, καθώς, όπως το θέτει στον τίτλο του τελευταίου βιβλίου του ο Πολίτης για την περίοδο 1821-1831, «μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούργια λογοτεχνία»[3]Αλέξης Πολίτης, 1821-1831. Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2021..
Στην αφήγηση του Πολίτη για τον 19ο αιώνα, μεγάλο μέρος καταλαμβάνει το δημοτικό τραγούδι και ευρύτερα αυτό που ονομάζουμε «λαϊκό πολιτισμό». Η επιστημονική συμβολή του σε αυτό το πεδίο είναι τεράστια, εφόσον πρώτος αυτός έφερε στην επιφάνεια και μελέτησε με συστηματικότητα τη γενέθλια στιγμή της ανακάλυψης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών το 1824 από τον Γάλλο λόγιο Claude Fauriel, υπενθυμίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι, όπως η ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας, έτσι και η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών ήταν αρχικά τουλάχιστον περισσότερο μια ευρωπαϊκή παρά ελληνική υπόθεση[4]Βλ. Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Αθήνα: Θεμέλιο, 1984.. Αλλά μια υπόθεση σημαντική για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας, εφόσον, στα χνάρια του ευρωπαϊκού εθνισμού, η νεότερη Ελλάδα δεν άντλησε τα πρότυπά της μόνον από την αρχαία Ελλάδα, αλλά και από τον λαϊκό πολιτισμό του χριστιανικού Μεσαίωνα που ήταν η μήτρα των δημωδών γλωσσών της νεότερης Ευρώπης.
Σε ένα πρώτο επίπεδο ο Πολίτης έχει μελετήσει το λαϊκό τραγούδι στην αυτονομία του, τη μορφολογία, τη θεματική, την τραγουδιστική και χορευτική τελετουργία του που είτε πλαισιώνει μια πράξη είτε επιτελεί από μόνο του μια πράξη[5]Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2010, σ. 20.. Ο κυριότερος ωστόσο όγκος της δουλειάς του επικεντρώνεται σε αυτό που ο ίδιος ονομάζει «δεύτερη ζωή των δημοτικών τραγουδιών»[6]Ο.π., σ. 233. κι αφορά την πρόσληψη και αφομοίωσή τους από την ελληνική και ευρωπαϊκή λογιοσύνη του 19ου αιώνα. Εστιάζοντας στο πέρασμα από τον προφορικό και τελετουργικό κόσμο της υπαίθρου στον εγγράμματο και σιωπηλό κόσμο των βιβλίων, ο Πολίτης έχει μελετήσει διεξοδικά την ενσωμάτωση του λαϊκού πολιτισμού από τη λόγια διανόηση και τις αναπόφευκτες αλλαγές που επέφερε αυτή η ζύμωση τόσο στον λαϊκό όσο και στον λόγιο κόσμο. Έχει επίσης αναδείξει περισσότερο από τον καθένα τις παραχαράξεις και παραμορφώσεις που επέφερε η μεταγραφή των τραγουδιών από τους λόγιους εκδότες τους, εξυπηρετώντας έναν διττό στόχο: πρώτον, την ενσωμάτωση των χωριάτικων ή λαϊκών τραγουδιών στον εθνικό λογοτεχνικό κανόνα και μάλιστα ως μια γενέθλια στιγμή της νεοελληνικής ποίησης, από την οποία θα όφειλαν να εμπνέονται οι λόγιοι ποιητές. Και δεύτερον, η ένταξη κυρίως των κλέφτικων τραγουδιών στο ρομαντικό αφήγημα της Μεγάλης Ιδέας και μάλιστα με έναν τρόπο που ένωνε αρχαία, μέση και νέα Ελλάδα. Το κυριότερο ωστόσο σε όλα αυτά είναι ότι με την αναδίφησή του στο αρχείο Fauriel και τη δίτομη επανέκδοση της συλλογής του που έφερε στην επιφάνεια ένα πλήθος ανέκδοτων τραγουδιών από το εν λόγω αρχείο[7]Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τ. Α΄- Β΄, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 1999., ο Πολίτης επιτέλεσε ένα σημαντικότατο έργο στον χώρο της μελέτης των δημοτικών τραγουδιών, με έναν τρόπο που νομίζω ότι θα έκανε περήφανο τον παππού του και γενάρχη της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη, αλλά και την κορυφαία λαογράφο και καθηγήτριά του, Άλκη Κυριακίδου Νέστορος.
Περνώντας από το δημοτικό τραγούδι στον καθαυτό κόσμο της ελληνικής λογιοσύνης, μεγάλο μέρος των εργασιών του Πολίτη είναι εστιασμένο στον ελληνικό Διαφωτισμό, όπου, όπως το συνηθίζει, φέρνει στην επιφάνεια πλήθος αγνώστων στοιχείων, μαρτυριών, κειμένων, επιστολών, προσώπων, τα οποία εμπλουτίζουν και βελτιώνουν την εικόνα μας για τον προ-επαναστατικό ελληνισμό εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο από όλες αυτές τις εργασίες θα ξεχώριζα εκείνες για τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Ρήγα, όπου ο Πολίτης με απαράμιλλη διαύγεια αφηγείται τη γενέθλια στιγμή ενός στοχαστικού φιλελευθερισμού που, εθνικός και διεθνικός μαζί, έθετε τις βάσεις ενός γνήσιου δημοκρατισμού[8]Βλ. ενδεικτικά, Αλέξης Πολίτης, «Κοραής και Φωριέλ», Ο Ερανιστής, 11, 1974, 264-295. Αλέξης Πολίτης, «Αν ήρχιζεν μετά είκοσι χρόνους… Ο Κοραής, οι κοινωνικές ιδέες του Διαφωτισμού και η Ελληνική Επανάσταση», Ο Ερανιστής, 26, 2007, 241-254. Αλέξης Πολίτης, «Ο Ρήγας και η λογοτεχνία», Παλίμψηστον, 25, 2010, 129-139.. Κι αν, με εξαίρεση τον Ρήγα, ο δημοκρατισμός αυτός δεν αξιοποιήθηκε ποιητικά στα χρόνια του Διαφωτισμού, δημιούργησε ωστόσο τη μεγάλη πατριωτική ποίηση των επαναστατικών χρόνων, με κορυφαίο όλων τον Διονύσιο Σολωμό. Μελετώντας μάλιστα το πέρασμα από τον ντεϊσμό του Ρήγα στον ανθρωποκεντρικό χριστιανισμό του Σολωμού, ο Πολίτης έχει αναδείξει τις αλλαγές που επέφερε αυτός ο φιλελευθερισμός, όχι μόνο στην πολιτική ή ποιητική, αλλά και τη θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων[9]Βλ. Αλέξης Πολίτης, «Οι Θούριοι του Ρήγα και ο Υμνος του Σολωμού. Εθνικοί και κοινωνικοί τόποι», Κονδυλοφόρος, 4, 2005, 19-29, καθώς και Αλέξης Πολίτης, «Με της ποίησης τα άλογα λυμένα. Η απορρόφηση της θρησκευτικής πίστης στην ποιητική έκφραση του Σολωμού», Ο Ερανιστής, 25, 2005, 245-260..
Ωστόσο ,όπως σε όλη την Ευρώπη έτσι και στην Ελλάδα, τον Διαφωτισμό ακολούθησε ο ρομαντισμός, ο οποίος μετατόπισε το κέντρο βάρους από τον ορθολογισμό στο συναίσθημα, από τον θετικισμό στον ιδεαλισμό κι από την επιστημονική ανάλυση στην καλλιτεχνική φαντασία. Εντάσσοντας ρητά τον εαυτό του στο διαφωτιστικό στρατόπεδο[10]Αλέξης Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, Αθήνα: Πόλις, 2000, σ. 210., ο Πολίτης αντιμετωπίζει με περίσκεψη τα αποτελέσματα του ρομαντισμού, ειδικά στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος από το 1830 και μετά, καθώς, παρά τον αρχικό φιλελευθερισμό του, ο ρομαντισμός οδήγησε σταδιακά το ελληνικό έθνος στον θρησκευτικό και πολιτικό συντηρητισμό, στην εθνική εσωστρέφεια και τον απομονωτισμό της Μεγάλης Ιδέας. Επιχειρώντας όχι μόνον να απομυθοποιήσει αλλά και να καταλάβει, ο Πολίτης αποδίδει αυτή τη μεταστροφή σε μια σειρά παραγόντων, όπως ήταν η υποχώρηση του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, η φιλοτουρκική πολιτική των Άγγλων και των Γάλλων μπροστά στον φόβο της ρωσικής επέκτασης στη Μεσόγειο ή η ανάδυση των βαλκανικών εθνικισμών με κυριότερο τον βουλγαρικό[11]Αλέξης Πολίτης, Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος, 1830-1880, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2017, σ. 16.. Όμως πάνω από όλα η μήτρα του ελληνικού εθνικισμού ήταν τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα ενός νέου έθνους που, χρεοκοπημένο και κατεστραμμένο από τον δεκαετή αγώνα της ανεξαρτησίας αλλά και βαθιά διχασμένο από τους εμφύλιους πολέμους του, καλούνταν να δημιουργήσει ένα νέο κράτος από το μηδέν. Σε σχέση με τα οράματα και τις ελπίδες που είχε εκθρέψει ο αγώνας του 1821, αυτό που βίωναν οι απελευθερωμένοι Έλληνες ήταν μια εφιαλτική πραγματικότητα, η οποία μοιραία τους οδηγούσε στην άρνησή της και τον ρομαντικό μεγαλοϊδεατισμό. Ανίκανοι να δεχτούν την πραγματικότητα ως έχει, οι Έλληνες δημιούργησαν για τους εαυτούς τους τον μύθο του περιούσιου έθνους που, ως γνήσιος κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας, έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στην Ευρώπη και που, ως γνήσιος απόγονος του Βυζαντίου, εκχριστιάνισε την Ανατολή, ώστε να θεωρεί ότι ενώνει Δύση και Ανατολή, χωρίς να ανήκει αποκλειστικά σε καμία από τις δύο. Κι αυτός ο μεγαλόσχημος εθνικισμός δεν καθόρισε μόνο την κοινωνική φυσιογνωμία του νεοελληνικού κράτους αλλά και τη λογοτεχνία του, η οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χαρακτηρίστηκε από την αισθητική μετριότητά της, και που, όπως επισημαίνει ο Πολίτης, ενώ ξεκίνησε με ευρωπαϊκές και κοσμοπολίτικες διαθέσεις, κατέληξε βαθιά εθνοκεντρική και συντηρητική. Μια λογοτεχνία, η οποία σταδιακά τροποποίησε το γλωσσικό της όργανο επί το αρχαϊκότερο και πέρασε από τη δημοτική στην καθαρεύουσα σε μια προφανή προσπάθεια να επανασυνδεθεί με το αρχαιοελληνικό μεγαλείο, αλλά και να θαμπώσει τους Ευρωπαίους, καθώς πίσω από τον αριστοκρατισμό της καθαρεύουσας ο Πολίτης διαβλέπει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των Ευρωπαίων, τους οποίους επιχειρούσαμε να πείσουμε ότι διαθέτουμε μια υψηλή παιδεία και λογοτεχνία ισάξια με τη δική τους. Αν, όπως σημειώνει ο ίδιος, η αρχαία Ελλάδα ήταν το έσχατο όπλο μας απέναντι στους Ευρωπαίους που εν τω μεταξύ είχαν αλλάξει την πολιτική τους απέναντί μας, τότε επόμενο ήταν να δημιουργήσουμε μια λογοτεχνία με αρχαιοπρεπές περίβλημα για να τους δείξουμε ότι, ως γνήσιοι απόγονοι και συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων, είχαμε θέση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι κι άρα ότι αποτελούσαμε ισότιμους συνομιλητές τους[12]Ο.π., σ. 431.. Επιδιώκοντας την αναγνώριση των επιτευγμάτων και των δίκαιών μας από τους Ευρωπαίους, ο αντιευρωπαϊσμός μας ήταν σύμπτωμα μιας δουλικής εξάρτησης από την Ευρώπη, την οποία αντιγράφαμε στον τύπο αλλά ποτέ στην ουσία. Το τραγελαφικό αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν μια μεγαλόστομη λογοτεχνία που, κενή περιεχομένου, δεν άντεξε στον χρόνο, καθώς εξυπηρετώντας τις ιδεολογικές ανάγκες και φαντασιώσεις της εποχής της, παρήλθε με τη λήξη της εποχής που τη γέννησε.
Ουσιαστικά, πέρα από τις φωτεινές εξαιρέσεις του Αδαμάντιου Κοραή και του Διονύσιου Σολωμού, οι οποίοι, διόλου τυχαία, αντιμετωπίστηκαν περισσότερο ως ξένοι ή Ευρωπαίοι παρά ως Έλληνες συγγραφείς, η έξοδος από τον ρομαντικό μεγαλοϊδεατισμό ήταν το έργο μιας άλλης γενιάς, αυτής του Παλαμά και των συγχρόνων του, που συνέβαλε τα μέγιστα στην επικράτηση της δημοτικής όχι μόνον στον ποιητικό αλλά και τον πεζό λόγο, και όπου κάτω από ένα πλήθος παραγόντων, με κυριότερο τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη, έθεσε τις βάσεις μιας άλλης λογοτεχνίας, εθνικής και ευρωπαϊκής μαζί[13]Ο.π., σ. 429-430.. Και κυρίως μιας λογοτεχνίας με αισθητικές αξιώσεις είτε μέσα από τον ηθογραφικό ρεαλισμό ενός Βιζυηνού ή ενός Παπαδιαμάντη, είτε μέσα από την εντελώς μοναδική περίπτωση ενός Καβάφη, είτε μέσα από την χαμηλόφωνη ποίηση του συμβολισμού που κορυφώθηκε με τον Καρυωτάκη, του οποίου η αυτοκτονία κατά κάποιον τρόπο σφραγίζει ποιητικά τη λήξη του μακρύ 19ου αιώνα.
Αυτά νομίζω είναι μερικά πολύ βασικά σημεία της αφήγησης του Πολίτη για τον 19ο αιώνα ή όσα, τουλάχιστον, θα μπορούσε να συμπυκνώσει κανείς στο πλαίσιο μιας σύντομης παρουσίασης που ήδη πλησιάζει στο τέλος της. Αλλά φυσικά υπάρχουν ένα σωρό άλλα σημεία, καθώς πέρα από τη λογοτεχνία και την κριτική, ο Πολίτης έχει εντρυφήσει σε ένα πλήθος θεμάτων του 19ου αιώνα, όπως το θέατρο, οι μεταφράσεις, οι ποιητικές ανθολογίες, ο περιοδικός τύπος, η εκδοτική κίνηση, οι κατάλογοι των βιβλιοπωλείων, το αναγνωστικό κοινό. Το κυριότερο όμως σε όλα αυτά είναι ότι από τα κείμενα του Πολίτη υπάρχει πάντα κάτι να μάθουμε που δεν ξέραμε ή, που κι αν ξέραμε, το μαθαίνουμε καλύτερα από αυτόν, καθώς γοητευτικός ως πανεπιστημιακός δάσκαλος είναι επίσης γοητευτικός ως αφηγητής και συγγραφέας μέσα από έναν λόγο στοχαστικό, νηφάλιο, μετριοπαθή, φιλικό προς τον αναγνώστη, που ακόμη κι όταν απομυθοποιεί, δεν δογματίζει. Ένας λόγος που περισσότερο προτείνει παρά επιβάλλει, στο πλαίσιο, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος, μιας «μη θεωρητικής θεωρίας» που προσαρμόζει τον εαυτό της στα εμπειρικά δεδομένα αντί για το αντίστροφο[14]Βλ. Αλέξης Πολίτης, Αποτυπώματα του χρόνου. Ιστορικά δοκίμια για μια μη θεωρητική θεωρία, Αθήνα: Πόλις, 2006.. Κι όλα αυτά, όπως λέει ο ίδιος, σε μια προσπάθεια να κλείσει τους λογαριασμούς του με τον 19ο αιώνα αλλά που, ως φαίνεται, μένουν πάντα ανοιχτοί, καθώς περισσότερο από μια υπόθεση αρχείου, ο 19ος αιώνας παραμένει ανοικτός και συνεχίζει να μας καθορίζει. Έχει φροντίσει άλλωστε ο ίδιος να κρατήσει ανοιχτούς αυτούς τους λογαριασμούς μέσα από μια σειρά νέων επιστημόνων που δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια και που με τις διδακτορικές διατριβές τους συνεχίζουν γόνιμα το έργο του στον μακρύ 19ο αιώνα. Ένα έργο το οποίο γενναιόδωρα ο ίδιος απέδωσε στα «καλά περιβάλλοντα», στα οποία μεγάλωσε και μαθήτευσε[15]Αλέξης Πολίτης, «Καλά περιβάλλοντα», στο Λόγος και χρόνος στη νεοελληνική γραμματεία. Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2015, σ. 791-795.. Αλλά, θα πρόσθετα, και στα καλά περιβάλλοντα που ο ίδιος δημιούργησε είτε στις πανεπιστημιακές αίθουσες είτε στα κείμενά του για όλους εμάς, μαθητές και συνάδελφους, φίλους και αναγνώστες του.
Υποσημειώσεις[+]
↥1 | Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων, 1998, σ. 11. |
---|---|
↥2 | Ο.π. |
↥3 | Αλέξης Πολίτης, 1821-1831. Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2021. |
↥4 | Βλ. Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Αθήνα: Θεμέλιο, 1984. |
↥5 | Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2010, σ. 20. |
↥6 | Ο.π., σ. 233. |
↥7 | Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τ. Α΄- Β΄, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 1999. |
↥8 | Βλ. ενδεικτικά, Αλέξης Πολίτης, «Κοραής και Φωριέλ», Ο Ερανιστής, 11, 1974, 264-295. Αλέξης Πολίτης, «Αν ήρχιζεν μετά είκοσι χρόνους… Ο Κοραής, οι κοινωνικές ιδέες του Διαφωτισμού και η Ελληνική Επανάσταση», Ο Ερανιστής, 26, 2007, 241-254. Αλέξης Πολίτης, «Ο Ρήγας και η λογοτεχνία», Παλίμψηστον, 25, 2010, 129-139. |
↥9 | Βλ. Αλέξης Πολίτης, «Οι Θούριοι του Ρήγα και ο Υμνος του Σολωμού. Εθνικοί και κοινωνικοί τόποι», Κονδυλοφόρος, 4, 2005, 19-29, καθώς και Αλέξης Πολίτης, «Με της ποίησης τα άλογα λυμένα. Η απορρόφηση της θρησκευτικής πίστης στην ποιητική έκφραση του Σολωμού», Ο Ερανιστής, 25, 2005, 245-260. |
↥10 | Αλέξης Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, Αθήνα: Πόλις, 2000, σ. 210. |
↥11 | Αλέξης Πολίτης, Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος, 1830-1880, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2017, σ. 16. |
↥12 | Ο.π., σ. 431. |
↥13 | Ο.π., σ. 429-430. |
↥14 | Βλ. Αλέξης Πολίτης, Αποτυπώματα του χρόνου. Ιστορικά δοκίμια για μια μη θεωρητική θεωρία, Αθήνα: Πόλις, 2006. |
↥15 | Αλέξης Πολίτης, «Καλά περιβάλλοντα», στο Λόγος και χρόνος στη νεοελληνική γραμματεία. Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη, Ηράκλειο: Π.Ε.Κ., 2015, σ. 791-795. |