Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Νικόλα Ματζίροφ

Ο πόλεμος της σιωπής – Ποίηση απ’ τα σημάδια των τραυμάτων

Μετάφραση: Έρη Μακρή

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Κ.Π. Καβάφης, «Τείχη»

Είναι δύσκολο να βρει κανείς ακόμα και στις κηδείες, ή πίσω απ’ τα θολά παράθυρα των δημοτικών βιβλιοθηκών ή και σε όλα τα τελετουργικά του ύπνου, τη σιωπή. Όλες οι δομημένες ταυτότητες έχουν τη δική τους προσωπική ιστορία σιωπής. Σε ορισμένες περιοχές της Λατινικής Αμερικής, όταν γεννιέται ένα παιδί, το πρώτο πράγμα που του λένε, με το πρώτο του κιόλας κλάμα, είναι: «Να είσαι πρόθυμο να παραμένεις σιωπηλό σε αυτόν τον κόσμο, να είσαι υπομονετικό». Ζούσα σε ένα σπίτι όπου τα λόγια τριών διαφορετικών γενεών μάχονταν για τη διατήρηση του κύρους τους – την ώρα που κάποιοι μιλούσαν απ’ τις αναμνήσεις, μια φωνή από την άλλη πλευρά του τοίχου ήταν γεμάτη προσδοκίες. Σε αυτόν τον καθημερινό πόλεμο με ξιφολόγχες τις λέξεις, μόνο ακούγοντας, με την ένταση ανεβασμένη, τη μουσική του Άρβο Περτ ή του Κολτρέιν άνοιγε ένας δυνατός χώρος για τη σιωπή της σκέψης. Εξακολουθώ να ζω σε σπίτια προσωρινά, καθώς διασχίζω τα σύνορα χωρών των οποίων τις γλώσσες δεν καταλαβαίνω, χτίζοντας αναμνήσεις στις οποίες ποτέ δεν θα ξαναγυρίσω. Φωτογραφίζω τα δωμάτια που αφήνω αντί για τα μνημεία γύρω απ’ το ξενοδοχείο. Όλες οι καρτ ποστάλ μεταφέρουν τη σιωπή μαζί με τις παγωμένες στον χρόνο εικόνες απ’ τις πλατείες, τα μνημεία, τα πρόσωπα των ανθρώπων. «Όλες οι ερειπωμένες γωνιές της πόλης, όλοι οι ήχοι και όλα τα πράγματα έχουν κι αυτά τις δικές τους σιωπές, ακριβώς όπως, το μεσημέρι στα βουνά, υπάρχει η σιωπή των πτηνών, του τσεκουριού, των τζιτζικιών.»[i] Για τον κόσμο απ’ τα Βαλκάνια, η διαφυγή είναι περισσότερο ένα ζήτημα μέτρησης του χρόνου παρά μια έλλειψη χωρική. Μετά από τόσους πολέμους, πιστεύω περισσότερο στη σιωπή των ανθρώπων παρά στον θόρυβο των μνημείων. Η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν έγραψε: «[Παράσημο] Απονέμεται, / όταν δεν συμβαίνει τίποτα, / όταν σιγάσουν τα πυρά, / όταν ο εχθρός εξαφανιστεί».[ii]Ο ποιητής δεν χρειάζεται παράσημο για να πει την αλήθεια. Η σιωπή της ειρήνης είναι αρκετή. Κατά τη διάρκεια πολέμων και δικτατοριών η ποίηση πρέπει να γίνει μια ισχυρή ευθραυστότητα, μια ένδειξη έξω από τα εργαλεία της εξουσίας.

