Αλέξανδρος Μηλιάς, Απ’ την Αθήνα φάντασμα, Πατάκης, Αθήνα 2025.
Κάθε λεπτό της ισχύος της, η ανθρώπινη συνθήκη είναι κρισιακή. Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι κάποιες εποχές αγγίζουν τα όρια του κορεσμού, με διευρυμένους πολέμους και εκτοπισμούς, οικολογικές καταστροφές και διάβρωση πάσης φύσεως θεσμών. Η λογοτεχνία, έχοντας το πλεονέκτημα έναντι των άλλων τεχνών να γίνεται εξαιρετικά στοχευμένη, συνήθως ανασυγκροτείται σε τέτοιες περιόδους ως μια ζωτική πολιτισμική έκφραση. Αυτή τη στιγμή, από το Κίεβο μέχρι τη Γάζα, από την Αθήνα μέχρι την Ουάσινγκτον, πλήθος ποιητών χρησιμοποιεί τους στίχους ως μέσο μαρτυρίας και διαμαρτυρίας, «ενεργητικής» ή παθητικής αντίστασης και κινητοποίησης της συλλογικής φαντασίας. Η αναγκαιότητα αυτής της ποίησης είναι προφανής: όταν εικόνες βομβαρδισμένων νοσοκομείων, πνιγμένων μεταναστών ή φλεγόμενων δασών κατακλύζουν τους κόμβους πληροφοριών με τρομακτική αμεσότητα, η ανάγκη για μια αντι-γλώσσα γίνεται σχεδόν ηθικό καθήκον. Η ποίηση, με τη συμπύκνωση της σκέψης και την ικανότητά της να μεταδίδει συγκινησιακή ένταση, φαίνεται να διαθέτει τον ιδανικό εξοπλισμό ώστε να αμφισβητήσει την επίπεδη ρητορική των επίσημων ανακοινώσεων και των δελτίων ειδήσεων. Ωστόσο, η ίδια η αίσθηση του κατεπείγοντος ενέχει κινδύνους: η πολιτική/κοινωνική ποίηση σήμερα συχνά ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πόλους: στην αναγκαία παρέμβαση και στη βεβιασμένη, επιδεικτική προβολή.
Η αναγκαιότητα της πολιτικής/κοινωνικής ποίησης στη σημερινή συγκυρία είναι αναντίρρητη. Ένοπλες συγκρούσεις όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ή ο πόλεμος στη Γάζα δεν παρήγαγαν μόνο τεράστιες ανθρωπιστικές καταστροφές, αλλά αποκάλυψαν και την ανεπάρκεια του επίσημου λόγου. Οι αναφορές και οι στατιστικές, όσο απαραίτητες κι αν είναι, σπάνια αποτυπώνουν την εμπειρία του τρόμου, της απώλειας και της εξορίας. Φωνές όπως του Ουκρανού Σέρχι Ζαντάν ή του Παλαιστίνιου Μοσάμπ Αμπού Τόχα καθίστανται διεθνώς αναγνωρίσιμες –με το βοήθημα της δυτικής πρόσληψης– ακριβώς επειδή αρθρώνουν αυτό που υπερβαίνει τη γλώσσα της δημοσιογραφίας: την αισθητηριακή αμεσότητα των σειρήνων, τη σιωπή των ερειπίων, την παράδοξη αντοχή της καθημερινότητας μέσα στην καταστροφή. Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της προσφυγικής κρίσης στη Μεσόγειο, η ποίηση λειτούργησε ως μαρτυρία και ταυτόχρονα ως κατηγορία, αρνούμενη να αφήσει τα πτώματα στη θάλασσα να παραμείνουν απλοί αριθμοί σε εκθέσεις της Frontex ή της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ποίηση λειτουργεί πράγματι ως αναγκαιότητα, ως πράξη μνήμης ενάντια στη λήθη. Κι ωστόσο, η ίδια αίσθηση του επείγοντος που προσδίδει δύναμη στην πολιτική ποίηση μπορεί και να την αποδυναμώσει. Η ταχύτητα του σημερινού ψηφιακού περιβάλλοντος ωθεί τους ποιητές να παράγουν άμεσες αντιδράσεις σε κρίσεις, συχνά σε πραγματικό χρόνο, προκειμένου να «είναι επίκαιροι». Ένα ποίημα που ανεβαίνει στο Instagram λίγες ώρες ύστερα από έναν βομβαρδισμό ή μια σφαγή μπορεί να διαδοθεί ευρέως, αλλά αυτή η αμεσότητα ενέχει τον κίνδυνο της αισθητικής επιπολαιότητας. Συχνά, τέτοια έργα μοιάζουν με λυρικά δελτία τύπου: κείμενα που απλώς αναπαράγουν τη δημόσια οργή χωρίς να προσφέρουν ουσιαστική εμβάθυνση. Καμιά φορά, η αυτοπαρουσίαση του ποιητή ως «πολιτικά ευαισθητοποιημένου» μοιάζει σημαντικότερη από το ίδιο το γεγονός. Έτσι, ένα μέρος της ζωντανής, τωρινής ποίησης υποκύπτει στην ντεμποριανή «κοινωνία του θεάματος», σε μια οικονομία της ορατότητας, όπου οι δράσεις της ενσυναίσθησης εκτελούνται, καταναλώνονται και λησμονούνται.
Η ένταση ανάμεσα στην αναγκαιότητα και στην επιδειξιομανία δεν είναι απλώς αισθητική· είναι πολιτική. Το να σπεύδει κανείς στον στίχο χωρίς αναστοχασμό σημαίνει να αναπαράγει τη λογική της επιτάχυνσης που συντηρεί πολλές από τις σημερινές κρίσεις. Η κλιματική καταστροφή, για παράδειγμα, είναι προϊόν της ταχύτητας (της βιομηχανικής επιτάχυνσης, του εξορυκτικού καπιταλισμού, του πολιτισμού του «τώρα»). Μια πολιτική/κοινωνική ποίηση που μιμείται αυτή την ταχύτητα φλερτάρει με τη συνενοχή. Αντίθετα, έργα που αντιστέκονται στη βιασύνη (αργά, στοχαστικά, πολυεπίπεδα) μπορεί να μοιάζουν αρχικά «εκτός χρόνου», αλλά διασώζουν τη δυνατότητα της διάρκειας. Ο Αντόρνο είχε τα δίκια του: η τέχνη οφείλει να αντιστέκεται στον πειρασμό της προπαγάνδας αν θέλει να διατηρήσει την αλήθεια της. Τα ποιήματα που αντέχουν είναι συχνά αυτά που «καθυστερούν» (όχι απαραιτήτως χρονικά), περιπλέκουν και αρνούνται την ψευδή παρηγορία της στιγμιαίας κάθαρσης.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως επιστροφή σε μια απολιτική αισθητικοκρατία. Αντίθετα, η πολιτική/κοινωνική ποίηση παραμένει και εκφέρεται ως κατεπείγουσα ανάγκη: αρκεί να σκεφτεί κανείς την ποιητική σύνθεση Citizen: An American Lyric (Graywolf Press, 2014) της Κλόντια Ράνκιν, που έκανε τεράστια αίσθηση, αναδιαμορφώνοντας τον δημόσιο διάλογο γύρω από τη φυλετική βία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή τους στίχους της (Βρετανίδας, γεννημένης στην Κένυα, από γονείς Σομαλούς) Γουάρσαν Σάιρ, που κυκλοφόρησαν ευρέως κατά την προσφυγική κρίση στη Συρία, δίνοντας μια οικεία φωνή στον εκτοπισμό, μεταξύ των οποίων το δημοφιλές ποίημα «Home», που ξεκινάει με τους συνταρακτικούς στίχους: «No one leaves home unless home is the mouth of a shark. You only/ run for the border when you see the whole city running as well. The/ boy you went to school with, who kissed you dizzy behind the old tin/ factory, is holding a gun bigger than his body. You only leave home/ when home won’t let you stay». Τέτοιου είδους περιπτώσεις αποδεικνύουν ότι η ποίηση μπορεί να παρέμβει δυναμικά χωρίς να υποκύψει στη γοητεία της σπασμωδικής, υπερσυναισθηματικής αντίδρασης. Η δύναμή τους έγκειται ακριβώς στην ισορροπία ανάμεσα στην αμεσότητα και στον στοχασμό, στην επικαιρότητα και στη βαθιά επεξεργασία.
