Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Κώστας Αθανασίου

«Οι καλύτερες στιγμές είναι όταν μεταφράζω βιβλία που με καταπίνουν»

1. Η μετάφραση για μένα ήταν αρχικά ένα χόμπι που έγινε επάγγελμα, και ένα επάγγελμα που έγινε αγάπη, ειδικά όταν, μετά από την «πίεση» του Ανταίου Χρυσοστομίδη, πέρασα από τη μετάφραση δοκιμίων και βιβλίων θεωρίας στη μετάφραση λογοτεχνίας.

Οι καλύτερες στιγμές είναι όταν μεταφράζω βιβλία που με «καταπίνουν», βιβλία που όταν τα μεταφράζω δεν μπορώ να κάνω διάλειμμα, που βιάζομαι μόλις ξυπνήσω να συνεχίσω τη μετάφραση: είναι οι Άγριοι ντετέκτιβ του Μπολάνιο, το Βαράμο του Άιρα, ο Άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά ή οι Μάσκες του Παδούρα, το Space invaders της Νόνα Φερνάντες, το Φοβάμαι, ταυρομάχε του Πέδρο Λεμεμπέλ.

Κακή στιγμή είναι αν εντοπίσεις λάθος που έχει ξεφύγει. Κακή στιγμή είναι όταν δεν βρίσκει ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό ένα βιβλίο που έχεις αγαπήσει. Κακή στιγμή ήταν όταν έκλεισε ένας εκδοτικός οίκος και μια μετάφρασή μου ξέμεινε στα συρτάρια του. Κάτι που φέρνει στην επιφάνεια και το ζήτημα των –θολών κάποιες φορές– ορίων του ελέγχου που μπορούν να έχουν ο μεταφραστής και η μεταφράστρια πάνω στη δουλειά τους. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

2. Έχω εργαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ως αναγνώστης σε εκδοτικό οίκο, και μάλιστα σε μια εποχή που ήταν αναμφισβήτητο ότι η ανάγνωση και η πρόταση βιβλίων είναι επάγγελμα και πρέπει να αμείβεται. Μπορούσα έτσι να επιλέγω και να διαβάζω βιβλία είτε παλαιότερα που δεν είχαν εκδοθεί στα ελληνικά είτε καινούργια που εντόπιζα παρακολουθώντας τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή. Ήταν μια δουλειά που αγαπούσα πολύ. Θυμάμαι πάντα τον Αργεντινό συγγραφέα Σέσαρ Άιρα που, όταν τον είχαμε συναντήσει στο Μπουένος Άιρες μαζί με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και τη Μικέλα Χαρτουλάρη για την εκπομπή Κεραίες της εποχής μας, έλεγε ότι «η συγγραφή είναι μια δικαιολογία για να μπορεί κανείς να συνεχίζει να διαβάζει. Ένα παιδί μπορεί να διαβάζει όλη την ημέρα, μπορεί να ξαπλώνει στο κρεβάτι ή στον καναπέ και να διαβάζει από το πρωί μέχρι το βράδυ αυτά τα μυθιστορήματα με τις περιπέτειες. Ένας ενήλικος χρειάζεται μια καλή δικαιολογία, πρέπει να είναι καθηγητής ή δημοσιογράφος στα πολιτιστικά ή κριτικός ή συγγραφέας. Όντας συγγραφέας, έχω τη δικαιολογία για να μπορώ να συνεχίζω να διαβάζω ό,τι θέλω… Σε αυτό πάλι ακολουθώ τον Μπόρχες, που έλεγε ότι πιο περήφανος ένιωθε για τα βιβλία που είχε διαβάσει παρά γι’ αυτά που είχε γράψει».

Παρακολουθώ λοιπόν όσο πιο στενά μπορώ την ισπανόγλωσση, κυρίως, λογοτεχνία, διαβάζοντας βιβλία ή παρακολουθώντας την κριτική σε εφημερίδες, περιοδικά, σάιτ κ.λπ.

Μέχρι στιγμής, είχα την τύχη να μεταφράσω είτε βιβλία που είχα προτείνει ο ίδιος είτε βιβλία που, αν μη τι άλλο, μου άρεσαν σε σημαντικό βαθμό. Τουλάχιστον στη λογοτεχνία, δεν έχω αναγκαστεί μέχρι στιγμής να μεταφράσω ένα βιβλίο που δεν μου αρέσει, που δεν βρίσκω τίποτα σ’ αυτό.

Αυτόν τον καιρό ολοκληρώνω τη μετάφραση και το επίμετρο για το βιβλίο Φοβάμαι, ταυρομάχε, το Πέδρο Λεμεμπέλ: ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ, που ήταν μεράκι χρόνων, βιβλίο ιδιαίτερο και δύσκολο, τόσο ανοιχτό σε πολλαπλές μεταφραστικές επιλογές που, στην ουσία, η μετάφραση μετατρέπεται σε δοκιμή μετάφρασης, ανοιχτή σε «ξανακοίταγμα», σε άλλες επιλογές, σε προβληματισμό και συζήτηση.

