Η σύγχρονη λόγια μουσική δημιουργία στην Ελλάδα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παράδοξο της πολιτιστικής ζωής της χώρας: πλούσια καλλιτεχνική δημιουργία απευθυνόμενη σε φτωχό αριθμητικά κοινό. Ας δούμε καλύτερα τις δύο πλευρές αυτού του διπόλου σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη λόγια μουσική δημιουργία.
Από την πλευρά των δημιουργών υπάρχει έντονη δραστηριότητα με έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων, σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και του πολιτιστικού της τοπίου, να δραστηριοποιούνται με ιδιαίτερη δυναμική και σημαντικές αξιώσεις, αφού πρόκειται για ανθρώπους με ταλέντο και πολύ καλές και σοβαρές σπουδές σε όλο το ηλικιακό φάσμα, από τις μεγαλύτερες ως και τις νεότερες γενιές και σε μια μεγάλη ποικιλία αισθητικών τάσεων. Δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια ματιά στις συναυλίες που γίνονται σε εβδομαδιαία βάση, αυτό βέβαια αφορά κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά έχει αρχίσει να υπάρχει διάχυση και σε μικρότερα μέρη, κυρίως μέσω των θερινών φεστιβάλ, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι πολύ ενδιαφέρον και πολύ αισιόδοξο για τον τόπο.
Από την πλευρά του ακροατηρίου τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το κοινό που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη λόγια μουσική δημιουργία είναι περιορισμένο και αριθμητικά δυσανάλογο της όλης δραστηριότητας, πόσο μάλλον αν υπολογίσουμε σε αυτό τα οικεία πρόσωπα των δημιουργών που προσέρχονται στις συναυλίες, που τις περισσότερες φορές δεν έχουν άμεσο ενδιαφέρον για τον χώρο αυτό. Τούτο είναι κατανοητό λόγω της έλλειψης παράδοσης στην κλασική μουσική και στα νεότερα ρεύματά της έως τις μέρες μας. Σε σχέση με αυτό βέβαια θα μπορούσαμε να συνυπολογίσουμε και το χάσμα που δημιουργήθηκε, σε όλο τον δυτικό κόσμο, ανάμεσα στους δημιουργούς, από την εποχή που εγκατέλειψαν τη σιγουριά των τονικών κέντρων και το κοινό από την άλλη, που έπλεε με ασφάλεια στα γνώριμα και ασφαλή νερά της τονικότητας, έστω και διευρυμένης.
Σήμερα η προσέγγιση του μουσικόφιλου κοινού από τους δημιουργούς φαίνεται να είναι πιο εύκολη και η απόστασή τους αρχίζει να μειώνεται, για δύο κυρίως λόγους. Η μεταμοντέρνα αισθητική των ημερών μας, απαλλαγμένη από το «κόμπλεξ» της μουσικής πρωτοπορίας και αποδεχόμενη όλα τα στυλ, σε μια πραγματικά διευρυμένη παλέτα μουσικών εργαλείων εκ μέρους των δημιουργών, φαίνεται να είναι ικανή να αγγίξει τη νόηση αλλά και το συναίσθημα των ακροατών, χωρίς να τους κουράζει από στυλιστικές μονομέρειες. Μέσα σε αυτό το τοπίο και με αυτόν τον τρόπο η μουσική πρωτοπορία βρίσκει τη θέση της.
Το άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην προσέγγιση αυτή είναι η συνεργασία των παραστατικών τεχνών. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε όλο και περισσότερο, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, οι άνθρωποι του θεάτρου και του χορού να δουλεύουν μαζί με συνθέτες, έχοντας κατανοήσει ότι με αυτόν τον τρόπο το αποτέλεσμα της δουλειάς τους γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον και ολοκληρωμένο. Ένα μέρος αυτής της παραγωγής, δυστυχώς όχι το μεγαλύτερο, ανήκει σε συνθέτες λόγιας μουσικής. Μέσα από αυτή τη συνεργασία οι δημιουργοί βρίσκουν βήμα παρουσίασης της δουλειάς τους κι αρχίζουν να γίνονται γνωστοί σε ένα πλατύτερο κοινό που, αν και φιλότεχνο, από μόνο του δεν θα τους αναζητούσε χωρίς τη διαμεσολάβηση του θεάτρου και του χορού, που δείχνουν να έχουν ένα αρκετά μεγάλο και αφοσιωμένο κοινό στην Ελλάδα.
