Νομίζω πως ήμουν από τις τελευταίες κορασίδες που μεγάλωσαν, μεταξύ άλλων, με γαλλικά και πιάνο. Μουσικό τάλαντο δεν διέθετα. Είχα όμως αυτί για τις λέξεις αλλά και προγυμναστές στο οικογενειακό περιβάλλον ευφάνταστους παραμυθάδες και μανιώδεις αναγνώστες. Σπουδάζοντας, με χλιαρότητα στην αρχή, γαλλική φιλολογία στο ΑΠΘ, πρόλαβα μερικούς από τους πραγματικά καλούς δασκάλους στη Φιλοσοφική Σχολή. Έτσι, η κεκτημένη αναγνωστική απόλαυση άρχισε να εμπλουτίζεται με θεωρητικές προσεγγίσεις των κειμένων και το αισθητήριό μου για τα κείμενα να οξύνεται.
Ύστερα από μια απόπειρα ειδίκευσης στην τεχνική μετάφραση στο Στρασβούργο, που μου φάνηκε ειδίκευση στην ταχύτητα του αυτοματισμού, και αφότου ολοκλήρωσα μεταπτυχιακές σπουδές στη γαλλική λογοτεχνία, μου έγινε σαφές πως η λογοτεχνική μετάφραση ήταν ό,τι πιο κοντινό στην ιδιοσυγκρασία, τις δεξιότητες και τα ενδιαφέροντά μου. Ένας καλός άνεμος φρόντισε να διασταυρωθώ με την υπέροχη ψυχή του Εξάντα, Μάγδα Κοτζιά, η οποία μου εμπιστεύτηκε εξαρχής δύσβατα κείμενα και δεν έπαψε ως υποδειγματική εκδότρια, εργοδότρια και προοδευτικά ως καλή φίλη να με στηρίζει εμπράκτως.
Δεν άργησα να διαπιστώσω πως ανάλογοι όροι εργασίας ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Επαγγελματίας μεταφραστής λογοτεχνίας πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, χωρίς άλλα εισοδήματα, απλούστατα δεν μπορούσε να σταθεί στις αρχές του 2000 που ξεκίνησα –πόσο μάλλον τώρα που οι αμοιβές έχουν κατρακυλήσει κι άλλο. Παράλληλα, δεν έχει αλλάξει τίποτα στην τσουχτερή αυτασφάλιση και την εξωφρενική οριζόντια φορολογία από το πρώτο συμβόλαιο, και μάλιστα για εργαζόμενους που εκ των πραγμάτων, ειδικά στο ξεκίνημά τους, μπορούν να φέρουν σε πέρας περιορισμένο όγκο ποιοτικής δουλειάς.
Η λογοτεχνική μετάφραση δεν είναι πουθενά το επικερδέστερο των επαγγελμάτων, ωστόσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υφίσταται ένα λελογισμένο πλαίσιο που επιτρέπει μια αξιοπρεπή διαβίωση με σταθερή προοπτική. Στη χώρα μας δεν έχει υπάρξει μια γενναία παρέμβαση ώστε να κατοχυρωθούν και να τηρούνται δικαιώματα που να επιτρέπουν στους μεταφραστές να επενδύσουν πλήρως στο επάγγελμα. Θα είχε ενδιαφέρον μια ποσοτική έρευνα, η οποία θα κατέγραφε το ποσοστό των μεταφραστών στην Ελλάδα που βιοπορίζονται αποκλειστικά από τη δουλειά αυτή. Αντ’ αυτού, γίνεται ολοένα και περισσότερος λόγος δημόσια για την «ηθική δικαίωση» (μήπως «ψυχική αποζημίωση»;) του μεταφραστή. Ωστόσο, η προοδευτική αναγνωρισιμότητά του, ο εμπλουτισμός του βιογραφικού με εξειδικευμένα πτυχία και βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων, μια στρεβλή, καταστροφική εντύπωση πως η δουλειά του είναι εφάμιλλη του δημιουργού και όχι αυτή του σωστού εκτελεστή ενός έργου, δεν ισοσταθμίζουν τη θολή και δυσκατάκτητη υπόστασή του στην αγορά εργασίας. Κάπως έτσι, οι μεταφραστές λογοτεχνίας στην Ελλάδα αναγκάζονται συχνότατα να ασκούν το επάγγελμα ως πάρεργο –αν δεν απογοητευτούν και τα παρατήσουν γρήγορα–, άλλοτε πάλι σχεδόν χαρίζουν εργατοώρες μόχθου ως αθεράπευτοι ρομαντικοί είτε, σπανιότερα ευτυχώς, καταπιάνονται με τη μετάφραση θεωρώντας την κάτι σαν προθάλαμο προς τη συγγραφή.
Ο μεταφραστής, για μένα, είναι ένας άοκνος κάλφας της γλώσσας, ένας τεχνίτης κοντά σε όλους όσοι χρειάζονται για να φτιαχτεί σωστά ένα βιβλίο. Η μαθητεία του στη μητρική του γλώσσα, στη γλώσσα-πηγή, στο ιδιόλεκτο φυσικών ομιλητών και συγγραφέων, στη λογοτεχνία στο πρωτότυπο και σε μεταφράσματα, συνεπώς και σε δουλειές συναδέλφων του δεν σταματά ποτέ. Δυστυχώς, με εξαίρεση την ευτυχή περίπτωση που ο εκδότης τον φέρει σε επαφή με τον επιμελητή ή τον διορθωτή, δεν συναντά ποτέ τους υπόλοιπους συντελεστές του βιβλίου και αγνοεί τη συμβολή τους. Ο δε εκδοτικός σχεδιασμός στη χώρα μας δεν ακολουθεί απαραιτήτως ένα στιβαρό πλάνο με συγκεκριμένες στοχεύσεις: λείπουν οι επαγγελματίες readers, θεματικές σειρές έρχονται και παρέρχονται συμπαρασύροντας και τους υπευθύνους τους, μόδες, ατζέντηδες και εκπνοές δικαιωμάτων διασκορπίζουν συγγραφείς σε πολλές εκδοτικές στέγες. Ο κλάδος θα είχε ίσως να κερδίσει αξιοποιώντας τους μεταφραστές και ως διαμεσολαβητές, ειδικά όσους εντρυφούν σε ένα είδος, μια εθνική λογοτεχνία, συγκεκριμένους συγγραφείς.
Εξυπακούεται πως κι εγώ, όπως πολλοί συνάδελφοι, έχω αναλάβει κείμενα που δεν με ξετρέλαιναν αλλά είτε τα αντιμετώπιζα ως πρόκληση είτε δεν είχα την πολυτέλεια να απορρίψω. Μπορεί να ήταν μια άχαρη αλλά δεν ήταν επ’ ουδενί μια άχρηστη θητεία: μια τόσο εξονυχιστική δουλειά πάνω σε ένα βιβλίο που δεν σε συναρπάζει διδάσκει πειθαρχία και δημοκρατικό φρόνημα ίσης μεταχείρισης των κειμένων, ανεξαρτήτως προσωπικού γούστου. Ούτε ως δασκάλα επιλέγω τους φοιτητές μου ή παλαιότερα τους μαθητές μου: η ίση απεύθυνση στους διδασκόμενους είναι προϋπόθεση για να μπει κανείς στην τάξη, όπως και η ίση μεταχείριση των κειμένων προϋπόθεση για να μπει κανείς στον χώρο της μετάφρασης. Φυσικά και χαίρεται κανείς διπλά όταν ένα τμήμα ή ένα κείμενο «τραβάει», ή συμβαίνει να αφιερώνει περισσότερο χρόνο και κόπο, σε κάθε περίπτωση όμως οφείλει να μη διεκπεραιώνει.
Στη δική μου περίπτωση, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν κοντά είκοσι χρόνια και περίπου ισάριθμοι τίτλοι για να έχω την τεράστια χαρά να συμμετέχω στην κουβέντα για την επιλογή τίτλων, κι αυτό επειδή στον εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάζομαι στενότερα τα τελευταία χρόνια μοιραζόμαστε μια κοινή αντίληψη περί docere, placere, movere. Έτσι, τώρα μεταφράζω το δεύτερο μυθιστόρημα του συναρπαστικότατου Romain Gary, τον οποίο δεν είχα μόνο ξεκοκαλίσει από χρόνια αλλά και προξενέψει σε άλλους εκδότες που τον απέρριψαν. Επίσης από τις εκδόσεις Οκτάνα, συστήνουμε προοδευτικά στο ελληνικό κοινό τον πολύ σπουδαίο και αδίκως λησμονημένο φίλο και συνεργάτη του Camus Jean Bloch-Michel: την ελληνική νουβέλα του Φροσύνη που εξαντλήθηκε ήδη, ομοίως δίστασαν να εκδώσουν άλλοι εκδότες στους οποίους την είχα προτείνει (ήταν συγκεκριμένα το δείγμα με το οποίο είχα επιλέξει να συνοδεύω το βιογραφικό μου). Θα ακολουθήσει το ανυπέρβλητο και ανυπερθέτως πιο απαιτητικό Μαύρο αίμα του Louis Guilloux που εξασφάλισε και πάλι για την Ελλάδα η Χρύσα Μωυσίδου: στην εποχή του (1935) επισκιάστηκε κάπως από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν, αλλά ο Γκαστόν Γκαλιμάρ το είχε για καύχημα στον κατάλογό του. Αυτή η τριάδα συγγραφέων που μου εμπιστεύτηκαν, θα κλείσει έναν κύκλο ιδιαιτέρως αγαπημένων κειμένων που ούτε μπορούσα να φανταστώ λίγα χρόνια νωρίτερα πως θα κατέληγαν στα χέρια μου.
Ομοίως με τιμά η πρόσφατη εμπιστοσύνη των εκδόσεων Άγρα να συστήσω στο ελληνικό κοινό τον ουγγρικής καταγωγής γαλλόφωνο καλλιτέχνη της αβανγκάρντ Emil Szittya, και τα σχέδια για επόμενες μεταφράσεις σε χωράφια που μου είναι εξίσου οικεία· σημειωτέον ότι στις εξαιρετικές επιλογές τίτλων του Σταύρου Πετσόπουλου οφείλει πολλά και η δική μου αναγνωστική ενηλικίωση, όπως και πολλών συνομηλίκων μου.