Νίκος Χρυσός

Όγδοη επιστροφή

Τι σημασία έχει ποιος είναι Παρελθόν και
ποιος Μέλλον, αν είμαστε κι οι δυο
ζωντανοί, γιατί αυτό που είναι να έρθει, θα
έρθει, αύριο ή σε δέκα χιλιάδες χρόνια.
Πού ξέρεις ότι αυτοί οι ναοί δεν είναι οι ναοί
του δικού σου πολιτισμού, εκατό αιώνες από τώρα,
γκρεμισμένοι κι ερειπωμένοι; Δεν το ξέρεις.
Μη ρωτάς λοιπόν. Αλλά η νύχτα είναι μικρή.
Βλέπω τις φωτιές της γιορτής στον ουρανό, και τα πουλιά.

 Ray Bradbury, Τα Χρονικά του Άρη

Ο Τζακ Σι έφτασε στο γραφείο του μισή ώρα νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως, προτού αρχίσει η μεγάλη προσέλευση επιστημόνων, τεχνικών και διοικητικών στο μέγαρο του Ινστιτούτου κι απόλαυσε την ερημιά των αίθριων, των διαδρόμων και των ανελκυστήρων, μολονότι ήταν αγουροξυπνημένος κι ανήσυχος. Το έκτακτο συμβούλιο των επικεφαλής του Gutenberg Project είχε οριστεί για τις εφτά κι ο ντόκτορ Σι χρειαζόταν τουλάχιστον μισή ώρα για να πιει ένα διεγερτικό ρόφημα και να ρίξει μια τελευταία ματιά στα δεδομένα που είχαν φθάσει αργά το προηγούμενο βράδυ στο τερματικό του. Έβγαλε το μάλλινο παλτό και τον ισοθερμικό επενδύτη, τα ακούμπησε πρόχειρα στον πάγκο πλάι στην πόρτα και βάλθηκε να τρίβει τα χέρια του για να ζεσταθούν – είχε τρία χρόνια σε αυτή την πόλη κι όμως δεν έλεγε να συνηθίσει τους βοστωνέζικους χειμώνες. Τέτοιες μέρες θυμόταν τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη, στην άλλη άκρη του κόσμου· δεν είχε νιώσει ποτέ κρύο σ’ εκείνο τον τόπο. Σκέφτηκε πως είχε δυο χρόνια να επισκεφθεί το νησί· τα ταξίδια δεν ήταν εύκολα μετά την εγκυμοσύνη τής Μάσα και τη γέννηση του Γιαν. Μπορούσε πάντα να πεταχτεί για λίγες μέρες μέσω του τηλεμεταφορέα που λειτουργούσε στην τοπική βάση της Δεύτερης Συνομοσπονδίας στα Λευκά Όρη, δεν το έπαιρνε ωστόσο απόφαση, δεν ήθελε να τους αφήσει μονάχους κι εξάλλου κανένα μέλος της οικογένειάς του δεν ζούσε πια στο νησί.

Ενεργοποίησε όλες τις συσκευές μετάδοσης και καταγραφής δεδομένων στο γραφείο, πήρε ένα ενισχυμένο πρωτεϊνούχο ρόφημα από το ψυγείο, αλλά προτού μπει στον θάλαμο συνδιαλέξεων σκέφτηκε να ρίξει λίγο ζεστό νερό στο πρόσωπό του· τα μούτρα του έμοιαζαν αφύσικα κόκκινα από το κρύο. Μπήκε στο κοινόχρηστο μπάνιο, δυο πόρτες δίπλα από το γραφείο του, σίγουρος πως δεν θα συναντούσε κανέναν. Απολάμβανε την ησυχία, ιδίως από τότε που γεννήθηκε ο Γιαν – στην εστία τους δεν έβρισκε στιγμή ηρεμίας και παρόλο που ήταν ενθουσιασμένος από τη νέα αυτή συνθήκη, της πατρότητας, ο διαρκής εκνευρισμός της Μάσα και η γκρίνια του μικρού δεν του επέτρεπαν να την απολαύσει. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, ένα παντοδύναμο χέρι τον ακινητοποίησε ενώ ένα κομμάτι πανί κάλυψε το πρόσωπό του κι ένιωσε στη στιγμή τη δράση του πτητικού παραλυτικού υγρού. Χρειάστηκαν τρία δευτερόλεπτα ως τον θάνατό του, κι ενώ δεν πρόφτασε να νιώσει έντονο τρόμο, πέρασαν από το μυαλό του τα παιδικά χρόνια στην Κρήτη, η φοιτητική ζωή στην Οσάκα, η τελετή απονομής του διδακτορικού στη Γενεύη, τα δίδυμα φεγγάρια του Άρη που τα αντίκρυσε μέσα από τον θόλο της Διαπλανητικής Επιστημονικής Ακαδημίας στο μοναδικό σύντομο ταξίδι του στον κόκκινο πλανήτη, η πρώτη φορά που είδε τη Μάσα στο GIAPLS, η εικοσιπεντάχρονη Μάσα, σχεδόν συνομήλική του, ενθουσιασμένη στις θάλασσες του νησιού του, η Μάσα του ανακοινώνει την εγκυμοσύνη της, η όμορφη Μάσα εξουθενωμένη κρατά στην αγκαλιά της τον νεογέννητο Γιαν. Αν ήξερε πως όλες εκείνες οι σκέψεις διήρκησαν τρία δευτερόλεπτα, θα αναζητούσε κάποια σύνθετη εξίσωση ή κάποια πολύπλοκη ενοποιητική θεωρία που θα αποκάλυπτε τις σχέσεις των διαστάσεων του πραγματικού χρόνου και του χρόνου των οραμάτων που συντελούνται σε συνθήκες οριακές για το ερευνητικό υποκείμενο. Μα αυτός ο Τζακ Σι σταμάτησε εκείνη τη στιγμή να αναρωτιέται, να ερευνά και να μαθαίνει.

Ο Μάρκο άφησε το σώμα του καθηγητή να κυλήσει μαλακά στο πάτωμα κι έφερε έναν σάκο αποβλήτων κι ένα ηλεκτρικό τρέιλερ μεταφοράς από την αποθήκη υλικού που βρισκόταν ανάμεσα στο γραφείο του ντόκτορα Σι και της τουαλέτας. Τακτοποίησε προσεκτικά τον νεκρό μέσα στον σάκο και τον έσυρε πάνω στο τρέιλερ. Απενεργοποίησε έπειτα την ηλεκτρική λειτουργία του κι επέλεξε τη χειροκίνητη – προτιμούσε να έχει τον απόλυτο έλεγχο κι εξάλλου η πορεία κάθε ηλεκτρονικής συσκευής καταγραφόταν, γεγονός που θα μπορούσε να του δημιουργήσει προβλήματα. Ακολουθώντας τη διαδρομή που είχε σχεδιάσει προσεκτικά, και την οποία είχε επαναλάβει σχολαστικά αρκετές φορές, έφτασε μέχρι τον αποτεφρωτήρα του πρώτου υπογείου χωρίς να συναντήσει κανέναν. Επέστρεψε το τρέιλερ στην αποθήκη και πήρε ξανά τον ανελκυστήρα· όλα είχαν κυλήσει ομαλότατα και εντός τού προγραμματισμένου χρονικού πλαισίου. Φτάνοντας στο έβδομο υπόγειο τού ζητήθηκε να εισάγει τον οκταψήφιο κωδικό του, ο Μάρκο πληκτρολόγησε προσεκτικά τα ψηφία, Beno1EQ4, και η πόρτα άνοιξε· ήταν ώρα να επιστρέψει στη βάση του.

Είναι ένα άδειο δωμάτιο, ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, πλάτους οχτώ, μήκους είκοσι και ύψους τριών μέτρων, στην έβδομη και τελευταία υπόγεια βαθμίδα της Τέταρτης Ακτίνας του Παγκόσμιου Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Φυσικής και Βιοεπιστημών, του περίφημου GIAPLS. Οι εσωτερικές επιφάνειές του είναι επενδυμένες με πελώριες τετράγωνες ανοξείδωτες πλάκες, εμβαδού εφτά τετραγωνικών μέτρων η κάθε μια, που εφάπτονται τόσο ερμητικά μεταξύ τους ώστε τοίχοι, πάτωμα και ταβάνι, δίνουν την αίσθηση έξι ενιαίων μεταλλικών επιφανειών, σαν το εσωτερικό ενός ανοξείδωτο κουτιού, όμοιου με εκείνα που έχουν επικρατήσει τα τελευταία σαράντα χρόνια στη βιομηχανία διαχείρισης εκδημιών, απλώς πολύ μεγαλύτερου, μια θεόρατη τεφροδόχος που θα χωρούσε τα υπολείμματα καύσης μερικών χιλιάδων σωμάτων, ίσως και αρκετά περισσότερων. Υπάρχει μια πόρτα σε κάθε μια από τις μικρότερες πλευρές του, η μια μονόφυλλή και η άλλη δίφυλλη, κι οι δυο μεταλλικές, και μόνο στο κέντρο τής μιας από τις μεγαλύτερες πλευρές βρίσκεται ένας τριθέσιος ανοξείδωτος πάγκος που μοιάζει αόρατος αν ρίξεις μια βιαστική ματιά στον χώρο. Ο Ιάκωβος Χριστοδουλάκης, γνωστός με το προσωνύμιο Τζακ Σι στην επιστημονική κοινότητα, μπαίνει ανόρεχτα στο δωμάτιο και κάθεται στην κεντρική θέση του πάγκου με τα μούτρα κατεβασμένα. Ακόμα και τώρα το δωμάτιο παραμένει άδειο ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση θα έδινε σε έναν τυχαίο παρατηρητή, λες και έχει τη μαγική ικανότητα να εξαφανίζει κάθε υλική παρουσία, σπάνια ωστόσο δίνεται σε κάποιον η ευκαιρία να διαπιστώσει την παράξενη αυτή ιδιότητά του.

Ο Τζακ είναι τριάντα έξι χρονών, θα κλείσει τα τριάντα εφτά σε τρεις μήνες, κι όμως έχει ήδη ζήσει ενενήντα εννιά χρόνια, κι ενώ ξέρει πως θα μπορούσε να ζήσει πολύ περισσότερα, δεν είναι βέβαιος αν θα καταφέρει ποτέ να γιορτάσει τα τριακοστά έβδομα γενέθλιά του ή αν τα έχει γιορτάσει ήδη σε μια άλλη διάσταση, ένας άλλος εαυτός του, τον οποίον εκείνος αγνοεί και δεν θα συναντήσει ποτέ. Για την παραδοξότητα αυτή, τη διαφορά δηλαδή της φυσικής ηλικίας του και των χρόνων που έχει ήδη περάσει στη ράχη αυτού του πλανήτη, δεν μπορεί να μιλήσει με κανέναν, του απαγορεύεται άλλωστε ρητά βάσει του αυστηρότατου συμφώνου εμπιστευτικότητας, το οποίο υπέγραψε στα είκοσι τέσσερά του, όταν ανέλαβε επικεφαλής της Τέταρτης Ακτίνας του Σχεδίου Gutenberg, του διακτινικού ερευνητικού προγράμματος του GIAPLS που διεξάγεται ήδη εκατόν σαράντα οχτώ χρόνια υπό συνθήκες που καθιστούν επιτακτική τη συνέχισή του. Ο Τζακ είναι αποκαρδιωμένος, παρότι γνωρίζει πως δεν υπάρχει εναλλακτική, σ’ αυτό συμφωνούν η Πριγιάνκα και ο Εστεμπάν, ομόλογοί του στη Δεύτερη και στην Έκτη Ακτίνα, αντίστοιχα. Οι τρεις τους συναντιούνται κάθε εννιά χρόνια, στο εικοστό φόρουμ του Ινστιτούτου στο Νέο Δελχί και η Πριγιάνκα τους ξεναγεί με μεγάλη χαρά στη γενέθλια πόλη της, ωστόσο ο ενθουσιασμός και των τριών ατόνησε στις τελευταίες συναντήσεις τους, ιδίως μετά το εικοστό Φόρουμ της τέταρτης επιστροφής, τότε που αυτός και η Πριγιάνκα έκαναν το λάθος και παρασύρθηκαν σε ένα εφταήμερο ρομάντζο, το οποίο φρόντισαν να μην επαναληφθεί στις επόμενες συναντήσεις τους. Του αρέσει η Πριγιάνκα, αλλά με αυτά που γνωρίζουν, με αυτά που έχουν δει και με όσα είναι επιφορτισμένοι, δεν τους επιτρέπεται κι ούτε τους δικαιολογείται οποιαδήποτε τέτοια, ενδεχομένως καταστροφική, παρέκκλιση. Με τόσους περιορισμούς η ζωή γίνεται αβίωτη, σκέφτεται ο Τζακ όποτε φέρνει στο μυαλό του την όμορφη Ινδή συνεργάτιδά του κι εκείνη την παθιασμένη εβδομάδα στην έδρα της Δεύτερης Ακτίνας του GIAPLS.

Ο Έστεμπαν, η Πριγιάνκα, αυτός, και δύο ακόμα προϊστάμενοι του Σχεδίου Gutenberg, ο Γκερτ και η Νουρ, είναι σχεδόν συνομήλικοι. Από τους υπόλοιπους επτά, πέντε είναι μεταξύ πενήντα και εξήντα χρόνων, ενώ ο κύριος Ντράιερ κοντεύει τα εβδομήντα – αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη διανύσει εκατόν τριάντα τρία χρόνια, πλησιάζει δηλαδή ενάμισι αιώνα ζωής κι ο Τζακ δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί πόσο κουρασμένος, πόσο απογοητευμένος και αδύναμος θα νιώθει ο Γκας Ντράιερ κι ας επιδεικνύει την αισιοδοξία του σε κάθε ψηφιακή συνάντησή τους, σαν να ’ναι πιτσιρικάς που ανεμίζει την πολύχρωμη παντιέρα του μες στα μούτρα τους, μονάχα που δεν είναι εποχή ούτε για σημαίες και σημαιάκια ούτε για οπτιμισμό και τέτοιες αφέλειες, έτσι τουλάχιστον σκέφτεται ο Τζακ ενώ περιμένει στο άδειο δωμάτιο. Ο ίδιος νιώθει αποκαμωμένος εδώ και καιρό – η τελευταία εννιαετία τού φάνηκε αιώνας, ωστόσο δεν μπορεί να το μοιραστεί με κανέναν.

Ο δωδέκατος ομόλογός τους, ο επικεφαλής της Ένατης Ακτίνας, ο Τέσλα, είναι ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης· η συμμετοχή του στο Gutenberg Project ήταν ένα πείραμα που εφαρμόστηκε δύο μόλις χρόνια πριν από την πρώτη επιστροφή, το οποίο αποδείχτηκε ουσιαστικά άχρηστο, αφού ο επαναπρογραμματισμός τού Τέσλα για την ένταξή του στα σχέδια Beno αντιμετώπισε ανυπέρβλητα προβλήματα που είχαν να κάνουν με τη χρονική ασυνέχεια καθώς και με την απόρρητη φύση της επιχείρησης – όλες οι μονάδες ΤΝ επικοινωνούν μεταξύ τους και θα ’ταν αδύνατον να αποκλείσεις τη διάδοση των πληροφοριών. Επομένως ολόκληρη η Ένατη Ακτίνα είναι πρακτικά παροπλισμένη για εφτά επί εννιά χρόνια, λίγα λιγότερα δηλαδή από την φυσιολογική ηλικία του Ντράιερ.

Ο Τζακ σήκωσε το κεφάλι, οι ανοξείδωτες επιφάνειες τριγύρω μοιάζουν με καθρέφτες και βλέπει το είδωλό του πολλαπλασιασμένο αμέτρητες φορές, πάνω, κάτω, γύρω κι απέναντί του. Τα είδωλα είναι θολά και θολώνουν ακόμη περισσότερο όσο βαθαίνουν στις ανοξείδωτες πλάκες. Μοιάζει με ποιητική αλληγορία, σκέφτεται ο Ιάκωβος αν και δεν έχει καμιά εξοικείωση με την ποίηση, πολύ λίγοι άλλωστε ασχολούνται πια με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τις καλές τέχνες. Εκτός της μουσειακής τους αξίας, ελάχιστα έχουν να προσφέρουν τέτοιες έωλες και εγωτικές εκφράσεις κι επομένως δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης τον τελευταίο αιώνα, ιδίως μετά τον καταστροφικό λοιμό του 2135 – έχει περάσει ήδη ένας αιώνας από τότε, αλλά κάποιες πληγές του παραμένουν πάντα ανοιχτές. Τα έργα που εκτίθενται στα μουσεία έχουν μονάχα εκπαιδευτικό χαρακτήρα, είναι τα αποτυπώματα μιας άλλης ζωής, άλλοτε εικόνες ελπίδας κι άλλοτε φρίκης. Ακόμα και τα παραδείσια τοπία που εμφανίζονται σε εμβληματικά αριστουργήματα των προηγούμενων αιώνων θυμίζουν την επίπλαστη ευδαιμονία που οδήγησε στον μεγάλο λοιμό και δύσκολα τα απολαμβάνει κανείς. Ελάχιστοι καλλιτέχνες όπως ο Ιερώνυμος Μπος, ο Φίλιπ Ντικ ή ο Ρέι Μπράντμπερι χαίρουν μεγάλης εκτίμησης, εκλαμβάνονται όμως περισσότερο σαν προφήτες παρά σαν δημιουργοί. Οι διασημότεροι σύγχρονοι ομότεχνοί τους έχουν απορροφηθεί από τη βιομηχανία κατασκευής ψευδαισθήσεων, στον σχεδιασμό των ΟΠΑ και των ΠΑΑ, των Ουτοπικών Πάρκων Αναψυχής και των Παιχνιδιών Αναβάθμισης Αντανακλαστικών. Δεν υπάρχει βέβαια ρητή απαγόρευση ή διηπειρωτική λογοκρισία, αλλά όσοι καταπιάνονται με τη ζωγραφική, τη γλυπτική ή τη λογοτεχνία θεωρούνται αντικοινωνικοί και παρίες.

Θέλοντας να ξεφύγει από τη βασανιστική εικόνα των πολλαπλών ειδώλων του ο Τζακ έγειρε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια, στήριξε τους αγκώνες στα γόνατά του και άρχισε να τρίβει τους κροτάφους του ώσπου όλο εκείνο το θολό πλήθος των κλώνων εξαφανίστηκε. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που μπήκε σ’ αυτό το δωμάτιο πριν από εξήντα τρία ακριβώς χρόνια, ένα δωμάτιο πραγματικά αδειανό, είχε σκεφτεί τότε. Ήταν ωστόσο τόση η αγωνία, ο φόβος και η αδημονία του ώστε δεν αντιλήφθηκε πως οι ανοξείδωτες επιφάνειες λειτουργούσαν σαν καθρέφτες. Ίσως και να το είχε δει αλλά δεν το θυμόταν. Τη δεύτερη φορά πάντως του έκανε μεγάλη εντύπωση, ενώ την τρίτη σκέφτηκε πως παρά το πυκνό πλήθος των ειδώλων, το δωμάτιο έμοιαζε πάντα άδειο, ίσως εξαιτίας της παντελούς απουσίας οποιουδήποτε ήχου εκεί μέσα. Την τέταρτη φορά τόλμησε να μιλήσει, είπε στην αρχή το όνομά του χαμηλόφωνα, το επανέλαβε έπειτα πιο δυνατά, άρχισε να τραγουδά ένα παιδικό δίστιχο που έλεγε τακτικά στον Γιαν σαν νανούρισμα, έψαλε με σθένος τον ύμνο της Πρώτης Συνομοσπονδίας, κατέληξε να ουρλιάζει, όμως παρότι η φωνή του πολλαπλασιάστηκε ανάμεσα στις μεταλλικές επιφάνειες σαν να αντιλαλούσε από τα έγκατα ενός φαραγγιού, το δωμάτιο συνέχιζε να δίνει την αίσθηση του κενού. Ένα τέτοιο αδηφάγο κενό νιώθει και εντός του ο Τζακ.

Η διάρθρωση του Global Institute of Applied Physics and Life Sciences είναι δωδεκακτινωτή μόνο κατ’ όνομα. Τα δώδεκα περιφερειακά κέντρα στεγάζονται σε ισάριθμες πόλεις και των τεσσάρων συνομοσπονδιών, χωρίς ωστόσο να σχηματίζουν κύκλο στον χάρτη ή να τα χαρακτηρίζει κάποια γεωμετρική συμμετρία. Εκτός της έδρας της Τέταρτης Ακτίνας στη Βοστώνη, όπου εργάζεται, έχει επισκεφτεί μόνο εκείνες στο Νέο Δελχί και την Αδελαΐδα και δεν πιστεύει ότι στο μέλλον θα του δοθεί η ευκαιρία να επισκεφτεί και τις υπόλοιπες εννιά. Στην πραγματικότητα εδώ και πολύ καιρό έχει χάσει κάθε πίστη στο μέλλον. Το Ομόσπονδο Κέντρο Συντονισμού βρίσκεται δυτικά της Γενεύης στην ίδια θέση που πριν από δυο περίπου εκατονταετηρίδες λειτουργούσε το CERN, ωστόσο παρά τη βαριά ερευνητική κληρονομιά του, ο πυρήνας του GIAPLS, το λεγόμενο GIAPLS-C δεν έχει παρά μόνο διοικητικές και οργανωτικές αρμοδιότητες. Το καταστατικό που διέπει την οργάνωση και τη λειτουργία του οργανισμού παραμένει αμετάβλητο από τη χρονιά της ίδρυσής του, το μακρινό 2150 – ο Γκας Ντράιερ τα τελευταία χρόνια τους υπενθυμίζει τακτικά πως το διάστημα που τους χωρίζει από τότε δεν φαντάζει πια το ίδιο μεγάλο.

Η θέση του Κεντρικού Συντονιστή, του διευθυντή δηλαδή ολόκληρου του οργανισμού, είναι αιρετή, και προκύπτει από ψηφοφορία των γερουσιαστών των συνομοσπονδιών. Δεν υφίσταται προϋπόθεση επιστημονικής κατάρτισης, ούτε καν στοιχειώδους επιστημονικής γνώσης για τους υποψήφιους, αρκεί η πετυχημένη προϋπηρεσία διοίκησης σε αντίστοιχους οργανισμούς και βέβαια η υψηλή τέχνη της διπλωματίας ώστε να είναι αρεστοί στην πλειοψηφία των αντιπροσώπων. Η θητεία του Κεντρικού Συντονιστή είναι πενταετής, χωρίς δικαίωμα επανεκλογής, γεγονός που δημιούργησε και δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο σχέδιο Beno-1 και στα επόμενα, ανέπτυξαν ωστόσο μεθόδους ώστε να εξηγούν την παράδοξη αποστολή τους και να γίνονται πιστευτοί ευκολότερα κατά τις τελευταίες επιστροφές και πια έχουν δημιουργηθεί δικλείδες και πρωτόκολλα ασφαλείας που τους προφυλάσσουν από τους περιορισμούς που θέτει η διοικητική διάρθρωση του GIAPLS. Οι άκρως απόρρητες αυτές δράσεις φέρουν βέβαια το όνομά του Μπένο Γκούτενμπεργκ, του θρυλικού επιστήμονα που εντόπισε την ασυνέχεια μεταξύ του μανδύα και του εξωτερικού πυρήνα της γης πριν από μερικές εκατονταετηρίδες. Η αναφορά αυτή στον Γερμανό σεισμολόγο, πολύτιμο συνεργάτη του Τσαρλς Ρίχτερ στην επινόηση της ομώνυμης κλίμακας για τη μέτρηση των σεισμών, που χρησιμοποιείται με ελάχιστες τροποποιήσεις ακόμα και σήμερα, μοιάζει με παιγνιώδη ειρωνεία, σκέφτηκε ο Τζακ την πρώτη φορά που το άκουσε, αφού όποιος μάθαινε ότι εργαζόταν στο σχέδιο Gutenberg υπέθετε πως ήταν στο δυναμικό κάποιας εκδοτικής εταιρείας, ίσως μιας από αυτές που ευαγγελίζονταν την επάνοδο της έντυπης τυπογραφίας, εμφανίζονταν αρκετές τέτοιες τα τελευταία χρόνια, και του κάνει μεγάλη εντύπωση που όλοι θυμούνται τον Γιοχάνες τον τυπογράφο, ενώ ελάχιστοι τον Μπένο. Σ’ αυτό συμφωνούν ο Έστεμπαν και η Πριγιάνκα κι όταν τη δεύτερη φορά που συναντήθηκαν στο εικοστό Φόρουμ του Ινστιτούτου, η Ινδή φυσικός, με αφορμή τον λησμονημένο σεισμολόγο, αναρωτήθηκε αν θα τους θυμάται κανείς έπειτα από πενήντα χρόνια, ο Εστεμπάν –απαισιόδοξος άραγε ή πραγματιστής;– απάντησε πως δεν ήταν βέβαιος αν θα υπήρχε κανείς να τους θυμάται· ήταν ένα μελαγχολικό απόγευμα.

Το ερώτημα αυτό βασανίζει και τον Ιάκωβο, με διαφορετική ωστόσο σημασία. Αναρωτιέται συχνά τα τελευταία εξήντα τρία χρόνια αν ζει χωρίς νόημα κι αν έχουν ήδη όλα τελειώσει παρά τη δική τους προσπάθεια. Συχνά θυμάται ένα από τα μαθήματα φυσικής του φωτός που παρακολούθησε στα οχτώ ή στα εννιά του χρόνια στην Ακαδημία Επιστημών και Τεχνολογίας στα Νέα Χανιά με την καθηγήτρια Κόικε, πρώτη και αλησμόνητη μεντόρισσά του. Ήταν αυτή που διδάσκοντας μάζες και αποστάσεις των ουράνιων σωμάτων τού εξήγησε ότι ένα ορατό άστρο ίσως εξέπεμψε ήδη το φως του πεθαίνοντας, αλλά ίσως κι όχι. Σκέφτεται πάντα τον ερυθρό υπεργίγαντα Μπετελγκέζ του Ωρίωνα και τις λανθασμένες προβλέψεις για την έκρηξή του εδώ και τρεις σχεδόν εκατονταετηρίδες, χρονικό διάστημα πελώριο για μια ανθρώπινη ζωή, αλλά απειροελάχιστο για τη ζωή ενός άστρου. Πριν από την πρώτη επιστροφή κοιτούσε τακτικά τα βράδια με το τηλεσκόπιο, ελπίζοντας να δει ένα σουπερνόβα, ίσως το φαντασμαγορικό τέλος του Μπετελγκέζ στην ουράνια σφαίρα, αλλά πια ξέρει πως σε εκείνη τη διάσταση όλα παραμένουν απαράλαχτα σε κάθε επιστροφή, όσο κι αν παρατηρεί μικρές αλλαγές εκτός ή εντός του.

Έξω από το άδειο δωμάτιο, έξω από το μέγαρο που στέγαζε την Τέταρτη Ακτίνα του GIAPLS ήταν χειμώνας, ένας ψυχρός, γκρίζος βοστωνέζικος χειμώνας κι ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στους δρόμους τέτοια ώρα. Ήταν έξι και για μια ώρα ακόμα οι διάδρομοι, τα εργαστήρια και τα γραφεία του ινστιτούτου θα παρέμεναν αδειανά. Εκτός του προσωπικού ασφαλείας, μονάχα ο γιατρός και οι χειριστές του μεταβολικού προσαρμογέα βρίσκονταν στα πόστα τους. Είχε ήδη συναντηθεί με τον γιατρό, τους χειριστές δεν τους έβλεπε ποτέ. Σε λίγο θα έφτανε ο EQ-4, θα διέσχιζε το δωμάτιο από τη μονόφυλλη ως τη δίφυλλη πόρτα, θα περνούσε αμίλητος από μπροστά του και θα έμπαινε στο κέντρο μεταγωγής. Δεν γνώριζε το πραγματικό όνομά του, δεν γνώριζε κανένα στοιχείο της ταυτότητάς του, η απόλυτη ανωνυμία ήταν ένα μέτρο ασφαλείας καθορισμένο από το πρωτόκολλο για να αποφευχθούν αντίποινα ή οποιαδήποτε πράξη αντεκδίκησης· του φαινόταν ανούσιο και περιττό μέτρο, όμως οι ιθύνοντες ίσως και να είχαν δίκιο αφού βάδιζαν όλοι τους στα τυφλά. Όταν ο EQ-4 θα επέστρεφε, εκείνος δεν θα ήταν πια εδώ. Προσπάθησε να θυμηθεί τις προηγούμενες συναντήσεις τους και συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν με ακρίβεια το πρόσωπό του· ήταν κοντοκουρεμένος, γυμνασμένος κι αγέλαστος, αυτά θυμόταν κι υπέθεσε πως θα ήταν γύρω στα τριάντα. Η θητεία των ισοσταθμιστών, των Equalizers, όπως είναι ο ακριβής τίτλος τους, διαρκεί δώδεκα χρόνια κι ωστόσο δεν έχει συναντήσει ποτέ του τον EQ-4 εκτός του δωματίου, άλλωστε η μονάδα του στεγάζεται σε ένα σύμπλεγμα κτηρίων που βρίσκεται στο κέντρο μιας έκτασης είκοσι στρεμμάτων, η οποία μέχρι πριν από τριάντα χρόνια αποτελούσε τμήμα του Boston Nature Center & Wildlife Sanctuary και παρουσιάζονται σ’ όλους σαν μια ομάδα δασοπυροσβεστών άμεσης επέμβασης. Η αποστολή τους είναι απόρρητη και οι ρήτρες εμπιστευτικότητας που υπογράφουν είναι από τις πιο αυστηρές, όσο τουλάχιστον του Ιάκωβου και των ομόλογών του, ιδίως μετά την εφαρμογή του σχεδίου Beno-1 και των επόμενων Beno.

Το βράδυ η θερμοκρασία είχε πέσει κάτω από τους 25 °F και ένα λεπτό στρώμα πάγου κάλυπτε τα πεζοδρόμια. Ο ήλιος δεν θα ανέτειλε πριν τις εφτά κι ακόμα και τότε δεν θα κατάφερνε και πολλά πράγματα κόντρα σ’ εκείνο το ψύχος. Ο εικοσιεφτάχρονος Τζακ Σι μπήκε μισοπαγωμένος στο γραφείο του κι άρχισε να χοροπηδά σαν νευρόσπαστο για να ζωντανέψει τα μουδιασμένα άκρα του – δεν θα συνήθιζε ποτέ τους βοστωνέζικους χειμώνες, έπρεπε να το πάρει απόφαση. Καμιά φορά σκεφτόταν να ζητήσει μετάθεση στην Έβδομη Ακτίνα, στο Κουβέιτ, όμως ακόμα κι αν ο Κεντρικός Συντονιστής ενέκρινε το αίτημά του, η Νουρ δεν θα συμφωνούσε ποτέ σε μια αμοιβαία ανταλλαγή – η καημένη η Νουρ, έτσι λεπτοκαμωμένη και λιπόσαρκη δεν θα επιβίωνε ούτε μια ώρα σε τέτοιο ψύχος. Έτριψε τα χέρια του με ζέση και ενεργοποίησε τις συσκευές μετάδοσης και καταγραφής δεδομένων στο γραφείο ώστε να είναι έτοιμος για το έκτακτο συμβούλιο των επικεφαλής του Σχεδίου Gutenberg που θα ξεκινούσε σε ένα μισάωρο. Ήταν κουρασμένος κι ανόρεχτος. Μετά τη γέννηση του Γιαν, η Μάσα ήταν διαρκώς εκνευρισμένη και παρότι της πρότεινε να αναθέσουν το βρέφος σε μια από τις τροφούς της εστίας, όπως έκαναν οι περισσότεροι νέοι γονείς, εκείνη είχε αρνηθεί πεισματικά κι εκείνος το δέχτηκε, με συνέπεια να υπομένει τα νεύρα, τα ξεσπάσματά της και τη γκρίνια του μωρού. Αποφάσισε να ρίξει λίγο ζεστό νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει από τον πονοκέφαλο και το κρύο και πήγε στο κοινόχρηστο μπάνιο, δυο πόρτες δίπλα από το γραφείο του, σίγουρος πως δεν θα συναντούσε κανέναν.

Ο Μάρκο ακούμπησε το νεκρό σώμα του Τζακ στο πάτωμα κι έφερε έναν σάκο αποβλήτων κι ένα ηλεκτρικό τρέιλερ μεταφοράς από την αποθήκη. Τακτοποίησε προσεκτικά τον νεκρό μέσα στον σάκο και με τη βοήθεια του τρέιλερ τον οδήγησε στον αποτεφρωτήρα, επέστρεψε έπειτα το τρέιλερ στη θέση του και ξαναμπήκε στο ασανσέρ. Η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία. Φτάνοντας στο έβδομο υπόγειο πληκτρολόγησε τον οκταψήφιο κωδικό του, Beno3EQ4, και η μεταλλική πόρτα άνοιξε· θα ήταν στη βάση του πριν ξημερώσει.

Πώς μπλέχτηκα σ’ όλο αυτό, σκέφτεται ο Ιάκωβος, πώς, στο διάολο, βρεθήκαμε χωμένοι ως το κεφάλι σ’ αυτά τα σκατά; Το κακό είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν από την εποχή τους κι ίσως τίποτα πια δεν μπορούσε να το σταματήσει, αλλά τότε ποιος ήταν ο δικός του ρόλος; σε τι ωφελούσε όλο αυτό το πηγαινέλα; Δεν είχε απαντήσεις, είχε εγκλωβιστεί σε έναν ατέρμονο κύκλο, σαν ένα ηλίθιο σκυλί που κυνηγάει την ουρά του ώσπου να ζαλιστεί και να πέσει. Αναρωτήθηκε αν το ροτβάιλερ της Πριγιάνκα την αναγνωρίζει σε κάθε επιστροφή, αν κουβαλά το ίδιο ακριβώς άρωμα κάθε φορά κι αν το σκυλί αντιλαμβάνεται τα χρόνια που μεταφέρει ή αν ξεγελιέται κι αυτό όπως ξεγελιούνται η Μάσα κι ο Γιαν. Έχει εξαϋλωθεί και επανασυντεθεί τόσες φορές που δεν ξέρει αν υπάρχει έστω κι ένα μόριο υλικής μνήμης στο σώμα του, δεν ξέρει καν αν η υλική αποσύνθεση του σώματος συνιστά μικρό θάνατο, ωστόσο συχνά βασανίζεται από μια αιφνίδια και αδικαιολόγητη θλίψη κι αναρωτιέται αν είναι ζωντανός ή νεκροζώντανος, ένα είδος μετα-αποκαλυπτικού ζόμπι, που δεν τρέφεται με ανθρώπινο αίμα αλλά απομυζά τους χυμούς ενός μόνο σώματος, του δικού του, και ξαναγεννιέται όταν τα αποθέματα εξαντλούνται. Προσπαθεί να μην σκέφτεται τον θάνατο που τον επισκέπτεται κάθε εννιά χρόνια με τη μορφή του EQ-4, γνωρίζει άλλωστε πως από την πρώτη κιόλας επιστροφή, διαρρηγνύοντας τη χρονική συνέχεια, αποκόπηκε από εκείνο το σώμα και όσα συμβαίνουν έκτοτε σε αυτό τον αφήνουν ανεπηρέαστο. Αυτή η γνώση αυξάνει τη δυσπιστία του για το τωρινό του σώμα, ξέρει πως στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας κλώνος που επαναδημιουργήθηκε στον μεταγωγικό θάλαμο εξόδου του μεταβολικού προσαρμογέα, όμως την ίδια στιγμή νιώθει πως είναι ο ίδιος αυτός μέσα σ’ ένα καινούργιο άγνωστο σώμα. Η διαδικασία φαντάζει αδιανόητη και παράλογη και οι έντεκα εντεταλμένοι του GIAPLS δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν τους νέους κανόνες που καθορίζουν την ύπαρξή τους τα τελευταία εξήντα τρία χρόνια. Όταν είναι στις μαύρες του, πράγμα που συμβαίνει διαρκώς τελευταία, ο Ιάκωβος σκέφτεται πως έχει ήδη πεθάνει εφτά φορές και έχει εξαϋλωθεί άλλες τόσες, κι αναρωτιέται πόσους φυσικούς θανάτους αντέχει ένα ανθρώπινο ον κι αν μπορεί να επαναλαμβάνει την αφύσικη αυτή ρουτίνα επ’ άπειρον. Συζητώντας με επιστήμονες ή τεχνικούς που μεταβαίνουν τακτικά στον Άρη ή τη Σελήνη μέσω τηλεμεταφοράς, διαπίστωσε πως σπάνια προβληματίζονται για τη μοριακή διάσπαση, την εξαΰλωση και την επανασύνθεση του σώματός τους μεταξύ δυο μεταγωγικών θαλάμων, ωστόσο εκείνοι φεύγουν κι επιστρέφουν χωρίς χρονικά άλματα κι επομένως τα σώματά τους εξελίσσονται φυσιολογικά, ακολουθώντας αδιάσπαστη τη χρονική ροή, παρότι μεταφέρονται κάθε τόσο σε υποατομικό επίπεδο με την ταχύτητα του φωτός. Ακόμα κι αυτός, στο μοναδικό ταξίδι του στον Άρη μέσω τηλεμεταφορέα, πολύ πριν από το Beno-1, ήταν τόσο ενθουσιασμένος ώστε δεν έκανε τόσο περίπλοκες σκέψεις· το θυμάται καμιά φορά κι αισθάνεται πολύ αφελής.

Η αναστροφή του γραμμικού συνεχούς του χρόνου ανέτρεψε ολόκληρη τη γνωστή φυσική αφού έθεσε υπό αμφισβήτηση τις καταγεγραμμένες θεωρίες περί συστημικού εντροπισμού. Ο συσχετισμός χωρικών και χρονικών αλληλουχιών σε αυτή τη νέα συνθήκη δίνει πολλαπλά είδωλα, όχι μόνο των υποκειμένων, αλλά των καταστάσεων, των δράσεων και των συνεπειών τους, κι ενώ οι χωροχρονικοί κλώνοι ακολουθούν τους στοιχειώδεις φυσικούς νόμους, την ίδια στιγμή, εξαιτίας της ίδιας της φύσης τους, τους αναιρούν. Αυτό που στην πραγματικότητα θέτει σε αμφισβήτηση η συνθήκη που βιώνουν οι έντεκα επικεφαλής του Gutenberg Project δεν είναι η χρονικότητα των φυσικών φαινομένων όσο η ιστορικότητά τους. Ο Τζακ σκεφτόταν, όταν ήταν αισιόδοξος, ότι ακόμα και πριν από την εφεύρεση του μεταβολικού προσαρμογέα υπήρχαν στιγμές του παρελθόντος που διατηρούνταν στη μνήμη σαν μαγικές εικόνες δύο όψεων, όπως η μέρα που πληροφορήθηκε τις πραγματικές διαστάσεις της κλιματικής κρίσης και την ανάγκη ριζοσπαστικής αντιμετώπισης του επερχόμενου ολέθρου· ήταν η ίδια μέρα που συνάντησε τη Μάσα στο γραφείο προσωπικού του Ινστιτούτου κι ο ενθουσιασμός και η πρωτόγνωρη χαρά που ένιωσε από τις πρώτες στιγμές της γνωριμίας τους συχνά επισκίαζε την απόγνωση που είχε νιώσει νωρίτερα. Παρά το ενδεχόμενο μιας επικείμενης ολικής καταστροφής, που δεν θα αφορούσε μόνον εκείνον ή τη Βοστώνη ή την Πρώτη Συνομοσπονδία, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη, το άρωμα της Μάσα και το χαμόγελό της σημάδεψαν εκείνη τη μέρα ανεξίτηλα. Ήξερε βέβαια πως τέτοιες ερμηνείες περί της δισυπόστατης φύσης του χρόνου ήταν αντιεπιστημονικές και αντιτίθενται στις βασικές αρχές της φυσικής, ωστόσο, γνωρίζοντας πως κάθε επιστροφή ήταν υπό μια έννοια προσωπική εμπειρία, η ρήση του Αϊνστάιν, «Μόνο η επιστήμη λέει την αλήθεια και κανένα υποκειμενικό βίωμα δεν μπορεί να διασώσει ό,τι αρνείται η επιστήμη», αποδεικνυόταν κατά κάποιο τρόπο ατελής. Ο Ιάκωβος Χριστοδουλάκης καθισμένος στο άδειο δωμάτιο συνειδητοποίησε με τρόμο πως συχνά πια αμφισβητεί την απόλυτη αλήθεια της επιστήμης κι ένιωσε διπλά ανίσχυρος.

Το κακό είχε αρχίσει στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ίσως και νωρίτερα, και όλοι πια συμφωνούν πως η αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας ήταν άτολμη και άνευρη. Ακόμα και η ονομασία που χρησιμοποιήθηκε από τον Σβάντε Άουγκουστ Αρρένιους για να χαρακτηρίσει το φαινόμενο, το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα αφού δεν ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη και δεν κατέστησε σαφείς τις καταστροφικές συνέπειες του φαινομένου – το θερμοκήπιο ήταν διαδεδομένη πρακτική καλλιέργειας εκείνα τα χρόνια και δεν ενέπνεε καμιά ανησυχία σε κανέναν. Η εξάρτηση των φορέων της εξουσίας από οικονομικά κέντρα ιδιωτικών συμφερόντων είχε βέβαια παίξει τον δικό της καταστροφικό ρόλο, όμως αυτό που έκανε πάντα εντύπωση στον Τζακ ήταν η ολιγωρία των επιστημόνων, τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια του μεγάλου λοιμού. Μοιάζει ολέθρια αμέλεια ή έστω τραγική ειρωνεία το ότι χάρη στη θεωρία της θερμότητας του Φουριέ αποκαλύφθηκε η αμετάκλητη φύση του προβλήματος, τετρακόσια περίπου χρόνια μετά τις πρώτες παρατηρήσεις του Γάλλου επιστήμονα για την αύξηση της θερμοκρασίας της επιφάνειας της γης ως συνέπεια της θερμότητας που συγκρατείται από την ατμόσφαιρα. Μετά τον καταστροφικό λοιμό που αποδεκάτισε τα δύο τρίτα του πληθυσμού του πλανήτη το 2135, μοιραία, ολόκληρη η πληθυσμιακή, πολιτική και διοικητική διάρθρωση μετασχηματίστηκε. Είχε προηγηθεί βέβαια μια αιματοβαμμένη εικοσιπενταετία, μια έκρηξη μαχών και συγκρούσεων σε κάθε γωνιά της γης, που παρότι δεν γενικεύτηκαν ώστε να χαρακτηριστούν από τους ιστορικούς ως παγκόσμιος πόλεμος, διέλυσαν τις υποδομές και την οργάνωση των κρατών, κυρίως των περιφερειακών χωρών οι οποίες πλήρωσαν τον μεγαλύτερο φόρο αίματος κατά τον λοιμό. Τεράστιες εκτάσεις και των πέντε ηπείρων απέμειναν ακατοίκητες και έρημες και ο επανεποικισμός των πιο εύκρατων από αυτές ήταν ένα από τα πρώτα σχέδια βιωσιμότητας που εκπόνησε η Κεντρική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε το 2150, δεκαπέντε μόλις χρόνια μετά την καταστροφή, την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε και το GIAPLS για να θωρακίσει τη ρημαγμένη ανθρωπότητα από νέες ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές.

Τόσο ο Κεντρικός Συντονιστής όσο και οι επικεφαλής του Σχεδίου Gutenberg γνώριζαν πως θα ’ταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να επανορθώσεις σε δύο ή τρεις εννιαετίες όλη εκείνη την αμυαλιά, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Ο Τζακ σκέφτεται πως παρότι είναι ήδη στην πύλη της όγδοης επιστροφής, δεν κατάφεραν να κάνουν ούτε το παραμικρό βήμα μακριά από τον γκρεμό, και πια δεν ελπίζει – νιώθει πραγματικά κουρασμένος κι ενώ άλλοτε αρκούσε και μόνο η σκέψη της Μάσα, της Πριγιάνκα κι αργότερα της Μαρίνας για να πάρει μια ανάσα και να σφίξει τα δόντια, η μόνη του έγνοια πια είναι ο Γιαν, αν και φοβάται ότι ο εννιάχρονος γιός του καταδικάστηκε πολύ πριν γεννηθεί. Θυμάται την αντίδραση του Ντράιερ, όταν κατηγορήθηκε κατά το τελευταίο έτος της έκτης επιστροφής για κωλυσιεργία, με το σκεπτικό ότι εκμεταλλευόταν τα σχέδια Beno για να ξεγελά τη φυσική φθορά και να παραμένει ζωντανός. «Σημασία για μένα έχει η επιβίωση και η ευημερία των παιδιών μου», αποκρίθηκε ο Γκας, «όχι το δικό μου αποκαμωμένο σαρκίο», κι ο Τζακ σκέφτηκε πως είχε χρόνια να ακούσει τη λέξη «σαρκίο», και συνειδητοποίησε πως στη συνθήκη που βίωναν τα τελευταία πολλά χρόνια, η λέξη περιέγραφε με τη μέγιστη ακρίβεια τα σώματά τους, σαρκία που αποχωρίζονταν και αποδέχονταν με μεγαλύτερη δυσθυμία και επιφυλακτικότητα κάθε φορά.

Ο Ιάκωβος βγήκε από το ροουντρόουν του και προχώρησε προς την είσοδο του Ινστιτούτου διασχίζοντας τον έρημο χώρο στάθμευσης με βιαστικά βήματα – μες στη σιωπή και το κρύο έμοιαζε με μια αχανή έκταση άλλου πλανήτη, όχι του Άρη ή της Σελήνης, αλλά κάποιου μακρινού άστρου άλλου γαλαξία, από εκείνα που δεν θα γνώριζε κανείς τους ποτέ. Είχε ένα άσχημο προαίσθημα αλλά ίσως οφειλόταν στα δεδομένα που έλαβε το προηγούμενο βράδυ στο τερματικό του· τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και οι προσπάθειές τους αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές και ανεπαρκείς. Τα συμπεράσματα του δέκατου ένατου φόρουμ του Ινστιτούτου στην Αδελαΐδα, δυο χρόνια πριν, ήταν αποκαρδιωτικά κι από τότε υπήρχε σταδιακή επιδείνωση, οι πάντες συμφωνούσαν σε αυτό, ακόμα κι ο Κεντρικός Συντονιστής ο οποίος συνήθως ήταν συγκρατημένος στις εκτιμήσεις του, εξαιτίας ίσως της ελλιπούς επιστημονικής κατάρτισής του που δεν του επέτρεπε να αντιλαμβάνεται αμέσως την τραγική επιδείνωση των δεικτών. Κανείς τους δεν είχε να προτείνει εναλλακτικό σχέδιο δράσης, ακόμα κι ο γερο-Ντράιερ της Πρώτης Ακτίνας είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, παρόλο που ήταν φύσει αισιόδοξος. Μερικές φορές ο Τζακ σκεφτόταν πως ολόκληρο το πεδίο των επιστημών ήταν σε τέλμα, αν εξαιρούσες την εφαρμοσμένη φυσικοχημεία της εμπορικής βιομηχανίας, οι εφαρμογές της ωστόσο όχι απλώς δεν βελτίωναν αλλά συχνά επιδείνωναν το πρόβλημα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν αυτός και οι έντεκα επικεφαλής της GIAPLS. Μονάχα η Φέλιξ και ο Γκουαταρά είχαν να επιδείξουν μια νέα ριζοσπαστική θεωρία στη σύγχρονη φυσική την τελευταία δεκαετία, ωστόσο αφορούσε το πεδίο της χωροχρονικής ενοποίησης και θα χρειαζόταν να περάσουν αιώνες για να αξιοποιηθούν εφαρμογές της στο Gutenberg Project. Η εργασία τους πάντως χαρακτηρίστηκε εξαρχής άκρως απόρρητη και δεν απόλαυσαν ούτε την προβολή ούτε τις τιμές και τα βραβεία που αναλογούσαν σε μια τόσο σημαντική ανακάλυψη, σκέφτηκε ο Τζακ, χωρίς ωστόσο ζήλεια ή χαιρεκακία. Τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά για να ασχολείσαι με ανούσιες επιδιώξεις όπως η φήμη κι έπρεπε να είναι κανείς οπτιμιστής μέχρι αφέλειας για να προσβλέπει στην υστεροφημία, τουλάχιστον αν γνώριζε όσα γνώριζαν ο ίδιος και οι ομόλογοί του. Όταν μπήκε στο μπάνιο, ο Ιάκωβος Χριστοδουλάκης αγωνιούσε για ένα επικείμενο τέλος πολύ πιο μακρινό από εκείνο που του επιφυλασσόταν.

Κατεβαίνοντας με το ασανσέρ στο έβδομο υπόγειο του Ινστιτούτου ο Μάρκο ένιωσε μια αδιαθεσία, ένα αίσθημα μεταξύ λύπης κι εξάντλησης, μια διανοητική και σωματική κόπωση που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν. Για μια στιγμή τον κατέβαλε μια ξαφνική θλίψη για τον Τζακ, συναίσθημα που δεν μπορούσε να εξηγήσει ή να καταλάβει. Εισήγαγε τον κωδικό του, Beno4EQ4, και μπήκε στον θάλαμο του μεταβολικού προσαρμογέα χωρίς να σκεφτεί τον ντόκτορα Σι δεύτερη φορά.

Η πρώτη απόπειρα εφαρμογής της θεωρίας των Φέλιξ και Γκουαταρά στους δια-χρονικούς τηλεμεταφορείς αντιμετώπισε ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα. Το μεταφερόμενο υποκείμενο κατά τη μετάβαση υφίστατο μεταβολική φθορά ανάλογη του διανυόμενου χρονικού διαστήματος. Με απλά λόγια, όταν ένα δίχρονο ινδικό χοιρίδιο έμπαινε στον θάλαμο μεταγωγής και επέστρεφε στο προηγούμενο έτος, έφθανε εκεί τριών χρονών, ενώ κατά την επιστροφή του στο παρόν ήταν πια τεσσάρων. Οι συνέπειες αυτής της δυσλειτουργίας θα αποδεικνύονταν καταστροφικές σε μεγαλύτερα ταξίδια· αν για παράδειγμα ένας τριαντάρης χρονοταξιδιώτης δοκίμαζε να επιστρέψει έναν αιώνα πίσω δεν θα έφτανε ποτέ ζωντανός, κι ακόμα κι αν ταξίδευε πολύ μικρότερα διαστήματα, πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, θα επέστρεφε εβδομηντάχρονος ή ενενηντάχρονος στο σημείο που ξεκίνησε. Το μείζον αυτό πρόβλημα έλυσαν λίγους μήνες αργότερα οι Γκόα και Τσαντ με τη θεωρία της μεταβολικής προσαρμογής. Το βασικό τους επίτευγμα ήταν να ελέγξουν τη διανυσματική κατεύθυνση της μεταβολικής εξέλιξης των σωμάτων, με άλλα λόγια, ταξιδεύοντας προς το παρελθόν το υποκείμενο έφθανε στον προορισμό του νεότερο, ενώ ταξιδεύοντας προς το μέλλον κατέληγε γηραιότερο. Οι δυο επιστήμονες κατάφεραν, δηλαδή, να καθορίσουν το πλην και το συν στη συνάρτηση μεταξύ διανυόμενου χρόνου και φυσικής φθοράς των υποκειμένων κι αυτό ήταν το κλειδί για τη λειτουργία της χρονομηχανής, η οποία πήρε από την εργασία των Γκόα και Τσαντ το όνομά της.

Οι δυο επιστήμονες φρόντισαν να θέσουν δικλείδες ασφαλείας για μεγαλύτερα ταξίδια, έτσι κανείς δεν θα κατέληγε νεότερος από είκοσι χρονών ή μεγαλύτερος από εξήντα πέντε ακόμα κι αν διένυε απόσταση εκατό ή διακοσίων ετών προς κάθε κατεύθυνση, ωστόσο προς το παρόν τέτοιου είδους ταξίδια είναι αδύνατα, κι επομένως η αποτελεσματικότητα αυτών των ρυθμίσεων δεν έχει επαληθευτεί.

Ο μεταβολικός προσαρμογέας υπόκειται σε κάποιους περιορισμούς, οι οποίοι ωστόσο είτε ρυθμίζονται με εξωεπιστημονικές μεθόδους, όπως είναι η δράση των EQ, είτε είναι σύμφυτοι με την κατασκευή και τη λειτουργία του, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα δια-χρονικής μεταφοράς μόνο μεταξύ χρονικών στιγμών στις οποίες υπάρχουν διαθέσιμες πύλες εισόδου κι εξόδου. Η δυνατότητα επιστροφής στο παρελθόν είναι συνεπώς πεπερασμένη, καθώς ο τερματικός σταθμός κάθε δια-χρονικού ταξιδιού, το σημείο μηδέν, είναι το 2226, χρονιά που τέθηκαν σε λειτουργία οι πρώτοι θάλαμοι μεταγωγής στις δώδεκα Ακτίνες του GIAPLS. Όσο για το μέλλον, κανείς δεν είναι αρκετά τολμηρός ώστε να ρισκάρει ένα ταξίδι μετά την εποχή τους αφού δεν μπορεί να γνωρίζει αν οι μεταγωγικοί θάλαμοι, τα Ινστιτούτα ή οι πόλεις που τα φιλοξενούν θα υφίστανται το 2236. Το άμεσο μέλλον ίσως αποτελεί οριστικό παρελθόν κι επομένως το μεταφερόμενο υποκείμενο κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στο πουθενά.

Η ανακάλυψη του μεταβολικού προσαρμογέα θα χαρακτηριζόταν μέγα επίτευγμα, ενενήντα ένα μόλις χρόνια μετά τον μεγάλο λοιμό, και θα γιορταζόταν ως τεκμήριο της πλήρους ανάνηψης της αποδεκατισμένης ανθρωπότητας, αν δεν παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό. Ακόμα και οι επικεφαλής του Σχεδίου Gutenberg δεν πληροφορήθηκαν την ύπαρξή του, παρά λίγες μόλις μέρες πριν από την πρώτη επιστροφή, εννιά δηλαδή χρόνια μετά την κατασκευή του. Εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου του Γκόα και της μετοίκησης του Τσαντ στον Άρη, την ενημέρωση του Ιάκωβου και των δέκα ομόλογών του ανέλαβε η Μαρίνα Κέλερ, καθηγήτρια θεωρητικής φυσικής και κυτταρικής βιολογίας και πολύτιμη συνεργάτιδα των Γκόα και Τσαντ κατά τη δημιουργία και την εφαρμογή της θεωρίας τους. Ο Τέσλα είχε ήδη αποκλειστεί από τον σχεδιασμό της επιχείρησης πριν καν οι έντεκα μάθουν για τους θαλάμους μεταγωγής που βρίσκονταν στο έβδομο υπόγειο κάθε Ακτίνας. Για ευνόητους λόγους, η μυστικότητα μιας τέτοιας επιχείρησης ήταν ζήτημα ύψιστης σημασίας.

Η Κέλερ είχε ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της, είχε γεννηθεί στην Αθήνα και είχε ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της εκεί, είχε πτυχίο της Ακαδημίας Επιστημών της Χαϊδελβέργης, όπου είχε γνωρίσει τον Τσαντ, ενώ είχε ολοκληρώσει το πρώτο διδακτορικό στη Γενεύη. Ο Τζακ ένιωσε αμέσως οικειότητα με τη χαρισματική βιοεπιστημόνισσα. Παρά την άχαρη εργαστηριακή φόρμα, τον πρόχειρο κότσο και τα μεγάλα γυαλιά, η Μαρίνα ήταν μια όμορφη μεσογειακή γυναίκα που του θύμισε τα κορίτσια του νησιού του, και τη δεύτερη φορά που τη συνάντησε σε ένα από τα εντευκτήρια του Ινστιτούτου, δυο χρόνια μετά την πρώτη επιστροφή, τη χαιρέτησε εγκάρδια λησμονώντας πως για εκείνη ήταν η πρώτη φορά που συναντιόντουσαν· η Κέλερ το εξέλαβε σαν μια άκομψη και ατυχή απόπειρα προσέγγισης και απέκλεισε οποιαδήποτε συνέχεια. Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα ένα χρόνια και μια καλά προσχεδιασμένη προσέγγιση από πλευράς του για να καταλήξουν μαζί κατά το τελευταίο τέταρτο της πέμπτης επιστροφής – είκοσι εφτά φεγγάρια πάθους και παραφοράς που δεν οδηγούσαν εξαρχής πουθενά. Στην έκτη επιστροφή ο Τζακ είχε χάσει πια τα κουράγια του και δεν επεδίωξε ξανά δεσμό ή οποιαδήποτε σχέση με τη Μαρίνα. Στο κάτω κάτω, είσαι πια ενενήντα χρονών, σκέφτηκε, όχι για παρηγοριά.

Την παραμονή της πρώτης επιστροφής ο Τζακ δεν έκλεισε μάτι από την έξαψη και την αγωνία. Δεν ήταν μόνο η ευθύνη που αναλάμβανε για τη σωτηρία της ανθρωπότητας και η ευκαιρία του να αποδείξει την επιστημονική του αξία, μα και την αξία της ίδιας της επιστήμης στην οποία πίστευε αταλάντευτα από παιδί, υπήρχαν και άλλοι, πιο προσωπικοί λόγοι για τον ενθουσιασμό του. Τα τελευταία εννιά χρόνια, μετά τη γέννηση του Γιαν, εκείνος και η Μάσα είχαν εγκλωβιστεί σε ένα πλέγμα υποχρεώσεων και ευθυνών αμελώντας ο ένας τον άλλον, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα η σχέση τους να εκφυλιστεί και να ατροφήσει. Εκείνη η επιστροφή ήταν συνεπώς μια δεύτερη ευκαιρία, ένα δώρο εξ ουρανού, αφού είχε σκοπό να χειριστεί διαφορετικά τα πράγματα. Καταλάβαινε ότι αυτή ήταν μια απολύτως εγωιστική σκέψη, ιδίως γνωρίζοντας τις συνθήκες που επέβαλαν το σχέδιο Beno-1, όμως ήταν ακόμα ερωτευμένος με τη Μάσα και η προσδοκία να ξαναζήσει τα πρώτα χρόνια του δεσμού τους, έστω και μετά τη γέννηση του παιδιού, δεν τον άφηνε ανεπηρέαστο. Παρόλο που απέδωσε ελάχιστα θετικά αποτελέσματα στο ερευνητικό πεδίο, ο Τζακ βίωσε μια ευτυχισμένη περίοδο δίπλα στη Μάσα εκείνα τα χρόνια, ενώ παρακολουθούσε ενθουσιασμένος την ανάπτυξη του Γιαν· ήταν μια εννιαετία πολύ διαφορετική από εκείνη που είχε ζήσει την πρώτη φορά. Ο ενθουσιασμός του, έστω και μετριασμένος, κράτησε και στη δεύτερη επιστροφή, παρότι η εξέλιξη των ερευνών τελμάτωσε πριν περάσουν καν τα πρώτα τέσσερα χρόνια.

Στην τρίτη επιστροφή ήταν ήδη αποκαρδιωμένος και παρότι κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, έπειτα από τριάντα χρόνια, τρεις δηλαδή επαναλαμβανόμενες εννιαετίες, συνυπολογίζοντας και την αρχική, δεν είχε τον ίδιο ενθουσιασμό ούτε για τη Μάσα, ούτε για την επιτυχία του εγχειρήματος του GIAPLS. Στην πραγματικότητα ο έρωτάς του γι’ αυτήν εξανεμίστηκε αρκετό καιρό πριν από την παθιασμένη βδομάδα με την Πριγιάνκα στο εικοστό Φόρουμ της τέταρτης επιστροφής, και ίσως γι’ αυτό διέλυσε έτσι αψήφιστα τον δεσμό τους, παρότι ήξερε ότι η ιστορία με την Ινδή συνεργάτιδά του δεν είχε προοπτική. Ο χωρισμός τους καταρράκωσε τη Μάσα και πέρασαν τους επόμενους μήνες με τρομερούς καυγάδες, εντάσεις και αντεγκλήσεις και ίσως γι’ αυτό αποφάσισε να υποδυθεί τον ερωτευμένο στην πέμπτη επιστροφή και να απολαύσει μερικούς μήνες ηρεμίας στην οικογενειακή εστία πριν μεθοδεύσει την απομάκρυνσή του, παραμελώντας τη Μάσα και το παιδί κι αφιερώνοντας τον χρόνο του ολοκληρωτικά στη δουλειά, ώστε να αποφασίσει αυτή τελικά να ανακοινώσει το τέλος της σχέσης τους, νιώθοντας ενοχές που εντέχνως της καλλιέργησε εκείνος, επιτυγχάνοντας έτσι τη διατήρηση μιας φαινομενικά υγειούς ισορροπίας μεταξύ τους για χάρη του Γιαν, ισορροπία που διατηρήθηκε ακόμα και μετά τον ερχομό της Μαρίνας στη ζωή του. Η Μαρίνα απολάμβανε τη συντροφιά του οχτάχρονου γιού του κι ενώ όλα κυλούσαν καλά, τους τελευταίους δυο μήνες ο Τζακ έπεσε σε μελαγχολία και απόγνωση αφού ήξερε πως δεν υπήρχε μέλλον για κανέναν τους.

Μάταια προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τις αναμνήσεις του, οι εικόνες συγχέονται, οι πολλαπλές επικαλύψεις προκαλούν τέτοια διάχυση ώστε συχνά ξεχνά ποιος εαυτός του είδε τα πρώτα βήματα του Γιαν ή αν παρακολούθησε την ολική έκλειψη ηλίου του 2233 από την κορυφή του Χάνκοκ τάουερ αγκαλιά με τη Μάσα ή τη Μαρίνα. Πιστεύει πια πως η ανθρώπινη μνήμη έχει πεπερασμένες διαστάσεις κι αν ήταν αισιόδοξος για την έκβαση της αποστολής του, θα έτρεμε στην ιδέα των γηρατειών, σίγουρος πως θα βασανίζεται από εκατομμύρια εικόνες χωρίς χρονική συνάφεια ή ειρμό και θα καταλήξει φρενοβλαβής ή ανοϊκός. Όταν ξανασηκώνει το κεφάλι και αντικρίζει στους ανοξείδωτους τοίχους τα πολλαπλά είδωλά του αρχίζει να ουρλιάζει σαν δαιμονισμένος, αλλά το δωμάτιο παραμένει αδειανό.

Ο Μάρκο αναστατωμένος βημάτιζε νευρικός μέσα στον ανελκυστήρα, δυο βήματα προς κάθε κατεύθυνση, η στενότητα του χώρου επέτεινε τον εκνευρισμό του, η αποστολή του είχε ολοκληρωθεί, είχαν ωστόσο παρουσιαστεί δυσάρεστα απρόοπτα· το υποκείμενο αντιστάθηκε σθεναρά, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι του για να το εξουδετερώσει, το μπάνιο γέμισε αίματα κι έπρεπε να καθαρίσει όλο εκείνο το χάλι πριν οδηγήσει το νεκρό σώμα στο αποτεφρωτήριο. Τα είχε κάνει μαντάρα και δεν το συγχωρούσε στον εαυτό του. Του έμεναν δυο χρόνια υπηρεσίας μέχρι την οριστική αφυπηρέτησή του κι έλπιζε πως αυτή θα ήταν η μοναδική φορά που καλούνταν να εφαρμόσει κωδικό EQ. Παρότι ήταν η πρώτη αποστολή του, τελευταία βασανιζόταν κάθε τόσο από τον ίδιο εφιάλτη, βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο κι εκτελούσε κάθε φορά τον ίδιο άντρα, αυτόν που είχε εξοντώσει νωρίτερα, τον οποίο δεν είχε συναντήσει ποτέ πριν. Στο όνειρο ο άντρας δεν αντιστεκόταν ούτε πάλευε, αιφνιδιαζόταν και ξεψυχούσε στα χέρια του πριν προφτάσει να νιώσει τρόμο ή απορία. Όταν ο ανελκυστήρας έφθασε στην πύλη του μεταβολικού προσαρμογέα, στο έβδομο υπόγειο της Τέταρτης Ακτίνας του Ινστιτούτου, ο Μάρκο εισήγαγε τον κωδικό του, Beno6EQ4, και μπήκε στον θάλαμο χωρίς να δώσει σημασία σ’ εκείνο το έξι που υποδείκνυε μια τακτική επαναληπτικότητα, την οποία εκείνος δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει ούτε να αντιληφθεί.

Όταν εκείνο το πρωί της δέκατης τέταρτης Ιανουαρίου του 2226 ο Γκερτ τους ενημέρωσε, κατά την έκτακτη πρωινή σύσκεψη των επικεφαλής των δώδεκα Ακτίνων, για το πόρισμα των ερευνών του, ένιωσαν κυριολεκτικά τη γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια τους. Η ασυνέχεια Gutenberg είχε διαρραγεί, η επιφανειακή θερμότητα επηρέαζε τη θερμοκρασία του εξωτερικού πυρήνα με αποτέλεσμα μια δραματική αύξηση της ρευστότητάς του, η οποία αν δεν ανατρεπόταν συντομότατα θα είχε ολέθριες συνέπειες τόσο στα μαγνητικά πεδία του πλανήτη όσο και σε άλλες παραμέτρους που δεν είχαν ακόμα εξεταστεί. Οι προβλέψεις του Γκερτ τους έδιναν οριακά μια δεκαετία για να αντιδράσουν αλλά κανείς τους δεν είχε ιδέα ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη αντίδραση. Για οχτώ περίπου χρόνια μελέτησαν το ενδεχόμενο μιας καθολικής εγκατάλειψης του πλανήτη και τη μεταφορά ολόκληρου του πληθυσμού στη Σελήνη ή τον Άρη, όπου υπήρχαν ήδη μικρές αλλά λειτουργικές αποικίες, ωστόσο τόσο η κατασκευή διαστημικών λεωφορείων τέτοιας χωρητικότητας όσο και η επέκταση των αποικιακών θόλων ήταν πολύ ρυπογόνες κι εξάλλου η ολοκλήρωση βιομηχανικής παραγωγής τέτοιας έκτασης και έντασης θα είχε σαν αποτέλεσμα την έκλυση τεράστιων ποσοτήτων θερμότητας, γεγονός που θα επιδείνωνε την ήδη δυσχερή κατάσταση του πλανήτη. Υπήρχε δηλαδή σοβαρό ενδεχόμενο το τέλος να τους προλάμβανε προτού ολοκληρωθούν οι απαραίτητες εργασίες. Η ιδέα της χρήσης των τηλεμεταφορέων απορρίφθηκε αμέσως αφού τέτοια ταξίδια ήταν εξαιρετικά ενεργοβόρα και η ενέργεια που θα απαιτούταν για τέτοιας κλίμακας μετακίνηση δεν ήταν δυνατόν να παραχθεί. Έναν μήνα πριν από το τέλος του 2234 αποφασίστηκε το απόρρητο Σχέδιο Beno και ξεκίνησε ο σχεδιασμός του. Η επιλογή της κατάλληλης ημερομηνίας καθορίστηκε εύκολα, το σημείο Ζ θα ήταν η δέκατη τέταρτη Ιανουαρίου του 2226. Γνωρίζοντας ήδη από τα αρχεία καταγραφής προσωπικού την κινητικότητα σε κάθε Ακτίνα του Ινστιτούτου, επιλέχθηκαν στιγμές που θα υπήρχε μεγάλη ηρεμία για να μπορούν να δράσουν οι EQ. Για την Τέταρτη Ακτίνα, σαν Ζ4 καθορίστηκε το πρωινό πριν από την έκτακτη σύσκεψη. Το σχέδιο ήταν απλό, πρώτος θα μεταφερόταν ο EQ-4, δεκαπέντε λεπτά αργότερα θα ακολουθούσε ο Τζακ κι ένα τέταρτο μετά την άφιξή του, ο EQ θα είχε ήδη εξουδετερώσει τον πρωτότυπο εαυτό του ώστε να αποφευχθούν επιπλοκές από τη διπλή παρουσία. Ο Τζακ, μέσω του μεταβολικού προσαρμογέα θα είχε επιστρέψει στην ηλικία του πρωτοτύπου, θα έπαιρνε εύκολα τη θέση του και θα φρόντιζε, μεταφέροντας τα δεδομένα που είχαν συσσωρευθεί κατά την προηγούμενη εννιαετία, να προωθήσει την έρευνα είτε να την επαναπρογραμματίσει προς άλλη κατεύθυνση. Ο EQ θα επέστρεφε στην αφετηρία, στο έτος 2235, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του, κι επομένως πριν από την έναρξη κάθε εννιαετούς κύκλου, πλησιάζοντας στο σημείο Ζ, θα αναλάμβανε την αποστολή του κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη φορά. Το ίδιο σχέδιο εφαρμόστηκε και στις έντεκα Ακτίνες – ο Τέσλα και η Ένατη είχαν ήδη παροπλιστεί.

Χρειάστηκε έρευνα δεκαέξι χρόνων, δυο σχεδόν πλήρεις επιστροφές, για να καταλήξουν ότι η πρόκληση τεχνητών σεισμών και η έκκληση σεισμικής ενέργειας δεν εκτόνωνε ισόποση θερμική ενέργεια από την εξωτερικό πυρήνα κι επομένως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Η ασυνέχεια Gutenberg λειτουργούσε σαν σεισμική φραγή προς κάθε κατεύθυνση, κι ενώ χρειάστηκε χρονοβόρος και πολυδάπανος σχεδιασμός για να επιτευχθούν τεχνητές δονήσεις τέτοιας έντασης σε τόσο βάθος, το όλο εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς. Κατά την τέταρτη επιστροφή ερεύνησαν το ενδεχόμενο κατασκευής υπερπηνίων σε συγκεκριμένες θέσεις, τα οποία θα επανέφεραν τη σταθερότητα του μαγνητικού πεδίου του πλανήτη, ωστόσο μετά από πολύχρονες μελέτες επί χάρτου, έρευνες για τη σωστή τοποθέτησή τους, την κατάλληλη λειτουργία τους, την ισχύ και τη δυναμική τους συμπέραναν πως το σχέδιο ήταν ανεφάρμοστο.

Όποτε κατέληγαν σε κάποια ανακάλυψη η οποία θα επιτάχυνε την πορεία της έρευνάς τους, φρόντιζαν και την εμφάνιζαν, σε κάθε νέα επιστροφή, ως έμπνευση του ενός ή του άλλου επικεφαλής, και δρομολογούσαν αναλόγως την πορεία των ερευνών. Χρειαζόταν βέβαια κάθε φορά να εξηγούν και να πείθουν τον Κεντρικό Συντονιστή για την αλήθεια των ισχυρισμών τους, που στα αυτιά του θα ακούγονταν, τουλάχιστον στην αρχή, σαν παροδική κρίση ομαδικής παράκρουσης. Παρά τα προβλήματα, χάρη στα πρωτόκολλα και τις τεχνικές που ανέπτυσσαν από τη μια στην άλλη επιστροφή, τα Σχέδια Beno προχωρούσαν κανονικά, παρότι δεν έδιναν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια μελετούσαν ένα υπερφιλόδοξο σχέδιο, ώσπου ν’ αποδειχθεί κι αυτό αφελές, σκεφτόταν κάθε τόσο ο Τζακ, το οποίο συναρτούσε τη δράση μαγνητικών δορυφόρων και την εγκατάσταση θαλάμων υπερψύξης σε τεράστια βάθη στα κατώτερα όρια του μανδύα μέσω των ηφαιστειακών χοανών. Εκτός των τεχνικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν για την κατασκευή μοντέλων, πρωτοτύπων και τελικά την παραγωγή ικανού αριθμού δορυφόρων και ανθεκτικών θαλάμων υπερψύξης σε τέτοια κλίμακα, χρειαζόταν ένας ενδελεχής και εξαντλητικός σχεδιασμός της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης ώστε να έχουν έστω και μια ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας. Ήταν γεγονός πως τα σχέδια των έντεκα γίνονταν διαρκώς πιο απίθανα κι εξωπραγματικά – φαίνεται πως μας είναι αδύνατον να παραδεχτούμε πως στην πραγματικότητα έχουμε αποτύχει προ πολλού, σκεφτόταν ο Τζακ. Η απογοήτευσή τους ήταν ολοφάνερη όποτε αποχαιρετίζονταν την τελευταία μέρα κάθε επιστροφής, γνωρίζοντας ότι την επομένη θα βρίσκονταν ξανά στο παρελθόν, ωστόσο υπήρχαν ακόμα μερικοί αισιόδοξοι ανάμεσά τους, γεγονός ακατανόητο για τον Ιάκωβο.

Ξημέρωνε 14 του Γενάρη· ο Τζακ Σι έφτασε στο γραφείο του μισή ώρα νωρίτερα κι απόλαυσε την ερημιά των αίθριων, των διαδρόμων και των ανελκυστήρων, μολονότι ήταν αγουροξυπνημένος κι ανήσυχος. Έβγαλε το μάλλινο πανωφόρι και τον ισοθερμικό επενδύτη και τα ακούμπησε στον πάγκο πλάι στην πόρτα. Έτρεμε ολόκληρος, είχε τρία χρόνια σε αυτή την πόλη κι όμως δεν έλεγε να συνηθίσει τους βοστωνέζικους χειμώνες. Τέτοιες μέρες, θυμόταν τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη· δεν είχε νιώσει ποτέ κρύο σ’ εκείνο τον τόπο. Είχε δυο χρόνια να επισκεφθεί το νησί· μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πεταχτεί για λίγες μέρες μέσω του τηλεμεταφορέα που λειτουργούσε στην τοπική βάση της Δεύτερης Συνομοσπονδίας στα Λευκά Όρη, δεν το έπαιρνε ωστόσο απόφαση. Ενεργοποίησε τις συσκευές μετάδοσης και καταγραφής δεδομένων, η έκτακτη πρωινή σύσκεψη του τομέα θα ξεκινούσε σε τριάντα λεπτά. Προτού μπει στον θάλαμο συνδιαλέξεων σκέφτηκε να ρίξει λίγο ζεστό νερό στα μούτρα του μήπως και ζεσταθεί. Πήγε στο κοινόχρηστο μπάνιο σίγουρος πως δεν θα συναντούσε κανέναν.

Ο Φενγκ Ξιανγκ άφησε το σώμα του Τζακ να κυλήσει μαλακά στο πάτωμα κι έφερε έναν σάκο αποβλήτων κι ένα τρέιλερ μεταφοράς από την αποθήκη υλικού που βρισκόταν ανάμεσα στο γραφείο του ντόκτορα Σι και της τουαλέτας. Τακτοποίησε προσεκτικά τον νεκρό μέσα στον σάκο και τον έσυρε πάνω στο τρέιλερ. Ακολουθώντας τη διαδρομή που είχε σχεδιάσει προσεκτικά, και την οποία είχε επαναλάβει σχολαστικά αρκετές φορές, έφτασε μέχρι τον αποτεφρωτήρα του πρώτου υπογείου χωρίς να συναντήσει κανέναν. Επέστρεψε το τρέιλερ στην αποθήκη και μπήκε ξανά στον ανελκυστήρα. Ένιωθε περήφανος που είχε φέρει σε πέρας την αποστολή του χωρίς απρόοπτα, είχε αναλάβει επικεφαλής EQ της Τέταρτης Ακτίνας πριν από εννιά περίπου χρόνια, έπειτα από την αδικαιολόγητη παραίτηση του προκατόχου του κι αυτή ήταν η πρώτη αποστολή που του ανέθεταν. Παρότι είχε λυπηθεί για τον Μάρκο, ο οποίος ήταν στενός φίλος και μέντοράς του, μακάριζε την καλή του τύχη που τον είχε φέρει σε αυτό το αξίωμα. Στο κάτω κάτω ο Μάρκο αποχώρησε χωρίς αιτία, χωρίς καν να εξηγήσει τους λόγους της παραίτησής του σε κανέναν, κυκλοφορούσαν ωστόσο φήμες ότι παρουσίαζε συμπτώματα παραληρητικής διαταραχής και σοβαρής πνευματικής αστάθειας. Φτάνοντας στο έβδομο υπόγειο ο Φενγκ Ξιανγκ πληκτρολόγησε τον οκταψήφιο κωδικό του, Beno7EQ4, και η πόρτα άνοιξε· ήταν ώρα να επιστρέψει στη βάση του.

Ο EQ-4 μπήκε στο δωμάτιο, το διέσχισε με βιαστικά βήματα και βγήκε από τη δίφυλλη πόρτα χωρίς να ρίξει ματιά στον Ιάκωβο. Ούτε εκείνος γύρισε να τον κοιτάξει, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να δει το πρόσωπό του, δεν τον ενδιέφερε πια. Όταν απόμεινε μονάχος σιγοψιθύρισε ένα δίστιχο που άκουγε παιδί να τραγουδούν οι γερόντοι στο χωριό των προγόνων του όποτε αναθυμούνταν τους συγγενείς και τους φίλους που είχαν χαθεί στον μεγάλο λοιμό. Πάσκω για ν’ άψω’ να κερί κι αέρας μου το σβήνει, κι η τύχη δε με βοηθά κι η μοίρα δε μ’ αφήνει. Νοστάλγησε τον αέρα των βουνών, τη λάμψη της θάλασσας, τη μυρωδιά του δίκταμου, της μαλοτήρας, του θυμαριού και του τραγόχορτου – αν το αποφάσιζε να βγει από αυτό το δωμάτιο και να ανέβει ως το κέντρο τηλεμεταφοράς του Ινστιτούτου, έξι επίπεδα πιο πάνω, θα βρισκόταν σε μια στιγμή στα Λευκά Όρη, θα χανόταν στα ορεινά μονοπάτια, θα τρύπωνε σε μια σπηλιά ή σε κάποιον μισοερειπωμένο ναΐσκο και θα περίμενε εκεί όσα επιφύλασσε το μέλλον. Ίσως να πρόφταινε να κλείσει τα τριανταεφτά στην άγρια μοναξιά των βουνών, εκεί που κανείς δεν θα τον αναζητούσε και κανείς δεν θα τον έβρισκε. Ήξερε πως αν δεν έμπαινε στον μεταβολικό προσαρμογέα, ο EQ-4 θα εκτελούσε για όγδοη φορά τον εικοσιεπτάχρονο εαυτό του, κι ενώ ο θάνατός αυτός καμιά φυσική επίπτωση δεν θα είχε σ’ εκείνον έπειτα από τόσες φορές που είχε διαρρήξει τη χρονική συνέχεια, η εξαφάνισή του στο 2226 θα προκαλούσε μια αλυσίδα γεγονότων, ελέγχους, έρευνες, καταθέσεις και ανακρίσεις, ώσπου τελικά να ανακηρυχθεί αγνοούμενος ή νεκρός. Σε κάθε περίπτωση, ο Τζακ θα έχανε τη σύνδεση με την πραγματική του ταυτότητα, κι εκεί, στο 2235 δεν θα τον αναζητούσε πια κανείς. Δεν ήξερε αν η απουσία του θα προκαλούσε ανεπανόρθωτα προβλήματα στο Σχέδιο Gutenberg, κι αν θα σηματοδοτούσε εξελίξεις που θα επέτειναν την καταστροφή, είχε όμως κουραστεί να ξεγελά μάταια το επερχόμενο τέλος κι ενώ ένιωθε λύπη για τη Μάσα, τον Γιάν, την Πριγιάνκα, τον Έστεμπαν και τη Μαρίνα, ενώ ένιωθε συντετριμμένος για ολόκληρη την ανθρωπότητα, πίστευε ακράδαντα πια πως το παιχνίδι είχε χαθεί κι ας ευχόταν ενδόμυχα να διαψευστεί, έστω κι εκ θαύματος. Μόνο που ο Ιάκωβος ήταν επιστήμονας και δεν πίστευε στα θαύματα.

Την προκαθορισμένη ώρα της μετάβασης, σηκώθηκε, κοίταξε αριστερά του τη μονόφυλλη πόρτα που οδηγούσε στην έξοδο και δεξιά του τη δίφυλλη, την πύλη του μεταβολικού προσαρμογέα, για μια στιγμή σχεδόν αποφάσισε να τ’ αφήσει όλα πίσω του, φαντάστηκε τον εαυτό του μονάχο στην πιο ψηλή κορφή να αντικρίζει την καταστροφή· αναρωτήθηκε έπειτα αν κάποιος άλλος, από τον Άρη, τη Σελήνη ή από έναν άγνωστο πλανήτη κάποιου μακρινού γαλαξία θα παρακολουθούσε το τέλος της γης σαν έναν φαντασμαγορικό αστρονομικό επεισόδιο. Ξάφνου, συνειδητοποίησε ότι το προηγούμενο βράδυ δεν καληνύχτισε τον Γιαν, επέστρεψε αργά και δίστασε να τον καλέσει, σίγουρος ότι ο μικρός θα κοιμόταν. Ανακάλεσε έπειτα την πρώτη μέρα του Απρίλη του 2226, τα πρώτα γενέθλια του γιου του, τα γιόρταζαν πάντα οι τρεις τους με μια μονοήμερη εκδρομή στο George’s Island, και θυμήθηκε με πόση χαρά και ενθουσιασμό ο μικρός ανακάλυπτε τον κόσμο κάθε φορά. Πήρε μια ανάσα και τράβηξε προς τον θάλαμο του μεταβολικού προσαρμογέα. Φυγή, αποχώρηση, παραίτηση· μια τέτοια οριστική απόφαση χρειάζεται σχεδιασμό, προετοιμασία, σθένος και πείσμα, χρειάζεται θάρρος κι αποφασιστικότητα, σκέφτηκε· είχε μπροστά του εννιά χρόνια, θα φρόντιζε να είναι απολύτως έτοιμος την επόμενη φορά.

Όταν ο Ιάκωβος Χριστοδουλάκης βγήκε από τη δίφυλλη πόρτα το δωμάτιο απόμεινε αδειανό.

Κύλιση στην κορυφή