Είμαι απόγονος προσφύγων των Βαλκανικών Πολέμων που πρωτομετακινήθηκαν πριν από εκατό χρόνια, οι οποίοι για να επιβιώσουν συνήθιζαν να μένουν σιωπηλά κρυμμένοι σε κελάρια. Η σιωπή ήταν η δική τους μητρική γλώσσα. Ήμουν δεκαοκτώ ετών όταν νέοι πόλεμοι άρχισαν στη Γιουγκοσλαβία. Στο κρεβάτι μου, ο όλεθρος του πολέμου επέβαλε στολές πάνω στις πιτζάμες της αθωότητάς μου. Ένα πολιτικό σύστημα αντικαταστάθηκε από ένα άλλο. Και οι δύο αλλαγές έγιναν ταυτόχρονα, καταστρέφοντας τους γυάλινους τοίχους της παιδικής μου ηλικίας και τις βαριές κουρτίνες της υποσχόμενης σιγουριάς. Ξαφνικά, συγγραφείς που βρίσκονταν στις αναγνωστικές λίστες των σχολείων ανακηρύχθηκαν είτε εχθροί του κράτους είτε κλασικοί, και αυτό είχε μόνο μία σημασία: κανείς πια δεν τους διάβαζε. Έπρεπε να κόψω τον ομφάλιο λώρο μόνος μου, εντάσσοντάς με στον απέραντο κόσμο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Έκτοτε, ολόκληρη η ζωή μου μεταμορφώθηκε σε μια φυγή – από κάτι τρομακτικά άγνωστο σε κάτι ελκυστικά άγνωστο. Εμπιστεύομαι περισσότερο τα σημάδια του χρόνου πάνω μας παρά τα μοτίβα στις στολές. Όταν σκοτώνεται ένας στρατιώτης, ένας άλλος παίρνει τη στολή του και πετάει όλες τις οικογενειακές φωτογραφίες και τα γράμματα του προηγούμενου από τις τσέπες. Η σιωπή του νεκρού είναι δυνατότερη από την κραυγή του δολοφόνου. Επαναλαμβάνω μόνο την ιστορία των προγόνων μου οι οποίοι αναγκάστηκαν εξαιτίας του πολέμου να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους παρά μόνο το κλειδί που θα ξεκλείδωνε τις πύλες της μνήμης. Εγώ, όταν ταξιδεύω, δεν παίρνω μαζί μου τα κλειδιά. Η γλώσσα απέμεινε για μένα το μόνο προπύργιο σιγουριάς. Θυμάμαι συχνά τα λόγια του Τσαρλς Σίμιτς, ο οποίος έλεγε πως δεν ήταν σίγουρος αν το ότι ήταν πρόσφυγας ήταν αυτό που τον έκανε ποιητή, αλλά τον έκανε, όμως, τον ποιητή που είναι.[iii] Τα Βαλκάνια είναι γεμάτα από ποικίλες επίσημες αλήθειες και η σφοδρότητα του προσωπικού πόνου είναι παρόμοια διασυνοριακά. Οι επίσημοι πόλεμοι υπάρχουν έτσι ώστε οι ήρωες να μπορούν να καταμετρηθούν. Σε όλους τους ανεπίσημους πολέμους υπάρχουν μόνο θύματα. Αισθάνομαι ως σιωπηλός εθελούσιος πρόσφυγας στην εποχή της επιβεβλημένης ειρήνης. Το μόνο που μου έμαθε ο Ψυχρός Πόλεμος είναι να επιζητώ τη θαλπωρή ανάμεσα σε δύο σιωπές. Δεν ονειρεύομαι έναν κόσμο αλλαγμένο απ’ την ποίηση, προτιμώ να μιλώ για κόσμους οικοδομημένους απ’ την ποίηση. Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί ορισμένες ανθολογίες με θέμα την εξορία. Λόγω της ανθρώπινης ανάγκης να είναι κανείς παντού και πάντα παρών, ένας ποιητής –κατακλυσμένος από τη σκιά της στιγμιαίας απόγνωσης– μπορεί να γράφει για σκηνές γεμάτες αστέγους, ενώ παρακολουθεί, καθισμένος στη ζεστή μαλακή πολυθρόνα του, τις ειδήσεις. Αν κλέψεις μια στροφή, η νομοθεσία θα στραφεί εναντίον σου. Τι γίνεται, όμως, όταν κλέβεις τον πόνο κάποιου;

