Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Κώστας Μελάς

Ο ρωσικο-ουκρανικός πόλεμος και οι πλανητικές εξελίξεις

Ας πούμε μια αλήθεια… κι ας πέσει στον γιαλό…

1.

Οι σύγχρονες πλανητικές εξελίξεις θα μπορούσαν να ενταχθούν εντός ενός πλαισίου υπό την ονομασία «θερμή ειρήνη». Πρόκειται για μια περίοδο όξυνσης των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αλλά η μεγάλη οικονομική αλληλεξάρτηση, που ενυπάρχει στην παγκόσμια οικονομία, λειτουργεί ακόμη αποτρεπτικά στην περαιτέρω όξυνση και στο πέρασμα ενός νέου ψυχρού πολέμου.

Αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν μπορεί παρά να ενταχθεί σε αυτόν τον συνεχώς οξύτερο ανταγωνισμό μεταξύ των σύγχρονων πλανητικών δυνάμεων, ο οποίος διαδραματίζεται στην αυγή της νέας πλανητικής αταξίας, και σημαδεύτηκε από την κρίση της Δύσης και του εγκαταστημένου σε αυτήν υποδείγματος του φιλελεύθερου-δημοκρατικού καπιταλισμού, το οποίο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, θεωρήθηκε καθολικό[1]. Τα γεγονότα της Ουκρανίας έδειξαν με καθαρότητα εξελίξεις, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι βρίσκονται στον αντίποδα της φουκουγιαμικής υπέρμετρης αισιοδοξίας περί του τέλους της ιστορίας. Η Δύση στην αντιπαράθεσή της με τη Ρωσία, με αφορμή τα γεγονότα στην Ουκρανία, βρέθηκε σε απόλυτη μειοψηφία σε σύγκριση με τον «Παγκόσμιο Νότο», δηλαδή τον πρώην Τρίτο Κόσμο του Ψυχρού Πολέμου. Αυτός ο «Παγκόσμιος Νότος» για την ώρα είναι ακόμη ένας ετερογενής γαλαξίας από τον οποίο Ρώσοι και Κινέζοι, σε σιωπηλό ανταγωνισμό, ψαρεύουν πόρους που θα τους χρησιμοποιήσουν για να αποδυναμώσουν τις ΗΠΑ και να διχάσουν τους Δυτικούς. Την ίδια στιγμή, παλιές και νέες δυνάμεις που έως πρόσφατα ήταν ασήμαντες και δευτερεύουσες καλλιεργούν φιλοδοξίες που είναι ίσως δυσανάλογες με το αντίστοιχο μέγεθός τους: αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη με την Πολωνία, η οποία ανακάλυψε εκ νέου αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, μεταξύ της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας[2]. Στην Ασία, η Ινδία και εκ νέου η Ιαπωνία. Στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας, η Τουρκία επιχειρεί να διαδραματίσει ρόλο με νεο-οθωμανικό και πανισλαμιστικό ύφος. Ο πλανήτης βρίσκεται σε πλήρη ηγεμονική μετάβαση. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ικανές να επιβάλουν τάξη (Pax Americana) στον κόσμο. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ποιος μπορεί να πάρει τη θέση τους. Εγγυημένο παρατεταμένο χάος.

Είμαστε σε θέση, μέσα από προσεκτική και σφαιρική προσέγγιση, να υποστηρίξουμε ότι τρείς πόλεμοι συνυπάρχουν (τέμνονται) σ’ αυτό που παρατηρούμε να συμβαίνει στην Ουκρανία. Τον πρώτο μπορούμε να τον αποκαλέσουμε θερμό πόλεμο ή επί του πεδίου, δηλαδή πραγματικό πόλεμο μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Ο δεύτερος διεξαγόμενος είναι ο πόλεμος διαμέσου αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ, των Ευρωπαίων συμμάχων και των λοιπών «δυτικών εταίρων» από τη μια μεριά ,και της Ρωσίας από την άλλη, αλλά ακόμη ελεγχόμενος παρότι τείνει να υπερθερμανθεί. Ο τρίτος πόλεμος αφορά τον παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ Ουάσιγκτον, Πεκίνου και Μόσχας, στον οποίο σαφέστατα εντάσσονται οι δύο πρώτοι.

Εξερευνούμε το νόημα και τις τομές της τριπλής σύγκρουσης ανακαλώντας τα χαρακτηριστικά των τριών πολέμων.

2.

Ο πρώτος πόλεμος –Ρώσοι εναντίον Ουκρανών– επικεντρώνεται στην προσπάθεια ενός «έθνους σε σχηματισμό» να χειραφετηθεί από την αυτοκρατορία προέλευσής του. Σύγκρουση λαών με ιστορίες τόσο αλληλένδετες, που παρέμεναν σχεδόν αδιάκριτες για αιώνες. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για έναν μετα-σοβιετικό εμφύλιο πόλεμο. Η μάχη των αφηγήσεων ξεκινά. Οι Ουκρανοί επινοούν ένα εθνικό παρελθόν χιλιάδων ετών[3]. Οι Ρώσοι εγείρουν τη θέση της μοναδικότητας των τριών ρωσικών, ουκρανικών και λευκορωσικών κλάδων ως παραλλαγές στον κορμό των ίδιων ανθρώπων και του ίδιου πολιτισμού –του Ρωσικού Κόσμου– με αυστηρά ιεραρχική σειρά[4].

Εργαλειακοί χειρισμοί της ιστορίας για λόγους κυριαρχίας, αυτοσυντήρησης και για δικαιολόγηση πολεμικών πράξεων.

Η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση διαρκεί για περισσότερα από εκατό χρόνια, μεταξύ μεγάλων διαστημάτων και καταστροφικών διεθνών γεγονότων (Παγκόσμιοι πόλεμοι). Από το 1917-1918, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο εκκολαπτόμενος ουκρανικός εθνικισμός[5] εκμεταλλεύτηκε την κατάρρευση του τσαρισμού, το γερμανικό ενδιαφέρον για την εγκατάσταση ενός δορυφορικού καθεστώτος στο Κίεβο και το σχέδιο των Μπολσεβίκων να δώσουν ένα ομοσπονδιακό προσωπείο στο δικό τους κράτος για να προσφέρουν μια ελεγχόμενη και παραπλανητική κυριαρχία στη σκιά του Κάιζερ. Για να καταλήξουν καταπιεσμένοι στην ΕΣΣΔ.

Το ουκρανικό εθνικό κίνημα αναζωπυρώθηκε με τη ναζιστική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης το 1941[6]. Ένα σημαντικό μέρος του ουκρανικού πληθυσμού ενώθηκε με τους Γερμανούς με τη σύντομα καταπιεσμένη ελπίδα να αποκτήσει ανεξαρτησία στο πλαίσιο της Ευρώπης που κυριαρχείται από το Τρίτο Ράιχ. Το 1944 η Ουκρανία απελευθερώθηκε από τις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις. Μεταπολεμικά η Ουκρανική ΣΣΔ επικύρωσε την προσάρτηση των δυτικών επαρχιών που είχαν καταληφθεί με το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ το 1939, έχοντας τη σύμφωνη πλέον γνώμη της σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Πολωνίας.

Το 1954 στα πλαίσια των εορτασμών για τα 300 χρόνια από την Ένωση της Ρωσίας και της Ουκρανίας το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ μεταβίβασε την Κριμαία από τη ρωσική επικράτεια στην ουκρανική. Με τις δύο αυτές προσαρτήσεις έχουμε τα γεωγραφικά όρια της Ουκρανίας , μέχρι το 2014 όταν έγινε η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία.

Η εξέλιξη των γεωγραφικών ορίων της Ουκρανίας (Πηγή: Carlo Bonini – Lucio Caracciolo , Ucraina: tre guerre in una, Repubblica 24 Marzo 2024)

Επεξηγήσεις:
Νο 1: 1917-1921, Λαϊκή Δημοκρατία Ουκρανίας. Μωβ γραμμή
Νο 2: 1918, Λαϊκή Δημοκρατία της Δυτικής Ουκρανίας. Πράσινη συνεχόμενη γραμμή
Νο 3 : 1930, Σύνορα εθνικο-γλωσσικά Ουκρανίας.Πράσινη διακεκομμένη γραμμή
Νο 4: 1922, Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας
Νο 5: 1924, Περιοχή που δόθηκε στη Ρωσία
Νο 6: 1939, Προσάρτηση Πολωνικού εδάφους, Συμφωνία Μολότοφ- Ρίμπεντροπ
Νο 7: 1940, προσάρτηση ρουμανικών εδαφών

3.

Το 1991 η κατάρρευση της ΕΣΣΔ επέτρεψε στην Ουκρανική ΣΣΔ, που σχεδίασε ο Λένιν και στη συνέχεια ρετουσάρισε τα διοικητικά της όρια ο Στάλιν και ο Χρουστσόφ, να μετατραπεί σε μια ανεξάρτητη δημοκρατία. Αλλά αυτή η εξέλιξη δεν έδωσε λύση στη διαφορά μεταξύ της Ρωσίας ως απογόνου της τσαρικής Ρωσικής αυτοκρατορίας και του Σοβιετικού Καθεστώτος από τη μια μεριά και της Ουκρανίας «ως έθνους σε σχηματισμό» από την άλλη.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η ​​ένταση μεταξύ των φιλορώσων Ουκρανών που υποστηρίζονται από τη Μόσχα και των φιλοδυτικών που υποστηρίζονται από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς αναζωπύρωσε τις συγκρούσεις.

Για τη Ρωσία –είτε τσαρική, είτε σοβιετική είτε μετασοβιετική– μια πιθανή αλλαγή της γεωπολιτικής θέσης της Ουκρανίας θεωρείται ως αφόρητη απειλή για την ασφάλειά της. Πρόκληση στην κόκκινη γραμμή που έχει καθιερώσει η Ρωσία (με οποιαδήποτε καθεστωτική μορφή), η οποία απαιτεί τη διατήρηση του Κιέβου εντός της επιρροής της ή τουλάχιστον την αποτροπή σύνδεσής της με τη Δύση. Το ακριβώς αντίθετο επιδίωκαν οι ΗΠΑ (δες Κουτί 2).

Με το τέλος του Ψυχρού πολέμου και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, οι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ διαβεβαίωσαν τη Μόσχα ότι «το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να επεκταθεί ούτε κατά μία ίντσα προς Ανατολάς». Το ΝΑΤΟ όμως άρχισε από τη δεκαετία του 1990 να διευρύνεται προς Ανατολάς. Παρά ταύτα, το 1997 υπογράφτηκε μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας η «Ιδρυτική Πράξη» (Founding Act), μέσω της οποίας η Μόσχα αποδέχτηκε τη διεύρυνση, με αντάλλαγμα όμως ότι το ΝΑΤΟ δεν θα σταθμεύσει μόνιμες δυνάμεις στην Ανατολική Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δημιουργήθηκε κλίμα ύφεσης και συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών[8]. Και μετά όλα ανατράπηκαν. Το ΝΑΤΟ προχώρησε σε σειρά κινήσεων που η Μόσχα δικαίως ή αδίκως τις είδε ως συντονισμένη προσπάθεια περικύκλωσης.