Εδώ αξίζει να αναφερθούμε στη σημαντική συμβολή που έχουν οι πολιτιστικοί φορείς που διαθέτουν χώρους παρουσίασης παραστάσεων και συναυλιών, οι οποίοι με τη φιλοξενία τους αλλά κυρίως με τον σχεδιασμό και τη χρηματοδότηση παραγωγών αναδεικνύουν, κατά περίπτωση περισσότερο ή λιγότερο, τη σύγχρονη εγχώρια δημιουργία. Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη συνέχεια και τα τελευταία χρόνια οι θεσμικοί πολιτιστικοί φορείς, η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών αλλά πρόσφατα και Θεσσαλονίκης, οι ορχήστρες και τα σύνολα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, φροντίζουν στον καλλιτεχνικό τους προγραμματισμό να υπάρχει ένα κομμάτι αφιερωμένο στη σύγχρονη ελληνική δημιουργία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πολιτιστικοί φορείς που κατά καιρούς δημιουργούνται και από τους ίδιους τους δημιουργούς, χωρίς όμως δυστυχώς να έχουν διάρκεια, εξαιτίας μη επαρκών οικονομικών συνθηκών.
Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν σκεφτούμε ότι η πραγματοποίηση ενός έργου λόγιας μουσικής μπορεί να απαιτεί έναν σημαντικό αριθμό εκτελεστών και τραγουδιστών, ίσως μαέστρο και αρκετές πρόβες, και τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο πολύπλοκα αν υπάρχει σκηνική δράση. Αυτός είναι και ο λόγος που η σύγχρονη μουσική χρειάζεται την κρατική υποστήριξη, που στη χώρα μας δεν θεωρείται καθόλου δεδομένη, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ως εκ τούτου αρκετοί Έλληνες συνθέτες, κυρίως της νεότερης γενιάς αλλά όχι μόνο, μετά από πολύ καλές σπουδές στο εξωτερικό, προτιμούν να ζουν και να δραστηριοποιούνται, αρκετοί από αυτούς κάνοντας σημαντική καριέρα, μακριά από τη χώρα μας.
Από τα παραπάνω είναι εύκολο κάποιος να συμπεράνει ότι είναι πολύ δύσκολο ο συνθέτης να ζήσει γράφοντας μουσική. Τις περισσότερες φορές καταφεύγει στη διδασκαλία περιορίζοντας μεν το δημιουργικό του έργο, συμβάλλοντας όμως στην υψηλού επιπέδου μουσική παιδεία που υπάρχει στη χώρα μας και η οποία προσφέρεται από σημαντικούς δασκάλους, μέσα σε ένα αδιαβάθμιτο ωδειακό σύστημα, αλλά και στη γενική παιδεία. Άλλο ένα παράδοξο που συνοδεύει τη μουσική ζωή του τόπου μας.
Επιλέγοντας να γράφω κυρίως για μικρά ή μεγάλα μουσικά σύνολα βρίσκομαι αναπόφευκτα κι εγώ στο πλαίσιο το οποίο προανέφερα. Η προστασία των καλλιτεχνικών φορέων δυστυχώς με αφορά και συχνά η αναγκαιότητά της γίνεται τροχοπέδη στη δημιουργικότητα. Η μελοποίηση ποίησης είναι μέσα στις μουσικές μου επιδιώξεις θεωρώντας πολύ σημαντικό να δουλεύω πάνω σε ποίηση ανθρώπων που γνωρίζω. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί σύγχρονοι Έλληνες ποιητές, χρειάζεται μόνο ψάξιμο και διάβασμα.
Πιστεύω ότι σήμερα βρισκόμαστε σε πολύ καλύτερο σημείο από ό,τι παλαιότερα, όσον αφορά την παρουσία της λόγιας μουσικής δημιουργίας, άρα και των δημιουργών της, στο πολιτιστικό τοπίο της χώρας. Ένα σημαντικό κομμάτι του κοινού έχει εκπαιδευτεί στις νέες γλώσσες της μοντέρνας τέχνης και το στοίχημα είναι αυτό το κομμάτι να μεγαλώσει, με τη φυσική διαδικασία της επιμονής των δημιουργών να εκφράζουν αυτό που έχουν μέσα τους, με τον τρόπο που εκείνοι θέλουν, γνωρίζοντας ότι όλο και περισσότεροι θα επικοινωνούν με το έργο τους και θα έλκονται από τη δικιά τους αλήθεια. Είναι εύκολος ο δρόμος αυτός της επιμονής; Θα έλεγα όχι, αλλά για εμένα είναι ο μόνος που μου δίνει την αίσθηση της συνέχειας και της προοπτικής.
⸙⸙⸙
Ενδεικτικά έργα:
