Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Ασπασία Γκιόκα

Ο Βασίλης Βασιλικός και μια σειρά από συμπτώσεις

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η μετάφρασή μου ενός άρθρου που έγραψε για τον Βασίλη Βασιλικό ο Αμερικανός καθηγητής Samuel Hazo. Είναι η συγκινητική ανταπόκρισή του όταν τον πληροφόρησα για τον θάνατο του Βασιλικού, με τον οποίον ήταν παλιοί φίλοι. Περιγράφει ο κ. Hazo τη γνωριμία τους, αλλά και τη μετέπειτα ζωή τους ως μια σειρά από απίστευτες συμπτώσεις που είχαν ευτυχή κατάληξη. Πρέπει να καταθέσω εδώ πως ό,τι με αφορά, άλλη μια σύμπτωση δεν βρήκε τον δρόμο της να ευοδωθεί. Είχα υποσχεθεί στον κ. Hazo να τον φέρω σε επαφή με τον «Βασίλη», αλλά ο θάνατός του μας πρόλαβε. Ας είναι το παρακάτω κείμενο ένα μνημόσυνο για τον μεγάλο συγγραφέα που μας άφησε τον περασμένο Νοέμβρη. Σίγουρα είναι μια αποκαλυπτική μαρτυρία που φέρνει στο φως άγνωστα περιστατικά από τη ζωή του Βασίλη Βασιλικού, αλλά και του Γιώργου Σεφέρη, όπως και ανέκδοτα στιγμιότυπα από τα λογοτεχνικά πράγματα της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα.

Το ενδιαφέρον αυτό άρθρο μού το έστειλε ο Hazo, ο οποίος διανύει αισίως και με πνευματική διαύγεια το ενενηκοστό έκτο έτος της ηλικίας του, μαζί με ένα ποίημά του αφιερωμένο στον Βασίλη Βασιλικό. Το ποίημα έχει τίτλο «The Black Lancer» και είναι από ό,τι είδα κατατεθειμένο στο αρχείο Βασιλικού στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ο κ. Hazo με πληροφόρησε επίσης ότι το άρθρο του θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Pittsburgh Quarterly στο τεύχος της Άνοιξης, στέλνοντάς μου και εικόνα από τη δημοσίευση.

⸙⸙⸙

ΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΠΟΤΕ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΕΒΗ…

Ολοκλήρωνα μια περιοδεία για διαλέξεις σε τέσσερις χώρες στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στον Λίβανο, την Ιορδανία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα με την επιχορήγηση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Ο χώρος ήταν η Ελληνοαμερικανική Ένωση στην Αθήνα όπου η διάλεξή μου είχε προγραμματιστεί μία ημέρα μετά την παρουσίαση ποιημάτων από τον βραβευμένο με Νόμπελ λογοτεχνίας ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Όταν συνάντησα τον Σεφέρη εκείνο το βράδυ, με ρώτησε πού είχα εμφανιστεί προηγουμένως. Καθώς του ανέφερα τις χώρες, ο Σεφέρης με ρώτησε αν είχα μιλήσει στα αγγλικά. Και όταν του απάντησα καταφατικά, εκείνος πρόσθεσε, «Εσείς οι Αμερικανοί μπορείτε να μιλάτε τη γλώσσα σας οπουδήποτε στον κόσμο και να είναι κατανοητή, όμως τα ποιήματά μου μπορούν να γίνουν κατανοητά στη γλώσσα μου μόνο στη δική μου χώρα». Εξακολούθησα να το σκέφτομαι αυτό όταν το επόμενο βράδυ μίλησα σε ένα αρκετά μικρότερο ακροατήριο από τους χιλιάδες που άκουσαν τον Σεφέρη.

Μετά από τη διάλεξη υπήρχε μια δεξίωση και η συνήθης ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και ευχαριστιών, όταν ένας άνδρας της ηλικίας μου ήρθε δίπλα μου και ρώτησε: «Θέλεις να σε σώσω από αυτό»; Έμοιαζε με κάποιον που καταλάβαινε πόσο βαρετό μπορούσε να γίνει το να στέκεσαι στην ουρά για ώρα και να απαντάς σε φιλοφρονήσεις. Με ξαναρώτησε, «Θέλεις να σωθείς»; «Ναι», απάντησα, «νομίζω θα το ήθελα».

Όταν ειπώθηκε αυτό, τον είδα να παριστάνει ότι ήταν κάποιος αξιωματούχος της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και με οδήγησε έξω από την αίθουσα σε ένα γειτονικό ρεστοράν. Μου συστήθηκε ως Βασίλης Βασιλικός και ύστερα παρήγγειλε καφέ και για τους δυο μας. Αναγνώρισα το όνομά του ως ενός συγγραφέα διηγημάτων και μυθιστορημάτων, αν και δεν είχα διαβάσει κανένα έργο του, γιατί κανένα δεν είχε μέχρι τότε μεταφραστεί. Όσο περισσότερο μιλούσαμε, τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο καλός γνώστης ήταν της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ειδικά της ποίησης του Σεφέρη και άλλων ποιητών της γενιάς του. Αργότερα το ίδιο βράδυ τον ρώτησα αν θα ήθελε να κάνει ένα σύντομο ταξίδι στις ΗΠΑ για να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα σύγχρονης ελληνικής ποίησης και συμφώνησε. (Θα πρόσθετα σε αυτό το σημείο ότι ο Σεφέρης ήρθε ο ίδιος αργότερα στο International Poetry Forum, όταν διέμενε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον ως ποιητής-εταίρος).

Εκ των υστέρων, η συνάντησή μου με τον Βασιλικό ήταν εξ ολοκλήρου τυχαία, αλλά ό,τι την ακολούθησε είναι σχεδόν αδιανόητο. Αυτός και εγώ συμφωνήσαμε ότι μια καλή στιγμή για να έρθει στο Πίτσμπουργκ θα ήταν στα τέλη του 1966 ή το 1967. Μείναμε σύμφωνοι σε μια ημερομηνία του 1967, και πήρε το αεροπλάνο από την Αθήνα για να συνδεθεί στο Παρίσι με μια υπερατλαντική πτήση για Νέα Υόρκη και Πίτσμπουργκ.

Δεν πέταξε ποτέ πέρα από το Παρίσι.

Τον Απρίλιο του 1967 μια χούντα από Έλληνες στρατηγούς αντικατέστησε την εκλεγμένη κυβέρνηση και επέβαλε με απειλή τιμωρίας περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, στην ελευθερία του συνέρχεσθαι, στο δικαίωμα της διαφωνίας και σε άλλες πτυχές μιας ελεύθερης κοινωνίας. Καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημόσια πρόσωπα, διανοούμενοι και όλοι όσοι θεωρήθηκαν αντίπαλοι της κυβέρνησης συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή τουφεκίστηκαν.

Αν ο Βασιλικός ήταν εκείνη τη χρονική στιγμή στην Αθήνα, θα τον περίμενε μία από αυτές τις τύχες. Είχε μόλις εκδώσει το μυθιστόρημά του με τίτλο Ζ, το οποίο βασιζόταν στη δημόσια δολοφονία ενός ανυπόκριτου υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (του γιατρού Γρηγόρη Λαμπράκη) και είχε οξύνει το μίσος των δεξιών μιλιταριστών εναντίον του. (Η δολοφονία του Λαμπράκη είχε την ίδια επίδραση στον ελληνικό λαό που είχε η δολοφονία του Τζον Κέννεντυ στους Αμερικανούς. Στα ελληνικά το γράμμα Ζ υποδηλώνει το ρήμα «ζει».) Αν και το μυθιστόρημα απαγορεύτηκε στην Ελλάδα, τελικά διαβάστηκε σε όλο τον κόσμο και μεταφράστηκε σε τριάντα δύο γλώσσες. (Όσο περνούσε ο καιρός, ο Βασιλικός γινόταν ένας από τους δέκα περισσότερο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς στην ιστορία).

 Τα κατάφερε να επιβιώσει στο Παρίσι με τη βοήθεια φίλων και λογοτεχνικών διασυνδέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας και δεν επέστρεψε στην Ελλάδα μέχρι το 1994. Στο μεταξύ έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο όχι μόνον ως συγγραφέας του Ζ αλλά και μέσω της δημοτικότητας και της υψηλής ποιότητας μιας ταινίας βασισμένης στο μυθιστόρημα. Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς διάβασε και εντυπωσιάστηκε βαθιά από το μυθιστόρημα και είδε τη σχέση του όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και με την πολιτική αναταραχή σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Έδωσε στον Υβ Μοντάν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ στους δευτερεύοντες ρόλους συμμετείχαν η Ειρήνη Παπά και ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Έπεισε τον ευρέως αναγνωρισμένο Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη να γράψει τη μουσική της ταινίας. Η ταινία όχι μόνο έλαβε μια αξιομνημόνευτη ανταπόκριση διεθνώς, αλλά κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας στη διοργάνωση των βραβείων Όσκαρ στο Λος Άντζελες, τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και μια Χρυσή Σφαίρα. Αν οι ξένες ταινίες ήταν τότε επιλέξιμες για την Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς, όλοι πίστευαν ότι θα είχε κερδίσει το βραβείο.