Οι ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ακολούθησαν, σε σχέση με το νέο Ρωσικό κράτος, το δόγμα Brzezinski, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία θα πρέπει να εξελιχθεί, από την άποψη της ισχύος, σε ένα κράτος περίπου σαν τη σημερινή Γερμανία ή τη Γαλλία, ενταγμένη πλήρως στο δυτικό θεσμικό πλαίσιο, υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ. Η επέκταση του ΝΑΤΟ σε όλες τις χώρες του ανατολικού σχηματισμού και κυρίως η πλήρης αποκοπή της Ουκρανίας από τον ρωσικό έλεγχο με την εισδοχή της στο ΝΑΤΟ και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς θα αποτελούσε την καταλυτική πράξη για επίτευξη αυτού του σχεδιασμού. Γράφει ο Brzezinski[9]:

 «Το πιο ενοχλητικό (για τη Ρωσία) από όλα ήταν η απώλεια της Ουκρανίας. Η εμφάνιση ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους δεν ήταν μόνο μια πρόκληση για όλους τους Ρώσους, που καλούνταν να ξανασκεφτούν τη φύση της δικής τους πολιτικής και εθνοτικής ταυτότητας, αλλά και αντιπροσώπευε ζωτική γεωπολιτική υποχώρηση για το ρωσικό κράτος. Η αποκήρυξη της ρωσικής αυτοκρατορικής ιστορίας, που διάρκεσε πάνω από τριακόσια χρόνια, σήμαινε την απώλεια μιας δυνητικά πλούσιας βιομηχανικής και αγροτικής οικονομίας και 52 εκατομμυρίων ατόμων, που είναι επαρκώς συγγενείς με τους Ρώσους από εθνοτική και θρησκευτική άποψη, ώστε να κάνουν τη Ρωσία ένα πραγματικό μεγάλο και γεμάτο πεποίθηση αυτοκρατορικό κράτος. Η ανεξαρτησία της Ουκρανίας στέρησε επίσης τη Ρωσία από την κυρίαρχη θέση της στη Μαύρη θάλασσα, όπου η Οδησσός χρησίμευε ως ζωτική πύλη της Ρωσίας για το εμπόριο με τη Μεσόγειο και τον πέραν αυτής κόσμο. Η απώλεια της Ουκρανίας ήταν κρίσιμης σημασίας από γεωπολιτική άποψη, γιατί μείωσε δραστικά τις γεωστρατηγικές επιλογές της Ρωσίας» σ.162-3.

 Και συνεχίζει : «Η μοναδική πραγματική γεωστρατηγική επιλογή – η επιλογή που θα μπορούσε να δώσει στη Ρωσία ρεαλιστικό διεθνή ρόλο και επίσης να μεγιστοποιήσει τη δυνατότητά της να μετασχηματιστεί και να εκσυγχρονιστεί κοινωνικά– είναι η Ευρώπη. Και όχι οποιαδήποτε Ευρώπη, αλλά η διατλαντική Ευρώπη της διευρυνόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διευρυνόμενου ΝΑΤΟ. Αυτή είναι η Ευρώπη με την οποία θα έπρεπε να συνδεθεί η Ρωσία, αν θέλει να αποφύγει την επικίνδυνη γεωπολιτική απομόνωση. Για την Αμερική, η Ρωσία είναι πολύ αδύναμη για να είναι εταίρος, αλλά είναι ακόμη πολύ ισχυρή για να είναι απλώς πελάτης. Είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει πρόβλημα, εκτός και αν η Αμερική δημιουργήσει ένα περιβάλλον το οποίο βοηθά να πειστούν οι Ρώσοι ότι η καλύτερη επιλογή για την χώρα τους είναι μια όλο και πιο οργανική σχέση με τη διατλαντική Ευρώπη» σ. 206.

Ακόμη παρακάτω: «Ωστόσο, ακόμη πιο σημαντική είναι η Ουκρανία. Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ επεκτείνονται, η Ουκρανία θα είναι τελικά σε θέση να επιλέξει αν επιθυμεί ή όχι να γίνει μέλος αυτών των οργανισμών. Προκειμένου να ενισχύσει την ξεχωριστή ύπαρξή της, ίσως η Ουκρανία θα επιθυμεί να μπει και στους δύο οργανισμούς, από τη στιγμή που τα σύνορά τους θα φτάσουν σε αυτή τη χώρα και θα αρχίσει να αποκτά, χάρη στον εσωτερικό μετασχηματισμό της, τα προσόντα για να γίνει μέλος τους. Αν κάτι τέτοιο θα χρειαστεί χρόνο, δεν είναι πολύ νωρίς για τη Δύση –συνεχίζοντας να ενισχύει τους οικονομικούς δεσμούς και τους δεσμούς ασφαλείας με το Κίεβο– να αρχίσει να υποδεικνύει τη δεκαετία 2005-2015 ως λογικό χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα αρχίσει η προοδευτική ένταξη της Ουκρανίας, περιορίζοντας έτσι τον φόβο των Ουκρανών ότι η επέκταση της Ευρώπης θα σταματήσει στα πολωνο-ουκρανικά σύνορα» σ. 211.

Και η κατακλείδα: «Η Αμερική ούτε είχε διάθεση να μοιραστεί την παγκόσμια ισχύ της με τη Ρωσία ούτε μπορούσε να το κάνει, ακόμη και αν το ήθελε. Απλούστατα, η νέα Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη, πολύ κατεστραμμένη από τρία τέταρτα αιώνα κομμουνιστικής εξουσίας και πολύ καθυστερημένη κοινωνικά για να μπορεί να είναι στα μάτια της Ουάσιγκτον πραγματικός παγκόσμιος εταίρος» σ. 176.

Ο βασικός κίνδυνος της «γραμμής» Brzezinski, την οποία ακολούθησαν οι ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της Ρωσίας, ήταν η τελευταία να στραφεί προς την Ασία και να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα είδος «αντισυμμαχίας εναντίον της ηγεμονικής θέσης της Αμερικής στην Ευρασία»[10]. Δύο ήταν οι βασικές χώρες οι οποίες θα μπορούσαν να προχωρήσουν ενδεχομένως σε ένα είδος συνασπισμού ενάντια στην Αμερική: η Κίνα και το Ιράν. «Το αποτέλεσμα θα μπορούσε, τουλάχιστον θεωρητικά, να συνενώσει την παγκόσμια σλαβική ηγετική δύναμη, την πιο μαχητική ισλαμική δύναμη, στον κόσμο καθώς και την πολυπληθέστερη παγκόσμια και ισχυρότερη στην Ασία δύναμη, δημιουργώντας έτσι έναν κραταιό συνασπισμό»[11] και συνεχίζει «Ωστόσο, ένας συνασπισμός της Ρωσίας τόσο με την Κίνα όσο και με το Ιράν μπορεί να αναπτυχτεί μόνο αν οι ΗΠΑ είναι αρκετά κοντόθωρες ώστε να ανταγωνίζονται ταυτοχρόνως την Κίνα και το Ιράν. Σίγουρα, αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί… Εντούτοις, ούτε το Ιράν ούτε η Κίνα ήταν έτοιμες να παίξουν την τύχη τους στρατηγικά με τη Ρωσία, που ήταν ασταθής και αδύναμη..»[12].

Εικοσιπέντε χρόνια μετά, από τότε που έγραφε ο Z. Brzezinski, η κατάσταση στην πλέον σημαντική γεωγραφική περιοχή του πλανήτη, την Ευρασία, έχει μεταβληθεί άρδην[13], η Κίνα έχει καταστεί παγκόσμια οικονομική δύναμη[14] και με έντονο γεωπολιτικό αποτύπωμα[15]. Το Ιράν αποτελεί στενό σύμμαχο της Ρωσίας. Η ίδια η Ρωσία βρίσκεται σε εντελώς άλλο επίπεδο ισχύος από αυτό της δεκαετίας του 1990.

Κ .Μελάς, Πόλεμος στην Ουκρανία: τι σημαίνει για τις σχέσεις Ρωσίας – Κίνας , Περιοδικό Επίκαιρα , 4.4.2022.

Προς επίρρωση των παραπάνω τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η συνεργασία Ρωσίας-Κίνας έχει προχωρήσει σημαντικότατα (εξ ου και οι νέες απειλές των ΗΠΑ προς την Κίνα, κατά την άποψή μου χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα παρά για λόγους εντυπωσιασμού). Συγκεκριμένα:

Η Κίνα αύξησε τις πωλήσεις στη Ρωσία εργαλειομηχανών, μικροηλεκτρονικών και άλλων τεχνολογιών που χρησιμοποιεί με τη σειρά της η Μόσχα για την παραγωγή πυραύλων, αρμάτων μάχης, αεροπλάνων και άλλων οπλικών συστημάτων για τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας, όπως αποκάλυψαν δύο ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διαφόρων ιθυνόντων των ΗΠΑ, περίπου το 90% των ρωσικών μικροηλεκτρονικών προέρχονταν από την Κίνα το 2023. Υλικά τα οποία η Ρωσία χρησιμοποίησε για την παραγωγή πυραύλων, αρμάτων μάχης και αεροσκαφών. Και σχεδόν το 70% των εισαγωγών εργαλειομηχανών της Ρωσίας, αξίας περίπου 900 εκατομμυρίων δολαρίων το τελευταίο τρίμηνο του 2023, προήλθε από την Κίνα. Κινεζικές και ρωσικές εταιρείες εργάζονται επίσης για την από κοινού παραγωγή μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων εντός της Ρωσίας, ανέφεραν οι ίδιες πηγές υπό τον όρο της ανωνυμίας. Κινεζικές εταιρείες πιθανότατα προμηθεύουν στη Ρωσία νιτροκυτταρίνη που απαιτείται για την παραγωγή πυρίτιδας.

Το Πεκίνο φέρεται επίσης να συνεργάζεται με τη Ρωσία για να βελτιώσει τις δορυφορικές και διαστημικές ικανότητες της Μόσχας για χρήση στην Ουκρανία. Μια εξέλιξη που αξιωματούχοι λένε ότι θα μπορούσε να αυξήσει την απειλή που θέτει η Ρωσία για την Ευρώπη μακροπρόθεσμα.

Συνεπώς τουλάχιστον σε αυτό το σημείο η ανάλυση Z. Brzezinski φαίνεται να αποδεικνύεται λανθασμένη.

Οι πολεμικές συγκρούσεις ξέσπασαν το 2014, με την καθαίρεση του εκλεγμένου φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς, στον απόηχο του κινήματος Euromaidan και της εμφανούς αγγλοαμερικανικής υποστήριξης ενάντια στην τότε προσπάθεια γαλλο-πολωνο-γερμανικής μεσολάβησης (σκεφτείτε το «Fuck the EU!» της Victoria Nuland, ακραίας νεοσυντηρητικής[16] εκπροσώπου των ΗΠΑ για τα ευρωπαϊκά ζητήματα).

Ακολούθησε η ρωσική κατάληψη της Κριμαίας και το ξέσπασμα του πολέμου στο Ντονμπάς μεταξύ φιλορώσων που υποστηρίζονταν από τη Μόσχα και της Ουκρανικής πλευράς που υποστηριζόταν από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Μέχρι την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022. Η σημερινή κατάσταση επί του πεδίου παρουσιάζεται στο Γράφημα 2.

Πηγή: Stefan Wolff and Tetyana Malyarenko, Ukraine is losing and the west faces a stark choice, Social Europe 18th April 2024 (Link)

Ο πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων μετασοβιετικών κρατών γίνεται το κύριο θέατρο της έμμεσης σύγκρουσης Ρωσίας και ΗΠΑ. Έχουμε αλλαγή κλίμακας από την Ανατολική Ευρώπη στην Παγκόσμιο Σκηνή.

Μπορούμε να μιλήσουμε συνεπώς για έναν «δεύτερο πόλεμο» μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, ως στρατηγικό παράγωγο της άμεσης ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Οι ουσιαστικοί λόγοι ξεσπάσματος αυτού του πολέμου, μέσω ανταποκριτών, εξηγούνται με επάρκεια σε όσα αναφέρονται στο Κουτί 2.

Πρόκειται όχι μόνο για πόλεμο μέσω ανταποκριτών, αλλά και με μια αρχική βασική προϋπόθεση: η διεξαγωγή του πολέμου θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπάρξει διακινδύνευση για την καταστροφή του πλανήτη. «Τον Νοέμβριο του 2021, ο επικεφαλής της CIA, Μπερνς, φρόντισε να συμφωνήσει τηλεφωνικά με τον Πούτιν τα όρια του πολέμου που ετοιμάζεται να εξαπολύσει το Κρεμλίνο εναντίον του Κιέβου και της αμερικανικής αντίδρασης: και τα δύο κάτω από το πυρηνικό όριο. Όσον αφορά την εμπλοκή του Ατλαντικού, αυτή θα πραγματοποιηθεί μέσω Ουκρανών μεσαζόντων»[17].

Παράλληλα οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους υιοθέτησαν δύο αντιφατικούς στρατηγικούς στόχους αναφορικά με την αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Πρώτος στόχος: Η Μόσχα πρέπει να αποσυρθεί από τα κατεχόμενα. Δεύτερος στόχος: δεν κάνουμε και δεν θα κάνουμε πόλεμο με τους Ρώσους. Δεν χρειάζεται περισσή σοφία για να καταλάβει κανείς ότι ο διπλός στόχος ήταν και παραμένει αδύνατος.

Κανείς άνθρωπος με στοιχειώδη λογική δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο με τη Ρωσία και να την εκδιώξει από τις περιοχές που έχει καταλάβει –συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας– οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω κατοικούνται στην απόλυτη πλειοψηφία από ρωσικούς πληθυσμούς.

Αυτό το απλό πιστεύω της κοινής λογικής (αλλά και οποιασδήποτε άλλης λογικής), οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους προσπάθησαν να το κλονίσουν με κάποιον τρόπο υποσχόμενοι βοήθεια στην Ουκρανία για τη διεξαγωγή ενός πολέμου που δεν μπορούσε να κερδηθεί. Αυτό έγινε προφανώς για να μην παραδεχτούν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αυτή την αλήθεια, και επομένως για να επιτρέψουν στη Μόσχα να κρατήσει το κομμάτι της Ουκρανίας που έχει καταφέρει να κατακτήσει μέχρι τώρα. Παράλληλα όμως καθιστούν πιστούς ακολούθους τους Ευρωπαίους, ανήμπορους να αναστοχαστούν για το ίδιο συμφέρον τους, και ενσωματώνουν στο ΝΑΤΟ χώρες όπως η Σουηδία και η Φιλανδία.

Οι ΗΠΑ και η Δύση εξοπλίζουν και χρηματοδοτούν (Κουτί 3) την Ουκρανία, η οποία εξαναγκάζεται σε μια σύγκρουση φθοράς προκειμένου να συνεχίσει να βρίσκεται στο προσκήνιο η λογική Brzezinski, την οποία ασπάζεται σύσσωμο το Δημοκρατικό κόμμα και ειδικά οι του Υπουργείου Εξωτερικών. Σύγκρουση φθοράς, στην οποία συνήθως επικρατεί αυτός με τους περισσότερους πόρους για κατανάλωση στο μέτωπο του πολέμου: στην προκειμένη περίπτωση, η Ρωσία. Οι Ουκρανοί διεξάγουν έναν πόλεμο που δεν μπορούν να κερδίσουν εάν η Ρωσία δεν καταρρεύσει από μέσα. Κάτι που μόνο στη φαντασία των ακραίων ατλαντικών κύκλων μπορεί ακόμη να υπάρχει[18]. Μάλιστα όλα τα στοιχεία –πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά– δείχνουν ενδυνάμωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Οι συνολικοί πόροι που έχουν δοθεί στην Ουκρανία από 24 Ιανουαρίου 2022 έως 15 Ιανουαρίου 2024 ανέρχονται σε 252,4 δις ευρώ και κατανέμονται ως ακολούθως : Ευρωπαϊκοί θεσμοί και Ευρωπαϊκές χώρες 144,1 δις ευρώ. ΗΠΑ 67,7 δις ευρώ[19]. Υπόλοιπες χώρες 40,6 δις ευρώ. Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα έχει παραχωρήσει το 0,095% του ΑΕΠ σε στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία από τον Ιανουάριο του 2023 έως τον Ιανουάριο του 2024, που αντιστοιχεί σε πάνω από 180 εκατ. ευρώ για τον πόλεμο με τη Ρωσία, σύμφωνα με τον Ukraine Support Tracker του πανεπιστημίου του Κιέλου.

Στο Γράφημα 3 που ακολουθεί παρουσιάζονται οι πόροι που έχουν δοθεί ανά χώρα (10 πρώτες χώρες) και ανάλογα με τον τύπο της βοήθειας (οικονομική, ανθρωπιστική, στρατιωτική).

Στο σημείο αυτό μπορούμε να συνάγουμε ένα βασικό συμπέρασμα: Οι ΗΠΑ, προκειμένου να μην αποδεχτούν τον ρόλο της Ρωσίας ως πλανητικής δύναμης, χρησιμοποιούν τους Ουκρανούς, οι οποίοι με τη σειρά τους προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους Αμερικανούς προκειμένου να σώσουν ότι σώζεται. Στο βάθος η ελπίδα εισόδου της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ! Η Ουκρανία υφίσταται απώλειες πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της Ρωσίας, ενώ οι ΗΠΑ δεν ξοδεύουν ούτε σταγόνα αίμα. Στη σκηνή εμφανίζεται η Κίνα που υποστηρίζει τη Ρωσία, αλλά ταυτόχρονα διεισδύει στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία, ενώ παράλληλα πιέζει στη Σιβηρία, με στόχο τον έλεγχο της αρκτικής διαδρομής μεταξύ της Άπω Ανατολής, της Βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής.

Έτσι, μέσα από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο και την αντιπαράθεση μέσω αντιπροσώπων ΗΠΑ-Ρωσίας, προβάλλει και η τρίτη διάσταση της ουκρανικής σύγκρουσης: ο ανταγωνισμός των μεγάλων πλανητικών δυνάμεων[20] ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας στα πιο διαφορετικά επίπεδα και με τις πιο ποικίλες μεθόδους, με την επικράτηση πάντως στην τρέχουσα περίοδο του οικονομικού πολέμου (κυρώσεις, ποσοστώσεις, δασμοί κ.τ.λ.). Πρόκειται περισσότερο για κατάσταση «θερμής ειρήνης»[21] παρά για νέο ψυχρό πόλεμο.

Οι χώρες της ΕΕ (με σαφή Ευρωατλαντικό προσανατολισμό) παραμένουν χώρες που υποστηρίζουν τις αποφάσεις των ΗΠΑ﮲ παραμένουν υποστηρικτικοί παίκτες[22]. Οι χώρες της «Νέας Ευρώπης» που βρίσκονται πλησιέστερα στη Ρωσία –οι Σκανδιναβικές χώρες και οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία και η Ρουμανία–  επανεξοπλίζονται σε μεγάλο βαθμό και στρέφονται προς τις πολεμικές οικονομίες, σε στενό συντονισμό με τους Βρετανούς, βασάλους των Αμερικανών για τη Βόρεια Ευρώπη. Ούγγροι και Σλοβάκοι υποχωρούν στην de facto ουδετερότητα. Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία ακολουθούν με ποικίλους βαθμούς εμπλοκής και κακή συνοχή μεταξύ ρητορικής και γεγονότων.

4.

Ποια είναι όμως η πραγματικότητα σήμερα επί του πεδίου, σε σχέση με τη στρατιωτική σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας; Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής:

Πρώτον: Η Ουκρανία είναι ένα κράτος, το οποίο δεν μπορεί επιβιώσει παρά μόνο μέσω της βοήθειας των Δυτικών χωρών. Εξαρτάται πλήρως από τη δυτική βοήθεια, ειδικά των ΗΠΑ. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την Ουκρανία ως ένα «αποτυχημένο» κράτος. Εκτός από ένα θαύμα, είναι αδύνατον να ανακαταλάβει τα εδάφη που χάθηκαν μετά τη ρωσική εισβολή[23]. Αντιθέτως μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες η Ρωσία να καταλάβει και την Οδησσό, σε μια μελλοντική πολεμική σύρραξη, καθιστώντας την Ουκρανία έναν περίκλειστο δορυφόρο της Μόσχας, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπλέον, έχοντας καταλάβει το λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, οι Ρώσοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Υπερδνειστερία, έναν θύλακα που αποσπάστηκε από τη Μολδαβία, για να τον επανασυνδέσουν απευθείας με την Ρωσική Ομοσπονδία.

Δεύτερον: Η Ρωσία μετά την αποτυχημένη πορεία στο Κίεβο, στάθηκε σε μια εξαιρετικά οχυρωμένη γραμμή που προστατεύει το περίπου 20% της ουκρανικής επικράτειας που βρίσκεται υπό τον έλεγχό της, όχι πολύ περισσότερο από αυτό που είχε ήδη έμμεσα στα χέρια της πριν από τη μοιραία 24η Φεβρουαρίου. Ακόμη και μετά την αποτυχία της λεγόμενης «ουκρανικής αντεπίθεσης» –περισσότερο προπαγάνδα παρά ουσία– ο Πούτιν φαίνεται να προτιμά να μην παίρνει πάρα πολλά ρίσκα. Αλλά μια κατάρρευση του ουκρανικού εσωτερικού μετώπου θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτή τη λογική. Το πόσο εύθραυστο είναι το ουκρανικό εσωτερικό μέτωπο επιβεβαιώνεται από τη συνεχή αναβολή του ανακοινωθέντος νόμου που υπόσχεται μισό εκατομμύριο στρατεύσιμους για να αποφύγουν την κατάρρευση του μετώπου. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες νέοι και μεγάλοι που ξεφεύγουν από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις επειδή δεν βλέπουν πλέον το νόημα του πολέμου και σίγουρα δεν ενθαρρύνονται από τις προβλέψεις των έγκυρων Αμερικανών ηγετών – όπως λ.χ. ο ηγέτης των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, Σούμερ, για τον οποίο «η Ουκρανία θα μπορέσει να αντισταθεί μερικούς μήνες ακόμη». Όσο για τον Μακρόν, μιλάει για αποστολή στρατιωτών στο Ουκρανικό μέτωπο του πολέμου, γνωρίζοντας ότι θα έχουν πυρομαχικά για λιγότερο από μια εβδομάδα, η μπλόφα του δεν ξεγελά κανέναν αλλά τρομάζει πολλούς στη Δύση (λιγότερο στη Ρωσία). Άλλωστε η μέχρι τώρα συμμετοχή της Γαλλίας στην αποστολή βοήθειας στην Ουκρανία βρίσκεται στον απόλυτο αντίποδα με τις μεγαλοστομίες του Γάλλου προέδρου. Εάν η επικοινωνία υπερισχύει της πραγματικότητας, εάν συλλογιζόμαστε με ελπίδες αντί για γεγονότα, όλα γίνονται δυνατά –ακόμα και το να χαθούμε σε έναν πόλεμο που δεν θέλουμε, στο μέτωπο του οποίου δεν μπορούμε να πολεμήσουμε, ενώ διακηρύσσουμε ότι πρέπει να τον κερδίσουμε.

Τρίτον: ως συνέπεια των δύο πρώτων παραγόντων, ο Ζελένσκι , υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμνη και να ακολουθήσει την τακτική των Ρώσων. Τουτέστιν οχυρωματικά έργα στο μέτωπο σε μικρή απόσταση από τις εμπροσθοφυλακές του εχθρού. Ακριβώς όπως τα ρωσικά περιχαρακώματα. Οι δορυφορικές φωτογραφίες δείχνουν αυτόν τον παραλληλισμό μεταξύ των αντίπαλων αμυντικών γραμμών. Κωδικοποιημένο μήνυμα: μια προσεχή λύση τύπου Κορέας…

Τέταρτον: υπάρχει ακόμη ένα κρίσιμο στοιχείο που δυστυχώς δεν συζητιέται: οι υπαρκτές και συνεχώς αναζωογονούμενες φυγόκεντρες εθνικιστικές τάσεις που ενυπάρχουν στο εσωτερικό της Ουκρανίας, λόγω της σχετικά πρόσφατης σταδιακής ενσωμάτωσης εδαφών που ανήκαν σε όμορα κράτη (Δες Κουτί 1). Είναι γνωστό, ότι το πολεμικό μέτωπο χωρίζει την Ουκρανία από την περιοχή που έχουν καταλάβει τα στρατεύματα της Μόσχας, απομονώνοντας μια περιοχή όπου η συντριπτική πλειοψηφία κατοικείται από Ρώσους ή φιλορώσους από το υπόλοιπο, μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας όπου οι κάτοικοι αντιδρούν επιθετικά σε οτιδήποτε ρωσικό. Όμως, και σε Βορειοδυτικές περιοχές με επίκεντρο το Λβιβ και τη Γαλικία, διαπιστώνονται εθνικιστικές αιχμές προερχόμενες κυρίως από την Πολωνία, και δευτερεύοντος από τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Η πρόσφατη επιστροφή ορισμένων από τους εκτοπισμένους Ουκρανούς στις περιοχές που κατέλαβε η Μόσχα, συμπεριλαμβανομένης της Μαριούπολης, σηματοδοτεί ότι υπάρχουν εκείνοι που προτιμούν να ζουν υπό τους Ρώσους αλλά στο σπίτι τους, παρά αλλού.

5.

Ας προσπαθήσουμε να συνάγουμε ορισμένα συμπεράσματα για τα κέρδη και τις απώλειες των εμπλεκομένων σε αυτή τη διαμάχη.

Στον διεξαγόμενο επί του πεδίου πόλεμο Ρωσίας- Ουκρανίας η προσωρινή εκτίμηση της κατάστασης (αλλά και η μελλοντική, ceteris paribus) νομίζω ότι είναι σαφής: οι Ρώσοι επικρατούν. Η Ουκρανία βρίσκεται σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Μάλιστα οι επερχόμενες εξελίξεις στις ΗΠΑ (το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών) θα είναι καταλυτικές. Η Ευρώπη από μόνη της δεν είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά. Κατά πάσα πιθανότητα, θα ακολουθήσει τον δρόμο που θα χαράξουν οι ΗΠΑ. Η ύπαρξη της Ρωσίας δεν απειλείται με τα μέχρι τώρα δεδομένα αυτού του πολέμου. Η Ουκρανία έχει χάσει σημαντικά εδάφη, τα οποία έχει αποδείξει ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά λόγω της εχθρότητας μεγάλου μέρους του πληθυσμού, και παράλληλα έχει χάσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Το 1991, σύμφωνα με τα στοιχεία, υπήρχαν 51 εκατομμύρια Ουκρανοί. Σήμερα οι εκτιμήσεις είναι γύρω στα τριάντα ή λιγότερο, αυτό ως αποτέλεσμα της φυγής στο εξωτερικό και της μεταφοράς υπό τη Ρωσία των πληθυσμών της Κριμαίας, της Σεβαστούπολης και των Νοτιοανατολικών επαρχιών. Εδώ και πολλούς μήνες, εκατοντάδες χιλιάδες «ετοιμοπόλεμοι» Ουκρανοί άντρες προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα προς άλλες χώρες και να δραπετεύσουν από τη μακάβρια μοίρα τους. Πλέον δεν τους νοιάζουν τόσο οι δάφνες, αλλά το να κρατήσουν τη ζωή τους απέναντι στην απέλπιδα προσπάθεια του καθεστώτος να «σώσει το πρόσωπό του»[24].

Όσον αφορά τις υλικές ζημιές, είναι τέτοιες που η ανοικοδόμηση υπολογίζεται σε τουλάχιστον πεντακόσια δισ. ευρώ. Είναι σαφές ότι χωρίς τη δυτική υποστήριξη, το μέλλον της Ουκρανίας θα είναι άδηλο. Πάνω απ’ όλα, κάθε επιπλέον ημέρα πολέμου το κάνει λιγότερο ελκυστικό. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πώς ο χρόνος κυλά ενάντια στην προθυμία των Αμερικανών και των Ευρωπαίων να δεσμεύσουν πόρους στην Ουκρανία.

Στον δεύτερο πόλεμο, όπως τον έχουμε ορίσει, δηλαδή τον πόλεμο διαμέσου αντιπροσώπων, μεταξύ ΗΠΑ, Ευρωπαίων και υπολοίπων συμμάχων και της Ρωσίας, η ετυμηγορία, παρότι δεν είναι τελική, σήμερα φαίνεται να γέρνει σαφώς υπέρ της Ρωσίας. Η Ρωσία δεν κατάρρευσε, βρήκε νέες αγορές για τα ενεργειακά της προϊόντα, νέους συμμάχους, ενώ συνεχίζει να ελέγχει το ένα πέμπτο της επικράτειας της Ουκρανίας και απειλεί να καταλάβει ακόμη μεγαλύτερο τμήμα.

Την ίδια στιγμή, η οικονομία της Ρωσίας στάθηκε ανθεκτική στις δυτικές κυρώσεις και γνώρισε την ανάπτυξη που ωθήθηκε από τον πόλεμο. Εκτός από τις παραδόσεις από το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, τεχνολογία διπλής χρήσης, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρικών εξαρτημάτων και εργαλειομηχανών για την κατασκευή όπλων, παρέχεται από την Κίνα.

Η Μόσχα κατάφερε επίσης να παράγει πολύ δικό της εξοπλισμό και πυρομαχικά. Μεγάλο μέρος αυτού κατασκευάζεται σε εγκαταστάσεις που δεν μπορούν να φτάσουν τα ουκρανικά όπλα. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι καλά με τους ρωσικούς ανεφοδιασμούς, αλλά είναι ανώτεροι από αυτό που μπορεί να διαχειριστεί μόνη της η Ουκρανία ελλείψει δυτικής υποστήριξης.

Έχει αποτρέψει μέχρι τώρα την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ωστόσο είδε το Ατλαντικό Σύμφωνο να επεκτείνεται στη Σουηδία και στη Φιλανδίας. Και η Συμμαχία, αν και διχασμένη, μετακινεί άνδρες, βάσεις και όπλα κοντά στα ρωσικά σύνορα. Υπάρχει όμως μια αίσθηση που πλανάται στην ατμόσφαιρα και δεν είναι άλλη από τη συμπεριφορά των ΗΠΑ έναντι των συμμάχων τους με βάση την ιστορική εμπειρία των τελευταίων 60 ετών: πάντοτε υπόσχονται περισσότερα από όσα μπορούν να προσφέρουν και δεν διστάζουν, όταν τα γεγονότα εξελίσσονται αντίθετα από τα αναμενόμενα, να αποσύρονται εγκαταλείποντάς τους στη μοίρα τους. Θυμηθείτε: Βιετνάμ, Ιράκ, Αφγανιστάν, Σομαλία, Λιβύη. Εάν ο αντίπαλος είναι μια πλανητική δύναμη όπως η Ρωσία, το αρνητικό αποτέλεσμα πολλαπλασιάζεται.

Στο πλαίσιο του Μεγάλου Πολέμου, αυτό που συμβαίνει στο ουκρανικό μέτωπο λειτουργεί υπέρ της Κίνας. Εάν η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί το Κίεβο εναντίον της Μόσχας, το Πεκίνο χρησιμοποιεί τη Μόσχα εναντίον της Ουάσιγκτον. Στην πραγματικότητα, συμβάλλει στο να κρατηθεί η Ρωσία στα πόδια της χωρίς να δεσμευτεί στο μέτωπο, ενώ διεισδύει στη σφαίρα επιρροής της. Μαλακός πόλεμος μεσολάβησης, πολύ πιο κερδοφόρος και λιγότερο επικίνδυνος από τη σκληρή έκδοση που εξασκούσαν οι Αμερικανοί μέσω Ουκρανών μαχητικών. Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι συμβάλλουν επίσης στο να ξυπνήσουν αντιδυτικές διαθέσεις στον λεγόμενο «Παγκόσμιο Νότο», αν και αμφισβητούν αρκετές στρατηγικές περιοχές, ειδικά στην Αφρική και την Ασία. Απλά και καθαρά, παρατηρείται το μειωμένο ενδιαφέρον των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων για την Ουκρανία ως κόμβο στη σύγκρουση μεταξύ Δυτικού και ρωσο-κινεζικού τόξου[25]. Πλέον, ένας συνεχώς διογκούμενος πυρήνας που απειλεί να κάνει «έξωση» στα ιμπεριαλιστικά κατάλοιπα διαγράφεται βαθιά στην Ευρασία, με το Ιράν, τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα να συντάσσονται γύρω από τα κοινά τους συμφέροντα. Η πραγματικότητα είναι απλή, το ανατολικό τόξο όλο και περισσότερο αυξάνει τις δυνατότητές του να λειτουργεί με σχετική αυτοδυναμία από τις ΗΠΑ και τη «Γερασμένη» Ήπειρο και, ακόμα πιο σημαντικά, βρίσκεται λόγω γεωγραφίας σε στρατηγικά ανώτερη θέση, κοντά στα άφθονα κοιτάσματα του Λεβάντε και της Αφρικής.