Πέρα από συγγραφείς που δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, υπάρχουν κυρίως αγαπημένα βιβλία που είναι ακόμα αμετάφραστα στα ελληνικά. Και είναι πολλά. Θα ήθελα να μπορέσω κάποια στιγμή να μεταφράσω τα διηγήματα του Ονέτι ή του Βιρχίλιο Πινιέρα, αλλά υπάρχουν και αμετάφραστα διαμάντια, για παράδειγμα, του Ρομπέρτο Αρλτ ή του Μανουέλ Πουίχ ή του Λεσάμα Λίμα και τόσα, τόσα άλλα, παλιά και νέα…

Το κρίσιμο στοιχείο όμως είναι η σχέση του βιβλίου με τον τελικό αποδέκτη του, τον αναγνώστη και την αναγνώστρια. Επειδή λοιπόν τέτοια βιβλία πρέπει να φτάσουν και στο αναγνωστικό κοινό, άρα να εκδοθούν και να κυκλοφορήσουν, και επειδή επιπλέον μπορεί να μην πρόκειται ακριβώς για βιβλία με προδιαγραφές μπεστ-σέλερ, η συζήτηση αναγκαστικά επανέρχεται στο θέμα της (ανύπαρκτης) στήριξης σε όλη την αλυσίδα του βιβλίου, κυρίως από μια πολιτεία που έχει κατά κανόνα μια στάση απέναντι στο βιβλίο τόσο αδιάφορη που καταντάει σχεδόν εχθρική.

3. Νομίζω ότι υπάρχει ένας, θα μου επιτρέψετε να πω, ρομαντικός μύθος για τον μεταφραστή ως μοναχικό και αόρατο εργάτη κ.λπ. Δεν συμφωνώ πολύ με αυτή την οπτική. Μπορεί πράγματι η δουλειά της μετάφρασης να είναι γενικά μοναχική δουλειά, ωστόσο η ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών με ομότεχνους και συνεργάτες που ενδέχεται να φτάνει ακόμα και στη συλλογική μεταφραστική δουλειά, μπορεί να είναι κάτι πολύ γόνιμο, όμορφο και δημιουργικό.

Βέβαια, σε όλα αυτά δύσκολα μπορεί να υπάρξει κάποιος γενικός κανόνας, καθώς υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες και προϋποθέσεις. Σε γενικές γραμμές όμως, η επιμέλεια του κειμένου, το «δεύτερο μάτι», μπορεί να γίνει βασικός πυλώνας της δουλειάς αυτής, στον βαθμό που υπάρχει δημιουργική συνεργασία μεταφραστή-επιμελητή, με ανοιχτά αυτιά και από τις δύο πλευρές και με σαφείς κανόνες στη συνεργασία.

Νομίζω είναι ευχής έργον να μεταφράζει κανείς συγγραφέα που βρίσκεται εν ζωή, με τον/την οποίο/α μπορεί να έχει προσωπική επαφή: είναι η πιο γόνιμη και όμορφη σχέση, είναι μια πηγή πλούτου που πάντα δίνει κλειδιά που ξεκλειδώνουν πόρτες πολλές φορές απρόσμενες.

Η σχέση με τον εκδότη είναι επίσης κρίσιμη. Ο εκδότης βέβαια είναι ο εργοδότης του μεταφραστή, κάτι που απαιτεί ιδιαίτερη συζήτηση, πέρα απ’ αυτό όμως υπάρχουν ευτυχώς εκδότες που σέβονται τη δουλειά του μεταφραστή και της μεταφράστριας και για τους οποίους το βιβλίο δεν είναι απλώς και μόνο ένα εμπορικό προϊόν.

4. Η μετάφραση είναι πολύ κακοπληρωμένη δουλειά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στην Ελλάδα ιδιαίτερα. Το γεγονός αυτό, μαζί με μια σειρά από άλλα χρόνια προβλήματα του κλάδου (π.χ. το ασφαλιστικό) αλλά και του χώρου του βιβλίου γενικότερα, δημιουργούν ένα περιβάλλον σχεδόν ασφυκτικό. Η πληγή την οποία άνοιξε στο βιβλίο και γενικά στον πολιτισμό το κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου δεν επουλώθηκε ποτέ. Η «κρίση του κορονοϊού», έχοντας πλήξει καίρια (μεταξύ των άλλων κρίκων της αλυσίδας) και τα βιβλιοπωλεία, σε συνδυασμό με την αδιαφορία του Υπουργείου Πολιτισμού και του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού για το βιβλίο συνολικά, φοβάμαι ότι μπορεί να αφήσει βαθιά σημάδια στον χώρο.

Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες έχουν αρχίσει επιτέλους να αποκτούν παρουσία που στην ουσία αποτελεί αναγνώριση του κρίσιμου ρόλου που παίζει η μετάφραση για το βιβλίο. Ακόμα και ότι κάποιοι εκδοτικοί οίκοι βάζουν πια στο βιβλίο και το βιογραφικό του μεταφραστή ή της μεταφράστριας είναι κάτι…

Σε έναν χώρο χωρίς κανέναν φορέα που να ασχολείται σοβαρά με το βιβλίο και με συλλογικά όργανα πολύ αδύναμα, ένα παραπάνω πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν πεδία για μια συζήτηση σε βάθος για τη μετάφραση (μέσω ίσως μιας ουσιαστικής κριτικής προσανατολισμένης ειδικά στη μετάφραση ή μέσω της διοργάνωσης συνεδρίων κ.λπ.).

5. Όσο για το διαδίκτυο, για κάποιον και κάποια που ξέρει να το χρησιμοποιεί σωστά, και κυρίως με τα σωστά «φίλτρα», προφανώς διευκολύνει τη δουλειά μας.

Κύλιση στην κορυφή