Λόγω της υποδοχής που δόθηκε στο μυθιστόρημά του και στην ταινία του Κώστα Γαβρά, ο Βασιλικός έγινε όχι μόνο διεθνώς διάσημος αλλά και οικονομικά αυτάρκης. Για ένα διάστημα διετέλεσε Διευθυντής της Κρατικής Τηλεόρασης στην Αθήνα και αργότερα υπηρέτησε ως Πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO. Μείναμε σε επαφή για όλη αυτή την περίοδο και κάποια στιγμή ρώτησα αν θα μπορούσε να έρθει στις ΗΠΑ και να παρουσιάσει την προβολή της ταινίας Z στο Διεθνές Φόρουμ Ποίησης όπου, μετά την ταινία, θα μπορούσε να απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού. Συμφώνησε. Αντιμετώπισε μία κατάμεστη αίθουσα μετά την προβολή και απάντησε σε κάθε ερώτηση που του έγινε.

Εκείνο στο οποίο κατέληξα (και είμαι σίγουρος ότι και εκείνος είχε την ίδια γνώμη) ήταν ότι η αρχικά προοριζόμενη για το Πίτσμπουργκ πτήση που τον καθήλωσε στο Παρίσι, όχι μόνο του έσωσε τη ζωή, αλλά σηματοδότησε τη διεθνή αναγνώριση για το βιβλίο που έκανε τελικά την ταινία δυνατή. Όπως έχω ήδη αναφέρει, αν ήταν στην Αθήνα όταν η Χούντα κατέλαβε την εξουσία, πιθανότατα δεν θα είχε ξανακουστεί ποτέ. Η μόνη δύναμη που μπορεί να το πιστοποιήσει αυτό θα ήταν η ίδια η ζωή… η ειρωνεία και το απρόβλεπτο της ζωής καθώς και η επίδρασή της στις περιστάσεις. Στην περίπτωση του Βασιλικού, θα είχε αποτρέψει να γίνουν πολλά από αυτά για τα οποία είναι επάξια γνωστός μέχρι σήμερα.

Εκείνος και εγώ ήμασταν όλο και λιγότερο σε επαφή καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες, αλλά ένα email από μια γυναίκα στην Αθήνα πριν από δύο χρόνια το άλλαξε αυτό. Μου ανέφερε ότι ονομαζόταν Ασπασία Γκιόκα. Ασχολούνταν με έρευνα σχετικά με το έργο του Βασιλικού και ανακάλυψε ένα ποίημά μου αφιερωμένο σε αυτόν σε ένα βιβλίο ποιημάτων του 1968 με τίτλο Δικαιώματα αίματος. Αυτό με οδήγησε στο να εξηγήσω πώς γνωριστήκαμε εγώ και εκείνος και την ιστορία που από τότε μας συνέδεσε. Στη συνέχεια η γυναίκα ανέφερε ότι είχε δύο γιους σε πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σχεδίαζε να τους επισκεφτεί και ρώτησε αν θα μπορούσε να επισκεφτεί κι εμένα με αυτή την ευκαιρία. Της είπα ότι θα ήταν ευπρόσδεκτη, και αφού συνεννοηθήκαμε, έφτασε μαζί με τους δύο της γιους. Είπε ότι ο Βασίλης είχε αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα και ότι εμφανιζόταν συχνά στην Αθήνα με τη γυναίκα και την κόρη του. Της ζήτησα να θυμηθεί να με αναφέρει σε αυτόν αν τον έβλεπε ή τον συναντούσε ποτέ, και είπε ότι θα το έκανε. Τον Νοέμβριο του 2023 έλαβα ένα email που αποτελούνταν μόνο από μία γραμμή… «Ο Βασίλης πέθανε χθες.»

Από εκείνη τη μέρα μέχρι τώρα σκέφτομαι γι’ αυτόν και πως η σχέση μας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά συμπτώσεις, από τη στιγμή που με οδήγησε έξω από μια σειρά υποδοχής σε ένα εστιατόριο δίπλα στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στην Αθήνα, για το πώς τον προσκάλεσα να έρθει στο Πίτσμπουργκ και να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ή πώς η κατάλυση της ελληνικής κυβέρνησης από τη Χούντα όχι μόνο τον ανάγκασε να ακυρώσει το ταξίδι, αλλά σίγουρα τον έσωσε από φυλάκιση και πιθανό θάνατο, για το πώς έγινε παγκοσμίως γνωστός με ένα μυθιστόρημα και μια ταινία βασισμένη σε αυτό το μυθιστόρημα, για το πώς τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί αν είχε παραμείνει στην Αθήνα και δεν προσπαθούσε ποτέ να πετάξει στο Πίτσμπουργκ. Όπως γίνεται συχνά με πολλά που συμβαίνουν για καλό ή κακό πέρα από τον έλεγχό μας στη ζωή, ήταν μια ιστορία συμπτώσεων, ταλέντου, συγχρονισμού και τυφλής τύχης. Αυτό που προέκυψε ήταν η γέννηση ενός κλασικού μυθιστορήματος και μιας ταινίας που θα μπορούσε εξίσου εύκολα να μην είχε συμβεί ποτέ.                   

   Samuel Hazo

Κύλιση στην κορυφή