Αυτοί που σίγουρα βρίσκονται στην πλευρά των ηττημένων είναι οι Ευρωπαίοι. Πώς μπορούν να κερδίσουν την ειρήνη εκείνοι που νόμιζαν ότι την είχαν αποκτήσει με φυσικό νόμο (Δες Κουτί 4) και αντ’ αυτού βρέθηκαν να συμμετέχουν μέχρι τον λαιμό τους στον πόλεμο που διεξήχθη στη δική τους ήπειρο, με τη συμμετοχή των μεγαλύτερων παγκόσμιων δυνάμεων; Εδώ και δεκαετίες, η Ευρώπη έχει εξελιχθεί σε μία ήπειρο «προτεκτοράτο». Με δυσανάλογες έως ανύπαρκτες θυσίες, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις βάζουν στρατηγικά το «χεράκι» τους σε διεθνείς συγκρούσεις, αποκομίζουν πολεμικές προμήθειες και απολαμβάνουν την οικονομική κηδεμονία των ΗΠΑ, με ένα μικρό «χαρτζιλίκι» από τα εναπομείναντα αποικιακά καθεστώτα τους.

Και αυτός ακριβώς ο εφησυχασμός είναι που την καθιστά πλέον τόσο επιρρεπή σε μία ρωσική εισβολή. Ήδη, χώρες στα σύνορα με τον επεκτατικό τους γείτονα, όπως η Φινλανδία και η Νορβηγία, έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν το δόγμα της λιτότητας του κοινωνικού κράτους για να «τυπώσουν» πυρομαχικά και αμυντικά συστήματα.

Συνολικά, οι στρατιωτικές δαπάνες στην ΕΕ ανήλθαν σε 240 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στο 2022, μία αύξηση 2% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.

Η σαστισμένη Ευρώπη για ακόμη μια φορά σε απορία

Εισαγωγή

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζοντας την απειλή και στη συνέχεια την εισβολή και τον γενικευμένο πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία βρέθηκε, για ακόμη μια φορά, σε απορία. Αμηχανία, έκπληξη, ρητορείες ηθικού περιεχομένου και άλλα παρόμοια αποτέλεσαν τις πρώτες αντιδράσεις. Αναμενόμενες αντιδράσεις από ένα μόρφωμα που από τη γέννησή του, πεντακάθαρα και συνειδητά, έχει εγκαταλειφθεί στις αγκάλες ενός ανιστόρητου Ηθικού Οικουμενισμού. Ας δούμε περισσότερο συγκεκριμένα πως έχουν τεθεί ορισμένα ζητήματα.

1.

«Οι υπέρμαχοι της ενοποίησης της ΕΕ τα τελευταία χρόνια αναφέρονται σε αυτήν ως το κυριότερο επίτευγμα του «μετανεωτερικού κόσμου»[26]. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές η ΕΕ διαφοροποιείται τόσο από τα συμβατικά κράτη του «νεωτερικού κόσμου» όσο και από τον «προνεωτερικό κόσμο», δηλαδή το χάος που προηγήθηκε του κράτους και έπεται των αυτοκρατοριών[27]. Η μετανεωτερική ΕΕ προσφέρει το όραμα ενός μεταμοντέρνου[28] «συνεργατικού διακυβερνητικού χώρου», με κοινό επίπεδο ελευθεριών και κοινή ασφάλεια, με μειωμένη εθνική κυριαρχία –στοιχείο που χαρακτήριζε όλες τις αυτοκρατορίες στην ιστορία.

Μέσα από τις μακροχρόνιες διαδικασίες του ευρωπαϊκού state-building, η ΕΕ σχηματοποιείται σιγά-σιγά σε ένα «μεταμοντέρνο σύστημα», που έχει σαφή χαρακτηριστικά μεταεθνικής, μετακυριαρχικής ή μετακρατικής πολιτείας.[29]

Ένα τέτοιο μετανεωτερικό μόρφωμα καθοδηγούμενο από μεταμοντέρνες αντιλήψεις αλλά και από αντιλήψεις εκσυγχρονιστικού ορθολογισμού και τη θεωρία της νεωτερικότητας, αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο καμία χώρα δεν κυριαρχεί και το οποίο γεννά αρχές που δεν είναι εθνικές αλλά ηθικές και νομικοκανονιστικές[30].

Τα κράτη που συγκροτούν την ΕΕ επιχειρούν να διαμορφώσουν το πρώτο μεταεθνικό διακυβερνητικό μόρφωμα στην παγκόσμια ιστορία. Αυτό το μόρφωμα αποκτά μια διακριτότητα μέσα από τη χρήση πολλαπλών μέσων επηρεασμού του διεθνούς περιβάλλοντος, αποκλειομένης της στρατιωτικής ισχύος.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ιδιαίτερο διακρατικό μόρφωμα που, μόνο ως τέτοιο[31], θεωρεί ότι ο πόλεμος –η τραυματική ευρωπαϊκή εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων προβάλλεται ως βασικό επιχείρημα– αποτελεί αποτυχία της πολιτικής.

Οι Ευρωπαίοι τείνουν να αντιλαμβάνονται το δικό τους μεταμοντέρνο σύστημα ως μέρος ενός γενικότερου συστήματος, στο οποίο η έννοια του συσχετισμού δυνάμεωνπρέπει να αντικατασταθεί από έννοιες όπως η «απόρριψη της ισχύος» και η «αυτοεπιβαλλόμενη συμπεριφορά». Αυτό τους οδηγεί στην απόρριψη του κλασικού raison d’état από την εποχή του Μακιαβέλι, δηλαδή της αποτελεσματικότητας –άρα, εν πολλοίς, και της μη ηθικής– της λειτουργίας του κράτους, και στην αντικατάστασή του από μια συγχορδία , όσο και να φαντάζει αντιφατικό, οικουμενικής και σχετικιστικής ηθικής στις διεθνείς υποθέσεις.[32]

 Ο αποκλεισμός της χρήσης στρατιωτικής ισχύος προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκτεταμένη χρησιμοποίηση της διπλωματίας, όχι ενός οποιουδήποτε είδους διπλωματίας, αλλά συγκεκριμένα της «κοσμοπολίτικης διπλωματίας», η οποία προκύπτει από έναν νέο τρόπο «μετακρατικής[33]» συγκρότησης. Η «κοσμοπολίτικη διπλωματία»[34] δεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στο επίπεδο τηςεμφάνισής τους (π.χ. τρομοκρατία), αλλά και στο επίπεδο της πρωταρχικής δημιουργίας τους. Δηλαδή επιχειρεί να τα απαλείψει στο επίπεδο παραγωγής τους. Αυτό πιστεύεται ότι μπορεί να επιτευχθεί με την πειθώ, τη συνεργασία, τον διάλογο και την επικοινωνία μέσω της επίκλησης οικουμενικών αξιών και γενικών συμφερόντων. Οι προσπάθειες των οικουμενιστών κατατείνουν στην απόδειξη ύπαρξης πανανθρώπινων καταβολών ή νοητικών ικανοτήτων και προδιαθέσεων, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό διαπιστώνονται κοινές αξίες, κοινοί τρόποι σκέψης και συνεπώς χώρος για καθολική συνεννόηση.[35]

 Αν τα παγκόσμια προβλήματα είναι δυσεπίλυτα στο επίπεδο του εθνικού κράτους, η κοινή συμπόρευση κρατικών οντοτήτων πολλαπλασιάζει και ανανεώνει τη δύναμη της πολιτικής να πείθει πολλαπλά ακροατήρια και να διαμορφώνει νέες διεθνείς καταστάσεις.[36]

Είτε στο επίπεδο των κρατών-μελών είτε στο επίπεδο της ΕΕ, η συναινετική πολιτική κάνει τη διάκριση μεταξύ «εχθρού» και «φίλου» εξαιρετικά δυσχερή.[37] Σε γενικές γραμμές, η ΕΕ πιστεύει ότι διαμορφώνεται σε μια «δημοκρατική κοινότητα χωρίς εχθρούς».[38]

Ο μέχρι σήμερα συναινετικός τρόπος λήψης αποφάσεων[39] στην ΕΕ παράγει διακριτά αποτελέσματα, που επηρεάζουν τις εθνικές ταυτότητες και ιδέες, κυρίως αν αυτές οι αποφάσεις σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Πρόκειται για διαδικασίες διαμόρφωσης συλλογικής αντίληψης βασισμένες σε συμβολισμούς και ιδεολογίες που, ενώ παρουσιάζονται ως νέοι, είναι παλαιότατοι και επικεντρώνονται στο τι πρέπει να κάνει, από εδώ και εμπρός, η Ευρώπη στον κόσμο. Το παρελθόν, δηλαδή το τι έκανε στον κόσμο η Ευρώπη, χρησιμοποιείται μόνο σαν αφανές υπόβαθρο, σαν μια συνιστώσα της συλλογικής μνήμης που αδυνατίζει με το πέρασμα των χρόνων. Εδώ πρωταρχικό ρόλο κατέχει το επιχειρούμενο ξαναγράψιμο της ιστορίας[40] από μια πλήρως αναθεωρητική οπτική, η οποία κυρίως εξυπηρετεί αυτό το ιδεολογικό πρόταγμα που απορρέει από την κυρίαρχη αντίληψη των πολιτικών ευρωπαϊκών ελίτ. Σιγά-σιγά επιχειρείται η απαξίωση των εθνικών ταυτοτήτων.[41]

Οι εξελίξεις αυτές καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την πιθανότητα κινητοποίησης της κοινής γνώμης για στρατιωτικές επιχειρήσεις –ακόμα περισσότερο, στον βαθμό που οι τελευταίες ταυτίζονται με τη συνήθη και επαναλαμβανόμενη πρακτική των ΗΠΑ, η οποία σφραγίζει την ταυτότητά τους –κάτι που δεν ταιριάζει με την αναδυόμενη, οικουμενικά ηθική και μεταμοντέρνα σχετικιστική , ταυτότητα της ΕΕ.

Το ευρωπαϊκό εγχείρημα εδράζεται σε μια νέα αρχή που προϋποθέτει ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας εξασφαλίζεται από τις ΗΠΑ. Με αυτά τα δεδομένα, η έννοια της αλληλεξάρτησης (δηλαδή οι δεσμοί δια των οποίων η Ευρώπη συνδέεται με τον γεωοικονομικό της περίγυρο μέσα από συμφωνίες, καθεστώτα εμπορικών προτιμήσεων και τη διαδικασία συμμετοχής στην ΕΕ) αποτελεί καθαυτή μια επεκτατική τάση, που σπρώχνει τα σύνορα της Ευρώπης προς την Ανατολή, τη Ρωσία, την Ουκρανία, τα Βαλκάνια και τις παρυφές της Ευρασίας.

Σε κάθε περίπτωση η λογική που διέπει την ΕΕ ως μετανεωτερικό μόρφωμα με τον τρόπο που το ορίσαμε παραπάνω , εγείρει πλήθος ερωτημάτων.

Υπάρχουν, κατ’ αρχάς, ορισμένα βασικά ερωτήματα που χρειάζεται να τεθούν αναφορικά με τη δικαιολογητική επιχειρηματολογία που προβάλλεται για τον επιλεχθέντα τρόπο κτισίματος του μορφώματος που ονομάζεται ΕΕ.

Η μελέτη του ιστορικού χώρου «Ευρώπη» μας επιτρέπει να συνάγουμε στοιχεία ιστορικής ενότητας που να τα χρησιμοποιήσουμε ως συγκολλητικούς παράγοντες της παρούσης ενωσιακής διαδικασίας; Είναι πράγματι αληθές ότι η επιχειρούμενη ενοποίηση αποτελεί αποτέλεσμα της κοινής συνείδησης των ευρωπαϊκών λαών; Του κοινού τους αξιακού συστήματος; Ότι οφείλεται στη συνείδηση, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανάγκη κατάργησης του πολέμου ως μέσου επίλυσης των διακρατικών διαφορών; Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ισχύουν όλα αυτά, γιατί δεν είναι ικανά να προκαλέσουν την πολυπόθητη υπέρβαση και να οδηγήσουν στη δημιουργία της «ευρωπαϊκής πολιτείας»[42]; Σε αυτά χρειάζεται να δοθούν ορισμένες απαντήσεις με στόχο την αποκατάσταση της αλήθειας.

Από τις πολλές απαντήσεις που μπορούν να δοθούν μπορώ συνοπτικά να δώσω δύο:

Η πρώτη αφορά στην άρνηση του πολέμου ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, που με στόμφο και βαρύγδουπα έχει διακηρυχθεί ως κύριος στόχος του ενωσιακού μορφώματος. Της άρνησης, τρόπον τινά, της φυσικής κατάστασης της ανθρωπότητας η οποία ως τέτοια δεν πρόκειται να εξαλειφθεί, τουλάχιστον σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, όταν δηλαδή η αυτοσυντήρηση τίθεται σε κίνδυνο. Είναι αδύνατον να γίνει κατανοητή η ανθρώπινη ιστορία αν λάβουμε υπόψη τις περιόδους, σε κάθε εποχή, «κανονικότητας». Πρόκειται για αυταπάτη των ευρωπαϊκών αρχηγεσιών; Ή για αυταπάτη που σκοπό έχει την εξαπάτηση των ευρωπαϊκών λαών; Νομίζω ότι εν κατακλείδι είναι το ίδιο: η αυταπάτη του εαυτού μας διευκολύνει την εξαπάτηση των άλλων[43].

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υποβιβάστηκαν σχεδόν σε δευτερευούσης σημασίας δυνάμεις. Η αδυναμία τους να διαδραματίσουν ρόλο παγκόσμιας δύναμης και η ανάδειξη των ΗΠΑ σε ηγεμονεύουσα δύναμη του δυτικού κόσμου τις οδήγησε να αποδεχθούν την ομπρέλα ασφαλείας που τους προσέφεραν οι ΗΠΑ, να ενταχθούν στο άρμα τους, να διαφοροποιήσουν και να μεταλλάξουν την έννοια του Πολιτικού αποδεχόμενες τις αρχές ενός ανιστόρητου Ηθικού Οικουμενισμού , μετατρέποντας τον Πολιτικό Εχθρό σε Πολιτικό Ανταγωνιστή και τον Πόλεμο μεταξύ των κρατών σε Συνεργασία και Οικονομική Αλληλεξάρτηση. Ουσιαστικά εγκατέλειψαν την Πολιτική και στράφηκαν στη διαχείριση της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού. Το παζάρι μεταξύ «εταίρων» προήχθη σε βασική «πολιτική» πρακτική. Το Πολιτικόν φαινομενικά αποπυκνώνεται και προβάλλει παντοδύναμο το Οικονομικόν. Η πολιτική αγορά γίνεται με αυτό τον τρόπο οικονομική αγορά. Ο Εχθρός μεταμορφώνεται σε οικονομικό ανταγωνιστή. Η ΕΕ λόγω της έλλειψης ισχύος αποποιείται τον ρόλο της κυρίαρχης δύναμης και την ανάγκη ποιούμενη φιλοτιμία, θεωρητικοποιεί την αδυναμία της προφασιζόμενη την εγγενή ειρηνικότητα της[44], την απόφασή της να μην εμπλακεί ποτέ πλέον σε πόλεμο[45] –άλλωστε δεν αναγνωρίζει κανέναν ως Εχθρό∙ συγχρόνως θεωρητικοποιεί και την εμμονή της στον οικονομικό ανταγωνισμό αλλά και τη συνεργασία συγχρόνως μεταξύ όλων των κρατών στο πεδίο του ελεύθερου εμπορίου και γενικά των αρχών της φιλελεύθερης οικονομίας και μιας πρόσφατα αναγεννημένης οικουμενιστικής ηθικής. Η τελευταία, στηριζόμενη στον ηθικό σχετικισμό , αναλυτικό ή μεταμοντέρνο, προβάλλει ως νομιμοποιητική βάση την άποψη «..ότι μονάχα αν όλες οι πλευρές κατανοήσουν τη σχετικότητα και την προοπτική των απόψεων και των αξιών μπορεί να δημιουργηθεί το ιδεατό θεμέλιο της ανοχής και της ειρηνικής συμβίωσης ..»[46] ενώ παράλληλα προβάλλει ως αξιακή βάση εθνικών και διεθνών θεσμών, τουλάχιστον ονομαστικά, ηθικές αρχές με οικουμενική ισχύ.

Όμως και αυτή η στενή αντίληψη που διακατέχει του ιθύνοντες της ΕΕ, σύμφωνα με όσα προηγουμένως υποστηρίξαμε, αποτελεί μια τεράστια φενάκη δεδομένου ότι στηρίζεται σε μια ηθική φιλοσοφία που παραγνωρίζει τους εμπειρικούς παράγοντες, τόσο τους ανθρωπολογικούς όσο και τους ιστορικούς. Συρρικνώνει τους πρώτους στην ικανότητα του ανθρώπου να διαλέγεται ή να στοχάζεται έλλογα, δηλαδή θεοποιεί τη Λογικότητα. Υπ’ αυτήν την έννοια, όλοι οι άνθρωποι, ως όντα λογικά και μόνον λογικά, συμπεριφέρονται κατά τον ίδιο ή παρόμοιο (λογικό) τρόπο δεδομένου ότι όλοι είναι όμοιοι»[47].

Η δεύτερη απάντηση αναφέρεται στο ότι η ιστορική εμπειρία αποτελεί το μοναδικό κριτήριο των θεωριών ή των αντιλήψεων που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις ανθρώπινες καταστάσεις. Για τον λόγο αυτό η ιστορία αποτελεί τον τρόμο των φιλοσόφων και των ηθικολόγων.

Η σημερινή στάση των χωρών της Δύσης, και κυρίως των Ευρωπαϊκών, σε σχέση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με έκανε να θυμηθώ τα παρακάτω λόγια του Μπωντλαίρ[48]: Όλοι οι ηλίθιοι της αστικής τάξης, που προφέρουν ασταμάτητα τις λέξεις: «ανήθικο, ανηθικότητα, ηθικότητα, ηθικότητα στην τέχνη» και άλλες βλακείες, με κάνουν να σκέφτομαι τη Λουίζα Βιλεντιέ, πουτάνα του πεντάφραγκου, η οποία, συνοδεύοντάς με μια φορά στο Λούβρο, όπου δεν είχε ξαναπάει, κοκκίνιζε, σκέπαζε το πρόσωπό της και τραβώντας με κάθε στιγμή από το μανίκι με ρωτούσε μπροστά στα αγάλματα και τους αθάνατους πίνακες, πως είναι δυνατόν να εκτίθενται δημοσίως τέτοιες αδιαντροπιές.

***

Ήδη έχουν αρχίσει οι έντονες αμφιβολίες για το πως θα συνεχίσουν να συμπεριφέρονται οι ΗΠΑ προς την Ευρώπη, όταν το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τον Ειρηνικό ωκεανό. Στο μεταξύ, πληρώνουμε τον λογαριασμό για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας , οι οποίες μας επηρεάζουν πιο ριζικά από ό,τι επηρεάζουν τη Ρωσία. Το μεγαλύτερο κόστος το καταβάλλει η Γερμανία και με μαθηματική ακρίβεια ολόκληρη η Ευρώπη.

Εμείς οι Ευρωπαίοι συνεχίζουμε να βάζουμε το κεφάλι μας στην άμμο. Αν συνεχίσουμε να προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε την τριπλή διάσταση του πολέμου στην Ουκρανία, την υπερθέρμανση του μετώπου της Μέσης Ανατολής και τη μεταβολή της κατανομής ισχύος σε πλανητικό επίπεδο, δεν θα μπορέσουμε να αναθεωρήσουμε ριζικά τον τρόπο που είμαστε στον κόσμο. Δεν θα μπορέσουμε να διορθώσουμε την πορεία του πλοίου.


[1] F. Fukuyama, «The End of History?», The National Interest, Καλοκαίρι 1989.

[2] Η πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών, γνωστή επίσης ως πρωτοβουλία των Θαλασσών Βαλτικής, Αδριατικής και Μαύρης Θάλασσας, είναι ένα forum χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στόχος είναι η δημιουργία διαλόγου για πολλαπλά ζητήματα που απασχολούν τα κράτη μέλη. Σε αυτήν συμμετέχουν δώδεκα χώρες που γεωγραφικά βρίσκονται κατά μήκος του άξονα βορρά-νότου από τη Βαλτική στην Αδριατική μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα. Αυστρία, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία και Σλοβενία. Όλες οι χώρες, εκτός της Αυστρίας, ανήκαν στο πρώην «σοσιαλιστικό» στρατόπεδο. Η πρώτη συνάντηση έγινε στο Ντουμπρόβνικ στις 25-26 Αυγούστου 2016. Η δεύτερη συνάντηση πραγματοποιήθηκε 6-7 Ιουλίου 2017 στη Βαρσοβία, όπου παρέστη και ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ. Η πρωτοβουλία αυτή έχει μια ιστορική αναφορά στην πρωτοβουλία γνωστή ως Intermarium που ξεκίνησε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με πρωτοβουλία της Πολωνίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα δίχτυ προστασίας της χώρας έναντι της Ρωσίας και της Γερμανίας.

[3] Κυρίαρχη τάση στην ουκρανική διανόηση είναι η παραγωγή μιας μακράς αφήγησης που ενώνει τις διάφορες περιόδους του συγκεκριμένου ιστορικού χώρου, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τον «πατέρα» –για πολλούς– της εθνικής ουκρανικής ιστορίας Μιχαήλο Χρουσέβσκι. Η ιστορικότητα αυτού του χώρου, που ενώνει την ευρωπαϊκή Δύση με τη σλαβική Ανατολή, λαμβάνει μυθικές διαστάσεις στη διατύπωση ότι το «σημείο μηδέν» της ουκρανικής ιστορίας είναι οι Κιμμέριοι, οι οποίοι ζούσαν στην περιοχή της Θάλασσας του Αζόφ και στον βόρειο Καύκασο περί το 1300 π.Χ.

[4] Τον Ιούλιο του 2021 δημοσιεύεται ένα άρθρο του Προέδρου Πούτιν με τίτλο «Περί της ιστορικής ενότητας Ρώσων και Ουκρανών», που αναφέρεται στους μακραίωνους ιστορικούς δεσμούς και την αδιάλειπτη ιστορική ενότητα των δύο λαών, η οποία τους καθιστά στην πραγματικότητα «έναν λαό». Link.

[5] Δες: Σπύρος Τσουτσουμπής , «Ένα ανύπαρκτο έθνος;», The books’ journal, 15 Ιουνίου 2022.

[6] Δημήτρης Καταϊφτσής, «Η Ιστορία του Ουκρανικού χώρου: γέννηση και διαμόρφωση του ουκρανικού εθνικισμού», Ιστορικά θέματα, Νοέμβριος 2015.

[7] Η επανάσταση του 1917 και η κατάρρευση της τσαρικής εξουσίας οδηγεί μια ομάδα νέων σοσιαλδημοκρατών, ελευθεριακών, και φιλελεύθερων, να σχηματίσουν στο Κίεβο την Κεντρική Ράντα (συμβούλιο), τον Μάρτιο του 1917. Η Ράντα θέτει δυο αιτήματα: γη στους καλλιεργητές και άμεση λήξη των εχθροπραξιών. Οι διακηρύξεις, γίνονται δεκτές από τον πληθυσμό της Ουκρανίας, θέτοντας έτσι τη βάση για την ανακήρυξη πρώτου ουκρανικού κράτους στις 25 Ιανουαρίου 1918. Παρ’ όλα αυτά, το νεότευκτο κράτος και ο ηγέτης του, ο σοσιαλδημοκράτης Σίμον Πετλιούρα, αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς προκλήσεις. Έχουν να αντιμετωπίσουν τον αντεπαναστατικό «Λευκό στρατό» του Ντενίκιν, τους μπολσεβίκους και τους Πολωνούς.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία κράτησε ως το 1921, όταν οι μπολσεβίκοι επικράτησαν ολοκληρωτικά και δημιούργησαν τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας. Δες: Paul Robert Magocsi, A history of Ukraine: The land and its people (Toronto: University of Toronto Press, 2010), σ. 518-529.

[8] Τον Μάρτιο 2002 ο Dmitri Trenin, (διευθυντής του Carnegie Center στη Μόσχα), γράφει άρθρο με τίτλο «Η Ρωσία εντός της Ευρώπης» («Russia Within Europe») στο οποίο τόνιζε μεταξύ άλλων: «Στις αρχές του 21ου αιώνα, το κεντρικό ερώτημα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι το πώς και όχι το εάν η Ρωσία θα ενσωματωθεί στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Οι προϋποθέσεις είναι τώρα κατάλληλες να προχωρήσουμε προς αυτόν τον φιλόδοξο στόχο». Σημειωτέον ότι στην εξουσία τότε ήταν ήδη ο Βλαντίμιρ Πούτιν που είχε διαδεχθεί τον Γιέλτσιν.

[9] Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, μτφρ. Ελένη Αστερίου, εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, Αθήνα 1998. Ειδικά στο Κεφάλαιο 4, με τίτλο «Η μαύρη τρύπα», περιγράφεται με απόλυτη σαφήνεια η πολιτική περικύκλωσης της Ρωσίας με την επέκταση του ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως ο σημαντικότατος ρόλος της Ουκρανίας στην πλήρη αποκαθήλωση της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης.

[10] Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, ό.π., σ. 201.

[11]Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, ό.π., σ. 202.

[12] Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, ό.π., σ. 203.

[13] Κ. Μελάς, «Οι διεργασίες στην Κεντρική Ασία και οι στρατηγικές επιλογές ΗΠΑ- Κίνας», Εθνικές Επάλξεις, τ. 138. (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2021).

[14] Κ. Μελάς, Η παγκοσμιοποίηση της Κίνας συνεχίζεται, Εθνικές Επάλξεις, τ. 136 (Απρίλιος-Ιούνιος 2021).

[15] Κ. Μελάς, «Σφραγίδα εμπορικής κυριαρχίας από το Πεκίνο», εφημ. Η Αυγή, 14 Απριλίου 2017.

[16] Κ. Μελάς, Νεοσυντηρητικοί, σχεδιάζοντας την παγκόσμια κυριαρχία, Εκδόσεις Αντίλογος,2007.

[17] Carlo Bonini – Lucio Caracciolo , «Ucraina: tre guerre in una», Repubblica, 24 Marzo 2024.

[18] Το σύνθημα των Βρετανών και άλλων κορυφαίων Ατλαντιστών: υποστηρίζουμε τους Ουκρανούς με όλους τους στρατιωτικούς, οικονομικούς και πολιτικούς πόρους που διατίθενται για όσο διάστημα χρειαστεί. Μόνο για να ανακαλύψουμε, μετά από περισσότερα από δύο χρόνια πολέμου, ότι οι πόροι και ο χρόνος μας είναι περιορισμένοι. Και ότι η Ουκρανία δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να ανακαταλάβει και στη συνέχεια να ελέγξει τις επαρχίες της που κατακτήθηκαν από τη Ρωσία. Ο διπλός στόχος αποδεικνύεται ότι είναι ένα διπλό μπούμερανγκ. Εξ ου και η στροφή από τη διάσωση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας στη διάσωση του προσώπου των Ουκρανών. Με κίνδυνο να χάσουν και τα δύο.

[19] Το Κογκρέσο των ΗΠΑ τελικά, στις 20 Απριλίου 2024, έδωσε το πράσινο φως για νέα ενίσχυση στην Ουκρανία ύψους 60 δις δολαρίων.

[20] Τον Φεβρουάριο του 2018 δόθηκε στη δημοσιότητα Η Έκθεση για Πυρηνική Στάση των ΗΠΑ, του Αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας (OFFICE OF THE SECRETARY OF DEFENSE, NUCLEAR POSTURE REVIEW (NPR), FEBRUARY 2018), στην οποία επανέρχεται με μεγαλοπρέπεια και έμφαση ο όρος «Ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων» (The Return of Great Power Competition). Η νέα έκθεση NPR ρητά αναφέρει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και η όποια απόφαση θα προσδιορίσει τη θέση τους στον Κόσμο. Για τις ΗΠΑ η κατάσταση σχετικά με την διεθνή ασφάλεια είναι πολύ σύνθετη, ίσως περισσότερο σύνθετη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναφέρεται ρητά στην έκθεση: «Από το 2010 έχουμε επιστρέψει στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε διαφορετικούς βαθμούς, Ρωσία και Κίνα έχουν καταστήσει με καθαρότητα ότι επιδιώκουν την ουσιαστική αναθεώρηση της διεθνούς τάξης και των κανόνων συμπεριφοράς που εγκαθιδρύθηκαν στον Πλανήτη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Ρωσία έχει αποδείξει τη θέλησή της να χρησιμοποιήσει δύναμη για να μεταβάλλει τη γεωγραφία της Ευρώπης και να επιβάλλει τη θέλησή της στους γείτονές της, με ρητούς και άρρητους εκφοβισμούς, στηριζόμενη πρωταρχικά στο πυρηνικό της οπλοστάσιο… Η Κίνα αρνήθηκε τους κανόνες του Permanent Court of Arbitration Tribunal (Διαρκούς Δικαστηρίου Επίλυσης Διαφορών) το οποίο δεν έκανε αποδεκτές τις απαιτήσεις της Κίνας στη Νότια Κινέζικη Θάλασσα και μη νόμιμες ορισμένες ενέργειές της σε σχέση με το Δίκαιο της Θάλασσας. Στη συνέχεια , η Κίνα συνέχισε να λαμβάνει δυναμικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες ώστε να δημιουργηθούν “facts on the ground” προκειμένου να υποστηριχθούν εδαφικές απαιτήσεις στην Ανατολική και Νότια Θάλασσα της Κίνας». Office of the Secretary of Defense, Nuclear Posture Review (NPR), February 2018), σ. 6.

[21] Κ. Μελάς, «Βρισκόμαστε σε κατάσταση θερμής ειρήνης», 23.01.2022. Link

[22] Κ. Μελάς, «Οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες και ο πόλεμος στην Ουκρανία», Φρέαρ, τχ. 6, Μάιος 2022.

[23] Μετά την εγκατάλειψη της βιομηχανικής πόλης Aβντιίβκα στην περιοχή του Ντονέτσκ μέσα Φεβρουαρίου, η ουκρανική στρατιωτική ηγεσία ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας νέας γραμμής άμυνας δυτικότερα. Κατά μήκος των χωριών Μπερντίτσι, Σεμενίφκα, Ορλίφκα και Τονένκε, η ρωσική προέλαση επρόκειτο να ανακοπεί σε απόσταση περίπου έξι έως οκτώ χιλιόμετρων από την Aβντιίβκα. Αλλά μέχρι τα μέσα Απριλίου αυτό δεν ίσχυε πλέον. Οι Ουκρανοί στρατιωτικοί παρατηρητές καταγράφουν σχεδόν καθημερινά μικρά ρωσικά εδαφικά κέρδη, και όχι μόνο δυτικά της Aβντιίβκα. Στην περιοχή του Ντονέτσκτα ρωσικά στρατεύματα προελαύνουν σε διάφορα τμήματα του μετώπου.Οι Ρώσοι στρατιωτικοί παρατηρητές ανέφεραν εδαφικά κέρδη άνω των 200 τετραγωνικών χιλιομέτρων από τα τέλη Φεβρουαρίου. Εκτός από το τμήμα δυτικά της Aβντιίβκα, η μάχη για τη μικρή πόλη Χασίβ Γιαρ δυτικά του Μπαχμούτ, η οποία καταλήφθηκε από τη Ρωσία το 2023, θεωρείται το νέο επίκεντρο των μαχών. Οι πρώτες ρωσικές μονάδες λέγεται ότι έχουν ήδη φτάσει μέχρι την άκρη του ανατολικότερου τμήματος της πόλης. Εντός των επόμενων εβδομάδων ο ρωσικός στρατός αναμένεται να επιχειρήσει να περικυκλώσει την πόλη με ενέργειες κατά μήκος των γραμμών του Μπαχμούτ και της Aβντιίβκα. Τα επόμενα βήματα των Ρώσων στρατιωτών θα μπορούσαν ενδεχομένως να ακολουθήσουν μια διαδρομή προς τις μεγάλες πόλεις Κραματόρσκ και Σλοβιάνσκ.

[24] Ουκρανία: «Ξύλο σε πολίτες που δεν θέλουν να επιστρατευτούν και προσπαθούν να διαφύγουν»: Link

[25] Shlomo Ben-Ami, «Europe’s war jitters», The Strategist, 16.4.2024. Link

[26] Η σχετική βιβλιογραφία είναι πολυάριθμη και πολυσχιδής. Θα περιοριστούμε να αναφέρουμε τα εξής: P. Anderson, The Origins of Postmodernity, Paperback 1998. F. Jameson, Το μεταμοντέρνο ή πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, Νεφέλη, Αθήνα 1999 T. Eagleton, Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Καστανιώτης, Αθήνα 2003. T. Eagleton, Μετά τη θεωρία, μτφρ. Πέγκυ Καρπούζου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2007. Π. Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, Θεμέλιο, Αθήνα 1991. Ζ. Φ. Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1984.

[27] Για τις έννοιες αυτές και τον τρόπο που χρησιμοποιούνται στο σημείο αυτό του κειμένου δες: R. Cooper, Η διάσπαση των εθνών. Τάξη και χάος στον 21ο αιώνα, μτφρ. Αντιγόνη Πορφύρη, Κέδρος, Αθήνα 2005.

[28] Ό.π.

[29] Για μια συνοπτική παρουσίαση όλων αυτών των απόψεων, βλ. Δ.Ν. Χρυσοχόου, Δοκίμιο για τη διεθνή θεωρία, Παπαζήση, Αθήνα 2006, ειδικά τα κεφάλαια 3 και 5.

[30] Δες: J. Habermas, α) Il discorso filosofico della modernita, Laterza 1988. β) Η ηθική της επικοινωνίας. Ηθική του διαλόγου – Σημειώσεις για ένα πρόγραμμα θεμελίωσης, μτφρ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1997. γ) Ο μεταεθνικός αστερισμός, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Πόλις, Αθήνα 2003. δ) Η διάσπαση της δύσης, μτφρ. Αναστασία Δασκαρόλη, Καστανιώτης, Αθήνα 2007. Ο Habermas αναζητά την πολιτική δυνατότητα μιας μεταεθνικής δημοκρατίας, η οποία αποδίδει ειδική σημασία στην έννοια «λαός», απαλλαγμένη από κάθε μορφής υπαγωγή σε μια «προπολιτική κοινότητα πεπρωμένου και δημιουργίας δεσμών και προκαταβολικής εμπιστοσύνης». Δηλαδή ψάχνει να βρει μια άλλη μορφή συλλογικής ταυτότητας για να αντικαταστήσει τους φαντασιακούς δεσμούς του έθνους, ως συνεκτικούς και οργανικούς δεσμούς συγκρότησης της έννοιας του «λαού». Η συνεκτική αυτή ύλη , κατά τον Habermas, πρέπει να αναζητηθεί στην αξιακή θεμελίωση του ευρωπαϊκού ηθικού και πολιτικού πολιτισμού.

[31] Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία έδειξε ότι τα εθνικά κράτη που συμμετέχουν στο ιδιαίτερο αυτό μόρφωμα υπερασπίζονται τα «εθνικά τους συμφέροντα» μέσω πολέμων (περίπτωση νήσων Φώκλαντ).

[32] Β. Χωραφάς- Κ. Μελάς: «Ποια είναι τα όρια επέκτασης της ΕΕ και ποιες οι δυνάμεις που καθορίζουν αυτή τη διαδικασία;», Monthly Review, τχ. 42 (Ιούνιος 2008).

[33] Ο προσδιορισμός «μετά» εδώ χρησιμοποιείται μόνον ως χρονικός προσδιορισμός και καθόλου δεν έχει αξιολογικό περιεχόμενο.

[34] Ο σημαντικότερος εκφραστής του κοσμοπολιτισμού ως διεθνούς πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας είναι ο Καντ. Στο έργο του Για την Αιώνια Ειρήνη (μτφρ. Άννα Πόταγα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992), ο Γερμανός φιλόσοφος και στοχαστής επιχειρεί να διατυπώσει μια ηθική διεθνή θεωρία γύρω από το βασικό, κυρίαρχο και ζωτικό ζήτημα του πολέμου. Μέσα από τη φιλοσοφική του θεώρηση και τη λογική ενός κώδικα συμπεριφοράς καταλήγει ότι υπάρχει ανάγκη δημιουργίας έννομων σχέσεων μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Η πρότασή του συνίσταται στην ανάγκη ύπαρξης ενός «κοσμοπολιτικού δικαίου» (ius cosmopoliticum) ως μια νέα κατηγορία δικαίου (παράλληλα και πέρα από το συνταγματικό και το διεθνές δίκαιο), με βάση το οποίο οι λαοί και τα έχοντα συνταγματική τάξη κράτη να αναδείξουν το σύστημα της «κοσμοπολιτικής δικαιοσύνης». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό που επιδιώκει ο Καντ δεν είναι η δημιουργία ενός «παγκόσμιου – οικουμενικού – δημοκρατικού κράτους» αλλά το κτίσιμο ενός διεθνοδικαϊκού πλαισίου εντός του οποίου τα κράτη θα συμπεριφέρονται ηθικά, δεδομένου ότι η ηθική συμπεριφορά είναι απόρροια της υιοθέτησης ηθικών αρχών. Φυσικά οι πρώτοι που υποστήριξαν τον κοσμοπολιτισμό ήταν οι αρχαίοι στωικοί φιλόσοφοι. Ένας από τους πρώτους γνωστούς «κοσμοπολίτες» ήταν Μάρκος Αυρήλιος (Τα εις εαυτόν, μτφρ. Γιάννης Αβραμίδης, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2009), ο οποίος πίστευε ότι ο Κόσμος μοιάζει με μια μεγάλη πόλη-κράτος, μια κοινότητα στην οποία όλοι οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με βάση την ισότητα.

[35] Κύριος εκπρόσωπος, στην εποχή μας, αυτής της αντίληψης σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι ο J. Habermas. Για μια καταλυτική κριτική αυτής της αντίληψης δες: Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Θεμέλιο, Αθήνα 1998. Αιμ. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική, εκδ. ΑΑ. Λιβάνης, Αθήνα 2005, κεφάλαιο ΙΙ. Επίσης: Β’ Μέρος, Κεφ.2-3. C. Preve, Καιροί Αναζήτησης. Δοκίμιο για τη νεωτερικότητα, το μετα-μοντέρνο και το τέλος της ιστορίας, μτφρ. Χρ. Νάσιος, Στάχυ, Αθήνα 1998.

[36] Η πολυμερής συνεργασία ισοδυνάμων δυνάμεων φαντάζει ως το ιδανικό σκηνικό μιας τέτοιας αντίληψης. Η ιστορική πραγματικότητα και στο σημείο αυτό παραβλέπεται και δεν λαμβάνεται υπόψη.

[37] Για την αντίληψη αυτή δες: C. Schmitt, Η έννοια του πολιτικού, μτφρ. Αλίκη Λαβράνου, Κριτική, Αθήνα 1988. Π. Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση, Στιγμή, Αθήνα 1991. Αιμ. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική, ό.π.

[38] Οι οπαδοί της θεωρίας για τη δημοκρατική ειρήνη εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο στο επίπεδο των εθνικών κρατών να κινητοποιηθεί ο λαϊκός παράγοντας υπέρ οποιασδήποτε πολεμικής λύσης. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις ευρωπαϊκές «μεταεθνικές» κοινωνίες, που εμφανίζουν αποδυνάμωση της εθνικής τους ταυτότητας αλλά και ιδιαίτερη ευαισθησία στις αντιδράσεις της παγκόσμιας κοινής γνώμης.

[39] Ο τρόπος λήψης των αποφάσεων θα μεταβληθεί μετά την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας και από ομόφωνος θα γίνει πλειοψηφικός. Θα διατηρηθεί η ομοφωνία μόνο στην περίπτωση περαιτέρω διεύρυνσης και εισδοχής νέων μελών. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέουμε την ομοφωνία με τη συναίνεση. Η τελευταία μπορεί να επιτευχθεί άνετα μέσω της ισχύος του δυνατότερου και με την κατασκευή τυπικής ομοφωνίας.

[40] Στην Ελλάδα είμαστε μάρτυρες ενός τέτοιου γεγονότος πρόσφατα, με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού.

[41] Στην πραγματικότητα πρόκειται για ψευδαίσθηση, στον βαθμό που εθνικές διαφοροποιήσεις στα κράτη-μέλη εξακολουθούν να υπάρχουν (π.χ. Βάσκοι, Ιρλανδοί κ.λπ.), ενώ δεν υφίσταται κανένας μηχανισμός που να μπορέσει να αποτρέψει αυτές τις αντιθέσεις από το να γίνουν ανταγωνιστικές. Πολύ περισσότερο, η κατάσταση στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο παραμένει τεταμένη, εφόσον τα εθνικά προβλήματα μεταξύ των κρατών δεν μπορούν να διευθετηθούν.

[42] Απόσπασμα από το βιβλίο μου: Η σαστισμένη Ευρώπη, Εξάντας, Αθήνα 2008.

[43] Κ. Μελάς, «Η κάθε εξαπάτηση των άλλων είναι και παραμένει αυταπάτη», βλ. https://www.kostasmelas.gr/2017/08/blog-post_20-5/

[44] Όπως σημειώνει εύστοχα ο Π. Κονδύλης (Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, ό.π. σ. 101): «..ο μύθος τούτος είναι αυτάρεσκος, γιατί προϋποθέτει την ικανότητα των δρώντων υποκειμένων (ή πάντως των ρητόρων) να διδάσκονται από το παρελθόν και να ενεργούν με βάση ηθικά και ορθολογικά κίνητρα».

[45] Σύμφωνα με την υπόθεση της «Δημοκρατικής Ειρήνης», οι Δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους.

[46] Π. Κονδύλης, Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σ. 118.

[47] Απόσπασμα από το βιβλίο μου: Η σαστισμένη Ευρώπη, ό.π.

[48] Σαρλ Μπωντλαίρ, Επιλογή από τα Journaux Intimes, μτφρ. Ευρυδίκη Παπάζογλου, Στιγμή, Αθήνα 1993, σ.112.

Κύλιση στην κορυφή