© Ζωγραφική: Λήδα Κοντογιαννοπούλου

Λήδα Κοντογιαννοπούλου

«Ο Έλληνας έχει μάθει να θεωρεί δεδομένη την ασχήμια γύρω του»

α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;

Ζωγραφίζω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Στα σχολικά μου χρόνια, τα χρώματα και τα μολύβια ακολουθούσαν τη μελέτη. Στα χρόνια των σπουδών μου πριν από τη Σχολή Καλών Τεχνών, άρχισα να φτιάχνω κοσμήματα με πηλό και παρακολούθησα μαθήματα γλυπτικής με τον Δημήτρη Αρμακόλα και ζωγραφικής με τον Βασίλη Χάρο στα προγράμματα επιμόρφωσης ενηλίκων του Κολλεγίου Αθηνών. Επιπλέον, παρακολούθησα μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής με την Εύα Περσάκη στη ΧΕΝ. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι σαν βοηθός δύο καθηγητών στην ΑΣΟΕΕ, απελπίστηκα από το καθημερινό οχτάωρο μπροστά σε μια οθόνη, κι έτσι γράφτηκα στο φροντιστήριο Σχεδίου του Νίκου Στέφου για να παρηγορηθώ. Όταν έληξε η σύμβαση εργασίας μου στην ΑΣΟΕΕ, αφιερώθηκα στο σχέδιο. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με τη ζωγραφική και ακολούθησαν τα χρόνια της μαθητείας στην ΑΣΚΤ.

Η τεχνική μου είναι μάλλον κλασική: λάδι σε καμβά ή χαρτόνι. Τα θέματα που με απασχολούν είναι κυρίως εσωτερικά, συνθέσεις και φιγούρες.

β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;

Νομίζω πως υπάρχει επιστροφή στη λεγομένη αναπαραστατική τέχνη, ίσως όμως με πιο στείρο τρόπο. Ο φωτογραφικός ρεαλισμός έχει γίνει δημοφιλής και εντυπωσιάζει, όμως, κατά τη γνώμη μου, στερείται ζωγραφικού ενδιαφέροντος. Η Ελλάδα, παρ’ όλ’ αυτά, έχει καλούς ζωγράφους, γιατί ποτέ δεν απαρνήθηκε εντελώς τη ζωγραφική για χάρη των πιο σύγχρονων τρόπων έκφρασης. Ανησυχώ, πάντως, γιατί δεν ξέρω κατά πόσο η ΑΣΚΤ μπορεί να διασφαλίσει την ύπαρξη καλής ζωγραφικής και στο μέλλον.

γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;

Δυστυχώς, δεν υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας. Όποιος έχει τέτοιου είδους ανησυχίες, πρέπει να φροντίσει μόνος του να μορφωθεί. Η μέση εκπαίδευση δεν παρέχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις ιστορίας της τέχνης και οι επισκέψεις στα μουσεία είναι συνήθως αγγαρεία. Οι Έλληνες ζουν σε άσχημα σπίτια, σε άσχημες πόλεις με άσχημους δημόσιους χώρους. Οι πολυκατοικίες χτίζονται συχνά χωρίς τη συμβολή αρχιτέκτονα, με τα γνωστά ατυχή αποτελέσματα και χωρίς πραγματικούς περιορισμούς από το κράτος. Περπατώντας σε γειτονιές, διαπιστώνει κανείς ένα δομικό χάος που πληγώνει τα μάτια. Όσο για τα εσωτερικά των σπιτιών, μαρτυρούν συχνά τη γενικότερη σύγχυση: έπιπλα ψευτομπαρόκ σε χαμηλοτάβανα διαμερίσματα, μία προσποιητή «καλαισθησία» στη διακόσμηση και βεβαίως οι τοίχοι βαμμένοι όλοι άσπροι. Ο Έλληνας έχει μάθει να θεωρεί δεδομένη την ασχήμια γύρω του. Ευτυχώς, ένα μικρό ποσοστό αντιστέκεται σε αυτό, πηγαίνει σε μουσεία, διαβάζει, ενημερώνεται, προσπαθεί.

δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);

Η κρίση των τελευταίων χρόνων επηρέασε πολύ όλους τους καλλιτέχνες. Υποθέτω πως όσοι επιβίωσαν, έχουν πολύ γερή κράση και, λογικά, θα αντέξουν στον χρόνο. Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, το να συνεχίσει να ζωγραφίζει κάποιος ήταν κατόρθωμα, στην περίοδο της υγειονομικής κρίσης ήταν, και είναι, παρηγοριά. Προσωπικά, έχω επηρεαστεί πολύ και από τις δύο. Ευτυχώς, έχω χρηματοδότηση από το στενό μου περιβάλλον και ελπίζω να μη χρειαστεί να αναζητήσω δουλειά έξω από τη ζωγραφική, γιατί η εξίσωση μητέρα-εργαζόμενη-ζωγράφος δεν έχει εύκολη λύση.

ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;  

Ιδανικά, θα ήθελα να κάνω ατομική έκθεση σε αθηναϊκή γκαλερί σε δύο χρόνια από τώρα, αλλά ποιος ξέρει. Τώρα πια, φοβόμαστε και τον παραμικρό προγραμματισμό!

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή