Τον Ιούλιο Βερν τον έχω συνδέσει με το κόκκινο χρώμα, τη μεγάλη μου αντίσταση στον βραδινό ύπνο και την χιλιοειπωμένη φράση δια στόματος μητέρας «Για να σε πάρει ο ύπνος διάβασε ένα βιβλίο».
Τα βιβλία πάντα αφθονούσαν στο κομοδίνο μου. Υπήρξε όμως μία περίοδος που τα μόνα βιβλία που καταβρόχθιζα ως υπνωτικά ήταν τα κατακόκκινα σκληρόδετα βιβλία του Ιούλιου Βερν από τις εκδόσεις Αστήρ.

Με τα μάτια γαρίδα τα διάβαζα και πήγαινα στο σχολείο άλλοτε με υποβρύχιο, άλλοτε με ιπτάμενη μηχανή και άλλοτε με σκάφανδρο. Φαίνεται πως από μικρή είχα αδυναμία στην αβάν γκαρντ λογοτεχνία, τον σουρεαλισμό και το χιούμορ. Ό,τι διάβαζα από αυτόν τον ερευνητή συγγραφέα μου φαινόταν μαγικό και αληθινό συγχρόνως. Δεν αναρωτιόμουνα γιατί συμβαίνει ή αν μπορούσε να είναι αληθινό. Ίσως γιατί η πραγματικότητα δεν μου αρκούσε, όπως δεν μου αρκεί και τώρα. Τα ατέλειωτα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν με τη γνώση και την επιστήμη εντός των τειχών του παραμυθιού, με οδήγησαν στην πεποίθηση πως η φαντασία μπορεί να δημιουργήσει τον κόσμο στο μέλλον και πως το φανταστικό είναι μια πολύ πιθανή εκδοχή του πραγματικού. Έκτοτε πορεύομαι από τη φαντασία στην πραγματικότητα και από την πραγματικότητα στη φαντασία.
Το περίεργο είναι ότι στη συγγραφική μου πορεία, αν και φανατική αναγνώστρια του Βερν, δεν έγραψα περιπετειώδη λογοτεχνία για παιδιά και δεν είμαι φίλη αναγνώστρια μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας.
Ως συγγραφέας θαυμάζω και ζηλεύω τον Ιούλιο Βερν. Θαυμάζω την πρωτοπορία του στο επιστημονικό εκπαιδευτικό μυθιστόρημα και την ικανότητα του να συνδυάζει την πραγματικότητα με τον μύθο, να συνδυάζει την επιστημονική και τεχνολογική έκρηξη της εποχής του με τη λογοτεχνία. Γιατί οι διάφορες επινοήσεις στα έργα του δεν ήταν προϊόντα φαντασίας, αλλά προσεκτικά ερευνημένες πιθανότητες. Ζηλεύω τις επιρροές που είχε από τους: Βίκτωρ Ουγκώ, Αλέξανδρο Δουμά, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ντάνιελ Ντεφόε, και άλλους σημαντικούς συγγραφείς και ποιητές της εποχής του και φυσικά ζηλεύω θανάσιμα την αθανασία του.