Με λίγα λόγια, η σύγχρονη πολιτική/κοινωνική ποίηση αντιμάχεται διαρκώς την παραδοξότητα του εαυτού της, αντιμετωπίζει διαρκώς το αίτημα του κατεπείγοντος πλην όχι βεβιασμένου, τη δεκτικότητα στη στράτευση πλην όχι στην επιδειξιομανία, την ανάγκη να είναι έγκαιρη (και ίσως έγκυρη) αλλά και ανθεκτική στην τυραννία του «χρονοδιαγράμματος» των κοινωνικών δικτύων και των μέσων πληροφόρησης. Το ζήτημα δεν είναι να διαγωνιστεί τα ειδησεογραφικά πρακτορεία (πολλώ δε μάλλον να τροφοδοτήσει την προβληματική της πληροφορίας που πλέον ολοένα και περισσότερος κόσμος αναγνωρίζει ως έγκαιρη και έγκυρη εάν την αντλεί από τα κοινωνικά δίκτυα και όχι από επίσημους φορείς), αλλά να προσφέρει ό,τι δεν προσφέρουν εκείνα: αμφισημία, αντήχηση και καλλιέργεια μνήμης. Η ποίηση ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητά της όταν αρνείται να γίνει βάιραλ, όταν διατηρεί την ικανότητά της να «ταράζει», να αντέχει και να μετασχηματίζει. Τα κριτήρια με τα οποία αναγνωρίζεται μια τέτοια ποίηση είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία.
Διαλέγω ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ποιητική παραγωγή, συγκεκριμένα το βιβλίο του Αλέξανδρου Μηλιά Απ’ την Αθήνα φάντασμα (Πατάκης, Μάρτιος 2025). Το βιβλίο περιλαμβάνει τριάντα ολιγόστιχα, άτιτλα ποιήματα, που μοιάζουν με αμφίβια (οργανικά συνδεδεμένα και αυτοτελή) μέρη μιας ενιαίας σύνθεσης. Πρόκειται για ένα βιβλίο που προσεγγίζει μια ιδανικότερη έκφανση του πολικού/κοινωνικού, σαν την προαναφερόμενη, εντούτοις το πρώτο στοιχείο που το καθιστά αξιοπρόσεκτο παράδειγμα είναι το γεγονός πως ο χαρακτήρας του αυτός δεν είναι προφανής, τουλάχιστον όχι σε μια αρχική, επιδερμική επαφή.
Κατά πρώτον, απουσιάζουν όλα τα τεχνάσματα τα οποία συνηθέστερα χρησιμοποιούνται από τους ποιητές που πασχίζουν να γνωστοποιήσουν, να επιβάλουν και να νομιμοποιήσουν (όχι απαραιτήτως με αυτή τη σειρά) από μόνοι τους τον πολιτικό/κοινωνικό χαρακτήρα ενός βιβλίου τους (όπως ο ντοκιμαντερίστικος λόγος, το παιχνίδι ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εσύ», με έντονη παρουσία του δεύτερου ενικού/πληθυντικού, ένας περιγραφικός ή παραπεμπτικός τίτλος, ακόμα κι ένα φορτισμένο εξώφυλλο) – τεχνάσματα τα οποία δεν έχουν κάτι αρνητικό (ή θετικό) από μόνα τους, αλλά μπορεί ενίοτε να υποθάλπουν μια σπασμωδικότητα. Αντιθέτως, το βιβλίο διατηρεί μια γλωσσική και αισθητική λιτότητα που με μια πρώτη ματιά θα αρκούσε ώστε να το εντάξει κανείς στις σύγχρονες υφολογικές και θεματολογικές τάσεις, όπου το πολιτικό και το κοινωνικό, όταν υφίστανται, μοιράζονται ανάμεσα στην ενδοσκόπηση, στην ψυχογεωγραφία και σε κοσμοσυστημικές αναγωγές. Κι αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι εκείνα τα οποία το βιβλίο εκμεταλλεύεται αντεστραμμένα, με ένα περιεχόμενο τελείως διαφορετικό από το κυρίαρχο.
Κατά δεύτερον, μολονότι ο πολιτικός/κοινωνικός χαρακτήρας του βιβλίου αποκαλύπτεται ευκρινώς κατά την ανάγνωση, με εστίαση στον πόλεμο της Γάζας, η προσέγγιση του θέματος δεν είναι η αναμενόμενη για ένα εν εξελίξει ιστορικό γεγονός, αλλά περισσότερο για ένα γεγονός είτε ολοκληρωμένο, υπό επεξεργασία, είτε άμεσα βιούμενο. Ακόμα κι αν σε αυτό συμβάλλουν το ότι η κατάσταση πολέμου στη Γάζα στην πραγματικότητα συντηρείται επί δεκαετίες και το ότι τα θέματα που αναπόφευκτα εξερευνώνται σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι διαχρονικά και οικουμενικά, και πάλι η απουσία (κακώς εννοούμενης) έντασης στο βιβλίο, ενώ το ιστορικό γεγονός το οποίο επεξεργάζεται συμβαίνει τώρα, το καθιστά ασύμβατο προς τη συνήθη (και φυσιολογική σε έναν βαθμό) σπασμωδική, καταγγελτική, υπερσυναισθηματική ποίηση που παράγεται για τους ίδιους σκοπούς. Το άλμα αυτό, για το βιβλίο, καθιστά την προσέγγιση του θέματός του παράκαμψη στην προσλήψιμη ροή της Ιστορίας.
Τρίτον, η ίδια αυτή προσέγγιση έχει ασυνήθιστη δομή και αισθητικά χαρακτηριστικά, αφού ο πόλεμος στη Γάζα δεν αποτυπώνεται ρεαλιστικά, ούτε μέσω στεγνού πολιτικού/κοινωνικού στοχασμού, ούτε μέσω ψυχολογίας κ.λπ. Ο Μηλιάς χρησιμοποιεί μια σπάνια και σύνθετη μέθοδο: Μιλάει για έναν τόπο μέσα από έναν άλλο τόπο. Μιλάει για τη Γάζα μέσα από την Αθήνα (ή την ελληνική εμπειρία ευρύτερα). Δεν καταγράφει τους στοχασμούς του για τον χειμαζόμενο τόπο, αλλά περιγράφει έναν άνθρωπο που στοχάζεται για τον χειμαζόμενο τόπο περιπλανώμενος σε έναν άλλο τόπο, με όλες τις ανταλλαγές και ωσμώσεις που μπορεί να έπονται.
Κατηφορίζω τη Σταδίου
για να χαθώ στην Πατησίων.
Με τα παράθυρα ανοιχτά
Με γλίτωνε η δροσούλα – όχι πια.
Από τα έρκερ του μοντερνισμού
στην Κοδριγκτώνος πρέζα, κατεβαίνω
μ’ ένα ιστιοφόρο σύμπλοκο
φωνών
μπαρούτι ποίημα,
στη Ράφα κατεβαίνω,
ρίχνω τη διαβάθρα σε φαντάσματα.
(σελ. 14)
Τη μέθοδο αυτή τη συναντούμε σε έργα διαμετρήματος όπως:
— Tης Έρημης Χώρας του Έλιοτ (επίκληση του Λονδίνου, αλλά εμφάνισή του ως διαλυμένου τοπίου, στοιχειωμένου από τον Α΄ ΠΠ∙ αναγωγή γενικώς στην ευρωπαϊκή κατάρρευση, μέσα από τα ερείπια και τα θραύσματα της τοπικής γεωγραφίας∙ προβολή του συλλογικού τραύματος πάνω σε ένα οικείο αστικό τοπίο).
— Του Μνήμη για τη λήθη του Νταρουίς (γραμμένο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βηρυτού το 1982∙ χρήση της καθημερινής ζωής μιας πόλης που βομβαρδίζεται με στόχο την άρθρωση λόγου για την Παλαιστίνη και την εξορία∙ η Βηρυτός καθίσταται έτσι μετωνυμία ενός άλλου αγώνα, ένας τρόπος να παγκοσμοποιηθεί ο πόνος μέσα από την ιδιαιτερότητα του τόπου).
— Του 1 Σεπτεμβρίου 1939 του Όντεν (γραμμένο στη Νέα Υόρκη την παραμονή του Β΄ ΠΠ∙ χρήση της ατμόσφαιρας της πόλης –μπαρ, φώτα, ξένοι– ως πεδίου για σκέψεις πάνω στον φασισμό, στην επιθετικότητα και στην κατάρρευση της Ευρώπης∙ ο ποιητής βρίσκεται σε μια πόλη, αλλά μιλά για έναν άλλο κόσμο, που καίγεται).
— Του Βορρά του Χίνι (ο Χίνι γράφει για τις ταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία χρησιμοποιώντας τις εικόνες των σκελετών που βρέθηκαν σε σκανδιναβικούς βάλτους∙ αυτή η μετατόπιση –το να μιλά για τη βία στην Ιρλανδία μέσω της σκανδιναβικής αρχαιολογίας– δείχνει πώς ένας «μακρινός» τόπος γίνεται το μέσο για να μιλήσει ο ποιητής για το μακελειό που συντελείται μπροστά του).
— Του Άουστερλιτς του Ζέμπαλντ (η αφήγηση τοποθετείται σε Λονδίνο, Πράγα, Αμβέρσα και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά κάθε γεωγραφία είναι μια έκφανση του Ολοκαυτώματος∙ ο λόγος για το τραύμα αρθρώνεται μέσα από περιπλανήσεις ανά τις πόλεις).
— Ή, ακόμα, των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη (η Αλεξάνδρεια ή το Βυζάντιο λειτουργούν ως κωδικοποιημένοι αντικατοπτρισμοί των σύγχρονων του ποιητή εγνοιών για την παρακμή, την αποικιοκρατία και την εθνική ταυτότητα∙ η μέθοδος εδώ είναι η επιστροφή σε άλλο χρόνο και τόπο με στόχο τον σχολιασμό της σύγχρονης του ποιητή πολιτικής).
Πόσο θυμίζουν οι «ανύπαρχτες πολιτείες» του Έλιοτ («Jerusalem Athens Alexandria/ Vienna London/ Unreal») τις πολιτείες του ποιήματος του Μηλιά:
Κολούμπια, Πρίνστον,
Καλιφόρνια, Βόρεια Καρολίνα,
τσουβάλια που φορτώνει
η αστυνομία,
Παρίσι, Αθήνα κ.λπ.
ημαγμένα νταμάρια,
τα οδοφράγματα, οι φλόγες
το ηλίθιο αίμα
πουθενά.
(σελ. 36).
Ο Μηλιάς, συνειδητά ή μη, διδάσκεται από τα έργα αυτά και φέρει (ή επαναφέρει) μια κάθε άλλο παρά εύκολα διαχειρίσιμη μέθοδο στο τωρινό ποιητικό τοπίο. Η σύγχρονη ελληνική πόλη συχνά εμφανίζεται στη λογοτεχνία όχι ως σκηνικό, αλλά ως τραύμα, ως παλίμψηστο θραυσμάτων Ιστορίας, κρίσης και μνήμης. Στο βιβλίο αυτό, οι στίχοι φαντάζονται ξανά την Αθήνα ως έναν φασματικό τόπο, έναν χώρο όπου η ταυτότητα διαμορφώνεται όχι από την παρουσία, αλλά από την απουσία, όχι από τη μονιμότητα, αλλά από τη διάλυση. Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής, Απ’ την Αθήνα φάντασμα (τίτλος που επιδέχεται διάφορες αναγνώσεις), δηλώνει, μεταξύ άλλων, την πόλη ως φάντασμα, οπτασία, ίχνος. Σε αντίθεση με τη μνημειακή πόλη των ταξιδιωτικών αφηγήσεων ή την πολιτική Αθήνα της λογοτεχνίας της κρίσης, η Αθήνα αυτού του βιβλίου εμφανίζεται ως μια πόλη αδειανή, ένα περίβλημα που το διασχίζει η μνήμη.
Μίκρυνα την ευαισθησία
σε βρέφος, βρέθηκα
στο πρόσωπό του
αφαιρώντας του
το πρόσωπο,
άδειασα τον εαυτό μου
στη μανία του χρόνου,
έφτασα στο παρόν
μισώντας, λατρεύοντας
το παρελθόν.
(σελ. 30)
Η ευαλωτότητα συνδέεται με τη διαγραφή. Η ευαισθησία συρρικνώνεται σε βρεφικότητα, αλλά το βρεφικό πρόσωπο ταυτόχρονα σβήνεται. Αυτή η πράξη άρνησης δομεί ολόκληρο το βιβλίο: το λυρικό υποκείμενο επιβιώνει όχι μέσω της καταφατικότητας, αλλά μέσω της αφαίρεσης. Η Αθήνα αναδεικνύεται ως σκηνή φασμάτων που εμφανίζονται και χάνονται/διαλύονται ταυτόχρονα.
Τα ποιήματα επιμένουν στη ρευστή χρονικότητα της πόλης: το υποκείμενο «αδειάζει στη μανία του χρόνου», φτάνοντας στο παρόν μόνο μισώντας και λατρεύοντας το παρελθόν. Αυτή η διαλεκτική στάση θυμίζει τα Φαντάσματα του Μαρξ του Ντεριντά, όπου το φάντασμα είναι και απόν και επίμονα παρόν, μια φιγούρα που διαταράσσει τη γραμμική ιστορικότητα. Η Αθήνα του βιβλίου δεν είναι η σταθερή πρωτεύουσα ενός έθνους, αλλά μια ηχώ, η ηχώ της μνήμης που ταράζει το παρόν. Με αυτόν τον τρόπο, η Αθήνα διεκδικεί το μέρος του νοήματος που της αναλογεί, καθώς η αποτύπωσή της συντονίζεται με πρόσφατες ιστορικές εμπειρίες: η Αθήνα της οικονομικής κρίσης, των προσφυγικών ροών, της πανδημικής ερήμωσης∙ μια πόλη φαντασμάτων, πτωχευμένων καταστημάτων που λειτουργούν σαν ερείπια της μετανεωτερικότητας, πληθυσμοί σε μετάβαση, ίχνη από διαδηλώσεις που έχουν σιγήσει. Μετατρέποντας αυτές τις ιστορικές πραγματικότητες σε φασματικές μεταφορές, ο Μηλιάς αποφεύγει τον ευθύ κοινωνιολογικό λόγο, παραμένοντας όμως βαθιά πολιτικός. Η Αθήνα του δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε ακραία, αλλά απλώς στοιχειωμένη από την απώλεια.
Η ισχνότητα του βιβλίου και η λακωνικότητα και ενίοτε ελλειπτικότητα των ποιημάτων μετατρέπουν τη συντομία σε αισθητική στρατηγική προς την εξασφάλιση αυτής της κατεύθυνσης. Κάθε ποίημα λειτουργεί ως θραύσμα, ως απόσπασμα (σχεδόν Ρομαντικό), ως σπασμένο κομμάτι από κάποια σκέψη ή εικόνα που αντιστέκεται στην ολοκλήρωση. Αυτό το σπάσιμο αντικατοπτρίζει την ίδια την εμπειρία του φαντάσματος, του μη ολοκληρωμένου, του μερικού και φευγαλέου. Η γλώσσα αποστάζει υπαρξιακή και αστική αποδιάρθρωση σε ελάχιστους στίχους, πολλαπλασιάζοντας την αντήχησή τους.
Το επαγγελματικό υπόβαθρο του ποιητή ως ψυχιάτρου ίσως έχει συμβάλλει στη συνένωση οικείου και αστικού, που εμφανίζεται μέσα στο βιβλίο. Το πρόσωπο διαλύεται μέσα στην πόλη, ενώ η πόλη γίνεται προέκταση της εσωτερικότητας. Η πόλη είναι ένα τοπίο συντιθέμενο από λειτουργικούς δρόμους και ερείπια, η παρουσία της ισοδυναμεί με μια εσωτερική τοπογραφία της απώλειας. Αυτή η διττή ανάγνωση συνδέεται το βιβλίο με μια ευρύτερη παράδοση αστικής ποίησης, όπου η πόλη γίνεται αλληγορία της ταυτότητας (από το μποντλερικό Παρίσι έως την καβαφική Αλεξάνδρεια). Εντούτοις, ο Μηλιάς διαφοροποιείται απογυμνώνοντας την Αθήνα από μεγαλεία και ερωτικές νοσταλγίες. Η Αθήνα εδώ είναι σκελετική, φασματική, αβέβαιη. Εξ ου και η απουσία ρητών πολιτικών αναφορών, παρά το ισχυρό πολιτικό στοιχείο του βιβλίου. Δεν υπάρχουν συνθήματα ή άμεσες μνείες σε κρίσεις και πολέμους – η ίδια η Γάζα δεν αναφέρεται ως τόπος σε κατάσταση πολέμου, κάθε άλλο: οι αναφορές της εκμεταλλεύονται μέχρις εσχάτων το γεγονός ότι, για τον αναγνώστη, η Γάζα είναι ταυτόσημη της εμπόλεμης ζώνης. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται λόγος για τη συνήθη αμεσότητα της ποιητικής διαμαρτυρίας. Έτσι το βιβλίο τοποθετείται σε μια βραδύτερη χρονικότητα, αποσύρεται σε φασματικές εικόνες και αναδεικνύει έναν άλλο τρόπο αντίστασης: την αντίληψη του εν εξελίξει γεγονότος ως ήδη ιστορικού, τη συμπύκνωση της «σοφίας της εμπειρίας» τη στιγμή της διαμόρφωσής της.
Αυτός ο τρόπος αποτύπωσης της Γάζας, δηλαδή ως ενός τόπου του οποίου η βία ονοματίζεται ξεκάθαρα μεν, αλλά χωρίς να χτιστεί από το μηδέν –σαν να μην ήταν ήδη γνωστή, σαν να οφείλει κανείς να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ύπαρξής της κάθε φορά που την καταγγέλλει–, είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, που το βιβλίο του Μηλιά επιτυγχάνει. Στη σύγχρονη λογοτεχνία παγκοσμίως, η Γάζα έχει πάψει να είναι απλώς γεωπολιτικός τόπος και έχει μετατραπεί σε συμβολικό πεδίο, όπου εγγράφονται με οδυνηρή αμεσότητα ερωτήματα για τη βία, τον εκτοπισμό/την εκδίωξη και την ηθική ευθύνη. Το να γράφει κανείς για τη Γάζα δεν μπορεί να είναι «ουδέτερο». Κάθε σχηματισμός της λέξης αυτής αποτελεί θέση. «Γάζα» είναι μια συνδηλωτική μετωνυμία που λειτουργεί ως σύμβολο για τον πόνο των Παλαιστινίων, για τις αποτυχίες της διεθνούς διπλωματίας και για την αμφισβητούμενη σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον 21ο αιώνα. Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της Γάζας κινούνται πάντοτε υπό την πίεση της αμεσότητας. Σε αντίθεση με τη «βραδεία βία» (slow violence), όπως την περιέγραψε ο Ρομπ Νίξον, δηλαδή την αόρατη συσσωρευτική βλάβη, η Γάζα τελεί υπό τη θεαματική (spectacular) βία, δηλαδή υπό τις συνθήκες των βομβαρδισμών, των πολιορκιών, των εικόνων των ερειπίων, των συντριμμιών που κοινοποιούνται σε πραγματικό χρόνο. Η ποίηση και η πεζογραφία που προέρχονται από ή αφορούν τη Γάζα οφείλουν, έτσι, να ανταποκριθούν σε μια διπλή επιταγή: να παραδώσουν μαρτυρία με πιστότητα, αλλά και να αντισταθούν στον κίνδυνο της εκμετάλλευσης. Ο κίνδυνος ενός λόγου υπερβολικά βιαστικού, υπερβολικά εμποτισμένου από εικόνες πόνου, είναι ότι καταναλώνεται από την ίδια του την επείγουσα διάσταση (η «αισθητικοποίηση του πόνου» κατά την προειδοποίηση του Αντόρνο).
Φυσικά, έχουν υπάρξει έργα που κατόρθωσαν να ισορροπήσουν σε αυτό το επισφαλές έδαφος. Ο Νταρουίς, μολονότι έγραφε από την εξορία, άφησε τη Γάζα να λειτουργήσει τόσο ως πραγματικός τόπος όσο και ως μετωνυμία αντοχής, εντάσσοντας τη βία σε μια ευρύτερη αφήγηση πολιτισμικής επιβίωσης. Πιο πρόσφατα, ο Μοσάμπ Αμπού Τόχα τοποθετεί τα ερείπια, την απώλεια και την κατακερματισμένη καθημερινότητα της Γάζας μέσα σε μια λυρική αρχιτεκτονική, που αρνείται να παραδοθεί στην απόγνωση. Το έργο του αποτελεί παράδειγμα του πώς η ποίηση μπορεί να μετατρέψει την αμεσότητα της βίας σε ένα ανθεκτικό ηθικό αρχείο. Αυτό που η Γάζα φέρνει στο προσκήνιο, με ολοένα και αυξανόμενη ένταση, είναι η ευθραυστότητα της απόστασης. Ενώ ένας ποιητής όπως ο Μηλιάς μπορεί να γράψει για τη Γάζα μέσα από την Αθήνα, προβάλλοντας την καταστροφή πάνω στις υφές μιας άλλης πόλης, το αντίστροφο είναι πιο δύσκολο. Η Γάζα αντιστέκεται στη μετατόπιση. Απαιτεί να κατονομαστεί, να περιγραφεί, να μνημονευτεί μέσα στη συγκεκριμένη της πραγματικότητα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως η Γάζα είναι το οριακό παράδειγμα της πολιτικής ποίησης: ένας τόπος τόσο υπερκαθορισμένος από τον πόνο, που η πρόκληση δεν είναι να τον καταστήσεις ορατό, αλλά να βρεις εκείνη τη μορφή αναπαράστασης που δεν θα υποβιβαστεί σε θέαμα. Υπό αυτή την έννοια, η λογοτεχνία για τη Γάζα είναι συγχρόνως αναγκαία και επισφαλής. Αναγκαία, διότι η σιωπή θα ισοδυναμούσε με συνενοχή στον αφανισμό ζωών· επισφαλής, διότι η επείγουσα ανάγκη του πολέμου απαιτεί συχνά ταχύτητα σε βάρος της εμβάθυνσης. Τα καλύτερα έργα αντιστέκονται στη γοητεία της αμεσότητας και καλλιεργούν, αντίθετα, μια ποιητική της αντοχής, μια γλώσσα που όχι μόνο αντιδρά στο παρόν, αλλά και οικοδομεί ένα μελλοντικό αρχείο ενάντια στη λήθη. Η Γάζα, λοιπόν, δεν είναι μόνο μια τραγωδία· είναι και μια δοκιμασία της αισθητικής: μπορεί η λογοτεχνία να εξακολουθήσει να αποδίδει αξιοπρέπεια στο ανθρώπινο υπό συνθήκες όπου η ίδια η ανθρωπινότητα συστηματικά καταλύεται; Το να γράφει κανείς για τη Γάζα σημαίνει να έρχεται αντιμέτωπος με αυτό το ερώτημα ευθέως. Το να αποτύχει, σημαίνει να κινδυνεύει να μετατρέψει τη λογοτεχνία σε ερείπια.
Η προσέγγιση του Μηλιά είναι «δύσκολη» επειδή εκείνο που κανονιστικά προϋποθέτει κάθε αναφορά στη Γάζα είναι ακόμα δυσκολότερο. Και οι αλληλοπεριχωρήσεις του «ειδικού» και του «γενικού» –του δικού που αντανακλά το οικουμενικό και του οικουμενικού που ερμηνεύει το δικό– δημιουργούν ακατάπαυστα διόδους που οι ίδιοι οι τόποι έχουν φράξει.
Κάλας και Καρυωτάκης
κατρακυλούν
–ρήγμα η ποίηση–
βράχοι με αίμα,
μωρά.
Αλήθεια, ακόμα
επιβιώνουν
τα εφτάψυχα σκυλιά
στη Γάζα;
(σελ. 33)
Το Απ’ την Αθήνα φάντασμα δεν διαβάζεται απλώς ως ένας θρήνος για τον τόπο (τον όποιο τόπο, φυσικό, πολιτισμικό, κ.λπ.), αλλά κυρίως ως μια μεταφορά και μετατόπιση: η Γάζα γράφεται μέσα από την Αθήνα και η Αθήνα αποκαλύπτεται ως ο «μεσολαβητής» ενός παγκόσμιου τραύματος. Είναι, πράγματι, μια μέθοδος εντασσόμενη στη μοντερνιστική και μεταμοντερνιστική παράδοση, στη γραμμή που ανέδειξε τον Έλιοτ, που συγκρότησε τον πόνο και την αποσύνθεση ενός αιώνα μέσα από τα θραύσματα της δυτικής κουλτούρας, ή τον Ζέμπαλντ, στον οποίο η μνήμη του Ολοκαυτώματος και του πολέμου ενσωματώνεται σε τοπία της κεντρικής Ευρώπης. Έτσι και στον Μηλιά, η Γάζα δεν περιγράφεται «άμεσα», όχι με την αναμενόμενη έννοια του άμεσου. Αντιθέτως, «διαμεσολαβείται» από μια άλλη περιοχή, η οποία λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης, ένα έδαφος που κουβαλάει ξένα φαντάσματα. Μέσω αυτού του μηχανισμού, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι το τοπικό τραύμα ποτέ δεν είναι μόνο τοπικό· είναι πάντοτε και παγκόσμιο.
Η μέθοδος αυτή έχει ισχυρές αισθητικές και πολιτικές συνέπειες. Πρώτον, αποφεύγει τον κίνδυνο του συγκινησιακού ρεαλισμού (να παρουσιαστεί δηλαδή η Γάζα μόνο ως θέαμα καταστροφής), και αντ’ αυτού δημιουργεί ένα ποιητικό αρχείο έλλειψης: η Γάζα είναι παρούσα μέσα από την απουσία της, μέσα από τα ίχνη που αφήνει σε μια άλλη γεωγραφία. Δεύτερον, εντάσσει την ελληνική πρωτεύουσα σε έναν διάλογο που ξεπερνά τα εθνικά όρια και μετατρέπει την πόλη σε μεσογειακό κόμβο παγκόσμιας εμπειρίας, όπου η ιστορική μνήμη της Ελλάδας και η τρέχουσα τραγωδία της Παλαιστίνης διαπλέκονται. Η ποίηση του Μηλιά, επομένως, δεν είναι μόνο μνημείο απώλειας· είναι και ένα εργαστήριο μορφών, όπου η Αθήνα γίνεται το όχημα για να ειπωθεί ο ανείπωτος πόνος της Γάζας, χωρίς να θυσιάζεται ούτε η αισθητική ακεραιότητα ούτε η πολιτική βαρύτητα του ποιητικού λόγου.