Μπορώ να μυρίσω τα ανοιχτά τραύματα του πολέμου όταν διαβάζω τα μικρά επιστολικά ποιήματα που βρέθηκαν στην τσέπη του Μίκλος Ραντνότι, ή αποστηθίζοντας τους στίχους Ουκρανών ποιητών που γράφτηκαν στη σιγαλιά, ανάμεσα σε δύο χτύπους της καρδιάς και στις βόμβες. Ακριβώς όπως η ήττα ή η νίκη δεν μπορούν να αποσαφηνιστούν με στρατιωτικούς όρους, όπως επισήμανε ο Νταρουίς, έτσι και η οικουμενικότητα των λέξεων δεν μπορεί να μετρηθεί από τον αριθμό των κοινοποιήσεων και των «μου αρέσει», αλλά με το βάθος που αφήνουν τα σημάδια πάνω στο εύθραυστο σώμα της μνήμης. Η ποίηση θυμάται τα σημάδια των λησμονημένων. Η ποίηση ταξιδεύει σιγά σιγά κι αθόρυβα σαν ένα πούπουλο ανάμεσα σε ρημαγμένα κτίρια, περιπλανιέται για βάθος χρόνου όπως ένα γράμμα που του λείπει από τον φάκελο η διεύθυνση του παραλήπτη.

Όταν προφέρω τη λέξη Σιωπή,
την καταστρέφω.

(Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Τρεις λέξεις πιο παράξενες»)[iv]

Η σιωπή ως μια απλή απουσία λέξεων με τρομάζει, μιας και στην αρχή δεν υπήρχε η λέξη – υπήρχε η αναπνοή. Ο Στοκχάουζεν είπε πως στον κόσμο δεν υπάρχει απόλυτη σιωπή και πως ήθελε να χρωματίσει τη σιωπή, «προσπαθώ πάντα να επεκτείνω τη σχέση που υφίσταται μεταξύ του ήχου που είναι απών και του ήχου που μπορεί να ακουστεί».[v] Βλέποντας μια σκιά, δεν σκέφτομαι το φως που χάνεται αλλά το απτό και όμορφο σχήμα του αντικειμένου. Η σιωπή είναι το φως που πλάθει το σώμα των λέξεων. Ο ποιητής κάνει τους ήχους ορατούς και τους μεταμορφώνει ξανά σε σιγή μέσω της ίδιας της πράξης της δημιουργίας. Ο Ντελέζ σημειώνει πως το πρόβλημα δεν είναι να καταφέρεις τον κόσμο να εκφραστεί, αλλά να θέσεις στη διάθεσή του μικρά χάσματα μοναξιάς και σιωπής στα οποία θα μπορούσε τελικά να βρει κάτι να πει.[vi] Το να γράφεις ποίηση είναι ένα ταξίδι ανάμεσα στις σκοτεινές φλέβες των ατελειών των λέξεων, ανακαλύπτοντας ότι η σιωπή και το σκοτάδι είναι τα δύο μισά του πυρήνα του παγκόσμιου κώδικα κατανόησης. Στη σιωπή όλοι οι ήχοι είναι ίσοι, στο σκοτάδι όλα τα αντικείμενα είναι ίδια. Η μουσική έχει το δικό της σώμα, όπως ακριβώς το κείμενο έχει τη δική του φωνή. Ο Κολτρέιν ήθελε να φανερώσει το θείο στους ανθρώπους με μια μουσική γλώσσα που υπερέβαινε τις λέξεις. Συνήθιζα να πιστεύω, ως αδέξιος αγγελιαφόρος των σκέψεών μου, πως χρησιμοποιώντας λέξεις θα μπορούσα να βελτιώσω τη σιωπή. Η Ντίκινσον έγραψε: «Η Σιωπή όμως είναι Απεραντοσύνη».[vii] Η γιαγιά μου συνήθιζε να μου λέει πως μόνο όταν πεθαίνουμε, γινόμαστε απέραντοι. Πίστευε ότι αν κατά τη διάρκεια του βραδινού όλοι μας σταματούσαμε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να μιλάμε και μια δυσάρεστη σιωπή κάλυπτε το δωμάτιο και τα σώματά μας, τότε ένας άγγελος θα ίπτατο πάνω απ’ το τραπέζι.

Η Ιστορία έβαλε ένα σύμβολο στάθμισης ανάμεσα στη ζωή και στις λέξεις, αφού η σιωπή είναι συνδεδεμένη με τη συμμετρία των τάφων. Ωστόσο, είναι ακριβώς πάνω απ’ τους τάφους που κάποιος κλαίει γοερά. Ως παιδιά είχαμε ανάγκη τη μοναξιά για να κάνουμε μπροστά στον καθρέφτη όλες εκείνες τις περίεργες, σιωπηλές γκριμάτσες που μας απελευθέρωναν πιστεύοντας ότι ήταν μια ουσιώδης προσωπική πράξη, και μόνο αργότερα μάθαμε πως στην πραγματικότητα όλοι μας κάναμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ο κόσμος άρχισε να μας αποκαλύπτεται μόλις αρχίσαμε, ακολουθώντας την ηχώ της ατομικής μας αλήθειας, να φανερώνουμε μετρημένα και με φόβο τα μυστικά μας, σαν τα πρώτα βήματα ενός ναρκωμένου σκύλου. Ωστόσο, είναι η πράξη της δημιουργίας που φέρνει την ποίηση στην πηγή της προσωπικής μας αλήθειας, στα βάθη του χρόνου πέρα απ’ τα ημερολόγια. Το να γράφεις ποίηση είναι το χτίσιμο μιας καινούργιας γλώσσας, όπου η σιωπή ξεκινά, είναι ο σιγανός θάνατος του φόβου του θανάτου. Η ποίηση είναι ο όμορφος και υπομονετικός τρόπος που πέφτει η άμμος στην κλεψύδρα, παρά μια απώλεια χρόνου.

Η σιωπή είναι η έσχατη ενός άλλου κόσμου χειρονομία του καλλιτέχνη· με τη σιωπή, απελευθερώνεται από όλα όσα τον υποδουλώνουν σ’ έναν κόσμο…

(Σούζαν Σόνταγκ, Η αισθητική της σιωπής)[viii]

Το να σκίζει ο συγγραφέας τις σελίδες παραμένει ίσως η πιο δυνατή, ηχηρή εκδήλωση της πάλης του με την αυτολογοκρισία, ενώ το κάψιμο των βιβλίων στις πλατείες μάς θυμίζει, μόνο, το δραματικό τέλος μιας ιδεολογίας. Τώρα, στο πάτημα ενός κουμπιού, κόσμοι και υποσχέσεις μπορούν σιωπηλά να εξαφανιστούν. Πολλοί ποιητές, λόγω της έλλειψης χαρτιού κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Σεράγεβο, έγραφαν πάνω σε χαρτοπετσέτες και χαρτί τουαλέτας, όπου το στυλό εύκολα διαπερνούσε και τα δύο, όπως με την ίδια ευκολία οι σφαίρες διαπερνούσαν τα κορμιά τους. Δεν υπήρχε ο χρόνος για να αλλάξεις τις γραμμένες σου λέξεις, να αλλάξεις την ηχώ της σιωπής που ταξίδευε στην αρχή του κόσμου. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η μόνη διόρθωση που μπορεί κανείς να κάνει είναι η διόρθωση της δικής του ιστορίας, αυτό το οποίο ούτε έχει ειπωθεί ούτε έχει γραφτεί. Η πράξη της δημιουργίας ενώπιον του πολέμου δεν προκύπτει από κληρονομημένους φόβους. Συμβαίνει όταν κάποιος δημιουργεί μια νέα γλώσσα για να εκφράσει μέσω της σιωπής την ένταση του κόσμου, όπως ένα πουλί προβλέπει έναν βομβαρδισμό αποχωρώντας αθόρυβα και στα κρυφά. Εκείνοι στους οποίους προκαλεί απορία η πράξη της γραφής, θα πουν ότι ο ποιητής χρειάζεται τις αλυσίδες για να μιλήσει για την ελευθερία ή πως το πουλί πρέπει να ζει σε κλουβί για να τραγουδήσει για τον ουρανό. Και στις δύο περιπτώσεις, μια εξωραϊσμένη απόσταση δημιουργείται, η οποία δεν μπορεί να σπάσει τους κρίκους της αλυσίδας και να λυγίσει τα κάγκελα του κλουβιού. Ο πατέρας μου μιλούσε πολύ πιο συχνά για τον καιρό που πέρασε στον στρατό από ό,τι για τον χρόνο που περνούσε με τους φόβους του και με ό,τι αγαπούσε. Μιλούσε φορώντας τη στολή του κοινού πόνου και μπορούσα να δω τις τυμπανοκρουσίες της απουσίας στα μάτια του. «Η σφαίρα που έριξα / κατά τον μεγάλο πόλεμο / έκανε τον γύρο της Γης / και με βρήκε στην πλάτη», έγραψε ο Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ στο «Μια μικρή καρδιά». Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τις λέξεις του ιστορικά διαμορφωμένου μίσους. Ένα σιωπηλό ζωντανό πουλί δίπλα στο νεκρό σώμα ενός στρατιώτη ή ένα νεκρό πουλί στην παλάμη ενός παιδιού που κλαίει αντιπροσωπεύουν τον ολοκληρωτικό θάνατο της ελευθερίας.

Σε καιρούς επιβεβλημένης σιωπής από δικτατορίες και πολέμους, ο ποιητής έχει δικαίωμα στην ελευθερία της εσώτερης σιωπής του, έχει δικαίωμα να αφουγκραστεί τη γλώσσα του δικού του αίματος, να πάρει μια ανάσα πριν απελευθερώσει την πρώτη λέξη απ’ τα σημάδια των τραυμάτων. Η σιωπή της καταπίεσης δεν σκοτώνει τις λέξεις, κόβει την αναπνοή. Ο Μπέι Ντάο γράφει πως «η ελευθερία δεν είναι παρά η απόσταση / ανάμεσα στον κυνηγό και τον κυνηγημένο».[ix] Όταν γράφεις είσαι ταυτόχρονα και τα δύο, και ο σιωπηλός κυνηγός και το όμορφο θήραμα, ενώ η ποίηση είναι η τρομακτικά κοντινή απόσταση που ονομάζουμε ελευθερία.

(Αυτές οι σκέψεις υπάρχουν από τότε που εξέφρασα την πρώτη μου λέξη και αναδιαμορφώθηκαν στο MacDowell και στο Yaddo, ΗΠΑ 2023.)


[i] Walter Benjamin, «Μασσαλία».

[ii] Ingeborg Bachmann, «Κάθε μέρα», μτφρ. Ντάντη Σιδέρη-Speck, Να λέω λόγια σκοτεινά, εκδ. Νεφέλη, 2007.

[iii] Charles Simic, «Why You Should Be an Immigrant, For the Sake of Your Writing Career».

[iv] Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ. Μπεάτα Ζουλκίεβιτς, εκδ. Καστανιώτης, 2021.

[v] Απόσπασμα από τη συνέντευξη που πήρε η Iara Lee από τον Karlheinz Stockhausen στη Φρανκφούρτη τον Αύγουστο του 1997 για το Modulations.

[vi] Gilles Deleuze, Pourparlers 1972-1990, Les Éditions de Minuit, 1990.

[vii] Emily Dickinson, «Τρέμουμε τη Σιωπή», μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη, εκδ. Πατάκη, 2021.

[viii] Σούζαν Σόνταγκ, Η αισθητική της σιωπής, μτφρ. Νανά Ησαΐα, Νεφέλη 1983.

[ix] Bei Dao, «Συνένοχοι», μτφρ. Αναστάσης Βιστωνίτης, Το ρόδο του χρόνου, εκδ. Καστανιώτης, 2021.

Κύλιση στην κορυφή